Saturday, February 18, 2023

Το Τετράγωνο της Αθηναϊκής Τριλογίας

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 18-19/2/2025


Στο «Τετράγωνο» του Ρούμπεν Εστλουντ, που είχε πάρει Χρυσό Φοίνικα πριν από πέντε-έξι χρόνια, ένα πρωτοποριακό μουσείο σχεδιάζει μια εγκατάσταση με κεντρικό στοιχείο ένα τετράγωνο 4x4 μέτρα χαραγμένο στο έδαφος με την προσδοκία να αποτελέσει «καταφύγιο εμπιστοσύνης και συμπόνιας» για τους επισκέπτες. Τόσης εμπιστοσύνης, που οι επισκέπτες καλούνται να αφήσουν πορτοφόλια, κινητά, ό,τι πολύτιμο έχουν μαζί τους σε έναν άδειο χώρο, με την πεποίθηση ότι θα το ξαναβρούν. Η ταινία -εύστοχη κινηματογραφική τρολιά του Σουηδού σκηνοθέτη- καταλήγει σε μια παρωδία της πολιτικής ορθότητας των καθωσπρέπει δυτικών κοινωνιών, όπου οι στομφώδεις διακηρύξεις εμπιστοσύνης πνίγονται στη δυσπιστία και στον ανελέητο ανταγωνισμό.

Αν και η Ελλάδα οριακά μπορεί να συγκαταλεγεί στις «καθωσπρέπει δυτικές κοινωνίες» όπως η σουηδική, παρά τον μακρόχρονο, εντατικό εκδυτικισμό της, διαθέτει ένα τετράγωνο όχι 4x4, αλλά 200x200 (περίπου). Το ιστορικότερο οικοδομικό τετράγωνο της βαυαρικής Αθήνας, όπως σχεδιάστηκε από τους Χάνσεν και Κλεάνθη, που περικλείει τα δύο από τα νεοκλασικά μνημειακά κτίρια της λεγόμενης «Αθηναϊκής Τριλογίας», στην οποία αυτή την περίοδο συντελείται ένα παράδοξο πείραμα εμπιστοσύνης και συνύπαρξης των πιο ακραίων και αντιφατικών στοιχείων της ελληνικής πραγματικότητας. 

Ο λόγος για το τετράγωνο που περικλείεται μεταξύ Πανεπιστημίου, Σίνα, Ακαδημίας και Ρήγα Φεραίου, με μοναδικά κτίρια αυτά της Ακαδημίας και του Πανεπιστημίου. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι περνάμε κάθε μέρα από εκεί, με μια αξιοσημείωτη ανοσία ή αδιαφορία για τα «έπη» που εξελίσσονται εντός του τετραγώνου. Στο πέρασμα ανάμεσα στα δύο εμβληματικά κτίρια κάθε μεσημέρι αναπτύσσεται η πιο διαφανής πιάτσα ναρκωτικών της πόλης. Δεκάδες καταρρακωμένα πλάσματα, με ισχνά και γεμάτα πληγές σώματα, γυναίκες και άνδρες απροσδιόριστης ηλικίας, περιμένουν με αγωνία τους πωλητές, που πάντως σκούζουν με παρρησία ντελάλη: «Οποιος είναι να ψωνίσει να έρθει τώρα!» Οι «πελάτες» τούς περιστοιχίζουν διαπληκτιζόμενοι κι αφού ψωνίσουν ακροβολίζονται στα παγκάκια ή πίσω από τους θάμνους και τρυπιούνται. Στο στήθος, στο πέος, στο πόδι, όπου έχει απομείνει φλέβα. Ολη η οδυνηρή τελετουργία γίνεται στο φως της μέρας, μπροστά στα χαμηλωμένα ή απλώς αδιάφορα βλέμματα εκατοντάδων περαστικών που διασχίζουν την πιάτσα απλώς προσέχοντας μην πατήσουν καμιά σύριγγα. Ή καμιά κουράδα. Γιατί το πέρασμα, ιδιαίτερα στον τοίχο του Πανεπιστημίου, είναι ένα κανονικό δημόσιο αφοδευτήριο για τα ανθρώπινα ράκη, που έχουν προ πολλού υπερβεί κάθε όριο ντροπής και αυτοεκτίμησης. 

Στην απέναντι του δημοσίου αφοδευτηρίου πλευρά, στη μάντρα που περικλείει το μαυσωλείο του ελληνικού πνεύματος, την Ακαδημία Αθηνών, που ο εξαιρετικός κήπος της έχει τουλάχιστον τη χρησιμότητα πάρκινγκ για τους λιγοστούς καθημερινούς ενοίκους της, γίνονται δύο παράλληλες ανασκαφές. Η μία σε ελάχιστο βάθος, μόλις ενός μέτρου, έχει αποκαλύψει μια αρχαία ή μεσαιωνική θεμελιοδομή, που δυο-τρεις αρχαιολόγοι προσπαθούν να διασώσουν στα λίγα τετραγωνικά της. Κατά σύμπτωση, τη διασχίζει ένας μεταλλικός σωλήνας αποχέτευσης, που προφανώς μεταφέρει άλλων περιοίκων λύματα και αφοδεύματα. Στην άλλη ανασκαφή, τεράστια και σε βάθος δεκάδων μέτρων, γράφεται ακόμη ένα επεισόδιο του σύγχρονου εργολαβικού έπους, με ακόμη μία γραμμή και σταθμό μετρό που χτίζεται κάτω από το τεράστιο εργοτάξιο, κλεισμένο πίσω από λαμαρίνες και απαγορευτικές πινακίδες. 

Αφού περάσει κανείς τα πενήντα μέτρα ανθρώπινης καταρράκωσης, πνευματικής χαύνωσης και κατασκευαστικού οργασμού, φτάνει σε αυτό που ήταν κάποτε το πιο φωτεινό, ανοιχτό και κοινωνικά ζωντανό κομμάτι της μητρόπολης: τα Προπύλαια. Ή, για την ακρίβεια, ό,τι έχει μείνει από αυτή τη μεγάλη πλατεία διαμαρτυρίας και νεανικής διεργασίας. Αποκλεισμένα από τα εργολαβικά, φαιοπράσινα «συρματοπλέγματα» του Μεγάλου Περιπάτου, τα Προπύλαια έχουν αποστειρωθεί από την ενοχλητική συλλογική, ανθρώπινη παρουσία, κι αυτό αποδεικνύεται το πιο αποτελεσματικό τρικ κατάλυσης του πανεπιστημιακού ασύλου. 


Κι έπειτα είναι ο ίδιος ο «Περίπατος», το κατασκευαστικό έπος του μελλοντικού ιδιοκτήτη της χώρας, που θα κλείσει τη θητεία του ως δήμαρχος της πόλης έχοντας μετατρέψει την Πανεπιστημίου σε μια ανοιχτή πληγή, έναν διάδρομο μπάζων και ακατάληπτων εκσκαφών και επιχωματώσεων, έναν λαβύρινθο για περαστικούς, επιβάτες του μετρό και των λεωφορείων που στριμώχνονται ανάμεσα στους μπερντέδες του εργολαβικού έπους απροσδιόριστου κόστους και στο μόνιμο Μεγάλο Μποτιλιάρισμα, το μόνο μεγάλο που έχει προκαλέσει η μικρονοϊκή σύλληψη του Μεγάλου Περιπάτου. 


Ολη η Ελλάδα με τις παθογένειές της σε ένα τετράγωνο; Ισως είναι υπερβολή να το πει κανείς αυτό, αλλά πού αλλού συγκλίνουν τόσα ετερόκλητα συστατικά της κοινωνικής πραγματικότητάς μας, από τον κατεστραμμένο κι εγκαταλελειμμένο πάτο της μέχρι τη νοσηρή, αλαζονική και άπληστη κορυφή της; 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 


Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.

Aυτή η μοιραία πόλις, η Aντιόχεια

όλα τα χρήματά μου τάφαγε:

αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.


Aλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.

...............................................


Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω

να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Aυτή είν’ η πρόθεσίς μου.

Aν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους -

τους ξέρουμε τους προκομμένους: να τα λέμε τώρα;

αν μ’ εμποδίσουνε, τι φταίω εγώ.


Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,

κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,

θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.

Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,

πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.


Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.


Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη

για το αψήφιστο της εκλογής.

Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.


Aλλά, κατεστραμμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.

Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.

Aς φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί

να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.

Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.


Κ.Π. Καβάφη, «Ας φρόντιζαν» (1930)


Saturday, February 11, 2023

Ατεχνη ανοησία

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 11-12/02/2023



Ομολογώ τη θεμελιώδη άγνοιά μου στην ψηφιακή τεχνολογία. Και παρότι είμαι, όπως όλοι μας, εκών άκων χρήστης μερικών από τις αναρίθμητες εφαρμογές και εκδοχές της τεχνητής νοημοσύνης, η δυνατότητα κατανόησής της παραμένει στο επίπεδο της φυσικής ανοησίας. Μπορεί αυτό να είναι ψιλο-υπερβολή για να υπηρετηθεί το σχήμα λόγου (τεχνητή νοημοσύνη>< φυσική ανοησία), αλλά μερικές φορές αισθάνομαι πραγματικά χαζός και πιθανότατα θα παραμείνω για τις επόμενες λίγες δεκαετίες του βίου μου, καθώς η AI (Artificial Intelligence) και τα ρομπότ θα εξελίσσονται αλματωδώς, αλλά ο δικός μου νους θα μένει καθηλωμένος στα πενιχρά κεκτημένα της αναλογικής εποχής. 

Με παρηγορεί, ωστόσο, η ιδέα ότι τα επιτεύγματα του γενναίου νέου κόσμου για τα οποία επαίρονται οι πολυεθνικές της τεχνητής νοημοσύνης προέρχονται από ανθρώπους της γενιάς μου και λίγο μικρότερους. Οι ιδιοκτήτες της Google είναι ήδη πενηντάρηδες, ο Μπέζος κοντεύει τα 60 και ο Γκέιτς είναι ήδη 67. Ακόμη πιο παρηγορητικό είναι πως αρκετοί συνομήλικοι φίλοι που δεν είχαν αλλεργία στα μαθηματικά, τη φυσική και τις λεγόμενες θετικές επιστήμες δεν έχουν καμιά αμηχανία και κανένα μεταφυσικό δέος απέναντι στα μηχανήματα του διαβόλου, τους αλγόριθμους και τα ρομπότ. Κι αν χρειαστεί, θα βάλουν ένα χέρι βοήθειας. 

Ισως η πιο αισιόδοξη και θετική είδηση των τελευταίων ημερών για το μέλλον της τεχνητής νοημοσύνης είναι ότι το Bard της Google έκανε λάθος. Αδιάφορο αν η εταιρεία έχασε μετά 100 δισ. δολάρια χρηματιστηριακή αξία, μην ανησυχείτε, σε δυο βδομάδες μπορεί να την ανακτήσει γιατί, ανεξάρτητα από τις γκάφες της τεχνητής νοημοσύνης, η αγελαία κερδοσκοπική ανοησία της αγοράς είναι αήττητη. Η είδηση ότι το Bard όπως και το ChatGPT κάνουν λάθη είναι αισιόδοξη γιατί μας θυμίζει πως είναι ανθρώπινες κατασκευές. Οι μηχανές μπορούν να είναι τόσο σοφές, τόσο έξυπνες, αλλά και τόσο χαζές και τόσο άσχετες όσο τα δισεκατομμύρια ανθρώπων των οποίων τη γνώση και την άγνοια ενσωματώνουν. Οι πληροφορίες που διαχειρίζονται και επεξεργάζονται τα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης της Google ή της Microsoft είναι οι πληροφορίες που εμείς διαθέτουμε και εισάγουμε στην τεράστια ψηφιακή δεξαμενή δεδομένων της ανθρωπότητας. Αλλά, μαζί με τις τεκμηριωμένες, επιστημονικά διασταυρωμένες πληροφορίες εισάγουμε και δοξασίες, θρησκευτικές πεποιθήσεις, θεωρίες συνωμοσίας, παρανοήσεις και απλές μπούρδες. Το λάθος είναι ο πρόγονος του σωστού. Είναι ο τρόπος που ο ανθρώπινος εγκέφαλος μαθαίνει διορθώνοντας διαρκώς τον εαυτό του. 

Το ανθρώπινο λάθος του Bard μας θυμίζει ότι το πρωταρχικό ερώτημα στο οποίο οι μηχανές απαγορεύεται να κάνουν λάθος είναι αυτό: Ποιος σας έφτιαξε; Αν η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι τόσο αυτονόητη ώστε ακόμη και οι «αυτοκράτορες» της ΑΙ δεν μπορούν να κρύψουν ότι οι μηχανές είναι προϊόντα της συλλογικής ανθρώπινης διάνοιας, την οποία αυτοί απλώς ιδιοποιούνται, στο επόμενο ερώτημα οι δρόμοι μας όχι απλώς χωρίζουν, αλλά μας βάζουν σε τροχιά σύγκρουσης: «Και ποιον ωφελείτε;» είναι το ερώτημα που οφείλει να απευθύνει στις μηχανές κάθε πολίτης του ψηφιακού σύμπαντος. Οχι μόνο ως αμήχανος Λουδίτης της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, αλλά και ως καταναλωτής-συμπαραγωγός κάθε προϊόντος τεχνητής νοημοσύνης, με κάθε εφαρμογή που χρησιμοποιεί στο κινητό του, με κάθε «κούκι» που αποδέχεται, με κάθε ανάρτηση που κάνει ανυποψίαστος στα σόσιαλ, διά να απολαύσει την εκτίμηση του πλήθους και τα λάικ των ακολούθων. 

Οι ίδιες οι μηχανές ίσως αδυνατούν να απαντήσουν στο ερώτημα «ποιον ωφελείτε;» χωρίς να αποφύγουν τις προγραμματισμένες κοινοτοπίες ότι τα ρομπότ είναι απλώς υπηρέτες των ανθρώπων. Αλλά οι διαχειριστές, ιδιοκτήτες και πωλητές των μηχανών ήδη απαντούν με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο. Οι δεκάδες χιλιάδες απολύσεις που ανακοινώνουν εδώ και μήνες οι τεχνολογικοί κολοσσοί της Silicon Valley ενσαρκώνουν το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου της ψηφιακής ολιγαρχίας του πλανήτη: η τεχνητή νοημοσύνη και τα ρομπότ είναι γι’ αυτούς το μέσο απαλλαγής από την ενοχλητική μισθωτή εργασία, από τη φυσική παρουσία των εργαζομένων, με τα μπλε ή τα λευκά κολάρα τους, με τις απαιτήσεις, τις δυσφορίες, τις διεκδικήσεις τους. Με τις ατομικές κι αυθόρμητες ή με τις οργανωμένες και συλλογικές αντιδράσεις τους. 

Θεωρητικά η τεχνητή νοημοσύνη, τα ρομπότ και η αυτοματοποίηση της παραγωγής, που ενσωματώνουν τη συλλογική ευφυΐα της ανθρωπότητας από την ανακάλυψη της φωτιάς μέχρι το Bard, είναι η μεγάλη της ευκαιρία να κάνει χειροπιαστό το όραμα του Λαφάργκ για το δικαίωμα στην τεμπελιά. Δηλαδή, για τη χειραφέτηση του είδους μας από την εργασία ως καταναγκασμό. Αν τα ρομπότ κάνουν όλο και μεγαλύτερο μέρος της βρομοδουλειάς, διανοητικής ή χειρωνακτικής, απελευθερώνεται όλο και περισσότερος χρόνος για απόλαυση και δημιουργική σχόλη. Ο χρόνος της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας περιορίζεται θεαματικά, παρότι η παραγωγικότητά της απογειώνεται ακόμη πιο θεαματικά. Για να το πούμε πολύ απλά, η τεχνητή νοημοσύνη, που είναι η δική μας, ανθρώπινη νοημοσύνη πολλαπλασιασμένη ψηφιακά, επιτρέπει με ένα μισαωράκι δουλειάς να παράγεις πλούτο που αντιστοιχεί σε κοπιαστική εργασία ετών της αναλογικής εποχής. Καθόλου άσχημα, έτσι; 

Αυτό είναι το μυστικό της τεχνητής νοημοσύνης που η ολιγαρχία των αλγορίθμων θέλει να αποκρύψει πάση θυσία. Δεν είναι άχρηστοι και περιττοί οι χιλιάδες και εκατομμύρια εργαζόμενοι που οι θέσεις εργασίας τους καταργούνται. Ισα ίσα, είναι πιο πολύτιμοι και παραγωγικότεροι από ποτέ. Θα έπρεπε να δουλεύουν λιγότερο από ποτέ και να αμείβονται περισσότερο από ποτέ. Χρυσοφόρο μυστικό, που υποχρεώνει τους ολιγάρχες της τεχνητής νοημοσύνης να την περιβάλλουν με τόσο μυστικισμό και φαντασιοπληξίες που τη μεταλλάσσουν στο αντίθετό της, μια άτεχνη ανοησία.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Η φυσική νοημοσύνη, η μόνη που υπάρχει πραγματικά, είναι χαρακτηριστικό του κοινωνικού ανθρώπου κι αυτό που ονομάζουμε τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι παρά ένα από τα αξιοθαύμαστα προϊόντα της εργασίας του. Από τις δικές του επιλογές και μόνο εξαρτάται αν αυτή η καινούργια, ισχυρότατη παραγωγική δύναμη που διαχέεται σε όλες τις πλευρές της σύγχρονης ζωής θα αποδειχθεί ιστορικά μέσο χειραγώγησης ή εργαλείο απελευθέρωσης. 

Πέτρου Παπακωνσταντίνου, «Ανθρωποι και ρομπότ» 


Saturday, February 4, 2023

Δελτίο καιρού

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 4-5/2/2023


Ακούω ότι πλακώνονται οι μετεωρολόγοι –οι κανονικοί, όχι οι Weathermen των σίξτις/σέβεντις– για το πόσο βαρύς είναι ο χιονιάς που έρχεται. Μια παράδοξη προσμονή τη βλέπεις και στα δελτία ειδήσεων: «Πείτε μας, κ. Αρνιακέ, θα δούμε χιόνι και στο κέντρο της Αθήνας;». «Χριστίνα, πόσο κάτω από το μηδέν θα πέσει ο υδράργυρος;». Θένε δε θένε, και οι γουέδερμεν μπαίνουν στο παιχνίδι. Αλλά από τότε που ο καιρός έγινε ριάλιτι πλανητικών διαστάσεων –και ιδεολογική διαχωριστική γραμμή των μετεωρολόγων–, έσπασαν κι αυτοί σε ομάδες και σχολές πρόβλεψης. Κι άργησαν κιόλας, αν πάρουμε υπόψη ότι παράγωγα καιρού από τη δεκαετία του ’90 παίζουν σε όλα τα καθωσπρέπει χρηματιστήρια κόσμου. 

Κι εντάξει, πες ότι στα τερατώδη που συμβαίνουν στις αμερικανικές ακτές του Ατλαντικού, με τους τυφώνες και κυκλώνες με τα γυναικεία ονόματα (μετεωρολογικός μισογυνισμός;) που αφήνουν πίσω τους συντρίμμια και νεκρούς, έχει ένα νόημα το παιχνίδι με τα μετεωρολογικά παράγωγα. Εδώ, τι ζόρι τραβάνε για το πόσο χιόνι θα φέρει η «Μπάρμπαρα»; Ας φέρει. Τι να κάνουν και τα ποτάμια, αν δεν ασπρίσουν λίγο τα βουνά; Να στερέψουν; Και τόσο ήλιο που μαζέψαμε οκτώ μήνες τώρα, τι να τον κάνουμε; Δεν αποθηκεύεται η ηλιοφάνεια, να τη βγάλεις σε ώρα ανάγκης.

Ας μαλώνουν οι γουέδερμεν για τα βαρομετρικά τους και πόσο χαμηλά ή ψηλά, ανατολικά ή δυτικά θα περάσουν. Ο καιρός θα κάνει τα δικά του. Ερήμην μας. Οσο κι αν η ανθρωπόκαινος εποχή είναι πράγματι το οδυνηρό αποτύπωμα του είδους μας κι έχει επηρεάσει την «παραγωγή» του κλίματος, το πώς ακριβώς αντιδρούν τα στοιχεία και τα στοιχειά της φύσης παραμένει στον χώρο του απρόβλεπτου. Οχι, δεν είμαι αρνητής της κλιματικής κρίσης, αλλά οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει μια μεταφυσική ματαιοδοξία στην πεποίθηση πως μπορούμε να ρυθμίσουμε τη θερμοκρασία της γης ή να δαμάσουμε τα «ακραία» φαινόμενα. Οφείλουμε να κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας μειώνοντας τις εκπομπές άνθρακα, αλλά ας κρατάμε μικρό καλάθι ως προς την αποτελεσματικότητα των επιλογών της παγκόσμιας ηγεσίας. Και κανένα καλάθι ως προς την ειλικρίνεια των (φαιο)πράσινων προθέσεών της. 

Η αλήθεια είναι ότι από την εποχή των οιωνοσκόπων της προϊστορίας, που «διαβάζανε» το πέταγμα των πουλιών ή τα σπλάχνα των σφαγμένων ζώων, ο καιρός πουλάει. Ο κανόνας των χρηματιστηρίων «αγόραζε στη φήμη, πούλα στην είδηση» είναι παλιό κολπάκι, από την εποχή των μάντεων, που χρησιμοποιούσαν τα μαντεία ως αποθετήρια προσφορών –σε τρόφιμα, ζώα, τιμαλφή– των εύπιστων υπηκόων. Στη συνέχεια, όταν μια καταστροφική για τη σοδειά πρόβλεψη επιβεβαιωνόταν, οι ιερείς τους τα μοσχοπουλούσαν με όρους αισχροκέρδειας. Γερή μπίζνα, που σε μεγάλο βαθμό μεταλαμπαδεύτηκε ώς τις μέρες μας, εμπλουτισμένη με μαθηματικά, αλγόριθμους, στατιστικές, προθεσμιακά συμβόλαια, παράγωγα που κάνουν τζόγο με τον καιρό. 

Είναι κατακαλόκαιρο, σκάει ο τζίτζικας, αλλά ποντάρω μερικά εκατομμύρια στην πρόβλεψη ενός σκληρού χειμώνα, που θα ανεβάσει στα ύψη τις τιμές αερίου και πετρελαίου, θα καταστρέψει μεγάλες σοδειές χειμωνιάτικου σταριού και θα προκαλέσει κι άλλα κακά. Αλλά, ταυτόχρονα, αγοράζω και μερικά συμβόλαια πετρελαίου ή δημητριακών, που είναι κάτι σαν τις αποθήκες των ιερατείων. Βρέξει, χιονίσει, το παιχνίδι είναι win win. 

Κάπως έτσι έγινε και με το ενεργειακό. Οι οιωνοσκόποι της αγοράς και της πολιτικής πόνταραν σε έναν βαρύ χειμώνα και σε μια σκληρή ύφεση. Τελικώς, ο χειμώνας αποδείχθηκε ήπιος, η ύφεση απεφεύχθη, η επιχειρηματική κερδοφορία πάει καλύτερα από ποτέ. Οι αποθήκες του ιερατείου είναι φίσκα από προσφορές που εισφέραμε εμείς οι κοινοί θνητοί, οι δικές μας μένουν άδειες. 

Το παιχνίδι για μας είναι lose lose κι ο καιρός πάντα κωλόκαιρος.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Οταν βρέχει

δεν παίρνω ομπρέλα.

Το θεωρώ δειλία να προφυλάσσομαι

από το ξεκάθαρο.

Οταν δε βρέχει

όσο κι αν ευτυχεί ο ουρανός

όσο κι αν το πιστεύω

ανοίγω την ομπρέλα μου

δεν είναι ξεκάθαρη

καιρική συνθήκη η ευτυχία. 

Κική Δημουλά, Δημόσιος καιρός (2014)