Εγώ τώρα είμαι αλλού. Δεν το αναφέρω για να πουλήσω εκδούλευση ή αυτοθυσία. Απλώς για να αντιληφθείτε το mood της σημερινής συνεισφοράς μου: φεγγαράδα, σχεδόν πανσέληνος, που ανοίγει μια πλατιά λεωφόρο στη σκοτεινή θάλασσα. Μεταμεσονύκτια ησυχία σ’ έναν μικρό παραθαλάσσιο οικισμό. Τριζόνια, βόμβος κλιματιστικών κι ο ανάλαφρος παφλασμός των κυμάτων. Που και που ακούγεται κι η μηχανή ενός αυτοκινήτου. Ό,τι πιο θορυβώδες είναι τα αλυχτίσματα των σκυλιών κι οι καβγάδες των γάτων- απροειδοποίητα, κατά κύματα, τουλάχιστον μια φορά την ώρα, σκίζουν τη σιωπή της νύχτας, σ’ έναν περίεργο συντονισμό, μια ζωική επικοινωνία επαγρύπνησης. Αλλά ούτε οι σκύλοι και οι γάτες είναι ικανοί να ανατρέψουν το σκηνικό: ο κάματος των αδειούχων αδειάζει ήρεμα στα στρώματα των rooms to let.
Το σκηνικό δεν είναι τυπικό, το ομολογώ. Θα μπορούσε να περιλαμβάνει πιο trendy ηχοχρώματα: κονβόι αυτοκινήτων και μηχανών που πηγαινοέρχονται ασταμάτητα, ηχητικές δονήσεις από τα «μπιτ» και τα μιξο-φρυξο-λύδια άσματα των μπαρ, θορυβώδεις παρέες, μισομεθυσμένους τουρίστες που εκτονώνουν θυμό και χαρά αδιακρίτως, φώτα, πολλά φώτα, μικρογραφίες μητροπόλεων μεταφυτευμένες στην ύπαιθρο. Δεν είναι του είδους μου, δεν είναι της ηλικίας μου. Αισθάνομαι πάντως προνομιούχος μ’ αυτή τη γενναία δόση σιωπής.
Ωστόσο, η σιωπή και ο θόρυβος των τουριστικών θέρετρων είναι συστατικά της ίδιας συνταγής: των διακοπών που, αν και αποτελούν την εγγύτερη ενσάρκωση του δικαιώματος στην τεμπελιά, βιώνεται σαν ένα επίπονο καθήκον. Το ταξίδι και οι διακοπές εξελίσσονται στην απόλυτη νεύρωση της εποχής μας. Φυσικά, αυτό δεν αφορά τους πάντες και δεν αφορά σε κάθε περίπτωση εκείνο το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού, στην Αφρική, την Ασία, τη Λατινική Αμερική που είναι καταδικασμένο να μην ξεμυτίσει ποτέ από το στενό ενδιαίτημά του.
Για μας τους υπόλοιπους, τους τυχερούς, η κατάσταση διαμορφώνεται περίπου όπως περιγράφεται στην διαφήμιση της τράπεζας με τον τύπο που δεν χαλαρώνει με τίποτα και τον ενοχλούν τα πάντα: οι ρακέτες, τα κουβαδάκια των παιδιών, οι προτηγανισμένες πατάτες, το κουβεντολόι της παρέας στη διπλανή ομπρέλα. Η διαφήμιση έχει έναν προφανή, ωμό ρεαλισμό αφού υπονοεί πως ό,τι πληρώνεις παίρνεις και στις διακοπές. Και ομολογεί ότι και η τεμπελιά- το είδος, η ποσότητα, η ποιότητά της- είναι συνάρτηση της ρευστότητάς σου. Όσο περισσότερο χρήμα διαθέτεις, όσο λιγότερο χρήμα χρωστάς, τόσο καλύτερα μπορείς να απολαύσεις την ποσόστωση τεμπελιάς που σου αναλογεί. Αυτό βέβαια, αν το επεκτείνουμε στο απώτατο άκρο του, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι απόλυτο δικαίωμα στην τεμπελιά έχουν όσοι διαθέτουν απεριόριστο χρήμα, άρα, όσοι δεν έχουν λόγο να εργάζονται ποτέ. Αλλά γι’ αυτούς οι διακοπές είναι ένα κενό περιεχομένου δικαίωμα. Δεν έχουν τίποτα να διακόψουν, εκτός αν θεωρήσουμε εργασιακό χρόνο αυτόν που διαθέτουν για να μετρήσουν το χρήμα τους και ν’ αποφασίσουν αλλαγές στον τρόπο διαχείρισής του ώστε να γίνει αποδοτικότερο, άρα να τους εξασφαλίσει αδιάκοπες διακοπές όλο το χρόνο.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμη κι αυτοί δεν ξεφεύγουν από τον κανόνα της νεύρωσης του ταξιδιού- χωρίς αυτό να σημαίνει και ότι τους λυπόμαστε γι’ αυτό. Επειδή «το καλοκαίρι ρίχνουν στην πυρά τους μοναχικούς», επειδή αυτή την εποχή «η ευτυχία είναι υποχρεωτική», με κάποιο τρόπο πρέπει να εξασφαλίσουν κι οι δυστυχείς Κροίσοι ότι υπάρχει μια στοιχειώδης διαφορά ανάμεσα στην πισίνα του σπιτιού τους και την πισίνα του ξενοδοχείου, ανάμεσα στην κατειλημμένη παραλία της εξοχικής τους κατοικίας και στην παραλία των διακοπών τους, ανάμεσα στη χλιδή του σπιτιού τους και στην πολυτέλεια του ενοικιαζόμενου καταλύματος. Γι’ αυτό και η τουριστική βιομηχανία ανταγωνίζεται στο να προσθέτει στο εμπόρευμά της όχι μόνο προσιτά πακέτα για τους μεσοαστούς των μητροπόλεων, αλλά και γενναίες δόσεις εξωτισμού, απόστασης, ιδιωτικότητας, κινδύνου, εξτρεμισμού ακόμη και παραδοξότητας για τους Κροίσους του παγκόσμιου χωριού. Αν, για παράδειγμα, ισχύει ο κίνδυνος για το σύμπλεγμα των Μαλδίβων εκατοντάδες ατόλες να χαθούν κάτω από τη θάλασσα λόγω της κλιματικής αλλαγής και της ανόδου της στάθμης των υδάτων, να είστε βέβαιοι ότι αυτό θα αποτελέσει το επόμενο απόλυτο τουριστικό προϊόν: ποιος θα πληρώσει περισσότερα για να είναι ο τελευταίος κάτοικος της ατόλης που του χρόνου θα την καταπιεί η θάλασσα;
Αλλά, δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με τη θερινή νεύρωση των Κροίσων. Η δική μας είναι αρκετή για να μας απασχολήσει για τα επόμενα καλοκαίρια της ζωής μας. Κι επειδή οι περισσότεροι, ως μισθωτοί σκλάβοι ή αγχωμένοι μικροαστοί, ανήκουμε πράγματι στον κανόνα της τραπεζικής διαφήμισης που προαναφέραμε, θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι υπόσταση δίνουμε εμείς στο δικαίωμα στην τεμπελιά που μας αναλογεί.
Είναι δεδομένο ότι έχουμε χάσει προ πολλού τη φυσική μας ροπή προς την τεμπελιά, τη μόνη δεξιότητα με την οποία γεννιόμαστε. Το επισήμανε γλαφυρά εδώ και 125 χρόνια ο Λαφάργκ, περιγράφοντας τον καταστροφικό εγκλωβισμό του κόσμου της εργασίας στο «δικαίωμα στη δουλειά».
Αυτή η ρηξικέλευθη αλλά μελαγχολική ιδέα, με την οποία ουδέποτε συμφιλιώθηκαν η Αριστερά, η σοσιαλδημοκρατία και τα συνδικάτα, είναι ορατή περισσότερο από ποτέ σήμερα, στον τρόπο που οι εργασιακές νευρώσεις γίνονται πυρήνας της νεύρωσης των διακοπών. Το κινητό τηλέφωνο γίνεται μια νοητή επέκταση του εργασιακού τοπίου στην παραλία, οι συγκυριακές παρέες των θερέτρων συστήνονται με τις επαγγελματικές τους ταυτότητες, η επικοινωνία τους είναι αδιανόητη χωρίς να επιστρατευτούν οι εργασιακοί κώδικες, τα άγχη, οι ανταγωνισμοί, τα κουτσομπολιά της δουλειάς. Κανείς ή ελάχιστοι αναλαμβάνουν το ρίσκο να σφαλίσουν τις πόρτες προς τον έξω κόσμο. Οι περισσότεροι θέλουν να πιστεύουν ότι ο κόσμος είναι δύσκολο να συνεχίσει να υπάρχει χωρίς αυτούς. Αν και στην πραγματικότητα φοβούνται ακριβώς το αντίθετο. Το «δικαίωμα στη δουλειά» νικά και στις διακοπές.
Αλλά δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Καθώς το καλοκαίρι από εποχή γίνεται εμπόρευμα (όπως εύστοχα είπε πρόσφατα ο Βασίλης Αλεξάκης), τα κόστη που συσσωρεύει δημιουργούν πρόσθετη υποχρέωση εργασίας. Ακόμη κι η διαφήμιση της τράπεζας το υπαινίσσεται. Η ανέμελη, απαλλαγμένη από πιστωτικά άγχη, θερινή ραστώνη προϋποθέτει την ανάληψη μιας ακόμη δανειακής υποχρέωσης η οποία πώς αλλιώς μπορεί να εξοφληθεί παρά με εργασία.
Βλέπετε, η μικρή δόση τεμπελιάς που δικαιούμαστε δεν υλοποιείται αλλιώς παρά με το χέρι στην τσέπη. Βιώνουμε τις διακοπές όχι σαν μια περιοχή ελευθερίας, αλλά σαν ένα τοπίο κατειλημμένο που πρέπει να εξαγοράσουμε κάθε τετραγωνικό χρήσης του. Πωλείται καλοκαίρι all inclusive. Πωλείται ο ήλιος και ο ίσκιος. Πωλείται η ζέστη και η δροσιά. Το κύμα και η νηνεμία. Ο άνεμος και η απανεμιά. Η ησυχία και η φασαρία. Η εγγύτητα και η απόσταση. Ο ερημητισμός και ο κοσμοπολιτισμός. Ο μινιμαλισμός και η χλιδή. Η λιτότητα και η αφθονία. Ό,τι πληρώνεις παίρνεις. Έτσι, ο νεκρός, ελεύθερος χρόνος συμπτύσσεται σε διάρκεια και προσαρμόζεται σε περιεχόμενο στα όρια του διαθέσιμου χρήματος ή της δόσης του διακοποδανείου σου. Και τελικά αυτοαναιρείται ως προς το σκέλος της ελευθερίας.
Περιττό να πούμε ότι ο Λαφάργκ θα είχε έναν πρόσθετο λόγο ν’ αυτοκτονήσει αν ανακάλυπτε ότι το δικαίωμα του οποίου μοιράζεται το κοπιράιτ με τον τζίτζικα έχει εξελιχθεί σ’ ένα καθήκον παρελκόμενο της εργασίας. Θα μου πείτε: αν ίσχυε κάτι διαφορετικό, οι διακοπές θα είχαν δια νόμου καταργηθεί. Σωστό κι αυτό.
Στο μεταξύ το φεγγάρι χάθηκε, η θάλασσα βυθίστηκε στο σκοτάδι και η σιωπή βάθυνε περισσότερο στο ήσυχο θέρετρο του Ιουλίου. Τα στρώματα ρουφάνε και τα τελευταία ίχνη κούρασης, πριν στείλουν ξανά τους αδειούχους στο καθήκον της απόλαυσης. Παρ’ όλα αυτά περνάω καλά.
No comments:
Post a Comment