Η Εφημερίδα των Συντακτών, 28-29/1/2023
Ο Βενιζέλος έκανε ρούμπο. Μού ήταν πάντα πολιτικά και ιδεολογικά αντιπαθής -προσωπικά δεν τον ξέρω τον άνθρωπο-, ο ναρκισσισμός και ο ρητορικός αυτοθαυμασμός που απέπνεε μού ήταν ενοχλητικός και φυσικά το μνημονιακό έπος που έγραψε μετά το 2010 τον συγκαταλέγει στους συντελεστές μιας κοινωνικής και οικονομικής καταστροφής. Αλλά έτσι κι αλλιώς, μετά το 2015 ουδείς αναμάρτητος κι αμέτοχος του εγκλήματος από το πολιτικό σύστημα, με τις γνωστές τιμητικές ή απλώς γραφικές εξαιρέσεις.
Την ευστροφία, την ευγλωττία, την ευστοχία και την ακριβολογία του «Μπένι», όμως, ουδείς μπορεί να την αμφισβητήσει. Ετσι, ο τρόπος που απάντησε στους γραφικούς «μενουμευρωπιστές» -και υποτιθέμενους ομοϊδεάτες του, όπως ο ίδιος είπε- για τη συμμετοχή του στην εκδήλωση για τις παρακολουθήσεις, αποτυπώνει με ακρίβεια την πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί μετά την πύρινη κυβερνητική θητεία ΣΥΡΙΖΑ: με εξαίρεση το ΚΚΕ (κι αυτή η εξαίρεση περισσότερο ρητορική, παρά κυριολεκτική), όλο το κοινοβουλευτικό πολιτικό φάσμα έχει μετατοπιστεί στην πλευρά των «μενουμευρωπιστών» (για να μην πω και «μενουμευρωατλαντιστών»). Εστω κι αν κάθε δύναμη έχει μια διαφορετική Ευρώπη στο μυαλό της.
Αίφνης, αν μείνουμε στην πολιτική συγκυρία της προεκλογικής πόλωσης και της πρωτοφανούς για το πλαίσιο της μεταπολιτευτικής αστικής δημοκρατίας θεσμικής εκτροπής, η μεν Ν.Δ. του Μητσοτάκη βλέπει μια Ευρώπη που από την ώσμωσή της με τον ταύρο-Δία μεταμορφώθηκε σε αγελάδα για άρμεγμα από τα δισεκατομμύρια του Ταμείου Ανάκαμψης και του κοινού ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ και άλλες δυνάμεις του κεντροαριστερού φάσματος βλέπουν στο γλυκό τέρας, τις Βρυξέλλες, την οντότητα που μπορεί να υπερασπίσει τα θεμελιώδη δικαιώματα, τη δημοκρατία και τους στοιχειώδεις κανόνες του κράτους δικαίου. Να τα υπερασπίσει ακόμη και από τον μητσοτακικό ολετήρα.
Σε γενικές γραμμές, το υπονοούμενο πίσω από το προβοκατόρικο ερωτηματικό στον τίτλο της εκδήλωσης «Μένουμε Ευρώπη;» είναι πως η Ε.Ε. είναι πια μια οντότητα που μπορεί να εγγυηθεί τα βασικά: δημοκρατία, ατομικά και συλλογικά δικαιώματα, δικαιοσύνη, κρατική κυριαρχία, διεθνές δίκαιο, ειρήνη. Αυτά, τα περισσότερα από τα οποία τα καταστρατήγησε με τον πιο βάναυσο τρόπο στη διάρκεια των τριών μνημονίων και της τροϊκανής δικτατορίας στην Ελλάδα, που ουσιαστικά κατάργησε ακόμη και τη νομοθετική εξουσία του κοινοβουλίου.
Αλλά όχι. Επειδή πέρασαν πια τα μνημόνια (από πάνω μας), επειδή η Ε.Ε. ανακάλυψε στην πανδημία την ξεριζωμένη από το νεοφιλελεύθερο DNA της κρατική παρέμβαση, τον συλλογικό δανεισμό και το πόσο βλακώδες είναι το Σύμφωνο Σταθερότητας, δεν μεταλλάχθηκε ξαφνικά σε συμπονετική, φιλάνθρωπη κυρία.
Επομένως, αν έχει απαντηθεί για την πλειονότητα του πολιτικού συστήματος, της οικονομικής ελίτ αλλά και της κοινωνίας –με αποχρώσεις και αστερίσκους- το ερώτημα «Μένουμε Ευρώπη;» μένει να απαντήσουμε στο επόμενο ερώτημα: «Και η Ευρώπη, πού μένει;».
Διότι προφανώς δεν μένει πια στο Δικταίο Αντρο να απολαμβάνει τον έρωτά της με τον Δία, ούτε στην Κρήτη αφοσιωμένη στον μετέπειτα γάμο της με τον Αστερίωνα και στα παιδιά της. Η Ευρώπη για δεκαετίες έμενε κυρίως στο Παρίσι, γοητευμένη από τα φεντεραλιστικά οράματα των Γάλλων εμπνευστών της ενοποίησής της, αλλά πάντα κάτω από τη βαριά σκιά των Αμερικανών νονών της. Υστερα, μετακόμισε ή απλώς απήχθη στη Γερμανία και κυρίως στο Βερολίνο μετά την πτώση του τείχους, που επέβαλε το σκληρό μείγμα δημοσιονομικής πειθαρχίας και νεοφιλελεύθερης απελευθέρωσης της ενιαίας αγοράς (ορντολιμπεραλισμός), προκαλώντας αβυσσαλέα χάσματα ανισότητας ανάμεσα στις χώρες-μέλη. Επειτα, άρχισε να μοιράζει τον χρόνο της μεταξύ Βρυξελλών, όπου αναπτύχθηκε η τεράστια γαλλογερμανικής κοπής νομενκλατούρα και η «δημοκρατία των λόμπι», και Φρανκφούρτης όπου εγκαθιδρύθηκε η ανεξέλεγκτη δικτατορία του ευρώ και της νομισματικής ένωσης. Για τις αρκετές δεκαετίες της γερμανικής αιχμαλωσίας της, η ερωτευμένη με τον γερμανικό ταύρο Ευρώπη απολάμβανε τις κλεφτές αποδράσεις τους προς Μόσχα, της οποίας το φτηνό αέριο και πετρέλαιο έχτισαν το γερμανικό «θαύμα», μαζί βέβαια με τα εκατομμύρια κινεζικά εργατικά χέρια που συναρμολογούν τα γερμανικά αυτοκίνητα και συσκευές. Επειτα, η επιρρεπής σε νέους έρωτες ή βίαιες απαγωγές Ευρώπη, άρχισε να ανακαλύπτει ξανά τη γοητεία του υπερατλαντικού νονού της. Κι αν η μισή της καρδιά βρισκόταν στο Βερολίνο ή στο Παρίσι, η άλλη μισή στη Νέα Υόρκη βρισκόταν. Αλλά το κακό είναι ότι μαζί με την καρδιά της μετακόμιζαν εκεί μαζικά επιχειρήσεις της, κυνηγώντας αμερικανικούς φορολογικούς παραδείσους, κι αυτό θα γίνει ακόμη χειρότερο με τον ανοικτό πια επενδυτικό «πόλεμο» που έχει κηρύξει ο Μπάιντεν, επιδιώκοντας να αποψιλώσει βιομηχανικά και επιχειρηματικά την Ευρώπη. Κι αν αυτός ο «πόλεμος» είναι προς το παρόν μεταφορικός, η Ευρώπη τα έχει δώσει όλα και στον κυριολεκτικό πόλεμο που γίνεται στην καρδιά της, απολαμβάνοντας με μαζοχιστικό πάθος την ύστατη μιλιταριστική της μετάλλαξη. Τον τελευταίο χρόνο η Ευρώπη μένει σχεδόν αποκλειστικά στην Ουκρανία, όταν δεν λείπει ταξίδι στην Ουάσινγκτον ή δεν περνάει από τη Φρανκφούρτη για να παστρέψει λίγο το Δικταίο Αντρο της νομισματικής δικτατορίας της, τώρα που έχουν πέσει φούριες με τα επιτόκια και την εξόντωση του πληθωρισμού.
Είναι μια μεγάλη αντίφαση, εδώ που τα λέμε. Τώρα που εμείς, οι ιθαγενείς της υποτιθέμενης κοιτίδας της, αποφασίσαμε περίπου αμετακλήτως ότι «μένουμε Ευρώπη», η ίδια η Ευρώπη δεν μένει πια εδώ. Διακτινίζεται όπου Γης μεταξύ ανατολής και δύσης, βορρά και νότου, σε ένα αυτοκαταστροφικό σκόρπισμα και σε έναν κατακερματισμό της ταυτότητάς της. Εβδομήντα χρόνια από τη σύλληψή της η Ευρώπη άγεται και απάγεται από ταύρους που δεν έχουν καν τις τρυφερές ερωτικές προθέσεις του Δία. Της ορμούν ως ταύροι εν υαλοπωλείω. Θα την κάνουν κομμάτια και θρύψαλα.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
...Οσο για την ευρωζώνη, η ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ουδόλως την εμπόδισε να συμμετάσχει στην Τρόικα, στην περίπτωση της Ελλάδας, ή να στείλει το 2011 μία επιστολή, με την υπογραφή του τότε διοικητή Ζαν-Κλοντ Τρισέ και με την υποστήριξη του Μάριο Ντράγκι (ως διοικητή της Τράπεζας της Ιταλίας), στον Ιταλό πρωθυπουργό Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Η επιστολή αυτή συμπεριελάμβανε ένα κατάλογο «απαραίτητων» μέτρων που θα έπρεπε να λάβει η κυβέρνηση της χώρας- από την ιδιωτικοποίηση δημοσίων υπηρεσιών και τη μείωση μισθών των δημοσίων υπαλλήλων μέχρι τη συνταγματική αναθεώρηση του φορολογικού συστήματος και την κατάργηση περιφερειακών διοικητικών διαιρέσεων.
Eric Monnet, «Κεντρικές τράπεζες, κράτος πρόνοιας και Δημοκρατία: Για τον εκδημοκρατισμό των Κεντρικών Τραπεζών και της νομισματικής πολιτικής»