«Οι συνθήκες που διαμορφώνονται στην παγκόσμια αγορά ενέργειας έχουν χαρακτηριστικά φούσκας», ήταν το τελευταίο απόσταγμα σοφίας που κατέθεσε ο πρώην κεντροτραπεζίτης των ΗΠΑ Αλαν Γκρίνσπαν. Οποία τιμή, δε, να εκστομίσει αυτό το “κράξιμο” από το video wall του Μεγάρου Μουσικής, όπου την προηγούμενη εβδομάδα είχαμε ακούσει τη γλυκιά μουσική του κέρδους, διατυπωμένη υπό τύπο απαιτήσεων και συστάσεων από την επιχειρηματική ηγεσία της χώρας, στη γενική συνέλευση του ΣΕΒ.
Φούσκα, λοιπόν, και η αγορά ενέργειας, φούσκα η εκτίναξη των πετρελαϊκών τιμών. Αυτό, ενδεχομένως, εμπεριέχει και μια ελπίδα. Την προσδοκία ότι η φούσκα θα σκάσει στα μούτρα αυτών που την τροφοδοτούν με τα τελευταία αποθέματα εκπνοών τους. Αλλά κρατείστε μικρό καλάθι γι’ αυτό. Ο «σοφός» τραπεζίτης- του οποίου η σοφία κοστίζει περίπου 1000 δολάρια το λεπτό- μας αποκάλυψε ότι οι τιμές θα παραμείνουν υψηλές για χρόνια. Όχι μόνο γιατί το απαιτεί η πραγματική ζήτηση πετρελαίου, αλλά κυρίως γιατί πρέπει να διατηρούνται μεγάλα αποθέματα εν ονόματι των προθεσμιακών συμβολαίων. Σκεφτείτε: όταν προ δύο ημερών η τιμή του αργού έφτανε τα 135 δολάρια το βαρέλι, οι «κόρακες» των αγορών διαπραγματεύονταν ήδη συμβόλαια παράδοσης του 2016!
Το ενδιαφέρον σ’ αυτήν την εκ των ενόντων καταγγελία του καπιταλισμού-καζίνο, την απεχθή όψη του οποίου έχει πλέον η παγκόσμια αγορά, είναι πως η φούσκα της ενέργειας δεν είναι η μόνη φούσκα της συλλογής. Πριν μια εβδομάδα, με ανάλογο αποδοκιμαστικό ύφος ο πρόεδρος της Γερμανίας Χορστ Κέλερ (άνευ αρμοδιοτήτων και συμβολικής εξουσίας ο άνθρωπος, αλλά έχει τη σημασία του ότι υπήρξε και πρόεδρος του ΔΝΤ), είχε χαρακτηρίσει «τέρας» την αγορά της πίστης, το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Κατ’ αναλογίαν, ο (υπό προθεσμία πρωθυπουργός του Βελγίου και προαλειφόμενος πρόεδρος της Ε.Ε.) Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ζωγράφισε με χαρακτηριστικά «τεράτων» τα μεγαλοστελέχη των τραπεζικών ομίλων που συντηρούν την πιστωτική φούσκα για να δικαιολογούν τις προκλητικές αμοιβές τους, την χλιδάτη ζωή τους και τους πακτωλούς stock options με τα οποία εξασφαλίζουν ακόμη και τα τρισέγγονά τους. Και σκεφτείτε, οι αμοιβές των Ευρωπαίων μάνατζερ υποτίθεται ότι ωχριούν μπροστά σ’ αυτές των Αμερικανών συναδέλφων τους (ακριβή η ζωή στη Νέα Υόρκη. Επί τη ευκαιρία: ακρίβηνε στα 175 δολάρια, από τα 150, και το ακριβότερο χάμπουργκερ στον κόσμο, με κιμά από τρυφερό βοδινό, νιφάδες τρούφας, παλιωμένη γαλλική γραβιέρα και ψωμάκι μπριός πασπαλισμένο με ρινίσματα χρυσού- τρώγεται ο χρυσός; Δεν το ‘ξερα…)
Η τερατώδης (και τερατογόνος) αγορά της πίστης υποδείχθηκε επίσης ως φούσκα τελευταίας εσοδείας, ένοχη για την τελευταία κρίση που εκδηλώθηκε μεταξύ Νέας Υόρκης και Λονδίνου με επίκεντρο τα επισφαλή δάνεια, καταναλωτικά και στεγαστικά, επί των οποίων κερδοσκοπούσαν αφειδώς επί δεκαετία οι χρυσοκάνθαροι των χρηματιστηρίων. Και η φούσκα των sub primes- όπως αποκαλούνται τεχνικώς και ακαταλείπτως τα γκρίζα δάνεια- συντηρεί δυο ακόμη φούσκες που πλανώνται σαν φαντάσματα πάνω από τις καπιταλιστικές μητροπόλεις: τη φούσκα των ακινήτων και τη φούσκα της καταναλωτικής ζήτησης. Η πρώτη προκαλεί ακόμη δέος στο κύκλωμα γης-οικοδομής-τράπεζας που τη δημιούργησε. Η δεύτερη υπονομεύεται ήδη ακόμη και στις άπληστες αγορές των ΗΠΑ και της Ευρώπης από την έκρηξη των τιμών στα αγαθά που μέχρι πρότινος γέμιζαν το ψυγείο μας χωρίς ν’ αδειάζουν το πορτοφόλι μας: τα τρόφιμα. Αυτή είναι η άλλη μεγάλη φούσκα της εκλεκτής παρέας μας. Προκαλεί δυσφορία – προς το παρόν- στους καταναλωτές της Δύσης και βασανιστική πείνα, ήδη, σε πληθυσμούς της Ασίας, της Αφρικής ή της Λατινικής Αμερικής.
Στο πεδίο αυτό, της φούσκας των τιμών στα τρόφιμα, ακούσαμε και διαβάσαμε ηχηρές καταγγελίες ακόμη και από οργανισμούς υπεράνω αντικαπιταλιστικής υποψίας, όπως ο ΟΗΕ και οι «θυγατρικές» του, για τη συνενοχή των κερδοσκοπικών κεφαλαίων που αγοράζουν και πουλούν σοδιές που δεν έχουν ακόμη σπαρεί, δεν έχουν βλαστήσει, δεν έχουν θεριστεί, που δεν ξέρουμε καν αν μια αναποδιά του καιρού τις εμποδίσει να ευδοκιμήσουν, για να κερδοσκοπήσουν κυνικά εις βάρος πληθυσμών οι οποίοι ζουν από το ρύζι και το στάρι.
Η φούσκα των λεγόμενων χρηματιστηριακών τροφίμων και η άλλη, η ενεργειακή φούσκα έχουν μια ενδιαφέρουσα σύγκλιση - όχι απλώς ενδιαφέρουσα, εφιαλτική για τα φτωχότερα νοικοκυριά: την έκρηξη της ακρίβειας. Υπάρχει κάτι διασκεδαστικό στον τρόπο που αντιμετωπίζουν οι συνένοχοι της ακρίβειας το φαινόμενο, ιδιαίτερα στην εγχώρια αγορά βλακείας (αυτή είναι μια άλλη, ακατανίκητη στο χρόνο φούσκα). Ποιος φταίει για την ακρίβεια, αναρωτιούνται μεγαλοφώνως; Φταίνε οι έμποροι, λένε οι βιομήχανοι. Οι βιομήχανοι, απαντούν οι έμποροι. Οι μεσάζοντες, λένε οι παραγωγοί, Οι φορτηγατζήδες, απαντούν οι μεσάζοντες. Οι πετρελαιάδες, λένε οι εισαγωγείς. Οι τραπεζίτες, λένε όλοι μαζί. Οι πολυεθνικές, λέει στο έσχατο αντικαπιταλιστικό του κρεσέντο (προσοχή στην πρόσκρουση! Φορέστε ζώνη!) ο υπουργός Οικονομίας. «Ποιος φταίει, ποιος φταίει; Κανένα στόμα δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα». Διασκεδαστική η αντιπαράθεση για τους ενόχους της φούσκας των τιμών, αλλά ακόμη πιο διασκεδαστικό είναι το σημείο σύγκλισής τους: όλοι συμφωνούν ότι αιτία της ακρίβειας είναι η κερδοσκοπία, η αισχροκέρδεια. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να μας εξηγήσουν, ένας προς έναν, ποιο ακριβώς μέρος του κέρδους είναι ιερό, τίμιο, δίκαιο και ποιο ανίερο και αισχρό. Το αριστερό ή το δεξιό; Το πάνω μισό ή το κάτω μισό; Και ακόμη πιο ενδιαφέρον να μας περιγράψουν πώς φαντάζονται μια οικονομία της αγοράς χωρίς κερδοσκοπία. Σαν κατοχή χωρίς μαυραγορίτες θα ‘ταν. Αλλά γίνεται; (Η συνηθέστερη διέξοδος, πάντως, απ’ αυτό το νοητικό αδιέξοδο είναι απλή: κόβουμε το κέρδος σε φέτες, παίρνουμε τη φέτα που μας αναλογεί και μαγαρίζουμε τις φέτες των άλλων. Για τον βιομήχανο άνομο είναι το κέρδος του εμπόρου, για τον έμπορο αισχρό είναι το κέρδος του βιομηχάνου. Και οι δυο, αφού αλληλογρονθοκοπηθούν, είναι πρόθυμοι να ρίψουν στο πυρ το εξώτερο «το αισχρότερο όλων των κερδών»: το τραπεζικό. Αρκεί να μην έχουν ανάγκη δανείου).
Πρόκειται για προφανή φούσκα της σκέψης. Που προστίθεται στη μακρά ακολουθία από φούσκες και «τέρατα» τα οποία γεννοβολά ο μηχανισμός των απελευθερωμένων αγορών εδώ και μια εικοσαετία σχεδόν. Η φούσκα των μετοχών (στην εγχώρια εκδοχή της, μετατράπηκε στην πιο ληστρική αναδιανομή πλούτου της μεταπολεμικής περιόδου. Υπέρ ολίγων και εις βάρος κορόιδων, φυσικά). Η φούσκα της διαφάνειας, που δημιούργησε έναν πανάκριβο και αναποτελεσματικό γραφειοκρατικό μηχανισμό «κάθαρσης» των αγορών από τη ροπή τους στην απάτη και στη διαφθορά. Η φούσκα της αυτορύθμισης, που δεν αποδίδει την υποσχόμενη μείωση των τιμών σε αγαθά και υπηρεσίες. Η φούσκα της ιδιωτικοποίησης και της απόσυρσης του κράτους από τα εγκόσμια που μας μεταβιβάζει απλώς από το κρατικό στο ιδιωτικό μονοπώλιο, παρέχοντας αλλού ακριβές υπηρεσίες και αποξενώνοντας αλλού τον πληθυσμό από δημόσια αγαθά, σαν το νερό ή την ενέργεια.
Φούσκες, φούσκες, παντού φούσκες. Σ’ όλες τις περιπτώσεις αποτελούν τον κυριότερο μηχανισμό λεηλασίας, ληστρικής ιδιοποίησης του κοινωνικού πλούτου. Αυτό ζούμε σήμερα, παγκόσμια, μέσα από την έκρηξη στις τιμές υλικών και άυλων αγαθών. Μια τρομακτική μεταβίβαση πλούτου από τσέπη σε τσέπη, από τάξη σε τάξη, από χώρα σε χώρα. Ολο το οικονομικό μας σύμπαν είναι σπαρμένο με φούσκες, μετέωρες κι έτοιμες να σκάσουν. Και διάφανες, τόσο διάφανες ώστε να διακρίνουμε εντός τους το «τέρας» του κ. Χορστ Κέλερ. Σαν το αβγό του φιδιού.
Ιστολόγιο προορισμένο να φιλοξενεί τα κείμενα της στήλης "Ελεύθερος Σκοπευτής", παλιότερα στην Καθημερινή, αργότερα στον Επενδυτή, ύστερα μερικά ορφανά και ξέμπαρκα. Για 4 χρόνια το μπλογκ ήταν κλινικά νεκρό, μαζί με τον διαχειριστή του και τη στήλη. Κάτι συνέβη και ανένηψαν. Από τις 20/7/2019 η στήλη έδωσε σημάδια ζωής στην ΕφΣυν. Γίνονται εντατικές προσπάθειες πλήρους ανάταξης... Το μπλογκ, εν τω μεταξύ, έχει πιάσει αράχνες. Πρέπει να παστρέψω εδώ μέσα. Επιφυλάσσομαι για μικρή ανακαίνιση.
Monday, May 26, 2008
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (24/4/2008)
Ο ευγενής τοκογλύφος μιλάει έτσι: «Με τη σημερινή κατάσταση προσφέρω μεγάλη υπηρεσία στον πλησίον μου, όταν του δανείζω με πέντε, έξι και δέκα τοις εκατό. Και μου είναι ευγνώμων για τον δανεισμό αυτό σαν μια ιδιαίτερη ευεργεσία. Με παρακαλεί τρεις φορές και προσφέρεται με προθυμία και χωρίς εξαναγκασμό να μου δωρίσει πέντε, έξι, δέκα φιορίνια στα εκατό. Να μην τα πάρω με ήσυχη συνείδηση; …Με δυο λόγια ο κόσμος είναι γεμάτος από μεγάλες, έξοχες, καθημερινές υπηρεσίες και ευεργεσίες…Οι ποιητές γράφουν για κάποιον Κύκλωπα Πολύφημο, που υποσχέθηκε στον Οδυσσέα ότι θα του προσφέρει τη χαρά να φάει πρώτα τους συντρόφους του και μετά αυτόν τον ίδιο. Μάλιστα, ήταν επίσης μια εξυπηρέτηση και μια λεπτή ευεργεσία. Μια τέτοια υπηρεσία συνηθίζουν να ασκούν τώρα οι ευγενείς και μη ευγενείς, αγρότες και αστοί, αγοράζουν και αποθηκεύουν, ανεβάζουν τις τιμές, ακριβαίνουν το στάρι, το κριθάρι και όλα όσα χρειάζεται κανείς, σκουπίζουν ύστερα το στόμα τους και λένε: Αυτό που χρειάζεται ο καθένας μπορεί να το πάρει, το κάνω αυτό για να εξυπηρετήσω τους ανθρώπους, Θα μπορούσα και θα ήθελα βέβαια να τα κρατήσω…Έτσι εξαπατήθηκε και κοροϊδεύτηκε ο Θεός με λεπτό τρόπο… Τόσο άγιοι έγιναν οι άνθρωποι…έτσι δεν μπορεί κανένας να είναι τοκογλύφος, να τσιγκουνεύεται ή να είναι κακός, ο κόσμος έγινε ματαιόδοξα άγιος, ο καθένας εξυπηρετεί τον άλλο, κανένας δεν κάνει κακό στον άλλο…Αν προσφέρει όμως έτσι μιαν υπηρεσία, την κάνει για τον διάβολο, παρότι ένας φτωχός, ένας άνθρωπος που στερείται, χρειάζεται μια τέτοια υπηρεσία, για να μη φαγωθεί ολότελα.
Μαρτίνου Λούθηρου, «Για το εμπόριο και την τοκογλυφία» (1519)
Μαρτίνου Λούθηρου, «Για το εμπόριο και την τοκογλυφία» (1519)
Monday, May 19, 2008
Ρόφημα 95 οκτανίων (17/5/2008)
Δεν μου συνέβη τίποτα διαφορετικό απ’ ό,τι συνέβη σε χιλιάδες ανθρώπους το περασμένο Σάββατο. Από τ’ απόγευμα και μετά κινητοποιήθηκα για να γεμίσω το ντεπόζιτο του αυτοκινήτου με τα πολύτιμα λίτρα βενζίνης. Δρόμοι μποτιλιαρισμένοι από υποψιασμένους και ανυποψίαστους οδηγούς. Οι πρώτοι ακινητοποιημένοι στις δεξιές λωρίδες, οι δεύτεροι παροπλισμένοι και απελπισμένοι στις αριστερές, ν’ αναρωτιούνται αν έχει συμβεί κάτι έκτακτο. Στο τέλος όλοι είχαν μάθει ή είχαν καταλάβει.
Στις λεωφόρους έχει διαμορφωθεί μια άτυπη διάκριση ανάμεσα στους έχοντες και τους μη έχοντες. Βενζίνη φυσικά. Οι πρώτοι βιάζονται να ξεφύγουν από το μποτιλιάρισμα, οι δεύτεροι υπερασπίζονται με πάθος τη σειρά τους στην ουρά του βενζινάδικου, αφήνοντας εκατοστά, ίσως και χιλιοστά μόνον από τον προπορευόμενο. Είναι ένα θαύμα το γεγονός ότι όση ώρα περιμένω κι εγώ στην ουρά δεν έχει συμβεί καραμπόλα. Εκτός από τις δύο κατηγορίες μποτιλιαρισμένων οδηγών, τους έχοντες και τους μη έχοντες, υπάρχει και μια τρίτη. Αυτοί που έχουν έναν πραγματικά σοβαρό, επείγοντα λόγο να μετακινηθούν. Αλλά μένουν αθόρυβοι. Ούτε κόρνα, ούτε τίποτα. Σιωπηλή απελπισία.
Ενώ όλοι μαζί εισπνέουμε γερές δόσεις εκπομπών από τα ακινητοποιημένα μας αυτοκίνητα, από μακριά ακούγεται σειρήνα ασθενοφόρου. Ουρλιαχτό επίμονο και απελπισμένο. Σαν κραυγή αγωνίας. Οι «δεξιοί» δεν ρισκάρουν την απώλεια της σειράς τους, οι «αριστεροί», ελαφρώς πιο πρόθυμοι, μετακινούν τα αμάξια τους όσο πιο αριστερά γίνεται, πάνω στη νησίδα. Ένας μικρός, οριακός διάδρομος δημιουργείται στην κατά συνθήκη λεωφόρο με τις δύο μόνο λωρίδες, αλλά με τα πολλά βενζινάδικα. Σε πέντε-δέκα λεπτά το ασθενοφόρο διανύει ασθμαίνον -και πάντα ουρλιάζοντας- τα κρίσιμα μέτρα που θα το βγάλουν από τις Συμπληγάδες των πρατηρίων. Στο κενό που αφήνει πίσω του τρέχει κορνάροντας ένα αυτοκίνητο, σχεδόν κολλημένο στον προφυλακτήρα του ασθενοφόρου. «Συγγενής τους ασθενούς», υποθέτω. Αλλά ύστερα κι άλλο κι άλλο κι άλλο. Και ένα σωρό μηχανές διασχίζουν βιαστικά πίσω από τον μικρό διάδρομο «ελευθερίας» που ανοίγει το όχημα της σωτηρίας. Εδώ γίνεται κυριολεξία το «ο θάνατός σου, η ζωή μου». Ή, το έμφραγμά σου, η βενζίνη μου, το εγκεφαλικό σου, η σαββατιάτικη βόλτα μου. Να χτυπήσω ξύλο, βέβαια, εύχομαι ο άνθρωπος του ασθενοφόρου να είχε κάτι εντελώς ασήμαντο και να είναι κατάγερος στο σπίτι του. Ή στο αυτοκίνητό του.
Αυτή είναι μια μάλλον αναμενόμενη, προβλέψιμη αγελαία αντίδραση του πλήθους (στο οποίο συμπεριλαμβάνω και τον εαυτό μου, έστω κι αν δεν «έκλεψα» τον ζωτικό χώρο του ασθενοφόρου), στην απειλούμενη στέρηση ενός υλικού ή άυλου αγαθού. «Ο θάνατός σου, η ζωή μου». Παραλλαγές αυτής της συμπεριφοράς είναι το ξύλο που έπεσε μπροστά σε πρατήρια για τη διεκδίκηση της σειράς στην ουρά ή τα πτώματα που αφήνει πίσω του ένα πλήθος πεινασμένων του Τρίτου Κόσμου που επιτίθεται σε μια «ανθρωπιστική αποστολή» τροφίμων.
Υπάρχει, όμως, και η άλλη, πολύ πιο αποκρουστική εκδοχή του κανιβαλισμού για λίγα λίτρα βενζίνης, που κρύβεται κάτω από την πολιτισμένη πατίνα των «αγανακτισμένων καταναλωτών». Πέρασε μάλλον στα ψιλά το γεγονός ότι, την εβδομάδα που πέρασε, στα επείγοντα περιστατικά των νοσοκομείων έφτασαν και μερικοί πολίτες με συμπτώματα δηλητηρίασης ή με προσβολή των πνευμόνων από κατάποση ή εισπνοή βενζίνης. Οι φιλότιμοι αυτοί καταναλωτές εφήρμοσαν -ατζαμίδικα, όπως φαίνεται εκ του αποτελέσματος- την παλαιά μέθοδο της μετάγγισης καυσίμου διά αναρροφήσεως με σωληνάκι από αυτοκίνητο σε αυτοκίνητο. Το ρίσκο είναι υψηλό, αν πιστέψουμε τους γιατρούς που προειδοποιούν ότι το «σπορ» μπορεί να προκαλέσει ακόμα και τον θάνατο σε ευπαθείς οργανισμούς, και πάντως πολύ μεγαλύτερη ζημιά από λίγο περπάτημα ή λίγη περισσότερη ταλαιπωρία στη μετακίνηση με τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Στη συγκεκριμένη εκδοχή του ροφήματος των πολλών οκτανίων στο οποίο κατέληξαν αρκετοί συμπολίτες μας, λοιπόν, το αξίωμα «ο θάνατός σου, η ζωή μου» παίρνει την πιο ακραία του έκφραση: «ο θάνατός μου, η ζωή μου», αν υποθέσουμε ότι η ζωή εξαρτάται από λίγα λίτρα βενζίνης, λίγα χιλιόμετρα διαδρομής με το αυτοκίνητο. Ισχύει και στην περίπτωση του σελφ σέρβις: μεταφορά βενζίνης στα πλαστικά μπιτόνια και μετάγγιση στο αυτοκίνητο. Ει δυνατόν και με το τσιγάρο στο στόμα.
Αυτή η αυτοκαταστροφική εξίσωση του θανάτου -ή μιας άλλης, έστω λιγότερο ανεπανόρθωτης, βλάβης- με τη ζωή δεν είναι αδιανόητη, βεβαίως, σε μια κατάσταση οριακής επιβίωσης. Αν, για παράδειγμα, βρισκόμασταν στη Βιρμανία, θύματα του κυκλώνα «Ναργκίς», περικυκλωμένοι από τον θάνατο, εκτεθειμένοι σε επιδημίες, αρρώστιες, πείνα, στερημένοι από τους στοιχειώδεις όρους επιβίωσης, και το ρίσκο θα είχε νόημα και ο κανιβαλισμός θα ήταν δικαιολογημένος ηθικά και ψυχολογικά. Αλλά, όταν απομακρυνόμαστε από την οριακή κατάσταση επιβίωσης και μεταφερόμαστε στις κοινωνίες της αφθονίας (έστω κι αν η αφθονία αυτή δεν αφορά όλους το ίδιο), το πράγμα αλλάζει. Άλλο ο αγώνας για να εξασφαλίσεις τα προς το ζην κι άλλο ο διαγκωνισμός για τα προς το τζην, το τζιν ή τη βενζίν’, εν προκειμένω.
Μ’ έναν παράδοξο τρόπο, ο αγώνας των οκτανίων μάς έδωσε αυτή την εβδομάδα μια εξαιρετική συμπύκνωση της φιλοσοφίας περί τη ζωή που επικρατεί στη νεοελληνική δημοκρατία της αγοράς (και όχι μόνο). Στο καταναλωτικό «πλήθος» που ακολούθησε πιστά τις «οδηγίες πανικού» και έσβησε την καταναλωτική του φλόγα με βενζίνη (αυτοθυσία, ανάλογη με του ήρωα του Bowie στο εκρηκτικό τραγούδι «Cat People») βρίσκει κανείς ελαφρυντικά. Αλλά, στην αντίδραση της πολιτικής εξουσίας συναντά τα πιο ποταπά κίνητρα, τις πιο κυνικές επιλογές. Ξεχάστηκε ο «κοινωνικός αυτοματισμός» και στη θέση του βρέθηκε ο κοινωνικός αμοραλισμός. Το αξίωμα «ο θάνατός σου (ή ο θάνατός μου), η ζωή μου» εξελίχθηκε σ’ ένα κυνικό «ο θάνατός σας, η ζωή μου». Για χρόνια η τεχνο-γραφειοκρατία της πολιτικής μάς πείθει ότι για το μακελειό στις εθνικές οδούς στα καυτά Σαββατοκύριακα του θέρους και στις εορταστικές εξόδους φταίει η κυκλοφορία των φορτηγών. Πειστήκαμε – και εν μέρει αλήθεια είναι. Τώρα, το μέτρο θυσιάζεται υπέρ καταναλωτικής ειρήνης και μιας συναλλαγής με τη συμπαθή τάξη των νταλικιέρηδων. Άρα, η κυβέρνηση μπορεί να κατηγορηθεί στο μέλλον ως ηθικός και φυσικός αυτουργός όλων των φόνων που θα συντελεστούν στις εθνικές οδούς. Στο ισοζύγιο ζωής και κατανάλωσης, ασφάλειας και αγοράς, το βάρος έπεσε αβλεπί στις δεύτερες. Απ’ όλα τα αιτήματα των φορτηγατζήδων και βυτιοφορέων επελέγη να ικανοποιηθεί εκείνο που έχει κόστος σε ζωές – παρ’ ότι το κυριότερο αίτημά τους, η αύξηση των κομίστρων σε μια πιο δίκαιη αναλογία προς την αύξηση των καυσίμων, είναι μάλλον λογικό, έστω κι αν έχει κόστος σε χρήμα ή σε πληθωρισμό. Αλλά, ποιος χ…. ε για τον πληθωρισμό, αν πρόκειται να γλιτώσουν μερικές οικογένειες από απρόσμενο ραντεβού με τον θάνατο;
Τώρα ξέρουμε μερικές αλήθειες για τη ζωή που διατρέχουν κάθετα τον κοινωνικό ιστό. Αλήθειες όχι παράδοξες για τον οικονομικό μας πολιτισμό και για το ιδεολογικό ιδίωμα των νεοφιλελεύθερων κυβερνώντων. Ζω σημαίνει αγοράζω, σημαίνει καταναλώνω. Καταναλώνω αγαθά και υπηρεσίες – είτε σε συνθήκες πλησμονής τους είτε σε συνθήκες (απειλούμενης) ανεπάρκειάς τους. Η πρόσβαση στα αγαθά και τις υπηρεσίες είναι αξία υπέρτατη για την (κακώς εννοούμενη) κοινωνική ευημερία, ελευθερία απόλυτη εν ονόματι της ομαλής λειτουργίας της αγοράς. Και απαιτεί θυσίες (εμφραγματίες σε μποτιλιαρισμένα ασθενοφόρα), αυτοθυσίες (καταναλωτές δηλητηριασμένους από ρόφημα 95 οκτανίων) και ανθρωποθυσίες (οικογένειες σφηνωμένες κάτω από το σασί μιας νταλίκας).
Στις λεωφόρους έχει διαμορφωθεί μια άτυπη διάκριση ανάμεσα στους έχοντες και τους μη έχοντες. Βενζίνη φυσικά. Οι πρώτοι βιάζονται να ξεφύγουν από το μποτιλιάρισμα, οι δεύτεροι υπερασπίζονται με πάθος τη σειρά τους στην ουρά του βενζινάδικου, αφήνοντας εκατοστά, ίσως και χιλιοστά μόνον από τον προπορευόμενο. Είναι ένα θαύμα το γεγονός ότι όση ώρα περιμένω κι εγώ στην ουρά δεν έχει συμβεί καραμπόλα. Εκτός από τις δύο κατηγορίες μποτιλιαρισμένων οδηγών, τους έχοντες και τους μη έχοντες, υπάρχει και μια τρίτη. Αυτοί που έχουν έναν πραγματικά σοβαρό, επείγοντα λόγο να μετακινηθούν. Αλλά μένουν αθόρυβοι. Ούτε κόρνα, ούτε τίποτα. Σιωπηλή απελπισία.
Ενώ όλοι μαζί εισπνέουμε γερές δόσεις εκπομπών από τα ακινητοποιημένα μας αυτοκίνητα, από μακριά ακούγεται σειρήνα ασθενοφόρου. Ουρλιαχτό επίμονο και απελπισμένο. Σαν κραυγή αγωνίας. Οι «δεξιοί» δεν ρισκάρουν την απώλεια της σειράς τους, οι «αριστεροί», ελαφρώς πιο πρόθυμοι, μετακινούν τα αμάξια τους όσο πιο αριστερά γίνεται, πάνω στη νησίδα. Ένας μικρός, οριακός διάδρομος δημιουργείται στην κατά συνθήκη λεωφόρο με τις δύο μόνο λωρίδες, αλλά με τα πολλά βενζινάδικα. Σε πέντε-δέκα λεπτά το ασθενοφόρο διανύει ασθμαίνον -και πάντα ουρλιάζοντας- τα κρίσιμα μέτρα που θα το βγάλουν από τις Συμπληγάδες των πρατηρίων. Στο κενό που αφήνει πίσω του τρέχει κορνάροντας ένα αυτοκίνητο, σχεδόν κολλημένο στον προφυλακτήρα του ασθενοφόρου. «Συγγενής τους ασθενούς», υποθέτω. Αλλά ύστερα κι άλλο κι άλλο κι άλλο. Και ένα σωρό μηχανές διασχίζουν βιαστικά πίσω από τον μικρό διάδρομο «ελευθερίας» που ανοίγει το όχημα της σωτηρίας. Εδώ γίνεται κυριολεξία το «ο θάνατός σου, η ζωή μου». Ή, το έμφραγμά σου, η βενζίνη μου, το εγκεφαλικό σου, η σαββατιάτικη βόλτα μου. Να χτυπήσω ξύλο, βέβαια, εύχομαι ο άνθρωπος του ασθενοφόρου να είχε κάτι εντελώς ασήμαντο και να είναι κατάγερος στο σπίτι του. Ή στο αυτοκίνητό του.
Αυτή είναι μια μάλλον αναμενόμενη, προβλέψιμη αγελαία αντίδραση του πλήθους (στο οποίο συμπεριλαμβάνω και τον εαυτό μου, έστω κι αν δεν «έκλεψα» τον ζωτικό χώρο του ασθενοφόρου), στην απειλούμενη στέρηση ενός υλικού ή άυλου αγαθού. «Ο θάνατός σου, η ζωή μου». Παραλλαγές αυτής της συμπεριφοράς είναι το ξύλο που έπεσε μπροστά σε πρατήρια για τη διεκδίκηση της σειράς στην ουρά ή τα πτώματα που αφήνει πίσω του ένα πλήθος πεινασμένων του Τρίτου Κόσμου που επιτίθεται σε μια «ανθρωπιστική αποστολή» τροφίμων.
Υπάρχει, όμως, και η άλλη, πολύ πιο αποκρουστική εκδοχή του κανιβαλισμού για λίγα λίτρα βενζίνης, που κρύβεται κάτω από την πολιτισμένη πατίνα των «αγανακτισμένων καταναλωτών». Πέρασε μάλλον στα ψιλά το γεγονός ότι, την εβδομάδα που πέρασε, στα επείγοντα περιστατικά των νοσοκομείων έφτασαν και μερικοί πολίτες με συμπτώματα δηλητηρίασης ή με προσβολή των πνευμόνων από κατάποση ή εισπνοή βενζίνης. Οι φιλότιμοι αυτοί καταναλωτές εφήρμοσαν -ατζαμίδικα, όπως φαίνεται εκ του αποτελέσματος- την παλαιά μέθοδο της μετάγγισης καυσίμου διά αναρροφήσεως με σωληνάκι από αυτοκίνητο σε αυτοκίνητο. Το ρίσκο είναι υψηλό, αν πιστέψουμε τους γιατρούς που προειδοποιούν ότι το «σπορ» μπορεί να προκαλέσει ακόμα και τον θάνατο σε ευπαθείς οργανισμούς, και πάντως πολύ μεγαλύτερη ζημιά από λίγο περπάτημα ή λίγη περισσότερη ταλαιπωρία στη μετακίνηση με τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Στη συγκεκριμένη εκδοχή του ροφήματος των πολλών οκτανίων στο οποίο κατέληξαν αρκετοί συμπολίτες μας, λοιπόν, το αξίωμα «ο θάνατός σου, η ζωή μου» παίρνει την πιο ακραία του έκφραση: «ο θάνατός μου, η ζωή μου», αν υποθέσουμε ότι η ζωή εξαρτάται από λίγα λίτρα βενζίνης, λίγα χιλιόμετρα διαδρομής με το αυτοκίνητο. Ισχύει και στην περίπτωση του σελφ σέρβις: μεταφορά βενζίνης στα πλαστικά μπιτόνια και μετάγγιση στο αυτοκίνητο. Ει δυνατόν και με το τσιγάρο στο στόμα.
Αυτή η αυτοκαταστροφική εξίσωση του θανάτου -ή μιας άλλης, έστω λιγότερο ανεπανόρθωτης, βλάβης- με τη ζωή δεν είναι αδιανόητη, βεβαίως, σε μια κατάσταση οριακής επιβίωσης. Αν, για παράδειγμα, βρισκόμασταν στη Βιρμανία, θύματα του κυκλώνα «Ναργκίς», περικυκλωμένοι από τον θάνατο, εκτεθειμένοι σε επιδημίες, αρρώστιες, πείνα, στερημένοι από τους στοιχειώδεις όρους επιβίωσης, και το ρίσκο θα είχε νόημα και ο κανιβαλισμός θα ήταν δικαιολογημένος ηθικά και ψυχολογικά. Αλλά, όταν απομακρυνόμαστε από την οριακή κατάσταση επιβίωσης και μεταφερόμαστε στις κοινωνίες της αφθονίας (έστω κι αν η αφθονία αυτή δεν αφορά όλους το ίδιο), το πράγμα αλλάζει. Άλλο ο αγώνας για να εξασφαλίσεις τα προς το ζην κι άλλο ο διαγκωνισμός για τα προς το τζην, το τζιν ή τη βενζίν’, εν προκειμένω.
Μ’ έναν παράδοξο τρόπο, ο αγώνας των οκτανίων μάς έδωσε αυτή την εβδομάδα μια εξαιρετική συμπύκνωση της φιλοσοφίας περί τη ζωή που επικρατεί στη νεοελληνική δημοκρατία της αγοράς (και όχι μόνο). Στο καταναλωτικό «πλήθος» που ακολούθησε πιστά τις «οδηγίες πανικού» και έσβησε την καταναλωτική του φλόγα με βενζίνη (αυτοθυσία, ανάλογη με του ήρωα του Bowie στο εκρηκτικό τραγούδι «Cat People») βρίσκει κανείς ελαφρυντικά. Αλλά, στην αντίδραση της πολιτικής εξουσίας συναντά τα πιο ποταπά κίνητρα, τις πιο κυνικές επιλογές. Ξεχάστηκε ο «κοινωνικός αυτοματισμός» και στη θέση του βρέθηκε ο κοινωνικός αμοραλισμός. Το αξίωμα «ο θάνατός σου (ή ο θάνατός μου), η ζωή μου» εξελίχθηκε σ’ ένα κυνικό «ο θάνατός σας, η ζωή μου». Για χρόνια η τεχνο-γραφειοκρατία της πολιτικής μάς πείθει ότι για το μακελειό στις εθνικές οδούς στα καυτά Σαββατοκύριακα του θέρους και στις εορταστικές εξόδους φταίει η κυκλοφορία των φορτηγών. Πειστήκαμε – και εν μέρει αλήθεια είναι. Τώρα, το μέτρο θυσιάζεται υπέρ καταναλωτικής ειρήνης και μιας συναλλαγής με τη συμπαθή τάξη των νταλικιέρηδων. Άρα, η κυβέρνηση μπορεί να κατηγορηθεί στο μέλλον ως ηθικός και φυσικός αυτουργός όλων των φόνων που θα συντελεστούν στις εθνικές οδούς. Στο ισοζύγιο ζωής και κατανάλωσης, ασφάλειας και αγοράς, το βάρος έπεσε αβλεπί στις δεύτερες. Απ’ όλα τα αιτήματα των φορτηγατζήδων και βυτιοφορέων επελέγη να ικανοποιηθεί εκείνο που έχει κόστος σε ζωές – παρ’ ότι το κυριότερο αίτημά τους, η αύξηση των κομίστρων σε μια πιο δίκαιη αναλογία προς την αύξηση των καυσίμων, είναι μάλλον λογικό, έστω κι αν έχει κόστος σε χρήμα ή σε πληθωρισμό. Αλλά, ποιος χ…. ε για τον πληθωρισμό, αν πρόκειται να γλιτώσουν μερικές οικογένειες από απρόσμενο ραντεβού με τον θάνατο;
Τώρα ξέρουμε μερικές αλήθειες για τη ζωή που διατρέχουν κάθετα τον κοινωνικό ιστό. Αλήθειες όχι παράδοξες για τον οικονομικό μας πολιτισμό και για το ιδεολογικό ιδίωμα των νεοφιλελεύθερων κυβερνώντων. Ζω σημαίνει αγοράζω, σημαίνει καταναλώνω. Καταναλώνω αγαθά και υπηρεσίες – είτε σε συνθήκες πλησμονής τους είτε σε συνθήκες (απειλούμενης) ανεπάρκειάς τους. Η πρόσβαση στα αγαθά και τις υπηρεσίες είναι αξία υπέρτατη για την (κακώς εννοούμενη) κοινωνική ευημερία, ελευθερία απόλυτη εν ονόματι της ομαλής λειτουργίας της αγοράς. Και απαιτεί θυσίες (εμφραγματίες σε μποτιλιαρισμένα ασθενοφόρα), αυτοθυσίες (καταναλωτές δηλητηριασμένους από ρόφημα 95 οκτανίων) και ανθρωποθυσίες (οικογένειες σφηνωμένες κάτω από το σασί μιας νταλίκας).
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (17/5/2008)
Δες αυτά τα μάτια, τα τόσο μπλε
Μια καρδιά αγέραστη
Που δεν μπορεί να θεραπευτεί
Αυτά τα δάκρυα δεν μπορούν ποτέ να στεγνώσουν
Μια απόφαση τελεσίδικη
δεν μπορεί ποτέ να ανακληθεί
Δες αυτά τα καταπράσινα μάτια
Μπορώ να μείνω καρφωμένος πάνω τους για χιλιάδες χρόνια
Μείνε κι άλλο μαζί μου
Δεν θα πίστευες σε τι έχω μεταμορφωθεί
Έχεις φύγει τόσο μακριά
Έχει περάσει τόσος καιρός
Κι εγώ έχω σβήσει τη φωτιά με βενζίνη
Έχω σβήσει τη φωτιά με βενζίνη
David Bowie, “Cat People” (Gasoline)
Μια καρδιά αγέραστη
Που δεν μπορεί να θεραπευτεί
Αυτά τα δάκρυα δεν μπορούν ποτέ να στεγνώσουν
Μια απόφαση τελεσίδικη
δεν μπορεί ποτέ να ανακληθεί
Δες αυτά τα καταπράσινα μάτια
Μπορώ να μείνω καρφωμένος πάνω τους για χιλιάδες χρόνια
Μείνε κι άλλο μαζί μου
Δεν θα πίστευες σε τι έχω μεταμορφωθεί
Έχεις φύγει τόσο μακριά
Έχει περάσει τόσος καιρός
Κι εγώ έχω σβήσει τη φωτιά με βενζίνη
Έχω σβήσει τη φωτιά με βενζίνη
David Bowie, “Cat People” (Gasoline)
Monday, May 12, 2008
67,5 (10/5/2008)
Εγώ το ’68 ήμουν παιδάκι του δημοτικού. Για τον Μάρτη είχα μάθει ότι πρέπει να βάζω τη γνωστή δίχρωμη κλωστούλα στο χέρι, μη με κάψει. Για τον Απρίλη ήξερα ότι κάπου εντός του έπεφτε το Πάσχα. Και για τον Μάη ήξερα ότι, αφού «τον πιάναμε» την Πρωτομαγιά -πάντα είχα την απορία, τι ακριβώς πιάναμε-, μπαίναμε στην τελική για το καλοκαίρι, με σχεδόν τρεις μήνες καθισιό. Έτσι, με τις διακοπές σηματοδοτούσαμε τον κύκλο του χρόνου.
Αυτό πρόδιδε τη φυσική μου ροπή προς την τεμπελιά. Αλλά μάλλον δεν ήταν μόνο δική μου αναπηρία. Αν ήταν αναπηρία. Προϊόντος του χρόνου, στην εφηβεία, στις γνώσεις μου για τον Μάη προστέθηκαν ο αγών διά το οκτάωρον, η εργατική Ππρωτομαγιά, το Σικάγο, η Θεσσαλονίκη, ο «Επιτάφιος», τα στεφάνια και το μαγιόξυλο, του οποίου τον φαλλικό συμβολισμό άργησα να αντιληφθώ. Κουτσουρεμένες γνώσεις, μέσες άκρες, αλλά πάλι διαπίστωνα ότι ο Μάης για κάποιο περίεργο λόγο συνδεόταν με την τάση να απαλλαγούμε από τον καταναγκασμό της εργασίας ή ενός μέρους της τουλάχιστον. Ίσως οι επιστήμονες πρέπει να καταπιαστούν με το φαινόμενο, τι συμβαίνει αυτή την εποχή, αυτό τον μήνα του χρόνου και οι άνθρωποι καταλαμβάνονται απ’ αυτή την απελευθερωτική, σχεδόν βακχική, μανία φυγής από την παραγωγική ρουτίνα και το πλαίσιο της κανονικότητας. Ίσως είναι τα λουλούδια, τα αρώματα, οι φερεμόνες που αποδεσμεύουν, αλλά πάλι σκέπτομαι πως οι επιστήμονες πιστεύουν ότι έτσι κι αλλιώς το είδος μας έχει εδώ και εκατομμύρια χρόνια πάψει να χρησιμοποιεί τις φερεμόνες τις οποίες θυσίασε προς χάριν της έγχρωμης όρασης. Αφήστε που υπάρχουν ένα σωρό περιοχές του πλανήτη που έχουν μόνον χειμώνα και καλοκαίρι, αλλά καθόλου «Μάη», με την έννοια της εναλλαγής των εποχών, της φύσης και της ανθρώπινης διάθεσης.
Πέρασαν, πάντως, αρκετά χρόνια μέχρι να φτάσει στ’ αυτιά μου εκείνο το σύνθημα που γράφτηκε στο Παρίσι το 1968: «Χτυπάει το ξυπνητήρι: η πρώτη ταπείνωση της ημέρας». Έμεινα έκπληκτος διαπιστώνοντας πόσο με έκφραζε. Με το ξυπνητήρι έχω ακόμη τη χείριστη σχέση. Είναι η ταπείνωση που αρνούμαι να υποστώ. Αλλά, μετά το, έστω καθυστερημένο, ξύπνημα, υφίσταμαι αδιαμαρτύρητα όλες τις υπόλοιπες ταπεινώσεις που συναρτώνται με την έννοια εργασία. Κάπως έτσι συνέβη και μ’ όλη αυτήν τη γενιά της μεταπολεμικής Ευρώπης και Αμερικής που συνδέθηκε μ’ αυτό που συμβατικά και συμβολικά αποκαλείται «Μάης ’68». Αρνήθηκε την ταπείνωση του ξυπνητηριού και -παραδόξως- επέλεξε τον «κόκορα που λαλεί στο σκοτάδι», Έπειτα, όμως, καθώς απομακρυνόταν από τη βιοχημεία της νιότης, υφίστατο τη μία μετά την άλλη όλες τις ταπεινώσεις της υποταγής, της εξαγοράς ή της ήττας. Ωστόσο, κατάφερε να γράψει την πιο γοητευτική παρένθεση στο βιβλίο της νεότερης Ιστορίας. Μια παρένθεση σύντομη, αλλά εκκωφαντική. Σαν ουρλιαχτό που τάραξε τον ύπνο του κόσμου.
Το πιο παράδοξο στο φαινόμενο «Μάης ’68» -που στην πραγματικότητα αφορά όλη τη δεκαετία του ’60- είναι το ότι κινήματα και ρεύματα που ξεπήδησαν από το πουθενά, ασήμαντες μειοψηφικές ομάδες έσυραν πίσω τους μάζες νέων και εργαζόμενων στην πιο αυθάδικη, πιο ηχηρή, πιο εκρηκτική αμφισβήτηση των ιερών και οσίων του οικονομικού μας πολιτισμού. Φωτιά στο χρηματιστήριο του Παρισιού, επιθέσεις στις τράπεζες, χλευαστικά χάπενινγκ στον παγκόσμιο ναό του καπιταλισμού, το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, καταλήψεις σε εργοστάσια, επιτροπές αυτοδιαχείρισης και, κυρίως, η πιο σαρκαστική, η πιο απρόσμενη υπονόμευση της μισθωτής εργασίας. Ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ο Μαρξ, ο Λένιν και όλοι οι νόθοι (και αυτόκλητοι) επίγονοί τους πως, τα παιδιά των αστών, οι γόνοι των μικροαστών, οι νέοι που προορίζονταν για στελέχη της κρατικής και επιχειρηματικής γραφειοκρατίας, θα αποδεικνύονταν ένας τόσο πρόθυμος στρατός «επανάστασης», έτοιμος να χτυπήσει τον καπιταλισμό στην καρδιά του. Μάταια οι ηγεσίες της επίσημης Αριστεράς έψαχναν στην «επαναστατική ατζέντα» τους σημείωση για ραντεβού με την εξέγερση. Κι εξίσου μάταια τα κόμματα εξουσίας επέπλητταν τις ακαδημαϊκές ηγεσίες ή τους τεχνοκράτες της καταστολής, γιατί κανείς δεν είχε προειδοποιήσει τι συνέβαινε μ’ αυτά τα αχάριστα κωλόπαιδα. Αλλά, η Ιστορία δεν είναι γιατρός ή ψυχαναλυτής που στην πόρτα του γράφει «δεχόμαστε επισκέψεις κατόπιν ραντεβού». Είναι παγερά αδιάφορη για τους ακριβείς σχεδιασμούς των «Διεθνών» και κατά κανόνα αχρηστεύει τα λεπτομερή χρονοδιαγράμματα επαναστατών και αντεπαναστατών.
«Η οικονομία είναι πληγωμένη. Ελπίζω να ψοφήσει!». Φανταστείτε να τολμούσε να εκστομίσει κανείς αυτό το σύνθημα σήμερα. Δεν τολμώ να σκεφτώ τι θα του συνέβαινε, ιδιαίτερα τώρα, που η οικονομία είναι όντως πληγωμένη. Αλλά τότε, πριν σαράντα χρόνια, κανείς δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι κάτι κακό συνέβαινε στην οικονομία. Η Κεντροευρώπη απολάμβανε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, η Αμερική το ίδιο, ο ανύπαρκτος σοσιαλισμός βολευόταν στη σταθερότητα που του προσέφεραν τα άκαμπτα οικονομικά σχέδια, μόνο ο Τρίτος Κόσμος πεινούσε, αλλά ποιος ασχολιόταν μ’ αυτόν; Γενικώς, ουδείς τολμούσε να αμφισβητήσει την κεϊνσιανή ορθοδοξία, οι μονεταριστές ήσαν ακόμη γραφικοί και ο νεοφιλελευθερισμός δεν υπήρχε ούτε ως καταγραφή στα λεξικά. Τι προκαλούσε, λοιπόν, αυτήν τη γενικευμένη δυσφορία που για ευρύτατα στρώματα κατέληξε όχι στη διεκδίκηση μεγαλύτερου μεριδίου από την πίτα της ευημερίας, αλλά στην αμφισβήτηση του πυρήνα του οικονομικού και πολιτικού μας πολιτισμού; Ίσως η εξήγηση είναι απλούστερη απ’ όσο νομίζουμε.
Ίσως, δηλαδή, αυτές οι μικρές αυτοσχέδιες βόμβες στα θεμέλια του κόσμου της ιδιοκτησίας, της αγοράς και της μισθωτής εργασίας εκφράζουν μιαν αμφιβολία ή ριζική άρνηση που προϋπάρχει της ιδεολογίας, της θεωρίας, της επιστημονικής ανάλυσης και του σκληρού ρεαλισμού. Προσέξτε αυτά τα συνθήματα, σπαράγματα σκέψης από τους τοίχους της Σορβόνης: «Οι άνθρωποι που δουλεύουν πλήττουν όταν δεν δουλεύουν. Οι άνθρωποι που δεν δουλεύουν δεν πλήττουν ποτέ» (μένεις άφωνος με την ακρίβεια της παρατήρησης). «Αγοράζουν την ευτυχία σου. Να την πάρεις πίσω». «Στο τέλος θα πεθάνετε όλοι από τις ανέσεις». «Όσο περισσότερο καταναλώνουμε τόσο λιγότερο θα ζήσουμε». Ο Μαρξ, ο Φρόιντ, ο Γκαλμπρέιθ, η οικολογική σκέψη, όλα μέσα σε ελάχιστες λέξεις εκπληκτικής ευστοχίας. Η πυρηνική σύντηξη της σκέψης.
Αν, όμως, οι «Μάηδες» του ’68 ήταν τόσο ευαίσθητοι στην «πρώτη ταπείνωση της μέρας», το ξυπνητήρι, γιατί στη συνέχεια ανέχτηκαν όλες τις ταπεινώσεις της ενηλικίωσης, της ωρίμανσης και τελικά της γήρανσης; Γιατί παραδόθηκαν στον ιδεολογικό ύπνο των δεκαετιών που ακολούθησαν; Γιατί παρατήρησαν αδιαμαρτύρητα τη μετάπτωση των οικονομιών από τη μεταπολεμική ορθοδοξία του κεϊνσιανισμού στην ανορθοδοξία του νεοφιλελευθερισμού; Γιατί ανέχθηκαν τη σταδιακή μετάλλαξη των κοινωνιών σε «δημοκρατίες της αγοράς»; Γιατί δεν υπεράσπισαν έστω τις μικρές και μεγάλες κατακτήσεις που -αν και δεν επεδίωξαν κυριολεκτικά- τους οφείλονται στο πεδίο του κράτους πρόνοιας, των δικαιωμάτων, των ελευθεριών; Αυτό είναι ένα άλλο ιστορικό παράδοξο, άσχετο πάντως με τον μύθο της εξαγορασμένης, εκμαυλισμένης από το σύστημα που πολέμησε γενιάς. Πιο πειστική εξήγηση θα βρει κανείς στην ευελιξία που επέδειξε το σύστημα να ενσωματώσει, ακόμη και να εμπορευτεί, ως αγαθά τα σλόγκαν της ηθικοπολιτικής «επανάστασης» του ’60. Άλλωστε, με τους πειθαρχημένους μηχανισμούς της επίσημης Αριστεράς θεατές ή εχθρικούς απέναντι στην απρόσμενη έκρηξη, τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί;
Απ’ αυτή την άποψη το ’68, με ό,τι συμβολίζει αυτή η χρονολογία, δεν υπήρξε ποτέ στην κυριολεξία και μέχρι τέλους μια επανάσταση. Μια επανάσταση στο παρά πέντε. Δηλαδή, ούτε καν στο ’68. Κόλλησε στο 67,5. Αλλά, το ίδιο συμβαίνει κάθε φορά που ο πολιτισμός της αγοράς φτάνει στα όριά του. Το ίδιο συμβαίνει όταν η γεωπολιτική τού χάους αποσταθεροποιείται. Συμβαίνει και τώρα. Με πληθυσμούς του πλανήτη σε κατάσταση πείνας. Με τις κοινωνίες της ακριβής αφθονίας να αποκτούν αδύναμους κρίκους ακόμη και στα μεσαία στρώματα. Με τους εγγονούς της γενιάς του ’68 να δυσφορούν υπό τον τίτλο της «γενιάς των 700 ευρώ». Είμαστε για μία ακόμα φορά στο παρά πέντε πριν από ένα ’68. Στο 67,5. Κανείς δεν ξέρει…
Αυτό πρόδιδε τη φυσική μου ροπή προς την τεμπελιά. Αλλά μάλλον δεν ήταν μόνο δική μου αναπηρία. Αν ήταν αναπηρία. Προϊόντος του χρόνου, στην εφηβεία, στις γνώσεις μου για τον Μάη προστέθηκαν ο αγών διά το οκτάωρον, η εργατική Ππρωτομαγιά, το Σικάγο, η Θεσσαλονίκη, ο «Επιτάφιος», τα στεφάνια και το μαγιόξυλο, του οποίου τον φαλλικό συμβολισμό άργησα να αντιληφθώ. Κουτσουρεμένες γνώσεις, μέσες άκρες, αλλά πάλι διαπίστωνα ότι ο Μάης για κάποιο περίεργο λόγο συνδεόταν με την τάση να απαλλαγούμε από τον καταναγκασμό της εργασίας ή ενός μέρους της τουλάχιστον. Ίσως οι επιστήμονες πρέπει να καταπιαστούν με το φαινόμενο, τι συμβαίνει αυτή την εποχή, αυτό τον μήνα του χρόνου και οι άνθρωποι καταλαμβάνονται απ’ αυτή την απελευθερωτική, σχεδόν βακχική, μανία φυγής από την παραγωγική ρουτίνα και το πλαίσιο της κανονικότητας. Ίσως είναι τα λουλούδια, τα αρώματα, οι φερεμόνες που αποδεσμεύουν, αλλά πάλι σκέπτομαι πως οι επιστήμονες πιστεύουν ότι έτσι κι αλλιώς το είδος μας έχει εδώ και εκατομμύρια χρόνια πάψει να χρησιμοποιεί τις φερεμόνες τις οποίες θυσίασε προς χάριν της έγχρωμης όρασης. Αφήστε που υπάρχουν ένα σωρό περιοχές του πλανήτη που έχουν μόνον χειμώνα και καλοκαίρι, αλλά καθόλου «Μάη», με την έννοια της εναλλαγής των εποχών, της φύσης και της ανθρώπινης διάθεσης.
Πέρασαν, πάντως, αρκετά χρόνια μέχρι να φτάσει στ’ αυτιά μου εκείνο το σύνθημα που γράφτηκε στο Παρίσι το 1968: «Χτυπάει το ξυπνητήρι: η πρώτη ταπείνωση της ημέρας». Έμεινα έκπληκτος διαπιστώνοντας πόσο με έκφραζε. Με το ξυπνητήρι έχω ακόμη τη χείριστη σχέση. Είναι η ταπείνωση που αρνούμαι να υποστώ. Αλλά, μετά το, έστω καθυστερημένο, ξύπνημα, υφίσταμαι αδιαμαρτύρητα όλες τις υπόλοιπες ταπεινώσεις που συναρτώνται με την έννοια εργασία. Κάπως έτσι συνέβη και μ’ όλη αυτήν τη γενιά της μεταπολεμικής Ευρώπης και Αμερικής που συνδέθηκε μ’ αυτό που συμβατικά και συμβολικά αποκαλείται «Μάης ’68». Αρνήθηκε την ταπείνωση του ξυπνητηριού και -παραδόξως- επέλεξε τον «κόκορα που λαλεί στο σκοτάδι», Έπειτα, όμως, καθώς απομακρυνόταν από τη βιοχημεία της νιότης, υφίστατο τη μία μετά την άλλη όλες τις ταπεινώσεις της υποταγής, της εξαγοράς ή της ήττας. Ωστόσο, κατάφερε να γράψει την πιο γοητευτική παρένθεση στο βιβλίο της νεότερης Ιστορίας. Μια παρένθεση σύντομη, αλλά εκκωφαντική. Σαν ουρλιαχτό που τάραξε τον ύπνο του κόσμου.
Το πιο παράδοξο στο φαινόμενο «Μάης ’68» -που στην πραγματικότητα αφορά όλη τη δεκαετία του ’60- είναι το ότι κινήματα και ρεύματα που ξεπήδησαν από το πουθενά, ασήμαντες μειοψηφικές ομάδες έσυραν πίσω τους μάζες νέων και εργαζόμενων στην πιο αυθάδικη, πιο ηχηρή, πιο εκρηκτική αμφισβήτηση των ιερών και οσίων του οικονομικού μας πολιτισμού. Φωτιά στο χρηματιστήριο του Παρισιού, επιθέσεις στις τράπεζες, χλευαστικά χάπενινγκ στον παγκόσμιο ναό του καπιταλισμού, το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, καταλήψεις σε εργοστάσια, επιτροπές αυτοδιαχείρισης και, κυρίως, η πιο σαρκαστική, η πιο απρόσμενη υπονόμευση της μισθωτής εργασίας. Ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ο Μαρξ, ο Λένιν και όλοι οι νόθοι (και αυτόκλητοι) επίγονοί τους πως, τα παιδιά των αστών, οι γόνοι των μικροαστών, οι νέοι που προορίζονταν για στελέχη της κρατικής και επιχειρηματικής γραφειοκρατίας, θα αποδεικνύονταν ένας τόσο πρόθυμος στρατός «επανάστασης», έτοιμος να χτυπήσει τον καπιταλισμό στην καρδιά του. Μάταια οι ηγεσίες της επίσημης Αριστεράς έψαχναν στην «επαναστατική ατζέντα» τους σημείωση για ραντεβού με την εξέγερση. Κι εξίσου μάταια τα κόμματα εξουσίας επέπλητταν τις ακαδημαϊκές ηγεσίες ή τους τεχνοκράτες της καταστολής, γιατί κανείς δεν είχε προειδοποιήσει τι συνέβαινε μ’ αυτά τα αχάριστα κωλόπαιδα. Αλλά, η Ιστορία δεν είναι γιατρός ή ψυχαναλυτής που στην πόρτα του γράφει «δεχόμαστε επισκέψεις κατόπιν ραντεβού». Είναι παγερά αδιάφορη για τους ακριβείς σχεδιασμούς των «Διεθνών» και κατά κανόνα αχρηστεύει τα λεπτομερή χρονοδιαγράμματα επαναστατών και αντεπαναστατών.
«Η οικονομία είναι πληγωμένη. Ελπίζω να ψοφήσει!». Φανταστείτε να τολμούσε να εκστομίσει κανείς αυτό το σύνθημα σήμερα. Δεν τολμώ να σκεφτώ τι θα του συνέβαινε, ιδιαίτερα τώρα, που η οικονομία είναι όντως πληγωμένη. Αλλά τότε, πριν σαράντα χρόνια, κανείς δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι κάτι κακό συνέβαινε στην οικονομία. Η Κεντροευρώπη απολάμβανε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, η Αμερική το ίδιο, ο ανύπαρκτος σοσιαλισμός βολευόταν στη σταθερότητα που του προσέφεραν τα άκαμπτα οικονομικά σχέδια, μόνο ο Τρίτος Κόσμος πεινούσε, αλλά ποιος ασχολιόταν μ’ αυτόν; Γενικώς, ουδείς τολμούσε να αμφισβητήσει την κεϊνσιανή ορθοδοξία, οι μονεταριστές ήσαν ακόμη γραφικοί και ο νεοφιλελευθερισμός δεν υπήρχε ούτε ως καταγραφή στα λεξικά. Τι προκαλούσε, λοιπόν, αυτήν τη γενικευμένη δυσφορία που για ευρύτατα στρώματα κατέληξε όχι στη διεκδίκηση μεγαλύτερου μεριδίου από την πίτα της ευημερίας, αλλά στην αμφισβήτηση του πυρήνα του οικονομικού και πολιτικού μας πολιτισμού; Ίσως η εξήγηση είναι απλούστερη απ’ όσο νομίζουμε.
Ίσως, δηλαδή, αυτές οι μικρές αυτοσχέδιες βόμβες στα θεμέλια του κόσμου της ιδιοκτησίας, της αγοράς και της μισθωτής εργασίας εκφράζουν μιαν αμφιβολία ή ριζική άρνηση που προϋπάρχει της ιδεολογίας, της θεωρίας, της επιστημονικής ανάλυσης και του σκληρού ρεαλισμού. Προσέξτε αυτά τα συνθήματα, σπαράγματα σκέψης από τους τοίχους της Σορβόνης: «Οι άνθρωποι που δουλεύουν πλήττουν όταν δεν δουλεύουν. Οι άνθρωποι που δεν δουλεύουν δεν πλήττουν ποτέ» (μένεις άφωνος με την ακρίβεια της παρατήρησης). «Αγοράζουν την ευτυχία σου. Να την πάρεις πίσω». «Στο τέλος θα πεθάνετε όλοι από τις ανέσεις». «Όσο περισσότερο καταναλώνουμε τόσο λιγότερο θα ζήσουμε». Ο Μαρξ, ο Φρόιντ, ο Γκαλμπρέιθ, η οικολογική σκέψη, όλα μέσα σε ελάχιστες λέξεις εκπληκτικής ευστοχίας. Η πυρηνική σύντηξη της σκέψης.
Αν, όμως, οι «Μάηδες» του ’68 ήταν τόσο ευαίσθητοι στην «πρώτη ταπείνωση της μέρας», το ξυπνητήρι, γιατί στη συνέχεια ανέχτηκαν όλες τις ταπεινώσεις της ενηλικίωσης, της ωρίμανσης και τελικά της γήρανσης; Γιατί παραδόθηκαν στον ιδεολογικό ύπνο των δεκαετιών που ακολούθησαν; Γιατί παρατήρησαν αδιαμαρτύρητα τη μετάπτωση των οικονομιών από τη μεταπολεμική ορθοδοξία του κεϊνσιανισμού στην ανορθοδοξία του νεοφιλελευθερισμού; Γιατί ανέχθηκαν τη σταδιακή μετάλλαξη των κοινωνιών σε «δημοκρατίες της αγοράς»; Γιατί δεν υπεράσπισαν έστω τις μικρές και μεγάλες κατακτήσεις που -αν και δεν επεδίωξαν κυριολεκτικά- τους οφείλονται στο πεδίο του κράτους πρόνοιας, των δικαιωμάτων, των ελευθεριών; Αυτό είναι ένα άλλο ιστορικό παράδοξο, άσχετο πάντως με τον μύθο της εξαγορασμένης, εκμαυλισμένης από το σύστημα που πολέμησε γενιάς. Πιο πειστική εξήγηση θα βρει κανείς στην ευελιξία που επέδειξε το σύστημα να ενσωματώσει, ακόμη και να εμπορευτεί, ως αγαθά τα σλόγκαν της ηθικοπολιτικής «επανάστασης» του ’60. Άλλωστε, με τους πειθαρχημένους μηχανισμούς της επίσημης Αριστεράς θεατές ή εχθρικούς απέναντι στην απρόσμενη έκρηξη, τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί;
Απ’ αυτή την άποψη το ’68, με ό,τι συμβολίζει αυτή η χρονολογία, δεν υπήρξε ποτέ στην κυριολεξία και μέχρι τέλους μια επανάσταση. Μια επανάσταση στο παρά πέντε. Δηλαδή, ούτε καν στο ’68. Κόλλησε στο 67,5. Αλλά, το ίδιο συμβαίνει κάθε φορά που ο πολιτισμός της αγοράς φτάνει στα όριά του. Το ίδιο συμβαίνει όταν η γεωπολιτική τού χάους αποσταθεροποιείται. Συμβαίνει και τώρα. Με πληθυσμούς του πλανήτη σε κατάσταση πείνας. Με τις κοινωνίες της ακριβής αφθονίας να αποκτούν αδύναμους κρίκους ακόμη και στα μεσαία στρώματα. Με τους εγγονούς της γενιάς του ’68 να δυσφορούν υπό τον τίτλο της «γενιάς των 700 ευρώ». Είμαστε για μία ακόμα φορά στο παρά πέντε πριν από ένα ’68. Στο 67,5. Κανείς δεν ξέρει…
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (10/5/2008)
Ωρολογιακός μηχανισμός η λέξη.
Εκρήγνυται όταν έρχεται σ’ επαφή
με όλες τις σημασίες της.
Έτσι εξηγείται και το κύκνειο άσμα,
ο χωρισμός των ερωτευμένων,
οι επαναστάσεις - που αργά
ή γρήγορα πνίγονται: είτε στο αίμα
είτε στον αφρό ξυρίσματος
Πανάγος Πέππας, «Ημερίδα»
Εκρήγνυται όταν έρχεται σ’ επαφή
με όλες τις σημασίες της.
Έτσι εξηγείται και το κύκνειο άσμα,
ο χωρισμός των ερωτευμένων,
οι επαναστάσεις - που αργά
ή γρήγορα πνίγονται: είτε στο αίμα
είτε στον αφρό ξυρίσματος
Πανάγος Πέππας, «Ημερίδα»
Monday, May 5, 2008
Στη Μόσχα, αδελφές μου, στη Μόσχα…(3/4/2008)
Την ώρα που ο Καραμανλής ετοίμαζε τα μπαγκάζια του για τη Μόσχα, εμείς ετοιμάζαμε τα δικά μας μπαγκάζια για την ύπαιθρο. Εκ πρώτης όψεως δεν υπάρχει καμία συσχέτιση ανάμεσα στα δύο γεγονότα. Αυτός πήρε το πρωθυπουργικό αεροπλάνο. Εμείς τα ταπεινά μας Ι.Χ. – κάποιοι από μας, όχι και τόσο ταπεινά, αντιθέτως με ενεργοβόρα 4Χ4. Αυτός κατέλυσε στο Κρεμλίνο. Εμείς στο ξενοδοχείο, στο πατρικό – ή το πεθερικό, ως άδολοι σώγαμπροι. Αυτός στην ενεργειακή πρωτεύουσα της Ευρασίας. Εμείς στις κωμοπόλεις της τσίκνας, της σούβλας και του αμνού.
Κι όμως, υπάρχει κάτι που συνδέει τα δύο ταξίδια. Το ρεκόρ της πασχαλινής εξόδου. Από το ελεεινόν άστυ βγήκαν φέτος -όπως ανακοινώνουν περήφανα οι τροχαίοι και αναπαράγουν με θλιβερή αφέλεια τα δελτία ειδήσεων- πάνω από ένα εκατομμύρια αυτοκίνητα. Κι άλλο τόσα (ελπίζω χωρίς διαρροές) θα επιστρέψουν. Αυτό σημαίνει ότι σε πολύ λίγα χρόνια τα αυτοκίνητα των κατοίκων του λεκανοπεδίου μπορεί να γίνουν ενάμιση ή δύο εκατομμύρια. Σε κάθε περίπτωση, η ακόρεστη δίψα των ρεζερβουάρ για καύσιμα θα αυξηθεί. Θα υπάρξει ανάγκη για περισσότερο πετρέλαιο, για ταχύτερη μεταφορά και διύλιση, για περισσότερο αέριο, για περισσότερους αγωγούς μεταφοράς μαύρου και διάφανου χρυσού. Θεωρητικά λοιπόν, το ταξίδι Καραμανλή στη Μόσχα είναι μια επένδυση στο μέλλον. Και επομένως οφείλουμε στον Καραμανλή την ενεργειακή επιβίωση ημών και των απογόνων μας. Ωραία, να του στήσουμε από τώρα τον ανδριάντα. Να αυξήσουμε τη συλλογή στο πάνθεον των ηρώων του αυτονόητου. Διότι, βεβαίως, ήταν αυτονόητο ότι άλλος Καραμανλής (ο Θείος θείος…) καλώς έκανε προ τριακονταετίας το πρώτο άνοιγμα στη Μόσχα (στη Μόσχα, αδερφές μου, στη Μόσχα…), υπερβαίνοντας τις εμφυλιοπολεμικές αγκυλώσεις της τάξης και της παράταξής του. Και είναι, βεβαίως, αυτονόητο πως είναι καλό να έχουμε πρόσβαση σε περισσότερο και φθηνότερο πετρέλαιο, περισσότερο και φθηνότερο αέριο, κι ας είναι και ρωσικό. Ή μήπως όχι;
Υπάρχουν πολλοί αντίλογοι. Όπως η υστερική αμερικανική αντίδραση. Η ατλαντική «αυτοκρατορία» δεν κρατά ούτε τα προσχήματα και συμπεριφέρεται σαν εξοργισμένος νταβατζής που έχασε μια παραγωγική πόρνη. Υπάρχει, επίσης, η αμήχανη αντίδραση της ευρωπαϊκής «αυτοκρατορίας», που δεν είναι απόλυτα βέβαιη αν πρέπει να ενισχύσει κι άλλο την ενεργειακή ισχύ της ευρασιατικής «αυτοκρατορίας». Αλλά υποτάσσεται αδιαμαρτύρητα στην ακόρεστη πείνα της αγοράς για αδιάλειπτη παροχή ενέργειας. Υπάρχουν, επίσης, οι συνήθεις μεμψιμοιρίες των πολιτικών παραγόντων που δεν αισθάνονται άνετα βλέποντας τον Καραμανλή να πιστώνεται διπλωματικές επιτυχίες ή να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες αυτονόμησης από την ευρωατλαντική ρουτίνα. Υπάρχουν, τέλος, οι υπόγειες υπονομεύσεις εγχωρίων και ξένων «ντίλερ» των ανταγωνιστικών αγωγών που βλέπουν τα άπληστα όνειρά τους να καίγονται, όπως ακριβώς το αέριο ή το πετρέλαιο και τα παράγωγά του. Υπάρχουν όλοι αυτοί οι αντίλογοι, αλλά προσωπικά μού είναι αδιάφοροι.
Ο σοβαρότερος αντίλογος στο παιχνίδι με τους αγωγούς έχει σχέση ακριβώς με το μέλλον που υποτίθεται ότι το καραμανλικό «ματ» μάς εξασφαλίζει. Το μέλλον το εγγύς και το απώτερο. Το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο είναι τα καύσιμα του παρόντος, αν όχι του παρελθόντος. Καίνε, μαζί με τις οργανικές ενώσεις του άνθρακα, τον ζωτικό χώρο του είδους μας και τελικά ένα μέρος από το μέλλον του. Καίνε δυνατότητες επιβίωσης σε ένα μελλοντικό γήινο περιβάλλον που οι περισσότερες επιστήμες περιγράφουν πλέον ως κόλαση – επιεικώς. Καίνε επίσης τεράστιους επενδυτικούς πόρους που θα μπορούσαν να διοχετευθούν σε έρευνα και τεχνολογία για την ενεργειακή αειφορία και την περιβαλλοντική επιβίωση.
Ας το σκεφτούμε ψυχραιμότερα. Σήμερα μας νοιάζει να γεμίζουμε τα ρεζερβουάρ με όσο το δυνατόν φθηνότερη βενζίνη, να έχουμε αδιάκοπη ροή πετρελαίου ή αερίου στους καυστήρες και τις ηλεκτρικές μας συσκευές, να διοχετεύουμε αδιάλειπτη ενεργειακή πνοή στην παραγωγή και στην κατανάλωση. Αλλά, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο είναι εξαντλήσιμοι φυσικοί πόροι. Η βιασύνη να εξορύξουμε και τα τελευταία κοιτάσματα, στα τελευταία υπόγεια «πηγάδια» της γης είναι βέβαιο ότι θα φέρει το τέλος τους σε μερικές δεκαετίες. Τι επενδύουμε, λοιπόν, στην επόμενη μέρα; Προς το παρόν -και ο Καραμανλής δεν είναι η εξαίρεση στον ευρωπαϊκό κανόνα- επενδύονται τεράστια ποσά σε έναν πόρο καταδικασμένο να τελειώσει. Η επένδυση στις λεγόμενες εναλλακτικές πηγές ενέργειας από οικονομική άποψη είναι ένα ευρωπαϊκό αστείο – και για την Ελλάδα ένα βαλκανικό ανέκδοτο. Κι αν από το σύνολο των «εναλλακτικών» αφαιρέσουμε τα άκρως αμφιλεγόμενα βιοκαύσιμα, τι μένει; Ίσως μόνο η πυρηνική ενέργεια, καλυμμένη κι αυτή κάτω από ένα πέπλο παγκόσμιας καχυποψίας – κι όχι άδικα. Τι επενδυτικοί πόροι διοχετεύονται στην έρευνα για την πολλά υποσχόμενη -και ασφαλή- πυρηνική σύντηξη; Πού είναι η περίφημη «οικονομία του υδρογόνου» που θα απάλλασσε τον πλανήτη από το μόνιμο ενεργειακό στρες; Πουθενά…
Δεν απαιτώ, φυσικά, να υπάρξει κάποια ελληνική πρωτοπορία σ’ αυτή την ενεργειακή terra incognita, βλάκας δεν είμαι. Θα περίμενα, όμως, την ελάχιστη πρόνοια να αποταμιευτούν, έστω, κάποιοι αναπτυξιακοί πόροι για την ενεργειακή οικονομία του μέλλοντος. Αντ’ αυτού, υπάρχει μια σχεδόν διακομματική συναίνεση στον μονόδρομο των αγωγών. Οκέι, καλό είναι που διαφοροποιούνται οι πηγές τροφοδοσίας μας, καλό είναι που μοιράζουμε τις σχέσεις μας σε περισσότερους πόλους της διεθνούς ισχύος, καλό είναι που ποικίλουν οι όροι των γεωπολιτικών μας εξαρτήσεων, αλλά το θέμα είναι αν θα απαλλαγούμε ποτέ από τις εξαρτήσεις αυτές.
Εξάλλου, και από καθαρά οικονομική σκοπιά, η μανιώδης επένδυση στην οικονομία των υδρογονανθράκων επιταχύνει τον εγκλωβισμό των εθνικών οικονομιών στη δίνη της κρίσης, που δεν έχουμε αποφασίσει ακόμη αν είναι πετρελαϊκή ή κρίση τιμών, ή χρηματοπιστωτική, ή κρίση διατροφής. Ξέρουμε μόνο ότι είναι μια κρίση που αδειάζει την τσέπη μας. Για την ακρίβεια, αδειάζει την τσέπη -και τα στομάχια- των φτωχών, αλλά γεμίζει τα χαρτοφυλάκια των κερδοσκοπικών κεφαλαίων που επενδύουν στο πετρέλαιο, στο αέριο, στο σιτάρι, στο νερό, στη γη και στο μέλλον -ποιος ξέρει;- στον αέρα που αναπνέουμε. Η διαρκής επένδυση κρατών και κοινωνιών στην πετρελαϊκή οικονομία εξασφαλίζει απλώς τη διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση πετρελαίου και φυσικού αερίου και μεγεθύνει τον φαύλο κύκλο της ανατίμησής τους (η τάση εξαίρεσης του αερίου απ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο είναι μια βλακεία. Το φθηνότερο αέριο ακολουθεί σαν πιστό σκυλί το πετρέλαιο, κι αν το δεύτερο φτάσει τα 200 δολάρια, το πρώτο απλώς θα είναι 20% φθηνότερο).
Αλλ’ αυτό που χρειάζονται οι -καταναλωτικές- κοινωνίες για να σπάσουν τον ενεργειακό φαύλο κύκλο είναι μια επανάσταση στην πλευρά της προσφοράς, όχι της ζήτησης. Όχι με νεοφιλελεύθερες συνταγές λιτότητας και απαγόρευσης, αλλά με μια φιλοσοφία αυτοσυγκράτησης. Με μια αντίληψη διαχωρισμού του αναγκαίου από το περιττό, μια λογική προστασίας του μέλλοντος από την απληστία του παρόντος. Γιατί είναι προφανές πια πως η απόσταση της ανάπτυξης από την ύφεση, του πλούτου από την ένδεια, του κορεσμού από την πείνα, δεν είναι τόσο μεγάλη όση φαίνεται. Η μετάπτωση από τη μία κατάσταση στην άλλη μπορεί αν γίνει σε λίγους μήνες ή και εβδομάδες ακόμη.
Γι’ αυτό και δεν πρόκειται να σπεύσω να στήσω ανδριάντα στον Καραμανλή για τον ενεργειακό άθλο της Μόσχας. Σκέφτομαι, άλλωστε, ότι ακόμη κι αν η κόρη μου είναι στην τυχερή γενιά που δεν θα υποφέρει από κρύο ή ποδαρόδρομο, τα εγγόνια μου -αν υπάρξουν- μάλλον θα παίζουν κρυφτό στα κατάξερα κουφάρια των αγωγών (ρωσικών, αμερικανικών, τουρκικών, τι σημασία έχει;) ή θα τα επισκέπτονται ως μνημεία της ενεργειακής μας προϊστορίας.
Κι όμως, υπάρχει κάτι που συνδέει τα δύο ταξίδια. Το ρεκόρ της πασχαλινής εξόδου. Από το ελεεινόν άστυ βγήκαν φέτος -όπως ανακοινώνουν περήφανα οι τροχαίοι και αναπαράγουν με θλιβερή αφέλεια τα δελτία ειδήσεων- πάνω από ένα εκατομμύρια αυτοκίνητα. Κι άλλο τόσα (ελπίζω χωρίς διαρροές) θα επιστρέψουν. Αυτό σημαίνει ότι σε πολύ λίγα χρόνια τα αυτοκίνητα των κατοίκων του λεκανοπεδίου μπορεί να γίνουν ενάμιση ή δύο εκατομμύρια. Σε κάθε περίπτωση, η ακόρεστη δίψα των ρεζερβουάρ για καύσιμα θα αυξηθεί. Θα υπάρξει ανάγκη για περισσότερο πετρέλαιο, για ταχύτερη μεταφορά και διύλιση, για περισσότερο αέριο, για περισσότερους αγωγούς μεταφοράς μαύρου και διάφανου χρυσού. Θεωρητικά λοιπόν, το ταξίδι Καραμανλή στη Μόσχα είναι μια επένδυση στο μέλλον. Και επομένως οφείλουμε στον Καραμανλή την ενεργειακή επιβίωση ημών και των απογόνων μας. Ωραία, να του στήσουμε από τώρα τον ανδριάντα. Να αυξήσουμε τη συλλογή στο πάνθεον των ηρώων του αυτονόητου. Διότι, βεβαίως, ήταν αυτονόητο ότι άλλος Καραμανλής (ο Θείος θείος…) καλώς έκανε προ τριακονταετίας το πρώτο άνοιγμα στη Μόσχα (στη Μόσχα, αδερφές μου, στη Μόσχα…), υπερβαίνοντας τις εμφυλιοπολεμικές αγκυλώσεις της τάξης και της παράταξής του. Και είναι, βεβαίως, αυτονόητο πως είναι καλό να έχουμε πρόσβαση σε περισσότερο και φθηνότερο πετρέλαιο, περισσότερο και φθηνότερο αέριο, κι ας είναι και ρωσικό. Ή μήπως όχι;
Υπάρχουν πολλοί αντίλογοι. Όπως η υστερική αμερικανική αντίδραση. Η ατλαντική «αυτοκρατορία» δεν κρατά ούτε τα προσχήματα και συμπεριφέρεται σαν εξοργισμένος νταβατζής που έχασε μια παραγωγική πόρνη. Υπάρχει, επίσης, η αμήχανη αντίδραση της ευρωπαϊκής «αυτοκρατορίας», που δεν είναι απόλυτα βέβαιη αν πρέπει να ενισχύσει κι άλλο την ενεργειακή ισχύ της ευρασιατικής «αυτοκρατορίας». Αλλά υποτάσσεται αδιαμαρτύρητα στην ακόρεστη πείνα της αγοράς για αδιάλειπτη παροχή ενέργειας. Υπάρχουν, επίσης, οι συνήθεις μεμψιμοιρίες των πολιτικών παραγόντων που δεν αισθάνονται άνετα βλέποντας τον Καραμανλή να πιστώνεται διπλωματικές επιτυχίες ή να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες αυτονόμησης από την ευρωατλαντική ρουτίνα. Υπάρχουν, τέλος, οι υπόγειες υπονομεύσεις εγχωρίων και ξένων «ντίλερ» των ανταγωνιστικών αγωγών που βλέπουν τα άπληστα όνειρά τους να καίγονται, όπως ακριβώς το αέριο ή το πετρέλαιο και τα παράγωγά του. Υπάρχουν όλοι αυτοί οι αντίλογοι, αλλά προσωπικά μού είναι αδιάφοροι.
Ο σοβαρότερος αντίλογος στο παιχνίδι με τους αγωγούς έχει σχέση ακριβώς με το μέλλον που υποτίθεται ότι το καραμανλικό «ματ» μάς εξασφαλίζει. Το μέλλον το εγγύς και το απώτερο. Το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο είναι τα καύσιμα του παρόντος, αν όχι του παρελθόντος. Καίνε, μαζί με τις οργανικές ενώσεις του άνθρακα, τον ζωτικό χώρο του είδους μας και τελικά ένα μέρος από το μέλλον του. Καίνε δυνατότητες επιβίωσης σε ένα μελλοντικό γήινο περιβάλλον που οι περισσότερες επιστήμες περιγράφουν πλέον ως κόλαση – επιεικώς. Καίνε επίσης τεράστιους επενδυτικούς πόρους που θα μπορούσαν να διοχετευθούν σε έρευνα και τεχνολογία για την ενεργειακή αειφορία και την περιβαλλοντική επιβίωση.
Ας το σκεφτούμε ψυχραιμότερα. Σήμερα μας νοιάζει να γεμίζουμε τα ρεζερβουάρ με όσο το δυνατόν φθηνότερη βενζίνη, να έχουμε αδιάκοπη ροή πετρελαίου ή αερίου στους καυστήρες και τις ηλεκτρικές μας συσκευές, να διοχετεύουμε αδιάλειπτη ενεργειακή πνοή στην παραγωγή και στην κατανάλωση. Αλλά, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο είναι εξαντλήσιμοι φυσικοί πόροι. Η βιασύνη να εξορύξουμε και τα τελευταία κοιτάσματα, στα τελευταία υπόγεια «πηγάδια» της γης είναι βέβαιο ότι θα φέρει το τέλος τους σε μερικές δεκαετίες. Τι επενδύουμε, λοιπόν, στην επόμενη μέρα; Προς το παρόν -και ο Καραμανλής δεν είναι η εξαίρεση στον ευρωπαϊκό κανόνα- επενδύονται τεράστια ποσά σε έναν πόρο καταδικασμένο να τελειώσει. Η επένδυση στις λεγόμενες εναλλακτικές πηγές ενέργειας από οικονομική άποψη είναι ένα ευρωπαϊκό αστείο – και για την Ελλάδα ένα βαλκανικό ανέκδοτο. Κι αν από το σύνολο των «εναλλακτικών» αφαιρέσουμε τα άκρως αμφιλεγόμενα βιοκαύσιμα, τι μένει; Ίσως μόνο η πυρηνική ενέργεια, καλυμμένη κι αυτή κάτω από ένα πέπλο παγκόσμιας καχυποψίας – κι όχι άδικα. Τι επενδυτικοί πόροι διοχετεύονται στην έρευνα για την πολλά υποσχόμενη -και ασφαλή- πυρηνική σύντηξη; Πού είναι η περίφημη «οικονομία του υδρογόνου» που θα απάλλασσε τον πλανήτη από το μόνιμο ενεργειακό στρες; Πουθενά…
Δεν απαιτώ, φυσικά, να υπάρξει κάποια ελληνική πρωτοπορία σ’ αυτή την ενεργειακή terra incognita, βλάκας δεν είμαι. Θα περίμενα, όμως, την ελάχιστη πρόνοια να αποταμιευτούν, έστω, κάποιοι αναπτυξιακοί πόροι για την ενεργειακή οικονομία του μέλλοντος. Αντ’ αυτού, υπάρχει μια σχεδόν διακομματική συναίνεση στον μονόδρομο των αγωγών. Οκέι, καλό είναι που διαφοροποιούνται οι πηγές τροφοδοσίας μας, καλό είναι που μοιράζουμε τις σχέσεις μας σε περισσότερους πόλους της διεθνούς ισχύος, καλό είναι που ποικίλουν οι όροι των γεωπολιτικών μας εξαρτήσεων, αλλά το θέμα είναι αν θα απαλλαγούμε ποτέ από τις εξαρτήσεις αυτές.
Εξάλλου, και από καθαρά οικονομική σκοπιά, η μανιώδης επένδυση στην οικονομία των υδρογονανθράκων επιταχύνει τον εγκλωβισμό των εθνικών οικονομιών στη δίνη της κρίσης, που δεν έχουμε αποφασίσει ακόμη αν είναι πετρελαϊκή ή κρίση τιμών, ή χρηματοπιστωτική, ή κρίση διατροφής. Ξέρουμε μόνο ότι είναι μια κρίση που αδειάζει την τσέπη μας. Για την ακρίβεια, αδειάζει την τσέπη -και τα στομάχια- των φτωχών, αλλά γεμίζει τα χαρτοφυλάκια των κερδοσκοπικών κεφαλαίων που επενδύουν στο πετρέλαιο, στο αέριο, στο σιτάρι, στο νερό, στη γη και στο μέλλον -ποιος ξέρει;- στον αέρα που αναπνέουμε. Η διαρκής επένδυση κρατών και κοινωνιών στην πετρελαϊκή οικονομία εξασφαλίζει απλώς τη διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση πετρελαίου και φυσικού αερίου και μεγεθύνει τον φαύλο κύκλο της ανατίμησής τους (η τάση εξαίρεσης του αερίου απ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο είναι μια βλακεία. Το φθηνότερο αέριο ακολουθεί σαν πιστό σκυλί το πετρέλαιο, κι αν το δεύτερο φτάσει τα 200 δολάρια, το πρώτο απλώς θα είναι 20% φθηνότερο).
Αλλ’ αυτό που χρειάζονται οι -καταναλωτικές- κοινωνίες για να σπάσουν τον ενεργειακό φαύλο κύκλο είναι μια επανάσταση στην πλευρά της προσφοράς, όχι της ζήτησης. Όχι με νεοφιλελεύθερες συνταγές λιτότητας και απαγόρευσης, αλλά με μια φιλοσοφία αυτοσυγκράτησης. Με μια αντίληψη διαχωρισμού του αναγκαίου από το περιττό, μια λογική προστασίας του μέλλοντος από την απληστία του παρόντος. Γιατί είναι προφανές πια πως η απόσταση της ανάπτυξης από την ύφεση, του πλούτου από την ένδεια, του κορεσμού από την πείνα, δεν είναι τόσο μεγάλη όση φαίνεται. Η μετάπτωση από τη μία κατάσταση στην άλλη μπορεί αν γίνει σε λίγους μήνες ή και εβδομάδες ακόμη.
Γι’ αυτό και δεν πρόκειται να σπεύσω να στήσω ανδριάντα στον Καραμανλή για τον ενεργειακό άθλο της Μόσχας. Σκέφτομαι, άλλωστε, ότι ακόμη κι αν η κόρη μου είναι στην τυχερή γενιά που δεν θα υποφέρει από κρύο ή ποδαρόδρομο, τα εγγόνια μου -αν υπάρξουν- μάλλον θα παίζουν κρυφτό στα κατάξερα κουφάρια των αγωγών (ρωσικών, αμερικανικών, τουρκικών, τι σημασία έχει;) ή θα τα επισκέπτονται ως μνημεία της ενεργειακής μας προϊστορίας.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (3/4/2008)
Όταν ήμουν παιδί τη δεκαετία του 1940, μερικοί δάσκαλοί μου ήταν αρκετά μεγάλοι ώστε να θυμούνται τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν τα αυτοκίνητα αντικαθιστούσαν τις ιππήλατες άμαξες και τους τροχιοδρόμους στους δρόμους των πόλεων των ΗΠΑ. Οι δύο μεγαλύτερες άμεσες συνέπειες που δοκίμασαν οι κάτοικοι των αμερικανικών πόλεων, όπως θυμούνται οι δάσκαλοί μου, ήταν ότι οι πόλεις τους έγιναν με θαυμαστό τρόπο πιο καθαρές και πιο ήσυχες. Δεν λερώνονταν πια με τις κοπριές και τα ούρα των αλόγων, ενώ δεν υπήρχε πια ο διαρκής θόρυβος από τις οπλές των αλόγων στο πλακόστρωτο. Σήμερα, μετά την εμπειρία ενός αιώνα με αυτοκίνητα και λεωφορεία, μας φαίνεται γελοίο ή αδιανόητο να τα επαινεί κανείς επειδή δεν ρυπαίνουν και είναι αθόρυβα. Μολονότι κανείς δεν υποστηρίζει την επιστροφή στο άλογο ως λύση για την αιθαλομίχλη από τα καυσαέρια των μηχανών, τούτο το παράδειγμα βοηθά να φωτιστούν οι απρόβλεπτες αρνητικές παρενέργειες ακόμη και των τεχνολογιών εκείνων που επιλέγουμε να διατηρήσουμε.
Jarred Diamond, «Κατάρρευση»
Jarred Diamond, «Κατάρρευση»
Subscribe to:
Posts (Atom)