Tuesday, January 14, 2014

Η εξαφάνιση της ατζέντας...

... και ο αποπληθωρισμός του χρόνου



Τώρα το πήρα είδηση. Έχουν εξαφανιστεί οι ατζέντες. Είναι μέσα Ιανουαρίου και δεν κυκλοφορεί στο σπίτι ούτε μια ατζέντα 2014. Πριν δυο τρία χρόνια, τέτοιες μέρες, στο σπίτι ή στη δουλειά συσσωρεύονταν ατζέντες και ημερολόγια της νέας χρονιάς. Ατζέντες κάθε λογής. Μικρές, μεσαίες, μεγάλες, με χάρτινα ή πλαστικά εξώφυλλα, κι άλλες δερματόδετες, ντιζαϊνάτες, απλές, με το ημερολόγιο και το εορτολόγιο, ή άλλες, «υπερπαραγωγές», απευθυνόμενες σε πολίτες ή επενδυτές του κόσμου που έπρεπε να γνωρίζουν τη διαφορά ώρας μεταξύ Τόκιο και Βερολίνου, τις χιλιομετρικές αποστάσεις ανάμεσα σε όλες τις πρωτεύουσες, τα εθνικά νομίσματα, τα μέτρα και τα σταθμά κάθε χώρας, τα τηλέφωνα των τραπεζών, των πρεσβειών και των αεροπορικών εταιρειών. Υπήρχαν οι ατζέντες – επιχειρηματικά δώρα που κάθε τράπεζα και κάθε εισηγμένη επιχείρηση που σεβόταν τον εαυτό της φρόντιζε να στείλει μαζί με τα «χρόνια πολλά» εκ μέρους του διευθύνοντος συμβούλου και της (συνήθως) υπευθύνου δημοσίων σχέσεων σε ένα ευρύ κύκλο πελατών και «πελατών». Οι ατζέντες των συλλόγων απανταχού Σαρακατσάνων, τα ημερολόγια των σωματείων, των προσκόπων, του φαρμακείου της γειτονιάς, σπανιότερα του φούρναρη ή του βιβλιοπώλη. Ατζέντες αφιερωμένες στην ποίηση, στη λογοτεχνία, στη ζωγραφική και ατζέντες ιστορικών επετείων ή μελλοντολογικών προβλέψεων. Η αφθονία της ατζέντας, εκτός από το ότι εξυπηρετούσε την αφθονία των δημοσίων σχέσεων, υπονοούσε και μιαν αφθονία χρόνου που έπρεπε να οργανωθεί, να κατατμηθεί, να κατανεμηθεί, να ταξινομηθεί, να εξοικονομηθεί, να επενδυθεί, να πολλαπλασιαστεί, να επιμηκυνθεί με συγκεκριμένους τρόπους και εναλλακτικές. Ο χρόνος όφειλε πράγματι να είναι από πολλές απόψεις χρήμα.

Υπάρχουν, βέβαια, οι ατζέντες των κινητών, ημερολόγια μέχρι το 2042, σωτήριον έτος αποπληρωμής του χρέους, υπάρχουν τα προγράμματα υπενθύμισης γιορτών, γενεθλίων, ραντεβού στα κινητά, στα PC, στα τάμπλετ και στα λάπτοπ, αλλά δεν έχουν τη χάρη και το στυλ μιας δερματόδετης ατζέντας με επιμελημένη χρυσοτυπία στο εξώφυλλό της, ούτε το κύρος των organizer και των filofax που πρόβαλλαν στους γύρω την εικόνα ανθρώπου που ελέγχει τον χρόνο, τους μήνες, τις εβδομάδες, τις μέρες, τις ώρες, που δεν έχει χρόνο για χάσιμο. (Τις περισσότερες φορές, στα περισσότερα σπίτια και γραφεία, οι περισσότερες ατζέντες κατέληγαν στα σκουπίδια, έπειτα από μερικές εβδομάδες αχρησίας. Προσωπικά, ουδέποτε κατάφερα να χρησιμοποιήσω μιαν ατζέντα με συνέπεια πέρα από τον πρώτο μήνα του χρόνου, τον μήνα των υποσχέσεων καλής επανεκκίνησης. Έπειτα, αρκούσε η μνήμη και οι πρόχειρες σημειώσεις σε χαρτιά και τετράδια, σπανιότερα στις πίσω σελίδες βιβλίων. Μια στις δυο σημειώσεις ή υπενθυμίσεις χάνονταν. Πιθανότατα αυτός ήταν ο προορισμός τους).

Οι ατζέντες εξαφανίστηκαν. Η προφανής αιτία είναι ότι η ύφεση έπληξε και την άλλοτε ανθούσα αγορά επιχειρηματικού δώρου, ότι για τις επιχειρήσεις ήταν σχεδόν αυτονόητη η περικοπή των πιαρίτικων δαπανών. Το λιγότερο προφανές είναι ότι ο χρόνος έχει αυτονομηθεί επικίνδυνα από τους όρους επιβίωσής μας. Ο ημερολογιακός χρόνος σηματοδοτείται περισσότερο από τα χρονοδιαγράμματα των επισκέψεων της τρόικας, των συνεδριάσεων του Eurogroup, των εκδόσεων εντόκων γραμματίων, παρά από τις πραγματικές ανάγκες των πραγματικών ανθρώπων. Πέρα από αυτά τα εικονικά ορόσημα, για τους περισσότερους ανθρώπους αυτής της άχρονης χώρας ο χρόνος σηματοδοτείται από τις ημερομηνίες λήξης των λογαριασμών και των δόσεων στην εφορία. Όλα τα άλλα κινούνται στον χώρο του απροσδόκητου. Δεν ξέρεις αν και πότε θα πληρωθείς για να μπορείς να πληρώσεις, δεν ξέρεις αν τον επόμενο μήνα θα έχεις δουλειά, κι αν ήδη δεν έχεις δουλειά δεν έχει νόημα να προγραμματίσεις τίποτα που να χρειάζεται να το σημειώσεις με αδρά και υπογραμμισμένα γράμματα σε μιαν ατζέντα. «25 Ιανουαρίου , ραντεβού με Κώστα ώρα 3 για καφέ στη Βικτώρια». Κι αν στις 25 Ιανουαρίου δεν έχεις ούτε δεκάρικο για τη βενζίνη του δρομολόγιου;

Μεταξύ των άλλων, στη μνημονιακή μπανανία έχει αποπληθωριστεί κι ο χρόνος. Πράγμα λογικό, όταν οι πάτρωνες της χώρας υπόσχονται «επιστροφή στην κανονικότητα» σε μια δεκαετία και βάλε. Πολύ μακρύς χρόνος για να έχει σημασία ο ζωντανός, βιωμένος χρόνος. Έχετε παρατηρήσει στα βλέμματα ορισμένων ανθρώπων μιαν υπόνοια ότι βιάζονται να τελειώσει κι αυτή η χρονιά, αυτή η δεκαετία, αυτή η ζωή χωρίς να χρειαστεί να σημειώσουν τίποτε αξιόλογο και σημαντικό στην ατζέντα της;

ΚΙΜΠΙ

Wednesday, January 1, 2014

La Grande Belezza di Dolce Vita

(Πεντάρφανο κείμενο Νο 3)

Πρωθυστερόγραφο: Τόσον καιρό δεν έχω αφήσει «ατάιστο» αυτό το μπλογκ. Δυο εβδομάδες παραπάει. Θα μού πεθάνει από ασιτία. Έστω κι ένα πεντάρφανο κείμενο το χρειάζεται. Τους λόγους της «ορφάνιας» τους εξήγησα στο πρώτο ορφανό κείμενο, αρχές Δεκέμβρη. Οι λόγοι παραμένουν, χάρη στην «ανάπτυξη που έρχεται» και στην επιχειρηματική ελίτ- αλήτ που ελέγχει τα ΜΜΕ της χώρας (ο Επενδυτής εκτός περιπτέρου, οι εργαζόμενοι απλήρωτα ζόμπι: ούτε άνεργοι, ούτε απολυμένοι, ούτε εργαζόμενοι. Άλλη ιστορία αυτό, θα εξηγηθεί άλλη φορά). Για το «ατάιστο» μπλογκ, λοιπόν: αναρωτήθηκα τι καλό μου συνέβη τις τελευταίες μέρες κι αξίζει μ’ αυτό ν’ αποχαιρετίσει κανείς το σιχτιρισμένο 2013 και να υποδεχτεί το χτικιάρικο 2014. Σκέφτηκα, σκέφτηκα και κατέληξα στον Σορεντίνο και στην «Τέλεια ομορφιά» του. Κι απ’ εκεί πρόκυψε το παρακάτω κείμενο.

******

Η Dolce Vita του Φελίνι πρωτοπροβλήθηκε τη χρονιά που γεννήθηκα. Εγώ την είδα πρώτη φορά με καθυστέρηση δεκαπέντε χρόνων, στην ακμή μιας εφηβείας που οι ορμόνες χτυπούσαν κατακέφαλα και η ανησυχία κατακούτελα. Την είδα από τότε κι άλλες φορές, αλλά η πρώτη φορά είναι πάντα πρώτη φορά: αξέχαστη. Θυμάμαι ξεκάθαρα λεπτομέρειες που είχαν μια περίεργη επίδραση στο συγκεχυμένο εφηβικό μου σύμπαν. Μα πιο πολύ θυμάμαι την τελευταία σκηνή. Ένα κοριτσίστικο πρόσωπο, καθαρό, αθώο, σαν αγγελούδι του Ραφαήλ ή του Μιχαήλ Άγγελου, με ένα χαμόγελο στα χείλη παρακολουθεί τον ήρωα της ταινίας Μαρτσέλο να απομακρύνεται, έπειτα από μια αποτυχημένη προσπάθεια να του θυμίσει, με παντομίμα και φωνές που τις παίρνει ο αέρας και τα κύματα της θάλασσας, την τυχαία συνάντηση και γνωριμία τους λίγες μέρες πριν, στην ταβέρνα του πατέρα της. Ο Μαρτσέλο αδυνατεί ή δεν θέλει να θυμηθεί, επιστρέφει στον στιλπνό και ματαιόδοξο κόσμο του, το κορίτσι του χαμογελά μ’ ένα μίγμα απογοήτευσης και συμπάθειας. Τέλος.

Αυτό το πλάνο της Dolce Vita ήταν ίσως το βασικό κίνητρο για να δω- με αρκετή καθυστέρηση- την ταινία του Σορεντίνο La Grande Bellezza. Είχα ήδη ακούσει και διαβάσει αρκετά για τον «διάλογο» της ταινίας με τον μακρινό πρόγονό της (η χρονική απόστασή τους αντιστοιχεί ακριβώς στην ηλικία μου, πράγμα αδιάφορο για οποιονδήποτε άλλο εκτός από μένα), κάτι που γίνεται εντελώς προφανές σε όποιον έχει συγκρατήσει στο μυαλό του το αδρό στόρι της ταινίας του Φελίνι. Ο δημοσιογράφος Μαρτσέλο του Φελίνι και ο δημοσιογράφος-συγγραφέας Τζεπ του Σορεντίνο μπορεί κανείς να πει ότι είναι πάνω κάτω το ίδιο πρόσωπο, με τις περίπου πέντε δεκαετίες που τους χωρίζουν και με την κυνική αυτογνωσία που έχει αποκτήσει ο δεύτερος, έχοντας πρωταγωνιστήσει για χρόνια στο ριάλιτι της παρακμής. Η διαφορά τους είναι ότι ο Τζεπ, ίσως σαν ηλικιωμένος Μαρτσέλο, έχοντας περιπλανηθεί για χρόνια ανάμεσα στα επιβλητικά ερείπια της Αιώνιας Πόλης, έχοντας δοκιμάσει όλες τις ηδονές που αυτή επιφυλάσσει για τους εκλεκτούς της ματαιόδοξης, κουρασμένης, κορεσμένης, ξεπεσμένης, αφελούς, αφασικής ελίτ, ανακαλύπτει την τέλεια ομορφιά που ανεπιτυχώς για χρόνια αναζητούσε επιστρέφοντας στο παρελθόν. Τη βρίσκει στο πρόσωπο μιας εικοσάχρονης, στο νεανικό της στήθος που του αποκαλύφθηκε , στο φιλί που δέχτηκαν τα χείλη του στα 18 του χρόνια, κάτω από ένα φάρο, στα βράχια μιας ακτής που ο Τζεπ εγκατέλειψε για την ατελή αιώνια ομορφιά της Ρώμης. Η Πάολα του Μαρτσέλο και η Ελίζα του Τζεπ είναι πάνω κάτω το ίδιο αισθητικό και ερωτικό αρχέτυπο, αλλά μόνο η γηραλέα ματιά του Τζεπ, ο θάνατος που έχει ήδη επέλθει (της Ελίζας) και αυτός που πλησιάζει (του Τζεπ, της αιώνιας πόλης, της Δύσης;) αποκαλύπτουν το παραγνωρισμένο μεγαλείο του.

Εισβάλλουμε σε ξένα νερά, κλέβουμε το μεροκάματο των κριτικών όσοι νιώθουμε την ανάγκη να γίνουμε «κριτικοί» μ’ αφορμή μια ταινία, αλλά η πρόθεση δεν είναι αυτή. Περισσότερο είναι η ανάγκη να μοιραστούμε την ειδική αισθητική και ιδεολογική επίδραση που έχει πάνω μας ένα καλλιτεχνικό έργο, πέρα από τους κώδικες της κριτικής. Παρακολουθώντας τις κάμερες του Σορεντίνο να κινούνται νωχελικά πάνω στα ογκώδη μνημεία της Ρώμης, να κυλούν στα ήρεμα νερά του Τίβερη, να τρυπώνουν στα «παλάτσα», στα μουσεία, στους μυστικούς κήπους των αγαλμάτων, στις πολυτελείς «ταράτσες» με θέα ο Κολοσσαίο, στα ολονύκτια πάρτι μιας αφρόκρεμας που αρνείται να αντιληφθεί ότι ο χρόνος της ευδαιμονίας της έχει προ πολλού παρέλθει, αναρωτιέσαι αν αυτό είναι ένας ύμνος ή ένα μνημόσυνο. Μνημόσυνο  της Ρώμης, της Ιταλίας, της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και των διαδόχων της, ενδεχομένως ολόκληρου του δυτικού πολιτισμού του οποίου απαύγασμα υποτίθεται πως είναι η σημερινή Ευρώπη. Ο ναρκισισμός της ετερόκλητης ρωμαϊκής ελίτ, που στην ταινία του Σορεντίνο περιφέρεται σε μπερλουσκονικά πάρτι, σε ναούς του bottox και σε αυτοκρατορικά μνημεία, είναι ένας θανάσιμος ναρκισισμός. Τρεις θάνατοι οριοθετούν την ταινία: ο θάνατος της Ελίζας, του εφηβικού, ανολοκλήρωτου έρωτα του Τζεπ, η αυτοκτονία ενός νεαρού σχιζοφρενούς γόνου αριστοκρατικής οικογένειας, το τέλος μιας ώριμης στριπτιζέζ από κάποια ανίατη νόσο. Ούτε καν αυτοί οι θάνατοι μπορούν να λειτουργήσουν σαν ευεργετικό σοκ για να δώσουν ένα τέλος στην υπαρξιακή περιδίνηση του ήρωα της ταινίας. Παρά τα 53 χρόνια που μεσολάβησαν, ο Μαρτσέλο της Dolce Vita άλλαξε ελάχιστα. Τη θέση της αβάσταχτης ελαφρότητάς του πήρε απλώς ο αβάσταχτος κυνισμός του Τζεπ της Grande Belezza.

Τι θέλει να πει ο ποιητής; Δεν ξέρω αν ο Σορεντίνο ήθελε να μιλήσει απλώς για τη Ρώμη, την Ιταλία, τον Φελίνι, την παρακμή της ιθύνουσας τάξης στη χώρα του, την υποκρισία της διανόησης, την κρίση του γήρατος. Εγώ «διαβάζω» κι έναν πικρόχολο, καλαίσθητο, μακρύ αποχαιρετισμό σε όλη τη Δύση, σε όλη τη σύγχρονη Ευρώπη που στην πραγματικότητα γεννήθηκε εκεί, στις όχθες του Τιβερη, όχι στη σκιά της σκιά της Ακρόπολης όπως κάποιοι θέλουν να πιστεύουν. Η Ευρώπη είναι ο τελευταίος απόγονος μιας αυτοκρατορίας και το μνημείο που της ταιριάζει είναι το Κολοσσαίο, αυτό που βρίσκεται αντίκρυ στην ταράτσα του Τζεπ και υπενθυμίζει πως οι μακρινοί πρόγονοι των καλεσμένων του στα ολονύκτια πάρτι διασκέδαζαν με τις θανατηφόρες συγκρούσεις μονομάχων ή με τους κατασπαρασσόμενους από θηρία μελλοθάνατους. Η Ευρώπη μοστράρει τα επιβλητικά ρωμαϊκά και αυτοκρατορικά μνημεία της, τους περίτεχνους καθεδρικούς της, τα αρχιτεκτονικά της επιτεύγματα, τους εικαστικούς θησαυρούς της, τις κορυφώσεις της πνευματικής της παραγωγής και προσπαθεί με επιλεκτική μνήμη να κρύψει κάτω από το χαλί τα σκουπίδια της ιστορίας της: ποταμούς αίματος, γενοκτονίες, ανθρωπιστικά εγκλήματα, εθνικοί ανταγωνισμοί. Προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατηθεί στην κορυφή του κόσμου, υποδύεται ότι βρίσκεται στην ακμή της, κρύβει με τη νοσταλγία του λαμπερού παρελθόντος της το σκοτεινό της μέλλον. «Χαλαρώστε και απολαύστε το τέλος», είναι κατά κάποιο τρόπο το κυνικό μήνυμα του πρωταγωνιστή της Dolce Vita του 2013. Αυτός τουλάχιστον το έχει καταλάβει. Τα κωθώνια που οδηγούν το τρένο της Ευρώπης έχουν πάρει πρέφα τίποτα; Όχι. Πιάνονται ο ένας πίσω από τον άλλο και χοροπηδάνε σε μπιντάτους ρυθμούς με άψογο μπερλουσκονικό στυλ «μπούγκα- μπούγκα».

Η Ευρώπη μοιάζει με τα «τρενάκια» στα πάρτι του Τζεπ Καπαρντέλα, με θέα το Κολοσσαίο. «Δεν είναι ωραία τα τρενάκια που κάνουμε στα πάρτι μας; Είναι τα πιο ωραία τρενάκια του κόσμου γιατί δεν φτάνουν σε κανένα σταθμό».

ΚΙΜΠΙ