Saturday, September 29, 2012

Φρενοβλάβεια

(Από τη στήλη Ελεύθερος Σκοπευτής, Επενδυτής, 29-9-2012)




Στην ταινία του Χίτσκοκ «Spellbound» -ίσως το πρώτο ψυχαναλυτικό θρίλερ στην ιστορία του σινεμά που προβλήθηκε στην Ελλάδα με τους τίτλους «Έκσταση» και «Νύχτα αγωνίας»- παρουσιάζεται μια ενδιαφέρουσα αντιστροφή ρόλων. Ο ψυχίατρος Έντουαρντς, που εμφανίζεται ως αντικαταστάτης του υπό συνταξιοδότηση διευθυντή ψυχιατρικής κλινικής ψυχίατρου Μάρτσισον, δεν είναι ψυχίατρος, αλλά ένας ψυχοπαθής με αμνησία που έχει ξεχάσει και τ’ όνομά του. Και ο ψυχίατρος Μάρτσισον, που καταφέρνει να ανακτήσει τη διευθυντική του θέση στην κλινική, αποδεικνύεται ένας ψυχοπαθής ο ίδιος, που έφτασε στο σημείο να δολοφονήσει τον υποψήφιο αντικαταστάτη του. Γενικώς, στην ταινία οι θεραπευτές είναι οι ίδιοι βαριά πάσχοντες, και δη επικίνδυνοι.

Αν το σκεφτείτε, είναι κάπως ανατριχιαστικό. Εμπιστεύεσαι το σώμα σου σε έναν χειρουργό για μια πολύ λεπτή επέμβαση από την οποία εξαρτάται η ζωή σου, με τη βεβαιότητα ότι αυτός δεν πάσχει από delirium tremulum, δεν είναι αλκοολικός και, οπωσδήποτε, δεν είναι ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι. Χαλαρώνεις στο ντιβάνι της ψυχανάλυσης, υποθέτοντας ότι ο αναλυτής-γιατρός σου δεν έχει περισσότερες νευρώσεις ή ψυχώσεις από σένα και δεν θα σε σκοτώσει με τις συμβουλές του ή τα χάπια που θα σου συνταγογραφήσει. Κατ’ αναλογία,  μια κατά τεκμήριο ασθενής κοινωνία ή χώρα εμπιστεύεται τη θεραπεία της σε μια ολόκληρη στρατιά από ειδικούς, τεχνοκράτες, διπλωμάτες και έμπειρους πολιτικούς, υπό την προϋπόθεση ότι οι ίδιοι είναι αρκετά υγιείς, τουλάχιστον ψυχικά, για να τη θεραπεύσουν, και όχι για να την αποτελειώσουν.

Κι αν δεν; Τώρα πια οι πάντες ομολογούν ότι η θεραπεία που παρέχεται στην Ελλάδα και τους λοιπούς ασθενείς της Ευρωζώνης θα σκοτώσει σίγουρα τον μεγάλο ασθενή. Έχουμε αναρωτηθεί μήπως τελικά δεν είναι απλώς η θεραπεία λάθος, αλλά οι θεράποντες ιατροί είναι επικίνδυνοι φρενοβλαβείς;

Πάμπολλα στοιχεία στη συμπεριφορά τους αποκλίνουν από το πλαίσιο του ορθολογισμού και παραπέμπουν σε ευρήματα της κλινικής ψυχολογίας και ψυχιατρικής. Ας παραθέσουμε μερικά συμπτώματα της σχιζοειδούς συμπεριφοράς τους.

Η ηγεσία του ΔΝΤ διατυμπανίζει με κάθε ευκαιρία ότι τα προγράμματα «σταθεροποίησης» που προωθεί η Ευρωζώνη έχουν τόσο υπερβολικές δόσεις λιτότητας που απειλούν να ακυρώσουν τους στόχους της σταθεροποίησης και της ανάκαμψης. Ωστόσο, η κ. Λαγκάρντ κάθε φορά που αναφέρεται στην Ελλάδα δεν παραλείπει να θυμίσει την εκ των μνημονίων υποχρέωσή της να πιει μέχρι το ποτήρι της λιτότητας μέχρι πάτου – αν έχει πάτο. Και ο εν Ελλάδι εκπρόσωπός της κ. Τόμσεν καταγράφεται ως ο φανατικότερος εκ των τριών της τρόικας εξωτερικού στην άνευ ορίων επιβολή της μισθολογικής λιτότητας. Ει δυνατόν να γίνει η Ελλάδα η πρώτη χώρα άμισθων μισθωτών, ώστε να απογειωθεί στην κλίμακα της ανταγωνιστικότητας.

Η ηγεσία του ΔΝΤ, τούμπαλιν, καταγράφεται ως αυτή που εισηγείτο εξαρχής το πρώτο και το δεύτερο κούρεμα του ελληνικού χρέους, αν και δημοσίως το αρνείτο φανατικά, σχεδόν μέχρι τη στιγμή που έγινε απόφαση. Το σκηνικό επαναλαμβάνεται τώρα, με τις πιέσεις που ασκεί σχεδόν επίσημα το ΔΝΤ για το τρίτο κούρεμα του ελληνικού χρέους εις βάρος πλέον του λεγόμενου επίσημου τομέα, ήτοι της ΕΚΤ και των χωρών-πιστωτών. Αιτία αυτού είναι η διαπίστωση στην οποία καταλήγει ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο, αν και προ έξι μηνών ήταν το ίδιο που πιστοποιούσε τη βιωσιμότητά του. Μην περιμένετε εξήγηση για το τι μεσολάβησε και μεταβήκαμε από τη βιωσιμότητα στο αβίωτο, τα δεδομένα είναι λίγο πολύ τα ίδια, αλλά και μην εκπλαγείτε από μιαν έκθεση που με τα ίδια ακριβώς δεδομένα θα καταλήγει σε αντίθετο συμπέρασμα. Επίσης, μην περιμένετε εξήγηση, γιατί, αφού ο κλήρος του τρίτου κουρέματος πέφτει στον επίσημο τομέα, το ΔΝΤ αυτοεξαιρείται από αυτόν. Αν δεν είναι επίσημος τομέας το ΔΝΤ, ο παγκόσμιος συλλογικός τοκογλύφος, τι είναι; Φιλόπτωχο ταμείο;

Η γερμανική ηγεσία, πάλι, επιδεικνύει μια ανησυχητική κυκλοθυμία σε σχέση με το ευρώ και την Ευρωζώνη. Το πρωί ξυπνά με μια διάθεση να τη διαλύσει, να την κάνει μπουρλότο και να γυρίσει στο μάρκο. Αφού πάρει το πρωινό της, πλημμυρίζει από αισθήματα αλληλεγγύης, ακούει φωνές που την καλούν να παίξει τον ρόλο της ως ηγέτιδα δύναμη της Ευρώπης κι είναι έτοιμη να διακηρύξει δημόσια ότι αναλαμβάνει να επιστρέψει στον ασθενή Νότο ένα μέρος από τα πλεονάσματα που χρόνια τώρα κερδίζει απ’ αυτόν. Πλην όμως, μόλις βρεθεί μπροστά σε κάμερες και μικρόφωνα, ξυπνά μέσα της μια παραλυτική αγοραφοβία, βλέπει παντού εχθρούς, απειλές και επικίνδυνα, μικρά νότια ανθρωπάκια και απαντά μονολεκτικά «ναι» και «όχι», κυρίως «όχι», σε κάθε ερώτημα για τη συλλογική διαχείριση της κρίσης του ευρώ. Μέχρι το βράδυ, αφού έχει περάσει από πολλές διακυμάνσεις διάθεσης, αποφασίζει πως η Ευρωζώνη είναι μια μη αναστρέψιμη διαδικασία και πως πρέπει να βρει ένα μοντέλο συνύπαρξης με τους αθλίους Νότιους.

Η ψυχοπαθολογία γίνεται πιο ορατή όταν προσωποποιήσουμε τις εσωτερικές σχέσεις του συλλογικού υποκειμένου που ονομάζεται γερμανική ελίτ. Ο φιλελεύθερος Ρέσλερ διαφωνεί με τον φιλελεύθερο Βεστερβέλε, η χριστιανοδημοκράτης Μέρκελ διαφωνεί με τον ομοϊδεάτη της Σόιμπλε, και οι δυο διαφωνούν με τους ομόσταβλους Βαυαρούς χριστιανοκοινωνιστές, οι κεντροτραπεζίτες Βάιντμαν και Άσμουσεν διαφωνούν και με τη Μέρκελ και με τον Σόιμπλε, αλλά διαφωνούν και μεταξύ τους, ο γερμανικός ΣΕΒ διαφωνεί με την ομογάλακτη ένωση γερμανικών οικογενειακών επιχειρήσεων, οι Γερμανοί «σοφοί», έμμισθοι τεχνοκράτες της γερμανικής κυβέρνησης, διαφωνούν όλοι με όλους, στο πλαίσιο μιας εθνικής παράνοιας γύρω από το δίλημμα: γερμανική Ευρώπη ή ευρωπαϊκή Γερμανία;

Και η υπόθεση χειροτερεύει αν διευρύνουμε το αντικείμενο της κλινικής παρατήρησης: με την ηγεσία της ΕΚΤ που είναι έτοιμη να θυσιάσει δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ σε ισπανικά και ιταλικά ομόλογα, αλλά φωνάζει πως την κλέβουν αν υπολογίσει τα ελληνικά ομόλογα που διαθέτει στην τιμή που τα αγόρασε.  Με την Κομισιόν που θέλει περισσότερη Ευρώπη, αλλά με λιγότερους Ευρωπαίους. Με τις κυβερνήσεις που ισχυρίζονται πως προστατεύουν τους μισθωτούς κουρεύοντας τους μισθούς τους, καταπολεμούν την ανεργία καταστρέφοντας θέσεις εργασίας, σώζουν τα ασφαλιστικά συστήματα κρατώντας εντός απασχόλησης του γεροντότερους και αποκλείοντας απ’ αυτήν τους νεότερους. Με τους τραπεζίτες που διαβεβαιώνουν πως διαφυλάσσουν τις οικονομίες των πελατών τους με τα λεφτά τους ως φορολογούμενων. Με τους χρυσοκάνθαρους της διαπλοκής το πρωί να δηλώνουν πένητες και το απόγευμα να εμφανίζονται επαρκείς για ν’ αποκτήσουν τα κουφάρια της κρατικής περιουσίας.  Με τον Βενιζέλο και τον Κουβέλη να μπαίνουν στο Μαξίμου ως αντιπολίτευση και να βγαίνουν ως συμπολίτευση. Με την επιχειρηματική ελίτ να τα δίνει όλα τη μια μέρα για τη στήριξη των εκλεκτών της, και την άλλη να ρισκάρει να τους πνίξει στη λάσπη των «αποκαλύψεων». Με την ευρω-νομενκλατούρα να μετατρέπει το ευρώ σε μια άθλια φυλακή των κοινωνιών και τις κοινωνίες να ιδρυματοποιούνται στον έσχατο βαθμό, τρέμοντας μπροστά στην απειλή ότι θα τις αφήσουν ελεύθερες…

Αν δεν πρόκειται για ένα πεδίο σύγκρουσης συμφερόντων και σχεδίων που το φτωχό μυαλό ημών, των κοινών θνητών, δυσκολεύεται να συλλάβει την πολυπλοκότητά τους, τότε είναι μια σπάνια μοναδική συγκυρία συσσώρευσης στον ίδιο χωροχρόνο μια τεράστιας ομάδας ψυχοπαθών, με μια μεγάλη ποικιλία συμπτωμάτων και συμπεριφορών, που μετατρέπουν την Ευρωζώνη στο ιδεώδες ζωντανό εργαστήριο παρατήρησης και πειραματισμού για ψυχιάτρους και ψυχαναλυτές.  Παρ’ όλα αυτά, σε θεραπεία είναι δύσκολο να ελπίζει κανείς. Η αλαζονεία, η απληστία, ο ναρκισσισμός της εξουσίας, η παράνοια της ισχύος σπάνια υποχωρούν. Ακόμη κι όταν οδηγούν τους φορείς τους στην αυτοκαταστροφή. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Η επιτάχυνση που επιβλήθηκε στην κοινωνία από την επανάσταση της πληροφορικής και τον ανταγωνισμό της αγοράς εξαφάνισε άτομα προικισμένα με πίστη, σύνεση και ενδοιασμούς, ευνοώντας την ανάδυση τύπων παρορμητικών, κυνικών, καιροσκόπων. Αυτή η «μορφωτική επιλογή» επαναφέρει, στην καθημερινή οικονομική ζωή, έναν στραγγαλισμό, μέσα από τον οποίο η ειρηνική ροή γίνεται ένα άγριο ανάβρυσμα. Μια παρόμοια επιλογή έχει ήδη εμφανιστεί λόγω των μεγάλων πολιτικών αλλαγών. Και τούτων επίσης οι επιταχύνσεις ευνόησα τις ψυχοπάθειες. Επιβλήθηκε εκείνος που ήξερε να συλλαμβάνει τα άμεσα πολιτικά οφέλη, χάνοντας τον τελικό σκοπό της πολιτικής δράσης. Το είδαμε είτε στους εθνικισμούς, όταν διολίσθησαν σε φασισμούς, είτε στη Ρωσική Επανάσταση, είτε στην κινεζική Πολιτιστική Επανάσταση, είτε στην επανεθνικοποίηση των κομμουνισμών, όπως για παράδειγμα με την αποσύνθεση της Γιουγκοσλαβίας. Καθένας από αυτούς τους στραγγαλισμούς πίεσε και επιτάχυνε την ιστορία. Κάθε φορά, η πίεση παρεμπόδισε την πλειονότητα των ισορροπημένων προσωπικοτήτων και ελευθέρωσε ένα ποτάμι ψυχοπαθών.


Λουίτζι Τζιόλα, «Ο θάνατος του πλησίον»

 

 

 

 

 

Saturday, September 22, 2012

Ο πατριωτισμός των πλουσίων

(Από τη στήλη Ελεύθερος Σκοπευτής, Επενδυτής, 22-9-2012)



 Το ότι η καρδιά της Άνγκελα Μέρκελ ματώνει βλέποντας τους φτωχότερους Έλληνες να υποφέρουν ίσως και να είναι αλήθεια. Ούτε ο εθνικός εγωισμός, ούτε ο πολιτικός δογματισμός, ούτε ο οικονομικός κυνισμός αποκλείουν εντελώς τα συναισθήματα. Ωστόσο, τόσο συχνές εκκλήσεις στον πατριωτισμό των πλούσιων Ελλήνων, που μετώκησαν εις άγνωστον διεύθυνσιν μαζί με τον πλούτο τους, θα περιβάλουν τελικά την κεφαλή της καγκελαρίου με φωτοστέφανο γραφικότητας. Αν υπήρχε κάποιο ίχνος ειλικρίνειας ή ρεαλισμού σ’ αυτές τις εκκλήσεις, θα έπρεπε να πάρουν τον χαρακτήρα μιας υπόδειξης προς την τρόικα, η οποία εκπροσωπεί πρωτίστως τη Γερμανίδα καγκελάριο, ν’ αλλάξει ριζικά τη συνταγή του μνημονίου, που έγκειται ακριβώς στο αντίθετο: να καταστήσει φτωχότερους τους ήδη φτωχούς Έλληνες. Η ηθικοπολιτική ευαισθησία της κ. Μέρκελ , όμως, είναι αλά καρτ. Ο πατριωτισμός των φτωχών Ελλήνων επιβάλλεται ως καταναγκασμός. Ο πατριωτισμός των πλουσίων Ελλήνων τίθεται σε εθελοντική βάση. Άλλωστε, ενέχει και κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αν, αίφνης, μερικές χιλιάδες πλουσίων αποφασίσουν, επειδή ξύπνησε ο πατριώτης μέσα τους, να επαναπατρίσουν τα 22 δισ. ευρώ που φυγάδευσαν στη διετία της κρίσης -κι αυτά είναι μόνο τα μετρήσιμα- ποιος ξέρει πόσες γερμανικές τράπεζες θα πάθουν ταράκουλο;  Αυτό δεν θα το άντεχε ούτε ο πατριωτισμός, ούτε η πονοψυχιά της κ. Μέρκελ.

Ο ψόγος προς τους πλούσιους είναι αγαπημένο σπορ των πολιτικών. Ιδιαίτερα αυτών που οι πολιτικές τους εξυπηρετούν πρωτίστως τους πλούσιους. Στην κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008, κορυφαίοι Ευρωπαίοι πολιτικοί επιτέθηκαν με οξύτητα κατά των διαβόητων golden boys για τις προκλητικές αμοιβές τους. Κάποια golden boys «κάηκαν» στην πυρά της κρίσης. Ωστόσο, ως σύνολο όχι μόνο παλινορθώθηκαν στην εξουσία τους, αλλά επιβραβεύτηκαν. Η απληστία τους ανταμείφθηκε με τη σχεδόν επίσημη συμμετοχή τους στη νομή της πολιτικής εξουσίας. Κι επειδή το αποτέλεσμα αυτής της συμμετοχής είναι μεταξύ άλλων η εδραίωση της λιτότητας για τους φτωχούς, αναζητείται πάλι η ηθική εκτόνωση της σκανδαλώδους ταξικής αδικίας. «Άντε χάσου, πλούσιε μαλάκα», έγραψε η Λιμπερασιόν για τον ιδιοκτήτη της αυτοκρατορίας Luis Vuitton, όταν αυτός απείλησε να γίνει «Βέλγος», ώστε να αποφύγει το ενδεχόμενο αυξημένης φορολόγησης. Όπως ο Ολάντ, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες απειλούν κατά καιρούς με αυξημένους φόρους τους «δικούς τους» πλούσιους, για να χρυσώσουν το πικρό χάπι που δίνουν στους «δικούς τους» φτωχούς. Αλλά, ταυτόχρονα διατηρούν τον ανταγωνισμό των φορολογικών κινήτρων για να προσελκύσουν τους πλούσιους των γειτόνων τους. Ο πλούτος των πλουσίων είναι το μόνο πράγμα που πραγματικά δεν γνωρίζει σύνορα στην Ευρώπη και στον κόσμο.

Για να επιστρέψουμε στην πονοψυχιά της Μέρκελ, η πραγματικότητα είναι ότι οι Έλληνες πλούσιοι, όπως και οι Βέλγοι πλούσιοι, οι Αυστριακοί πλούσιοι ή οι Γερμανοί πλούσιοι είχαν και έχουν τις ευκαιρίες τους να γίνουν πλουσιότεροι και στην ευημερία και στην κρίση. Αυτό το αποδεικνύουν τα στοιχεία παγκοσμίως, αλλά και στην ίδια τη Γερμανία, όπου η κ. Μέρκελ υποτίθεται ότι κάνει το καθήκον της έναντι των συμπατριωτών της πλουσίων. Δηλαδή, τους έχει φορολογήσει αμείλικτα, δίκαια και αναλογικά. Φευ, τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι το σύστημα είναι win win για τους πλούσιους. Έκθεση που έχει εκπονηθεί για λογαριασμό της ίδιας της γερμανικής κυβέρνησης δίνει έναν εξόχως αποκαλυπτικό απολογισμό για την εικοσαετία 1992-2012, που περιλαμβάνει και την τριετία της κρίσης. Η περιουσία του γερμανικού κράτους μειώθηκε κατά 800 δισ. ευρώ, ενώ η ιδιωτική περιουσία ων νοικοκυριών υπερδιπλασιάστηκε, από τα 4,6 στα 10 τρισ. ευρώ. Ακόμη και στην τετραετία της κρίσης, ο ιδιωτικός πλούτος αυξήθηκε κατά 1,4 τρισ. Αλλά, πώς κατανέμεται ο πλούτος αυτός; Το 53% του ιδιωτικού πλούτου ανήκει στο 10% των Γερμανών, των οποίων η περιουσία, μάλιστα, αυξάνεται ετησίως κατά 10% τα τελευταία χρόνια. Στον αντίποδα, στο 50% των φτωχότερων Γερμανών ανήκει μόλις το 1% του ιδιωτικού πλούτου, ενώ καταγράφονται και σημαντικές εισοδηματικές απώλειες από χρόνο σε χρόνο. Αυτό είναι, μεταξύ άλλων, το αποτέλεσμα του περί δικαίου αισθήματος της κ. Μέρκελ και των προκατόχων της.

Τέτοιος κι ίσως ακόμη χειρότερος θα είναι ο απολογισμός στο τέλος της ελληνικής κρίσης – αν υπάρξει τέλος κι αν ακολουθήσει το λεγόμενο «καλό σενάριο». Οι πλούσιοι θα γίνουν πλουσιότεροι. Τρομακτικά πλουσιότεροι. Μπορεί τώρα τα περιουσιακά στοιχεία κράτους και ιδιωτών να απαξιώνονται περίπου ομοιόμορφα, αλλά όταν κλείσει ο κύκλος της διανομής της κρατικής περιουσίας μεταξύ εγχωρίων και ξένων «φίλων», όταν ολοκληρωθεί και το ξεπούλημα των περιουσιακών στοιχείων των κατεστραμμένων οικονομικά στρωμάτων, ο πλούτος θα ανακτήσει τις χαμένες αποτιμήσεις κι η μέτρησή του θα αποκαλύψει ένα μεγάλο πλιάτσικο από τους πλούσιους πατριώτες. Θα κάνει ακόμη και τους Γερμανούς πλούσιους να ζηλεύουν. 

Η περί πατριωτισμού των πλουσίων συζήτηση έχει βεβαίως και ένα πρακτικό περιεχόμενο. Η Γερμανίδα καγκελάριος και η τρόικα θα ήθελαν να δώσουν κάποια ηθική ικανοποίηση στα «ματωμένα στρώματα» με κάποιου είδους «δικαιότερη» φορολόγηση της ιδιωτικής -προς Θεού, ουχί της επιχειρηματικής!- περιουσίας των Ελλήνων πλουσίων, που διαπρέπουν στο σπορ της παράνομης φοροδιαφυγής, αν και τους δίνονται άπλετες ευκαιρίες νόμιμης. Έστω κι αυτό θα είχε κάποιο νόημα αν το «δίκαιο» φορολογικό σύστημα που υποδεικνύουν η Μέρκελ και η τρόικα είχε ένα δίκαιο αναδιανεμητικό χαρακτήρα. Αν, δηλαδή, ό,τι κοβόταν από τους πλουσιότερους δινόταν στους φτωχότερους, και δεν πήγαινε μέχρι τελευταίου ευρώ στην εξόφληση των πιστωτών – που σε τελική ανάλυση είναι οι Γερμανοί πλούσιοι, οι Γάλλοι πλούσιοι και γενικώς όσοι φιλοδοξούν να γίνουν πλουσιότεροι επενδύοντας και στο κρατικό χρέος. Αυτό θα μπορούσε να είναι και οικονομικά αποτελεσματικό για έναν απλούστατο λόγο: οι πλούσιοι, οι πραγματικά πλούσιοι, το 1% του πλανήτη που ζει εις βάρος του 99%, το 10% των Γερμανών πλούσιων ή το 5% των πλουσιότερων Ελλήνων που ελέγχουν τον κοινωνικό πλούτο και εμφανίζονται φορολογικά ως πένητες, όλοι αυτοί ποτέ δεν θα μπορέσουν να δαπανήσουν όλο τον πλούτο τους. Ούτε καν ένα σεβαστό ποσοστό του. Αν τον ίδιο πλούτο, όμως, τον διανείμει κανείς στο φτωχότερο 50% του πληθυσμού θα γίνει δαπάνη. Και για τα στοιχειώδη και αναγκαία, και για  μερικά «περιττά», που πάντως θα ανακόψουν το υφεσιακό σπιράλ θανάτου. 

Αντιθέτως, οι πλούσιοι στην παρούσα συγκυρία το μόνο που σκέπτονται είναι να προστατεύσουν τον πλούτο τους. Είτε φυγαδεύοντάς τον, είτε αποκρύπτοντάς τον. Βρισκόμαστε στον αντίποδα αυτού που ο Άνταμ Σμιθ προέβαλε ως κυριότερη ψυχολογική λειτουργία του πλούτου: η βασικότερη απόλαυση που αντλούν οι πλούσιοι απ’ αυτόν είναι η επίδειξή του. Αλλά αυτό ισχύει για την περίοδο της ευημερίας. Τώρα, η κυριότερη μέριμνα των πλουσίων είναι η απόκρυψη του πλούτου τους. Επομένως, η μόνη ελπίδα να γίνει ο πλούτος αυτός πηγή ανάπτυξης και φορολογικών εσόδων είναι να αποδοθεί σε αυτούς που έχουν κάθε λόγο να τον δαπανήσουν μέχρι τελευταίου ευρώ.

Αντέχει η ευαισθησία και το περί δικαίου αίσθημα της κ. Μέρκελ και της τρόικας μέχρι εκεί; Α πα πα! Και πώς θα ξεπληρωθούν οι Γερμανοί πλούσιοι; Είπαμε να ερεθίσουμε τον πατριωτισμό των Ελλήνων πλουσίων, αλλά πάνω από αυτόν είναι η διεθνιστική αλληλεγγύη όλων των πλουσίων του κόσμου, όταν τουλάχιστον δεν διαγκωνίζονται για να πλιατσικολογήσουν κάθε τι κινητό, άυλο ή ακίνητο έχει αξία στο χρηματιστήριο της απληστίας.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

«…Ποια δύναμη θα μπορούσε να παρακινήσει έξι άτομα, που είναι και τα έξι τόσο απασχολημένα με λαμπρές υποθέσεις στη διεθνή σκηνή, να εγκαταλείψουν πάραυτα τις υποχρεώσεις τους για να έρθουν σ’ αυτό το απομακρυσμένο σημείο που το έχει εγκαταλείψει ακόμα κι ο Θεός – σημείο, οφείλω να προσθέσω, το οποίο δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου να αποφύγουν όσο ο ιδιοκτήτης του βρισκόταν ακόμα εν ζωή; Η απάντηση είναι απλή: θα παρακινηθούν από την ίδια δύναμη η οποία καθόριζε ανέκαθεν - και αποκλειστικώς- τη διαγωγή τους στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία. Αναφέρομαι, βεβαίως, στην απληστία: την  απροκάλυπτη και κτηνώδη απληστία του αρπακτικού. Δεν έχει σημασία το ότι έχουμε, μαζεμένους γύρω απ’ αυτό το τραπέζι, έξι από τους πλουσιότερους ανθρώπους αυτής της χώρας. Δεν έχει σημασία ότι όλοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι η προσωπική μου περιουσία είναι ελάχιστο μόνο τμήμα της δικής τους. Η απληστία είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στην ψυχή τους, τους έχει γίνει τόσο παγιωμένος τρόπος σκέψης, που είμαι βέβαιος ότι δεν θα μπορέσουν να αντισταθούν σ’ αυτό το ταξίδι, μόνο και μόνο για να ξύσουν ό,τι απομεινάρια βρουν από το σαπιοβάρελο της περιουσίας μου».

Τζόναθαν Κόου, «Τι ωραίο πλιάτσικο!»


 

Saturday, September 15, 2012

Αντ’ εμού


(Ψυχολογική οικονομία του ναζισμού)

 Επενδυτής, 15-9-2012

 
Σήμερα θα τεμπελιάσω. Αλλά νομίζω πως όσοι ρίχνουν μια διαγώνια ματιά στη στήλη αυτή θα αποζημιωθούν.

Γεγονότα των τελευταίων ημερών και εβδομάδων, μεταξύ Ραφήνας, Μεσολογγίου και άλλων πεδίων δόξης των ταγμάτων εφόδου της Χρυσής Αυγής, εγείρουν το ερώτημα αν η κυριότερη πολιτική υπεραξία (ή υπο-αξία) της πρωτοφανούς κρίσης θα είναι τελικά ο εκφασισμός ενός σημαντικού μέρους της κοινωνίας, η εδραίωση ενός νέο-ναζιστικού μορφώματος στη δημόσια ζωή. Το πολιτικό και μιντιακό σύστημα, που φλέρταρε αρχικώς με την ιδέα να αντιμετωπίσει το φαινόμενο σαν μια ψυχαγωγική και εκτονωτική γραφικότητα, αντέδρασε εσχάτως με πανικό. Υποψιάζομαι όχι τόσο με την εικόνα των ημι-ενόπλων ταγμάτων εφόδου που σαρώνουν έντρομους αλλοδαπούς φτωχοδιάβολους, όσο με την απήχηση που ενδεχομένως έχει σε μνημονιόπληκτα στρώματα ημεδαπών αυτή η αιματηρή «πολιτική πρόταση». Η οποία είναι ταυτόχρονα και μια «οικονομική πρόταση».

Όσοι πιστεύουν ότι Χρυσή Αυγή στερείται πολιτικού σχεδίου και οικονομικού προγράμματος πλανώνται πλάνην οικτράν. Και δεν εννοώ τόσο τις προγραμματικές λαθροχειρίες των κεφαλών της, που διακυμαίνονται μεταξύ άρνησης του επαχθούς χρέους, γενικής καταδίκης της διεθνούς τοκογλυφίας και διακηρύξεων  υπέρ της «Ευρώπης των Εθνών», όσο την υπόρρητη και παμπόνηρα απλή «λύση» της για να απαλυνθούν τα δεινά του μνημονίου: ο πλούτος της χώρας, οι θέσεις εργασίας, οι ευκαιρίες άσκησης επιχειρηματικότητας είναι πολύ λίγα πια για να τα μοιραζόμαστε με τους μελαψούς «εισβολείς». Αν τους πετάξουμε έξω τα πράγματα μπορεί να γίνουν τουλάχιστον πιο ανεκτά. Μπορούμε να βρίζουμε όσο θέλετε τους τροϊκανούς «εισβολείς», αλλά πρακτικά ας αντιμετωπίσουμε τον «εισβολέα» της διπλανής πόρτας.

Το πρόβλημα με το απλοϊκό οικονομικό σχέδιο της Χρυσής Αυγής, πέρα από τη δικαιολόγηση της ρατσιστικής της ατζέντας, είναι πως φαντάζει τρομακτικά αποτελεσματικό. Γιατί υποκαθιστά το μείζον πρόβλημα με το έλασσον, τις αιτίες με ένα από τα αποτελέσματά τους, την κρίση με ένα από τα συμπτώματά της και τον «ακατανίκητο αντίπαλο» (τη διεθνή τοκογλυφία, τους πιστωτές, τους ευρω-ηγεμόνες, τη διαπλοκή, την τυχοδιωκτική οικονομική ελίτ, το υποταγμένο πολιτικό σύστημα…), με έναν άλλο, πιο μικρό, πιο βολικό και σίγουρα χαμένο εχθρό: τον μελαψό που πουλάει οίκτο στα φανάρια, φτήνια στα πεζοδρόμια και απελπισία στις πιάτσες της πορνείας, της πρέζας ή της κλεπταποδοχής. Αυτή τη διεργασία υποκατάστασης του «εχθρού», το ψυχολογικό αποτύπωμα του «οικονομικού προγράμματος» της Χρυσής Αυγής, αποτυπώνει ένα εν θερμώ γραμμένο κείμενο της φίλης Χ.Κ., το οποίο και δημοσιεύω αυτούσιο, διότι εγώ δεν θα μπορούσα να τα γράψω καλύτερα:

«Νιώθω να με σαρώνει μία ανανεωμένη αίσθηση πολιτικής αποτελεσματικότητας. Είμαι το εκλογικό εκκλησίασμα, που ευλαβικά εμφανίζομαι πάντα στην ίδια κάλπη για να παρακαλέσω πάντα τους ίδιους θεούς. Είμαι ο Έλληνας, που υπομένω παθητικά τους πολιτικούς δρώντες, όντας αδύναμος, σιωπηλός, αδικημένος.

Τα μήντια με ταΐζουν μονοθεματικά, πληρωμένα δελτία, τροφή της διαπλοκής με τις πηγές του χρήματος, της πληροφορίας και της εξουσίας. Οι ειδικοί μού μιλούν σε άγνωστες γλώσσες για πράγματα που ούτε τα ξέρω, ούτε με αφορούν, ούτε με ενδιαφέρουν. Οι πολιτικοί δεν μου δίνουν λογαριασμό, ούτε με ακούν, ούτε με εκπροσωπούν. Η συμμετοχή στα κοινά μού έγινε πολυτέλεια και η πολιτική αδυναμία μού έγινε απάθεια.

Μέχρι που ήρθε η κρίση, και η κρίση, ως γνωστόν, είναι ευκαιρία. Η Κρίση της Αμάλθειας σκόρπισε πλούσιες ευκαιρίες. Ευκαιρίες, για όσους είχαν κάνει μια επενδυτική απερισκεψία με σύνθετα, πολυσύνθετα, παράγωγα και αεριτζίδικα, να βγάλουν τα σπασμένα. Ευκαιρίες, για όσους είχαν με κόπους μιας ζωής βάλει στην άκρη ένα κομπόδεμα, να αγοράσουν οκαζιόν ένα λιμάνι, ένα αεροδρόμιο, μια χώρα τέλος πάντων. Ευκαιρίες, για όσους τίμια είχαν φτιάξει μια επιχείρηση, ξεχνώντας να πληρώσουν κάτι φόρους, κάτι εισφορές, να μειώσουν τα κόστη τους, αμολώντας μερικά εκατομμύρια στην ανεργία. Ευκαιρίες για πολιτικούς να νομιμοποιηθούν με το φόβο, μιας και με τη δημοκρατία απέτυχαν.

Είδα κι εγώ την ευκαιρία μου. Είχα συναινέσει να μου στερήσουν τη δύναμή μου, τη φωνή μου, την αξιοπρέπειά μου. Τώρα όμως μπορώ τουλάχιστον να ξαναβρώ τη λεβεντιά μου. Τη λεβεντιά των Θερμοπυλών, του Μεγάλου Κωνσταντίνου και του Μεσολογγίου, μαζί. Τώρα μπορώ να θυμηθώ το ένδοξο γένος μου, να ξαναγίνω ήρωας, να τα βάλω με τους Τιτάνες της Ευρώπης και να πετάξω στη θάλασσα τα έγχρωμα σκουπίδια της μετανάστευσης. Τώρα που έχω ξαναβρεί τον εχθρό, ξέρω πού να υψώσω το ανάστημά μου.

Οι ξένοι, όλοι οι ξένοι, οι πλούσιοι ξένοι, οι ανθέλληνες ξένοι, αλλά κυρίως οι φτωχοί ξένοι, οι μαύροι ξένοι, οι αλλόθρησκοι ξένοι – όλοι οι ξένοι, και μερικοί ντόπιοι συμπαθούντες, αυτός είναι ο εχθρός. Αυτοί όλοι μου παίρνουν τις δουλειές, μου βιάζουν τις γυναίκες, μου αρπάζουν τα παιδιά. Αυτοί που πουλάνε τις μαϊμούδες μου, οδηγούν τα ταξί μου, δουλεύουν τα χωράφια μου.  Αυτοί που ήρθαν από τη χώρα τους στη δική μου.

Δεν έχει σημασία που πρώτα πήγα εγώ στη δική τους, μαζί με τους συμμάχους μου, κραδαίνοντας στο ένα χέρι δήθεν τη δάδα της δημοκρατίας και με το άλλο διαλύοντας το σπίτι τους για να περάσει η δική μου – δηλαδή του συμμάχου μου - αντλία πετρελαίου.  Αυτοί φταίνε…Ή εν πάση περιπτώσει με αυτούς μπορώ να τα βάλω. Γιατί με τους άλλους έπαιζα τόσα χρόνια και έχανα. Με αυτούς που μου έφαγαν τους φόρους και δε μου έφτιαξαν σχολεία και νοσοκομεία δεν μπορώ να τα βάλω, είναι κρυμμένοι. Με αυτούς που μου έφαγαν τους μισθούς και τώρα δε μου δίνουν σύνταξη και φάρμακα δεν μπορώ να τα βάλω, τους έχω ξαναεκλέξει. Με αυτούς που μου πέταξαν ένα ξεροκόμματο για να τους δουλεύω 16 ώρες την ημέρα ανασφάλιστος δεν μπορώ να τα βάλω γιατί – έ, καλό είναι και το ξεροκόμματο. Ούτε με όσους έκαναν το νταραβέρι στα πολιτικά γραφεία μπορώ να τα βάλω γιατί είμαι ένας από αυτούς.

Βλέπεις, δεν είμαι κιοτής, έχω λόγους. Με τους ξένους όμως μπορώ να τα βάλω και μάλιστα στα σίγουρα. Γιατί τώρα…Τώρα έχω τον δικό μου άνθρωπο στη Βουλή, στο δρόμο, στο μαγαζί στο σπίτι, στο πλευρό μου. Έχω τη δική μου εκδοχή του Λεωνίδα, που με τον τσαμπουκά του θα σφάξει τον Πακιστανό μικροπωλητή, θα δείρει τον Λίβυο μαγαζάτορα, θα εξαφανίσει τον Σομαλό πρεζάκια. Θα μου καθαρίσει την πόλη, όπως καθαρίζει τις πλατείες από διαδηλωτές παρέα με τα ΜΑΤ. Θα μου φυλάξει το σπίτι, όπως φυλάει επί πληρωμή το καταγώγιο της γειτονιάς μου. Θα δείρει τον μετανάστη, όπως δέρνει όσους χρωστάνε στον τοκογλύφο αφεντικό του.

Για όλα αυτά τον ευγνωμονώ. Αλλά κυρίως τον ευγνωμονώ γιατί με κάνει να αισθάνομαι πάλι δυνατός.  Μπορεί ο εχθρός να είναι μικρός κι αδύναμος. Μπορεί να μην είναι καν αληθινός εχθρός. Εμένα όμως μου χρειάζεται αυτός ο μικρός, αδύναμος εχθρός, όσο μου χρειάζεται και ο προστάτης. Γιατί τώρα μπορώ να μην είμαι εγώ ο τελευταίος.

X.K.»

Για την αντιγραφή

ΚΙΜΠΙ

Kibi2g@yahoo.gr (και kibi-blog.blogspot.com)

 

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Ένα από τα ρητά των Ναζί ξεκινούσε με τη φράση: «Είσαι ένα τίποτα». Θέλαμε να βρούμε τουλάχιστον κάποιο υλικό με καθημερινούς ανθρώπους. Ήμασταν περίεργοι για την καθημερινή ζωή των ανθρώπων τότε. Προφανώς έκαναν κάτι διαφορετικό εκτός από το να φωνάζουν “Zieg Heil”. Ωστόσο, σε δύο εκατομμύρια μέτρα φιλμ ντοκιμαντέρ των ναζί καταφέραμε να βρούμε αυτές τις σπάνιες σκηνές. Γιατί να ασχοληθείς με αυτούς τους ανθρώπους αν είναι ένα τίποτα. Η φράση συνέχιζε: «Είσαι ένα τίποτα, ο λαός σου είναι το παν». Ωστόσο, πώς μπορεί να πιστέψει κανείς πως ένας λαός είναι τι παν αν κάθε ξεχωριστός εκπρόσωπός του είναι ένα τίποτα; Το ρολόι χτυπά. Ο Χίτλερ αρέσκονταν να αναφέρεται στον λαό σαν μάζες, Στις μάζες, έλεγε, πρέπει να συμπεριφέρεσαι όπως στις γυναίκες. Και οι γυναίκες, έλεγε συχνά ο Χίτλερ, υποκύπτουν στην εξουσία. Δεν έχει σημασία να απευθύνεσαι στη διάνοια των μαζών. Είναι αναγκαίο να απευθύνεσαι στα πιο ζωώδη ένστικτά τους. Ας συνεχίσουμε να ασκούμε επιρροή στα πιο πρωτόγονα συναισθήματα των μαζών. «Οι μάζες είναι οκνηρές και υπερβολικά υπερήφανες», έλεγε κι έγραφε ο Χίτλερ. «Δεν τους αρέσει να διαβάζουν και να σκέφτονται. Πρέπει να αντικρίζουν έναν εχθρό και να αναγνωρίζουν έναν θεό». Εδώ είναι ο θεός τους. Κι έπειτα θα σε ακολουθήσουν, γιατί καθένας τους είναι ένα τίποτα. «Οι μάζες πρέπει να διακατέχονται από φόβο», έλεγε ο Χίτλερ Μια σημείωση για όλους τους υποψήφιους μελλοντικούς Χίτλερ, με όλα τα μέσα προπαγάνδας που έχουμε στη διάθεσή μας σήμερα. Είναι ένας οικονομικός και πρακτικός τρόπος να ανυψωθείς στους ουρανούς όντας ακόμη ζωντανός.

Μιχαήλ Ρομ, «Αληθινός φασισμός» (ντοκιμαντέρ, 1965)  

Saturday, September 8, 2012

Ζωή εντός παρενθέσεως


(από τη στήλη Ελεύθερος Σκοπευτής, Επενδυτής 8/9/2012)


Διαβάζοντάς το, πίστεψα στην αρχή ότι ήταν «μαϊμουδιά». Ή ότι οι χαρτογιακάδες της τρόικας, οι δευτεροκλασάτοι πλην αδρά πληρωμένοι υπάλληλοι της Κομισιόν, του ΔΝΤ και της ΕΚΤ που αμιλλώνται στην αποστήθιση του Φρίντμαν, θέλουν να κάνουν πλάκα στους υφισταμένους τους υπουργούς κι υφυπουργούς, να δοκιμάσουν τα ανακλαστικά τους, τις «κόκκινες γραμμές» τους, τους απονεκρωμένους νευρώνες τους. Συνηθισμένοι να ακούνε μόνο «ναι» σε κάθε παράδοξη απαίτησή τους είπαν «ας πετάξουμε και μια πατάτα, να δούμε αν θα είναι το ίδιο πρόθυμοι». Μιλώ για το μέιλ της τρόικας, με τις εξωφρενικές απαιτήσεις για περισσότερη «ευελιξία» στην αγορά εργασίας και για «ορισμό του ελάχιστου ορίου ανάπαυσης στις 11 ώρες». Απόρησα στην αρχή, θεώρησα παράδοξο ακόμη και για Ταλιμπάν του νεοφιλελευθερισμού να ασχολούνται με το «όριο ανάπαυσης» τη στιγμή που μια χαρά κανιβαλίζουν το ωράριο και τις μέρες εργασίας. Νόμισα πως η εργατική νομοθεσία ασχολείται μόνο με τον εργάσιμο, όχι και με τον ελεύθερο χρόνο.

Έπειτα, οι καλύτεροι γνώστες του θέματος μού εξήγησαν πως η αναφορά των τροϊκανών στο 11ωρο ανάπαυσης αφορά την ελάχιστη απόσταση ανάμεσα σε δύο βάρδιες εργασίας. Αυτά παθαίνει κανείς όταν προχωρεί με το θράσος της αγνοίας ή της ημιμαθείας του.

Μια πιο ψύχραιμη σκέψη, μετά την αυτοκριτική, με οδήγησε στο επόμενο συμπέρασμα: μια χαρά τα λέει η τρόικα εξωτερικού. Η εισήγησή τους είναι απολύτως συνεπής με την περί ζωής αντίληψή της. Εφόσον η κοινωνία υπάρχει υπέρ της οικονομίας, η παραγωγή υπέρ της αγοράς, οι παραγωγοί υπέρ της ευρωστίας των επιχειρήσεων και τα κράτη υπέρ των δανειστών τους, δεν υπάρχει κανένας λόγος η «εσωτερική υποτίμηση» που υφίσταται το ανθρώπινο δυναμικό σε επίπεδο μισθών και εισοδημάτων, δηλαδή στο σκέλος του χρήματος, να μη συμπληρωθεί από μιαν αντίστοιχη «εσωτερική υποτίμηση» στο σκέλος του χρόνου. Ο χρόνος είναι χρήμα, αυτή η θεμελιώδης συνάρτηση ουδόλως έχει αμφισβητηθεί ακόμη και στην Ελλάδα της μνημονιακής καταστροφής, είτε αφορά τα δάνεια και τον χρόνο εξόφλησής τους είτε αφορά τον μισθό και τον χρόνο απασχόλησης.

Αυτή η αντίληψη καταλήγει σε κάτι ακόμη πιο βαθύ που γυρίζει τον ευρωπαϊκό «καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο» στις ρίζες από τις οποίες προφανώς δεν αποκόπηκε ποτέ, στον βικτωριανό «χρυσό αιώνα» που μετέτρεψε τα ανθρώπινα σώματα σε άθλια αναλώσιμα μιας εκρηκτικής μεγέθυνσης. Και τότε, δύο αιώνες πριν, το κριτήριο της εκμετάλλευσης δεν ήταν μόνο το άθλιο ημερομίσθιο και το εξουθενωτικό ωράριο, αλλά και ο ελάχιστος χρόνος ανάπαυσης, τόσος που να επιτρέπει στα ανθρώπινα υποζύγια να επιστρέψουν όρθια στο επόμενο 12ωρο ή 14ωρο εργασίας. Σ’ αυτό το σχήμα ανθρώπινου χρόνου δεν είχε θέση ούτε το συμβατικό 24ωρο, ούτε καν ο φυσικός χρόνος, ο καθορισμένος από την ανατολή και τη δύση, τη μέρα και τη νύχτα, την περιστροφή της Γης περί τον Ήλιο και τον εαυτό της. Εξ ου και η «αστοχία υλικού» που έκανε κυριολεξία το παροιμιώδες «με τον ήλιο τα βγάζω, με τον ήλιο τα βάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφούν;». 

 Εν ολίγοις, σ’ αυτή τη μικρή φράση των τροϊκανών «ορισμός του ελάχιστου ημερήσιου ορίου ανάπαυσης στις 11 ώρες» (αγγλιστί: «set the minimum daily rest to 11 hours») συμπυκνώνεται συμβολικά η ουσία ενός οικονομικού μοντέλου που στην πραγματικότητα ουδέποτε συμφιλιώθηκε με ό,τι συμβατικά αποκαλείται ανθρωπισμός. Δεν είναι απλώς η ανάπαυση που αντιμετωπίζεται ως ένα επαχθές και απεχθές κόστος χρόνου, ένα αναγκαστικό διάλειμμα συντήρησης μιας ζωντανής μηχανής, διαθέσιμης σε 24ωρη βάση. Είναι ολόκληρη η ζωή που τίθεται εντός παρενθέσεως. Ό,τι ο μέσος άνθρωπος αντιλαμβάνεται ως ζωή -να τρως, να πίνεις, να κοιμάσαι, να κάνεις έρωτα, να παίζεις, να διαβάζεις, να ακούς μουσική, να βλέπεις σινεμά, θέατρο, τηλεόραση, να συναντάς φίλους, να κάνεις τα χόμπι σου, να διευρύνεις τις γνώσεις σου, να ταξιδεύεις, να κάνεις περίπατο, να βοηθάς τα παιδιά σου, τους γνωστούς, τους συγγενείς σου, τους γείτονες που έχουν ανάγκη, να περιποιείσαι το σπίτι σου, τον κήπο σου ή τις γλάστρες στο μπαλκόνι σου, να αθλείσαι, να φαντάζεσαι, να ονειρεύεσαι ή απλώς να χαζεύεις-, όλα αυτά τα απλά, αυτονόητα, ακόμη και χαζά πράγματα που γεμίζουν το πέραν της εργασίας 24ωρό μας μπαίνουν σε μια μικρή, καταθλιπτική παρένθεση 11 ωρών. Και φυσικά, ανατρέπουν διαστροφικά την ισορροπία ανάμεσα στην ανάγκη και στον καταναγκασμό, τους σκοπούς και τα μέσα.

 Ένας θυμόσοφος παππούς, που πίστευε ότι ξεφυλλίζοντας μερικά βιβλία των εγγονιών του, είχε κατακτήσει τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα κι όλη τη φιλοσοφία, ρωτούσε όποιον ήθελε να «ζυγίσει»: «Ζεις για να τρως ή τρως για να ζεις;». Κανείς από τους εξεταζόμενους, όποια κι από τις δύο απαντήσεις κι αν διάλεγε, δεν περνούσε το τεστ και δεν γλίτωνε την κατάταξη στην κατηγορία των ζώων. Για τον απλούστατο λόγο ότι τα ζώα, τουλάχιστον τα προορισμένα για ανθρώπινη τροφή που ήταν κι η ενασχόλησή του ως κτηνοτρόφου, ανταποκρίνονται και στις δύο απαντήσεις: ζουν για να τρώνε, στον βαθμό που ο κάτοχός τους τούς διαθέτει τόση τροφή όση είναι απαραίτητη για να του αποδώσουν τα μέγιστα σε γάλα ή κρέας. Και τρώνε για να ζουν, για τους αυτονόητους λόγους που αφορούν κάθε έμβιο ον. Σε κάθε περίπτωση, η ζωή τους είναι μια παρένθεση, μικρή ή μεγάλη, μέχρι τον τελικό τους προορισμό: το μαχαίρι του χασάπη.

 Αυτή η βουκολική παρένθεση για τη ζωή εντός παρενθέσεως δεν είναι διόλου μακριά από τη φιλοσοφία που αναδύει όλο το σχέδιο μνημονιακού σωφρονισμού της κοινωνίας («δουλεύεις για να ζεις ή ζεις για να δουλεύεις;», θα μπορούσε να είναι η παραλλαγή του διλήμματος). Έστω κι αν το «11ωρο ανάπαυσης» ανάμεσα σε δύο βάρδιες εργασίας-υπερεργασίας στην πραγματικότητα ή είναι ανεφάρμοστο ή αφορά λίγους κλάδους παραγωγής που σε συνθήκες ύφεσης θα ήθελαν τρελά δραστηριότητα «συνεχούς πυράς» με ελάχιστο κόστος, η εκτός εργασίας και εντός παρενθέσεως ζωή δεν είναι το μόνο πράγμα που μπαίνει σε παρένθεση υπέρ ανταγωνιστικότητας, υπέρ ελλειμμάτων, υπέρ πιστωτών, υπέρ ευρώ. Ολόκληρα στρώματα του πληθυσμού μπαίνουν σε ποικίλες παρενθέσεις -1,5 εκατομμύριο άνεργοι, 4 εκατομμύρια συνταξιούχοι, 3 εκατομμύρια μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα, 1 εκατομμύριο δημόσιοι υπάλληλοι, 1 εκατομμύριο μικρομεσαίοι, 2 εκατομμύρια μαθητές και φοιτητές, 7 εκατομμύρια φορολογούμενοι-, ολόκληρη η ελληνική κοινωνία μπαίνει σε μια παρένθεση άγνωστης διάρκειας, μια ολόκληρη χώρα, η μισή Γηραιά Ήπειρος τελούν εντός παρενθέσεως εν ονόματι ενός ατελούς σχεδίου πολιτικής και οικονομικής ένωσης που δεν υπόσχεται πια ούτε καν αυτό για το οποίο φτιάχτηκε: μια ζωή εκτός εφιαλτικών παρενθέσεων -πολέμων, εθνικιστικών ανταγωνισμών, κρίσεων, οικονομικών και κοινωνικών κραχ, βίας και στέρησης-, με πιο αισιόδοξα σημεία στίξης πριν από την αναπόφευκτη για όλους μας «τελεία»: ερωτηματικά, κόμματα, άντε και μερικές άνω τελείες, αλλά κυρίως θαυμαστικά.

Φυσικά, υπάρχει η εναλλακτική να τεθούν εντός παρένθεσης όλοι αυτοί οι ασύντακτοι σχεδιαστές της ζωής -οι βουκόλοι των μνημονίων-, έστω κι αν είναι αβέβαιο, άγνωστο το σημείο στίξης με το οποίο θα κλείσει αυτή η περίοδος. Η ζωή είναι πολύ σύντομη για να τη βάζεις σε παρένθεση, έτσι δεν είναι;

 

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Το όνομά μου είναι Ζουάο Άνες, ήρθα από το Πόρτο κι είμαι βαρελάς, για να χτιστεί ένα μοναστήρι χρειάζονται κι οι βαρελάδες, αλλιώς ποιος θα έφτιαχνε και θα διόρθωνε τις στέρνες, τα βαρέλια και τους κουβάδες, όταν ο οικοδόμος είναι στη σκαλωσιά και του φέρνουν το δίσκο με το κονίαμα, θα πρέπει να μουσκέψει τις πέτρες με τη σκούπα για να κολλήσουν καλά στην πέτρα που βρίσκεται εκεί και την άλλη που θα καθίσει, και γι’ αυτό έχουν έναν κουβά, και τα ζώα πού θα πιουν, θα πιουν στις καρδάρες… όχι για να το παινευτώ, αλλά δεν υπάρχει άλλη συντεχνία σαν τη δική μου, ακόμη κι ο Θεός ήταν βαρελοποιός (…) για τη ζωή μου δεν έχω πολλά να πω, άφησα την οικογένειά μου στο Πόρτο, τα βγάζουν πέρα μόνοι τους, έχω να δω τη γυναίκα μου δύο χρόνια, μερικές φορές ονειρεύομαι πως ξαπλώνω μαζί της, το πρόσωπο όμως δεν είναι το δικό μου, και την επόμενη μέρα μού πάει πάντα στραβά η δουλειά, θα ’θελα να μ’ έβλεπα ολόκληρο στο όνειρο, αντί για κείνο το πρόσωπο χωρίς στόμα κι έκφραση, χωρίς μάτια και μύτη, ποιο πρόσωπο θα βλέπει η γυναίκα μου σ’ αυτή την περίπτωση, δεν ξέρω, μακάρι να είναι το δικό μου…

 Ζοζέ Σαραμάγκου, «Το χρονικό του μοναστηριού»

 

 

 

 

 

 

Saturday, September 1, 2012

Ούτε μακριά, ούτε κοντά

(Από τη στήλη "Ελεύθερος Σκοπευτής", Επενδυτής, 1/9/2012)

 
Το τελευταίο  μου απόκτημα είναι μία ακόμη απώλεια. Λόγω ηλικίας προφανώς. Πάνω που είχα συνηθίσει στην ιδέα ότι χωρίς τα γυαλιά πρεσβυωπίας αδυνατώ ακόμη και να φάω -διότι τρώμε και με τα μάτια, έτσι δεν είναι;- είμαι υποχρεωμένος να προσθέσω στα μέσα επιβίωσής μου και γυαλιά υπερμετρωπίας. Δεν βλέπω καλά κοντά, αλλά χρειάζομαι βοήθεια και για μακριά.

Το ’βλεπα σ’ άλλους κι αισθανόμουν ευτυχής που δεν μου συνέβαινε. Έβλεπα βιονικούς μεσήλικες με δύο ζευγάρια γυαλιών κρεμασμένα στον λαιμό, ή ένα στα μάτια κι ένα στερεωμένο στα αραιά μαλλιά τους, κι άλλους να ρωτούν εναγωνίως, «πού είναι τα γυαλιά μου;», «ποια;», «για μακριά», «μπροστά σου είναι», «πού», «βάλε τ’ άλλα γυαλιά και θα τα δεις». Θα μου πείτε: τι να πουν κι οι μύωπες ή οι αστιγματικοί που ζουν όλη τη ζωή τους με γυαλιά ή φακούς.

Προσπάθησα να καταλάβω τι μου προσθέτει και τι μου αφαιρεί η υπερμετρωπία σε σχέση με την πρεσβυωπία – εκτός από την υποχρέωση να αγοράσω δεύτερα γυαλιά. Φειδωλές οι εξηγήσεις του γιατρού, μάλλον ακατάληπτες οι ερμηνείες των εγκυκλοπαιδειών. Θεωρητικά είναι κι οι δύο φυσιολογικές καταστάσεις: η πρεσβυωπία είναι μια καραμπινάτη «εγκατάσταση» του γήρατος στο οπτικό σύστημα, η υπερμετρωπία η κατάσταση του φακού μας όταν γεννιόμαστε που με τον καιρό στους περισσότερους διορθώνεται, σ’ άλλους μένει αφήνοντας μια θολούρα στα πιο κοντινά αντικείμενα, αλλά στους ήδη πρεσβύωπες επεκτείνει την έλλειψη ευκρίνειας και στα μακρινά αντικείμενα. Εξ ου κι η ανάγκη για δεύτερα γυαλιά. Τώρα, αν δεν έχω καταλάβει καλά, ας με διορθώσει κανένας οφθαλμίατρος. Η ουσία είναι πως χωρίς τα δύο ζευγάρια γυαλιά έχεις πρόβλημα όρασης. Και κοντά και μακριά.

Θα τ’ αντέξω κι αυτό. Ελάχιστο πρόβλημα σε σχέση μ’ αυτά που περιμένουν στη λίστα αναμονής του γήρατος. Κι ελαχιστότατο σε σχέση με όσα εκτός προγράμματος ενός ανεκτού κύκλου ζωής μάς επιφυλάσσει η μακρόχρονη, αν όχι και εκ γενετής γήρανση του πολιτικού και οικονομικού μας πολιτισμού. Ο οποίος έχει σοβαρά προβλήματα όρασης. Σε βαθμό τυφλότητας. Δεν βλέπει ούτε μακριά, ούτε κοντά, ούτε πάνω, ούτε κάτω, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Γενικώς, δεν βλέπει τίποτα πέρα από τη μύτη του.

Αίφνης, η υποτιθέμενη επιχείρηση εξασφάλιση της θέσης της χώρας στο ευρώ και η απόκρουση του απεχθούς πλην φαντασιακού λόμπι της δραχμής, εξελίσσεται σε ένα ραντεβού στα τυφλά. Στα τυφλά ως κυριολεξία, όχι ως μεταφορά. Τι υπάρχει στο οπτικό πεδίο της συγκυβέρνησης που επιδίδεται σε μια οδυνηρή κοπτοραπτική μέτρων, αν και το μάτι της βελόνας είναι εντελώς αόρατο γι’ αυτήν; Ένα ευρώ, ένα νόμισμα-πουκάμισο αδειανό που είναι αβέβαιο αν θα υπάρχει, τουλάχιστον στη σημερινή του μορφή, σε ένα ή δύο χρόνια. Με την όραση ενός βαριά πρεσβύωπα που δεν φορά τα γυαλιά του επιχειρεί λεπτή χειρουργική στα πιο ευαίσθητα και ζωτικά όργανα της κοινωνίας. Και τελικώς, τη χασαπεύει, με χειρουργικά εργαλεία που στα χέρια της γίνονται φονικά όπλα.  Με την όραση ενός υπερμέτρωπα αντικρίζει με αυτοθαυμασμό το σώμα του θνησιγενούς και ημιακρωτηριασμένου τέρατος Φρανκενστάιν που συνέθεσε με τα χέρια της. Κι έπειτα, με τα μάτια ενός βαριά μύωπα, πάντα χωρίς γυαλιά, συλλαμβάνει την πανοραμική εικόνα: βλέπει πλήθη να την επευφημούν, μέλλουσες γενιές να την ευγνωμονούν, κοινοτικούς εταίρους να τη χειροκροτούν για τη χειρουργική, θεραπευτική της τόλμη. Δεν περνά από τον νου της ότι αυτό που βλέπει μπορεί να είναι κι ένα πλήθος που έρχεται απειλητικό καταπάνω της.

Ο χειρότερος συνδυασμός είναι να μη βλέπεις ούτε μακριά ούτε κοντά. Και εις ό,τι με αφορά μπορώ να το διορθώσω με τα συμβατικά μέσα και να συμβιβαστώ με τα διπλά γυαλιά – υπάρχουν και τα πολυεστιακά, και για τους τολμηρότερους και πλουσιότερους πειραματικές ακόμη χειρουργικές αποκαταστάσεις. Αλλά, για την εγχώρια και την ευρωπαϊκή ελίτ ο συνδυασμός «ούτε κοντά, ούτε μακριά» δεν είναι απλώς οδυνηρός, είναι επικίνδυνος. Η προσδοκία της συγκυβέρνησης των τριών είναι πως προσφέροντας άφθονο αίμα στην τρόικα θα εξημερώσει το θηρίο, θα εξευμενίσει τους δανειστές και θα πετύχει μια παράταση στη διασωλήνωση της ελληνικής οικονομίας, μαζί με τη δόση των 31 δισ. ευρώ. Και μετά; Τι υπάρχει στο οπτικό της πεδίο πέρα από αυτό; Τι υπάρχει πέραν του χρονικού ορίζοντα των λίγων μηνών, άντε ενός χρόνου; Η ανάπτυξη, θα απαντήσουν εν χορώ τα τρία μυωπικά, πρεσβυωπικά και σχεδόν τυφλά ποντικάκια. Από πού; Ακόμη και μια πλημμελής εφαρμογή των μέτρων των 11,5 δισ, ευρώ, που στην πραγματικότητα θα ξεπεράσουν τα 15 δισ., θα προσθέσει τουλάχιστον τρεις ποσοστιαίες μονάδες ύφεσης την επόμενη διετία, άντε τετραετία, αν πάρουν την επιμήκυνση. Τι θα αντισταθμίσει αυτή τη βίαιη βύθιση της οικονομίας; Τι θα αντικαταστήσει τα κρατικά έσοδα δεκάδων δισ. ευρώ που είναι προορισμένα σχεδόν αποκλειστικά να εξυπηρετούν τόκους και τοκοχρεολύσια, αποστερώντας την οικονομία από πολύτιμες, αναντικατάστατες δαπάνες; Τι θα αντισταθμίσει τη «στάση δανεισμού» που έχουν κηρύξει οι τράπεζες, κατευθύνοντας τον πακτωλό ευρώ που παίρνουν από το κράτος και τους δανειστές αποκλειστικά στην ανακεφαλαιοποίηση, την αναδιάρθρωση και τους «γάμους» τους;

Στο οπτικό πεδίο των απολογητών της επώδυνης «σωτηρίας» δεν υπάρχει καμιά ευκρίνεια ούτε για μακριά, ούτε για κοντά. Δεν υπάρχει ίχνος σχεδίου ή οράματος για την Ελλάδα του μέλλοντος: τι άλλο χαρακτηριστικό θα έχει, εκτός από το να ανήκει στην Ευρωζώνη, που αυτό καθεαυτό δεν σημαίνει τίποτα, όπως απέδειξε ο δεκαετής κύκλος του; Τι θα παράγει, τι θα εξάγει, τι θα καλλιεργεί αυτή η χώρα, πού θα καινοτομεί, πώς θα είναι οργανωμένο το κράτος της, τι υπηρεσίες θα παρέχει στους πολίτες, τι μόρφωση θα παρέχει στους νέους, ποια προστασία και ποιες ευκαιρίες στους ανέργους, ποια στήριξη στους φτωχούς, πώς θα αμβλύνει τις ανισότητες, πώς θα αποτρέπει τη διαφθορά…

Αυτά τα ολίγα «για μακριά». Για κοντά, δεν το συζητώ. Δεν υπάρχει απλώς πρεσβυωπία. Υπάρχει τυφλότητα. Η μέχρι στιγμής «σωτηρία» έχει αποδώσει ύφεση 20% και ανεργία 23%, και υπάρχει πιθανότητα, αν όχι βεβαιότητα, στο τέλος της «προσαρμογής» τα νούμερα αυτά ακόμη και να διπλασιαστούν, αγγίζοντας τους αριθμούς που επιστρατεύονται για να κάνουν πιο πειστικό τον «μπαμπούλα της δραχμής». Ποια ακριβώς είναι η διαφορά μιας οικονομικής και κοινωνικής χρεοκοπίας με ευρώ και μιας αντίστοιχης χρεοκοπίας με δραχμή, εναπόκειται στη μυωπική ή πρεσβυωπική φαντασία των αρχιτεκτόνων της να το εξηγήσουν.

Αλλά, η κυριότερη παρενέργεια της πολιτικής τυφλότητας που έχει πλήξει τη συγκυβέρνηση, και πιθανότατα το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του, είναι η αδυναμία να διακρίνουν και να ερμηνεύσουν σωστά το παράδοξο ισοζύγιο ανοχής και βουβής οργής της κοινής γνώμης απέναντι στη λεηλασία που υφίσταται. Καθώς η ανωμαλία στην οποία βρισκόμαστε εξελίσσεται σε μια νέα «ομαλότητα» που περιλαμβάνει αλλεπάλληλα σοκ κατά εισοδημάτων και δικαιωμάτων, την κατάρρευση της πολιτικής αξιοπιστίας, αλλά κι ένα βόλεμα σε ελάσσονες προσδοκίες επιβίωσης, το φορτίο του θυμού εύκολα μπορεί να διοχετευτεί σε συμπεριφορές κοινωνικού αυτοματισμού, ακραίου ατομικισμού, βίαιης αυτοσυντήρησης, εσωτερικού σπαραγμού, ρατσισμού, εκφασισμού. Ο ολοκληρωτικός πόλεμος κατά της κοινωνικής πλειοψηφίας, ελλείψει μιας ορατής, κρυστάλλινης εναλλακτικής, εύκολα μπορεί να εκτραπεί σε έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων, να εκθρέψει το φασιστικό μόρφωμα που σήμερα κινείται στα όρια της γραφικότητας, αλλά προφανέστατα έχει φιλοδοξίες να ηγεμονεύσει στους απογοητευμένους μικρομεσαίους και στους απελπισμένους ανέργους και νεόπτωχους της τροϊκανής δημοκρατίας. Φίδι στον κόρφο τους ζεσταίνουν. Αλλά ως πρεσβύωπες άλλα βλέπουν. «Τι είναι αυτό πάνω σου;». «Α, το τατουάζ των διακοπών».


 ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Είναι κάτι πρεσβυωπικά γερόντια οι ποιητές
μονάχα μακριά μπορούν να δουν

Μακριά στο παρελθόν μακριά στο μέλλον
τα πράγματα τα κοντινά δεν τα διακρίνουν

περπατούν σκοντάφτουνε τρικλίζουν
τα χέρια απλώνουν ψαχουλευτά πασχίζουν

σαν την τυφλόμυγα πού βρίσκονται να βρουν
Το σήμερα μαντίλι γύρω από τα μάτια τους δεμένο.

Αργύρη Χιόνη, «Κούφον γαρ χρήμα»