(Από τη στήλη Ελεύθερος Σκοπευτής, Επενδυτής, 29-9-2012)
Στην
ταινία του Χίτσκοκ «Spellbound» -ίσως
το πρώτο ψυχαναλυτικό θρίλερ στην ιστορία του σινεμά που προβλήθηκε στην Ελλάδα
με τους τίτλους «Έκσταση» και «Νύχτα αγωνίας»- παρουσιάζεται μια ενδιαφέρουσα
αντιστροφή ρόλων. Ο ψυχίατρος Έντουαρντς, που εμφανίζεται ως αντικαταστάτης του
υπό συνταξιοδότηση διευθυντή ψυχιατρικής κλινικής ψυχίατρου Μάρτσισον, δεν
είναι ψυχίατρος, αλλά ένας ψυχοπαθής με αμνησία που έχει ξεχάσει και τ’ όνομά
του. Και ο ψυχίατρος Μάρτσισον, που καταφέρνει να ανακτήσει τη διευθυντική του
θέση στην κλινική, αποδεικνύεται ένας ψυχοπαθής ο ίδιος, που έφτασε στο σημείο
να δολοφονήσει τον υποψήφιο αντικαταστάτη του. Γενικώς, στην ταινία οι
θεραπευτές είναι οι ίδιοι βαριά πάσχοντες, και δη επικίνδυνοι.
Αν
το σκεφτείτε, είναι κάπως ανατριχιαστικό. Εμπιστεύεσαι το σώμα σου σε έναν
χειρουργό για μια πολύ λεπτή επέμβαση από την οποία εξαρτάται η ζωή σου, με τη
βεβαιότητα ότι αυτός δεν πάσχει από delirium tremulum, δεν είναι αλκοολικός και,
οπωσδήποτε, δεν είναι ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι. Χαλαρώνεις στο
ντιβάνι της ψυχανάλυσης, υποθέτοντας ότι ο αναλυτής-γιατρός σου δεν έχει
περισσότερες νευρώσεις ή ψυχώσεις από σένα και δεν θα σε σκοτώσει με τις
συμβουλές του ή τα χάπια που θα σου συνταγογραφήσει. Κατ’ αναλογία, μια κατά τεκμήριο ασθενής κοινωνία ή χώρα
εμπιστεύεται τη θεραπεία της σε μια ολόκληρη στρατιά από ειδικούς, τεχνοκράτες,
διπλωμάτες και έμπειρους πολιτικούς, υπό την προϋπόθεση ότι οι ίδιοι είναι
αρκετά υγιείς, τουλάχιστον ψυχικά, για να τη θεραπεύσουν, και όχι για να την
αποτελειώσουν.
Κι
αν δεν; Τώρα πια οι πάντες ομολογούν ότι η θεραπεία που παρέχεται στην Ελλάδα
και τους λοιπούς ασθενείς της Ευρωζώνης θα σκοτώσει σίγουρα τον μεγάλο ασθενή.
Έχουμε αναρωτηθεί μήπως τελικά δεν είναι απλώς η θεραπεία λάθος, αλλά οι
θεράποντες ιατροί είναι επικίνδυνοι φρενοβλαβείς;
Πάμπολλα
στοιχεία στη συμπεριφορά τους αποκλίνουν από το πλαίσιο του ορθολογισμού και
παραπέμπουν σε ευρήματα της κλινικής ψυχολογίας και ψυχιατρικής. Ας παραθέσουμε
μερικά συμπτώματα της σχιζοειδούς συμπεριφοράς τους.
Η
ηγεσία του ΔΝΤ διατυμπανίζει με κάθε ευκαιρία ότι τα προγράμματα
«σταθεροποίησης» που προωθεί η Ευρωζώνη έχουν τόσο υπερβολικές δόσεις λιτότητας
που απειλούν να ακυρώσουν τους στόχους της σταθεροποίησης και της ανάκαμψης.
Ωστόσο, η κ. Λαγκάρντ κάθε φορά που αναφέρεται στην Ελλάδα δεν παραλείπει να
θυμίσει την εκ των μνημονίων υποχρέωσή της να πιει μέχρι το ποτήρι της
λιτότητας μέχρι πάτου – αν έχει πάτο. Και ο εν Ελλάδι εκπρόσωπός της κ. Τόμσεν
καταγράφεται ως ο φανατικότερος εκ των τριών της τρόικας εξωτερικού στην άνευ
ορίων επιβολή της μισθολογικής λιτότητας. Ει δυνατόν να γίνει η Ελλάδα η πρώτη
χώρα άμισθων μισθωτών, ώστε να απογειωθεί στην κλίμακα της ανταγωνιστικότητας.
Η
ηγεσία του ΔΝΤ, τούμπαλιν, καταγράφεται ως αυτή που εισηγείτο εξαρχής το πρώτο
και το δεύτερο κούρεμα του ελληνικού χρέους, αν και δημοσίως το αρνείτο
φανατικά, σχεδόν μέχρι τη στιγμή που έγινε απόφαση. Το σκηνικό επαναλαμβάνεται
τώρα, με τις πιέσεις που ασκεί σχεδόν επίσημα το ΔΝΤ για το τρίτο κούρεμα του
ελληνικού χρέους εις βάρος πλέον του λεγόμενου επίσημου τομέα, ήτοι της ΕΚΤ και
των χωρών-πιστωτών. Αιτία αυτού είναι η διαπίστωση στην οποία καταλήγει ότι το
χρέος δεν είναι βιώσιμο, αν και προ έξι μηνών ήταν το ίδιο που πιστοποιούσε τη
βιωσιμότητά του. Μην περιμένετε εξήγηση για το τι μεσολάβησε και μεταβήκαμε από
τη βιωσιμότητα στο αβίωτο, τα δεδομένα είναι λίγο πολύ τα ίδια, αλλά και μην
εκπλαγείτε από μιαν έκθεση που με τα ίδια ακριβώς δεδομένα θα καταλήγει σε
αντίθετο συμπέρασμα. Επίσης, μην περιμένετε εξήγηση, γιατί, αφού ο κλήρος του
τρίτου κουρέματος πέφτει στον επίσημο τομέα, το ΔΝΤ αυτοεξαιρείται από αυτόν.
Αν δεν είναι επίσημος τομέας το ΔΝΤ, ο παγκόσμιος συλλογικός τοκογλύφος, τι
είναι; Φιλόπτωχο ταμείο;
Η
γερμανική ηγεσία, πάλι, επιδεικνύει μια ανησυχητική κυκλοθυμία σε σχέση με το
ευρώ και την Ευρωζώνη. Το πρωί ξυπνά με μια διάθεση να τη διαλύσει, να την
κάνει μπουρλότο και να γυρίσει στο μάρκο. Αφού πάρει το πρωινό της, πλημμυρίζει
από αισθήματα αλληλεγγύης, ακούει φωνές που την καλούν να παίξει τον ρόλο της
ως ηγέτιδα δύναμη της Ευρώπης κι είναι έτοιμη να διακηρύξει δημόσια ότι
αναλαμβάνει να επιστρέψει στον ασθενή Νότο ένα μέρος από τα πλεονάσματα που
χρόνια τώρα κερδίζει απ’ αυτόν. Πλην όμως, μόλις βρεθεί μπροστά σε κάμερες και
μικρόφωνα, ξυπνά μέσα της μια παραλυτική αγοραφοβία, βλέπει παντού εχθρούς,
απειλές και επικίνδυνα, μικρά νότια ανθρωπάκια και απαντά μονολεκτικά «ναι» και
«όχι», κυρίως «όχι», σε κάθε ερώτημα για τη συλλογική διαχείριση της κρίσης του
ευρώ. Μέχρι το βράδυ, αφού έχει περάσει από πολλές διακυμάνσεις διάθεσης,
αποφασίζει πως η Ευρωζώνη είναι μια μη αναστρέψιμη διαδικασία και πως πρέπει να
βρει ένα μοντέλο συνύπαρξης με τους αθλίους Νότιους.
Η
ψυχοπαθολογία γίνεται πιο ορατή όταν προσωποποιήσουμε τις εσωτερικές σχέσεις
του συλλογικού υποκειμένου που ονομάζεται γερμανική ελίτ. Ο φιλελεύθερος Ρέσλερ
διαφωνεί με τον φιλελεύθερο Βεστερβέλε, η χριστιανοδημοκράτης Μέρκελ διαφωνεί
με τον ομοϊδεάτη της Σόιμπλε, και οι δυο διαφωνούν με τους ομόσταβλους Βαυαρούς
χριστιανοκοινωνιστές, οι κεντροτραπεζίτες Βάιντμαν και Άσμουσεν διαφωνούν και
με τη Μέρκελ και με τον Σόιμπλε, αλλά διαφωνούν και μεταξύ τους, ο γερμανικός
ΣΕΒ διαφωνεί με την ομογάλακτη ένωση γερμανικών οικογενειακών επιχειρήσεων, οι
Γερμανοί «σοφοί», έμμισθοι τεχνοκράτες της γερμανικής κυβέρνησης, διαφωνούν
όλοι με όλους, στο πλαίσιο μιας εθνικής παράνοιας γύρω από το δίλημμα:
γερμανική Ευρώπη ή ευρωπαϊκή Γερμανία;
Και
η υπόθεση χειροτερεύει αν διευρύνουμε το αντικείμενο της κλινικής παρατήρησης:
με την ηγεσία της ΕΚΤ που είναι έτοιμη να θυσιάσει δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ
σε ισπανικά και ιταλικά ομόλογα, αλλά φωνάζει πως την κλέβουν αν υπολογίσει τα
ελληνικά ομόλογα που διαθέτει στην τιμή που τα αγόρασε. Με την Κομισιόν που θέλει περισσότερη Ευρώπη,
αλλά με λιγότερους Ευρωπαίους. Με τις κυβερνήσεις που ισχυρίζονται πως
προστατεύουν τους μισθωτούς κουρεύοντας τους μισθούς τους, καταπολεμούν την
ανεργία καταστρέφοντας θέσεις εργασίας, σώζουν τα ασφαλιστικά συστήματα
κρατώντας εντός απασχόλησης του γεροντότερους και αποκλείοντας απ’ αυτήν τους
νεότερους. Με τους τραπεζίτες που διαβεβαιώνουν πως διαφυλάσσουν τις οικονομίες
των πελατών τους με τα λεφτά τους ως φορολογούμενων. Με τους χρυσοκάνθαρους της
διαπλοκής το πρωί να δηλώνουν πένητες και το απόγευμα να εμφανίζονται επαρκείς
για ν’ αποκτήσουν τα κουφάρια της κρατικής περιουσίας. Με τον Βενιζέλο και τον Κουβέλη να μπαίνουν
στο Μαξίμου ως αντιπολίτευση και να βγαίνουν ως συμπολίτευση. Με την
επιχειρηματική ελίτ να τα δίνει όλα τη μια μέρα για τη στήριξη των εκλεκτών
της, και την άλλη να ρισκάρει να τους πνίξει στη λάσπη των «αποκαλύψεων». Με
την ευρω-νομενκλατούρα να μετατρέπει το ευρώ σε μια άθλια φυλακή των κοινωνιών
και τις κοινωνίες να ιδρυματοποιούνται στον έσχατο βαθμό, τρέμοντας μπροστά
στην απειλή ότι θα τις αφήσουν ελεύθερες…
Αν
δεν πρόκειται για ένα πεδίο σύγκρουσης συμφερόντων και σχεδίων που το φτωχό
μυαλό ημών, των κοινών θνητών, δυσκολεύεται να συλλάβει την πολυπλοκότητά τους,
τότε είναι μια σπάνια μοναδική συγκυρία συσσώρευσης στον ίδιο χωροχρόνο μια
τεράστιας ομάδας ψυχοπαθών, με μια μεγάλη ποικιλία συμπτωμάτων και συμπεριφορών,
που μετατρέπουν την Ευρωζώνη στο ιδεώδες ζωντανό εργαστήριο παρατήρησης και
πειραματισμού για ψυχιάτρους και ψυχαναλυτές.
Παρ’ όλα αυτά, σε θεραπεία είναι δύσκολο να ελπίζει κανείς. Η αλαζονεία,
η απληστία, ο ναρκισσισμός της εξουσίας, η παράνοια της ισχύος σπάνια
υποχωρούν. Ακόμη κι όταν οδηγούν τους φορείς τους στην αυτοκαταστροφή.
ΘΕΩΡΙΕΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Η
επιτάχυνση που επιβλήθηκε στην κοινωνία από την επανάσταση της πληροφορικής και
τον ανταγωνισμό της αγοράς εξαφάνισε άτομα προικισμένα με πίστη, σύνεση και
ενδοιασμούς, ευνοώντας την ανάδυση τύπων παρορμητικών, κυνικών, καιροσκόπων.
Αυτή η «μορφωτική επιλογή» επαναφέρει, στην καθημερινή οικονομική ζωή, έναν
στραγγαλισμό, μέσα από τον οποίο η ειρηνική ροή γίνεται ένα άγριο ανάβρυσμα.
Μια παρόμοια επιλογή έχει ήδη εμφανιστεί λόγω των μεγάλων πολιτικών αλλαγών.
Και τούτων επίσης οι επιταχύνσεις ευνόησα τις ψυχοπάθειες. Επιβλήθηκε εκείνος
που ήξερε να συλλαμβάνει τα άμεσα πολιτικά οφέλη, χάνοντας τον τελικό σκοπό της
πολιτικής δράσης. Το είδαμε είτε στους εθνικισμούς, όταν διολίσθησαν σε
φασισμούς, είτε στη Ρωσική Επανάσταση, είτε στην κινεζική Πολιτιστική
Επανάσταση, είτε στην επανεθνικοποίηση των κομμουνισμών, όπως για παράδειγμα με
την αποσύνθεση της Γιουγκοσλαβίας. Καθένας από αυτούς τους στραγγαλισμούς
πίεσε και επιτάχυνε την ιστορία. Κάθε φορά, η πίεση παρεμπόδισε την πλειονότητα
των ισορροπημένων προσωπικοτήτων και ελευθέρωσε ένα ποτάμι ψυχοπαθών.
Λουίτζι
Τζιόλα, «Ο θάνατος του πλησίον»