Υπάρχουν πολλοί συνένοχοι στον θεμελιώδη μύθο για τον απελευθερωτικό χαρακτήρα της εργασίας και διατρέχουν σχεδόν όλη την ιδεολογική και πολιτική κλίμακα Δεξιάς - Αριστεράς. Οι ανθρωπολόγοι και οι κοινωνιολόγοι -συμπεριλαμβανομένου και του θείου Ένγκελς- μας έπεισαν για το νρόλο της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου. Οι θεολόγοι -ιδιαίτερα της χριστιανικής κοσμοθεωρίας- πρόσθεσαν στην εργασία τον ρόλο της δύναμης αποτροπής από το πεδίο της αμαρτίας. Οι προτεστάντες, ακόμη περισσότερο, προσέδωσαν στην εργασία την ακτινοβολία μιας δύναμης εξαγνισμού και της έδωσαν τον χαρακτήρα ενός εγκόσμιου ασκητισμού που νομιμοποιεί τον πλούτο. Σ’ αυτό συνέκλιναν με τους θεμελιωτές της αστικής πολιτικής οικονομίας που αναγνώρισαν την εργασία ως τη βασική -αν όχι και μόνη- πηγή πλούτου, αλλά και με τον μαρξισμό, που έδωσε απόλυτο χαρακτήρα σ’ αυτή τη συνάρτηση. Και οι ναζί απογείωσαν την «απελευθερωτική» κουλτούρα της εργασίας, απαλλάσσοντας κυριολεκτικά από το μαρτύριο της υλικής ζωής τα εκατομμύρια ανθρώπων που εξόντωσαν στα στρατόπεδα «εργασίας», με το σαρκαστικό σύνθημα στις πύλες τους: Arbeit Macht Frei (η εργασία απελευθερώνει).
Οι προκαταρκτικές αυτές παρατηρήσεις, αν και κινούνται στα όρια της εγκυκλοπαιδικής κοινοτοπίας, μας εισάγουν στην πιο ανατριχιαστική είδηση της εβδομάδας: 142 Ιάπωνες εργαζόμενοι πεθαίνουν κάθε χρόνο από υπερβολική εργασία. Στατιστική επίσημη, μετρήσιμη από κρατικούς φορείς σε μια χώρα υπεράνω αντικαπιταλιστικής υποψίας. Έχει, δε, όπως μάθαμε, και την επίσημη ορολογία της: φαινόμενο ή σύνδρομο «καρόσι».
Μας παρηγορεί ενδεχομένως η ιδέα ότι οι Ιάπωνες έχουν, έτσι και αλλιώς, μια παράδοση αυτοκαταστροφικής -αυτοχειριακής, για την ακρίβεια- σχέσης όχι μόνο με την εργασία, αλλά και με άλλες διαστάσεις της ζωής: το καθήκον, τη μάθηση, την κατανάλωση, την εγκράτεια, τις διακοπές. Α, ναι, ειδικά με τις διακοπές, που οι Ιάπωνες αποφεύγουν ως θανάσιμο αμάρτημα σε σημείο ώστε κυβερνήσεις αλλά και επιχειρήσεις να προσφεύγουν σε κίνητρα ή και εξαναγκασμό των εργαζομένων σε διακοπές. Αλλά, στην πραγματικότητα, αυτή η ροπή τους δεν είναι ένας ανατολίτικος εξωτισμός, αλλά μια φανατική, ακραία μετάγγιση του προτεσταντικού πνεύματος του καπιταλισμού στη βουδιστική ή κομφουκιανή Ανατολή.
Έτσι μάθαμε ότι η εργασία μπορεί να παράγει ακόμη και στις μέρες μας μικρά, ατομικά ολοκαυτώματα που επί της ουσίας δικαιώνουν το αιματηρό χιούμορ των ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η απελευθερωτική διάσταση της εργασίας έχει πάντα μια μακρινή συγγένεια με τον θάνατο.
Η αλήθεια είναι ότι η ανθρωπότητα δεν αποδέχθηκε ποτέ με ευκολία, χωρίς διαμαρτυρίες και αντιστάσεις αυτή τη βεβαιότητα. Κι αυτό καταδεικνύεται από κινήσεις ιστορικών διαστάσεων, όπως οι αγώνες για τη μείωση του ωραρίου, αλλά και από στάσεις ατομικές, καθημερινές, ανεπαίσθητες. Αν ήμασταν πεισμένοι ότι η εργασία (ιδιαίτερα στην εκδοχή της ως μισθωτή σκλαβιά) μας απελευθερώνει, δεν θα μετρούσαμε με άγχος τα λεπτά πριν από τη λήξη του οκταώρου, ούτε τις μέρες μέχρι την επόμενη αργία ή μέχρι τη φυγή για τις θερινές διακοπές. Εδώ υπάρχει μια αντίστροφη βεβαιότητα: η ενδόμυχη πεποίθηση ότι, αν δεν απελευθερωθούμε από τον «απελευθερωτή» έστω και για λίγο, θα μας μαζεύουν με τα κουτάλια. Άρα, οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε ακόμη και υποσυνείδητα ότι η εργασία περιέχει πάντα και μια μικρή ή μεγαλύτερη δόση θανάτου. Και αντίστροφα, ότι η διακοπή της εργασίας -και οι διακοπές- αναπληρώνουν τα ελλείμματα ζωής που προκαλεί ο εργασιακός καταναγκασμός.
Γι’ αυτό και, παρ’ ότι κανείς από τους θεωρητικούς και απολογητές του οικονομικού μας πολιτισμού δεν έχει παραιτηθεί επισήμως από το δόγμα της «απελευθερώτριας εργασίας», η ιστορική τάση είναι ο αργός θάνατος της ίδιας της εργασίας. Ουδέποτε συμμερίστηκε κανείς, βέβαια, την υπεραισιόδοξη πρόβλεψη του κ. Ρίφκιν για το «Τέλος της εργασίας», αλλά η αλήθεια είναι ότι σε κλίμακα δεκαετιών και αιώνων η εργασία αποδυναμώνεται τουλάχιστον στο σκέλος της χρονικής της διάρκειας. Κι αυτή η ιστορική τάση διόλου τυχαία συνοδεύεται από τη συνεχή αύξηση του προσδόκιμου επιβιώσεως.
Σ’ αυτή την ιστορική τάση, της σταδιακής απελευθέρωσης από τον «απελευθερωτή», αντιστέκονται πολλοί. Αίφνης, λίγα εικοσιτετράωρα μετά τις ανακοινώσεις για το μικρό εργασιακό ολοκαύτωμα στην Ιαπωνία, στη Γαλλία οι εθνοπατέρες ψήφιζαν με χέρια και με πόδια την ουσιαστική κατάργηση του 35ωρου. Αυτή η μικρή κατάκτηση άντεξε μόλις μια δεκαετία στις ασφυκτικές πιέσεις των δυνάμεων της αγοράς. Τώρα, η συγκυρία της υποβόσκουσας οικονομικής ύφεσης έδωσε την ευκαιρία της χαριστικής βολής (ιδού πάλι η κουλτούρα των ναζί και του «Arbeit Macht Frei» να τρυπώνει στον ναό της δημοκρατίας). Η επίσημη αιτιολογία για την παράκαμψη του 35ωρου είναι πως μειώνει την ανταγωνιστικότητα των γαλλικών επιχειρήσεων. Σ’ αυτό το επιχείρημα υπάρχει, ωστόσο, και η πολύ ενδιαφέρουσα ομολογία ότι η εργασία (άρα οι εργαζόμενοι) είναι ο βασικός παράγοντας ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. Κι όταν ο επιχειρηματικός κόσμος και η επίσημη πολιτική μιλούν για ανταγωνιστικότητα, εννοούν δύο πράγματα: μεγαλύτερα μερίδια αγοράς, υψηλότερα ποσοστά κέρδους. Έτσι, η εργασία αναδεικνύεται πράγματι σε απελευθερωτή, όχι εκείνου που την παρέχει, αλλά αυτού που την αγοράζει.
Όχι μόνο στην Ανατολή, λοιπόν, αλλά και στη δονούμενη από μεταρρυθμιστικό οίστρο Δύση αυξάνονται οι μικρές «δόσεις θανάτου» που περιέχονται στην εργασία με την τάση επιμήκυνσης του ωραρίου, αλλά και επιμήκυνσης του εργασιακού βίου εν ονόματι της επιβίωσης των ασφαλιστικών συστημάτων. Πρόκειται για τάσεις αφύσικες, αντιιστορικές και -τολμώ να πω- ανάλογα τερατώδεις με τις ιδεολογικές συντεταγμένες του ναζισμού που θεωρήθηκε μια εξαίρεση, μια θλιβερή παρένθεση στον δυτικό πολιτισμό (αυτό δεν είναι, βεβαίως, παρά ένας βολικός μύθος). Τα τεχνολογικά άλματα που έφεραν οι μεταπολεμικές δεκαετίες έχουν πράγματι καταστήσει θεωρητικά εφικτή τη συρρίκνωσή της σχεδόν μέχρι «θανάτου» ή τη μεταμόρφωσή της σε μια νωχελική, διασκεδαστική καθημερινότητα. Οι μελλοντολόγοι περιγράφουν ένα κοινωνικό σύμπαν στο οποίο οι άνθρωποι, απαλλαγμένοι από τον καταναγκασμό του χρόνου και του χώρου, θα μπορούν να παράγουν αξίες και υπεραξίες εκατομμυρίων χωρίς καν να μετακινηθούν από το σπίτι τους, χωρίς το ασφυκτικό πλαίσιο ενός ωραρίου. Περιγράφουν δηλαδή παραγωγή πλούτου χωρίς εργασία. Για την ακρίβεια, από την εργασία κρατούν το αμιγώς απελευθερωτικό της περιεχόμενο, πετούν τις αλυσίδες της, της προσδίδουν τη διάσταση απόλαυσης που θα καθιστούσε ακόμη και τον τζίτζικα το πιο φιλόπονο πλάσμα του σύμπαντος.
Πού είναι αυτό το μέλλον που αφαιρεί από την εργασία τις μικρές και μεγάλες «δόσεις θανάτου» που μας επιφυλάσσει και τις αντικαθιστά με γενναίες δόσεις ζωής και απόλαυσης; Προς το παρόν, στην τολμηρή φαντασία των μελλοντολόγων, στην ανυποψίαστη δημιουργικότητα των τεχνολόγων που απλώνουν στο άπειρο τα σύνορα του ψηφιακού μας σύμπαντος, στα οράματα των ανθρώπων που θεωρούν ότι η στενωπός των αγορών δεν είναι μονόδρομος.
Ξέρουμε πάντως ποιοι εμποδίζουν αυτό το μέλλον: οι λίγοι που έχουν ήδη απαλλαγεί από τον καταναγκασμό της εργασίας χάρη στην εργασιακή δουλεία ή εθελοδουλεία που έχουν επιβάλει στους υπόλοιπους. Έχουν πολλές μορφές: του μεταρρυθμιστή, του τεχνοκράτη της οικονομίας και της πολιτικής, ή του κηφήνα που αντλεί απόλαυση από τη συσσώρευση ισχύος και πλούτου, δηλαδή από την ιδιοποιημένη εργασία των άλλων.
Πράγματι, λοιπόν, arbeit macht frei. Αλλά το θέμα είναι, ποιους;
Ιστολόγιο προορισμένο να φιλοξενεί τα κείμενα της στήλης "Ελεύθερος Σκοπευτής", παλιότερα στην Καθημερινή, αργότερα στον Επενδυτή, ύστερα μερικά ορφανά και ξέμπαρκα. Για 4 χρόνια το μπλογκ ήταν κλινικά νεκρό, μαζί με τον διαχειριστή του και τη στήλη. Κάτι συνέβη και ανένηψαν. Από τις 20/7/2019 η στήλη έδωσε σημάδια ζωής στην ΕφΣυν. Γίνονται εντατικές προσπάθειες πλήρους ανάταξης... Το μπλογκ, εν τω μεταξύ, έχει πιάσει αράχνες. Πρέπει να παστρέψω εδώ μέσα. Επιφυλάσσομαι για μικρή ανακαίνιση.
Monday, July 28, 2008
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (26/07/2008)
Μικρός άκουγα από μακριά τα μουγκρητά των σιδερένιων θηρίων. Οι άνθρωποι εδώ, για να τραφούν και να θρέψουν τις οικογένειές τους, μεταμόρφωναν τόνους θλίψης σε κανόνια, βαγόνια, έλικες. Αγιότητα σημαίνει να μην έχεις επιλογή. Επί έναν αιώνα, μυριάδες άγιοι δραπέτευαν από τα εργοστάσια που χασμουριόντουσαν. Ο ξεθωριασμένος ουρανός έβαφε τα ρούχα τους. Ήταν σκλάβοι, αλλά ήταν άγιοι. Ο πόνος των ανθρώπων συνιστά το αληθινό τους μεγαλείο. Το αόρατο τούς αγιάζει. Όλη τους η νιότη θυσιάστηκε για να έρθουν στον κόσμο σαγόνια ατμομηχανών και ωμοπλάτες κανονιών -κομμάτια που, όταν τα ανακαλύπτουμε σήμερα παρατημένα στην ύπαιθρο, δείχνουν την έμφυτη μοχθηρία τους- απανθρακωμένοι, θα ’λεγες, σκελετοί ζώων, με σκουριασμένους κυνόδοντες. Οι υψικάμινοι, όταν τις κοιτάμε, ακόμα κι από απόσταση, κάνουν το πρόσωπό μας να πυρώνει, λες και μας έφτυσε ξάφνου ο διάβολος, έξω φρενών που οι άνθρωποι πήραν το αίμα του για να το χύσουν σε καλούπια. Μια μέρα άκουσα ένα φίλο μου να αναπολεί τη δουλειά του στη σκιά των υψικαμίνων. Ο τρόμος και ο θαυμασμός διαμέριζαν τα λόγια του, αφαιρώντας τους κάθε σαφήνεια. Είχε ζήσει μια εμπειρία μυστικιστική, άφατη. Η σιωπή πίνει την αλήθεια της ζωής μας.
Κριστιάν Μπομπέν, «Αιχμάλωτος του λίκνου»
Κριστιάν Μπομπέν, «Αιχμάλωτος του λίκνου»
Sunday, July 20, 2008
Summer time (19/7/2008)
Εγώ τώρα είμαι αλλού. Δεν το αναφέρω για να πουλήσω εκδούλευση ή αυτοθυσία. Απλώς για να αντιληφθείτε το mood της σημερινής συνεισφοράς μου: φεγγαράδα, σχεδόν πανσέληνος, που ανοίγει μια πλατιά λεωφόρο στη σκοτεινή θάλασσα. Μεταμεσονύκτια ησυχία σ’ έναν μικρό παραθαλάσσιο οικισμό. Τριζόνια, βόμβος κλιματιστικών κι ο ανάλαφρος παφλασμός των κυμάτων. Που και που ακούγεται κι η μηχανή ενός αυτοκινήτου. Ό,τι πιο θορυβώδες είναι τα αλυχτίσματα των σκυλιών κι οι καβγάδες των γάτων- απροειδοποίητα, κατά κύματα, τουλάχιστον μια φορά την ώρα, σκίζουν τη σιωπή της νύχτας, σ’ έναν περίεργο συντονισμό, μια ζωική επικοινωνία επαγρύπνησης. Αλλά ούτε οι σκύλοι και οι γάτες είναι ικανοί να ανατρέψουν το σκηνικό: ο κάματος των αδειούχων αδειάζει ήρεμα στα στρώματα των rooms to let.
Το σκηνικό δεν είναι τυπικό, το ομολογώ. Θα μπορούσε να περιλαμβάνει πιο trendy ηχοχρώματα: κονβόι αυτοκινήτων και μηχανών που πηγαινοέρχονται ασταμάτητα, ηχητικές δονήσεις από τα «μπιτ» και τα μιξο-φρυξο-λύδια άσματα των μπαρ, θορυβώδεις παρέες, μισομεθυσμένους τουρίστες που εκτονώνουν θυμό και χαρά αδιακρίτως, φώτα, πολλά φώτα, μικρογραφίες μητροπόλεων μεταφυτευμένες στην ύπαιθρο. Δεν είναι του είδους μου, δεν είναι της ηλικίας μου. Αισθάνομαι πάντως προνομιούχος μ’ αυτή τη γενναία δόση σιωπής.
Ωστόσο, η σιωπή και ο θόρυβος των τουριστικών θέρετρων είναι συστατικά της ίδιας συνταγής: των διακοπών που, αν και αποτελούν την εγγύτερη ενσάρκωση του δικαιώματος στην τεμπελιά, βιώνεται σαν ένα επίπονο καθήκον. Το ταξίδι και οι διακοπές εξελίσσονται στην απόλυτη νεύρωση της εποχής μας. Φυσικά, αυτό δεν αφορά τους πάντες και δεν αφορά σε κάθε περίπτωση εκείνο το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού, στην Αφρική, την Ασία, τη Λατινική Αμερική που είναι καταδικασμένο να μην ξεμυτίσει ποτέ από το στενό ενδιαίτημά του.
Για μας τους υπόλοιπους, τους τυχερούς, η κατάσταση διαμορφώνεται περίπου όπως περιγράφεται στην διαφήμιση της τράπεζας με τον τύπο που δεν χαλαρώνει με τίποτα και τον ενοχλούν τα πάντα: οι ρακέτες, τα κουβαδάκια των παιδιών, οι προτηγανισμένες πατάτες, το κουβεντολόι της παρέας στη διπλανή ομπρέλα. Η διαφήμιση έχει έναν προφανή, ωμό ρεαλισμό αφού υπονοεί πως ό,τι πληρώνεις παίρνεις και στις διακοπές. Και ομολογεί ότι και η τεμπελιά- το είδος, η ποσότητα, η ποιότητά της- είναι συνάρτηση της ρευστότητάς σου. Όσο περισσότερο χρήμα διαθέτεις, όσο λιγότερο χρήμα χρωστάς, τόσο καλύτερα μπορείς να απολαύσεις την ποσόστωση τεμπελιάς που σου αναλογεί. Αυτό βέβαια, αν το επεκτείνουμε στο απώτατο άκρο του, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι απόλυτο δικαίωμα στην τεμπελιά έχουν όσοι διαθέτουν απεριόριστο χρήμα, άρα, όσοι δεν έχουν λόγο να εργάζονται ποτέ. Αλλά γι’ αυτούς οι διακοπές είναι ένα κενό περιεχομένου δικαίωμα. Δεν έχουν τίποτα να διακόψουν, εκτός αν θεωρήσουμε εργασιακό χρόνο αυτόν που διαθέτουν για να μετρήσουν το χρήμα τους και ν’ αποφασίσουν αλλαγές στον τρόπο διαχείρισής του ώστε να γίνει αποδοτικότερο, άρα να τους εξασφαλίσει αδιάκοπες διακοπές όλο το χρόνο.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμη κι αυτοί δεν ξεφεύγουν από τον κανόνα της νεύρωσης του ταξιδιού- χωρίς αυτό να σημαίνει και ότι τους λυπόμαστε γι’ αυτό. Επειδή «το καλοκαίρι ρίχνουν στην πυρά τους μοναχικούς», επειδή αυτή την εποχή «η ευτυχία είναι υποχρεωτική», με κάποιο τρόπο πρέπει να εξασφαλίσουν κι οι δυστυχείς Κροίσοι ότι υπάρχει μια στοιχειώδης διαφορά ανάμεσα στην πισίνα του σπιτιού τους και την πισίνα του ξενοδοχείου, ανάμεσα στην κατειλημμένη παραλία της εξοχικής τους κατοικίας και στην παραλία των διακοπών τους, ανάμεσα στη χλιδή του σπιτιού τους και στην πολυτέλεια του ενοικιαζόμενου καταλύματος. Γι’ αυτό και η τουριστική βιομηχανία ανταγωνίζεται στο να προσθέτει στο εμπόρευμά της όχι μόνο προσιτά πακέτα για τους μεσοαστούς των μητροπόλεων, αλλά και γενναίες δόσεις εξωτισμού, απόστασης, ιδιωτικότητας, κινδύνου, εξτρεμισμού ακόμη και παραδοξότητας για τους Κροίσους του παγκόσμιου χωριού. Αν, για παράδειγμα, ισχύει ο κίνδυνος για το σύμπλεγμα των Μαλδίβων εκατοντάδες ατόλες να χαθούν κάτω από τη θάλασσα λόγω της κλιματικής αλλαγής και της ανόδου της στάθμης των υδάτων, να είστε βέβαιοι ότι αυτό θα αποτελέσει το επόμενο απόλυτο τουριστικό προϊόν: ποιος θα πληρώσει περισσότερα για να είναι ο τελευταίος κάτοικος της ατόλης που του χρόνου θα την καταπιεί η θάλασσα;
Αλλά, δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με τη θερινή νεύρωση των Κροίσων. Η δική μας είναι αρκετή για να μας απασχολήσει για τα επόμενα καλοκαίρια της ζωής μας. Κι επειδή οι περισσότεροι, ως μισθωτοί σκλάβοι ή αγχωμένοι μικροαστοί, ανήκουμε πράγματι στον κανόνα της τραπεζικής διαφήμισης που προαναφέραμε, θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι υπόσταση δίνουμε εμείς στο δικαίωμα στην τεμπελιά που μας αναλογεί.
Είναι δεδομένο ότι έχουμε χάσει προ πολλού τη φυσική μας ροπή προς την τεμπελιά, τη μόνη δεξιότητα με την οποία γεννιόμαστε. Το επισήμανε γλαφυρά εδώ και 125 χρόνια ο Λαφάργκ, περιγράφοντας τον καταστροφικό εγκλωβισμό του κόσμου της εργασίας στο «δικαίωμα στη δουλειά».
Αυτή η ρηξικέλευθη αλλά μελαγχολική ιδέα, με την οποία ουδέποτε συμφιλιώθηκαν η Αριστερά, η σοσιαλδημοκρατία και τα συνδικάτα, είναι ορατή περισσότερο από ποτέ σήμερα, στον τρόπο που οι εργασιακές νευρώσεις γίνονται πυρήνας της νεύρωσης των διακοπών. Το κινητό τηλέφωνο γίνεται μια νοητή επέκταση του εργασιακού τοπίου στην παραλία, οι συγκυριακές παρέες των θερέτρων συστήνονται με τις επαγγελματικές τους ταυτότητες, η επικοινωνία τους είναι αδιανόητη χωρίς να επιστρατευτούν οι εργασιακοί κώδικες, τα άγχη, οι ανταγωνισμοί, τα κουτσομπολιά της δουλειάς. Κανείς ή ελάχιστοι αναλαμβάνουν το ρίσκο να σφαλίσουν τις πόρτες προς τον έξω κόσμο. Οι περισσότεροι θέλουν να πιστεύουν ότι ο κόσμος είναι δύσκολο να συνεχίσει να υπάρχει χωρίς αυτούς. Αν και στην πραγματικότητα φοβούνται ακριβώς το αντίθετο. Το «δικαίωμα στη δουλειά» νικά και στις διακοπές.
Αλλά δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Καθώς το καλοκαίρι από εποχή γίνεται εμπόρευμα (όπως εύστοχα είπε πρόσφατα ο Βασίλης Αλεξάκης), τα κόστη που συσσωρεύει δημιουργούν πρόσθετη υποχρέωση εργασίας. Ακόμη κι η διαφήμιση της τράπεζας το υπαινίσσεται. Η ανέμελη, απαλλαγμένη από πιστωτικά άγχη, θερινή ραστώνη προϋποθέτει την ανάληψη μιας ακόμη δανειακής υποχρέωσης η οποία πώς αλλιώς μπορεί να εξοφληθεί παρά με εργασία.
Βλέπετε, η μικρή δόση τεμπελιάς που δικαιούμαστε δεν υλοποιείται αλλιώς παρά με το χέρι στην τσέπη. Βιώνουμε τις διακοπές όχι σαν μια περιοχή ελευθερίας, αλλά σαν ένα τοπίο κατειλημμένο που πρέπει να εξαγοράσουμε κάθε τετραγωνικό χρήσης του. Πωλείται καλοκαίρι all inclusive. Πωλείται ο ήλιος και ο ίσκιος. Πωλείται η ζέστη και η δροσιά. Το κύμα και η νηνεμία. Ο άνεμος και η απανεμιά. Η ησυχία και η φασαρία. Η εγγύτητα και η απόσταση. Ο ερημητισμός και ο κοσμοπολιτισμός. Ο μινιμαλισμός και η χλιδή. Η λιτότητα και η αφθονία. Ό,τι πληρώνεις παίρνεις. Έτσι, ο νεκρός, ελεύθερος χρόνος συμπτύσσεται σε διάρκεια και προσαρμόζεται σε περιεχόμενο στα όρια του διαθέσιμου χρήματος ή της δόσης του διακοποδανείου σου. Και τελικά αυτοαναιρείται ως προς το σκέλος της ελευθερίας.
Περιττό να πούμε ότι ο Λαφάργκ θα είχε έναν πρόσθετο λόγο ν’ αυτοκτονήσει αν ανακάλυπτε ότι το δικαίωμα του οποίου μοιράζεται το κοπιράιτ με τον τζίτζικα έχει εξελιχθεί σ’ ένα καθήκον παρελκόμενο της εργασίας. Θα μου πείτε: αν ίσχυε κάτι διαφορετικό, οι διακοπές θα είχαν δια νόμου καταργηθεί. Σωστό κι αυτό.
Στο μεταξύ το φεγγάρι χάθηκε, η θάλασσα βυθίστηκε στο σκοτάδι και η σιωπή βάθυνε περισσότερο στο ήσυχο θέρετρο του Ιουλίου. Τα στρώματα ρουφάνε και τα τελευταία ίχνη κούρασης, πριν στείλουν ξανά τους αδειούχους στο καθήκον της απόλαυσης. Παρ’ όλα αυτά περνάω καλά.
Το σκηνικό δεν είναι τυπικό, το ομολογώ. Θα μπορούσε να περιλαμβάνει πιο trendy ηχοχρώματα: κονβόι αυτοκινήτων και μηχανών που πηγαινοέρχονται ασταμάτητα, ηχητικές δονήσεις από τα «μπιτ» και τα μιξο-φρυξο-λύδια άσματα των μπαρ, θορυβώδεις παρέες, μισομεθυσμένους τουρίστες που εκτονώνουν θυμό και χαρά αδιακρίτως, φώτα, πολλά φώτα, μικρογραφίες μητροπόλεων μεταφυτευμένες στην ύπαιθρο. Δεν είναι του είδους μου, δεν είναι της ηλικίας μου. Αισθάνομαι πάντως προνομιούχος μ’ αυτή τη γενναία δόση σιωπής.
Ωστόσο, η σιωπή και ο θόρυβος των τουριστικών θέρετρων είναι συστατικά της ίδιας συνταγής: των διακοπών που, αν και αποτελούν την εγγύτερη ενσάρκωση του δικαιώματος στην τεμπελιά, βιώνεται σαν ένα επίπονο καθήκον. Το ταξίδι και οι διακοπές εξελίσσονται στην απόλυτη νεύρωση της εποχής μας. Φυσικά, αυτό δεν αφορά τους πάντες και δεν αφορά σε κάθε περίπτωση εκείνο το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού, στην Αφρική, την Ασία, τη Λατινική Αμερική που είναι καταδικασμένο να μην ξεμυτίσει ποτέ από το στενό ενδιαίτημά του.
Για μας τους υπόλοιπους, τους τυχερούς, η κατάσταση διαμορφώνεται περίπου όπως περιγράφεται στην διαφήμιση της τράπεζας με τον τύπο που δεν χαλαρώνει με τίποτα και τον ενοχλούν τα πάντα: οι ρακέτες, τα κουβαδάκια των παιδιών, οι προτηγανισμένες πατάτες, το κουβεντολόι της παρέας στη διπλανή ομπρέλα. Η διαφήμιση έχει έναν προφανή, ωμό ρεαλισμό αφού υπονοεί πως ό,τι πληρώνεις παίρνεις και στις διακοπές. Και ομολογεί ότι και η τεμπελιά- το είδος, η ποσότητα, η ποιότητά της- είναι συνάρτηση της ρευστότητάς σου. Όσο περισσότερο χρήμα διαθέτεις, όσο λιγότερο χρήμα χρωστάς, τόσο καλύτερα μπορείς να απολαύσεις την ποσόστωση τεμπελιάς που σου αναλογεί. Αυτό βέβαια, αν το επεκτείνουμε στο απώτατο άκρο του, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι απόλυτο δικαίωμα στην τεμπελιά έχουν όσοι διαθέτουν απεριόριστο χρήμα, άρα, όσοι δεν έχουν λόγο να εργάζονται ποτέ. Αλλά γι’ αυτούς οι διακοπές είναι ένα κενό περιεχομένου δικαίωμα. Δεν έχουν τίποτα να διακόψουν, εκτός αν θεωρήσουμε εργασιακό χρόνο αυτόν που διαθέτουν για να μετρήσουν το χρήμα τους και ν’ αποφασίσουν αλλαγές στον τρόπο διαχείρισής του ώστε να γίνει αποδοτικότερο, άρα να τους εξασφαλίσει αδιάκοπες διακοπές όλο το χρόνο.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμη κι αυτοί δεν ξεφεύγουν από τον κανόνα της νεύρωσης του ταξιδιού- χωρίς αυτό να σημαίνει και ότι τους λυπόμαστε γι’ αυτό. Επειδή «το καλοκαίρι ρίχνουν στην πυρά τους μοναχικούς», επειδή αυτή την εποχή «η ευτυχία είναι υποχρεωτική», με κάποιο τρόπο πρέπει να εξασφαλίσουν κι οι δυστυχείς Κροίσοι ότι υπάρχει μια στοιχειώδης διαφορά ανάμεσα στην πισίνα του σπιτιού τους και την πισίνα του ξενοδοχείου, ανάμεσα στην κατειλημμένη παραλία της εξοχικής τους κατοικίας και στην παραλία των διακοπών τους, ανάμεσα στη χλιδή του σπιτιού τους και στην πολυτέλεια του ενοικιαζόμενου καταλύματος. Γι’ αυτό και η τουριστική βιομηχανία ανταγωνίζεται στο να προσθέτει στο εμπόρευμά της όχι μόνο προσιτά πακέτα για τους μεσοαστούς των μητροπόλεων, αλλά και γενναίες δόσεις εξωτισμού, απόστασης, ιδιωτικότητας, κινδύνου, εξτρεμισμού ακόμη και παραδοξότητας για τους Κροίσους του παγκόσμιου χωριού. Αν, για παράδειγμα, ισχύει ο κίνδυνος για το σύμπλεγμα των Μαλδίβων εκατοντάδες ατόλες να χαθούν κάτω από τη θάλασσα λόγω της κλιματικής αλλαγής και της ανόδου της στάθμης των υδάτων, να είστε βέβαιοι ότι αυτό θα αποτελέσει το επόμενο απόλυτο τουριστικό προϊόν: ποιος θα πληρώσει περισσότερα για να είναι ο τελευταίος κάτοικος της ατόλης που του χρόνου θα την καταπιεί η θάλασσα;
Αλλά, δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με τη θερινή νεύρωση των Κροίσων. Η δική μας είναι αρκετή για να μας απασχολήσει για τα επόμενα καλοκαίρια της ζωής μας. Κι επειδή οι περισσότεροι, ως μισθωτοί σκλάβοι ή αγχωμένοι μικροαστοί, ανήκουμε πράγματι στον κανόνα της τραπεζικής διαφήμισης που προαναφέραμε, θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι υπόσταση δίνουμε εμείς στο δικαίωμα στην τεμπελιά που μας αναλογεί.
Είναι δεδομένο ότι έχουμε χάσει προ πολλού τη φυσική μας ροπή προς την τεμπελιά, τη μόνη δεξιότητα με την οποία γεννιόμαστε. Το επισήμανε γλαφυρά εδώ και 125 χρόνια ο Λαφάργκ, περιγράφοντας τον καταστροφικό εγκλωβισμό του κόσμου της εργασίας στο «δικαίωμα στη δουλειά».
Αυτή η ρηξικέλευθη αλλά μελαγχολική ιδέα, με την οποία ουδέποτε συμφιλιώθηκαν η Αριστερά, η σοσιαλδημοκρατία και τα συνδικάτα, είναι ορατή περισσότερο από ποτέ σήμερα, στον τρόπο που οι εργασιακές νευρώσεις γίνονται πυρήνας της νεύρωσης των διακοπών. Το κινητό τηλέφωνο γίνεται μια νοητή επέκταση του εργασιακού τοπίου στην παραλία, οι συγκυριακές παρέες των θερέτρων συστήνονται με τις επαγγελματικές τους ταυτότητες, η επικοινωνία τους είναι αδιανόητη χωρίς να επιστρατευτούν οι εργασιακοί κώδικες, τα άγχη, οι ανταγωνισμοί, τα κουτσομπολιά της δουλειάς. Κανείς ή ελάχιστοι αναλαμβάνουν το ρίσκο να σφαλίσουν τις πόρτες προς τον έξω κόσμο. Οι περισσότεροι θέλουν να πιστεύουν ότι ο κόσμος είναι δύσκολο να συνεχίσει να υπάρχει χωρίς αυτούς. Αν και στην πραγματικότητα φοβούνται ακριβώς το αντίθετο. Το «δικαίωμα στη δουλειά» νικά και στις διακοπές.
Αλλά δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Καθώς το καλοκαίρι από εποχή γίνεται εμπόρευμα (όπως εύστοχα είπε πρόσφατα ο Βασίλης Αλεξάκης), τα κόστη που συσσωρεύει δημιουργούν πρόσθετη υποχρέωση εργασίας. Ακόμη κι η διαφήμιση της τράπεζας το υπαινίσσεται. Η ανέμελη, απαλλαγμένη από πιστωτικά άγχη, θερινή ραστώνη προϋποθέτει την ανάληψη μιας ακόμη δανειακής υποχρέωσης η οποία πώς αλλιώς μπορεί να εξοφληθεί παρά με εργασία.
Βλέπετε, η μικρή δόση τεμπελιάς που δικαιούμαστε δεν υλοποιείται αλλιώς παρά με το χέρι στην τσέπη. Βιώνουμε τις διακοπές όχι σαν μια περιοχή ελευθερίας, αλλά σαν ένα τοπίο κατειλημμένο που πρέπει να εξαγοράσουμε κάθε τετραγωνικό χρήσης του. Πωλείται καλοκαίρι all inclusive. Πωλείται ο ήλιος και ο ίσκιος. Πωλείται η ζέστη και η δροσιά. Το κύμα και η νηνεμία. Ο άνεμος και η απανεμιά. Η ησυχία και η φασαρία. Η εγγύτητα και η απόσταση. Ο ερημητισμός και ο κοσμοπολιτισμός. Ο μινιμαλισμός και η χλιδή. Η λιτότητα και η αφθονία. Ό,τι πληρώνεις παίρνεις. Έτσι, ο νεκρός, ελεύθερος χρόνος συμπτύσσεται σε διάρκεια και προσαρμόζεται σε περιεχόμενο στα όρια του διαθέσιμου χρήματος ή της δόσης του διακοποδανείου σου. Και τελικά αυτοαναιρείται ως προς το σκέλος της ελευθερίας.
Περιττό να πούμε ότι ο Λαφάργκ θα είχε έναν πρόσθετο λόγο ν’ αυτοκτονήσει αν ανακάλυπτε ότι το δικαίωμα του οποίου μοιράζεται το κοπιράιτ με τον τζίτζικα έχει εξελιχθεί σ’ ένα καθήκον παρελκόμενο της εργασίας. Θα μου πείτε: αν ίσχυε κάτι διαφορετικό, οι διακοπές θα είχαν δια νόμου καταργηθεί. Σωστό κι αυτό.
Στο μεταξύ το φεγγάρι χάθηκε, η θάλασσα βυθίστηκε στο σκοτάδι και η σιωπή βάθυνε περισσότερο στο ήσυχο θέρετρο του Ιουλίου. Τα στρώματα ρουφάνε και τα τελευταία ίχνη κούρασης, πριν στείλουν ξανά τους αδειούχους στο καθήκον της απόλαυσης. Παρ’ όλα αυτά περνάω καλά.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (19/7/2008)
Για να μπορέσει να αναπτυχθεί ελεύθερα ο ανταγωνισμός του ανθρώπου με τη μηχανή, οι προλετάριοι κατάργησαν τους σοφούς νόμους που έθεταν ανώτατα χρονικά όρια στη δουλειά των τεχνιτών των παλαιών συντεχνιών. Κατάργησαν τις γιορτές. Νομίζουν, άραγε, όπως τους λένε οι ψεύτες οικονομολόγοι, ότι οι παλαιότεροι παραγωγοί που δούλευαν μόνο πέντε μέρες την εβδομάδα ζούσαν μόνο με αέρα και νερό; Όχι βέβαια! Είχαν ελεύθερες ώρες για τις επίγειες απολαύσεις, για τον έρωτα και το γλεντοκόπι- τιμούσαν χαρούμενα τον φαιδρό θεό της Απραξίας. Η βλοσυρή Αγγλία, που ζει τώρα κάτω από το ζυγό του προτεσταντισμού, ονομαζόταν τότε «Εύθυμη Αγγλία».
Πολ Λαφάργκ, «Το δικαίωμα στην τεμπελιά»
Πολ Λαφάργκ, «Το δικαίωμα στην τεμπελιά»
Thursday, July 17, 2008
Το πραγματικό σκάνδαλο (12/7/2008)
Εδώ που τα λέμε, έχω κι εγώ ζαλιστεί με τα εκατομμύρια. Όπως κάθε κοινός θνητός που θα ήθελε απλώς να τα έχει. Δηλαδή, να είναι στη θέση εκείνων που τα πήραν. Και τα παίρνουν. Αυτό, άλλωστε, είναι το βασικό αποτέλεσμα της τυπικής και άτυπης διαφάνειας που έχει επιβληθεί στις σχέσεις διαπλοκής κράτους και επιχειρήσεων, πολιτικής και οικονομίας. Ότι εξαλείφεται και το τελευταίο ηθικό πρόσχημα, εγκαταλείπεται και η απλή ρητορική υπεράσπιση του θεωρητικού πλαισίου κανόνων που υποτίθεται πως διέπουν τον καπιταλισμό-καζίνο. Κι έχει τη σημασία του- για την Ελλάδα τουλάχιστον- ότι αυτό συμβαίνει με μια διακυβέρνηση που υπερκατανάλωσε την ηθικο-πολιτική φλυαρία και πούλησε τον εαυτό της ως η απόλυτη ενσάρκωση του Καλού. Τώρα πια μιλάμε για το απόλυτο ξεβράκωμα.
Το τελευταίο- και ίσως πιο σπαρταριστό- επεισόδιο αυτού του συλλογικού ξεβρακώματος είναι η επίκληση της διακομματικής συναίνεσης, ως ισχυρού και ακλόνητου άλλοθι, για να βαπτισθούν οι μισθολογικές υποχρεώσεις και τα επιδόματα του υπουργείου Πολιτισμού προς τους εργαζομένους του «πολιτιστικές ενισχύσεις». Δεν έγινε και κανένα κακό, θα πείτε. Και οι μη εγκρατείς μοναχοί του Βυζαντίου βάπτιζαν το κρέας ψάρι για να παραβούν εκ του ασφαλούς τους κανόνες της νηστείας. Υποθέτως ότι δεν πήγαν στην κόλαση. Αυτό είναι, λοιπόν, το απόλυτο διακομματικό επίτευγμα της επιχείρησης «πνεύμα και ηθική». Η απάτη ανάγεται πια σε πολιτισμό.
Όταν το ηθικό πρόσχημα εξαλείφεται για τους πάνω, δεν έχει καμιά τύχη επιβίωσης και για τους κάτω. Αφού τα δώρα, οι χορηγίες, οι οικονομικές αβρότητες, τα φιλοδωρήματα, οι ευγενείς υπεξαιρέσεις, οι αριστοκρατικές κλοπές και οι επιχειρηματικές γενναιοδωρίες γίνονται modus vivendi για τους ηγέτες, τι άλλο να κάνουν οι ηγούμενοι από το να κοπιάρουν το σαβουάρ βιβρ της εξαπάτησης; Σε κάθε εκατομμύριο ευρώ που ενθυλακώνει ή ξεπλένει ένας αξιωματούχος, ένας επιχειρηματίας, ένας celebrity του δημοσίου χώρου, ενδεχομένως αντιστοιχεί άλλο ένα εκατομμύριο ευρώ φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής, μαύρου χρήματος, σπασμένο όμως σε χιλιάδες εικοσάευρα, δεκάευρα και πεντάευρα, όσα και οι φτωχοδιάβολοι διακινητές τους, που βρίσκονται έτσι συνένοχοι της συλλογικής απάτης. Σ’ αυτή τη διάχυση της «ανηθικότητας» στην οικονομική συμπεριφορά, η εξουσία βρίσκει ένα ασφαλές ιδεολογικό καταφύγιο για να μην την σαρώσει η βουή του κόσμου. Πρόκειται για το χυδαιότερο επιχείρημα απενοχοποίησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας: όλοι κάνουν τα ίδια. Όλη η κοινωνία- υποτίθεται- είναι ένας μηχανισμός αυτοεξαπάτησης και αλληλοεξαπάτησης. Και οι ευθύνες είναι ισότιμες. Για τον εθνοπατέρα που διαχειρίζεται κατά βούληση δημόσιο χρήμα. Για τον δημόσιο υπάλληλο που τσεπώνει τα φιλοδωρήματα της διαφθοράς. Για τον μικρομεσαίο ιδιώτη που κλέβει το κράτος με απλή φορο-αποφυγή. Για τη συμβασιούχο που διασύρθηκε για μια μονιμοποίηση. Και για τον τσιγγάνο που τρυπώνει στην ουρά μπας και σουφρώσει ένα επίδομα πυροπλήκτου.
Η δικαιοσύνη είναι ο βασικός μηχανισμός που δίνει διαρκώς υπόσταση σ’ αυτό το χυδαίο επιχείρημα. Ακριβή στα πίτουρα και φτηνή στ’ αλάτι. Στη φυλακή «η 35χρονη» (έστω και πριν προλάβει να γίνει 36χρονη), καθαροί οι υπουργοί Πολιτισμού. Στη φυλακή η Μπουρμπούλια, στον αφρό οι χρυσοκάνθαροι της χρηματιστηριακής κλοπής. Στα σίδερα οι μεγαλομανείς μικροδωρολήπτες, απαθείς και άφθαρτοι οι γαλαντόμοι δωροδόκοι. Ολόκληρη η νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία για τον εξισορροπητικό και καθαρτικό ρόλο της δικαιοσύνης εξαντλείται στην επικοινωνιακή εκτόνωση του κοινού περί δικαίου αισθήματος: λίγες χειροπέδες, λίγα σίδερα φυλακής, αρκετή ρητορεία για εμπιστοσύνη στους δικαστές και πολύ αρχείο όταν ο κόμπος φτάνει στο χτένι, όταν απειλούνται οι τα πρόσωπα-σύμβολα του παρεϊστικου εγχώριου καπιταλισμού μας.
Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες, βέβαια. Ακόμη και στα αναπτυγμένα και επηρμένα για την ακαμψία τους συστήματα δικαίου. Ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς, ο κυνικός Ρώσος ολιγάρχης που σε λίγο θα αγοράσει και την Ιστορία, ομολογεί ενώπιον βρετανικού δικαστηρίου ότι η περιουσία των 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων που διαθέτει είναι προϊόν λαδωμάτων συμπατριωτών του κρατικών λειτουργών και ανταγωνιστών του ολιγαρχών. Και δεν συγκινείται κανείς. Ούτε το βρετανικό δικαστήριο (τι το ενδιαφέρει; Μια αστική διαφορά 5 δισ. δολαρίων με τον άλλο μαφιόζο του καπιταλισμού, τον Μπερεζόφσκι, εκδικάζει) ούτε η ρωσική δικαιοσύνη (τι την νοιάζει αν η περιουσία του ρωσικού λαού πέρασε στην μαφία της αγοράς για μια τηγανιά πατάτες;)
Σ’ όλο αυτό το αλισβερίσι, με τα εκατομμύρια να μοιράζονται σαν τον πασατέμπο, η ηθικολογία περισσεύει. Αλλά και περιττεύει. Είναι η συσκευασία μιας άλλης, πολύ σημαντικότερης απάτης, ενός άλλου πραγματικού και μείζονος σκανδάλου. Αυτό που λείπει από την εικόνα δεν είναι οι μίζες που αποσπάστηκαν, για παράδειγμα, από τον κοινωνικό πλούτο τον οποίο ιδιοποιήθηκε ο Αμπράμοβιτς στη Ρωσία. Το πραγματικό σκάνδαλο είναι ο ίδιος ο Αμπράμοβιτς και η κλπή του εθνικού πλούτου των Ρώσων. Και για να επιστρέψουμε στην δική μας εικόνα, το πραγματικό σκάνδαλο δεν είναι οι μίζες των 100 ή 200 εκατομμυρίων ευρώ που μοίρασε η Siemens σε εχθρούς και φίλους την τελευταία δεκαπενταετία. Αλλά τα 4-5 δισεκατομμύρια ευρώ προμήθειες που ανέλαβε ο μέγας εθνικός προμηθευτής. Τι απέγιναν αυτά τα λεφτά, σε τι μεταφράστηκαν για το μέσο φορολογούμενο, αν υποθέσουμε ότι αυτός αποδέχεται ως αναγκαίο κακό την πολιτική ποσόστωση της μίζας 10%; Τι έχει αποδώσει το έπος της ψηφιοποίησης των τηλεπικοινωνιών και της κρατικής διοίκησης που μονοπωλιακά διαχειρίστηκαν για χρόνια Siemens και Κόκκαλης; Τρίχες…Με όλη τη σημασία της λέξης. Ο ΟΤΕ κρατήθηκε πεισματικά σε μια τεχνολογική υστέρηση που καταδεικνύεται από την χαμηλή διείσδυση των ευρυζωνικών δικτύων στα ελληνικά νοικοκυριά. Αν δεν υπήρχε το ανταγωνιστικό πογκρόμ των εναλλακτικών παρόχων ενδεχομένως θα μέναμε κολλημένοι για χρόνια στο 1%. Ο ΟΣΕ έχει μείνει προσκολλημένος στη ρετρό γοητεία του αραμπά. Τα νοσοκομεία αγοράζουν εξοπλισμό παρωχημένης τεχνολογία . Η δημόσια ασφάλεια (πρώην ολυμπιακή ασφάλεια) εξυπηρετείται από συστήματα που δεν δουλεύουν ή όταν δουλεύουν αρνούνται να συνεργαστούν μεταξύ τους. Η ενεργειακή ασφάλεια της χώρας εξαρτάται από προβληματικές τεχνολογίες που παρείχε ο εθνικός προμηθευτής στη ΔΕΗ. Εν ολίγοις, αυτά που για χρόνια έγραφε η Αριστέα (η γνωστή Αριστέα) και κάποιοι της απέδιδαν μανιοκαταδιωκτικά σύνδρομα, αποκτούν αίφνης μια συνοχή, γίνονται κομμάτι μιας εικόνας, της ιστορίας της τεχνολογικής μας παρακμής στην οποία καταδίκασε μια ολόκληρη κοινωνία η αποκλειστική πελατειακή σχέση μιας ομάδας πολιτικών με ένα πολυεθνικό μονοπώλιο και την εγχώρια καρικατούρα του.
Το πραγματικό σκάνδαλο στην υπόθεση Siemens (που μπορεί να λάβει κι άλλους τίτλους: υπόθεση Ιντρακομ, υπόθεση Raytheon κλπ) δεν είναι οι οικοσκευές που απέκτησαν δωρεάν οι τρακαδόροι εθνοπατέρες, αλλά η τρομακτική υστέρηση της χώρας, η καθυστέρηση ενός στοιχειώδους τεχνολογικού εκσυγχρονισμού, η ληστεία χρόνου και χρήματος που θα έκανε αυτή την κοινωνία να μοιάζει λιγότερο με μελαγχολική τριτοκοσμική δημοκρατία, με νεόπλουτη τρόφιμο του ευρωπαϊκού πτωχοκομείου.
Όσοι – δηλαδή σχεδόν όλοι- έχουν την καθημερινή εμπειρία μιας συναλλαγής με το δημόσιο, μιας αγοράς υπηρεσιών από τον ΟΤΕ, ενός ταξιδιού με το τρένο, ενός απλού περιπάτου στο κέντρο της πόλης, εννοούν τι εννοώ.
Το τελευταίο- και ίσως πιο σπαρταριστό- επεισόδιο αυτού του συλλογικού ξεβρακώματος είναι η επίκληση της διακομματικής συναίνεσης, ως ισχυρού και ακλόνητου άλλοθι, για να βαπτισθούν οι μισθολογικές υποχρεώσεις και τα επιδόματα του υπουργείου Πολιτισμού προς τους εργαζομένους του «πολιτιστικές ενισχύσεις». Δεν έγινε και κανένα κακό, θα πείτε. Και οι μη εγκρατείς μοναχοί του Βυζαντίου βάπτιζαν το κρέας ψάρι για να παραβούν εκ του ασφαλούς τους κανόνες της νηστείας. Υποθέτως ότι δεν πήγαν στην κόλαση. Αυτό είναι, λοιπόν, το απόλυτο διακομματικό επίτευγμα της επιχείρησης «πνεύμα και ηθική». Η απάτη ανάγεται πια σε πολιτισμό.
Όταν το ηθικό πρόσχημα εξαλείφεται για τους πάνω, δεν έχει καμιά τύχη επιβίωσης και για τους κάτω. Αφού τα δώρα, οι χορηγίες, οι οικονομικές αβρότητες, τα φιλοδωρήματα, οι ευγενείς υπεξαιρέσεις, οι αριστοκρατικές κλοπές και οι επιχειρηματικές γενναιοδωρίες γίνονται modus vivendi για τους ηγέτες, τι άλλο να κάνουν οι ηγούμενοι από το να κοπιάρουν το σαβουάρ βιβρ της εξαπάτησης; Σε κάθε εκατομμύριο ευρώ που ενθυλακώνει ή ξεπλένει ένας αξιωματούχος, ένας επιχειρηματίας, ένας celebrity του δημοσίου χώρου, ενδεχομένως αντιστοιχεί άλλο ένα εκατομμύριο ευρώ φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής, μαύρου χρήματος, σπασμένο όμως σε χιλιάδες εικοσάευρα, δεκάευρα και πεντάευρα, όσα και οι φτωχοδιάβολοι διακινητές τους, που βρίσκονται έτσι συνένοχοι της συλλογικής απάτης. Σ’ αυτή τη διάχυση της «ανηθικότητας» στην οικονομική συμπεριφορά, η εξουσία βρίσκει ένα ασφαλές ιδεολογικό καταφύγιο για να μην την σαρώσει η βουή του κόσμου. Πρόκειται για το χυδαιότερο επιχείρημα απενοχοποίησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας: όλοι κάνουν τα ίδια. Όλη η κοινωνία- υποτίθεται- είναι ένας μηχανισμός αυτοεξαπάτησης και αλληλοεξαπάτησης. Και οι ευθύνες είναι ισότιμες. Για τον εθνοπατέρα που διαχειρίζεται κατά βούληση δημόσιο χρήμα. Για τον δημόσιο υπάλληλο που τσεπώνει τα φιλοδωρήματα της διαφθοράς. Για τον μικρομεσαίο ιδιώτη που κλέβει το κράτος με απλή φορο-αποφυγή. Για τη συμβασιούχο που διασύρθηκε για μια μονιμοποίηση. Και για τον τσιγγάνο που τρυπώνει στην ουρά μπας και σουφρώσει ένα επίδομα πυροπλήκτου.
Η δικαιοσύνη είναι ο βασικός μηχανισμός που δίνει διαρκώς υπόσταση σ’ αυτό το χυδαίο επιχείρημα. Ακριβή στα πίτουρα και φτηνή στ’ αλάτι. Στη φυλακή «η 35χρονη» (έστω και πριν προλάβει να γίνει 36χρονη), καθαροί οι υπουργοί Πολιτισμού. Στη φυλακή η Μπουρμπούλια, στον αφρό οι χρυσοκάνθαροι της χρηματιστηριακής κλοπής. Στα σίδερα οι μεγαλομανείς μικροδωρολήπτες, απαθείς και άφθαρτοι οι γαλαντόμοι δωροδόκοι. Ολόκληρη η νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία για τον εξισορροπητικό και καθαρτικό ρόλο της δικαιοσύνης εξαντλείται στην επικοινωνιακή εκτόνωση του κοινού περί δικαίου αισθήματος: λίγες χειροπέδες, λίγα σίδερα φυλακής, αρκετή ρητορεία για εμπιστοσύνη στους δικαστές και πολύ αρχείο όταν ο κόμπος φτάνει στο χτένι, όταν απειλούνται οι τα πρόσωπα-σύμβολα του παρεϊστικου εγχώριου καπιταλισμού μας.
Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες, βέβαια. Ακόμη και στα αναπτυγμένα και επηρμένα για την ακαμψία τους συστήματα δικαίου. Ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς, ο κυνικός Ρώσος ολιγάρχης που σε λίγο θα αγοράσει και την Ιστορία, ομολογεί ενώπιον βρετανικού δικαστηρίου ότι η περιουσία των 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων που διαθέτει είναι προϊόν λαδωμάτων συμπατριωτών του κρατικών λειτουργών και ανταγωνιστών του ολιγαρχών. Και δεν συγκινείται κανείς. Ούτε το βρετανικό δικαστήριο (τι το ενδιαφέρει; Μια αστική διαφορά 5 δισ. δολαρίων με τον άλλο μαφιόζο του καπιταλισμού, τον Μπερεζόφσκι, εκδικάζει) ούτε η ρωσική δικαιοσύνη (τι την νοιάζει αν η περιουσία του ρωσικού λαού πέρασε στην μαφία της αγοράς για μια τηγανιά πατάτες;)
Σ’ όλο αυτό το αλισβερίσι, με τα εκατομμύρια να μοιράζονται σαν τον πασατέμπο, η ηθικολογία περισσεύει. Αλλά και περιττεύει. Είναι η συσκευασία μιας άλλης, πολύ σημαντικότερης απάτης, ενός άλλου πραγματικού και μείζονος σκανδάλου. Αυτό που λείπει από την εικόνα δεν είναι οι μίζες που αποσπάστηκαν, για παράδειγμα, από τον κοινωνικό πλούτο τον οποίο ιδιοποιήθηκε ο Αμπράμοβιτς στη Ρωσία. Το πραγματικό σκάνδαλο είναι ο ίδιος ο Αμπράμοβιτς και η κλπή του εθνικού πλούτου των Ρώσων. Και για να επιστρέψουμε στην δική μας εικόνα, το πραγματικό σκάνδαλο δεν είναι οι μίζες των 100 ή 200 εκατομμυρίων ευρώ που μοίρασε η Siemens σε εχθρούς και φίλους την τελευταία δεκαπενταετία. Αλλά τα 4-5 δισεκατομμύρια ευρώ προμήθειες που ανέλαβε ο μέγας εθνικός προμηθευτής. Τι απέγιναν αυτά τα λεφτά, σε τι μεταφράστηκαν για το μέσο φορολογούμενο, αν υποθέσουμε ότι αυτός αποδέχεται ως αναγκαίο κακό την πολιτική ποσόστωση της μίζας 10%; Τι έχει αποδώσει το έπος της ψηφιοποίησης των τηλεπικοινωνιών και της κρατικής διοίκησης που μονοπωλιακά διαχειρίστηκαν για χρόνια Siemens και Κόκκαλης; Τρίχες…Με όλη τη σημασία της λέξης. Ο ΟΤΕ κρατήθηκε πεισματικά σε μια τεχνολογική υστέρηση που καταδεικνύεται από την χαμηλή διείσδυση των ευρυζωνικών δικτύων στα ελληνικά νοικοκυριά. Αν δεν υπήρχε το ανταγωνιστικό πογκρόμ των εναλλακτικών παρόχων ενδεχομένως θα μέναμε κολλημένοι για χρόνια στο 1%. Ο ΟΣΕ έχει μείνει προσκολλημένος στη ρετρό γοητεία του αραμπά. Τα νοσοκομεία αγοράζουν εξοπλισμό παρωχημένης τεχνολογία . Η δημόσια ασφάλεια (πρώην ολυμπιακή ασφάλεια) εξυπηρετείται από συστήματα που δεν δουλεύουν ή όταν δουλεύουν αρνούνται να συνεργαστούν μεταξύ τους. Η ενεργειακή ασφάλεια της χώρας εξαρτάται από προβληματικές τεχνολογίες που παρείχε ο εθνικός προμηθευτής στη ΔΕΗ. Εν ολίγοις, αυτά που για χρόνια έγραφε η Αριστέα (η γνωστή Αριστέα) και κάποιοι της απέδιδαν μανιοκαταδιωκτικά σύνδρομα, αποκτούν αίφνης μια συνοχή, γίνονται κομμάτι μιας εικόνας, της ιστορίας της τεχνολογικής μας παρακμής στην οποία καταδίκασε μια ολόκληρη κοινωνία η αποκλειστική πελατειακή σχέση μιας ομάδας πολιτικών με ένα πολυεθνικό μονοπώλιο και την εγχώρια καρικατούρα του.
Το πραγματικό σκάνδαλο στην υπόθεση Siemens (που μπορεί να λάβει κι άλλους τίτλους: υπόθεση Ιντρακομ, υπόθεση Raytheon κλπ) δεν είναι οι οικοσκευές που απέκτησαν δωρεάν οι τρακαδόροι εθνοπατέρες, αλλά η τρομακτική υστέρηση της χώρας, η καθυστέρηση ενός στοιχειώδους τεχνολογικού εκσυγχρονισμού, η ληστεία χρόνου και χρήματος που θα έκανε αυτή την κοινωνία να μοιάζει λιγότερο με μελαγχολική τριτοκοσμική δημοκρατία, με νεόπλουτη τρόφιμο του ευρωπαϊκού πτωχοκομείου.
Όσοι – δηλαδή σχεδόν όλοι- έχουν την καθημερινή εμπειρία μιας συναλλαγής με το δημόσιο, μιας αγοράς υπηρεσιών από τον ΟΤΕ, ενός ταξιδιού με το τρένο, ενός απλού περιπάτου στο κέντρο της πόλης, εννοούν τι εννοώ.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (12/7/2008)
- Όμως, Ραφαέλ, δεν μου είπες ποιο είναι το τρελό όνειρό σου…
- Θέλω να φτιάξβω τη δική μου χρηματιστηριακή εταιρεία!
- Ορίστε;
- Μετοχές, ομόλογα, επενδύσεις…Θα το κάνω, Αντουάν, χάρη σε σένα θα χεστώ στο χρήμα!
Τελικά, οι γονείς του Ραφαέλ δεν το πήραν και τόσο άσχημα, του έδωσαν μάλιστα κι ένα εκατομμύριο για να τον βοηθήσουν στην έναρξη της επιχείρησης. Έκτοτε, ο Αντουάν έφερε στη συνείδηση του ετούτο το ανόητο έγκλημα: είχε φτιάξει έναν ακόμη καπιταλιστή. Είχε ανασηκώσει τους ώμους του όταν ο Ράφι του είχε πει ότι θα ήταν πάντα στη διάθεσή του να τον βοηθήσει σε περίπτωση ανάγκης, αλλά σήμερα χρωστούσε στην τράπεζα και δεν έβλεπε κανένα φραγμό να ασχοληθεί με οτιδήποτε για να κερδίσει χρήματα. Όταν κανείς διαπιστώνει ότι είναι ένας από τους λίγους που διατηρεί ηθικές αρχές στις ανθρώπινες σχέσεις του, τότε μπορεί να θεωρήσει δελεαστικό το να βυθιστεί στην ανηθικότητα, όχι από πεποίθηση ή για να αντλήσει ηδονή απ’ αυτό, αλλά απλώς για να μην υποφέρει πια, μιας και δεν υπάρχει χειρότερο βάσανο από τοπ να είσαι ένας άγγελος στην κόλαση, ενώ αν είσαι διάβολος παντού είσαι σαν στο σπίτι σου.
Μαρτέν Παζ, «Πώς έγινα βλάκας»
- Θέλω να φτιάξβω τη δική μου χρηματιστηριακή εταιρεία!
- Ορίστε;
- Μετοχές, ομόλογα, επενδύσεις…Θα το κάνω, Αντουάν, χάρη σε σένα θα χεστώ στο χρήμα!
Τελικά, οι γονείς του Ραφαέλ δεν το πήραν και τόσο άσχημα, του έδωσαν μάλιστα κι ένα εκατομμύριο για να τον βοηθήσουν στην έναρξη της επιχείρησης. Έκτοτε, ο Αντουάν έφερε στη συνείδηση του ετούτο το ανόητο έγκλημα: είχε φτιάξει έναν ακόμη καπιταλιστή. Είχε ανασηκώσει τους ώμους του όταν ο Ράφι του είχε πει ότι θα ήταν πάντα στη διάθεσή του να τον βοηθήσει σε περίπτωση ανάγκης, αλλά σήμερα χρωστούσε στην τράπεζα και δεν έβλεπε κανένα φραγμό να ασχοληθεί με οτιδήποτε για να κερδίσει χρήματα. Όταν κανείς διαπιστώνει ότι είναι ένας από τους λίγους που διατηρεί ηθικές αρχές στις ανθρώπινες σχέσεις του, τότε μπορεί να θεωρήσει δελεαστικό το να βυθιστεί στην ανηθικότητα, όχι από πεποίθηση ή για να αντλήσει ηδονή απ’ αυτό, αλλά απλώς για να μην υποφέρει πια, μιας και δεν υπάρχει χειρότερο βάσανο από τοπ να είσαι ένας άγγελος στην κόλαση, ενώ αν είσαι διάβολος παντού είσαι σαν στο σπίτι σου.
Μαρτέν Παζ, «Πώς έγινα βλάκας»
Monday, July 7, 2008
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (5/7/2008)
Συνεχίζοντας να ψάχνω, βρήκα το σύστημα με τους πλασματικούς λογαριασμούς και στον λογαριασμό της κυρίας Σέλμαν βρήκα όχι μόνο τα πενήντα και τα τριάντα πέντε χιλιάδες μάρκα που είχαν μπει πρόσφατα, αλλά συνολικά εκατόν είκοσι χιλιάδες μάρκα, δηλαδή περίπου εκατό χιλιάδες περισσότερα απ’ ό,τι στον πραγματικό λογαριασμό της. Βρήκα κι όλους τους άλλους λογαριασμούς όπου οι φτωχοί μου Σοραβοί είναι πλούσιοι και τους λογαριασμούς όπου οι φτωχοί πεθαμένοι μου Σοραβοί είναι ζωντανοί και πλούσιοι.
«Δηλαδή, είναι απλό». Ήλπισα να επιδοκιμάσει ό,τι είχα καταλάβει.
«Ναι. Δεν είναι δύσκολο να ξεπλένεις λεφτά έτσι κι έχεις μια τράπεζα - με αυτόν ή πιθανώς με άλλους τρόπους. ΄Ετσι και μπουν λεφτά στην τράπεζα, μπορούν να επενδυθούν με στόχο να χαθούν. Τα περισσότερα λεφτά έχουν επενδυθεί στη Ρωσία.
Berhnard Schlink, «Τα ίχνη του χρήματος»
«Δηλαδή, είναι απλό». Ήλπισα να επιδοκιμάσει ό,τι είχα καταλάβει.
«Ναι. Δεν είναι δύσκολο να ξεπλένεις λεφτά έτσι κι έχεις μια τράπεζα - με αυτόν ή πιθανώς με άλλους τρόπους. ΄Ετσι και μπουν λεφτά στην τράπεζα, μπορούν να επενδυθούν με στόχο να χαθούν. Τα περισσότερα λεφτά έχουν επενδυθεί στη Ρωσία.
Berhnard Schlink, «Τα ίχνη του χρήματος»
Robin Food (5/7/2008)
Διαβάζοντας αυτό το κείμενο, διατρέχετε τον κίνδυνο να βρεθείτε συνεργοί στην τέλεση ποινικού αδικήματος. Κι εγώ, γράφοντάς το, κινδυνεύω να βρεθώ συναυτουργός εγκλήματος. Βλέπετε, η δικαιοσύνη εκτός από τυφλή -ή μονόφθαλμη, αλλήθωρη, κωφάλαλη, χωλή και με όλες τις αναπηρίες του κόσμου γενικώς- είναι και πολύ δημιουργική. Τα απλά «μαθηματικά» του ποινικού δικαίου που μάθαινα στα νιάτα μου έχουν περάσει πλέον στη σφαίρα του new age, της μεταφυσικής και της αστρολογίας.
Για να εξηγούμαι: αν κάποιος άγνωστος σας πλησιάσει χαμογελαστός στη λαϊκή, την ώρα που γεμίζετε το καρότσι σας με φρέσκα φασολάκια, ντομάτες και ζαρζαβατικά, και σας προσφέρει ένα πακέτο μακαρόνια δωρεάν, θα πείτε «όχι»; Αντιθέτως, θα τα πάρετε με ευχαρίστηση (100% αύξηση τιμής έχουν πάρει σε έναν χρόνο). Μπορεί να νομίσετε ότι είναι κάποια νέα καμπάνια προώθησης προϊόντων. Δεν θα σας προβληματίσει ιδιαίτερα το γεγονός ότι τα μακαρόνια δεν σας τα προσφέρει το κορίτσι του part time, με το προσεκτικά μακιγιαρισμένο της χαμόγελο, το διαφημιστικό styling και τα λεπτά χέρια. Απέναντί σας είναι ένας μαγκλαράς με μακριά ή ξυρισμένα μαλλιά, αξύριστος, με ελαφρά κιτρινισμένα δόντια, αλλόκοτο styling και μια πλεχτή κουκούλα κατεβασμένη στον λαιμό -κατακαλόκαιρο κασκόλ; θα αναρωτηθείτε-, αλλά τι σημασία έχει πώς είναι αυτός που σας προσφέρει κάτι δωρεάν; Το παίρνετε με ικανοποίηση και το καταναλώνετε αρκεί να μην είναι ληγμένο.
Κι όμως, αυτή η μικρή, ασήμαντη στιγμή αβροφροσύνης μπορεί να σας καταστήσει συνενόχους ενός εγκλήματος κατά της ιδιοκτησίας - το έγκλημα των εγκλημάτων εις βάρος του οικονομικού μας πολιτισμού. Μπορεί να κατηγορηθείτε για κλεπταποδοχή, υπόθαλψη εγκληματία, συναυτουργία σε τρομοκρατική ενέργεια ή, ποιος ξέρει τι άλλο, το οπλοστάσιο της δικαιοσύνης είναι πια κατάφορτο και έτοιμο να φορτώσει στον καθένα μας έναν ποινικό κώδικα.
Αυτοί οι παράξενοι τύποι που βγήκαν απροειδοποίητα στο προσκήνιο με τις επιδρομές στα ράφια των σούπερ μάρκετ δεν βγήκαν, βεβαίως, από το δάσος του Σέργουντ ούτε είναι οι απόγονοι του Robin Hood και των συντρόφων του. Robin Food θα ήταν ο τίτλος που ακριβέστερα θα τους αναλογούσε, μια και προτείνουν μια διέξοδο στην κρίση των τιμών στα τρόφιμα, αλλά όπως δηλώνουν οι ίδιοι στα τηλεγραφικά παμφλέτα τους κατά της ακρίβειας, ο στόχος τους δεν είναι η αναδιανομή του πλούτου ή η αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ένα συμβολικό χάπενινγκ είναι οι επιδρομές τους στα ράφια και στην πραγματικότητα δεν κοστίζουν τίποτα στις επιχειρήσεις σούπερ μάρκετ. Ή, τουλάχιστον, κοστίζουν πολύ λιγότερο από τα προϊόντα που οι επιχειρήσεις τα διαθέτουν ως προσφορές για μια καμπάνια τους ή τα πετάνε λόγω κακής συσκευασίας και λήξης ημερομηνίας κατανάλωσης.
Δεν ξέρω αν είναι αναρχικοί, Ταλιμπάν ή φονταμενταλιστές της αγοράς που τα έχουν πάρει στο κρανίο με τα καρτέλ και την καταστρατήγηση του «υγιούς ανταγωνισμού», αλλά νομίζω πως ελάχιστη σημασία έχει. Κι αν κάποια στιγμή τα λαγωνικά της ΕΛ.ΑΣ. συλλάβουν κάποιους από τους Robin Food, είναι ένα ερώτημα πώς ακριβώς θα τους αντιμετωπίσουν οι δικαστικές Αρχές που έχουν αποκτήσει μια ιδιάζουσα αντίληψη για το τι εστί κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, δωροδοκία, ληστεία, αρπαγή. Μια αντίληψη που συναρτά το βάρος του αδικήματος με το ποσό. Όσο πιο μικρό και ασήμαντο είναι το ποσό, τόσο πιο αμείλικτη η καταδίωξη και βαριά η ποινή. Το ακριβώς αντίστροφο απ’ όσα μάταια επιχειρούσε να αποδείξει ο ήρωας της «Όπερας της πεντάρας» Μακ Χιθ όταν αναρωτιόταν: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας;».
Υπάρχει μια ατέλειωτη τέτοια σειρά ερωτημάτων που θα μπορούσε να θέσει κανείς. Και μάλιστα όχι μόνο με όρους ηθικής, αλλά με κριτήρια οικονομίας: Τι είναι η κλοπή μερικών πακέτων ζυμαρικών ή αλεύρων μπροστά στο κερδοσκοπικό πάρτι της αγοράς των τροφίμων; Τι είναι μια μικρή επιδρομή στα ράφια των σούπερ μάρκετ μπροστά στην επιδρομή του εμπορικού κέρδους στην τελική τιμή των αγαθών; Τι είναι η κλοπή μιας πιστωτικής κάρτας μπροστά στην αύξηση επιτοκίων που έκανε προχθές ο Τρισέ; Τι είναι η κλοπή ενός αυτοκινήτου μπροστά στη φοροκλοπή που ασκεί επίσημα το κράτος; Τι είναι το να αδειάσεις το ρεζερβουάρ ενός αυτοκινήτου μπροστά στην αφαίμαξη πλούτου που κάνουν οι πετρελαϊκές εταιρείες; Τι είναι η σπασμένη προθήκη ενός καταστήματος μπροστά στην ολυμπιακή αθλιότητα που σπατάλησε στη ματαιοδοξία τον πλούτο μιας ολόκληρης γενιάς Ελλήνων; Τι είναι η φθορά ξένης περιουσίας μπροστά στην εκποίηση της δημόσιας περιουσίας; Τι είναι η καταπάτηση ξένης ιδιοκτησίας μπροστά στην καταπάτηση και την καταστροφή του φυσικού πλούτου; Τι είναι ένα κιλό κλεμμένες ντομάτες μπροστά στις μίζες που χώνουν στην κυβερνώσα πολιτική τάξη οι εθνικοί προμηθευτές;
Αναρίθμητα τα ερωτήματα που θα μπορούσαν να προστεθούν και αναπάντητα, από την εποχή που ο Ουγκό περιέγραφε στους «Αθλίους» του την περιπέτεια ζωής του Γιάννη Αγιάννη για ένα κλεμμένο ψωμί. Η μικροκλοπή ήταν πάντα ένα μέσο επιβίωσης για τους ανθρώπους που η μεγάλη κλοπή, η μαζική λεηλασία του πλούτου σε κάθε της μορφή (από τον λιμό μέχρι τον πόλεμο και από το κραχ μέχρι τον υψηλό πληθωρισμό) τους έφερνε στα πρόθυρα της απόγνωσης. Οι Σπαρτιάτες, ως γνωστόν, εκπαιδεύονταν στην κλοπή, όρο επιβίωσής τους άλλωστε στην ασκητική στρατιωτική ζωή που είχαν επιλέξει. Και οι Κλέφτες που δεν είχαν επιλέξει την ασφαλή διέξοδο των Αρματολών ανέδειξαν την κλοπή σε μορφή πάλης που μνημονεύουμε υπερήφανα κι εμείς, οι απόγονοί τους, ως στοιχείο της εθνικής μας μυθολογίας. Κι ακόμη μετά την απελευθέρωση, όταν οι ήρωες περιθωριοποιήθηκαν από το πολιτικό εκτόπλασμα του νεοσύστατου κράτους, η ληστεία (μαζί με μύρια όσα ποινικά αδικήματα) έγινε μέσο επιβίωσης αλλά και λανθάνουσας πολιτικής διαμαρτυρίας. Η «ληστοκρατία», με την οποία στιγμάτισε η νεοφώτιστη αστική υποκρισία τον τρόπο των απόκληρων, επιβίωσε της ανελέητης καταδίωξής της μέχρι το λυκαυγές του 20ού αιώνα. Κι ίσως, ως ασθενής μνήμη αλλά και ενστικτώδης αντίδραση, να έφτασε και ως τους σαλταδόρους της Κατοχής ή τις αλητοπαρέες που μπούκαραν μαζικά στις αποθήκες των μαυραγοριτών.
Τα όρια ανάμεσα στην κλοπή και στην πράξη επιβίωσης είναι λοιπόν απολύτως σχετικά. Και η ιστορία δεν είναι η μόνη επιχειρηματολογία γι’ αυτό. Πολύ περισσότερα επιχειρήματα δίνει η τρέχουσα πραγματικότητα της συνύπαρξης του εξωπραγματικού πλούτου με την αδιανόητη ένδεια. Αν, για παράδειγμα, ένα πεινασμένο και θυμωμένο πλήθος μιας λιμοκτονούσας αφρικανικής χώρας πέσει με βία στα φορτία μιας ανθρωπιστικής αποστολής ή ενός εμπορικού καταστήματος, κανείς δεν θα διανοηθεί να μιλήσει για έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας. Όλοι, και οι πιο επίσημοι και υπεράνω ιδεολογικής υποψίας παράγοντες και οργανισμοί θα μιλήσουν για ένα κοινωνικό πρόβλημα και οι πιο τολμηροί θα αντιστρέψουν την εικόνα μιλώντας για έγκλημα των διεθνών κερδοσκόπων εις βάρος της ανθρωπότητας. Όπως ακριβώς συνέβη, άλλωστε, πρόσφατα στις μικρές και μεγάλες εξεγέρσεις που προκάλεσε η επισιτιστική κρίση. Σκεφτείτε να έβγαινε ο ΟΗΕ και να κατήγγελλε τα πεινασμένα πλήθη ως κλέφτες και ληστές. Θα έψαχνε να βρει την… έδρα του.
Το ερώτημα, όμως, είναι για μας. Τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι βρισκόμαστε σε απόσταση ασφαλείας από τους φτωχοδιάβολους των αναπτυσσόμενων χωρών που κάνουν τις επιδρομές στα ράφια χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς και ποινικούς καταλογισμούς; Προς το παρόν, τίποτα απολύτως.
Άλλωστε, μέχρι την πολυπόθητη απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών δεν μπορούμε παρά να ζούμε με το ανθεκτικότερο σλόγκαν του οικονομικού μας πολιτισμού: άρπαξε να φας και κλέψε να ’χεις.
Για να εξηγούμαι: αν κάποιος άγνωστος σας πλησιάσει χαμογελαστός στη λαϊκή, την ώρα που γεμίζετε το καρότσι σας με φρέσκα φασολάκια, ντομάτες και ζαρζαβατικά, και σας προσφέρει ένα πακέτο μακαρόνια δωρεάν, θα πείτε «όχι»; Αντιθέτως, θα τα πάρετε με ευχαρίστηση (100% αύξηση τιμής έχουν πάρει σε έναν χρόνο). Μπορεί να νομίσετε ότι είναι κάποια νέα καμπάνια προώθησης προϊόντων. Δεν θα σας προβληματίσει ιδιαίτερα το γεγονός ότι τα μακαρόνια δεν σας τα προσφέρει το κορίτσι του part time, με το προσεκτικά μακιγιαρισμένο της χαμόγελο, το διαφημιστικό styling και τα λεπτά χέρια. Απέναντί σας είναι ένας μαγκλαράς με μακριά ή ξυρισμένα μαλλιά, αξύριστος, με ελαφρά κιτρινισμένα δόντια, αλλόκοτο styling και μια πλεχτή κουκούλα κατεβασμένη στον λαιμό -κατακαλόκαιρο κασκόλ; θα αναρωτηθείτε-, αλλά τι σημασία έχει πώς είναι αυτός που σας προσφέρει κάτι δωρεάν; Το παίρνετε με ικανοποίηση και το καταναλώνετε αρκεί να μην είναι ληγμένο.
Κι όμως, αυτή η μικρή, ασήμαντη στιγμή αβροφροσύνης μπορεί να σας καταστήσει συνενόχους ενός εγκλήματος κατά της ιδιοκτησίας - το έγκλημα των εγκλημάτων εις βάρος του οικονομικού μας πολιτισμού. Μπορεί να κατηγορηθείτε για κλεπταποδοχή, υπόθαλψη εγκληματία, συναυτουργία σε τρομοκρατική ενέργεια ή, ποιος ξέρει τι άλλο, το οπλοστάσιο της δικαιοσύνης είναι πια κατάφορτο και έτοιμο να φορτώσει στον καθένα μας έναν ποινικό κώδικα.
Αυτοί οι παράξενοι τύποι που βγήκαν απροειδοποίητα στο προσκήνιο με τις επιδρομές στα ράφια των σούπερ μάρκετ δεν βγήκαν, βεβαίως, από το δάσος του Σέργουντ ούτε είναι οι απόγονοι του Robin Hood και των συντρόφων του. Robin Food θα ήταν ο τίτλος που ακριβέστερα θα τους αναλογούσε, μια και προτείνουν μια διέξοδο στην κρίση των τιμών στα τρόφιμα, αλλά όπως δηλώνουν οι ίδιοι στα τηλεγραφικά παμφλέτα τους κατά της ακρίβειας, ο στόχος τους δεν είναι η αναδιανομή του πλούτου ή η αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ένα συμβολικό χάπενινγκ είναι οι επιδρομές τους στα ράφια και στην πραγματικότητα δεν κοστίζουν τίποτα στις επιχειρήσεις σούπερ μάρκετ. Ή, τουλάχιστον, κοστίζουν πολύ λιγότερο από τα προϊόντα που οι επιχειρήσεις τα διαθέτουν ως προσφορές για μια καμπάνια τους ή τα πετάνε λόγω κακής συσκευασίας και λήξης ημερομηνίας κατανάλωσης.
Δεν ξέρω αν είναι αναρχικοί, Ταλιμπάν ή φονταμενταλιστές της αγοράς που τα έχουν πάρει στο κρανίο με τα καρτέλ και την καταστρατήγηση του «υγιούς ανταγωνισμού», αλλά νομίζω πως ελάχιστη σημασία έχει. Κι αν κάποια στιγμή τα λαγωνικά της ΕΛ.ΑΣ. συλλάβουν κάποιους από τους Robin Food, είναι ένα ερώτημα πώς ακριβώς θα τους αντιμετωπίσουν οι δικαστικές Αρχές που έχουν αποκτήσει μια ιδιάζουσα αντίληψη για το τι εστί κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, δωροδοκία, ληστεία, αρπαγή. Μια αντίληψη που συναρτά το βάρος του αδικήματος με το ποσό. Όσο πιο μικρό και ασήμαντο είναι το ποσό, τόσο πιο αμείλικτη η καταδίωξη και βαριά η ποινή. Το ακριβώς αντίστροφο απ’ όσα μάταια επιχειρούσε να αποδείξει ο ήρωας της «Όπερας της πεντάρας» Μακ Χιθ όταν αναρωτιόταν: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας;».
Υπάρχει μια ατέλειωτη τέτοια σειρά ερωτημάτων που θα μπορούσε να θέσει κανείς. Και μάλιστα όχι μόνο με όρους ηθικής, αλλά με κριτήρια οικονομίας: Τι είναι η κλοπή μερικών πακέτων ζυμαρικών ή αλεύρων μπροστά στο κερδοσκοπικό πάρτι της αγοράς των τροφίμων; Τι είναι μια μικρή επιδρομή στα ράφια των σούπερ μάρκετ μπροστά στην επιδρομή του εμπορικού κέρδους στην τελική τιμή των αγαθών; Τι είναι η κλοπή μιας πιστωτικής κάρτας μπροστά στην αύξηση επιτοκίων που έκανε προχθές ο Τρισέ; Τι είναι η κλοπή ενός αυτοκινήτου μπροστά στη φοροκλοπή που ασκεί επίσημα το κράτος; Τι είναι το να αδειάσεις το ρεζερβουάρ ενός αυτοκινήτου μπροστά στην αφαίμαξη πλούτου που κάνουν οι πετρελαϊκές εταιρείες; Τι είναι η σπασμένη προθήκη ενός καταστήματος μπροστά στην ολυμπιακή αθλιότητα που σπατάλησε στη ματαιοδοξία τον πλούτο μιας ολόκληρης γενιάς Ελλήνων; Τι είναι η φθορά ξένης περιουσίας μπροστά στην εκποίηση της δημόσιας περιουσίας; Τι είναι η καταπάτηση ξένης ιδιοκτησίας μπροστά στην καταπάτηση και την καταστροφή του φυσικού πλούτου; Τι είναι ένα κιλό κλεμμένες ντομάτες μπροστά στις μίζες που χώνουν στην κυβερνώσα πολιτική τάξη οι εθνικοί προμηθευτές;
Αναρίθμητα τα ερωτήματα που θα μπορούσαν να προστεθούν και αναπάντητα, από την εποχή που ο Ουγκό περιέγραφε στους «Αθλίους» του την περιπέτεια ζωής του Γιάννη Αγιάννη για ένα κλεμμένο ψωμί. Η μικροκλοπή ήταν πάντα ένα μέσο επιβίωσης για τους ανθρώπους που η μεγάλη κλοπή, η μαζική λεηλασία του πλούτου σε κάθε της μορφή (από τον λιμό μέχρι τον πόλεμο και από το κραχ μέχρι τον υψηλό πληθωρισμό) τους έφερνε στα πρόθυρα της απόγνωσης. Οι Σπαρτιάτες, ως γνωστόν, εκπαιδεύονταν στην κλοπή, όρο επιβίωσής τους άλλωστε στην ασκητική στρατιωτική ζωή που είχαν επιλέξει. Και οι Κλέφτες που δεν είχαν επιλέξει την ασφαλή διέξοδο των Αρματολών ανέδειξαν την κλοπή σε μορφή πάλης που μνημονεύουμε υπερήφανα κι εμείς, οι απόγονοί τους, ως στοιχείο της εθνικής μας μυθολογίας. Κι ακόμη μετά την απελευθέρωση, όταν οι ήρωες περιθωριοποιήθηκαν από το πολιτικό εκτόπλασμα του νεοσύστατου κράτους, η ληστεία (μαζί με μύρια όσα ποινικά αδικήματα) έγινε μέσο επιβίωσης αλλά και λανθάνουσας πολιτικής διαμαρτυρίας. Η «ληστοκρατία», με την οποία στιγμάτισε η νεοφώτιστη αστική υποκρισία τον τρόπο των απόκληρων, επιβίωσε της ανελέητης καταδίωξής της μέχρι το λυκαυγές του 20ού αιώνα. Κι ίσως, ως ασθενής μνήμη αλλά και ενστικτώδης αντίδραση, να έφτασε και ως τους σαλταδόρους της Κατοχής ή τις αλητοπαρέες που μπούκαραν μαζικά στις αποθήκες των μαυραγοριτών.
Τα όρια ανάμεσα στην κλοπή και στην πράξη επιβίωσης είναι λοιπόν απολύτως σχετικά. Και η ιστορία δεν είναι η μόνη επιχειρηματολογία γι’ αυτό. Πολύ περισσότερα επιχειρήματα δίνει η τρέχουσα πραγματικότητα της συνύπαρξης του εξωπραγματικού πλούτου με την αδιανόητη ένδεια. Αν, για παράδειγμα, ένα πεινασμένο και θυμωμένο πλήθος μιας λιμοκτονούσας αφρικανικής χώρας πέσει με βία στα φορτία μιας ανθρωπιστικής αποστολής ή ενός εμπορικού καταστήματος, κανείς δεν θα διανοηθεί να μιλήσει για έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας. Όλοι, και οι πιο επίσημοι και υπεράνω ιδεολογικής υποψίας παράγοντες και οργανισμοί θα μιλήσουν για ένα κοινωνικό πρόβλημα και οι πιο τολμηροί θα αντιστρέψουν την εικόνα μιλώντας για έγκλημα των διεθνών κερδοσκόπων εις βάρος της ανθρωπότητας. Όπως ακριβώς συνέβη, άλλωστε, πρόσφατα στις μικρές και μεγάλες εξεγέρσεις που προκάλεσε η επισιτιστική κρίση. Σκεφτείτε να έβγαινε ο ΟΗΕ και να κατήγγελλε τα πεινασμένα πλήθη ως κλέφτες και ληστές. Θα έψαχνε να βρει την… έδρα του.
Το ερώτημα, όμως, είναι για μας. Τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι βρισκόμαστε σε απόσταση ασφαλείας από τους φτωχοδιάβολους των αναπτυσσόμενων χωρών που κάνουν τις επιδρομές στα ράφια χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς και ποινικούς καταλογισμούς; Προς το παρόν, τίποτα απολύτως.
Άλλωστε, μέχρι την πολυπόθητη απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών δεν μπορούμε παρά να ζούμε με το ανθεκτικότερο σλόγκαν του οικονομικού μας πολιτισμού: άρπαξε να φας και κλέψε να ’χεις.
Subscribe to:
Posts (Atom)