Saturday, September 25, 2021

Ευχαριστώ Ανγκελα

¨Η Εφημερίδα των Συντακτών", 25-26/9/2021


Αγαπητή Ανγκελα, σεβαστή κυρία Μέρκελ

ΕΠΙΤΡΕΨΕ ΜΟΥ αυτόν τον τόνο οικειότητας, αν και είμαι ένας από τους 7,5 δισ. ανθρώπους που προφανώς δεν ξέρεις, έστω κι αν δεν τους αγνοείς εντελώς. Θέλω να σε ευχαριστήσω και προσωπικά για όλες τις συγκινήσεις που μου πρόσφερες τα 16 χρόνια σου στη γερμανική καγκελαρία. Οσο κι αν θα σου φαινόταν παράξενο, αν κατά τύχη είχε πέσει στα χέρια σου κάποιο θυμωμένο παμφλέτο μου, ειλικρινά αισθάνομαι προσωπικά ευγνώμων για τις χιλιάδες αφορμές που έδωσε ο βίος και η πολιτεία σου στην ηγεσία της Γερμανίας και της Ευρώπης. Θα ξέρεις, άλλωστε, ότι το όνομά σου συναγωνίζεται σε συχνότητα χρήσης το όνομα του Ιησού ή του Μπάιντεν. Αλλά πέραν αυτού ως δημοσιογράφοι και ΜΜΕ οφείλουμε πολλαπλάσια «ευχαριστώ». Σε αντίθεση με την αδιάφορη εμφάνισή σου, σφιγμένη στο ίδιο καθιερωμένο ταγέρ ή κοστούμι των τεσσάρων - πέντε αποχρώσεων και των τριών κουμπιών, με το πρόσωπο που σπάνια το χάραζε χαμόγελο εκτός αν το απαιτούσε η ευγένεια ή το πρωτόκολλο, δεν πέρασε μέρα από τον Οκτώβριο του 2005 που να μη δώσεις τροφή για σχόλια, ρεπορτάζ, αναλύσεις, κριτική, σκίτσα. Ως επαγγελματίες σού οφείλουμε πολλά.

ΟΜΩΣ, αγαπητή Ανγκελα, σ’ ευχαριστώ και ως πολίτης αυτής ειδικά της χώρας, γιατί από τα δεκάξι χρόνια θητείας σου, τα δέκα σού απέσπασε μεγάλο μέρος της προσοχής και σου απορρόφησε πολλήν από την ικμάδα και τη σκέψη σου. Σ’ ευχαριστώ που κάποιες στιγμές κατάφερες να βγάλεις τον κόσμο αυτής της χώρας στους δρόμους κατά εκατοντάδες χιλιάδες και εκατομμύρια, σε ευχαριστώ που συχνά τον θύμωνες τόσο που έδινε σ’ αυτή τη μικρή κόγχη της ευρωπαϊκής περιφέρειας την ισχύ μιας υπερδύναμης της παγκόσμιας κρίσης, ενός απρόσμενου ολετήρα του καπιταλισμού. Σ’ ευχαριστώ για τα παράθυρα αφύπνισης και ευκαιρίας που μας άνοιξες, έστω κι αν εμείς κωλώσαμε να τα δρασκελίσουμε, εγκλωβισμένοι στον φόβο του αγνώστου. Λες κι εσύ δεν έτρεμες από τον ίδιο φόβο…

Σ’ ευχαριστώ για την αφοσίωσή σου στο προτεσταντικό πνεύμα του καπιταλισμού, πράγμα αναμενόμενο για κόρη λουθηρανού πάστορα, έστω κι αν δεν είμαι σίγουρος αν και σε τι θεό πιστεύεις ή πίστεψες ποτέ. Σ’ ευχαριστώ για την ιδεαλιστική αφέλεια με την οποία ξεγύμνωσες την «κοινωνική οικονομία της αγοράς» από τα ψιμύθια της ευημερίας για όλους, από τις ψευδείς προσδοκίες ότι η αύξηση του εθνικού ή του παγκόσμιου πλούτου επιφυλάσσει ένα αξιοπρεπές κομμάτι τούρτας για τον καθένα. Ευχαριστώ που αποκάλυψες ότι η λιτότητα, η θυσία και η στέρηση των πολλών, η εγκράτεια των φτωχών, η καθήλωση των μισθών δεν είναι η απόκλιση, αλλά ο κανόνας.

Σ’ ευχαριστώ ακόμη και για την αποφασιστικότητα με την οποία διέσυρες την υποτιθέμενη ευρωπαϊκή ιδέα, αποδεικνύοντας ότι το συνονθύλευμα κρατών και επιχειρηματικών συμφερόντων που συγκροτεί αυτό που ονομάζεται Ευρωπαϊκή Ενωση, είναι πρωτίστως μια γερμανική -ενίοτε γαλλογερμανική- αυτοκρατορία που βαδίζει και εξελίσσεται όσο αργά ή όσο γρήγορα αποφασίζει η καγκελαρία στο Βερολίνο. Οτι διευρύνεται εκρηκτικά, όταν η γερμανική ελίτ διψά για επέκταση, και κλείνεται σαν στρείδι, όταν νιώθει πως απειλείται.

Σ’ ευχαριστώ που απέδειξες ότι τα ελλείμματα των τεμπέληδων του Νότου είναι τα πλεονάσματα της χώρας σου και των στενών συμμάχων της, σ’ ευχαριστώ που έκανες τόσο διάφανο, προφανές και κοινότοπο το γερμανικό imperium σε όλη την ήπειρο, σ’ ευχαριστώ που δεν έκρυψες στιγμή ότι ο σκληρός γερμανικός οικονομικός εθνικισμός είναι τελικά ο πυρήνας του επίπλαστου ευρωπαϊσμού και κοσμοπολιτισμού σου. Ησουν η βασική υφάντρα της ευρωπαϊκής θεσμικής κουρελούς, με τις αμηχανίες σου και με τους τσαμπουκάδες σου, με τις αναβολές και τις βιασύνες σου, με τη σιωπή και την παρρησία σου.

ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ να σε ευχαριστήσω ακόμη για την προσήλωσή σου στην εξουσία, που τόσο χόρτασε και απ’ την οποία αφαίρεσες κάθε σκιά ιδιοτέλειας, ξιπασιάς και απληστίας. Αν και η έφοδός σου την καγκελαρία είχε όλα τα χαρακτηριστικά της φιλαρχίας, του αριβισμού και του τυχοδιωκτισμού, αν και η αναρρίχησή σου απαίτησε αρκετούς πολιτικούς «φόνους» και πατροκτονίες, οι θητείες σου είναι μια απαράμιλλη άσκηση ισορροπιών και υπαγωγής όλου του πολιτικού συστήματος της Γερμανίας στην υπηρεσία της τάξης που σε στήριξε. Συγκυβέρνησες σχεδόν με όλους τους πολιτικούς αντιπάλους σου, επιβάλλοντας μια μοναδική ώσμωση ανάμεσα στο ταξικό, το εθνικό και το «οικουμενικό» συμφέρον.

«Είμαστε πρώτοι σε εξαγωγές και έχουμε πλεονάσματα γιατί φτιάχνουμε τα καλύτερα προϊόντα στον κόσμο», είπες κάποια στιγμή, μεσούσης της κρίσης χρέους, όταν τουλάχιστον πέντε ευρωπαϊκές κοινωνίες και οικονομίες υπέφεραν και κατέρρεαν υπό το βάρος της σιδηράς τιμωρίας που τους επέβαλες. Δεν ήταν επίδειξη αλαζονείας, το πίστευες πιθανότατα ότι κάποια μοναδική «γερμανική δεξιότητα» είναι η αιτία του χάσματος που χωρίζει πλούσιες και φτωχές χώρες στην Ε.Ε. Αλλά υποθέτω ότι είχες τη διορατικότητα να αντιληφθείς ότι μια ανεξέλεγκτη επέκταση του «γερμανισμού» σου άνοιγε ένα επικίνδυνο κανάλι καταβύθισης στην άβυσσο του τόσο επίμονα κι επίπονα ξεχασμένου ναζισμού. Τρόμαξες ακόμη και συ και το μάζεψες διακριτικά. Αρκούσε η Volkswagen να σκίζει σε πωλήσεις και η Siemens σε δημόσιες προμήθειες. Δεν χρειαζόταν οι περιττές κόντρες του Σόιμπλε με τη Φρανκφούρτη για τις νομισματικές αποκοτιές της να τρέφουν τη φασίζουσα AfD.

Αγαπητή Ανγκελα, έχεις δώσει τόσους λόγους σε τόσα εκατομμύρια ανθρώπων για να σε μισήσουν ή να σε λατρέψουν που θα χρειάζονταν βιβλία ολόκληρα για να τους παρατεθούν. Κι είμαι βέβαιος ότι θα υπάρξουν πολλά τέτοια βιβλία, έστω κι ερήμην σου. Δεν είσαι ο τύπος γυναίκας που έχει ήδη πουλήσει τα δικαιώματα της βιογραφίας ή των απομνημονευμάτων της. Σε λίγες μέρες ίσως θα εμφανίζεσαι στο σουπερμάρκετ της γειτονιάς σου με το καλάθι για τα ψώνια της μέρας, όπως το έκανες αραιά και πού ακόμη και ως καγκελάριος. Δεν ξέρω τι βαθμός υποκρισίας και πόζας υπάρχει σε αυτή την επίδειξη ταπεινότητας. Ισως αποπνέει απλώς εκείνη την αίσθηση μέτρου που χαρακτηρίζει μέτριους κι όχι μεγαλοφυείς ή εξαιρετικά χαρισματικούς ανθρώπους συνθλιβόμενους υπό το βάρος των υπερβολικών ταλέντων τους. Η μετριότητα των μετρίων αφήνει χώρο στην ψυχραιμία και τη διορατικότητα. Αυτή που επέτρεπε σε σένα, Ανγκελα, να βλέπεις α λα καρτ τη Γερμανία παγκόσμια και τον κόσμο γερμανικά και να μη βλέπεις δίλημμα μεταξύ μιας γερμανικής Ευρώπης και μιας ευρωπαϊκής Γερμανίας. Την ίδια μετριότητα που σου έδωσε την ευελιξία να δέχεσαι ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες και να κρατάς διαύλους επικοινωνίας με τον Πούτιν και τον Σι, εν μέσω αντιρωσικής και αντικινεζικής υστερίας. Τη μετριότητα που σε ώθησε εκ των υστέρων να δηλώνεις περίπου θλίψη για τις οδύνες στις οποίες υπέβαλες την ελληνική κοινωνία, αν και ούτε μια στιγμή υπαινίχτηκες πως μετάνιωσες. Φυσικά και δεν μετάνιωσες. Γιατί δεν έχεις καμιά αμφιβολία ότι «έπρεπε» να γίνει. Με κάθε κόστος.

Αλλά το δικό σου «επέπρωτο», αγαπητή Ανγκελα, γέννησε τα δικά μας «απεταξάμην». Κι αυτή η σύγκρουση είναι που σε κάνει αξιοθαύμαστα μισητή ή μισητά αξιοθαύμαστη. Σ’ ευχαριστούμε για τις ακραίες συγκινήσεις που μας πρόσφερες για 16 χρόνια. Ας ελπίσουμε ότι θα μείνεις μοναδική και ανεπανάληπτη. Για το καλό όλων μας.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Δεν θα αφήσω κανέναν να μου πει ότι πρέπει να ξοδέψουμε περισσότερα χρήματα. Αυτή η κρίση δεν προέκυψε επειδή κόψαμε πολύ λίγα χρήματα, αλλά επειδή δημιουργήσαμε οικονομική ανάπτυξη με πάρα πολλά χρήματα και δεν ήταν βιώσιμη ανάπτυξη.

Ανγκελα Μέρκελ, καγκελάριος της Γερμανίας: Δήλωση στη σύνοδο του G20, 30/3/2009, στο Λονδίνο

Saturday, September 18, 2021

Σύνταξη στα 18!

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 18-19/9/2021


Επειδή η πραγματικότητα, σκληρή ή τρυφερή, ζοφερή ή παραδεισένια, δεν έχει ούτε πρόκειται να αποκτήσει σχέση με την πολυδιαφημισμένη πλην μάλλον ανύπαρκτη κανονικότητα, επαναφέρω μια πρόταση που είχα διατυπώσει μέσω αυτής της στήλης πριν από πολλά χρόνια (δεν θυμάμαι ακριβώς), όταν φιλοξενούνταν στις σομόν σελίδες καθωσπρέπει συντηρητικής εφημερίδας (αναζητώ απελπισμένα το κείμενο που είμαι σίγουρος ότι κάποια στιγμή έχω γράψει, αλλά, φευ, ούτε η φθίνουσα μνήμη βοηθάει ούτε ο ψηφιακός ημι-αναλφαβητισμός μου, πράγματα που επιβεβαιώνουν την επικαιρότητα και αναγκαιότητα της πρότασής μου). Σύνταξη στα 18! Ενα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, μια νέα συνθήκη ανάμεσα στις γενιές, μια νέα ισορροπία ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, μια τίμια συναλλαγή παρελθόντος και μέλλοντος.


Το ερέθισμα φυσικά μου το έδωσε η κυβέρνηση του Μωυσή. Παρατηρώντας την έγνοια του Κυριάκου για τη νέα γενιά, την επιμονή με την οποία προσπαθεί ακόμη και τον κύκλο των εποχών να αλλάξει για χάρη της, φέρνοντας στα παιδιά αιώνιο καλοκαίρι, άρα και παντοτινές σχολικές διακοπές, βλέποντας την τρυφερότητα με την οποία μοιράζει στους εφήβους προπληρωμένες κάρτες έναντι εμβολίου, επιταγούλες ψηφιακής μέριμνας για τα λαπτοπάκια τους, άφθονα γκίγκα για ατέλειωτο και αμέριμνο σερφάρισμα, μένοντας κι εγώ ενεός με την υπόσχεση για το χιλιοδιακοσάρι σε κάθε νεοπροσλαμβανόμενο, την πρόνοια για το πρώτο ένσημο των νέων που δεν τους αξίζει η τύχη του Ξανθόπουλου («Μάνα, δεν μου κολλάν’ τα ένσημα»), την ασύλληπτη σύλληψη της «ασφαλιστικής μεταρρύθμισης για τη νέα γενιά» και το κυβερνητικό άλμα στο μέλλον, στο έτος 2061, οπότε θα βγει η πρώτη πλήρης ιδιωτική επικουρική σύνταξη των 200 ευρώ, μαθαίνοντας ότι η κυβερνητική τρυφερότητα για τη νέα γενιά φτάνει μέχρι και στη διάθεση διαμερισμάτων σε όσους νέους κάνουν την αποκοτιά να παντρευτούν, αθροίζοντας λοιπόν όλες αυτές τις γερές δόσεις κυβερνητικής γενναιοδωρίας προς το νεανικό πρεκαριάτο, αναρωτιέμαι γιατί δεν κάνουν κάτι πιο ριζικό και ριζοσπαστικό: να δίνουν σύνταξη σε κάθε νέα και νέο από τη στιγμή που ενηλικιώνεται για περίπου είκοσι χρόνια. Και μαζί ένα πακέτο παροχών αξιοπρεπούς διαβίωσης: διευκολύνσεις για στέγαση, επιταγές διακοπών, εκπτώσεις στην ψυχαγωγία, την εστίαση, στα βιβλία, δωρεάν ή τουλάχιστον φτηνές υπηρεσίες τηλεπικοινωνίας. Και αντί για οίκους ευγηρίας, το κράτος πρόνοιας να χρηματοδοτεί γιουθ χόστελ, κάμπινγκ, συγκροτήματα φιλοξενίας και πάρκα διασκέδασης.

Εσεις νομίζετε ότι απλώς κάνω χαζή και χοντροκομμένη πλάκα, όμως αν το καλοσκεφτείτε αυτή είναι η (ορθο)λογική απόληξη του μίγματος νεοφιλελεύθερου κρατισμού ή κρατικιστικού νεοφιλελευθερισμού (διαλέξτε) που επικρατεί στη θολωμένη σκέψη των επιτελών του μητσοτάκειου επιτελικού κράτους (και πολλών ακόμη ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, για να μην αδικώ τους δειλούς, μοιραίους κι άβουλους αντάμα ενοίκους του Μαξίμου).

Εφόσον, για παράδειγμα, η ιδιωτική επικουρική σύνταξη είναι εγγυημένη, βρέξει χιονίσει, ακόμη κι αν καταρρεύσουν οι αγορές, γιατί να μην την προκαταβάλουν από τώρα στους νέους με το που ενηλικιώνονται; Και γιατί να μην κάνουν το ίδιο και με την κύρια σύνταξη, την επίσης τάχα εγγυημένη, για τα περίπου 20 χρόνια -βαριά- που κατά μέσο όρο την απολαμβάνουν όσοι συνταξιοδοτούνται μετά τα 65 χρόνια;

Εφόσον το μείζον πρόβλημα τόσο για το ασφαλιστικό σύστημα όσο και για την αναπαραγωγή της κοινωνίας και του οικονομικού συστήματος είναι η δημογραφική γήρανση, γιατί να μην αντιστρέψουμε την ακολουθία παραγωγικής δραστηριότητας και απόσυρσης από αυτήν; Εφόσον γινόμαστε κοινωνίες μεσηλίκων και ηλικιωμένων -πλην, κατά τεκμήριο, υγιών και ανθεκτικών- γιατί να μην κρατήσουμε στην παραγωγική διαδικασία του πιο μεγάλο αριθμητικό κομμάτι του πληθυσμού, τους μεταξύ 38 και 78; Εφόσον οι μελλοντολόγοι προβλέπουν με σιγουριά ότι μέχρι το 2050 η αναλογία συνταξιούχων προς εργαζόμενους θα είναι 2 προς 1, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα ασφαλιστικά ταμεία και το δημόσιο χρέος, γιατί να μην κάνουμε τη μεγάλη ανατροπή; Ητοι, να δουλέψουν οι πολλοί (εμείς οι μεσήλικες και οι κωλόγεροι) και να συνταξιοδοτηθούν οι λιγότεροι, δηλαδή οι νεότεροι. Εφόσον υπάρχει η βεβαιότητα ότι το προσδόκιμο ζωής θα αυξάνεται διαρκώς, ότι η ποιότητα υγείας των μεσηλίκων και άνω θα βελτιώνεται και επομένως τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης πρέπει να μετακινούνται διαρκώς προς τα πάνω, πέρα από τα 67, πέρα από τα 70, στα 75 για παράδειγμα, γιατί να μην αντιστρέψουμε τις σταθερές της ζωής: τα πρώτα 38 χρόνια της ζωής, τα κατά συνθήκη πιο όμορφα, μαμ, κακά και νάνι στην αρχή, παιχνίδι και σχολείο μετά, διασκέδαση και μόρφωση στη συνέχεια, ζευγάρωμα κι απόλαυση μετά, παιδιά για όσες και όσους θέλουν, με άφθονο χρόνο μαζί τους, να τα χορτάσεις στα καλύτερά τους χρόνια. Κι έπειτα, χορτάτοι από την πιο δροσερή, ζουμερή κι απολαυστική φέτα της ζωής, τα επόμενα 35-40 χρόνια ας τα αφιερώνουμε για να ξεπληρώσουμε το χρέος μας στο Λεβιάθαν, δουλεύοντας μέχρι τελικής πτώσεως.

Εφόσον οι τεχνοκράτες της αγοράς εργασίας μάς ξεκαθαρίζουν ότι οι σημερινοί νέοι εργαζόμενοι θα αλλάξουν τρεις- τέσσερις φορές επάγγελμα στη ζωή τους, γιατί να μην τους προσφέρουμε άνεση χρόνου μέχρι τα 38 τους να μάθουν και να καταρτιστούν σε όλες τις δυνατές δεξιότητες, επιστήμες και τέχνες; Και αφού οι ίδιοι τεχνοκράτες είναι βέβαιοι ότι οι σημερινοί πενηντάρηδες και εξηντάρηδες έχουν την ευελιξία, την ευχέρεια, τα ανακλαστικά, τα σωματικά κότσια, τις ψυχικές αντοχές να αλλάζουν εργασιακή πίστα όποτε μένουν άνεργοι, να καταρτίζονται και να ξανακαταρτίζονται, να μαθαίνουν απεριόριστα καινούργια πράγματα, να κολυμπούν στα βαθιά της ψηφιακής οικονομίας, να αρχίζουν πρόθυμα από το μηδέν, να μηδενίζουν εργασιακή εμπειρία δεκαετιών και να μην αντιδρούν σαν κακομαθημένοι νεολουδίτες στα απς και τα ουτίλιτις και τα φασίλιτις και τα απντέιτς που περνούν καταιγιστικά μπροστά από τα μάτια τους σε κάθε ψηφιακή οθόνη που υποχρεώνονται να χειριστούν, γιατί λοιπόν να μη γίνουν αυτοί η παραγωγική καρδιά της «Ελλάδας 2.0»; Οι σαραντάρηδες είναι σαν δύο εικοσάρηδες, άρα και οι ογδοντάρηδες είναι σαν δύο σαραντάρηδες ή τέσσερις εικοσάρηδες, άλλωστε η εργασία απελευθερώνει, κι αν μάλιστα συνεχίζεται μέχρι τα γεράματα, απελευθερώνει ταχύτερα και σιγουρότερα.

Σύνταξη στα 18, «πρώτο ένσημο» στα 38, δουλειά μέχρι τα 78 και μετά στην ευχή του καριόλη, ιδού το ιδεώδες σχήμα του νέου κοινωνικού συμβολαίου, πώς δεν το έχουν σκεφτεί στο Μαξίμου;


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Ανδρέας: Και θα τολμήσεις βρε παλιόγερε, μ' αυτό το στόμα που στο 'χουν φτιάξει σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες να φιλήσεις αυτό το αλάβαστρο;
Αγησίλαος: Μωρέ θα του αλλάξω τα φώτα σού λέω… Κι όσο για σένα που είσαι τόσο ρομαντικός, περίμενε τον διάβολο να σε κάνει νέο!
Ανδρέας: Αχ! Τι να σου πω, μωρέ, που ήρθε ο διάβολος, αλλά ήρθε στον ύπνο μου. Δεν ερχόταν στο ξύπνιο μου και σου 'λεγα εγώ! Γιατί τώρα ξέρω καλά πώς να τον παζαρέψω. Νέος, βέβαια, κι ωραίος, αλλά όχι φτωχός. Μην κοιτάς που ήρθε στον ύπνο μου και μου την έσκασε! Για να 'ρθει και στον ξύπνιο μου και σου λέω εγώ!

Αλέκου Σακελλάριου, Χρήστου Γιαννακόπουλου, «Αλίμονο στους νέους»

Saturday, September 11, 2021

Η ακρίβεια είναι παροδική, η βλακεία μόνιμη

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 11-12/7/2021

Εξόρυξη κερδών (Χρηματιστήριο Μετάλλων Λονδίνου).

Αυτό είναι το δεύτερο σοκ στη διάρκεια της πανδημίας που αποσταθεροποιεί τους απανταχού Γης (νεο)φιλελεύθερους και τις βεβαιότητες της θεμελιώδους βλακείας τους. Το πρώτο ήταν η επιστροφή του απεχθούς κρατισμού, που τον ανέστησαν εκ του τάφου και τον ρουφάνε μέχρι μυελού των οστέων (των δικών μας, βεβαίως, γιατί η κρατική γενναιοδωρία είναι δανεική κι εμείς θα χρειαστεί να την ξοφλήσουμε). Το δεύτερο σοκ είναι η νεκρανάσταση από τα Τάρταρα του πληθωρισμού, όχι με τις προ πολλών δεκαετιών θηριώδεις διαστάσεις και τα διψήφια ποσοστά, αλλά με ταπεινά μονοψήφια άλματα που παραβιάζουν το ιερό όριο της μονεταριστικής ορθοδοξίας, το περίφημο 2%, που κανείς εδώ και δύο δεκαετίες δεν έχει εξηγήσει γιατί είναι ο «ιδανικός πληθωρισμός» (γιατί όχι 2,3% ή 1,5%, 4%; Η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά, γιατί έχει προ πολλού πάρει διαζύγιο από την οικονομία).

Οπως το πρώτο σοκ της ορμητικής επαναφοράς του κράτους στην οικονομία, με κρουνούς χρήματος και πλήρη υποκατάσταση της παραλυμένης αγοράς, προκάλεσε παραληρήματα στους φιλελέδες, που έγλειψαν εκεί που έφτυναν με ζήλο νεοφώτιστων, έτσι και η επιστροφή του πληθωρισμού πυροδότησε έναν χείμαρρο αυθεντικών ανοησιών. «Οι ανατιμήσεις είναι παγκόσμιο φαινόμενο και είναι παροδικό», λένε τα κυβερνητικά στελέχη, αναμασώντας τα κλισέ των κεντρικών τραπεζιτών. Φυσικά και είναι παροδικές οι ανατιμήσεις, παροδικός και ο πληθωρισμός, όπως παροδικός ήταν και ο αποπληθωρισμός μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, παροδική ήταν η παγκόσμια ύφεση, παροδική και η ανάκαμψη που την ακολούθησε, παροδικά τα χρηματιστηριακά κραχ, παροδική και η φρενίτιδα των μετοχών, παροδική η υψηλή ανεργία, παροδική και η αύξηση της απασχόλησης, παροδική ήταν η εκτίναξη των αποδόσεων των ομολόγων, παροδικά και τα αρνητικά ή μηδενικά επιτόκια με τα οποία δανείζονται πολλές χώρες, όλα παροδικά είναι στον καπιταλιστικό οικονομικό κύκλο, άνοδος και πτώση, χάδια και χαστούκια, παράδεισος και κόλαση, μόνο που όλες οι παροδικότητες αυτού του κύκλου γίνονται όλο και πιο πυκνές, όλο και πιο βίαιες. Ολα είναι παροδικά στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, εκτός από τη βλακεία των πολιτικών διαχειριστών του που έχει γίνει μόνιμη και συστημική.

Για να καταλάβουμε την επικράτεια –και επικράτηση– της οικονομικής ανοησίας, αρκεί να πάμε σαράντα χρόνια πίσω. Το 1981, όταν εγώ και πολλοί από σας ήμασταν ακόμη στα ντουζένια μας και μ’ ένα κατοστάρικο (δραχμές) στην τσέπη αισθανόμασταν άρχοντες, ο παγκόσμιος πληθωρισμός ήταν πάνω από 12,5% (στην Ελλάδα πάνω από 20%) και τα συνδικάτα πάσχιζαν να πετύχουν αυξήσεις μισθών έστω στο μισό αυτού του θηριώδους ποσοστού που κατέτρωγε το εισόδημα της εργασίας. Τότε ήταν που επινοήθηκαν τα σχήματα Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (θυμάστε την ΑΤΑ;), τα οποία αν και περιείχαν την έμμεση ομολογία ότι τελικά «δεν φταίνε οι μισθοί για τον πληθωρισμό», δεν είχαν ιδιαίτερη τύχη. Η ολέθρια διασταύρωση μονεταριστών και νεοφιλελεύθερων στην παγκόσμια διακυβέρνηση της αναπτυγμένης Δύσης τα σάρωσε, εδραιώνοντας την πεποίθηση ότι για την ιερά σταθερότητα των τιμών χρειάζονταν τρία πράγματα: οι κεντρικές τράπεζες να ελέγξουν αυστηρά τη ροή χρήματος, το κράτος να αφήσει την αγορά να αυτορυθμιστεί και η εργασία να τιμωρηθεί με αιώνια διατίμηση. Μεγάλη πετυχεσιά: η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έγινε η πρώτη που τα έκανε αυτά «ευαγγέλιό» της, οι μισθοί μπήκαν σε βαθιά κατάψυξη, τα συνδικάτα πέρασαν στην παρακμή, ο παγκόσμιος πληθωρισμός έπεσε το 2001 στο 4% κι έτσι πορεύτηκε μέχρι το 2008, όταν η χρηματοπιστωτική κρίση τον διπλασίασε σε χρόνο dt, έπειτα η ύφεση τον καταβαράθρωσε και γενικώς όλο το (βραβευμένο με Νόμπελ!) μοντέλο οικονομικής ανοησίας διαψεύστηκε με όλους τους δυνατούς τρόπους.

Τι διδάχθηκαν κεντρικοί τραπεζίτες, σχεδιαστές οικονομικής πολιτικής και κυβερνήσεις από αυτόν τον απολογισμό της χαμένης δεκαετίας; Απολύτως τίποτε! Μόλις προχθές η Λαγκάρντ, σαν καλός παπαγάλος –κι όχι περιστέρι– αναμάσησε τους κρωγμούς των γερακιών για τον πληθωρισμό που μπορεί «να προκαλέσει γενικευμένες πιέσεις για αύξηση μισθών», και πω πω κακό που μας εύρηκε. Θυμάστε τις συστάσεις τις ΕΚΤ, λίγο πριν από την πανδημία, για αυξήσεις αμοιβών τουλάχιστον στις πλεονασματικές χώρες; Ξεχάστε τες! Δεν θα τις ξανακούσετε, επιστρέφουμε στη μυθολογία του 19ου αιώνα για τον φαύλο κύκλο μισθών-τιμών. Αν φοβάστε την ακρίβεια, δύο πράγματα οφείλετε να κάνετε: να πάτε στο αφεντικό σας και να του δηλώσετε ότι παραιτείστε από οποιαδήποτε αύξηση για τα επόμενα 2-3 χρόνια και να μπαίνετε καθημερινά στο παρατηρητήριο τιμών του Αδώνιδος και τιμολογίων ρεύματος της ΡΑΕ για να βρείτε τα φτηνότερα. Κι οι τιμές θα πέσουν στο πιτς φιτίλι.

Το γεγονός ότι το κατασκεύασμα που λέγεται αγορά, όπου τάχα ο ανταγωνισμός και ο νόμος προσφοράς-ζήτησης εξασφαλίζουν σύγκλιση προς τις «φυσικές τιμές» των αγαθών, απλώς δεν υπάρχει πια, δεν περνάει από το μυαλό των Νόμπελ της ανοησίας. Ούτε αγορά υπάρχει ούτε το πρόβλημα είναι τα καρτέλ που τάχα στρεβλώνουν τη λειτουργία της. Ή, αν σας σοκάρει αυτή η διατύπωση, όλη η παγκόσμια αγορά είναι ένα τεράστιο καρτέλ χρηματιστών που διαπραγματεύονται και καθορίζουν καθημερινά τις τιμές κάθε πρώτης ύλης, κάθε βασικού αγαθού και κάθε υπηρεσίας που είναι απαραίτητα για την επιβίωσή μας. Από το γάλα, το στάρι και τους σπόρους τομάτας που αφορούν το πιάτο μας, μέχρι το λίθιο, τον γραφίτη ή το ίνδιο που καθορίζουν την «πράσινη» και ψηφιακή βιομηχανία. Κι αν υποθέσουμε ότι η τομάτα σηκώνει ένα παζάρι στους πάγκους της λαϊκής από τους υποψιασμένους καταναλωτές, με τις σπάνιες γαίες τι ακριβώς θα γίνει; Ξέρει ο Αδωνις κανέναν να παίρνει στο μίνι μάρκετ της γειτονιάς τηλέφωνο (ή στο London Metal Exchange) και να παραγγέλνει; «Βάλε δέκα γραμμάρια κοβάλτιο και, πού ’σαι, απ’ το καλό, και δέκα δράμια νικέλιο, ναι, κυρ Στέφανε, θα το κάψουμε απόψε…». Δεν παίζει αυτό, σωστά;

Η αγορά δεν πρόκειται να διορθώσει γιατί όχι μόνο η τιμή κάθε εμπορεύματος, αλλά ο ίδιος ο πληθωρισμός έχει γίνει πια ένα χρηματιστηριακό μέγεθος που καθορίζεται από το παιχνίδι επενδυτικών κεφαλαίων, επενδυτικών τραπεζών, κυνηγών του χρήματος, αγοραστών προθεσμιακών συμβολαίων και μέλλοντος. Αυτοί είναι το αόρατο χέρι της αγοράς. Και έχουν τον έλεγχο της τσέπης μας, της πείνας και της δίψας μας γιατί τους τον έχουν εκχωρήσει οι πολιτικές ηγεσίες. Αυτές που δηλώνουν ήσυχες για την παροδικότητα των ανατιμήσεων, αλλά ανήσυχες για ενδεχόμενες αυξήσεις στους μισθούς. Τι μισθούς και μπόνους παίρνουν για να λένε τέτοιες ανοησίες δεν θέλετε να ξέρετε.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Το δόγμα ότι «ο μισθός της εργασίας καθορίζει τις τιμές των εμπορευμάτων», εκφραζόμενο με την πιο αφηρημένη του διατύπωση, καταλήγει στο ότι «η αξία καθορίζεται από την αξία», και η ταυτολογία αυτή σημαίνει στην πραγματικότητα ότι δεν ξέρουμε τίποτα για την αξία. Αν επιμείνουμε σ’ αυτή την υπόθεση, τότε κάθε συλλογισμός σχετικά με τους γενικούς νόμους της πολιτικής οικονομίας καταντά κούφια φλυαρία. Γι’ αυτό η μεγάλη υπηρεσία που πρόσφερε ο Ρικάρντο ήταν ότι στο έργο του «Αρχές Πολιτικής Οικονομίας»… ξετίναξε από τη βάση της την παλιά, συνηθισμένη και ξεφτισμένη σοφιστεία σύμφωνα με την οποία «ο μισθός της εργασίας καθορίζει τις τιμές»
Καρλ Μαρξ, «Μισθός, τιμή και κέρδος» (1865)

Saturday, September 4, 2021

Homo Universalis

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 4-5/9/2021


Μπορεί να θεωρηθεί άκομψο, περιττό κι ανεπιθύμητο λέκιασμα ένα μυριοστό κείμενο αναφοράς στον Μίκη στις οικονομικές σελίδες μιας εφημερίδας, ανάμεσα σε αναφορές για μακρο- και μικρο-, φόρους και μεγέθη, τιμές και στατιστικές, κέρδη και ζημιές, αυξήσεις και μειώσεις, πλούτο και φτώχεια. Μπορεί και να ’χει δίκιο όποιος έχει τη σχετική επιφύλαξη. Αλλά αν είσαι καμιά εξηνταριά ετών, αν έχεις γεννηθεί στη φλογερή και ζοφερή δεκαετία του ’60, αν άρχισες να καταλαβαίνεις τον εαυτό σου στην εκρηκτική δεκαετία του ’70, αν έχεις ζήσει τη γοητεία της παράνομης ακρόασης του απαγορευμένου Μίκη από μικρά, βραχνά φορητά πικάπ και κασετόφωνα, αν έχεις ποδοκροτήσει και χειροκροτήσει στις επικές συναυλίες της μεταπολιτευτικής νομιμότητας, αν έχεις συμπορευτεί με τον sui generis κομμουνιστή, αν έχεις θυμώσει με τον πολιτικό τυχοδιώκτη των μεγάλων αλμάτων από αριστερά προς δεξιά και αντιστρόφως, αν έχεις ενοχληθεί από τα εθνικιστικά του διολισθήματα κι αν έχεις απογειωθεί με τα διεθνιστικά του αριστουργήματα, αν έχεις θαυμάσει την ιδιοφυΐα του και έχεις απορήσει με την αφέλειά του, αν έχεις χορέψει τα συρτάκια του κι έχεις δυσκολευτεί με τα συμφωνικά του, αν έχεις κλάψει με τα λυρικά του κι έχεις αναταθεί με τα επικά του, αν η αναρχική του περιδίνηση σε έχει ενθουσιάσει και σε έχει τσατίσει, αν με λίγα λόγια αυτός ο ψηλός τύπος με το βάρος του ταραγμένου αιώνα που παίρνει μαζί του είναι στοιχείο της ταυτότητάς σου, πώς μπορείς να το αποφύγεις αυτό; Απλά δεν μπορείς.

Εμείς του ’60 οι εκδρομείς κι οι λίγο παλιότεροι είχαμε να ξεπεράσουμε κι εκείνο το παράδοξο μουσικο-πολιτικό δίλημμα που προέκυψε προς το τέλος της δεκαετίας του ’70, αρχές του ’80: Μίκης ή Μάνος; Προϊόντα της ίδιας εποχής, χαρακτηρίζονταν από ανάλογης κλίμακας μουσική ιδιοφυΐα και πολιτική οξυδέρκεια. Αλλά του Μάνου το δεύτερο τάλαντο, το πολιτικό, το ανακαλύψαμε με αρκετή καθυστέρηση, όταν στο Τρίτο έβγαζε με αναρχικό σουρεαλισμό τη γλώσσα του σε κάθε όριο και φραγμό λογοκρισίας της Δεξιάς και του καθωσπρέπει καραμανλισμού. Τότε ακριβώς από το τρομερό δίλημμα μας έβγαλε ο ίδιος ο Μάνος, όταν ανέθεσε στον Μίκη να απαγγείλει-τραγουδήσει την «Ελλαδογραφία» του Γκάτσου, από τα περίφημα «Παράλογά» του. Κι έτσι ο Μάνος, με τη μεγαλειώδη ταπεινότητα που τον διέκρινε, ανακήρυξε τον Μίκη «καθολικό Ελληνα» του 20ού αιώνα, παγκόσμιο μπραντ νέιμ της χώρας και της ταραγμένης Ιστορίας της από τον Μεσοπόλεμο και εντεύθεν: «Πότε θ’ ανθίσουνε τούτοι οι τόποι;/ Πότε θα ’ρθούνε καινούργιοι ανθρώποι/ να συνοδεύσουνε τη βλακεία/ στην τελευταία της κατοικία;».

Ο Μίκης ήταν ένας από εκείνους τους καινούργιους ανθρώπους που θα μπορούσαν να έχουν θάψει τη βλακεία, μαζί με την απανθρωπιά, τη σκληρότητα, την εκμετάλλευση, την ανισότητα, την εξαθλίωση, τη φτώχεια, την αμορφωσιά, τον φασισμό, τον αυταρχισμό, τον σκοταδισμό, τη σκλαβιά, τη εθελοδουλία, την ανελευθερία, τη λογοκρισία, τη φίμωση, την καταπίεση, τη στρατοκρατία, την αστυνομοκρατία, τον διχασμό, την πολεμοκαπηλία, την πατριδοκαπηλία, την προδοσία, το ψέμα, την ασχήμια. Ηταν στον αφρό μιας γενιάς καινούργιων ανθρώπων που έγιναν πρόθυμα παρανάλωμα της Ιστορίας, στην τρομακτική αναμέτρηση των ονείρων με τους εφιάλτες του 20ού αιώνα. Δυστυχώς, οι δεύτεροι επικράτησαν συντριπτικά και στις δύο πλευρές της σύγκρουσης.

Κανείς δεν ξέρει ποια διασταύρωση φύσης και βούλησης, τύχης και αναγκαιότητας δίνει σε κάποιους ανθρώπους το ιστορικό προβάδισμα που ξεπερνά τις δεξιότητες και αδεξιότητές τους, τις καλές ή κακές προθέσεις τους, τις μικρότητες και τα μεγαλεία τους, τις κακότητες και τις αγαθότητές τους, τις επιτυχίες και τα λάθη τους, τα αριστουργήματα και τα ανοσιουργήματά τους, τις αλήθειες και τα ψεύδη τους, τα φωτεινά και μελανά ίχνη τους κι όλες τις ενδιάμεσες διαβαθμίσεις της πραγματικότητας, που ποτέ δεν είναι μαύρο - άσπρο. Πάντως, συμβαίνει. Κι αφού η κρησάρα της συλλογικής μνήμης φιλτράρει καλά γεγονότα και κουτσομπολιά, τεκμήρια και αστικούς μύθους, βγάζει στον αφρό τον ρόλο της προσωπικότητας στην Ιστορία, που δεν καταργεί την πάλη των τάξεων, των γενεών, των εθνών, των συστημάτων και των πολιτισμών, αλλά συντονίζεται μ’ αυτήν και αποδίδει μια συνεκδοχή: ο αιώνας του Μίκη ή εποχή Μίκη. Δεν έχει σημασία αν στην επόμενη γενιά αυτή η συνεκδοχή της Ιστορίας μπορεί και να χαθεί. Τώρα, πάντως, κυριαρχεί, όπως προδίδει η καταιγίδα κοινοτοπιών και κλισέ με τα οποία ραίνουν τον τάφο του Μίκη οι πάντες.

Αν κι είναι μάλλον ακατόρθωτο να πεις κάτι που να ξεχωρίζει από τον χείμαρρο της κοινοτοπίας, η ταπεινότητά μου θα απέδιδε στον μεγάλο απόντα το χαρακτηριστικό που έπειτα από πέντε αιώνες επιβίωσης η σκληρή, νεοφιλελεύθερη εποχή εξαφανίζει βίαια: ο Μίκης είναι ένας από τους τελευταίους «Οικουμενικούς Ανθρώπους», μια ασθμαίνουσα, ετεροχρονισμένη ενσάρκωση του αναγεννησιακού Hominis Universalis (ονομαστική: Homo Universalis) που πάει κόντρα στον απόλυτο καταμερισμό εργασίας, αναιρεί τον κατακερματισμό του ανθρώπου και των ικανοτήτων του, υπερβαίνει τις διαιρέσεις της ανθρωπότητας και πασχίζει να αποκαταστήσει τη φυσική συνοχή κι ενότητά της. Μουσική και πολιτική, συγγραφή και οικονομία, τέχνη και κοινωνία, λόγος και έργο, σκέψη και δράση, θεωρία και πράξη, πατριωτισμός και διεθνισμός, σύγκρουση και συμφιλίωση, παράδοση και πρωτοπορία, αντίθεση και σύνθεση, καινοτομία και λαϊκότητα, ατομικότητα και συλλογικότητα, μια ακατάπαυστη κίνηση από το ένα στο άλλο. Οι άνθρωποι που καταφέρνουν να ξεπεράσουν τα σύνορα ανάμεσα σ’ αυτές τις κατηγορίες γίνονται μια προβολή ενός λαμπερού ανθρώπινου μέλλοντος. Και υποθέτω ότι αυτό εννοούσε ο Μίκης κρατώντας από τα «Μεγάλα Μεγέθη» της ζωής του την επιθυμία «να φύγει σαν κομμουνιστής». Το είχε ξαναγράψει άλλωστε ο ίδιος, το 1968, οδυνηρά και αυτοσαρκαστικά: «Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά./ Πρέπει να γίνεις, πρέπει να κλάψεις./ Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος./ Η εκπόρθηση να φτάσει ώς τις ρίζες των βουνών».

Ζούμε στην εποχή της ριζικής εκπόρθησης και του τέλειου εξευτελισμού. Ελπίζουμε πως το μέλλον ανήκει στους Homines Universales.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Χτυπάτε της οργής προφήτες
καμπάνα στην Καισαριανή
να ’ρθουν απόψε οι Διστομίτες
να ’ρθουν κι οι Καλαβρυτινοί
με σπαραγμό κι απελπισία
για τη χαμένη τους θυσία.

Αραγε είναι αληθές ότι η θυσία των απέβη επί ματαίω;
Ουδείς δύναται να αποφανθή μετά βεβαιότητος και ουδείς δύναται να
προεξοφλήση το μέλλον διότι η ιστορία των ανθρώπων είμαι μία
συνεχής παλινδρόμησις. Αλλά με την διαρκώς ογκουμένην υπερτροφίαν της
Αττικής αι προοπτικαί διαγράφονται σκοτειναί. Οι αρχαίοι Θεοί δεν
υπάρχουν πλέον διά να δώσουν την λύσιν, και ούτω, θάττον ή βράδιον,
αι Αθήναι θα συγκεντρώσουν εις τους κόλπους των και θα εξαφανίσουν διά
παντός την Ελληνικήν αρετήν, ως ο Κρόνος εις το απώτατον παρελθόν
κατέτρωγε τα ίδια αυτού τέκνα ή ως ο Ηλιος εις το απώτατον μέλλον θα
συγκεντρώσει εις τας αγκάλας του τους πλανήτας του
και θα καταβροχθίσει αυτούς!

Νίκου Γκάτσου, «Ελλαδογραφία» (από «Τα Παράλογα» του Μ. Χατζιδάκι. Τραγούδι: Μίκης Θεοδωράκης)