Mark Rothko, “White over red” (1957) |
Έχουμε και λέμε: Φλεβάρης, Μάρτης, Απρίλης και
ολίγος Μάης. Τρεις μήνες. Κάτι λιγότερο από την ηλικία της κυβέρνησης. Το
μπλογκ έπιασε αράχνες. Μια ανάρτηση μπας και βγάλει το καλοκαίρι.
Τρεισήμισι
μήνες από τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛΛ,
μερικές δεύτερες σκέψεις, σωρευμένες σαν σκουπίδια ξεχασμένα στο μπαλκόνι. Δυσώδη
και σε προχωρημένη σήψη. Ή σαν λουλούδια μαραμένα στο βάζο- για να το κάνω πιο τρυφερό.
***
Κατ’
αρχάς, το παροιμιώδες ερώτημα: Ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο;
Ούτε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, και δη του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ, έχει αυταπάτες γι’
αυτό. Κυβερνά αυτός που κυβερνούσε πάντα, τις τελευταίες δεκαετίες τουλάχιστον.
Το βαθύ κράτος παραμένει στα χέρια ανθρώπων που κάνουν αυτό που έκαναν πάντα.
Φροντίζουν να διατηρείται το ισοζύγιο ταξικής κυριαρχίας, να λειτουργούν οι
ταξικά μεροληπτικοί κρατικοί και άλλοι θεσμοί, να συντηρείται η αυτοτροφοδοτούμενη
γραφειοκρατία, να μη θίγεται το status
quo. Διατηρείται ακόμη
και το καθεστώς έκτακτης ανάγκης υπό το οποίο το βαθύ κράτος ασκεί την κουτσουρεμένη
εξουσία του. Δηλαδή, το καθεστώς μνημονιακής επιτήρησης και χρηματοδοτικής
ομηρίας. Ουδείς μπορεί να κατηγορήσει- πολλώ
μάλλον να επαινέσει- τον ΣΥΡΙΖΑ ότι επέφερε μέχρι στιγμής κάποιο ρήγμα στη
συνέχεια του βαθέως κράτους, που διατηρεί το βαθύ πρασινογάλαζο χρώμα του. Η
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ ελέγχει το ρηχό, το πολύ ρηχό κράτος.
Μεταξύ
βαθέως και ρηχού κράτους εξελίσσεται ένας καθημερινός
ειρηνοπόλεμος. Σε πολλά πεδία ταυτόχρονα. Ακόμη και η μέσω Βρυξελλών, Βερολίνου
και Αθηνών συμφωνία της 20/2 καρκινοβατεί αβέβαιη ανάμεσα στους δυο πόλους της δυαδικής εξουσίας.
Κάθε υπουργός ή αξιωματούχος του ρηχού κράτους που θέλει στοιχεία για να
κοστολογήσει τα μέτρα που προτείνει στο Brussels Group ή
για να ενημερώσει τα τεχνικά κλιμάκια του Hilton’s Group πέφτει
στην ανάγκη του βαθέως κράτους. Οποιοσδήποτε υπηρεσιακός παράγων ή πρόσωπο που
συνδέεται στενά με τις προηγούμενες κυβερνήσεις και, τελικά, με το μακρόβιο
καθεστώς, μπορεί να τον στείλει αδιάβαστο. Να τον εμφανίσει μαλάκα έναντι των
αξιοσέβαστων θεσμών.
Έπειτα, το
βαθύ κράτος είχε μάθει αλλιώς. Είχε αποκτήσει απευθείας, αδιαμεσολάβητη σχέση
με το υπερκράτος της τρόικας. Κι αυτή η σχέση ενίοτε είχε και τα τυχερά της και
για τις δυο πλευρές. Μεγάλη χαλάστρα, κι άσχετη με το αν το ρηχό κράτος του
ΣΥΡΙΖΑ τρέχει την υπόθεση προς τη ρήξη ή τον συμβιβασμό- έντιμο, ανέντιμο, ά-τιμο,
διατιμημένο, υποτιμητικό, διαλέξτε όποιον προσδιορισμό, αρκεί να έχει την «τιμή»
στο θέμα του.
Η
προσπάθεια του ρηχού κράτους να περιορίσει στοιχειωδώς την ισχύ του
βαθέως περνά από διάφορες φάσεις αναμέτρησης. Έχει όμως ένα απόλυτο όριο: το
βαθύ ελληνικό κράτος δεν ασκεί την κυριαρχία του αποκλειστικά εντός της εδαφικής
επικράτειας, στις κρατικές υπηρεσίες που λειτουργούν με την κεκτημένη ταχύτητα
της μεροληψίας υπέρ των κυρίαρχων ελίτ. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της κυριαρχίας
ασκείται εξ αποστάσεως, στις Βρυξέλλες και τη Φραγκφούρτη. Αρχίζοντας από τη
δεύτερη, από τα περιστατικά του τελευταίου τριμήνου, μόνο οι παντελώς ηλίθιοι
δεν έχουν καταλάβει τι σημαίνει για ένα κράτος και μια κυβέρνηση να μη διαθέτει
νομισματική κυριαρχία, να μη μπορεί να καλύψει τις τρύπες της ρευστότητας με
νέο χρήμα, να μην του ανήκει ούτε η κεντρική του τράπεζα, η οποία ανήκει στο
«Ευρωσύστημα». Έχουν όλοι καταλάβει, επίσης, τι σημαίνει για μια κυβέρνηση να
μην εποπτεύει τις λιγοστές πια συστημικές τράπεζες, που ανήκουν στον ευρωπαϊκό
μηχανισμό εποπτείας, τον SSM, και
τελικά στην ΕΚΤ του ταλαντούχου κ. Ντράγκι. Έχουν, επίσης, καταλάβει τι
σημαίνει για την κρατική κυριαρχία να μην έχεις το δικαίωμα να δανειστείς όχι
μόνο από τις αγορές, αλλά ακόμη και από τις δικές σου τράπεζες, αυτές που έχουν
ανακεφαλαιοποιηθεί με χρήματα που βαραίνουν τους μαλάκες φορολογούμενους
πολίτες. Και, τέλος, έχουν καταλάβει τι σημαίνει να ελέγχει η Κομισιόν και η
κοινοτική γραφειοκρατία τους λιγοστούς επενδυτικούς πόρους που υποτίθεται ότι
είναι διαθέσιμοι, μέσω των ΕΣΠΑ. Όλες οι πιθανές πηγές ρευστότητας και χρήματος
ελέγχονται από ένα βαθύ υπερκράτος, αυτό της Ευρωζώνης και της Ε.Ε., με εξουσία
πιστωτικής ζωής και θανάτου πάνω στη χώρα.
****
Αλλά,
ακόμη κι αν αποφασίσει κανείς να αγνοήσει την ισχύ αυτού του
απόμακρου κι απρόσιτου βαθέως υπερκράτους και να αναζητήσει λύσεις εκ των
ενόντων, θα βρει τεράστια εμπόδια, τα οποία είτε θα αποφασίσει να τα σαρώσει
είτε θα ρουφηχτεί απ’ αυτά. Το παράδειγμα είναι η φορολογία. Η περίφημη γενική
γραμματεία εσόδων εξελίχθηκε μέσω των μνημονιακών νόμων σε ένα υπερυπουργείο που
ελέγχει ίσως τον πιο νευραλγικό βραχίονα του κράτους. Εν ονόματι της
αποστείρωσής της από την πολιτική εξουσία και της αποτροπής χρήσης του
φοροεισπρακτικού μηχανισμού ως πελατειακού εργαλείου, η τρόικα επέβαλε
«ανεξαρτητοποίηση» αυτής της γενικής γραμματείας. Ακόμη και το πρόσωπο που επελέγη για την
ηγεσία της συμπύκνωσε όλα τα χαρακτηριστικά της ταξικότητας του φορολογικού
συστήματος- ένας άνθρωπος των ελεγκτικών εταιρειών που φρόντιζε να πληρώνουν οι
μεγάλες επιχειρήσεις από τίποτε έως κάτι. Αν το ρηχό κράτος θέλει να έχει έναν
στοιχειώδη έλεγχο στα φορολογικά έσοδα, αυτό τον ελάχιστο πόρο ύπαρξης, θα
πρέπει να άρει την «ανεξαρτησία» αυτής της μακράς χειρός των δανειστών. Εξ όσων
έχω αντιληφθεί, εδώ διεκδικείται ως κορυφαία «μεταρρύθμιση» η ενίσχυση της «ανεξαρτησίας»
αυτής. Η χαρά της τρόικας...
****
Υπάρχουν
εκατοντάδες
μικρές και μεγάλες εστίες έντασης και σύγκρουσης μεταξύ ρηχού και βαθέως
κράτους. Σε μεγάλο βαθμό οι «διαχειριστικές» ανεπάρκειες που καταλογίζονται στο
προσωπικό της νέας κυβέρνησης είναι αποτέλεσμα αυτού του ιδιότυπου καταμερισμού
στην άσκηση της κυριαρχίας που έχει διαμορφώσει η προσαρμογή στο καθεστώς της
Ε.Ε., της Ευρωζώνης και των μνημονίων. Ακόμη και ο πιο «έντιμος» συμβιβασμός με
τους δανειστές θα αφήσει ανέγγιχτη από το ρηχό κράτος των Αθηνών μια μεγάλη, γκρίζα
ζώνη κυριαρχίας. Το προηγούμενο ρηχό κράτος είχε προσαρμοστεί απόλυτα στην ιδέα
αυτή και τα στελέχη του ήταν καλά εκπαιδευμένα στον σεβασμό του «βαθέως κράτους
εξωτερικού».
Αυτή,
πάντως, η θεμελιώδης αντίφαση καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και την
έκβαση του εγχειρήματος της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους εταίρους της.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα εξουσίας πλέον, επιχειρεί να εκφράσει ένα ευρύτατο κοινωνικό
φάσμα, ταξικά ετερόκλητο, που κινείται από την περιοχή των ακραία φτωχών και
εξαθλιωμένων στρωμάτων μέχρι τις παρυφές της επιχειρηματικής ελίτ η οποία
αναζητά εναλλακτικές πολιτικής και οικονομικής επανεκκίνησης. Συμμαχία ανάμεσα
στα στρώματα αυτά είναι φύσει και θέσει αδύνατη. Οι αντιθέσεις είναι χαοτικές,
τα πεδία σύγκλισης συμφερόντων σχεδόν ανύπαρκτα. Θα ήταν, ενδεχομένως, εφικτή
μια σύγκλιση γύρω από στόχους ρήξης με τους δανειστές, διακοπής εξυπηρέτησης
του χρέους, ανάκτησης της νομισματικής κυριαρχίας της χώρας. Αλλά, οι έλεγχοι
του κεφαλαίου και του πλούτου που προϋποθέτει μια τέτοια επιλογή φέρνει σχεδόν
αυτόματα απέναντι το μεγαλύτερο μέρος των κατόχων τους- εκτός αν αυτοί
θυσιάζονταν από κάποια έξαρση πατριωτικού ζήλου.
Η
διαχείριση αυτής της αδύνατης συμμαχίας, αργά ή γρήγορα, θα
καθορίσει και την ιδεολογική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ. Για να μην ξεχνιόμαστε, ο
ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε την περιπετειώδη του πορεία σαν μια ομοσπονδία σχημάτων της ριζοσπαστικής
αριστεράς, από την αριστερή σοσιαλδημοκρατία μέχρι τις παρυφές της αντιεξουσιαστικής
αριστεράς. Για μια δεκαετία αντιμετωπίστηκε από το καθεστώς σαν ακραία,
επικίνδυνη, στα όρια της νομιμότητας, αντισυστημική δύναμη. Η πολυφωνία, η
πολυχρωμία, η ζωηρή εσωτερική του ζωή, η ριζοσπαστική ρητορική του θεωρήθηκε
ότι τον θέτουν εξ ορισμού εκτός πολιτικού παιχνιδιού, ήτοι εκτός πάλης για την
εξουσία.
Προφανώς, ο
ΣΥΡΙΖΑ αιφνιδίασε αλλά και αιφνιδιάστηκε από την εξέλιξη των πραγμάτων. Καθώς
τα μνημόνια και η τρόικα προκαλούσαν τον πιο βίαιο μετασχηματισμό της ελληνικής
κοινωνίας εδώ και μισό αιώνα, προκάλεσαν έναν ανάλογα βίαιο μετασχηματισμό του
πολιτικού συστήματος. Κι αυτό αφορούσε και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο βαθύς ΣΥΡΙΖΑ, αυτό το «εξωτικό»
συνονθύλευμα κομμουνιστών, κομμουνιστογενών, αντιεξουσιαστών,
ριζοσπαστών-ρεφορμιστών, μαοϊκών, τροτσκιστών, ευρωπαϊστών, αντιευρωπαϊστών,
διεθνιστών, αριστερών εθνικιστών, δέχθηκε μια ορμητική, μαζική εισβολή από το μεταναστευτικό
ρεύμα του ρηχού ΣΥΡΙΖΑ. Δηλαδή των ανθρώπων που, αφού επέζησαν της κατάρρευσης
του δικομματισμού, αναζήτησαν πολιτική στέγη σε ένα νέο κόμμα εξουσίας. Εξυπακούεται
ότι η μεγάλη δεξαμενή πολιτικής μετανάστευσης ήταν το καταρρεύσαν ΠΑΣΟΚ. Αλλά,
δίπλα σ’ αυτό, μια αρκετά μεγάλη ομάδα ανθρώπων με μακρινούς και σχεδόν ξεχασμένους
δεσμούς με την Αριστερά- επιμελώς εξαφανισμένους από τα βιογραφικά τους- έσπευσαν
να «πουλήσουν» τεχνογνωσία διακυβέρνησης και διαχείρισης και επί τούτου ανακλήθηκαν
στον δημόσιο βίο, έπειτα από μια μακρά θητεία στην αγορά, στην
επιχειρηματικότητα και στην πολιτική ιδιώτευση.
Μια
προσεκτική ματιά στην ανθρωπογεωγραφία της στενής και της ευρείας
κυβέρνησης δείχνει ότι ο ρηχός ΣΥΡΙΖΑ μάλλον έχει τον πρώτο λόγο σ’ αυτήν, σε
σχέση με τον βαθύ ΣΥΡΙΖΑ που είτε είναι περιθωριοποιημένος, είτε στέκεται
απέναντί της κριτικός, αμήχανος, θορυβημένος, μπερδεμένος, πολύγλωσσος,
εναγώνιος, αμφίθυμος, επιφυλακτικός, αναποφάσιστος, μουδιασμένος… Υπάρχει μακρά
λίστα κατηγορηματικών προσδιορισμών που μπορούμε να αποδώσουμε στον βαθύ
ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο άλλος, ο ρηχός ΣΥΡΙΖΑ, διαπραγματεύεται με τους θεσμούς, ασκείται
στην διαχείριση του ρηχού κράτους αναμετρούμενος με το ρηχό κράτος και
προσπαθεί να ισορροπήσει πάνω στα ασαφή ίχνη των περίφημων κόκκινων γραμμών.
Ανάμεσα
στον βαθύ ΣΥΡΙΖΑ και τον ρηχό ΣΥΡΙΖΑ υποβόσκει ένταση που είναι
αδύνατο να αφήσει ανεπηρέαστη την ενδιάμεση και τη μεγάλη διαπραγμάτευση με τους
δανειστές, ή τη διαφαινόμενη συγχώνευσή τους. Και, αντιστρόφως, είναι αδύνατο
να μείνει ο ίδιος ανεπηρέαστος ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, βαθύς ή ρηχός, από τη διαπραγμάτευση
και την έκβασή της. Κατά κάποιο τρόπο, το δίλημμα «ρήξη ή έντιμος συμβιβασμός»
που διαπερνά τη συριζέικη φιλολογία αφορά πρωτίστως τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ και τις
εσωτερικές σχέσεις των ανθρώπων του.
Υ.Γ. Μη θαρρείτε πως γράφω με την αναισθησία του αμέτοχου παρατηρητή, επειδή
τάχα έχω την πολυτέλεια να μην είμαι ΣΥΡΙΖΑ, ούτε βαθύς ούτε ρηχός ούτε μεσαίος.
Όταν συναντώ ανθρώπους του ΣΥΡΙΖΑ, ρηχού ή βαθέως, (και συναντώ αρκετούς και
συχνά, για λόγους πολιτικο-επαγγελματικούς) τους ρωτάω: «Κοιμάστε καλά τα
βράδια;» Οι περισσότεροι με κοιτάζουν απορημένοι- κι απορώ που απορούν. Κι εγώ
σπανίως τους εξομολογούμαι ότι έχω χάσει τον ύπνο μου. Σαν να σηκώνω το βάρος
του κόσμου. Κι ας σέρνω μόνο το βάρος μου…