Sunday, July 28, 2024

Η μεταπολίτευσή μου

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 27-28/7/2024



Τι σημασία έχουν τα μηδενικά στις χρονολογίες; Γιατί οι στρογγυλές επέτειοι είναι σημαντικότερες από τις άλλες; Γιατί τα 202 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση είναι πιο αδιάφορα από τα 200; Γιατί οι εξηντάρηδες και βάλε θα πρέπει να ζήσουν τουλάχιστον άλλα 50 χρόνια για να γιορτάσουν μια βαρβάτη στρογγυλή επέτειο, τα 250 χρόνια ή τα 300, πράγμα αδύνατο; Κι επομένως, γιατί ήταν τόσο σημαντική η 50ή επέτειος της μεταπολίτευσης; Ησσονος σημασίας απορία: Γιατί ο χρόνος στο ανθρώπινο μυαλό κυλάει καλύτερα σε δεκάδες, πενηντάδες ή εκατοντάδες;

 

Οποια κι αν είναι η εξήγηση, για κάποιους αυτός ο μισός αιώνας είχε μια βαρύτητα. Οπωσδήποτε για τους εξήντα πλας, το 25% του πληθυσμού της χώρας, αφού ακόμη κι ένας δεκάχρονος του 1974 έχει κάποια αμυδρή μνήμη από εκείνον τον φοβερό Ιούλιο κι όσα ακολούθησαν. Οχι, ο Πορτοκάλογλου δεν έχει δίκιο. Αν κι έχει γράψει το πιο εμβληματικό τραγούδι για τη γενιά -«της μεταπολίτευσης καημένη γενιά, άχρωμα όλα και λειψά…»-, αυτή η γενιά έχει στην πραγματικότητα ζήσει μια πολύχρωμη και γεμάτη εντάσεις εποχή. 


Δεν ήταν ακριβώς και «τα καλύτερά μας χρόνια», ή μπορεί να ήταν γιατί ήμασταν έφηβοι, νέοι, με την προσδοκία ενός μέλλοντος λαμπερού και ανατρεπτικού. Ολα άλλαζαν γύρω μας και εντός μας. Και η αλλαγή ήταν τεράστια, σχεδόν σωματική. Κατά κάποιο τρόπο, ενώ με τη μεταπολίτευση εννοούμε την πολιτική μεταβολή από τη δικτατορία στη δημοκρατία, ο καθένας μας έζησε μια μεταπολίτευση Ι.Χ. Εκανε ένα άλμα από τη σιωπή και την ιδιώτευση στην παρρησία και στον δημόσιο χώρο, στην αγορά του δήμου, όπου κι αν ήταν αυτή: στη στάση ενός λεωφορείου, στο περίπτερο με τις κρεμασμένες εφημερίδες, στο τραπέζι με τους ετερόκλητους συγγενείς, στη σχολική αίθουσα, στο αμφιθέατρο, στο γραφείο, στο εργοστάσιο, στο καφενείο του χωριού. Ξαφνικά, η πολιτική έγινε σημαντική για όλους, ο καθένας έμπαινε στο δίλημμα να πάρει θέση, να επιλέξει «στρατόπεδο», να ενταχθεί, να μιλήσει, να τσακωθεί, ακόμη και να πλακωθεί. 


Η δική μου μεταπολίτευση έχει τα κοινότοπα υλικά που έχει η μεταπολίτευση των περισσοτέρων: το αφυπνιστικό σοκ του Νοέμβρη του 1973, τα παράνομα διαβάσματα της εφηβείας, την αποκάλυψη του διχασμού στο ευρύτερο σόι, τον μπαμπά να ανασύρει από τα βάθη ενός συρταριού την καρφίτσα με τη φάτσα του Καραμανλή, τη μαμά να αποκαλύπτει δειλά την πολιτική ταυτότητα του δικού της μπαμπά, τη συμμετοχή σχεδόν σε όλες τις προεκλογικές συγκεντρώσεις των πρώτων εκλογών, «ενωμένη Αριστερά, η Ελλάδα πάει μπροστά», ή «στις 18 σοσιαλισμό», ένα κασετόφωνο στο οποίο πρωτάκουσα τα «Τραγούδια του αγώνα», διάβασμα σε βαθμό ολικής σύγχυσης, από Μαρξ μέχρι Μαρκούζε, από Νίτσε μέχρι Φρομ, από Μαντέλ μέχρι Γκαλμπρέιθ. Και σινεμά, πολύ σινεμά, μέχρι τελικής πτώσεως, από Αϊζενστάιν μέχρι Μπουνιουέλ, από Φελίνι μέχρι Αγγελόπουλο. Και διάβασμα για το σινεμά, μέγας ανταγωνισμός για τους καλύτερους κριτικούς, η κριτική ήταν σοβαρή υπόθεση, τα προγράμματα κινηματογράφων θύμιζαν ιδεολογικές μπροσούρες. Η μεταπολίτευσή μου έχει Μίκη και Μάνο, μεγάλες ανοιχτές συναυλίες, έχει Τρίτο Πρόγραμμα, ερασιτεχνικούς σταθμούς, μπουάτ στην τελευταία τους αναλαμπή, μεταχρονολογημένη γνωριμία με αστερισμούς του ροκ. 

Η δική μου μεταπολίτευση ήταν η αποκάλυψη ενός κόσμου που δεν ξέραμε ότι υπήρχε, μια ετεροχρονισμένη εισαγωγή της «μεγάλης έκρηξης» των σίξτις, λέξεις και έννοιες καινούργιες που ενσωματώναμε στραμπουλιγμένες ή παρερμηνευμένες στους καθημερινούς διαλόγους, μια καινούργια γλώσσα, μια νέα ορθογραφία, με καταλήξεις και τονισμούς που κατέλυαν την επίσημη, καθεστωτική γλώσσα, με πολλούς «ισμούς» και πολλά αρχικά, δεκάδες, εκατοντάδες αρχικά πίσω από τα οποία δεν υπήρχαν μόνο ναρκισσισμοί ελάχιστης διαφοράς, αλλά και η διάθεση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων να εκφραστούν και να δράσουν συλλογικά. 

Η δική μου μεταπολίτευση έχει μαθητικές και φοιτητικές παρατάξεις, έχει πολιτική νεολαία, κόμμα, φεστιβάλ, συνελεύσεις, έχει καταλήψεις, τεράστιες συγκρούσεις για την ηγεμονία, αλλά έχει και αμηχανία και αμφιβολία, «είναι σωστή η γραμμή;», έχει διαγραφές, διασπάσεις, αποχωρήσεις, επανασυνδέσεις. Η μεταπολίτευσή μου είχε αφοσίωση και κομματικό πατριωτισμό, αλλά και διαψεύσεις, πολιτική μοναξιά, ατελέσφορη περιπλάνηση. Είχε αναζήτηση ταυτότητας, όχι μόνο πολιτικής, αλλά και κοινωνικής, «τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω, και τι δεν θέλω να γίνω», θα ακολουθήσω τον ταξικό μου προορισμό ή θα συγκρουστώ με την ίδια την τάξη μου; Η δική μου μεταπολίτευση, θέλω να πω, όπως και η μεταπολίτευση των πολλών και των από κάτω, έβαλε ξαφνικά ένα συλλογικό φίλτρο στις κατά τα λοιπά απολύτως ατομικές επιλογές. Το τι είδους μηχανικός, τι είδους δικηγόρος, τι είδους γιατρός, χημικός, δημοσιογράφος, τεχνικός, εξειδικευμένος εργάτης ήθελε να γίνει κάποιος, για πολλά χρόνια συνδεόταν με το «αντιεπαγγελματικό» δίλημμα: «και με ποια πλευρά θα είμαι;». Οσο κι αν φαίνεται αδιανόητο σήμερα με όρους πιάτσας, οι απαντήσεις που δόθηκαν σε αυτό το δίλημμα, άλλους τους εκτόξευσαν στην κορυφή της εξουσίας και της οικονομικής ισχύος κι άλλους τους κράτησαν στον πάτο ή, στην καλύτερη περίπτωση, τους ανέδειξαν σε «υπηρέτες δημοσίου συμφέροντος», έστω κι αν αυτό δηλητηριαζόταν συχνά από τοξικές δόσεις ιδιοτέλειας. 

Οπως είναι προφανές η μεταπολίτευσή μου δεν έχει τίποτα ιδιαίτερο. Είναι φτιαγμένη με τα υλικά της μεταπολίτευσης των περισσοτέρων, σε διαφορετικές δόσεις και αναλογίες. Αλλά αυτό που την κάνει σημαντική είναι κυρίως ότι κάθε μας επιλογή, η πιο εύστοχη και η πιο βλακώδης, η πιο επιτυχημένη και η πιο αποτυχημένη, γινόταν με τη συλλογική αίσθηση ως άτομα και ως ομάδες ότι συμμετέχουμε στην Ιστορία, έχουμε τη φιλοδοξία να επιδράσουμε στην εξέλιξή της. Η όποια κοινωνική, πολιτική και οικονομική αλλαγή ήταν αδιανόητη χωρίς εμάς, χωρίς τα κόμματά μας, τις νεολαίες μας, τους συλλόγους μας, τις διαδηλώσεις μας, τις συγκρούσεις μας, τις ιδέες μας, τα τραγούδια μας, τις συναυλίες μας, τα σινεμά, τα θέατρά μας, τα φεστιβάλ μας, τις απεργίες μας, τα συνδικάτα μας, τις παρατάξεις μας, τις διαφωνίες μας. Είχε έναν βαθμό ψευδαίσθησης αυτό, αλλά ήταν και σε μεγάλο βαθμό απτό, υλικό.

Τώρα, οι οικονομικοί, πολιτικοί και κοινωνικοί μετασχηματισμοί γίνονται ερήμην μας. Από δυνάμεις που φαίνεται αδύνατο να ελέγξουμε. Και, κυρίως, κανείς δεν φαίνεται να έχει διάθεση να τις φρενάρει. Κι αυτό είναι το πιο τρομακτικό. Ζούμε άραγε μια απο-πολίτευση;



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 


Σε είχα δει και σένα σαν τ’ άλλα φοιτητάκια

αντάρτες της πορδής με τα λεφτά του μπαμπά

μίζερα όλα και λειψά, γι’ αυτό σου λέω


Πίσω μου άθλια σχολεία

κοπάνες και πορνό, αποβολές για μαλλιά

γκόμενες και κόμμα, ραντεβού στην πλατεία

τα ξέρεις όλα αυτά


Χούντα δε θυμάμαι μα ούτε ελευθερία

της μεταπολίτευσης καημένη γενιά

άχρωμα όλα και λειψά, γι’ αυτό σου λέω


Υπάρχει λόγος σοβαρός που ήμουν νέος χλιαρός

αυτά μου τύχαν δυστυχώς, μα δεν τα κρύβω ευτυχώς

και να ένας λόγος σοβαρός που είμαι ωραίος


Τώρα τα τραγούδια μας τούς πέφτουνε λίγα

και κάτω απ’ τα μουστάκια τους γελάν οι παλιοί

έχουν βλέπεις πίσω τους τη λάμψη του εξήντα

καθάρισαν αυτοί


Φατμέ, Νίκος Πορτοκάλογλου, «Υπάρχει λόγος» (Ρίσκο, 1985)


Saturday, July 20, 2024

Το σπασμένο παράθυρο των Windows

Η Εφημερίδα των Συντακτών 20-21/7/2024



Ως ψηφιακά αναλφάβητος δεν κατάλαβα και πολλά για το ποιο ήταν το πρόβλημα στις εφαρμογές της Microsoft και της εταίρου της, CrowdStrike, που προκάλεσε το παγκόσμιο ψηφιακό μπλακ άουτ και το χάος σε αερομεταφορές, τραπεζικές συναλλαγές, αλυσίδες λιανεμπορίου, δημόσιες υπηρεσίες, χρηματιστήρια. Αν προσπαθούσα να το περιγράψω, θα έλεγα ότι στο οικουμενικό κάστρο της Microsoft, που είναι περιβεβλημένο με θωρακισμένες πόρτες και αλεξίσφαιρα παράθυρα (Windows), ένα από αυτά έσπασε –ή το έσπασαν–, πιθανώς με μια ντιρέκτ γροθιά (strike) που από αστοχία ή σκοπιμότητα επέφερε η CrowdStrike. 

Δεν έχει και πολύ σημασία το πώς έσπασε το παράθυρο. Σημασία έχει ότι αρκεί μια μικρή οπή, ένα απειροελάχιστο ρήγμα για να κλυδωνιστεί το κάστρο του οικουμενικού ψηφιακού μονοπωλίου που ελέγχει τα περισσότερα πράγματα που κάνουμε καθημερινά μέσω υπολογιστή, λάπτοπ, κινητού, Διαδικτύου: τη συγγραφή ενός κειμένου ή ενός μηνύματος, τη συναλλαγή μας με μια τράπεζα, μια δημόσια υπηρεσία, μια αεροπορική εταιρεία, ένα σούπερ μάρκετ, το τσεκάρισμα ενός εισιτηρίου, την υποβολή μιας ηλεκτρονικής αίτησης. Ο,τι κάνουμε στο ψηφιακό σύμπαν, είτε αφορά την επιβίωσή μας είτε τη διασκέδασή μας, συνδέεται με κάποια εφαρμογή που την ελέγχει το οικουμενικό μονοπώλιο της Microsoft και τα λιγότερο γνωστά οικουμενικά μονοπώλια που έχουν αναλάβει την ασφάλεια των ψηφιακών εφαρμογών της έναντι κυβερνοεπιθέσεων ή απλών αστοχιών στη διεθνή ψηφιακή Νεφελοκοκκυγία (cloud). Η λειτουργία του παγκόσμιου καπιταλισμού, και τελικά της ψηφιακά οργανωμένης ανθρωπότητας, βασίζεται στην τυφλή εμπιστοσύνη που δείχνουμε στο ψηφιακό υπερκράτος και τους επιτελείς του. 

Κι αν για κάποιο λόγο ο Γκέιτς ή ο Σερτς (CEO της CrowdStrike) αποφάσιζαν να τα βροντήξουν και να κλείσουν τα «μαγαζιά» τους, να πάψουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε κράτη, επιχειρήσεις, δίκτυα και πολίτες; Τι θα γινόταν; Θα ανοίγαμε τον υπολογιστή και θα βρισκόμασταν μπροστά σε μια «μπλε οθόνη θανάτου» (δεν ξέρω τι ακριβώς είναι αυτό, το διάβασα ως σύμπτωμα του μπλακ άουτ και μου φάνηκε ωραίο). Θα μπαίναμε στην πλατφόρμα της ΔΥΠΑ ή του ΕΦΚΑ και δεν θα δούλευε τίποτα. Η πιστωτική μας κάρτα μπορεί να μην έχει κανένα αντίκρισμα, κι ας φιλοξενεί ένα ελάχιστο ποσό αξιοπρέπειας. Γενικώς, θα κατέρρεε το ψηφιακό σύμπαν και μαζί κι εμείς. 

Αυτή η «τυφλή εμπιστοσύνη» στο παγκόσμιο ψηφιακό υπερκράτος είναι το μείζον πρόβλημα –και δίδαγμα– του τελευταίου μπλακ άουτ. Εγινε ο κακός χαμός, εκατομμύρια άνθρωποι, επιχειρήσεις, συναλλαγές πάγωσαν και δεν βγήκε μια κρατική ή διακρατική αρχή να ψελλίσει το παραμικρό, να πει «αυτό μας αφορά, δεν είναι θέμα της αγοράς, δεν είναι μία ή δισεκατομμύρια μικρές ιδιωτικές υποθέσεις». 

Μούγκα! Τα κράτη, οι εκλεγμένες κυβερνήσεις, μένουν άφωνες και άβουλες μπροστά σε κάθε αποτυχία ή κακοβουλία της παγκόσμιας ψηφιακής δικτατορίας. 

ΚΙΜΠΙ

Kibi2g@yahoo.gr, kibi-blog.blogspot.com 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Η ανυσματοκρατική τάξη εδραιώνεται μόλις θέσει υπό την κατοχή της τις ισχυρές τεχνολογίες που επιτρέπουν την ανυσματοποίηση της πληροφορίας. Η πληροφορία γίνεται κάτι αποχωρισμένο από τις υλικές συνθήκες της παραγωγής και της κυκλοφορίας της. Αποσπάται από συγκεκριμένους τόπους, κουλτούρες, μορφές και διανέμεται σε διαρκώς ευρύτερους κύκλους, υπό το διακριτικό σημείο της ιδιοκτησίας. Η αφαίρεση της πληροφορίας από τον κόσμο γίνεται, συνακόλουθα, το μέσο για να αποστερηθεί ο κόσμος τον εαυτό του. 

McKenzie Wark, «Ενα μανιφέστο των χάκερ» (2004) 


Sunday, July 14, 2024

Τι είναι ζωή

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 13-14/7/2024

Hey, relax, life is a journey, not a race. Take it easy and enjoy the ride!

Υπάρχουν πολλές ερωτήσεις που χαρακτηρίζονται ως «η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου». Αλλά υπάρχει οπωσδήποτε μία που αξίζει όχι εκατομμύρια, αλλά όλα τα λεφτά του κόσμου: τι είναι ζωή; Να ξεκαθαρίζουμε: απαντήσεις και ορισμοί δεν της λείπουν, κι αν δίναμε σε καθεμιά το εκατομμύριο που δικαιούται, δεν θα φτάναν όλα τα λεφτά του κόσμου. Εντάξει, τυπικά ζωή είναι η κατάσταση της ύλης που διαθέτει βιολογικές διεργασίες (κυτταρική επικοινωνία, αυτοσυντήρηση, ομοιόσταση, μεταβολισμό, προσαρμογή, ανάπτυξη, αναπαραγωγή), πράγμα που καθιστά τη βιολογία επιστήμη των επιστημών, αλλά αυτό θα δυσαρεστούσε σφόδρα τους φιλοσόφους που θεωρούν πως αυτοί αποκρυπτογραφούν εδώ και αιώνες το «νόημα της ζωής», άλυτο κι ανεύρετο σε τέτοιο βαθμό ώστε ρεαλιστικότερος ορισμός της ζωής να αναδεικνύεται ο ΜΗ ορισμός του Καζαντζάκη: «Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο, καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το αποκαλούμε ζωή». 

Το πόσο πράγματι φωτεινό είναι το μεταξύ των δυο αβύσσων διάστημα είναι πάλι σχετικό. Πόσο φως υπάρχει στη ζωή στη Γάζα του θανάτου, πόσο στα μέτωπα του ουκρανικού πολέμου, πόσο φωτεινή είναι η ζωή σε όλη την ποικιλότητά της όταν απειλείται από την κλιματική κατάρρευση και τη σκληρή ανθρωπόκαινο εποχή, πόσο φως περνάει στα στενόχωρα αχούρια που προσφέρονται ως κατοικίες στους νέους ανθρώπους, πόσο εφικτό είναι να σφυρίζεις χαρούμενα και να βλέπεις τη φωτεινή πλευρά της ζωής, αν σε στραγγαλίζει μια στοίβα απλήρωτων λογαριασμών; Εξαρτάται από το τι χάπια παίρνεις, σε ποια πλευρά της ιστορίας βρίσκεσαι, αλλά κυρίως σε ποιο επίπεδο της οικονομικής πυραμίδας στέκεσαι. 

«Hey, relax, life is a journey, not a race. Take it easy and enjoy the ride» (= Ε, ηρέμησε, η ζωή είναι ένα ταξίδι, όχι αγώνας ταχύτητας. Πάρ’ τη χαλαρά και απόλαυσε τη βόλτα»). Διαβάζω αυτή τη δημοφιλέστατη, αν και αμφιβόλου πατρότητας (ή μητρότητας) θυμοσοφία στην πλάτη ενός τι σερτ που φοράει έφηβος σε βαγόνι του μετρό. Συνοδεύεται από μια γελαστή χελώνα. Δεν ξέρω αν ο νεαρός ενστερνίζεται το μότο, μάλλον όχι γιατί όσο στέκεται όρθιος κουνάει νευρόσπαστα χέρια και πόδια, σαν περφόρμερ που του ανατέθηκε να περιγράψει με παντομίμα μια κρίση άγχους ή πανικού. Ευτυχώς, οι περισσότεροι συνομήλικοί του, που γεμίζουν τα βαγόνια του τελευταίου μεταμεσονύχτιου μετρό είναι σε κατάσταση ευθυμίας ή νωχέλειας, χωρίς απαραίτητα να υιοθετούν το ψευδο-αισώπειο μότο των «προπονητών ζωής» (life couch). 

Προφανώς η ζωή δεν είναι παρά μια βόλτα, αλλά οι δυνατότητες και οι ευκαιρίες να την απολαύσουμε πραγματικά προσφέρονται με τρομακτική ανισότητα στα ανθρώπινα πλάσματα. Ανισότητα στον βιολογικό, κοινωνικό, οικονομικό χώρο και χρόνο. 

Για την πλειονότητα των νεότερων ανθρώπων, της γενιάς Ζ κατά την αμφίβολη ταξινόμηση των γενεών, η ζωή γίνεται αντιληπτή ως μια σειρά από εξετάσεις, συλλογή πτυχίων, πιστοποιητικών κατάρτισης, επανακατάρτισης, αξιολογήσεων και επαναξιολογήσεων μέχρι να γεράσουν. Για άλλους η ζωή, ειδικά η εργασιακή πλευρά της ζωής, είναι μια σειρά από απολύσεις και απώλειες της δουλειάς τους, που στο τέλος τις χρεώνονται ως προσωπικές αποτυχίες κι ας είναι οι εργοδότες τους που έχουν ρίξει τις επιχειρήσεις τους στα βράχια. Για άλλους ο εργασιακός βίος είναι μια μακρά σειρά από προσλήψεις και διαρκείς εναλλαγές εργασιακού περιβάλλοντος, ειδικότητας, τόπου, χώρας, χωρίς απαραίτητα να ανεβαίνουν στην ιεραρχία. Μια διαρκής εργασιακή περιπλάνηση. 

Για κάποιους, άτομα ή οικογένειες, μπορεί η ζωή να είναι ένας δυσάρεστος απολογισμός μετακομίσεων από γειτονιά σε γειτονιά κι από σπίτι σε σπίτι, από τα οποία ποτέ κανένα δεν θα γίνει δικό τους. Και γι’ άλλους η ζωή μπορεί να είναι μια σειρά από αγορές ακριβών ακινήτων όπου γης, χωρίς απαραίτητα να τα απολαμβάνουν έστω και για λίγες μέρες τον χρόνο. 

Για αρκετούς, συλλέκτες μοναδικών εμπειριών, η ζωή είναι μια σειρά από ταξίδια αναψυχής από χώρα σε χώρα και από ήπειρο σε ήπειρο, που απαθανατίζονται σε βίντεο και φωτογραφίες διαμοιραζόμενες λάιβ σε όλους τους διαδικτυακούς φίλους τους. Αλλά για εκατομμύρια ανθρώπους η ζωή είναι μια σειρά από μεταναστεύσεις, μια ακολουθία διωγμών από τη μια χώρα στην άλλη, μια διαδοχή από επικίνδυνες θαλάσσιες ή χερσαίες διαδρομές, και ο μόνος λόγος να τις απαθανατίσουν στα κινητά τους είναι δώσουν στίγμα σε πιθανούς διασώστες ή να αποτρέψουν μια επικίνδυνη, έως και θανάσιμη επαναπροώθηση. 

Για κάποιους η ζωή μπορεί να περιγραφεί με τα αυτοκίνητα που αλλάζουν στη διάρκεια του οδηγικού βίου τους, ανεβαίνοντας πίστα κάθε φορά και δηλώνοντας περήφανοι για το περιβαλλοντικό άλμα τους από τη ρυπογόνα Mercedes C36 AMG των νάιντις στο ολοκάθαρο, μηδενικού αποτυπώματος ηλεκτρικό Tesla. Για άλλους είναι μια ατέλειωτη σειρά δαπανηρών επισκέψεων στο συνεργείο αυτοκινήτων για να σώσουν ό,τι σώζεται από το σαράβαλο εικοσιπενταετίας που σε λίγο δεν θα περνάει από το ΚΤΕΟ. 

Για πολλούς η ζωή είναι μια σειρά από ανεξόφλητους λογαριασμούς και καθυστερημένα δάνεια, ένα ιδιωτικό χρέος διαρκώς ανακυκλούμενο και αναβαλλόμενο. Και για άλλους είναι μια διαδοχή από ισολογισμούς αυξανόμενης κερδοφορίας, ένα Ε9 που φουσκώνει χρόνο με τον χρόνο και τραπεζικοί λογαριασμοί που διογκώνονται, αποδίδοντας ένα αξιοπρεπές έσοδο ακόμη και με τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια. 

Για άλλους η ζωή είναι μια διαδοχή οικονομικών κρίσεων που τους βυθίζουν όλο και πιο χαμηλά, κι άλλοι δεν αφήνουν ποτέ μια καλή κρίση να πάει χαμένη, αν δίνει ευκαιρίες για μεγάλες αρπαχτές. Για πολλούς η ζωή είναι μια αλληλουχία από αποτυχίες και ήττες, για λίγους μια αλυσίδα από επιτυχίες και θριάμβους. Για κάποιους η ζωή είναι οι πόρτες που βρίσκουν κλειστές σαν η χρεία τες κουρταλή, και για άλλους είναι οι περιστρεφόμενες πόρτες που τους περνούν από τη μια πλευρά της εξουσίας στην άλλη, και από τη μια κορυφή στη διπλανή. 

Για κάποιους η ζωή είναι η περιουσία και η ισχύς που κληρονόμησαν από το επιφανές πολιτικό ή επιχειρηματικό τζάκι τους και άλλοι δεν βρήκαν τίποτα να κληρονομήσουν εκτός από μνήμη και χρέη. 

Εντάξει, η ζωή μπορεί να είναι για όλους, της μιας ή της άλλης πλευράς, μια σειρά από συναρπαστικούς έρωτες, βαθιές φιλίες, όμορφες παρέες, γλέντια, πάρτι, γάμους, γεννήσεις, καβγάδες, χωρισμούς, επανασυνδέσεις, αλλά στο πώς θα ζήσεις όλες τις μικρές στιγμές της, στο πόσο θα απολαύσεις πραγματικά τη μικρή βόλτα σου στον κόσμο, παίζει μεγάλο ρόλο αν θα βρεθείς στη σωστή, φωτεινή πλευρά της. Κι αυτό δεν είναι μόνο θέμα τύχης και καλής ψυχολογίας, σωστά; 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Κι αν σε κλείσει η τράπεζα μες στη φυλακή

κάθε μέρα θα ’ναι Κυριακή

μη σε νοιάζει όλα θα είναι πληρωμένα

αχ να με μαζεύανε και μένα


Ολα στη ζωή σου είναι δανεικά

χαμογέλα φέρσου ευγενικά

μην το γρουσουζεύεις σκέψου θετικά

όλα στη ζωή είναι σκατά.


Κι όταν η παράσταση κλείσει τελικά

όλα μοιάζουν με βεγγαλικά

η ζωή κι ο θάνατος είναι θεατρίνοι

και γελούν από το καμαρίνι


Σφύριξε χαρούμενα μπορείς

δες τη φωτεινή πλευρά της ζωής


Μακρινά Ξαδέρφια, Θοδωρής Κοτονιάς, «Η φωτεινή πλευρά της ζωής»


Sunday, July 7, 2024

Μισθωτοί συνεχούς πυράς

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 6-7/7/2024


Την έκτη μέρα της δημιουργίας ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο. Δεν ξέρω αν πρέπει να του καταλογίσουμε την καθιέρωση της εργάσιμης εβδομάδας των έξι ημερών, αν αυτός δηλαδή προ του δικού μας Μωυσή, που πουλάει ως παγκόσμια καινοτομία την αντιστροφή της μείωσης του εργάσιμου χρόνου, όπως απαιτεί η κοινή λογική και επιτρέπει η τεχνολογία, έχει το κοπιράιτ του εξαήμερου. Η ερμηνεία μάλλον αδικεί τον ορίτζιναλ Μωυσή, τον συγγραφέα της Γένεσης. Και αδικεί και τον ίδιο τον Θεό, που μετά την έκτη μέρα της δημιουργίας έπεσε ψόφιος από την κούραση και είπε «ό,τι έφτιαξα έφτιαξα, μη μου ταράξει κανείς το Σάββατό μου», όπου σαμπάτ σημαίνει ανάπαυση. 

Αν υποθέσουμε ότι ο Θεός είναι ο πρώτος εργαζόμενος στον κόσμο, αυτοαπασχολούμενος για την ακρίβεια, αφού ήταν εργοδότης του εαυτού του, που δούλεψε σκληρά για να φτιάξει σε έξι μέρες το Σύμπαν, οφείλουμε ταυτόχρονα να του αναγνωρίσουμε ότι, πιθανότατα μετά κατάλαβε ότι η εργασία συνεχούς πυράς είναι εξουθενωτικό και ψυχοφθόρο σπορ, εξ ου κι αποφάσισε αφενός ο ίδιος να μην ξαναδουλέψει ποτέ -τουλάχιστον μέχρι την Πρώτη Παρουσία, οπότε έκανε ένα οδυνηρό διάλειμμα 33 ετών μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία, που ουδείς γνωρίζει πόσες χιλιετίες θα την περιμένουμε- και να πάψει να ασχολείται με την τελειοποίηση της δημιουργίας του, αφετέρου να παρέχει την ίδια πολυτέλεια και στο κατά τεκμήριο τελειότερο δημιούργημά του, τον άνθρωπο, φτιαγμένο κατ’ εικόνα και ομοίωσή του. Στον βιβλικό παράδεισο δεν υπήρχε εργασία, οι πρωτόπλαστοι θα τα είχαν όλα έτοιμα, μια ματιά στον κήπο θα έριχναν, κανένα κλαδεματάκι, λίγο ξεχορτάρωμα, κανένα ποτισματάκι, καμιά σπορά, τα υπόλοιπα θα τα έκανε η φύση, ως το πρώτο καλοκουρδισμένο εργοστάσιο συνεχούς πυράς διευθυνόμενο από την αρχαιότερη εκδοχή τεχνητής νοημοσύνης. 


Η μόνη ρητή θεϊκή εντολή προς τους πρωτόπλαστους, που παραπέμπει σε κάποιου είδους σωματική καταπόνηση και προσπάθεια, είναι εκείνο το «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην», το οποίο δεν το λες και δουλειά, ακατάπαυστο σεξ υπέδειξε να κάνουν οι πρώτοι άνθρωποι, και μάλιστα αρχικώς χωρίς την οδύνη της κύησης και του τοκετού, αυτή ήρθε και ορίστηκε μετά ως γυναικεία τιμωρία λόγω προπατορικού αμαρτήματος, μαζί με την εργασία, κι αυτή είναι η σεξιστική, μισογύνικη διάσταση του Θεού, αλλά μην το αναπτύξουμε αυτό προς το παρόν. Η εργασία ήταν μέρος της ποινής και του διωγμού των πρωτόπλαστων από τον παράδεισο. Πάντως, κι έξω απ’ αυτόν η έβδομη μέρα έμεινε ιερή κι απαραβίαστη.

Ο βιβλικός μύθος μάς λέει εμμέσως ότι η εργασία είναι ένας καταναγκασμός που δεν ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση και από τον οποίο το είδος μας είναι προορισμένο να απαλλαγεί. Κι αν ο Θεός καθάρισε με την έβδομη μέρα της εβδομάδας, εναπόκειται στην ανθρωπότητα να καταργήσει μία προς μία τις υπόλοιπες έξι μέρες ως εργάσιμες, όσες χιλιετίες κι αν απαιτηθεί γι’ αυτό. Αυτό που αποκαλούμε πρόοδο είναι μια μακρά, κυρίως αιματηρή πορεία μείωσης του εργάσιμου χρόνου και συρρίκνωσης του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας. Και παρότι η βιβλική εντολή για τη μη εργάσιμη έβδομη μέρα κάθε άλλο παρά τηρήθηκε ευλαβικά ακόμη και στα πιο φανατικά χριστιανικά έθνη, ιδιαίτερα στους αιώνες του έπους του βιομηχανικού καπιταλισμού, είναι υπόθεση μόλις του προηγούμενου αιώνα, του 20ού, η κατάκτηση της πενθήμερης εργάσιμης εβδομάδας. Αν πάρουμε, λοιπόν, υπόψη ότι η Πεντάτευχος του Μωυσή γράφτηκε περί το 1400 π.Χ., μπορούμε να υπολογίσουμε ότι χρειάστηκαν περίπου 3.500 χρόνια για να περάσουμε από την κατάργηση της 7ης στην κατάργηση και της 6ης μέρας εργασίας. Και χρειάστηκαν μόλις λίγες μέρες για να σβήσουν ο Μωυσής Νο 2 και οι πιστοί του (όπως ο Αδωνις, ο κατάλληλος υπουργός στην κατάλληλη θέση όταν ψηφίστηκε πέρσι η σχετική διάταξη), εξέλιξη 3.500 χρόνων. Ρισπέκτ, διότι λίγο έλειψε να ξεπεράσει σε δημιουργική ταχύτητα τον Θεό που έφτιαξε τον κόσμο σε μόλις έξι εργάσιμες. 


Πέραν από πλάκα, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η ρύθμιση του χρόνου εργασίας σε επταήμερη και 24ωρη βάση είναι προϊόν του βιομηχανικού καπιταλισμού, και σε μεγάλο βαθμό του ορυκτού καπιταλισμού. Από την εποχή της ατμοκίνησης εντοπίστηκε ως πρόβλημα το «άψε-σβήσε» στις μηχανές που τροφοδοτούνταν με κάρβουνο  κι έναν αιώνα μετά αυτό έγινε πιο προβληματικό όταν το κάρβουνο το αντικατέστησε το πετρέλαιο στις μεγάλες μονάδες της μεταλλουργίας και όλης της βαριάς βιομηχανίας που τα καμίνια της δεν μπορούσαν να αναβοσβήνουν για ψύλλου πήδημα, εξ ου και οι βιομηχανίες συνεχούς πυράς, διότι το πυρ έκαιγε σε 24ωρη βάση και οι βάρδιες εργασίας έπρεπε να καλύπτουν το «24x7x365», για να ταΐζουν ακατάπαυστα το θηρίο της παραγωγής και τα άλλα θηρία, της παγκόσμιας ζήτησης και της παγκόσμιας αγοράς. 


Αλλά το ερώτημα που προκύπτει στις δεκαετίες της τρομακτικής αποβιομηχάνισης και του εξοστρακισμού της βαριάς βιομηχανίας από το πεδίο του ευρωπαϊκού και ελληνικού καπιταλισμού είναι το εξής: ελλείψει συνεχούς πυράς, ποια παραγωγική ανάγκη εξυπηρετεί η «συνεχής λειτουργία» των επιχειρήσεων -και ποιων επιχειρήσεων;- που φιλοδωρούνται με το πλεονέκτημα της «έκτακτης» εξαήμερης εργασίας; Δηλαδή, στην εποχή που η τεχνολογία και η πολυδιαφημισμένη τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να συρρικνώσει σε ελάχιστες ώρες τη μέρα και ελάχιστες μέρες τη βδομάδα την κοινωνικά αναγκαία εργασία, ποια ανάγκη υπηρετεί η μετατροπή των μισθωτών σκλάβων του 5ήμερου-40ώρου σε «εργαζόμενους συνεχούς πυράς», διαθέσιμους και απασχολήσιμους ανά πάσα στιγμή; 

Ισως έχουμε βιαστεί να καταλογίσουμε την παγκόσμια πρωτοτυπία του εξαήμερου στον Μωυσή Νο2 – Κυριάκο. Ισως η νέα συνθήκη συνεχούς πυράς δεν είναι το πετρέλαιο ή το αέριο, αλλά η ακατάπαυστη ροή δεδομένων μέσω Διαδικτύου που απαιτεί εκατομμύρια σέρβερς σε συνεχή λειτουργία, δισεκατομμύρια λάπτοπ, πι σι, κινητά, POS, δέκτες και πομπούς πληροφοριών, συναλλαγών και ροών χρήματος. Ισως χρειαστεί ένας ευφάνταστος Μωυσής -φυσικά ο δικός μας!- να μεσολαβήσει ξανά στον Θεό να προσθέσει μία ή δύο μέρες στη βδομάδα, γιατί με τις επτά δεν βγαίνει. 



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Και είπεν ο Θεός· ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν, και αρχέτωσαν των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και των κτηνών και πάσης της γης και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί γης γης. Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς. Και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός, λέγων· αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτής και άρχετε των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και πάντων των κτηνών και πάσης της γης και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γης. Και είπεν ο Θεός· ιδού δέδωκα υμίν πάντα χόρτον σπόριμον σπείρον σπέρμα, ο εστιν επάνω πάσης της γης, και πάν ξύλον, ο έχει εν εαυτώ καρπόν σπέρματος σπορίμου, υμίν έσται εις βρώσιν· Και πάσι τοις θηρίοις της γης και πάσι τοις πετεινοίς του ουρανού και παντί ερπετώ έρποντι επί της γης, ο έχει εν εαυτώ ψυχήν ζωής, και πάντα χόρτον χλωρόν εις βρώσιν. και εγένετο ούτως. Και είδεν ο Θεός τα πάντα, όσα εποίησε, και ιδού καλά λίαν. Και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωΐ, ημέρα έκτη.

ΓΕΝΕΣΙΣ 1, 27-31


Thursday, July 4, 2024

Born on the 4th of July

 (απο τη στήλη ΑΝΩ-ΚΑΤΩ,  Εφημερίδα των Συντακτών, 4/7/2024)



Ολοι είμαστε γεννημένοι την 4η Ιουλίου. Εγώ κυριολεκτικά (να με χαίρομαι), όλοι μας μεταφορικά, ο κόσμος μας, τουλάχιστον ο δυτικός , είναι γεννημένος την 4η Ιουλίου, που προηγείται χρονολογικά μιας άλλης ημερομηνίας που θα μπορούσε να είναι ημερομηνία γέννησης όλων μας. Είμαστε γεννημένοι την 4η Ιουλίου, αν πάρουμε ως αφετηρία την Αμερικανική Επανάσταση, αλλά κυρίως την 14η Ιουλίου αν θεωρήσουμε μήτρα του σύγχρονου πολιτικού πολιτισμού τη Γαλλική Επανάσταση. 

Είμαστε εν μέρει γεννημένοι και την 28η Μαρτίου, ημερομηνία της Παρισινής Κομμούνας, οπωσδήποτε και την 25η Οκτωβρίου της μπολσεβίκικης επανάστασης κι εδώ, σε αυτή τη χώρα, έχουμε κάθε λόγο να είμαστε περήφανοι ως γεννημένοι την 25η Μαρτίου της Ελληνικής Επανάστασης, όποτε κι αν είναι αυτή η 25η Μάρτη, και όλες οι 25ες Μάρτη των απελευθερωτικών επαναστάσεων που γέννησαν τη σύγχρονη Ευρώπη. Και οι νεότεροι, μεσήλικες ή υπερήλικες πια, είμαστε αναμφίβολα γεννημένοι στις 17 Νοέμβρη, εν μέρει και στις 3 Μαΐου, του γαλλικού και του παγκόσμιου 1968. 

Γενικώς, όλοι είμαστε γεννημένοι στον ζωδιακό αστερισμό της επανάστασης με ωροσκόπο την εξέγερση. Η Ευρώπη, η Δύση, ο κόσμος, οι σύγχρονες κοινωνίες είναι προϊόντα επαναστάσεων που κλόνισαν ή ανέτρεψαν καθεστώτα, γέννησαν ατομικά και συλλογικά δικαιώματα (και κατά κάποιον τρόπο εξακολουθούν και γεννούν νέα), εδραίωσαν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, με όλες τις αναπηρίες της, διαμόρφωσαν έναν νέο ανθρωπότυπο, τον πολίτη, ως πυρήνα του συστήματος διακυβέρνησης, έστω και με αυτό το ισχνό, στιγμιαίο, υποτιμημένο, αλλά συχνά τόσο ανατρεπτικό δικαίωμα της ψήφου. 

Είμαστε όλοι γεννημένοι την 4η ή την 14η Ιουλίου. Κι αυτή την κληρονομιά, που παραμένει όχημα για ένα λιγότερο δυστοπικό μέλλον, διακηρύσσει πως θα ξεριζώσει μια αντεπαναστατική Ακροδεξιά που διψάει για εξουσία. Σύμμαχός της, η «Διεθνής» του cloud και της παγκόσμιας ψηφιακής χειραγώγησης που μετατρέπει τον πολίτη σε χρήστη και τη δημοκρατία σε app. 

Γεννημένοι την 4η Ιουλίου, πεθαμένοι την 7η; Ας ελπίσουμε ότι δεν θα χρειαστεί να το πούμε αυτό την προσεχή Κυριακή.