ΦΑΝΤΑΣΤΕΙΤΕ ότι, με το που το ρολόι δείχνει 12 και 1 λεπτό, οτιδήποτε έχει συμβεί πριν απ’ αυτή τη στιγμή εξαφανίζεται, καταργείται, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Σαν την άμαξα, τους υπηρέτες, την τουαλέτα της Σταχτοπούτας. Ξαναγίνονται κολοκύθα, ποντίκια και κουρέλια. Σ’ εμάς θα έπρεπε, βέβαια, να συμβεί το αντίστροφο. Η κολοκύθα θα γινόταν άμαξα, τα ποντίκια υπηρέτες και τα κουρέλια μια απαστράπτουσα τουαλέτα. Ακριβώς ένα λεπτό μετά τα μεσάνυχτα, το πρώτο λεπτό του νέου χρόνου, όλα όσα ζήσαμε το 2010, με την κρυφή ελπίδα ότι ήταν ένας εφιάλτης που θα εξαφανιστεί με το ξύπνημά μας, γίνονται καπνός. Πάνε το χρέος, το έλλειμμα, η τρόικα, το ΔΝΤ, η ύφεση, η απειλή της χρεοκοπίας, η κακιά Μέρκελ, οι χειρότεροι κερδοσκόποι, οι άπληστοι τραπεζίτες, οι άβουλοι βουλευτές, το μνημόνιο, η μεγάλη ύφεση, οι φόροι επί φόρων, η περικοπή των μισθών, οι απολύσεις, τα λουκέτα, η ανεργία, η καταναλωτική καθίζηση, ο αποπληθωρισμός μισθών, ο πληθωρισμός τιμών, ο υπερπληθωρισμός πολιτικής υποκρισίας και σύγχυσης. Όλα επιστρέφουν στις θέσεις τους, εκεί που τα είχαμε αφήσει κάπου στα τέλη του 2009. Ο χορός των τεράτων τελείωσε, η Σταχτοπούτα ξαναγίνεται πριγκίπισσα, επιστρέφει στο παλάτι της, μακριά από τις στάχτες, τις αγγαρείες, τον εξευτελισμό, τη διεθνή διαπόμπευση. Όλα ξαναγίνονται όπως πριν. Όλα, εκτός από ένα. Το παραμύθι αφήνει πάντα ένα ίχνος στην άλλη πλευρά του τείχους που χωρίζει τη φαντασία από την πραγματικότητα, τη μαγεία από τον ρεαλισμό, τον εφιάλτη από το ανακουφιστικό ξύπνημα. Αφήνει έστω και ένα γοβάκι. Γυάλινο ή δερμάτινο, δεν έχει σημασία. Το θέμα είναι ότι ο πρίγκιπας θα το ανακαλύψει, θα γίνει διώκτης μας και θα περάσει το τείχος με το γοβάκι ανά χείρας, τεκμήριο ακλόνητο ότι η θέση μας είναι πάντα στην άλλη πλευρά. Στην πλευρά του ονείρου. Ή, στην περίπτωση της αντίστροφης Σταχτοπούτας, στην πλευρά του εφιάλτη.
ΑΥΤΟ ΤΟ ΓΟΒΑΚΙ είναι που κάνει τη διαφορά. Είναι κάτι σαν στοιχείο του DNA μας, σημάδι ανεξίτηλο της ταυτότητάς μας. Το παραμύθι του Περό υπονοεί εξαρχής ότι η Σταχτοπούτα θα επιστρέψει στον κόσμο που πάντα ανήκε: του πλούτου, της ξεγνοιασιάς, της άνεσης. Τα αγαθά που της στέρησαν βίαια η στρίγγλα μητριά και οι κακές αδελφές της είναι δεδομένο ότι θα της ξαναδοθούν στο πολλαπλάσιο. Η νονά–καλή μάγισσα προσθέτει απλώς εκείνη τη δόση μαγείας η οποία θα θέσει σε λειτουργία τη δικαιοσύνη που κυβερνά τον κόσμο. Μ’ ένα γοβάκι μοναδικό, για ένα μοναδικό πόδι. Κι έναν πρίγκιπα.
ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΓΟΒΑΚΙ, ποιος ο πρίγκιπας, ποιος ο εφιάλτης και ποιο το όνειρο, ποια είναι η μαγεία και ποια η σκληρή πραγματικότητα για τη Σταχτοπούτα-Ελλάδα; Σε ποια πραγματικότητα θα επιστρέψουμε όταν και αν τα μάγια λυθούν, μόλις το ρολόι χτυπήσει μεσάνυχτα; Πού θέλουμε να επιστρέψουμε τις πρώτες ώρες του 2011 αν, κλείνοντας για λίγα δευτερόλεπτα τα μάτια, έχουμε τη μαγική δυνατότητα να εξαφανίσουμε ό,τι οδυνηρό μάς συνέβη το 2010;
ΥΠΑΡΧΕΙ, ΒΛΕΠΕΤΕ, ένας κίνδυνος στην οργή που προκαλεί η εφαρμογή του «δόγματος του σοκ» στο παγκόσμιο πειραματόζωο Ελλάδα. Η αντίδραση στο ριζικό «κούρεμα» της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων, της κοινωνικής διαπραγμάτευσης, των εισοδημάτων στα φτωχότερα στρώματα μπορεί να εκτραπεί σε μιαν άκριτη νοσταλγία του παρελθόντος. Το οποίο δεν ήταν ούτε το παλάτι του πρίγκιπα ούτε το πλούσιο σπίτι του εύπορου εμπόρου πατρός της Σταχτοπούτας. Μπορεί το παρελθόν να είχε και καλά στοιχεία, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας δεν έχει κανένα λόγο να το υπερασπίσει με πάθος. Δεν έχει κανένα λόγο, σ’ αυτό τον έσχατο αμυντικό αγώνα απέναντι στην τρόικα, στο μνημόνιο, στην πολιτική ελίτ, στους κερδοσκόπους, στην νεοφιλελεύθερη ευρωπαϊκή ηγεσία, στη δικτατορία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στην επέλαση της απληστίας, να υπερασπιστεί ένα σύστημα που περιείχε ήδη το σπέρμα της καταστροφής. Ό,τι ζούμε σήμερα εκκολάφθηκε σ’ ένα αυγό του φιδιού, που με αφέλεια αντιμετωπίζαμε σαν φρούτο της ευημερίας.
ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΠΟΥΜΕ μ’ ένα παράδειγμα των ημερών, Κούνεβα είχε και η προ μνημονίου εποχή, Κούνεβα έχει και η εποχή του μνημονίου, όπως μας θύμισε ο τραγικός θάνατος του Αιγύπτιου εργάτη σε κτίριο του υπουργείου Εργασίας! Πολλά από τα ελληνικά αναπτυξιακά θαύματα -ο άθλος του 2004, για παράδειγμα- βασίστηκαν σε Κούνεβες που η θυσία τους πνίγηκε στα χάχανα της γιορτής, στην ανεμελιά της ευημερούσας πλειοψηφίας. Η διαφορές είναι οι εξής: Πρώτον, ό,τι υπήρχε αθέσπιστο, σαν άτυπος νόμος της ζούγκλας, για ένα σχεδόν αόρατο κομμάτι του κόσμου της εργασίας, τώρα αποκτά υπόσταση θεσμική, γίνεται κανόνας και όρος ύπαρξης. Ή ανυπαρξίας. Διά χειρός τρόικας και όσων συνομολογούν τις εντολές της. Και δεύτερον, οι όροι πλειοψηφίας και μειοψηφίας αντιστράφηκαν ριζικά. Τώρα, στη θέση της Κωνσταντίνας Κούνεβα δυνητικά βρίσκεται η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας. Από τους δημοσίους υπαλλήλους που δέχονται άφωνοι το ένα χαστούκι μετά το άλλο, μέχρι τον στρατό του ενός εκατομμυρίου ανέργων που σε λίγο θα είναι έτοιμοι για τους πιο οδυνηρούς και εξευτελιστικούς συμβιβασμούς προκειμένου να βρουν μια δουλειά.
ΕΠΟΜΕΝΩΣ, το ζήτημα δεν είναι η παλινόρθωση ενός συστήματος που βασιζόταν έτσι κι αλλιώς στη ληστρική εκμετάλλευση των πιο αδύναμων στρωμάτων της κοινωνίας, στον εξευτελισμό κοινωνικών ομάδων με ισχνή διαπραγματευτική ισχύ, στον εκμαυλισμό των ανθρώπων, στη διαφθορά και τις σχέσεις διαπλοκής μεταξύ εξουσίας και επιχειρηματικής ελίτ, στην πλασματική και δανεική ευημερία, στην οικολογική αναλγησία, στην αλαζονεία, στην απληστία και στον κυνισμό της ιθύνουσας τάξης, στην άκριτη αποδοχή των νεοφιλελεύθερων επιλογών της ευρωκρατίας, στον ευτελισμό της πολιτικής και της δημοκρατίας. Δεν υπάρχει ίχνος «ονείρου» σε όλα αυτά που αντιδιαστέλλονται στον σημερινό εφιάλτη. Αντιθέτως, όλα αυτά αποτελούν τους αρμούς ενός μηχανισμού που οδήγησε την κοινωνία κατευθείαν σ’ αυτόν. Ως εκ τούτου, ας προσέχουμε πού ονειρευόμαστε να ξυπνήσουμε όταν τελειώσει ο εφιάλτης.
ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΑΥΤΗ, το δίλημμα που τίθεται στην κοινωνία (και προφανώς όχι μόνο στην ελληνική) την ώρα που υφίσταται την «παιδαγωγική τιμωρία της ανάπλασής της» από την κακιά μητριά και τις κακομαθημένες αδελφές της (στους αντίστοιχους ρόλους βάλτε όποιους θέλετε: τη Μέρκελ, τον Στρος-Καν, την κυβέρνηση, τους κερδοσκόπους, τους τραπεζίτες, τους ευρωκράτες, τους γραφειοκράτες…) δεν είναι να επιλέξει μεταξύ «του ονείρου του 2009» και «του εφιάλτη του 2010». Το ζήτημα είναι να ξυπνήσει γενικώς. Να βγει από τον φαύλο κύκλο ενός οικονομικού μοντέλου που, ακόμη κι αν από κάποιο θαύμα επιστρέψει σύντομα στην «καπιταλιστική ομαλότητα», απλώς δουλεύει για την επόμενη κρίση. Η καμπή είναι ιστορική. Η απεμπλοκή από το μνημόνιο και ό,τι αυτό συμβολίζει και συμπυκνώνει φέρνει ευρύτατα στρώματα της κοινωνίας μπροστά σε ρήξεις που πριν από έναν χρόνο ήταν αδιανόητες. Αλλιώς… «πάρτε μαζί σας νερό. Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία». Και, προσοχή. Μην τυχόν και χαθεί το γοβάκι. Χαθήκαμε…
Ιστολόγιο προορισμένο να φιλοξενεί τα κείμενα της στήλης "Ελεύθερος Σκοπευτής", παλιότερα στην Καθημερινή, αργότερα στον Επενδυτή, ύστερα μερικά ορφανά και ξέμπαρκα. Για 4 χρόνια το μπλογκ ήταν κλινικά νεκρό, μαζί με τον διαχειριστή του και τη στήλη. Κάτι συνέβη και ανένηψαν. Από τις 20/7/2019 η στήλη έδωσε σημάδια ζωής στην ΕφΣυν. Γίνονται εντατικές προσπάθειες πλήρους ανάταξης... Το μπλογκ, εν τω μεταξύ, έχει πιάσει αράχνες. Πρέπει να παστρέψω εδώ μέσα. Επιφυλάσσομαι για μικρή ανακαίνιση.
Friday, December 31, 2010
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (31/12/2010)
Το δόγμα του σοκ λειτουργεί ως εξής: Η αρχική καταστροφή (ένα πραξικόπημα, μια τρομοκρατική επίθεση, μια κατάρρευση των αγορών, ένα πόλεμος, ένα τσουνάμι, ένα τυφώνας) εξωθεί ολόκληρο τον πληθυσμό σε μια κατάσταση συλλογικού κλονισμού. Οι βόμβες που πέφτουν από τον ουρανό, τα τρομοκρατικά χτυπήματα, οι θυελλώδεις άνεμοι χρησιμεύουν για να εξασθενίσουν τις αντιστάσεις ολόκληρων κοινωνιών, όπως ακριβώς η εκκωφαντική μουσική και οι ξυλοδαρμοί εξασθενίζουν τις αντιστάσεις των κρατουμένων στα κελιά των βασανιστηρίων. Και όπως οι κρατούμενοι προδίδουν τα ονόματα των συντρόφων τους και αποκηρύσσουν τα πιστεύω τους, έτσι και οι κοινωνίες που βρίσκονται σε κατάσταση σοκ παραιτούνται συχνά από όσα θα υπερασπίζονταν σθεναρά υπό διαφορετικές συνθήκες.
Ναόμι Κλάιν, «Το Δόγμα του Σοκ. Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής»
Ναόμι Κλάιν, «Το Δόγμα του Σοκ. Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής»
Friday, December 24, 2010
Πέφτει ξύλο την Άγια Νύχτα (24/12/2010)
«Αστέρι καλεί τρόικα μάγων. Αστέρι καλεί τρόικα μάγων, over», ακούστηκε στον ασύρματο που ήταν κρυμμένος κάτω από τη μπέρτα του Μπαλτάσαρ. «Σσσσς, θα μας ακούσουν, θα χαθεί ο αιφνιδιασμός. Τι φωνάζεις;», ψιθύρισε ο Μπαλτάσαρ προσπαθώντας να βγάλει από τη μπέρτα τον ασύρματο. Οι μάγοι μόλις είχαν βγει από το Γενικό Λογιστήριο και κατέβαιναν την Κοραή. Στη γωνία, μια ομάδα αστέγων που ετοιμάζονταν να κοιμηθούν κάτω από κουβέρτες και χαρτόκουτα τούς έριχνε ματιές απορίας και καχυποψίας. «Ρε συ, νόμιζα ότι έχουμε Χριστούγεννα, ήρθαν κιόλας οι απόκριες;», είπε ο ένας άστεγος βλέποντας τις περίεργες κελεμπίες από βαριά μπροκάρ υφάσματα, τις μπέρτες από βελούδο, τα σαρίκια και τα μακριά γένια των μάγων. «Παραλλαγή θα ’ναι…», παρατήρησε ο δεύτερος άστεγος, «για πρόσεξε τον έναν, τον ψηλό… Δεν σου θυμίζει κάτι;». «Δίκιο έχεις», είπε ο τρίτος άστεγος που είχε πιάσει το καλό στασίδι, ακριβώς δίπλα στο ΑΤΜ της τράπεζας. «Φιλαράκο», φώναξε στον ένα μάγο, τον ψηλότερο «μήπως σε λένε Τόμσεν; Κι εσένα δίπλα, μπας και σε λένε Ντερούζ;».
Οι μάγοι επιτάχυναν ανήσυχοι το βήμα, ένιωσαν κάποιου είδους απειλή στις ερωτήσεις των αστέγων, αλλά και στα απορημένα βλέμματα των περαστικών της νύχτας και των οδηγών που διέσχιζαν γρήγορα τη λεωφόρο. Για κακή τους τύχη ξανακούστηκε η φωνή από τον ασύρματο, πιο δυνατή αυτή τη φορά: «Αστέρι καλεί τρόικα μάγων, over!». Όσοι περαστικοί το άκουγαν, κάρφωναν άγρια βλέμματα πάνω στην παράξενη τριάδα που περδίκλωνε τον ταχύ βηματισμό της στα μακριά ρούχα. Και ταυτόχρονα, πρόσεξαν στον ουρανό αυτό το παράξενο φωτεινό αντικείμενο που έκανε κύκλους με έναν διόλου διακριτικό θόρυβο, σαν ελικόπτερο. «Κι αυτό υποτίθεται ότι είναι το άστρο των Χριστουγέννων, ε;», ειρωνεύτηκε ένα πρεζόνι, δείχνοντας με το δάχτυλο το φωτεινό αντικείμενο. Και τα πράγματα χειροτέρεψαν για τη μασκαρεμένη τρόικα όταν αναγκάστηκε να περάσει ανάμεσα από μεγάλες παρέες που μόλις εγκατέλειπαν τα σινεμά της Σταδίου ή κατευθύνονταν στα πέριξ ξενυχτάδικα. «Αγαπούλα, είσαι να κάνουμε μαζί μια επιχειρησιακή σύμβαση;», πείραξε τον Γασπάρ η τολμηρή νεαρή μιας παρέας που οσμίστηκε χριστουγεννιάτικη συνωμοσία κάτω από το παράξενο μασκάρεμα. «Μωρό μου», την έπεσε μια άλλη στον Μελχιόρ, «θέλεις να κάνουμε επίδειξη ευελιξίας στο κρεβάτι; Θέλεις να σου σηκώσω την ανταγωνιστικότητά σου και να μου μειώσεις το έλλειμμά μου;». Η τρόικα των μάγων το έβαλε κυριολεκτικά στα πόδια τρομαγμένη, ο Μπαλτάσαρ έριχνε απελπισμένες ματιές στο άστρο που έκοβε βόλτες στον ουρανό, ο Μελχιόρ έσφιξε κάτω από τη μασχάλη του τους χοντρούς φακέλους που είχε πάρει από το Γενικό Λογιστήριο, ο Γασπάρ προσπαθούσε απεγνωσμένα να κλείσει τον ασύρματο, που εξακολουθούσε να ουρλιάζει «αστέρι καλεί τρόικα μάγων».
Το σχέδιο κινδύνευε να καταρρεύσει. Αποστολή της μεταμφιεσμένης σε μάγους τρόικας ήταν να αιφνιδιάσει τους Έλληνες τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων, να τους πιάσει στα πράσα να τρώνε γαλοπούλες γεμιστές και χοιρινές μπριζόλες, να πίνουν ακατάσχετα και γενικώς να το έχουν ρίξει στην κραιπάλη, σημάδι ακλόνητο ότι έχουν ακόμη λίπος να κάψουν, ότι δεν αρκούν το κόψιμο του δώρου, των επιδομάτων, των δαπανών, των συντάξεων, των μισθών, οι δωρεάν απολύσεις, οι ατομικές συμβάσεις. Ήθελαν, όμως, ταυτόχρονα να μη διαταράξουν το πνεύμα των Χριστουγέννων με μια ξερή ανακοίνωση του επόμενου κύματος μέτρων που περιλάμβανε καθιέρωση συσσιτίων, κατάργηση των επιδομάτων ανεργίας, επέκταση του ωραρίου εργασίας στις 60 ώρες και στις 6 μέρες την εβδομάδα, μετατροπή των ΚΑΠΗ σε φασονάδικα, καθιέρωση «πράσινων μεροκάματων» υπέρ χρέους μια φορά την εβδομάδα για τους μαθητές, τους φοιτητές, τους συνταξιούχους, εισαγωγή της θεραπευτικής απασχόλησης των ασθενών στα νοσοκομεία και άλλα ευφάνταστα. Όλα αυτά, σε χριστουγεννιάτικη συσκευασία δώρου, εξ ου και τα κοστούμια των μάγων με τις μπροκάρ κελεμπίες και τα σαρίκια, το ελικόπτερο-αστέρι που περιφερόταν πάνω από την Αθήνα, αφενός για να δημιουργεί μαγική ατμόσφαιρα κι αφετέρου για να εντοπίζει θύλακες Αθηναίων σε καταναλωτικό οργασμό.
Η μικρή απόσταση από το Γενικό Λογιστήριο μέχρι το Μαξίμου, που ήταν ο τελικός τους προορισμός, από νωχελικός περίπατος των μάγων υπό το φως του άστρου της παραμονής, εξελισσόταν σε μαρτυρικό δρόμο προς τον Γολγοθά. Η καζούρα πήγαινε σύννεφο από τις ομάδες των περαστικών που οσμίζονταν την ανόητη μασκαράτα, αλλά τα χειρότερα έποντο. Διότι πέρα από την καζούρα, οι πιο θερμόαιμοι Αθηναίοι που έβλεπαν τους βιαστικούς Μάγους είχαν επιθετικές διαθέσεις. Μοντέλο Χατζηδάκη. Την κατάσταση έσωζαν οι ψυχραιμότεροι. Την έκαναν, όμως, ακόμη χειρότερη κάποιες παράξενες και οδυνηρές, όπως αποδείχτηκε, συναντήσεις.
«Πού τρέχετε, λεβέντες; Σας κυνηγάνε ή μού φαίνεται;», ακούστηκε μια κοριτσίστικη φωνή στη γωνία Σταδίου και Εδουάρδου Λω. «Ποια είσαι εσύ;», αποκρίθηκε αλαφιασμένος ο Μελχιόρ. «Ήμουν κάποτε το κοριτσάκι με τα σπίρτα, αλλά τώρα είμαι η γυναίκα με τις μολότοφ», απάντησε η φωνή, και πριν οι μάγοι προλάβουν να αντιδράσουν, ένα μπουκάλι εκσφενδονίστηκε κι έσκασε στα πόδια τους, απελευθερώνοντας έναν πίδακα φωτιάς. «Δεν ευθυνόμαστε εμείς για τον θάνατό σου», φώναξαν οι μάγοι χοροπηδώντας πάνω από τις φλόγες. «Όχι εσείς, αλλά κάποιοι σαν εσάς», απάντησε το κοριτσάκι με τις μολότοφ, εκτοξεύοντας άλλη μία στους μάγους που έτρεχαν πια σε ρυθμούς σπριντ.
Στη γωνία Σταδίου και Ομήρου, έκοψε την ορμή τους μια παράξενη ομάδα ηλικιωμένων, ντυμένων σε στυλ βικτοριανό, με ρεντιγκότες και ημίψηλα. Ο επικεφαλής τους κουνούσε απειλητικά στον αέρα το μπαστούνι του, ενώ στο άλλο του χέρι πρότασσε σαν δόρυ έτοιμο να τους χτυπήσει. «Εσύ, ποιος είσαι πάλι;», ρώτησε ο Γασπάρ. «Ο Σκρουτζ», απάντησε ξερά ο γέρος. «Μα, εσύ θα έπρεπε να είσαι με μας», απόρησε ο μάγος. «Αυτό έχει αλλάξει εδώ και ενάμιση αιώνα, ανόητε. Εκτός από τον Φρίντμαν, υπάρχει και ο Ντίκενς, ξεστραβωθείτε!», είπε οργισμένα ο Σκρουτζ κι έκανε ένα νεύμα επίθεσης στους ηλικιωμένους συντρόφους τους που σήκωσαν μπαστούνια κι ομπρέλες στον αέρα. Μπουχός οι μάγοι.
Γωνία Σταδίου και Αμερικής, κι άλλη δυσάρεστη έκπληξη από τον απρόβλεπτο κόσμο των παραμυθιών έκοψε τον αγωνιώδη αγώνα δρόμου τους. Μια ομάδα κουκουλοφόρων καλικάντζαρων που μόλις είχαν ανέβει από τον Κάτω Κόσμο περικύκλωσε τους μάγους, που δεν είχαν πια οδό διαφυγής. Ο αρχηγός τους συστήθηκε ως Κωλοβελόνης και πρότεινε τα εξής: «Θα κάνουμε την εξής συναλλαγή: Θα μας δώσετε τα χαρτιά και τους φακέλους σας, εμείς θα αναλάβουμε να τρέξουμε το μνημόνιο επί γης κι εσείς, ανήμερα τα Φώτα, θα κατέβετε στον τόπο μας, ξέρετε, στον Κάτω Κόσμο, και θα συνεχίσετε το δικό μας έργο. Θα κόψετε το Δένδρο της Ζωής. Εμείς, αιώνες τώρα το ίδιο βιολί, έχουμε αποτύχει. Εσείς, όπως σας έχω κόψει, θα τα καταφέρετε στο πι και φι. Θέλετε να υπογράψουμε μνημόνιο συνεργασίας. Α, επί τη ευκαιρία. Η δουλειά στον Κάτω Κόσμο είναι δωρεάν. Μην περιμένετε bonus και τα τοιαύτα». Οι μάγοι ξέφυγαν κατατρομαγμένοι από τον κλοιό των αποκρουστικών πλασμάτων, που ξεφώνιζαν και γελούσαν εφιαλτικά.
Πέρασαν τη Βουκουρεστίου, όπου τους περίμενε ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας, με ένα σμάρι από χελιδόνια που έπεσαν πάνω στους μάγους και τους τρυπούσαν με τα ράμφη τους- «Θέλω όλο μου το χρυσάφι πίσω, εγώ το έδωσα στους φτωχούς κι εσείς το φάγατε με τους τραπεζίτες», τους φώναξε ο Πρίγκιπας, «το χρυσάφι μας, το χρυσάφι μας», ούρλιαζαν και τα χελιδόνια. Στην αρχή της Φιλελλήνων, τους όρμησε μια ομάδα ποιμένων, αμόλησαν καταπάνω τους και κάτι αγριεμένα τσοπανόσκυλα που έκαναν τις κελεμπίες κρόσσια. Και γενικώς, κάθε πέντε-δέκα μέτρα πετάγονταν μπροστά τους αλλόκοτα ζόμπι των παραμυθιών και των μύθων, έτοιμα να ρίξουν ένα μπερντάκι, μέχρι που έφτασαν στο Σύνταγμα, ανέβηκαν στο πλάτωμα του Άγνωστου Στρατιώτη, έβγαλαν τον ασύρματο κι άρχισαν να ουρλιάζουν «τρόικα μάγων καλεί αστέρι, τρόικα μάγων καλεί αστέρι, over», κοιτάζοντας με απόγνωση τον κατασκότεινο ουρανό. Άφαντο το αστέρι- ελικόπτερο, ενώ νέες ομάδες αλλόκοτων πλασμάτων - καλικάντζαρων, μισθωτών, ζητιάνων, ανέργων- τους πλησίαζαν επικίνδυνα. «Ω, Θεέ μου!», ψιθύρισε απελπισμένος ο Μελχιόρ. «Πστ, φίλε, δεν υπάρχει Θεός πια, δεν σ’ το ’πανε; Καταργήθηκε λόγω υπερχρέωσης», ακούστηκε μια φωνή πίσω τους. «Ποιος… τι είσαι εσύ;», ψέλλισαν οι μάγοι. «Το Θείον Βρέφος. Άρτι γεννηθείς και εκ γενετής χρεοκοπημένος. Χάρη σε σας, βεβαίως… Είστε για μια αναδιάρθρωση ή θέλετε να το σκεφτείτε λίγο; Δεν νομίζω ότι σας παίρνει, ε;».
Οι μάγοι επιτάχυναν ανήσυχοι το βήμα, ένιωσαν κάποιου είδους απειλή στις ερωτήσεις των αστέγων, αλλά και στα απορημένα βλέμματα των περαστικών της νύχτας και των οδηγών που διέσχιζαν γρήγορα τη λεωφόρο. Για κακή τους τύχη ξανακούστηκε η φωνή από τον ασύρματο, πιο δυνατή αυτή τη φορά: «Αστέρι καλεί τρόικα μάγων, over!». Όσοι περαστικοί το άκουγαν, κάρφωναν άγρια βλέμματα πάνω στην παράξενη τριάδα που περδίκλωνε τον ταχύ βηματισμό της στα μακριά ρούχα. Και ταυτόχρονα, πρόσεξαν στον ουρανό αυτό το παράξενο φωτεινό αντικείμενο που έκανε κύκλους με έναν διόλου διακριτικό θόρυβο, σαν ελικόπτερο. «Κι αυτό υποτίθεται ότι είναι το άστρο των Χριστουγέννων, ε;», ειρωνεύτηκε ένα πρεζόνι, δείχνοντας με το δάχτυλο το φωτεινό αντικείμενο. Και τα πράγματα χειροτέρεψαν για τη μασκαρεμένη τρόικα όταν αναγκάστηκε να περάσει ανάμεσα από μεγάλες παρέες που μόλις εγκατέλειπαν τα σινεμά της Σταδίου ή κατευθύνονταν στα πέριξ ξενυχτάδικα. «Αγαπούλα, είσαι να κάνουμε μαζί μια επιχειρησιακή σύμβαση;», πείραξε τον Γασπάρ η τολμηρή νεαρή μιας παρέας που οσμίστηκε χριστουγεννιάτικη συνωμοσία κάτω από το παράξενο μασκάρεμα. «Μωρό μου», την έπεσε μια άλλη στον Μελχιόρ, «θέλεις να κάνουμε επίδειξη ευελιξίας στο κρεβάτι; Θέλεις να σου σηκώσω την ανταγωνιστικότητά σου και να μου μειώσεις το έλλειμμά μου;». Η τρόικα των μάγων το έβαλε κυριολεκτικά στα πόδια τρομαγμένη, ο Μπαλτάσαρ έριχνε απελπισμένες ματιές στο άστρο που έκοβε βόλτες στον ουρανό, ο Μελχιόρ έσφιξε κάτω από τη μασχάλη του τους χοντρούς φακέλους που είχε πάρει από το Γενικό Λογιστήριο, ο Γασπάρ προσπαθούσε απεγνωσμένα να κλείσει τον ασύρματο, που εξακολουθούσε να ουρλιάζει «αστέρι καλεί τρόικα μάγων».
Το σχέδιο κινδύνευε να καταρρεύσει. Αποστολή της μεταμφιεσμένης σε μάγους τρόικας ήταν να αιφνιδιάσει τους Έλληνες τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων, να τους πιάσει στα πράσα να τρώνε γαλοπούλες γεμιστές και χοιρινές μπριζόλες, να πίνουν ακατάσχετα και γενικώς να το έχουν ρίξει στην κραιπάλη, σημάδι ακλόνητο ότι έχουν ακόμη λίπος να κάψουν, ότι δεν αρκούν το κόψιμο του δώρου, των επιδομάτων, των δαπανών, των συντάξεων, των μισθών, οι δωρεάν απολύσεις, οι ατομικές συμβάσεις. Ήθελαν, όμως, ταυτόχρονα να μη διαταράξουν το πνεύμα των Χριστουγέννων με μια ξερή ανακοίνωση του επόμενου κύματος μέτρων που περιλάμβανε καθιέρωση συσσιτίων, κατάργηση των επιδομάτων ανεργίας, επέκταση του ωραρίου εργασίας στις 60 ώρες και στις 6 μέρες την εβδομάδα, μετατροπή των ΚΑΠΗ σε φασονάδικα, καθιέρωση «πράσινων μεροκάματων» υπέρ χρέους μια φορά την εβδομάδα για τους μαθητές, τους φοιτητές, τους συνταξιούχους, εισαγωγή της θεραπευτικής απασχόλησης των ασθενών στα νοσοκομεία και άλλα ευφάνταστα. Όλα αυτά, σε χριστουγεννιάτικη συσκευασία δώρου, εξ ου και τα κοστούμια των μάγων με τις μπροκάρ κελεμπίες και τα σαρίκια, το ελικόπτερο-αστέρι που περιφερόταν πάνω από την Αθήνα, αφενός για να δημιουργεί μαγική ατμόσφαιρα κι αφετέρου για να εντοπίζει θύλακες Αθηναίων σε καταναλωτικό οργασμό.
Η μικρή απόσταση από το Γενικό Λογιστήριο μέχρι το Μαξίμου, που ήταν ο τελικός τους προορισμός, από νωχελικός περίπατος των μάγων υπό το φως του άστρου της παραμονής, εξελισσόταν σε μαρτυρικό δρόμο προς τον Γολγοθά. Η καζούρα πήγαινε σύννεφο από τις ομάδες των περαστικών που οσμίζονταν την ανόητη μασκαράτα, αλλά τα χειρότερα έποντο. Διότι πέρα από την καζούρα, οι πιο θερμόαιμοι Αθηναίοι που έβλεπαν τους βιαστικούς Μάγους είχαν επιθετικές διαθέσεις. Μοντέλο Χατζηδάκη. Την κατάσταση έσωζαν οι ψυχραιμότεροι. Την έκαναν, όμως, ακόμη χειρότερη κάποιες παράξενες και οδυνηρές, όπως αποδείχτηκε, συναντήσεις.
«Πού τρέχετε, λεβέντες; Σας κυνηγάνε ή μού φαίνεται;», ακούστηκε μια κοριτσίστικη φωνή στη γωνία Σταδίου και Εδουάρδου Λω. «Ποια είσαι εσύ;», αποκρίθηκε αλαφιασμένος ο Μελχιόρ. «Ήμουν κάποτε το κοριτσάκι με τα σπίρτα, αλλά τώρα είμαι η γυναίκα με τις μολότοφ», απάντησε η φωνή, και πριν οι μάγοι προλάβουν να αντιδράσουν, ένα μπουκάλι εκσφενδονίστηκε κι έσκασε στα πόδια τους, απελευθερώνοντας έναν πίδακα φωτιάς. «Δεν ευθυνόμαστε εμείς για τον θάνατό σου», φώναξαν οι μάγοι χοροπηδώντας πάνω από τις φλόγες. «Όχι εσείς, αλλά κάποιοι σαν εσάς», απάντησε το κοριτσάκι με τις μολότοφ, εκτοξεύοντας άλλη μία στους μάγους που έτρεχαν πια σε ρυθμούς σπριντ.
Στη γωνία Σταδίου και Ομήρου, έκοψε την ορμή τους μια παράξενη ομάδα ηλικιωμένων, ντυμένων σε στυλ βικτοριανό, με ρεντιγκότες και ημίψηλα. Ο επικεφαλής τους κουνούσε απειλητικά στον αέρα το μπαστούνι του, ενώ στο άλλο του χέρι πρότασσε σαν δόρυ έτοιμο να τους χτυπήσει. «Εσύ, ποιος είσαι πάλι;», ρώτησε ο Γασπάρ. «Ο Σκρουτζ», απάντησε ξερά ο γέρος. «Μα, εσύ θα έπρεπε να είσαι με μας», απόρησε ο μάγος. «Αυτό έχει αλλάξει εδώ και ενάμιση αιώνα, ανόητε. Εκτός από τον Φρίντμαν, υπάρχει και ο Ντίκενς, ξεστραβωθείτε!», είπε οργισμένα ο Σκρουτζ κι έκανε ένα νεύμα επίθεσης στους ηλικιωμένους συντρόφους τους που σήκωσαν μπαστούνια κι ομπρέλες στον αέρα. Μπουχός οι μάγοι.
Γωνία Σταδίου και Αμερικής, κι άλλη δυσάρεστη έκπληξη από τον απρόβλεπτο κόσμο των παραμυθιών έκοψε τον αγωνιώδη αγώνα δρόμου τους. Μια ομάδα κουκουλοφόρων καλικάντζαρων που μόλις είχαν ανέβει από τον Κάτω Κόσμο περικύκλωσε τους μάγους, που δεν είχαν πια οδό διαφυγής. Ο αρχηγός τους συστήθηκε ως Κωλοβελόνης και πρότεινε τα εξής: «Θα κάνουμε την εξής συναλλαγή: Θα μας δώσετε τα χαρτιά και τους φακέλους σας, εμείς θα αναλάβουμε να τρέξουμε το μνημόνιο επί γης κι εσείς, ανήμερα τα Φώτα, θα κατέβετε στον τόπο μας, ξέρετε, στον Κάτω Κόσμο, και θα συνεχίσετε το δικό μας έργο. Θα κόψετε το Δένδρο της Ζωής. Εμείς, αιώνες τώρα το ίδιο βιολί, έχουμε αποτύχει. Εσείς, όπως σας έχω κόψει, θα τα καταφέρετε στο πι και φι. Θέλετε να υπογράψουμε μνημόνιο συνεργασίας. Α, επί τη ευκαιρία. Η δουλειά στον Κάτω Κόσμο είναι δωρεάν. Μην περιμένετε bonus και τα τοιαύτα». Οι μάγοι ξέφυγαν κατατρομαγμένοι από τον κλοιό των αποκρουστικών πλασμάτων, που ξεφώνιζαν και γελούσαν εφιαλτικά.
Πέρασαν τη Βουκουρεστίου, όπου τους περίμενε ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας, με ένα σμάρι από χελιδόνια που έπεσαν πάνω στους μάγους και τους τρυπούσαν με τα ράμφη τους- «Θέλω όλο μου το χρυσάφι πίσω, εγώ το έδωσα στους φτωχούς κι εσείς το φάγατε με τους τραπεζίτες», τους φώναξε ο Πρίγκιπας, «το χρυσάφι μας, το χρυσάφι μας», ούρλιαζαν και τα χελιδόνια. Στην αρχή της Φιλελλήνων, τους όρμησε μια ομάδα ποιμένων, αμόλησαν καταπάνω τους και κάτι αγριεμένα τσοπανόσκυλα που έκαναν τις κελεμπίες κρόσσια. Και γενικώς, κάθε πέντε-δέκα μέτρα πετάγονταν μπροστά τους αλλόκοτα ζόμπι των παραμυθιών και των μύθων, έτοιμα να ρίξουν ένα μπερντάκι, μέχρι που έφτασαν στο Σύνταγμα, ανέβηκαν στο πλάτωμα του Άγνωστου Στρατιώτη, έβγαλαν τον ασύρματο κι άρχισαν να ουρλιάζουν «τρόικα μάγων καλεί αστέρι, τρόικα μάγων καλεί αστέρι, over», κοιτάζοντας με απόγνωση τον κατασκότεινο ουρανό. Άφαντο το αστέρι- ελικόπτερο, ενώ νέες ομάδες αλλόκοτων πλασμάτων - καλικάντζαρων, μισθωτών, ζητιάνων, ανέργων- τους πλησίαζαν επικίνδυνα. «Ω, Θεέ μου!», ψιθύρισε απελπισμένος ο Μελχιόρ. «Πστ, φίλε, δεν υπάρχει Θεός πια, δεν σ’ το ’πανε; Καταργήθηκε λόγω υπερχρέωσης», ακούστηκε μια φωνή πίσω τους. «Ποιος… τι είσαι εσύ;», ψέλλισαν οι μάγοι. «Το Θείον Βρέφος. Άρτι γεννηθείς και εκ γενετής χρεοκοπημένος. Χάρη σε σας, βεβαίως… Είστε για μια αναδιάρθρωση ή θέλετε να το σκεφτείτε λίγο; Δεν νομίζω ότι σας παίρνει, ε;».
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (24/12/2010
«Αλλά, μήπως θα μπορούσαμε να καλέσουμε τον μικρό Χανς εδώ;», ρώτησε ο μικρότερος γιος του μυλωνά. «Αν ο φτωχούλης Χανς είναι στενοχωρημένος, εγώ θα του δώσω τον μισό μου χυλό και θα του δείξω τα άσπρα μου κουνέλια».
«Τι κουτό παιδί που είσαι!», φώναξε ο μυλωνάς αγαναχτισμένος. «Με κάνεις πολλές φορές να σκέφτομαι αν χρειάζεται να σε στέλνω στο σχολείο, αφού στο κάτω κάτω δεν μαθαίνεις τίποτα. Αν ο μικρός Χανς ερχόταν εδώ κι έβλεπε τη ζεστή φωτιά μας, το πλούσιο δείπνο μας και το πελώριο βαρέλι με το κόκκινο κρασί, ίσως να ζήλευε, κι όπως ξέρεις, ο φθόνος είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να διαφθείρει ακόμα και τον τιμιότερο χαρακτήρα. Κι εγώ, που είμαι ο πιο πιστός φίλος του. Δεν θ’ αφήσω να καταστραφεί ο χαρακτήρα τους Χανς. Πάντα φροντίζω μη τυχόν και πέσει σε πειρασμό. Κι έπειτα, αν ο Χανς έρθει καμιά φορά εδώ, μπορεί να ζητήσει αλεύρι με πίστωση, κι αυτό δεν θα το έκανα ποτέ. Άλλο τ’ αλεύρι κι άλλο η φιλία…»
Όσκαρ Ουάιλντ, «Ο αφοσιωμένος φίλος» (από τη συλλογή «Ο κήπος με τις ροδιές»)
«Τι κουτό παιδί που είσαι!», φώναξε ο μυλωνάς αγαναχτισμένος. «Με κάνεις πολλές φορές να σκέφτομαι αν χρειάζεται να σε στέλνω στο σχολείο, αφού στο κάτω κάτω δεν μαθαίνεις τίποτα. Αν ο μικρός Χανς ερχόταν εδώ κι έβλεπε τη ζεστή φωτιά μας, το πλούσιο δείπνο μας και το πελώριο βαρέλι με το κόκκινο κρασί, ίσως να ζήλευε, κι όπως ξέρεις, ο φθόνος είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να διαφθείρει ακόμα και τον τιμιότερο χαρακτήρα. Κι εγώ, που είμαι ο πιο πιστός φίλος του. Δεν θ’ αφήσω να καταστραφεί ο χαρακτήρα τους Χανς. Πάντα φροντίζω μη τυχόν και πέσει σε πειρασμό. Κι έπειτα, αν ο Χανς έρθει καμιά φορά εδώ, μπορεί να ζητήσει αλεύρι με πίστωση, κι αυτό δεν θα το έκανα ποτέ. Άλλο τ’ αλεύρι κι άλλο η φιλία…»
Όσκαρ Ουάιλντ, «Ο αφοσιωμένος φίλος» (από τη συλλογή «Ο κήπος με τις ροδιές»)
Saturday, December 18, 2010
Το ξεχασμένο σύνορο του κόσμου (17/12/2010)
Υπάρχει άραγε κάτι θετικό ανάμεσα σε όλα όσα μας συμβαίνουν; Και δεν εννοώ την «παιδαγωγική» τιμωρία που θέλει να επιβάλει η Άνγκελα Μέρκελ στις «σπάταλες» και «αντιπαραγωγικές» κοινωνίες της Ευρώπης. Ούτε τις ευκαιρίες για «μεταρρυθμίσεις» και μεγάλες «αλλαγές» που βλέπει η κυβέρνηση στον τυφλοσούρτη του μνημονίου. Εννοώ αν σε όλα όσα πριν από ένα χρόνο μάς φαίνονταν αδιανόητα υπάρχει κάτι που μας βοηθάει να αποκτήσουμε μια πιο καθαρή ματιά για τον κόσμο μας, τις βασικές ροπές και αντιθέσεις του. Αν η εφαρμογή του «δόγματος του σοκ» στην ανυποψίαστη μέχρι πρότινος ελληνική κοινωνία τη βοηθάει να απαλλαγεί από φτιασίδια και ψιμύθια, από ψευδαισθήσεις και αυταπάτες. Και τελικά, ναι, νομίζω πως τελικά υπάρχει κάτι θετικό σε όλα αυτά. Κάτι που βοηθά να αποκαλυφθεί το παλιό, κρυμμένο από τις προσχώσεις της ιστορίας, σύνορο του κόσμου μας.
Για πολλές δεκαετίες, από τον πόλεμο και μετά, οι δυτικές κοινωνίες πίστευαν ότι έχουν επιβιβαστεί στο τρένο της μεγάλης φυγής προς τα μπρος. Ότι όλα εξελίσσονται στον μονόδρομο της προόδου, στο πλαίσιο της οποίας άρχουσες και υποτελείς τάξεις μόνο μια διαρκώς αύξουσα ευημερία μπορούσαν να περιμένουν, έστω και με μικρά διαλείμματα ανασφάλειας, έστω και τρομακτικά άνισα κατανεμημένη. Όσο η πίτα του πλούτου αυξανόταν, υπήρχε μερίδιο για όλους, αν και η μοιρασιά ήταν λεόντεια. Σ’ αυτή τη σιωπηρή συμφωνία «κοινωνικής ειρήνης», που διακοπτόταν μόνο από μεμονωμένα περιστατικά, βασίστηκε η μαγική εξαφάνιση της «πάλης των τάξεων», η ανάδυση νέων «καλοταϊσμένων» στρωμάτων εργαζομένων που δεν είχαν καμιά διάθεση να αμφισβητήσουν αυτή τη «Γιάλτα» της διανομής του πλούτου, γιατί οι μερίδες τους ήταν χορταστικές. Σ’ αυτή τη σιωπηρή συμφωνία βασίστηκαν και η κοινωνία των «δύο τρίτων» και η ανατροπή του ισοζυγίου ευημερίας και στέρησης υπέρ της πρώτης με τρόπο που η ικανοποιημένη πλειοψηφία να αδιαφορεί επιδεικτικά για τη στερημένη μειοψηφία. Σ’ αυτή τη «συμφωνία» στηρίχτηκε επίσης η μετατροπή του homo faber (= εργαζόμενος άνθρωπος) σε homo consumericus (= άνθρωπος καταναλωτής). Σ’ αυτή τη «συμφωνία» στηρίχθηκε η ανοχή των κοινωνιών της Δύσης απέναντι στα εγκλήματα που συντελούνταν εις βάρος των κοινωνιών της Ανατολής ή του Νότου. Και αυτή η «συμφωνία» συγκάλυψε για δεκαετίες τις κλασικές ταξικές αντιθέσεις του καπιταλιστικού κόσμου. Εν ολίγοις, εκατομμύρια άνθρωποι -και εμείς οι νεοέλληνες του καθυστερημένου ευρωπαϊσμού και του ακόμη πιο καθυστερημένου αστικού εκσυγχρονισμού ανάμεσά τους- έχασαν από τα μάτια τους τα κοινωνικά σύνορα του κόσμου, ξέχασαν (ή δεν έμαθαν ποτέ) πού ανήκουν.
Ο προλετάριος ξέχασε ότι είναι προλετάριος, ο αγρότης έθαψε στο χωράφι την ταξική του ταυτότητα μαζί με την παραγωγική του γνώση, εκατομμύρια εργαζόμενοι βρέθηκαν σε απόλυτη ταξική σύγχυση είτε γιατί μπήκαν στον Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ με αισθητά καλύτερους μισθούς, είτε γιατί θαμπώθηκαν από τις καταναλωτικές τους δυνατότητες και την ευκολία με την οποία απόκτησαν και σπίτια και εξοχικά και πρώτα και δεύτερα αυτοκίνητα. Ο κόσμος της εργασίας χάθηκε μέσα σε έναν κοινωνικό πολτό επίπλαστης ευημερίας, που τα ανέμελα χαχανητά της έπνιγαν τις ασθενικές κραυγές της πάσχουσας μειοψηφίας. Κι όλα έγιναν σε μιαν ατμόσφαιρα συνενοχής, λες και τους χάριζαν αυτές τις μικρές ή μεσαίες μερίδες ευμάρειας – πάντως δεδουλευμένης χάρη σε μια διόλου ευκαταφρόνητη αύξηση της παραγωγικότητας, ακόμη και στην «παρασιτική» ελληνική οικονομία.
Αυτές οι αλλαγές και οι στρεβλώσεις στην κοινωνική αυτογνωσία (που εξελίχθηκε σιγά σιγά σε ταξική άγνοια, αν όχι απόγνωση) αποτέλεσαν την ευχάριστη όψη (αν υπάρχει τέτοια) της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας που σταδιακά κυριάρχησε στις αντιλήψεις όλων των κυρίαρχων τάξεων και των πολιτικών ελίτ, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Και σ’ αυτή τη θεμελιώδη ταξική άγνοια βασίστηκε η αδυναμία των ανθρώπων και των κοινωνικών στρωμάτων να αντιληφθούν έγκαιρα την άνοδο του «καταστροφικού καπιταλισμού» που δεν εγγυάται τίποτα: ούτε την ευημερία, ούτε την ασφάλεια, ούτε καν τη δημοκρατία. Έτσι, ελάχιστοι αντιλήφθηκαν εγκαίρως, για παράδειγμα, ότι η παραγωγική στρέβλωση της ελληνικής οικονομίας, η δραματική συρρίκνωση της βιομηχανικής της βάσης, το big bang του τραπεζικού της συστήματος, η έκρηξη του τομέα των υπηρεσιών, η προϊούσα εξαφάνιση της γεωργίας και η δημιουργία ενός αρκετά ευρέος στρώματος «ραντιέρηδων», ανθρώπων που ζουν από κερδοσκοπικές προσόδους χωρίς να «εργάζονται» με οποιοδήποτε τρόπο (ούτε καν ως εργοδότες), όλα αυτά, συνοδεύτηκαν από μια σιωπηρή επέκταση της ζώνης της ανασφάλειας: το «πρεκαριάτο», οι νέοι της επισφαλούς και αρρύθμιστης εργασίας, αυξάνονταν γεωμετρικά, οι συνθήκες εργασιακής «ζούγκλας» διευρύνονταν κάτω από τη μύτη των συνδικάτων και των «ελεγκτικών Αρχών» και η «πάσχουσα» επιχειρηματικότητα κατέστησε παραγωγικό σαβουάρ βιβρ την καταστρατήγηση δικαιωμάτων. Έτσι, η τρόικα και οι πειθήνιοι υπάλληλοί της ουσιαστικά βρήκαν τις πόρτες μισάνοιχτες για να ολοκληρώσουν την «άλωση».
Αλλά η «άλωση» αυτή έχει κι ένα θετικό στοιχείο. Καθώς σαρώνει όλα τα φτιασίδια, όλες τις περιφερειακές και δευτερεύουσες αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας, καθώς φτάνει στον ταξικό πυρήνα των αλλαγών που θέλει να επιβάλει η τρόικα στις συνθήκες εκμετάλλευσης της εργασίας και απόσπασης της υπεραξίας, αποκαλύπτει ότι το παλιό, ταξικό σύνορο του καπιταλιστικού κόσμου είναι ακόμη εδώ: για την παγκόσμια κρίση του χρέους, για την ελληνική δημοσιονομική εκτροπή, για τις στρεβλώσεις του εγχώριου καπιταλισμού, για την υπερτροφική παραοικονομία, για τις σχέσεις διαπλοκής και διαφθοράς πολιτικής και επιχειρηματικής τάξης, για όλα όσα ορίζονται ως «ελληνικό πρόβλημα» φταίει το κόστος εργασίας που οδηγείται σε μια πρωτοφανή, βίαιη συρρίκνωση. Συρρίκνωση που παρασύρει και όλα τα δικαιώματα πάνω στα οποία στηρίχθηκε η μεταπολεμική, σιωπηρή «κοινωνική ειρήνη». Και για την οποία θα χρειαστούν και άλλα ακόμη νομοθετήματα, πολλές εξευτελιστικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες επικύρωσης των τετελεσμένων, πολλές καταλύσεις παραγωγικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, πολλές προσλήψεις αστυνομικών και πολλοί τόνοι δακρυγόνα και ασφυξιογόνα. Με λίγα λόγια, κατά κάποιο τρόπο η Ελλάδα γίνεται ξαφνικά το κέντρο του καπιταλιστικού κόσμου, ένα πειραματικό του εργαστήριο και ένα ταμπλό βιβάν, πάνω στο οποίο ο κόσμος αυτός ξαναοργανώνεται γύρω από τη βασική του αντίθεση, τον κινητήρα της ιστορίας του: την αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας. Αυτή που σχεδόν είχαμε ξεχάσει ότι υπάρχει, αλλά οφείλουμε στην τρόικα το ότι μας τη θύμισε. Με οδυνηρό και κυνικό τρόπο.
Φυσικά, η λύση αυτής της αντίθεσης δεν είναι υπόθεση μηνών ή λίγων ετών. Αλλά, καθώς ο καπιταλισμός της καταστροφής και οι εκφραστές του στην Ευρώπη (κοιτίδα του κοινωνικού συμβολαίου που έχει καταντήσει ορμητήριο του νεοφιλελευθερισμού) οδηγούνται στα άκρα, η τελική διευθέτηση αυτής της αντίθεσης είναι ανοικτή προς κάθε κατεύθυνση: από τη μετατροπή της Ευρώπης σε συνονθύλευμα χωρών - στρατοπέδων καταναγκαστικής (και εξευτελιστικά φθηνής) εργασίας, μέχρι την έκρηξη της κοινωνικής αντίδρασης υπέρ μιας δημοκρατικής, χειραφετικής διευθέτησης της κρίσης. Αν επικρατήσει η πρώτη εκδοχή «λύσης», θα έρθει η στιγμή που οι σημερινές πολιτικές ελίτ, τόσο αβασάνιστα παραδομένες στο νεοφιλελεύθερο δόγμα του σοκ, θα εύχονται να νικήσει η σπασμωδική και άνευρη μέχρι στιγμής αντίδραση του κόσμου της εργασίας. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και όσα προηγήθηκαν δεν είναι τόσο μακρινή μνήμη όσο τώρα μας φαίνεται.
Για πολλές δεκαετίες, από τον πόλεμο και μετά, οι δυτικές κοινωνίες πίστευαν ότι έχουν επιβιβαστεί στο τρένο της μεγάλης φυγής προς τα μπρος. Ότι όλα εξελίσσονται στον μονόδρομο της προόδου, στο πλαίσιο της οποίας άρχουσες και υποτελείς τάξεις μόνο μια διαρκώς αύξουσα ευημερία μπορούσαν να περιμένουν, έστω και με μικρά διαλείμματα ανασφάλειας, έστω και τρομακτικά άνισα κατανεμημένη. Όσο η πίτα του πλούτου αυξανόταν, υπήρχε μερίδιο για όλους, αν και η μοιρασιά ήταν λεόντεια. Σ’ αυτή τη σιωπηρή συμφωνία «κοινωνικής ειρήνης», που διακοπτόταν μόνο από μεμονωμένα περιστατικά, βασίστηκε η μαγική εξαφάνιση της «πάλης των τάξεων», η ανάδυση νέων «καλοταϊσμένων» στρωμάτων εργαζομένων που δεν είχαν καμιά διάθεση να αμφισβητήσουν αυτή τη «Γιάλτα» της διανομής του πλούτου, γιατί οι μερίδες τους ήταν χορταστικές. Σ’ αυτή τη σιωπηρή συμφωνία βασίστηκαν και η κοινωνία των «δύο τρίτων» και η ανατροπή του ισοζυγίου ευημερίας και στέρησης υπέρ της πρώτης με τρόπο που η ικανοποιημένη πλειοψηφία να αδιαφορεί επιδεικτικά για τη στερημένη μειοψηφία. Σ’ αυτή τη «συμφωνία» στηρίχτηκε επίσης η μετατροπή του homo faber (= εργαζόμενος άνθρωπος) σε homo consumericus (= άνθρωπος καταναλωτής). Σ’ αυτή τη «συμφωνία» στηρίχθηκε η ανοχή των κοινωνιών της Δύσης απέναντι στα εγκλήματα που συντελούνταν εις βάρος των κοινωνιών της Ανατολής ή του Νότου. Και αυτή η «συμφωνία» συγκάλυψε για δεκαετίες τις κλασικές ταξικές αντιθέσεις του καπιταλιστικού κόσμου. Εν ολίγοις, εκατομμύρια άνθρωποι -και εμείς οι νεοέλληνες του καθυστερημένου ευρωπαϊσμού και του ακόμη πιο καθυστερημένου αστικού εκσυγχρονισμού ανάμεσά τους- έχασαν από τα μάτια τους τα κοινωνικά σύνορα του κόσμου, ξέχασαν (ή δεν έμαθαν ποτέ) πού ανήκουν.
Ο προλετάριος ξέχασε ότι είναι προλετάριος, ο αγρότης έθαψε στο χωράφι την ταξική του ταυτότητα μαζί με την παραγωγική του γνώση, εκατομμύρια εργαζόμενοι βρέθηκαν σε απόλυτη ταξική σύγχυση είτε γιατί μπήκαν στον Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ με αισθητά καλύτερους μισθούς, είτε γιατί θαμπώθηκαν από τις καταναλωτικές τους δυνατότητες και την ευκολία με την οποία απόκτησαν και σπίτια και εξοχικά και πρώτα και δεύτερα αυτοκίνητα. Ο κόσμος της εργασίας χάθηκε μέσα σε έναν κοινωνικό πολτό επίπλαστης ευημερίας, που τα ανέμελα χαχανητά της έπνιγαν τις ασθενικές κραυγές της πάσχουσας μειοψηφίας. Κι όλα έγιναν σε μιαν ατμόσφαιρα συνενοχής, λες και τους χάριζαν αυτές τις μικρές ή μεσαίες μερίδες ευμάρειας – πάντως δεδουλευμένης χάρη σε μια διόλου ευκαταφρόνητη αύξηση της παραγωγικότητας, ακόμη και στην «παρασιτική» ελληνική οικονομία.
Αυτές οι αλλαγές και οι στρεβλώσεις στην κοινωνική αυτογνωσία (που εξελίχθηκε σιγά σιγά σε ταξική άγνοια, αν όχι απόγνωση) αποτέλεσαν την ευχάριστη όψη (αν υπάρχει τέτοια) της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας που σταδιακά κυριάρχησε στις αντιλήψεις όλων των κυρίαρχων τάξεων και των πολιτικών ελίτ, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Και σ’ αυτή τη θεμελιώδη ταξική άγνοια βασίστηκε η αδυναμία των ανθρώπων και των κοινωνικών στρωμάτων να αντιληφθούν έγκαιρα την άνοδο του «καταστροφικού καπιταλισμού» που δεν εγγυάται τίποτα: ούτε την ευημερία, ούτε την ασφάλεια, ούτε καν τη δημοκρατία. Έτσι, ελάχιστοι αντιλήφθηκαν εγκαίρως, για παράδειγμα, ότι η παραγωγική στρέβλωση της ελληνικής οικονομίας, η δραματική συρρίκνωση της βιομηχανικής της βάσης, το big bang του τραπεζικού της συστήματος, η έκρηξη του τομέα των υπηρεσιών, η προϊούσα εξαφάνιση της γεωργίας και η δημιουργία ενός αρκετά ευρέος στρώματος «ραντιέρηδων», ανθρώπων που ζουν από κερδοσκοπικές προσόδους χωρίς να «εργάζονται» με οποιοδήποτε τρόπο (ούτε καν ως εργοδότες), όλα αυτά, συνοδεύτηκαν από μια σιωπηρή επέκταση της ζώνης της ανασφάλειας: το «πρεκαριάτο», οι νέοι της επισφαλούς και αρρύθμιστης εργασίας, αυξάνονταν γεωμετρικά, οι συνθήκες εργασιακής «ζούγκλας» διευρύνονταν κάτω από τη μύτη των συνδικάτων και των «ελεγκτικών Αρχών» και η «πάσχουσα» επιχειρηματικότητα κατέστησε παραγωγικό σαβουάρ βιβρ την καταστρατήγηση δικαιωμάτων. Έτσι, η τρόικα και οι πειθήνιοι υπάλληλοί της ουσιαστικά βρήκαν τις πόρτες μισάνοιχτες για να ολοκληρώσουν την «άλωση».
Αλλά η «άλωση» αυτή έχει κι ένα θετικό στοιχείο. Καθώς σαρώνει όλα τα φτιασίδια, όλες τις περιφερειακές και δευτερεύουσες αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας, καθώς φτάνει στον ταξικό πυρήνα των αλλαγών που θέλει να επιβάλει η τρόικα στις συνθήκες εκμετάλλευσης της εργασίας και απόσπασης της υπεραξίας, αποκαλύπτει ότι το παλιό, ταξικό σύνορο του καπιταλιστικού κόσμου είναι ακόμη εδώ: για την παγκόσμια κρίση του χρέους, για την ελληνική δημοσιονομική εκτροπή, για τις στρεβλώσεις του εγχώριου καπιταλισμού, για την υπερτροφική παραοικονομία, για τις σχέσεις διαπλοκής και διαφθοράς πολιτικής και επιχειρηματικής τάξης, για όλα όσα ορίζονται ως «ελληνικό πρόβλημα» φταίει το κόστος εργασίας που οδηγείται σε μια πρωτοφανή, βίαιη συρρίκνωση. Συρρίκνωση που παρασύρει και όλα τα δικαιώματα πάνω στα οποία στηρίχθηκε η μεταπολεμική, σιωπηρή «κοινωνική ειρήνη». Και για την οποία θα χρειαστούν και άλλα ακόμη νομοθετήματα, πολλές εξευτελιστικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες επικύρωσης των τετελεσμένων, πολλές καταλύσεις παραγωγικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, πολλές προσλήψεις αστυνομικών και πολλοί τόνοι δακρυγόνα και ασφυξιογόνα. Με λίγα λόγια, κατά κάποιο τρόπο η Ελλάδα γίνεται ξαφνικά το κέντρο του καπιταλιστικού κόσμου, ένα πειραματικό του εργαστήριο και ένα ταμπλό βιβάν, πάνω στο οποίο ο κόσμος αυτός ξαναοργανώνεται γύρω από τη βασική του αντίθεση, τον κινητήρα της ιστορίας του: την αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας. Αυτή που σχεδόν είχαμε ξεχάσει ότι υπάρχει, αλλά οφείλουμε στην τρόικα το ότι μας τη θύμισε. Με οδυνηρό και κυνικό τρόπο.
Φυσικά, η λύση αυτής της αντίθεσης δεν είναι υπόθεση μηνών ή λίγων ετών. Αλλά, καθώς ο καπιταλισμός της καταστροφής και οι εκφραστές του στην Ευρώπη (κοιτίδα του κοινωνικού συμβολαίου που έχει καταντήσει ορμητήριο του νεοφιλελευθερισμού) οδηγούνται στα άκρα, η τελική διευθέτηση αυτής της αντίθεσης είναι ανοικτή προς κάθε κατεύθυνση: από τη μετατροπή της Ευρώπης σε συνονθύλευμα χωρών - στρατοπέδων καταναγκαστικής (και εξευτελιστικά φθηνής) εργασίας, μέχρι την έκρηξη της κοινωνικής αντίδρασης υπέρ μιας δημοκρατικής, χειραφετικής διευθέτησης της κρίσης. Αν επικρατήσει η πρώτη εκδοχή «λύσης», θα έρθει η στιγμή που οι σημερινές πολιτικές ελίτ, τόσο αβασάνιστα παραδομένες στο νεοφιλελεύθερο δόγμα του σοκ, θα εύχονται να νικήσει η σπασμωδική και άνευρη μέχρι στιγμής αντίδραση του κόσμου της εργασίας. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και όσα προηγήθηκαν δεν είναι τόσο μακρινή μνήμη όσο τώρα μας φαίνεται.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (17/12/2010)
Ο Γιούργκις έστησε πάλι καρτέρι στις πύλες των εργοστασίων. Μα ποτέ πιο πριν, απ’ όταν ήρθε στο Σικάγο, δεν είχε λιγότερες πιθανότητες. Πρώτα πρώτα, ξέσπασε η μεγάλη κρίση, κάνα-δυο εκατομμύρια εργάτες είχανε μείνει άνεργοι κείνη την άνοιξη και το καλοκαίρι, και ακόμα δεν τους πήραν πίσω. Έπειτα, με την απεργία, εβδομήντα χιλιάδες άνθρωποι σε όλη τη χώρα, γυναίκες και άνδρες, μείναν ανάδουλοι για δυο μήνες – μονάχα στο Σικάγο ήταν είκοσι χιλιάδες, κι οι πιο πολλοί παρακαλούσαν τώρα για μια δουλειά από τη μια άκρη της πόλης στην άλλη. Τα πράγματα δεν διορθώθηκαν όταν, λίγες μέρες μετά, η απεργία έληξε και οι μισοί περίπου απεργοί γύρισαν στα πόστα τους, γιατί για τον καθένα που έπαιρναν πίσω, υπήρχε ένας απεργοσπάστης που τον έδιωχναν. Κάπου δέκα με δεκαπέντε χιλιάδες ανειδίκευτοι, ξένοι και νέγροι, του σκοινιού και του παλουκιού βρέθηκαν τώρα αμολυτοί και αλώνιζαν. Όπου και να πήγαινε ο Γιούργκις, έπεφτε πάνω τους, έτρεμε μπας και ξέρει κανείς τους ότι «καταζητείται». Είπε να φύγει απ’ το Σικάγο, μα όταν πια στενέψανε τα πράγματα, δεν είχε δεκάρα. Και θα ήταν πιο καλά να πάει φυλακή παρά να τόνε βρει ο χειμώνας έξω.
Άπτον Σίνκλαιρ, «Η ζούγκλα»
Άπτον Σίνκλαιρ, «Η ζούγκλα»
Saturday, December 11, 2010
Γιατί απέτυχε ο Καντονά (11/12-2010)
Με το ποδόσφαιρο έχω τόση σχέση όση ο φάντης με το ρετσινόλαδο. Η σχέση αυτή καταλύθηκε κάπου στα βάθη της παιδικής ηλικίας, για λόγους που δεν μου είναι σαφείς. Θυμάμαι καλά τον ενθουσιασμό μου για την αναμέτρηση του Παναθηναϊκού με τον Άγιαξ στο Γουέμπλεϊ, ίσως όμως να ήταν και ενθουσιασμός περισσότερο για την πρωτόγνωρη τηλεοπτική εμπειρία, σπάνια τότε για το μέσο ελληνικό σπίτι. Ίσως πάλι ήταν μια υποβόσκουσα έκφραση της πάλης των γενεών: με έναν ενστικτώδη τρόπο είχα επιλέξει να δηλώσω «πράσινος», τη στιγμή που ο πατέρας μου ήταν «κόκκινος» μέχρι μυελού των οστών (αλλά αυτό αποκλειστικά και μόνο στο ποδόσφαιρο). Αλλά η σχέση μου με το ποδόσφαιρο δεν διακόπηκε από την απογοήτευση για την ήττα του ΠΑΟ. Υπήρχαν μάλλον πιο πρακτικοί λόγοι – θυμάμαι, για παράδειγμα, μια δερμάτινη μπάλα να προσγειώνεται με τρομακτική δύναμη στο κεφάλι μου στη διάρκεια μια ερασιτεχνικής αναμέτρησης σε σοκάκι της γειτονιάς, στην οποία είχα αναλάβει ατυχώς ρόλο τερματοφύλακα. Είδα τον ουρανό σφοντύλι, δεν θυμάμαι ποιος είχε σουτάρει, αποκλείεται να ήταν συνομήλικος. Και παρά τον ηρωισμό μου να αποκρούσω, έστω και άθελά μου, ένα βέβαιο γκολ με μια βέβαιη διάσειση, αντιμετώπισα και τη χλεύη των συμπαικτών μου γιατί αναγκάστηκα ζαλισμένος να αποχωρήσω. Νομίζω ότι από τότε άρχισα να αποφεύγω το σπορ. Κι όταν οι φίλοι με προσκαλούσαν απαντούσα με το παροιμιώδες: «Ξέρω μπάλα, αλλά την ξέχασα». Αυτό ήταν το ψυχαναλυτικό και ιατρο-διαγνωστικό απόσταγμα της σχέσης μου με το ποδόσφαιρο.
Στον αντίποδα της ανύπαρκτης σχέσης μου με το ποδόσφαιρο, γεννήθηκαν άλλες φανατικές σχέσεις αγάπης και μίσους με άλλα κοινωνικά φαινόμενα. Όπως, για παράδειγμα, η σχέση μου με το τραπεζικό σύστημα. Είμαι ένας φανατικός άπιστος της Πίστης. Η απιστία μου ενδεχομένως έχει κάτι το μεταφυσικό, καθώς ακόμη και οι πιο φανατικοί στοχαστές του αντικαπιταλισμού αναγνωρίζουν ότι χωρίς πιστωτικό χρήμα και τράπεζες ο κόσμος θα είχε χάσει πολλά από τα βήματα (καπιταλιστικής) προόδου. Εγώ πάλι λέω ότι μπορεί να μην είναι κι έτσι. Αλλά δυσκολεύομαι να τ’ αποδείξω. Ίσως σε μιαν αντίστοιχη αδυναμία έγκειται η αποτυχία του «κινήματος» του Ερίκ Καντονά (κι εδώ επανερχόμαστε στη σχέση με το ποδόσφαιρο) να κλυδωνίσει τις τράπεζες. Ο Καντονά δεν έβαλε το γκολ που περίμενε. Η ανταπόκριση στο κάλεσμά του για «έφοδο στο γκισέ» της τράπεζας, για μαζική απόσυρση καταθέσεων, ήταν πενιχρή. Το γιατί θα το δούμε στη συνέχεια. Ωστόσο, βοήθησε καθοριστικά σε μια αποκάλυψη. Στην αποκάλυψη της τυφλής προσήλωσης της ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ στην εκκλησία της τραπεζικής Πίστης.
Τους είδατε την περασμένη Δευτέρα και Τρίτη; Είδατε την αγωνία τους, τον αμήχανο σαρκασμό τους, τα άστοχα σχόλιά τους; Εκεί φτάσαμε… Το μισό Eurogroup, οι άνθρωποι που διαχειρίζονται την κρίση χρέους στην Ευρώπη, οι τεχνοκράτες και οι πολιτικοί από τους οποίους εξαρτάται -υποτίθεται- η τύχη 500 εκατομμυρίων ανθρώπων ένιωσαν την υποχρέωση να απαντήσουν σε μια πρόταση που κατά τα λοιπά αντιμετώπισαν σαν γραφική, ενδεχομένως γελοία. «Τρέφω διάφορα αισθήματα για τον τραπεζικό τομέα, αλλά βρίσκω την επιχείρηση (σ.σ. την έκκληση Καντονά) άκρως ανεύθυνη», είπε ο Γιούνκερ. Και βγήκε και από αριστερά στον Καντονά, τονίζοντας σε αυστηρό τόνο ότι «δεν πρέπει να παρασύρει σε εσφαλμένες αποφάσεις ανθρώπους που δεν έχουν τα λεφτά που έχει εκείνος». «Ο Καντονά είναι καλύτερος ποδοσφαιριστής απ’ ό,τι οικονομολόγος», είπε ειρωνικά ο Όλι Ρεν. «Έκαστος εφ’ ω ετάχθη… Εγώ δεν θα τολμούσα να παίξω ποδόσφαιρο», είπε αυτάρεσκα η Κριστίν Λαγκάρντ.
Σωστό κι αυτό που είπε η Λαγκάρντ. Με τη διαφορά ότι ο Καντονά -κατά τεκμήριο ανίδεος από οικονομία- έχει αποδείξει την αξία του στο γήπεδο (και όχι μόνο σ’ αυτό, θα έλεγα). Αυτοί, πόσο έχουν αποδείξει την αξία τους στην οικονομία και την πολιτική; Κανονικά θα έπρεπε να είναι υπόλογοι για αληθινά εγκλήματα εις βάρος εκατομμυρίων ανθρώπων, για την έκβαση μιας πολιτικής και οικονομικής περιπέτειας που βάζει τις κοινωνίες της ευρωπαϊκής περιφέρειας (τουλάχιστον αυτές) στον γύψο για «τουλάχιστον μισή γενιά», όπως προέβλεψε ο σύμβουλος του πρωθυπουργού Τομάζο Πάντοα Σκιόπα (και καλύτερη απόδειξη για του λόγου το αληθές, το πολυνομοσχέδιο του εργασιακού Μεσαίωνα). Θα έπρεπε να λογοδοτήσουν για την ανικανότητά τους να προβλέψουν τη χρηματοπιστωτική κρίση, να προστατεύσουν τις αποταμιεύσεις των ανθρώπων για τις οποίες υποτίθεται ότι ανησυχούν. Θα έπρεπε να τιμωρηθούν για την ευκολία με την οποία μετέτρεψαν τη χρηματοπιστωτική κρίση σε κρίση χρέους στην περιφέρεια της Ευρωζώνης (και όχι μόνο σ’ αυτήν). Θα έπρεπε να ελεγχθούν για τη συνενοχή τους στο έγκλημα του πιστωτικού συστήματος να κάνει χοντρό παιχνίδι με τα τοξικά επενδυτικά προϊόντα. Υπάρχει, εν ολίγοις, μια μακρά λίστα τεκμηρίων της ανικανότητάς τους να διαχειριστούν την κρίση. Η ανικανότητά τους στην οικονομία είναι τόσο αποδεδειγμένη, όσο αδιαμφισβήτητη είναι η ευστοχία του Καντονά στα γκολ. Αυτό το ξέρω κι εγώ ο ποδοσφαιρικά άσχετος.
Ίσως, όμως, δεν πρόκειται απλώς για ανικανότητα. Είναι κάτι παραπάνω. Είναι μια σχέση στοργής προς το πιστωτικό σύστημα που έχει χάσει τα τελευταία ίχνη δημιουργικής επίδρασης στην οικονομία και, αντιθέτως, έχει απελευθερώσει τις πιο καταστροφικές του δυνάμεις. Σχέση στοργής με το αζημίωτο, ενδεχομένως. Στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή ευδοκιμεί μια ιδιαίτερη συνομοταξία πολιτικών ζώων (κατά τον Αριστοτέλη) που είτε έχουν μια μακρά προϋπηρεσία σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, είτε εναλλάσσουν με ευκολία τους υπουργικούς τους θώκους με θέσεις ευθύνης σε «τοξικές» τράπεζες ή επιχειρήσεις με πυκνές σχέσεις με αυτές. Ένα ευρωπαϊκό «Ειδικό Δικαστήριο» του μέλλοντος ίσως φέρει στο φως ενδιαφέροντα στοιχεία για τη σχέση αυτή. Ίσως να βοηθήσει και η Wikileaks σ’ αυτό.
Προς επίρρωση αυτής της σχέσης στοργής, η ευρωπαϊκή νομενκλατούρα δεν ντράπηκε να δώσει στη δημοσιότητα τεκμήρια: όπως ανακοίνωσε η Κομισιόν, από την κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, το 2008, μέχρι σήμερα έχουν εγκριθεί εθνικά προγράμματα «σταθεροποίησης» ύψους 4,5 τρισ. ευρώ! Από αυτά, 2 τρισ. έχουν κανονικότατα εκταμιευτεί, έχουν δηλαδή καταλήξει στα ταμεία των τραπεζών είτε με μορφή εγγυήσεων, είτε δανείων, είτε εντελώς δωρεάν, με τη μορφή μιας εικονικής κρατικοποίησης. Βλέπετε; Λεφτά και υπήρχαν και υπάρχουν ακόμη περισσότερα, τακτοποιημένα όμορφα στους ισολογισμούς των ευρωπαϊκών τραπεζών, κάποιες από τις οποίες επιστρέφουν συνάμενες κουνάμενες στην κερδοφορία, σαν να μη συνέβη τίποτα. Και πράγματι, μ’ αυτά τα λεφτά των Ευρωπαίων φορολογούμενων, το τραπεζικό σύστημα δεν κατέρρευσε. «Σώθηκαν οι καταθέσεις του κοσμάκη». Αλλά, τι θυσίασε ο «κοσμάκης» γι’ αυτό; Για να σώσει τη «νεκρή εργασία» που βρίσκεται απολιθωμένη στις αποταμιεύσεις του, καλείται να θυσιάσει τη «ζωντανή εργασία», το μόνο απτό εργαλείο επιβίωσης που διαθέτει: τη θέση εργασίας, έναν ελάχιστο ανεκτό μισθό, ένα πλαίσιο εργασιακής και κοινωνικής ασφάλειας, τους όρους ύπαρξης και αναπαραγωγής μιας ολόκληρης γενιάς. Ίσως γι’ αυτό απέτυχε ο Καντονά. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν έχει μπει απλώς στον κυτταρικό πυρήνα του κεφαλαίου, έχει μπει στις συνειδήσεις των ανθρώπων προκαλώντας μια θεμελιώδη στρέβλωση αξιών. Ο εικονικός, αποταμιευμένος πλούτος, η καταναλωτική απόλαυση που αναβάλλεται για το μέλλον, αίφνης έχουν αποκτήσει πολλαπλάσια, πλασματική δύναμη, δυναστεύοντας τον πλούτο που παράγεται και καταναλώνεται εδώ και τώρα. Τελικά, δεν έχουν χρηματιστικοποιηθεί μόνο η παραγωγή, οι εθνικές οικονομίες. Έχουν χρηματιστικοποιηθεί τα μυαλά των ανθρώπων.
Τι θα συνέβαινε αν οι κυβερνήσεις και οι τεχνοκράτες της οικονομίας αποφάσιζαν να μη σώσουν τις τοξικές τράπεζες; Τι θα συνέβαινε αν ο Καντονά έβαζε «γκολ» στο τραπεζικό σύστημα, αν συντελούνταν πράγματι μια μαζική «έφοδος στο γκισέ», όπως επανειλημμένα έχει συμβεί, όχι από ακτιβισμό και εχθρότητα για τις τράπεζες, αλλά από τον φόβο και τον πανικό των ανθρώπων για το υπέρτατο αγαθό του «απολιθωμένου πλούτου»; Τι θα συνέβαινε αν τον πανικό των αναλήψεων τον προκαλούσε η ίδια η αυτάρεσκη ευρωπαϊκή νομενκλατούρα με την αποδεδειγμένη αστοχία και απροθυμία της να βάλει γκολ στην κρίση; Και τι θα συνέβαινε αν τα 4,5 τρισ. ευρώ που διατέθηκαν για να «σωθούν οι αποταμιεύσεις του κοσμάκη» δίνονταν στον ίδιο τον «κοσμάκη» για να τα καταναλώσει, να βελτιώσει τους όρους ζωής του, να αποκτήσει καλύτερη και φθηνότερη πρόσβαση στα δημόσια αγαθά; Μπορεί να μην είχαμε αποφύγει καταρρεύσεις τραπεζών, αλλά πιθανότατα θα είχαμε αποφύγει τις καταρρεύσεις κρατών και κοινωνιών. Τις καταρρεύσεις που σήμερα προβάλλονται ως Η «λύση», ενώ είναι το νέο πρόβλημα. Γι’ αυτό και το επόμενο σουτ του Καντονά, ή όποιου άλλου θελήσει να τον μιμηθεί, ίσως δεν είναι άστοχο. Κι ίσως δεν στοχεύει μόνο στα γκισέ των τραπεζών, αλλά και στα λογιστήρια των εταιρειών. Εκτός κι αν οι ευρωκράτες προλάβουν και βάλουν αυτογκόλ. Παίζει κι αυτό.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (11/12/2010)
Ο ακραίος, ύστερος καπιταλισμός μπήκε εδώ και καιρό στην παρασιτική φάση του. Ο θεμελιώδης όρος διαιώνισής του είναι η ανοικτή βία που ασκεί στα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα, την οποία η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, όσους ευφημισμούς και να εφεύρει («εκσυγχρονισμός», «ευελιξία», διά βίου μάθηση», «μεταρρύθμιση» κ.λπ), δεν μπορεί πια να συσκοτίζει. Δεν υπάρχουν «ευφημισμοί» για τους ανέργους, τους φτωχούς, τους αστέγους… για μια ολόκληρη ανθρωπότητα που εξαθλιώνεται και ματαιώνεται κοινωνικά. Και δεν υπάρχει πλέον τρόπος απόκρυψης του γεγονότος ότι ο καθημερινός μόχθος της μισθωτής εργασίας είναι, εντέλει, το μόνο πραγματικό αντίκρισμα της κερδοσκοπίας των τραπεζών. Των επενδυτικών ταμείων και των κάθε λογής «βιρτουόζων» της οικονομίας καζίνο.
Σταύρου Τομπάζου, «Φυγόκεντροι καιροί: η παγκόσμια οικονομική κρίση 2007, 2008, 2009…»
Σταύρου Τομπάζου, «Φυγόκεντροι καιροί: η παγκόσμια οικονομική κρίση 2007, 2008, 2009…»
Saturday, December 4, 2010
Η πάσχουσα επιχειρηματικότητα (4/12/2010)
Αγαπητή ηγεσία του ΣΕΒ, Επίτρεψέ μου τον ενικό, αν και είσαι πληθυντική. Σου απευθύνομαι συλλογικά και απρόσωπα γιατί δεν θα ήθελα να μου καταλογιστεί εμπάθεια εναντίον όσων σε εκπροσωπούν. Ας υποθέσουμε ότι όλοι μας, κι εσείς που εκπροσωπείτε την επιχειρηματικότητα, κι εμείς που κινούμαστε στο θολό νερό της μισθωτής εργασίας, συναποτελούμε αυτό που λέγεται «παραγωγικές δυνάμεις της χώρας». Υπάρχει ένα ερώτημα, λοιπόν, περί υμών: τι ακριβώς παράγουν αυτοί που σε εκπροσωπούν, με δεδομένο ότι είναι βιομήχανοι χωρίς βιομηχανία και ζουν από τα έτοιμα; Παράγουν ιδέες, θα μου πεις, για λογαριασμό της επιχειρηματικότητας. Και θα μου αντιτείνεις ότι και οι εκπρόσωποι της μισθωτής εργασίας έχουν ξεχάσει εδώ και χρόνια τι εστί εργασία. Σωστό κι αυτό. Οπότε ας υποθέσουμε ότι υπάρχει μια ισοπαλία μεταξύ των «παραγωγικών τάξεων». Εκπροσωπούνται από μη παραγωγικούς ανθρώπους. Ίσως γι’ αυτό τα βρίσκουν τόσο εύκολα.
ΑΣ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ για παραγωγή ιδεών, λοιπόν. Υπό τον όρο να βρούμε έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας. Πράγμα δύσκολο. Για παράδειγμα, όταν εσύ, εκπροσωπώντας την εγχώρια επιχειρηματικότητα, μιλάς για «μεταρρύθμιση», τι ακριβώς εννοείς; Μια «μεταρρύθμιση» προϋποθέτει μια οποιαδήποτε ισχύουσα και κυρίως τηρουμένη «ρύθμιση». Αλλά, αυτό δεν υπάρχει. Απλώς δεν υπάρχει. Αντιθέτως, υπάρχει ζούγκλα. Ως ζούγκλα περιγράφεται η αγορά εργασίας από τις υπηρεσίες του κράτους, μια ζούγκλα είναι το πεδίο των τιμών αγαθών και υπηρεσιών που μετά ένα χρόνο «αποπληθωρισμού μισθών» θα έπρεπε να έχουν πέσει. Ζούγκλα είναι οι σχέσεις συναλλαγής κράτους και επιχειρήσεων όποτε διασταυρώνονται, αφού για να υπάρχει το χέρι που παίρνει, πρέπει να προϋπάρχει και το χέρι που δίνει…
ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ για τις ζούγκλες αυτές; Διαβάζοντας το μικρό σου μανιφέστο για τα 250 εμπόδια στην επιχειρηματικότητα, αναρωτήθηκα πόσο καλά πάνε οι επιχειρήσεις που ήδη εφαρμόζουν την ανομία που επιθυμείς να γίνει νόμιμη. Που υποχρεώνουν σε απλήρωτες υπερωρίες. Που επιβάλλουν μείωση μισθών κάτω από τις συμβάσεις. Που εφαρμόζουν κατά βούληση και χωρίς την έγκριση των επιθεωρητών εργασίας ελαστική απασχόληση. Που καταστρατηγούν το πενθήμερο. Αυτοί, λοιπόν, που έχουν «νομοθετήσει» πριν τον νομοθέτη έχουν άραγε βγει από τον κανόνα της ύφεσης;
ΒΛΕΠΩ ΟΤΙ ΣΕ ΕΝΟΧΛΟΥΝ ακόμη και οι ασφαλιστικές εισφορές. Τις βρίσκεις ακριβές και θεωρείς ότι λειτουργούν ως αντικίνητρο για τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Ωραία. Ας ξεχάσουμε το ασφαλιστικό σύστημα, ας αδιαφορήσουμε για το αν τα Ταμεία θα έχουν λεφτά για τις συντάξεις. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, τα 9 δισ. ευρώ της εισφοροδιαφυγής μόνο προς το ΙΚΑ (τόσα του χρωστάει η υγιής επιχειρηματικότητα που εκπροσωπείς), τα οποία προφανώς έμειναν στα λογιστήρια κάποιων επιχειρήσεων, αξιοποιήθηκαν με κάποιον άλλο τρόπο; Έγιναν επένδυση, ανάπτυξη της παραγωγής, θέσεις εργασίας;
ΔΙΑΒΑΖΩ ΕΠΙΣΗΣ στο μανιφέστο σου, αγαπητή ηγεσία του ΣΕΒ, πως σε εξοργίζει η καθυστέρηση επιστροφής του ΦΠΑ από το κράτος. Θέλεις επιστροφή fast track. Να σου δώσω τα χίλια δίκια. Υπό τον όρο ότι θα καταβάλεις κι εσύ ένα μέρος, τουλάχιστον, της φοροδιαφυγής των 20-30 δισ. που οφείλεις στο κράτος. Διότι αυτή είναι δικό σου προνόμιο. Απ’ αυτήν αποκλείεται εξ ορισμού η μισθωτή εργασία. Γι’ αυτό άλλωστε δεν τρέξατε, μεσ’ στην τρελή χαρά, για περαίωση; Είναι καλό να εξαγοράζεις με 700 εκατ. μια οφειλή 20, 30, 40 δισ. , κι αυτά χωρίς καν ν’ ανοίξουν τα λογιστικά βιβλία. Στην πυρά, στην πυρά…
ΘΑ Σ’ ΤΟ ΠΩ ΟΡΘΑ-ΚΟΦΤΑ. Εδώ το πράγμα έχει προχωρήσει. Έχουμε μια επιμήκυνση του θράσους, μια μεγέθυνση της αλαζονείας της οικονομικής αριστοκρατίας αυτής της χώρας. Αυτών, δηλαδή, που εκπροσωπείς. Συμπεριφέρεσαι σαν να μη σε αφορά καθόλου η έκκληση του Προέδρου της Δημοκρατίας να πληρώσουν οι έχοντες και κατέχοντες. Όχι. Η αριστοκρατία του χρήματος δεν ανήκει στους έχοντες, αλλά στους πάσχοντες. Η επιχειρηματικότητα υποφέρει, όχι απλώς από τα 250 εμπόδια που περιγράφεις στο μανιφέστο σου, αλλά από τα 5 εκατομμύρια μισθωτών που σου απομυζούν την ικμάδα και τη δημιουργικότητα. Τα λέω σωστά;
Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΕΝΑΖΕΙ. Συναντάτε τόσα εμπόδια ώστε να διαθέτουμε περίπου 1 εκατομμύριο επιχειρήσεις! Μικρές, μεγάλες, μεσαίες, μονοπρόσωπες, επιχειρήσεις αυτοαπασχολουμένων, δεν έχει τόση σημασία. Σημασία έχει ότι αναλογεί μία επιχείρηση σε δέκα κατοίκους! Δεν νομίζω ότι υπάρχει σύγχρονη χώρα με καλύτερη αναλογία. Κι αν βγάλει κανείς τα ανήλικα και τους υπερηλίκους, η αναλογία πέφτει σε μία επιχείρηση προς πέντε οικονομικά ενεργούς Έλληνες. Κι αν αφαιρέσεις και τους 700.000 που έχει καταστήσει ανέργους η επιχειρηματικότητα, είναι πιθανό στην Ελλάδα της δεινοπαθούσας επιχειρηματικότητας να αντιστοιχεί ένας εργοδότης σε δύο μισθωτούς. Τόσο μεγάλα και ανυπέρβλητα είναι τα εμπόδια...
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΣΟΥ, αντιλήφθηκα το εξής. Ως ηγεσία της επιχειρηματικότητας, μας λέτε τι θέλετε. Απλά πράγματα: λιγότερους φόρους, φθηνότερη εργασία, λιγότερους κρατικούς ελέγχους, λιγότερο κράτος. Δεν υπάρχει κάτι καινούργιο σ’ αυτό. Πάντα λέγατε με σθένος και παρρησία τι θέλετε. Και κατά κανόνα τα θέλετε όλα. Αλλά δεν μας λέτε τι κοστίζει αυτό που θέλετε. Δεν μας λέτε τι θα αντικαταστήσει την απώλεια εσόδων που συνεπάγεται για το υπερχρεωμένο κράτος. Δεν μας λέτε ποια «μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος» (που θα έλεγε και η τρόικα) θα αντισταθμίσουν τα έσοδα που θα χαθούν. Δεν μας λέτε τι ακριβώς θα αποδώσουν όλα αυτά τα δικαιώματα (μας) και οι υποχρεώσεις (σας) που θα καταργηθούν. Τι θα φέρουν σε ανάπτυξη; Τι πλούτο θα δημιουργήσουν; Πόσες θέσεις απασχόλησης, πόσες καινούργιες επιχειρήσεις; Τι ποσοστό θα προσθέσουν στο ΑΕΠ, πόσες εξαγωγές, πόση αύξηση πωλήσεων και τζίρων θα φέρουν; Δεν έχουμε συμφωνήσει να είναι όλα κοστολογημένα;
ΚΙ ΑΚΟΜΗ, μας λέτε τι θέλετε να κάνουν όλοι οι άλλοι -το κράτος, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι μισθωτοί-, αλλά δεν μας λέτε τι ακριβώς θα κάνετε εσείς. Ποια θα είναι η συμβολή σας στην επιστροφή στην αναπτυξιακή ομαλότητα – αν αυτή ποτέ υπάρξει; Διότι αλλιώς, το πράγμα θυμίζει εκείνη τη φτωχομπινέδικη συναλλαγή των καιρών της απόλυτης φτώχειας: βάζω τα σπίρτα, βάζεις τα τσιγάρα;
ΑΚΟΜΗ, ΔΕΝ ΜΑΣ ΛΕΤΕ ΤΙΠΟΤΕ για το παρελθόν – γιατί κανείς μας δεν είναι προϊόν παρθενογένεσης. Κι άλλες φορές είπατε «τα θέλουμε όλα και τα θέλουμε τώρα» και τελικά πήρατε αρκετά. Αλλά τι τα κάνατε; Θέλω να πω, τι απέγιναν οι επιδοτήσεις που πήρατε από το κράτος για παραγωγικές επενδύσεις, τι απέδωσαν τα κίνητρα, οι φοροαπαλλαγές, οι κοινοτικοί πόροι που εισπράξατε; Πού είναι οι βιομηχανίες που φτιάξατε, οι θέσεις εργασίας που θα δημιουργούσατε; Ποιος είναι ο απολογισμός σας για την παραγωγική σας επίδοση ως ιθύνουσα τάξη αυτής της χώρας τα τελευταία σαράντα χρόνια;
ΚΑΙ, ΤΕΛΟΣ, δεν μας λέτε τίποτα για το μέλλον. Δηλαδή, πώς ακριβώς φαντάζεστε τη χώρα σε πέντε, δέκα, είκοσι χρόνια, όταν και αν περάσει ο δημοσιονομικός εφιάλτης; Τι θα παράγει, τι θα εξάγει, ποια θα είναι η θέση της στον κόσμο, ποιοι οι σύμμαχοί της, ποια θα είναι η κατάσταση της κοινωνίας της; Τι θα αντικαταστήσει τις υποτυπώδεις αρχές κοινωνικής αλληλεγγύης που θέλετε να καταργήσετε; Θα υπάρχουν δημόσια σχολεία για τα παιδιά μας, θα υπάρχουν δημόσια νοσοκομεία για τους αρρώστους μας, συντάξεις για τους απόμαχους, βοήθειες και πρόνοιες για τους φτωχούς; Ή θαρρείτε πως η εμπορευματοποίηση όλων των δημόσιων αγαθών που επιδιώκετε θα γεμίσει με κάποιο μαγικό τρόπο τα ταμεία σας; Ποιος θα καταναλώσει σε μια πτωχοποιημένη κοινωνία; Με τι λεφτά;
ΣΕ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΩ ΠΑΝΤΩΣ. Αυτά είναι δανεικά. Σου επιστρέφουν σαν μπούμεραγκ. Σήμερα έχεις φάει το κόλλημα με τη φθηνή εργασία – την ήδη φθηνότερη από τις μισές χώρες της Ε.Ε. Έχεις ερωτευτεί την εργασιακή ευελιξία. Υποθέτεις ότι μπορείς επ’ αόριστον να αυξομειώνεις το ανθρώπινο δυναμικό πάνω στη γραμμή παραγωγής, ανάλογα με τις παραγγελίες και τους τζίρους σου. Επειδή οι ειδικοί του επιστημονικού μάνατζμεντ σε έχουν πείσει ότι χρειάζεσαι ακριβώς 3 και ¾ εργαζομένου σε ένα τμήμα παραγωγής, απαιτείς χειρουργική απόσπαση των ¾ ενός υπαλλήλου. Αν όμως επιστρέψεις στην κανονικότητα των τεσσάρων εργαζομένων, τι θα έχεις; τρεις εργαζόμενους και έναν νεκρό... Έχει αυτό το ελάττωμα ο άνθρωπος. Θέλω να πω ότι, όταν οι άνθρωποι χάνουν τις δεξιότητές τους, τις γνώσεις τους, τις εξελίξεις στη γραμμή παραγωγής δύσκολα ξαναγίνονται οι παραγωγικοί υπάλληλοι που χρειάζεσαι.
ΕΣΥ, ΒΕΒΑΙΑ, ΘΕΩΡΕΙΣ ότι μπορείς να τους εκπαιδεύσεις. Όπως ο θηριοδαμαστής τα θηρία. Με μαστίγιο και καρότο. Αλλά το καρότο μισό. Μόνο που η ώρα η κακιά έρχεται απροειδοποίητα. Μπαίνουν τα ζώα στην αρένα, ήρεμα, ταϊσμένα, μπαίνει κι ο θηριοδαμαστής συνάμενος, κουνάμενος και αλαζόνας και εκεί, από το πουθενά, τα θηρία τού την πέφτουν και τον κάνουν μια χαψιά. Ξυπνάει το ένστικτο. Με πιάνεις; Υπάρχει πάντα αυτός ο κίνδυνος.
ΑΥΤΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΡΟΝ. Σε ασπάζομαι με λύσσα, που θα ’λεγε κι ο Βολταίρος. Μα πιο πολύ με πίκρα.
ΑΣ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ για παραγωγή ιδεών, λοιπόν. Υπό τον όρο να βρούμε έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας. Πράγμα δύσκολο. Για παράδειγμα, όταν εσύ, εκπροσωπώντας την εγχώρια επιχειρηματικότητα, μιλάς για «μεταρρύθμιση», τι ακριβώς εννοείς; Μια «μεταρρύθμιση» προϋποθέτει μια οποιαδήποτε ισχύουσα και κυρίως τηρουμένη «ρύθμιση». Αλλά, αυτό δεν υπάρχει. Απλώς δεν υπάρχει. Αντιθέτως, υπάρχει ζούγκλα. Ως ζούγκλα περιγράφεται η αγορά εργασίας από τις υπηρεσίες του κράτους, μια ζούγκλα είναι το πεδίο των τιμών αγαθών και υπηρεσιών που μετά ένα χρόνο «αποπληθωρισμού μισθών» θα έπρεπε να έχουν πέσει. Ζούγκλα είναι οι σχέσεις συναλλαγής κράτους και επιχειρήσεων όποτε διασταυρώνονται, αφού για να υπάρχει το χέρι που παίρνει, πρέπει να προϋπάρχει και το χέρι που δίνει…
ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ για τις ζούγκλες αυτές; Διαβάζοντας το μικρό σου μανιφέστο για τα 250 εμπόδια στην επιχειρηματικότητα, αναρωτήθηκα πόσο καλά πάνε οι επιχειρήσεις που ήδη εφαρμόζουν την ανομία που επιθυμείς να γίνει νόμιμη. Που υποχρεώνουν σε απλήρωτες υπερωρίες. Που επιβάλλουν μείωση μισθών κάτω από τις συμβάσεις. Που εφαρμόζουν κατά βούληση και χωρίς την έγκριση των επιθεωρητών εργασίας ελαστική απασχόληση. Που καταστρατηγούν το πενθήμερο. Αυτοί, λοιπόν, που έχουν «νομοθετήσει» πριν τον νομοθέτη έχουν άραγε βγει από τον κανόνα της ύφεσης;
ΒΛΕΠΩ ΟΤΙ ΣΕ ΕΝΟΧΛΟΥΝ ακόμη και οι ασφαλιστικές εισφορές. Τις βρίσκεις ακριβές και θεωρείς ότι λειτουργούν ως αντικίνητρο για τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Ωραία. Ας ξεχάσουμε το ασφαλιστικό σύστημα, ας αδιαφορήσουμε για το αν τα Ταμεία θα έχουν λεφτά για τις συντάξεις. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, τα 9 δισ. ευρώ της εισφοροδιαφυγής μόνο προς το ΙΚΑ (τόσα του χρωστάει η υγιής επιχειρηματικότητα που εκπροσωπείς), τα οποία προφανώς έμειναν στα λογιστήρια κάποιων επιχειρήσεων, αξιοποιήθηκαν με κάποιον άλλο τρόπο; Έγιναν επένδυση, ανάπτυξη της παραγωγής, θέσεις εργασίας;
ΔΙΑΒΑΖΩ ΕΠΙΣΗΣ στο μανιφέστο σου, αγαπητή ηγεσία του ΣΕΒ, πως σε εξοργίζει η καθυστέρηση επιστροφής του ΦΠΑ από το κράτος. Θέλεις επιστροφή fast track. Να σου δώσω τα χίλια δίκια. Υπό τον όρο ότι θα καταβάλεις κι εσύ ένα μέρος, τουλάχιστον, της φοροδιαφυγής των 20-30 δισ. που οφείλεις στο κράτος. Διότι αυτή είναι δικό σου προνόμιο. Απ’ αυτήν αποκλείεται εξ ορισμού η μισθωτή εργασία. Γι’ αυτό άλλωστε δεν τρέξατε, μεσ’ στην τρελή χαρά, για περαίωση; Είναι καλό να εξαγοράζεις με 700 εκατ. μια οφειλή 20, 30, 40 δισ. , κι αυτά χωρίς καν ν’ ανοίξουν τα λογιστικά βιβλία. Στην πυρά, στην πυρά…
ΘΑ Σ’ ΤΟ ΠΩ ΟΡΘΑ-ΚΟΦΤΑ. Εδώ το πράγμα έχει προχωρήσει. Έχουμε μια επιμήκυνση του θράσους, μια μεγέθυνση της αλαζονείας της οικονομικής αριστοκρατίας αυτής της χώρας. Αυτών, δηλαδή, που εκπροσωπείς. Συμπεριφέρεσαι σαν να μη σε αφορά καθόλου η έκκληση του Προέδρου της Δημοκρατίας να πληρώσουν οι έχοντες και κατέχοντες. Όχι. Η αριστοκρατία του χρήματος δεν ανήκει στους έχοντες, αλλά στους πάσχοντες. Η επιχειρηματικότητα υποφέρει, όχι απλώς από τα 250 εμπόδια που περιγράφεις στο μανιφέστο σου, αλλά από τα 5 εκατομμύρια μισθωτών που σου απομυζούν την ικμάδα και τη δημιουργικότητα. Τα λέω σωστά;
Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΕΝΑΖΕΙ. Συναντάτε τόσα εμπόδια ώστε να διαθέτουμε περίπου 1 εκατομμύριο επιχειρήσεις! Μικρές, μεγάλες, μεσαίες, μονοπρόσωπες, επιχειρήσεις αυτοαπασχολουμένων, δεν έχει τόση σημασία. Σημασία έχει ότι αναλογεί μία επιχείρηση σε δέκα κατοίκους! Δεν νομίζω ότι υπάρχει σύγχρονη χώρα με καλύτερη αναλογία. Κι αν βγάλει κανείς τα ανήλικα και τους υπερηλίκους, η αναλογία πέφτει σε μία επιχείρηση προς πέντε οικονομικά ενεργούς Έλληνες. Κι αν αφαιρέσεις και τους 700.000 που έχει καταστήσει ανέργους η επιχειρηματικότητα, είναι πιθανό στην Ελλάδα της δεινοπαθούσας επιχειρηματικότητας να αντιστοιχεί ένας εργοδότης σε δύο μισθωτούς. Τόσο μεγάλα και ανυπέρβλητα είναι τα εμπόδια...
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΣΟΥ, αντιλήφθηκα το εξής. Ως ηγεσία της επιχειρηματικότητας, μας λέτε τι θέλετε. Απλά πράγματα: λιγότερους φόρους, φθηνότερη εργασία, λιγότερους κρατικούς ελέγχους, λιγότερο κράτος. Δεν υπάρχει κάτι καινούργιο σ’ αυτό. Πάντα λέγατε με σθένος και παρρησία τι θέλετε. Και κατά κανόνα τα θέλετε όλα. Αλλά δεν μας λέτε τι κοστίζει αυτό που θέλετε. Δεν μας λέτε τι θα αντικαταστήσει την απώλεια εσόδων που συνεπάγεται για το υπερχρεωμένο κράτος. Δεν μας λέτε ποια «μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος» (που θα έλεγε και η τρόικα) θα αντισταθμίσουν τα έσοδα που θα χαθούν. Δεν μας λέτε τι ακριβώς θα αποδώσουν όλα αυτά τα δικαιώματα (μας) και οι υποχρεώσεις (σας) που θα καταργηθούν. Τι θα φέρουν σε ανάπτυξη; Τι πλούτο θα δημιουργήσουν; Πόσες θέσεις απασχόλησης, πόσες καινούργιες επιχειρήσεις; Τι ποσοστό θα προσθέσουν στο ΑΕΠ, πόσες εξαγωγές, πόση αύξηση πωλήσεων και τζίρων θα φέρουν; Δεν έχουμε συμφωνήσει να είναι όλα κοστολογημένα;
ΚΙ ΑΚΟΜΗ, μας λέτε τι θέλετε να κάνουν όλοι οι άλλοι -το κράτος, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι μισθωτοί-, αλλά δεν μας λέτε τι ακριβώς θα κάνετε εσείς. Ποια θα είναι η συμβολή σας στην επιστροφή στην αναπτυξιακή ομαλότητα – αν αυτή ποτέ υπάρξει; Διότι αλλιώς, το πράγμα θυμίζει εκείνη τη φτωχομπινέδικη συναλλαγή των καιρών της απόλυτης φτώχειας: βάζω τα σπίρτα, βάζεις τα τσιγάρα;
ΑΚΟΜΗ, ΔΕΝ ΜΑΣ ΛΕΤΕ ΤΙΠΟΤΕ για το παρελθόν – γιατί κανείς μας δεν είναι προϊόν παρθενογένεσης. Κι άλλες φορές είπατε «τα θέλουμε όλα και τα θέλουμε τώρα» και τελικά πήρατε αρκετά. Αλλά τι τα κάνατε; Θέλω να πω, τι απέγιναν οι επιδοτήσεις που πήρατε από το κράτος για παραγωγικές επενδύσεις, τι απέδωσαν τα κίνητρα, οι φοροαπαλλαγές, οι κοινοτικοί πόροι που εισπράξατε; Πού είναι οι βιομηχανίες που φτιάξατε, οι θέσεις εργασίας που θα δημιουργούσατε; Ποιος είναι ο απολογισμός σας για την παραγωγική σας επίδοση ως ιθύνουσα τάξη αυτής της χώρας τα τελευταία σαράντα χρόνια;
ΚΑΙ, ΤΕΛΟΣ, δεν μας λέτε τίποτα για το μέλλον. Δηλαδή, πώς ακριβώς φαντάζεστε τη χώρα σε πέντε, δέκα, είκοσι χρόνια, όταν και αν περάσει ο δημοσιονομικός εφιάλτης; Τι θα παράγει, τι θα εξάγει, ποια θα είναι η θέση της στον κόσμο, ποιοι οι σύμμαχοί της, ποια θα είναι η κατάσταση της κοινωνίας της; Τι θα αντικαταστήσει τις υποτυπώδεις αρχές κοινωνικής αλληλεγγύης που θέλετε να καταργήσετε; Θα υπάρχουν δημόσια σχολεία για τα παιδιά μας, θα υπάρχουν δημόσια νοσοκομεία για τους αρρώστους μας, συντάξεις για τους απόμαχους, βοήθειες και πρόνοιες για τους φτωχούς; Ή θαρρείτε πως η εμπορευματοποίηση όλων των δημόσιων αγαθών που επιδιώκετε θα γεμίσει με κάποιο μαγικό τρόπο τα ταμεία σας; Ποιος θα καταναλώσει σε μια πτωχοποιημένη κοινωνία; Με τι λεφτά;
ΣΕ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΩ ΠΑΝΤΩΣ. Αυτά είναι δανεικά. Σου επιστρέφουν σαν μπούμεραγκ. Σήμερα έχεις φάει το κόλλημα με τη φθηνή εργασία – την ήδη φθηνότερη από τις μισές χώρες της Ε.Ε. Έχεις ερωτευτεί την εργασιακή ευελιξία. Υποθέτεις ότι μπορείς επ’ αόριστον να αυξομειώνεις το ανθρώπινο δυναμικό πάνω στη γραμμή παραγωγής, ανάλογα με τις παραγγελίες και τους τζίρους σου. Επειδή οι ειδικοί του επιστημονικού μάνατζμεντ σε έχουν πείσει ότι χρειάζεσαι ακριβώς 3 και ¾ εργαζομένου σε ένα τμήμα παραγωγής, απαιτείς χειρουργική απόσπαση των ¾ ενός υπαλλήλου. Αν όμως επιστρέψεις στην κανονικότητα των τεσσάρων εργαζομένων, τι θα έχεις; τρεις εργαζόμενους και έναν νεκρό... Έχει αυτό το ελάττωμα ο άνθρωπος. Θέλω να πω ότι, όταν οι άνθρωποι χάνουν τις δεξιότητές τους, τις γνώσεις τους, τις εξελίξεις στη γραμμή παραγωγής δύσκολα ξαναγίνονται οι παραγωγικοί υπάλληλοι που χρειάζεσαι.
ΕΣΥ, ΒΕΒΑΙΑ, ΘΕΩΡΕΙΣ ότι μπορείς να τους εκπαιδεύσεις. Όπως ο θηριοδαμαστής τα θηρία. Με μαστίγιο και καρότο. Αλλά το καρότο μισό. Μόνο που η ώρα η κακιά έρχεται απροειδοποίητα. Μπαίνουν τα ζώα στην αρένα, ήρεμα, ταϊσμένα, μπαίνει κι ο θηριοδαμαστής συνάμενος, κουνάμενος και αλαζόνας και εκεί, από το πουθενά, τα θηρία τού την πέφτουν και τον κάνουν μια χαψιά. Ξυπνάει το ένστικτο. Με πιάνεις; Υπάρχει πάντα αυτός ο κίνδυνος.
ΑΥΤΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΡΟΝ. Σε ασπάζομαι με λύσσα, που θα ’λεγε κι ο Βολταίρος. Μα πιο πολύ με πίκρα.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (4/12/2010)
…Η χώρα αυτή είναι πλούσια. Πράγματι, δεν υπάρχει ούτε ένας φτωχός. Αλλά… Κανένας τους δεν εργάζεται πουθενά! Ταυτόχρονα, η χώρα αυτή από άκρη σε άκρη είναι γεμάτη, μιλιούνια θα έλεγα, από πεινασμένους ανθρώπους. Πώς συμβαίνει αυτό; Το 80% είναι οικονομικοί μετανάστες. Από αυτούς το 3% είναι από χώρες της Ευρώπης. Εργάτες χωρίς καμιά ασφάλεια, με τουριστική βίζα στη χώρα, διάρκειας ενός μηνός, Στο μήνα επάνω, πρέπει να μεταβούν με δικά τους έξοδα σε διπλανή χώρα και αμέσως μετά την ίδια ώρα να ξαναγυρίσουν, αφού καταβάλουν τα έξοδα της βίζας πάλι για ένα μήνα. Από τους Ευρωπαίους εργάτες, οι Ρουμάνοι και οι Πολωνοί έχουν να διαλέξουν ή ένα συνεχόμενο ωράριο από 4:45 έως τις 19:00 και δικαίωμα αργίας την Παρασκευή ή από 05:15 έως τις 16:30 και υποχρεωτική αργία την Παρασκευή…. Μένουν σε σπίτια κοινόβια, δωμάτια με κοινή κουζίνα και καθιστικό… αυτό όμως δεν είναι τίποτα μπροστά στην απόλυτη εξαθλίωση. Στους Νεπαλέζους ανειδίκευτους εργάτες, που αποτελούν την απόλυτη πλειοψηφία 60%. Τους εμπορεύονται σύγχρονα σκλαβοπάζαρα, εταιρείες που με συμβόλαιο σού εξασφαλίζουν όσους ζητάς. Στοιβάζονται σε οργανωμένα camps με κρεβάτια πενταόροφα, το ένα πάνω στο άλλο... Το ντόμινο που ξεκίνησε στην Ευρώπη σταματημό δεν φαίνεται να έχει. Και γιατί να έχει άλλωστε. Ο στόχος επιτυγχάνεται. Μας οδηγούν σε αντίστοιχες κοινωνίες, ΣΑΝ ΑΥΤΗ ΕΔΩ!
Γράμμα σύγχρονου Έλληνα μετανάστη σε αραβική χώρα. Από την ιστοσελίδα Ithaca.net
Γράμμα σύγχρονου Έλληνα μετανάστη σε αραβική χώρα. Από την ιστοσελίδα Ithaca.net
Subscribe to:
Posts (Atom)