Εφημερίδα των Συντακτών, 20-30/2/2022
Οι ερασιτέχνες μετεωρολόγοι που βαφτίζουν τα χαμηλά βαρομετρικά, τους αντικυκλώνες και κάθε ιδιοτροπία της γήινης ατμόσφαιρας, πρέπει να προσέξουν τους συνειρμούς που προκαλούν. Πέρσι τέτοιον καιρό ήταν η «Μήδεια». Το όνομά της εκπέμπει κάτι απεχθές και αποκρουστικό. Εδώ που τα λέμε, τα παιδιά της σκότωσε η Μήδεια, δεν πάρκαρε παράνομα ώστε να καθαρίσει με μια κλήση. Αλλά πάλι, όσοι καταλαβαίνουν λίγο καλύτερα τον Ευριπίδη ίσως έχουν αντιληφθεί ότι κατά βάθος η παιδοκτονία δεν ήταν πράξη εκδίκησης, αλλά ελπίδας. Ελπίδας να ξανατραβήξει η Μήδεια την προσοχή του Ιάσονα. Να ’ταν αυτό το υπονοούμενο των Weathermen πίσω από την ονοματοδοσία του τελευταίου χιονιά; Μια πονηρή αντίστιξη για την Ελπίδα της Μήδειας, για την ευχή το περσινό μπάχαλο να είναι παρακαταθήκη για την αποφυγή επανάληψής του, και μάλιστα στο τετράγωνο; Δεν τους το ’χω, παρ’ όλα αυτά αυτή η σκηνοθετημένη σύμπτωση αποδεικνύεται βολική για να μιλήσουμε για την ολέθρια διασταύρωση κράτους και ιδιωτικού υπερκράτους (ή βαθέος κράτους ή παρακράτους, διαλέχτε) στο ολισθηρό οδόστρωμα των δημοσίων αγαθών και του δημοσίου συμφέροντος.
Η διανομή ρόλων, βάσει της κραταιάς ιδεο-μυθολογίας των τελευταίων τριάντα ετών, είναι σαφής. Το κράτος –το γραφειοκρατικό, κομματοκρατούμενο, διεφθαρμένο, δυσκίνητο, σπάταλο κράτος– είναι η μοχθηρή Μήδεια που συστηματικά σκοτώνει τα παιδιά της. Η μόνη τους Ελπίδα είναι η λαμπερή, ευέλικτη, τσαχπίνικη ιδιωτική πρωτοβουλία, οι εθνικοί εργολάβοι και προμηθευτές –ενίοτε αποκαλούμενοι και νταβατζήδες, ακόμη και από υπεράνω αριστερής καχυποψίας δεξιούς πρωθυπουργούς–, στους οποίους ανατίθεται με το αζημίωτο η επιμελητεία της οικογένειας, δηλαδή η άσκηση κρατικής πολιτικής. Το μότο του νεοφιλελεύθερου εσμού προς το εργολαβικό καρτέλ ήταν σαφές: «Είσαι η Ελπίδα μας, πήδα μας, πήδα μας!» Οπερ και εγένετο.
Το δίλημμα περί του «τις πταίει» για το μπάχαλο της «Ελπίδας», το Δημόσιο ή οι ιδιώτες που τους έχει ανατεθεί να κάνουν τη δουλειά του Δημοσίου, είναι ψευδές, παραπλανητικό και βλακώδες. Και κατά βάση ανυπόστατο. Η σύμφυση κράτους και επιχειρηματικών ομίλων έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι διαχωριστικές γραμμές τους να γίνονται διακριτές μόνο όταν τίθεται το θέμα της αστικής και της ποινικής ευθύνης απέναντι στους πολίτες/πελάτες. Δηλαδή, το ζήτημα των αποζημιώσεων και της φυλακής. Κι αυτό μόνον όταν δεν έχουν προβλεφθεί στις συμβάσεις και στη νομοθεσία οι κατάλληλες ρήτρες «ανωτέρας βίας» ή ασυλίας έναντι διώξεων.
Ακόμη και από το σόου της αμοιβαίας επίρριψης ευθυνών μεταξύ Αρκτικής Οδού και υπουργείου Πολιτικής Ανασφάλειας οι πολίτες/πελάτες είχαν την ευκαιρία να αποκτήσουν μια πολύ διδακτική εικόνα για την ώσμωση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, για την ιδιωτικοποίηση του κράτους. Μάθαμε, λοιπόν, για συσκέψεις στις οποίες συνομιλούν ως ισότιμοι συνδιαχειριστές της εξουσίας οι κρατικοί παράγοντες, αιρετοί ή φυτευτοί, και οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών οδών δημοσίας χρήσεως που αποκαλούνται κατ’ ευφημισμόν πια εθνικές οδοί και δημόσιοι αυτοκινητόδρομοι. Μάθαμε ότι ο λόγος ενός υπουργού, κατά συνθήκη ανθρώπου που έχει εξουσιοδοτηθεί να ασκεί κρατική κυριαρχία, έχει την ίδια βαρύτητα –ή ελαφρότητα– με τον λόγο ενός εντεταλμένου συμβούλου ενός επιχειρηματικού ομίλου. Μάθαμε ότι οι αποφάσεις από τις οποίες εξαρτάται η δημόσια ασφάλεια, ατομική και συλλογική, λαμβάνονται από ανθρώπους και καρτέλ εξουσίας που πρέπει να συμβιβάζουν κάθε φορά τα αντιφατικά και συγκρουόμενα συμφέροντά τους. Οι μεν το πολιτικό κόστος μιας διοικητικής απόφασης, οι δε την επίπτωσή της στα έσοδα και στα κέρδη τους. Σε τελική, έστω και ακραία, ανάλυση, η ζωή κι ο θάνατος του καθενός μας ζυγίζεται στην παλάντζα αυτών των συμφερόντων.
Στην περίπτωση των εθνικών οδών αποκαλύπτονται οι μεγάλες παρενέργειες της ιδιωτικοποίησης του κράτους και των πιο ζωτικών λειτουργιών του, ιδιαίτερα αυτών που γίνονται αισθητές στην καθημερινότητα των πολιτών/πελατών. Καθώς το πρόσχημα του κατασκευαστικού κόστους έχει προ πολλού καταρριφθεί –μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα έχουν αποδειχθεί οι ΣΔΙΤ και οι συμβάσεις παραχώρησης– και το πρόσχημα της ιδιωτικής αποτελεσματικότητας θάφτηκε στα χιόνια, το εθνικό οδικό δίκτυο γίνεται πεδίο άρσης της κρατικής κυριαρχίας. Οι εθνικές οδοί είναι ιδιωτικές οδοί, τμήματα της επικράτειας της χώρας που έχουν εκχωρηθεί σε ιδιωτικούς ομίλους. Το αντίτιμο του διοδίου που πληρώνει κάθε πολίτης/πελάτης για τη διέλευσή του, δεν είναι απλώς τίμημα για παροχή υπηρεσιών. Είναι η βίζα για την είσοδο σε ένα κράτος Ι.Χ., το διαβατήριο για τη διέλευση από το ένα φέουδο στο άλλο. Είναι αμοιβή για άσκηση παράλληλης, ιδιωτικής κυριαρχίας στο οδόστρωμα και σε όσους το πατούν. Εστω και με ημερομηνία λήξης ή με αλλαγές φρουράς και αναδόχου.
Αλλά αυτή η παράλληλη κυριαρχία έχει τις πλάτες της κεντρικής και επίσημης. Δεν ήταν νομοτελειακή και αναπόδραστη. Είναι προϊόν πολιτικών αποφάσεων, εξαγορών, διαφθοράς, ιδεοληψίας και μιας βαθύτατης πολιτικο-οικονομικής διαπλοκής. Η οποία γέννησε ένα σύστημα εξουσίας, με ενιαία επετηρίδα στελεχών όπου συνυπάρχουν πολιτικά τζάκια και οικονομικές φαμίλιες και εναλλάσσονται με ευχέρεια στους ρόλους των πολιτικών και των μάνατζερ. Το project είναι κοινό και μακρόπνοο, ενίοτε οι συντελεστές του πλακώνονται και μεταξύ τους, άλλοτε για την προμήθεια, άλλοτε για το πολιτικό κόστος και άλλοτε –καλή ώρα– για τις αστικές και ποινικές ευθύνες. Μην παραμυθιάζεστε, δεν υπάρχει πλευρά που έχει δίκιο και λέει αλήθεια. Κι είναι εντελώς ανόητο να διαλέγουμε εμείς, τα θύματα της τερατώδους ώσμωσης, πλευρά.
Αν μπορεί να βγει κάτι καλό από την ολέθρια συνάντηση Μήδειας και Ελπίδας, είναι να ξεμπερδεύουμε με την απάτη του κράτους Ι.Χ.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Και πάλι εσκεπάστηκε ο κόσμος από χιόνι,
και τρεις ημέρες έχουμε τον ήλιο να ιδούμε,
και δίχως άλλο ο Ρωμηός μονάχος του μαλώνει…
Με θολωμένο ουρανό δεν θέλουμε να ζούμε.
Εμείς εσυνηθίσαμε εδώ εις την Ελλάδα
να κλείνουμε τα μάτια μας απ’ την πολλή λιακάδα
Ας έχουν μαύρες συννεφιές στη Λόντρα, στο Παρίσι,
ας έχουν πάγους, κρύσταλλα, βοριά, χαλάζι, χιόνι,
μέσα στη λάσπη ο Ρωμηός δεν ειμπορεί να ζήσει,
δεν θέλει το παπούτσι του ποτέ του να λασπώνει.
Ολίγος ήλιος κι ουρανός παντού ξαστερωμένος,
ιδού το μόνο όνειρο για το πτωχό μας γένος.
Γεωργίου Σουρή, «Χιόνια και ήλιος»