Sunday, June 28, 2009

Ο Τύπος των ήλων, των φίλων και των σκύλων (27/6/2009)

Φανταστείτε ότι μια μέρα, μετά το υπουργικό συμβούλιο ή την κυβερνητική επιτροπή, στη νεραντζιά του Μαξίμου δεν περιμένει κανείς εκτός από τους ενστόλους. Ούτε δημοσιογράφος, ούτε καμεραμάν, ούτε ηχολήπτης. Ότι στην καθημερινή ενημέρωση ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μιλάει σε κενή αίθουσα. Ότι στο περιστύλιο της Βουλής κανείς δεν κυνηγά «μούρες» για τα δελτία των 8. Ότι στις προγραμματισμένες συνεντεύξεις των υπουργών δεν πατάει ψυχή. Ότι ακόμη κι οι «ρουφιάνοι» και τα «παπαγαλάκια» των υπουργικών γραφείων δεν βρίσκουν κανέναν για να διοχετεύσουν τις ελεγχόμενες «διαρροές» τους. Δεν περιγράφω μια κατάσταση απεργίας. Αλλά ένα εμπάργκο στις επίσημες και ημιεπίσημες πηγές ενημέρωσης. Με τι θα γέμιζαν, άραγε, τα πρωτοσέλιδα, τα τηλεοπτικά δελτία, οι ραδιοφωνικές συχνότητες; Το πιθανότερο είναι ότι θα μεσολαβούσαν μερικά εικοσιτετράωρα αμηχανίας, αλλά σιγά σιγά η μαύρη τρύπα της πληροφόρησης θα γέμιζε από χίλιες δυο αποχρώσεις της αγνοημένης πραγματικότητας, η οποία δεν εξαντλείται στις μαυρόασπρες εικόνες της εξουσίας. Θα μαθαίναμε πράγματα που τώρα εκτοπίζονται από το ενημερωτικό μονοπώλιο: Άνθρωπος δάγκωσε σκύλο. Αλλά και ο σκύλος ανταπέδωσε. Στο ενημερωτικό μας σύμπαν έχουν σχεδόν αποκλειστεί αυτές οι δύο παραδοσιακές σχολές ειδησεογραφίας, που παραπέμπουν στην κανονικότητα της ζωής και στις ηχηρές αποκλίσεις της. Η ενημέρωση έχει εξελιχθεί σε μια σχεδόν αποκλειστική σχέση με την εξουσία. Καθώς η πολιτική συρρικνώνεται όλο και περισσότερο σε επικοινωνία του τίποτα, η δημοσιογραφία γίνεται μελαγχολική αντανάκλασή της. Αυτή, όμως, η αναπηρία της καταρρίπτει και τη βασική μυθολογία της εποχής για την ισχύ της λεγόμενης τέταρτης εξουσίας, που έχει αναχθεί σε πρώτη. Πρόκειται για θεμελιώδη αυταπάτη, που ενδεχομένως τρέφει τον ναρκισσισμό πολλών δημοσιογράφων, αλλά δεν έχει υπόσταση. Η εξουσία των ΜΜΕ είναι μια ετερόφωτη, υπερεκτιμημένη δύναμη. Η μιντιοκρατία έχει ισχύ μόνο στον βαθμό που αναπαράγει τις βασικές αξίες και κοινοτοπίες της ολιγαρχίας της πολιτικής και του χρήματος. Ένα εμπάργκο στα μονοπώλια της πληροφορίας θα μπορούσε να το αποδείξει και πρακτικά.

Φυσικά, δεν ελπίζω σε θαύματα. Χάρη σ’ αυτήν την αυταπάτη, εκτράφηκε και στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας η ενημερωτική φούσκα, της οποίας ζούμε την ηχηρή εξαέρωση. Μέσα σε μια εικοσαετία περάσαμε από το κρατικό μονοπώλιο της ενημέρωσης στην πλημμυρίδα της πληροφορίας. Γίναμε, με καθυστέρηση μισού αιώνα, ο νεοφώτιστος λαός της υπερπληροφόρησης. Κάθε μπακάλης, καραβοκύρης, εργολάβος οικοδομών και βιοτέχνης-προμηθευτής αναλωσίμων για δημόσιες υπηρεσίες αποφάσισε να γίνει μιντιάρχης. Όχι ντε και καλά για να βγάλει λεφτά από το ενημερωτικό προϊόν – παρ’ ότι ήρθαν κι αυτά, και δη σε αφθονία. Αλλά κυρίως για να αναβαθμίσει τις σχέσεις του με την πολιτική εξουσία, χάρη στην αίσθηση πως, ό,τι παίξει στο γυαλί, ό,τι ακουστεί στο ραδιόφωνο, ό,τι τυπωθεί -αλήθεια, ψέμα, δεν έχει σημασία- μπορεί να το χρησιμοποιήσει σαν διαπραγματευτικό χαρτί. Ο Τύπος των ήλων εξελίχθηκε σε Τύπο των φίλων (όταν τους γλείφουμε) ή των σκύλων (όταν τους δαγκώνουμε).

Φυσικά, παίζει ρόλο και η ψυχολογία. «Δια να απολαύσωμεν της εκτιμήσεως του πλήθους…». Το «μέσον» είναι για τον ιδιοκτήτη του πραγματικά το μήνυμα που τον εκτοξεύει από τον μικρόκοσμο της επιχειρηματικής ελίτ στη σκηνή της δημόσιας αναγνώρισης και επιρροής. Τελικά, στην εγχώρια φούσκα της επικοινωνίας προβλήθηκαν τρία παράλληλα και απολύτως συμπληρωματικά φαινόμενα: Το εύκολο χρήμα που εγγυήθηκε η εκρηκτικά αναδυθείσα διαφημιστική αγορά, το επίσης εύκολο χρήμα που εγγυήθηκε το κράτος και η πολιτική εξουσία είτε ως διαφημιστικό χρήμα ή ως εργοληπτική αντιπαροχή για τις επικοινωνιακές «υπηρεσίες» και η ματαιοδοξία του μέσου μιντιάρχη. Ίσχυσε και εδώ η καίρια ψυχολογική παρατήρηση του Άνταμ Σμιθ πως «για τους πλούσιους η κυριότερη λειτουργία του πλούτου τους έγκειται στην επίδειξή του». Και ένα «πριβέ» μέσο εξασφαλίζει τη λειτουργία αυτή.

Και πάλι, όμως, η ισχύς των μιντιοκρατών στην οποία έχουν αποδοθεί χαρακτηριστικά μεταφυσικά, δαιμονικά, είναι σχετική. Δεν είναι η φούσκα των ΜΜΕ που κατέλυσε την αυτονομία της πολιτικής και των πολιτικών, που τους κατέστησε ομήρους ενός ιδιόμορφου συνονθυλεύματος συμφερόντων και ευάλωτους στις δημόσιες και παρασκηνιακές πιέσεις του. Η αυτονομία αυτή έχει προ πολλού καταλυθεί, πολύ πριν η τηλεόραση μπει σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού και καταλάβει κάθε περίσσευμα ελεύθερου χρόνου. Αυτό που σήμερα εικάζουμε ότι συντελείται μέσω του πολυσύνθετου μηχανισμού της επικοινωνίας -με την οθόνη των ομιλουσών κεφαλών, τη διαφήμιση, τις δημοσκοπήσεις, τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης- πώς γινόταν πριν από τριάντα-σαράντα χρόνια; Με ραντεβού σε κλειστά γραφεία, με κινητοποιήσεις παρακρατικών μηχανισμών και μυστικών υπηρεσιών, με απευθείας χρηματικές συναλλαγές, με στεγνά πραξικοπήματα ή ωμές ξένες επεμβάσεις. Άρα, οι σχέσεις διαπλοκής της πολιτικής εξουσίας με την επιχειρηματική ελίτ, με την παρακρατική νομενκλατούρα ή τον ξένο παράγοντα προϋπάρχουν. Τα μέσα απλώς παρεμβάλλονται για να τις διαμεσολαβήσουν γλυκά, εύπεπτα, με μια πατίνα διαφάνειας και δημοκρατίας.

Αυτά για να εξισορροπήσουμε τους θεμελιώδεις μύθους της μιντιοκρατίας. Η οποία φαίνεται ότι περνά από τις εκρηκτικές εφηβικές ονειρώξεις στη δημιουργική καταστροφή της ωρίμανσης. Ξέσπασε, λοιπόν, η κρίση των ΜΜΕ. Καιρός ήταν, θα πουν αρκετοί. Αλλά, για ποια κρίση μιλάμε; Υπάρχει η προφανής κρίση της τεχνολογικής μετάβασης. Δεν είναι η πρώτη και, προφανώς, δεν θα είναι η τελευταία. Το ότι το έντυπο μέσο χάνει ιστορικά την αίγλη του θα ήταν βλακεία να μην το δει κανείς. Το νέο ψηφιακό σύμπαν «τρώει» κυκλοφορίες, ροκανίζει έσοδα. Αλλά, αυτό είναι απλώς οι ωδίνες ενός τοκετού που μετατρέπει το χαρτί σε οθόνη υπολογιστή ή εύχρηστο φορητό e-book. Υπάρχει η κρίση της συγκυρίας. Η ύφεση, που ρίχνει την κατανάλωση, μειώνει τις παραγγελίες και βάζει λουκέτα, θα ήταν παράδοξο να μην αποτυπωθεί ανάλογα στα ΜΜΕ. Και υπάρχει η θεσμική κρίση του κλάδου, το σχεδόν υπαρξιακό, διαρθρωτικό πρόβλημα των εγχώριων μιντιαρχών. Θα πρέπει ν’ αποφασίσουν με τι θ’ ασχοληθούν. Με τα καράβια ή με τα μελάνια; Με τις μπουλντόζες ή με τις κάμερες; Με τα κομπιούτερ ή με τα μικρόφωνα; Αν θυμηθούμε όλες τις μικρές και μεγάλες κρίσεις που έχει περάσει το ελληνικό μιντιακό σύμπαν, θα καταλάβουμε την υπαρξιακή διάσταση του προβλήματος (Ποιους αγοράζει σήμερα ο Κοσκωτάς; Πώς ήταν οι τελευταίες εξετάσεις του κυρ-Χρήστου; Ξύπνησε καλά σήμερα ο κυρ-Αριστείδης; Είχε τσαντίλες χθες ο κυρ-Γιώργος; Γιατί; Μήπως χτύπησε αρχαία κανένας εκσκαφέας; Βρε, μπας και τέλειωσε το χαρτζιλίκι της αυτοκράτειρας Γιάννας;).

Η επιχειρηματικότητα των μίντια έχει τις αναπηρίες που περιγράψαμε. Τώρα τις λουζόμαστε και ως παραγωγοί του ενημερωτικού αγαθού και ως καταναλωτές του. Υπάρχει, βεβαίως, και το έσχατο επιχείρημα της επιχειρηματικής ελευθερίας. Είναι ζημιογόνος ο «Ελεύθερος Τύπος» και ο City, τι να κάνουμε; Δεν δικαιούται ο επιχειρηματίας να απαλλάσσεται από τα βαρίδια του; Η επιχειρηματική ελευθερία θα ήταν ένα βάσιμο επιχείρημα υπό δύο όρους: Πρώτον, αν ο επενδυτής προσερχόταν στο πεδίο των ΜΜΕ όχι από χόμπι, ούτε για να αντλήσει πολιτικές υπεραξίες για τις άλλες του δραστηριότητες. Και, δεύτερον, αν αυτή καθαυτή η ενασχόλησή του με τα μίντια δεν είχε επαφή με κρατικούς και κοινωνικούς πόρους. Η οικονομική δέσμευση έναντι της κοινωνίας είναι, λοιπόν, διπλή. Πρώτα γιατί τουλάχιστον το ένα τρίτο των διαφημιστικών εσόδων κάθε μέσου είναι καθαρό χρήμα των φορολογουμένων. Και έπειτα γιατί ο καταναλωτής της ενημέρωσης είναι ο άμεσος ή έμμεσος τελικός χρηματοδότης του, είτε όταν αγοράζει μια εφημερίδα είτε όταν διαλέγει ένα διαφημιζόμενο προϊόν από το ράφι του σούπερ μάρκετ. Επομένως, η ελευθερία να κλείνεις και ν’ ανοίγεις ένα μέσο κάμπτεται από τη νέα ανάγκη που αναδύει η κρίση. Την ανάγκη επιβολής ενός στοιχειώδους κοινωνικού ελέγχου σε όλες τις διαστάσεις της επιχειρηματικότητας των ΜΜΕ: στην κεφαλαιακή επάρκεια, στη διαχειριστική ικανότητα, στις πολυτελείς επιλογές, στη συντήρηση μιας ακριβής και εξαρτημένης επαγγελματικής αριστοκρατίας εις βάρος ενός άνεργου ή κακοπληρωμένου δημοσιογραφικού προλεταριάτου, στην ποιότητα και τη δεοντολογία του ενημερωτικού προϊόντος. Φτάσαμε στο όριο, πιάσαμε πάτο. Χωρίς αυτόν τον έλεγχο, αυτός ο δημόσιος χώρος της επικοινωνίας θα συνεχίσει να εξαρτάται από την κυκλοθυμία της αυτοκράτειρας, τα νεύρα του εθνικού εργολάβου, τα ντιλ του εθνικού διασκεδαστή, τις φιλοδοξίες του επόμενου τηλεστάρ που θα αποφασίσει (με τι χρήματα άραγε;) να προστεθεί στο πάνθεον της μιντιοκρατίας.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (27/6/2009)

…Οι μεγάλοι όμιλοι, αφοσιωμένοι πάνω απ’ όλα στη διαρκή γιγάντωσή τους, η οποία τους υποχρεώνει να προσεταιρίζονται τις άλλες εξουσίες, δεν θέτουν πλέον ως πολιτικό στόχο να αποτελέσουν την «τέταρτη εξουσία», ούτε να καταγγείλουν τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων ούτε να διορθώσουν τις δυσλειτουργίες της δημοκρατίας για να βελτιωθεί και να τελειοποιηθεί το πολιτικό σύστημα. Δεν επιθυμούν πλέον ούτε καν να αναδειχθούν σε «τέταρτη εξουσία» και ακόμη περισσότερο να λειτουργήσουν ως αντιεξουσία. Όταν τους δίνεται ευκαιρία να λειτουργήσουν ως «τέταρτη εξουσία», τη θέτουν στην υπηρεσία των τριών άλλων, για να συντρίψουν -ως συμπληρωματική εξουσία- τους πολίτες. Επομένως το πολιτικό ερώτημα που τίθεται πλέον είναι: Πώς να αντιδράσουμε; Πώς να προστατευτούμε;
Πρέπει να δημιουργήσουμε μια «πέμπτη εξουσία» που να μας επιτρέπει να αντιτάξουμε μια πολιτική δύναμη στη νέα συμμαχία των κυρίαρχων. Μια «πέμπτη εξουσία» που θα έχει ως λειτουργία να καταγγέλλει την υπερεξουσία των μέσων ενημέρωσης, των μεγάλων ενημερωτικών ομίλων, συνενόχων της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, οι οποίοι όχι μόνο έχουν πάψει να υπερασπίζονται τους πολίτες, αλλά ορισμένες φορές ενεργούν ενάντια στο σύνολο του λαού.

Ιγνάσιο Ραμονέ, «Η πέμπτη εξουσία»

Monday, June 22, 2009

Χαμένος στη μετάλλαξη (20/6/2009)

Ένα ζεστό πρωινό καλοκαιριού της εποχής Καρατζαφέρη, ο Λευκάδιος Μαύρου, ένας κανονικός καθωσπρέπει νεοέλληνας, δολιχοκέφαλος, λευκός, με τη βεβαιότητα ότι είναι απευθείας απόγονος των Δωριέων, αν όχι και των Πελασγών (για τους οποίους αγνοεί, ωστόσο, ότι ήταν βραχυκέφαλοι), μικροαστός, οικογενειάρχης, μικροϊδιοκτήτης, με στρωμένη δουλειά, που προς το παρόν δεν την είχε απειλήσει δραματικά η ύφεση, αφού φρόντισε να απολύσει εγκαίρως τους μισούς υπαλλήλους του, ξύπνησε ευδιάθετος. Ανακλαδίστηκε στο κρεβάτι του. Μια όξινη, μάλλον δυσάρεστη μυρωδιά εισέβαλε στα ρουθούνια του. Κατάλαβε πως ήταν το σώμα του που την ανέδυε και παραξενεύτηκε, μια κι ήταν άνθρωπός παστρικός κι αποβραδίς είχε κάνει ντους. Το δεύτερο πράγμα που του έκανε εντύπωση ήταν η γυναίκα του, κουλουριασμένη στην άλλη άκρη του κρεβατιού και κουκουλωμένη στα σεντόνια της, σε μια προφανή προσπάθεια ν’ αποφύγει την ασυνήθιστη μυρωδιά του. Αυτά δεν ήταν, φυσικά, πράγματα αρκετά για να ταράξουν το ευχάριστο ξύπνημα του Λευκάδιου Μαύρου, που σηκώθηκε και πήγε κατευθείαν στο μπάνιο. Μπήκε αμέσως κάτω από τη ντουσιέρα και με μισόκλειστα μάτια άφησε το δροσερό νερό να πάρει από πάνω του τη μυρωδιά και τις παράξενες ιδέες. Σκουπίστηκε και πήρε θέση μπροστά στον καθρέφτη του νιπτήρα για ξύρισμα και τα συναφή. Ήταν η πρώτη στιγμή της μέρας που θ’ αντίκριζε τον εαυτό του. Αλλά δεν τον αντίκρισε. Αυτό που αντίκρισε τον έκανε να βγάλει μια κραυγή τρόμου και να χάσει το χρώμα του. Κυριολεκτικά. Ο λευκός, σχεδόν Άρειος, Λευκάδιος Μαύρου, είχε αποκτήσει ένα μελαψό, φαιοπράσινο δέρμα. Στη θέση των αραιών, καστανών μαλλιών του στέκονταν πυκνές, κατάμαυρες, ολόισιες και στιλπνές σαν λαδωμένες τούφες. Στις κόγχες των ματιών του δυο κάρβουνα τόνιζαν το έκπληκτο, τρομαγμένο βλέμμα του. Τα πτερύγια της μύτης του είχαν ανοίξει και πλατύνει, τα χείλη του είχαν γίνει χοντρά και σαρκώδη. Το μεταλλαγμένο σώμα του ήταν θεαματικά αδυνατισμένο, η κοιλίτσα έχει εξαφανιστεί και τα οστά του μετριούνταν ολοκάθαρα στα πλευρά του. Το σοκ ολοκληρώθηκε όταν, στρέφοντας το βλέμμα του προς τα γεννητικά του όργανα, ανακάλυψε ότι είχε αποκτήσει και περιτομή.

Δεν χρειάζεται να περιγράψουμε αναλυτικά τι ακολούθησε στο σπίτι. Ούτε η γυναίκα του ούτε τα παιδιά του έδωσαν σημασία στις αγωνιώδεις κραυγές του (που άλλωστε έβγαιναν από το στόμα του σε κάτι περίεργα, σπαστά ελληνικά) ότι ήταν ο ίδιος λευκός, νεοέλλην, στοργικός σύζυγος και πατέρας που πλήρωνε τους λογαριασμούς τους, που γέμιζε το ψυγείο και τις ντουλάπες τους, που κατέβαλλε τις δόσεις των δανείων και δεν βρέθηκε ποτέ στη λίστα του «Τειρεσία», που ήταν έτοιμος να βάλει λεφτά στην αύξηση κεφαλαίου της Εθνικής, παρά τον όρκο του από το 2000 ότι θα ξεχάσει τον κωδικό του, που δεν φοροδιαφεύγει παρά μόνο αν παραστεί ευκαιρία, που έδιωξε την Αλβανή οικιακή βοηθό τους ύστερα από πέντε χρόνια γιατί η Ελλάδα έπηξε στους μετανάστες, που ψήφιζε πάντα καθεστωτικά και με γνώμονα το εθνικό συμφέρον… Μάταια όλα. Η έντρομη σύζυγος κάλεσε την Αστυνομία, που συνέλαβε χωρίς δεύτερη κουβέντα τον μελαψό εισβολέα ως παράνομο μετανάστη. Επίσης, δήλωσε την παράξενη εξαφάνιση του συζύγου της, για την οποία η Αστυνομία εξέταζε και το ενδεχόμενο της εγκληματικής ενέργειας από τον εισβολέα.

Τα επόμενα στάδια της περιπέτειας του φυλετικά μεταλλαγμένου εν μια νυκτί Λευκάδιου Μαύρου περιλαμβάνουν, επιγραμματικά, τα εξής:

Κρατήθηκε στο αστυνομικό τμήμα πέντε- έξι εικοσιτετράωρα, σε ένα κρατητήριο με έξι ακόμη Ασιάτες και Αφρικανούς. Ουδείς αστυνομικός έδωσε σημασία στις εκκλήσεις του ν’ ακούσουν την παράξενη ιστορία του. Στο βιβλίο συμβάντων τον ανέγραψαν ως πακιστανικής καταγωγής και στο όνομα σημείωσαν «άγνωστο». Τον μετήγαγαν στο Αλλοδαπών με σκοπό την απέλαση, υπήρχε ωστόσο το κώλυμα ότι δεν διέθεταν μια έστω ψευδή δήλωση ότι είναι από το Πακιστάν, το Αφγανιστάν ή το Μπαγκλαντές, αφού δεν είχε χαρτιά. Παίρνοντας ως δεδομένη την αυθαίρετη καταγραφή στο βιβλίο συμβάντων περί πακιστανικής εθνικότητας, απευθύνθηκαν στην πρεσβεία, που δεν είχε κανένα πρόβλημα να παραλάβει τον Λευκάδιο Μαύρου με το επόμενο «φορτίο» επαναπροωθούμενων Πακιστανών. Χρειαζόταν ένα όνομα, βέβαια, και οι ελληνικές Αρχές φρόντισαν να τον «βαφτίσουν» με κάτι απλό και εύληπτο: Μοχάμαντ Μοχάμαντ.

Επόμενος σταθμός, Ισλαμαμπάντ. «Τι δουλειά έχω εγώ εδώ;», αναρωτήθηκε ο Λευκάδιος Μαύρου, που ούτε λευκός ούτε μαύρος ήταν, αλλά κάτι ανάμεσα. Την απορία του την έλυσαν οι τοπικές Αρχές, περνώντας τον από ένα δικαστήριο, το οποίο με συνοπτικές διαδικασίες αποφάσισε κάτι που δεν κατάλαβε. Κατάλαβε ωστόσο ότι τον πέταξαν για αρκετούς μήνες σε ένα κελί, με δεκάδες άλλους. Παρ’ ότι ο φαιοπράσινος πλέον Λευκάδιος ήταν απολύτως παραδομένος στη μοίρα του, η φυλακή στην πακιστανική πρωτεύουσα αποδείχθηκε μια εξαιρετικά μορφωτική διαδικασία. Έμαθε λέξεις και φράσεις στη γλώσσα της νέας του πατρίδας, έμαθε να προσεύχεται σε τακτά διαστήματα της μέρας με το βλέμμα προς τη Μέκκα, πήρε επίσης μαθήματα επιβίωσης εξαιρετικά χρήσιμα, όπως αποδείχθηκε μετά την πολύμηνη θητεία του στην πακιστανική φυλακή.

Έξω από τη φυλακή, ο Μοχάμαντ Μοχάμαντ -όνομα που ακόμη και οι πιστοί μουσουλμάνοι άκουγαν με καχυποψία- περιπλανήθηκε για αρκετό καιρό στην Ισλαμαμπάντ και τις αλλόκοτες μεγαλουπόλεις του Πακιστάν, ζώντας αρχικά με την επαιτεία, δημοφιλή υποχρέωση των πιστών μουσουλμάνων. Μετά την περίοδο της επαιτείας, αναζήτησε δουλειά – τα χοντρά του δάχτυλα δεν ήταν κατάλληλα για τα ταπητουργεία της χώρας, τα λίγα πακιστανικά του δεν βοηθούσαν επίσης, του φάνηκαν χρήσιμες ωστόσο οι λίγες γνώσεις μαύρης οικονομίας που είχε συγκρατήσει από την Ελλάδα. Έτσι, για μερικές εκατοντάδες ρουπίες τη μέρα (δηλαδή το πολύ 6-7 ευρώ) πρόσφερε τις υπηρεσίες του σε μία από τις χιλιάδες βιοτεχνίες παραγωγής προϊόντων-μαϊμού. Παρά τη δύσκολη γλωσσική επικοινωνία, το αφεντικό του εκτίμησε τις δεξιότητές του στις πατέντες απομίμησης, στη λογιστική εξαπάτηση των φορολογικών Αρχών, στην επιλογή των νεότερων, ταχύτερων και λιγότερο διαμαρτυρόμενων εργατών και στη διοχέτευση των προϊόντων στα κατάλληλα σημεία πώλησης και στην παράνομη εξαγωγή.

Η μοιρολατρία με την οποία δέχθηκε το παράξενο καψόνι της φύσης ο Λευκάδιος-Μοχάμαντ έδινε σιγά σιγά τη θέση του στο αφυπνιζόμενο δαιμόνιο της φυλής, που προφανώς δεν είχε επηρεαστεί από την «καταιγίδα μετάλλαξης», η οποία έπληξε το σώμα του. Με τους μήνες και τα χρόνια, αφού κατέπνιγε συστηματικά κάθε σκίρτημα νοσταλγίας για την πατρίδα, την οικογένεια, την ιδιοκτησία του, κατάφερε να εξελιχθεί σ’ έναν καλοστεκούμενο μικροαστό του Πακιστάν. Ένα ακόμη παιχνίδι της μοίρας, ωστόσο, έμελλε να ορθώσει πάλι μπροστά του τον νόστο. Περιπλανώμενος μια μέρα στην αγορά της Λαχώρης, στα μεγάλα παζάρια με τις απέραντες εκθέσεις χειροποίητων χαλιών, κάρφωσε το βλέμμα του σε γνώριμη ευτραφή κυρία, με μαντίλα στο κεφάλι, χαμένη ανάμεσα στα εκατομμύρια κόμπους που πλέχτηκαν από λεπτά παιδικά δάκτυλα για να ντύσουν με χρώματα τα δάπεδα των Ευρωπαίων. Το πρόσωπό του έλαμψε αναγνωρίζοντας την πασίγνωστη τηλεοπτική περσόνα της μπορντοροδοκόκκινης νεοελληνικής πραγματικότητας. Ο Λευκάδιος-Μοχάμαντ δεν έχασε στιγμή, την πλησίασε και με τα -ακόμη σπαστά- ελληνικά του της διηγήθηκε απνευστί την ιστορία του, με ελάχιστες ελπίδες να γίνει πιστευτή. Και -ω του θαύματος!- η Ελληνίδα βασίλισσα του χαλιού αποδείχθηκε δεκτική, αφενός γιατί πίστευε στο κάρμα, αφετέρου γιατί ο αστρολόγος της την είχε προειδοποιήσει για μοιραία συνάντηση με πρόσωπο με το οποίο έχει τον ίδιο ωροσκόπο (το τσέκαρε αυτό και επιβεβαιώθηκε). Φυσικά και προσφέρθηκε να τον βοηθήσει να βγάλει βίζα.

Ο Λευκάδιος-Μοχάμαντ είχε φανταστεί την επιστροφή του στην πατρίδα σαν μια Οδύσσεια, ή ακόμη καλύτερα σαν μια αντίστροφη πορεία του Μεγαλέξανδρου, μια κοπιώδη πορεία από τα βάθη της Ασίας. Ωστόσο, η επιστροφή ήταν το ίδιο σύντομη με τον διωγμό του. Μια πτήση με αεροσκάφος, αλλά αυτή τη φορά σε business class. Κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο πήρε μια βαθιά ανάσα πατρίδας, αν και η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και γεμάτη καπνούς. Πάλι καίγονταν Υμηττός και Πάρνηθα; Πήγε κατευθείαν σε κατάστημα του αεροδρομίου να αγοράσει καρτοκινητό – του ζήτησαν στοιχεία. Του έκανε εντύπωση πάντως πόσο πρόθυμα τον εξυπηρέτησαν, παρά το μουσουλμανικό του όνομα. Το τηλέφωνο στο σπίτι ήταν μια απογοήτευση – «ο Λευκάδιος έχει πεθάνει εδώ και χρόνια, ποιος μαλάκας είσαι που κάνεις τέτοιες πλάκες;», του απάντησε η γυναίκα του. Το κεφάλαιο «Πηνελόπη και οικογένεια» είχε κλείσει οριστικά για τον Οδυσσέα μας. Τώρα, είχε να αντιμετωπίσει την καχυποψία των συμπατριωτών του στην οριστική, όπως φαινόταν, ασιατική του ταυτότητα. Προς έκπληξή του στο αεροδρόμιο είδε μεγάλες φωτεινές πινακίδες σχεδόν σε κάθε ασιατική γλώσσα που απηύθυναν ερωτήματα του τύπου: «Μήπως είστε Ινδός; Μήπως είστε Πακιστανός; Τότε, μια θέση εργασίας σάς περιμένει εδώ». Πλησίασε το πρώτο σταντ κάτω από μια ανάλογη πινακίδα όπου υπάλληλος του ΟΑΕΔ έδινε εξηγήσεις σε μελαψούς επισκέπτες, που προφανώς δεν είχαν έρθει για τουρισμό στην Ελλάδα. «Μα, ο Καρατζαφέρης, η λαθρομετανάστευση, η ποσόστωση ξένων, οι ενοχλητικοί και ύποπτοι μουσουλμάνοι…;». ρώτησε με τα σπαστά ελληνικά του την υπάλληλο. «Ω, ελάτε τώρα», του απάντησε αυτή σαν να λέει το πιο αυτονόητο πράγμα στον κόσμο. «Αυτά ήταν επί ύφεσης. Τώρα υπάρχει ανάγκη από εργατικά χέρια. Οι ντόπιοι δεν ευκαιρούν. Ασχολούνται με τις επενδύσεις τους στο Χ.Α. Ξέρετε ότι ο δείκτης του έχει φτάσει στις 10.000 μονάδες;».

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (20/6/2009)

…Ο ρατσισμός, οι πράξεις βίας που τον φέρνουν στο φως της δημοσιότητας αποβαίνουν μια ενεργητική συνιστώσα της κοινωνικής κρίσης, και -ως εκ τούτου- επηρεάζουν την εξέλιξή της. Η αλληεξάρτηση γίνεται ολοένα και πιο στενή μεταξύ ζητημάτων όπως η ανεργία, η πολεοδομία, η εκπαίδευση, η λειτουργία των θεσμών… Αυτή η αλληλεξάρτηση μοιάζει να παίρνει τη μορφή αναγκαιότητας. Ανοίγει έτσι ο δρόμος για τους επαγγελματίες της πολιτικής του χειρότερου κακού, της πολιτικής του εκφοβισμού, πράγμα που εξωθεί ένα μεγάλο μέρος του εθνικού συνόλου στη λογοκρισία και την αυτολογοκρισία. Αφού υπάρχει φόβος για το χειρότερο δεν θα ήταν καλύτερα να σωπαίνει κανείς για τον ρατσισμό μην τυχόν και χειροτερέψουν τα πράγματα; Ή δεν θα ήταν καλύτερα να εκλείψουν οι αιτίες. Αφού υπάρχει φόβος να μην ελέγχονται οι συνέπειες (που σημαίνει: να εξαποστείλουμε στα σπίτια τους τα «ξένα σώματα» των οποίων η παρουσία αναθερμαίνει «αντιδράσεις απόρριψης», «αφομοιώνοντας» μόνον όσους είναι αφομοιώσιμοι εκ φύσεως ή με τη βία);


Ετιέν Μπαλιμπάρ, Ιμανουέλ Βαλεερστάιν, «Φυλή, Έθνος, Τάξη» (1988)

Saturday, June 13, 2009

Το μαύρο κουτί (13/6/2009)

Ένα αεροσκάφος πέφτει στη μέση του ωκεανού, χάνεται τρεις, τέσσερις, δέκα χιλιάδες λεύγες υπό τη θάλασσα, άδηλος τάφος για τις ψυχές που μετέφερε. Το κουφάρι του σκάφους συντρίβεται, διαλύεται σε χίλια κομμάτια, τα σπαράγματά του σκορπίζονται σε αποστάσεις εκατοντάδων μιλίων. Θρήνος και τα συνήθη τραγικά «γιατί;». Έρευνες στο χάος του ωκεανού, αλλά η μόνη πιθανότητα για μια απάντηση βρίσκεται στην ανεύρεση του περίφημου «μαύρου κουτιού» – αυτού που στην πραγματικότητα είναι πορτοκαλί. Αλλά πού να βρεις ένα μαύρο κουτί στον αχανή ωκεανό, στα απρόσιτα βάθη του; Τα συνεργεία, τα πλοία, τα βαθυσκάφη οργώνουν τις θάλασσες, αλλά ψάχνουν σταγόνα στον ωκεανό. Κυριολεκτικά αυτή τη φορά.

Ένα «μαύρο κουτί» χαμένο στον εκλογικό ωκεανό της Ευρώπης είναι και τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών. Οι πιθανότητες να εντοπιστεί είναι ελάχιστες -θα δώσουν βέβαια παχυλά μεροκάματα σε χιλιάδες εκλογολόγους, συμβούλους επικοινωνίας και γραφειοκράτες της πολιτικής στις 27 χώρες της Ε.Ε.- κι έτσι επιτρέπεται στον καθένα να εικάσει κατά βούληση το περιεχόμενό του. Η αλήθεια είναι ότι τις ευρωπαϊκές ελίτ δεν θα έπρεπε να τις απασχολεί τίποτε άλλο εκτός από το περιεχόμενο του «μαύρου κουτιού», δηλαδή η άδηλη βούληση περίπου 200 εκατομμυρίων Ευρωπαίων που επέλεξαν να απόσχουν από τη μόνη δημοκρατική διαδικασία της Ε.Ε. Διότι, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με τα «μαύρα κουτιά» των μοιραίων αεροσκαφών, το «μαύρο κουτί» των ευρωεκλογών δεν αποτελεί αντανάκλαση των διάφανων ψηφοδόχων. Η σιωπηρή ψήφος δεν είναι μια ηχώ της πραγματικής. Και στην πολιτική ψυχολογία των 200 εκατομμυρίων Ευρωπαίων που απείχαν δεν επικρατούν κατ’ αναλογίαν οι τάσεις που καταγράφηκαν στα 160 εκατομμύρια αυτών που πήγαν. Κανείς δεν ξέρει ποια είναι η βούληση αυτών που αρνούνται να εκφράσουν βούληση.

Υπάρχει ένας χαρακτηριστικός για την απήχηση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος συμβολισμός. Στο πρωτάθλημα της αποχής του περασμένου Σαββατοκύριακου, μόνο δύο χώρες απέχουν θεαματικά από τον τραγικά χαμηλό μέσο όρο συμμετοχής στην ψηφοφορία. Το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, με ποσοστά από 81% έως 90%. Οι χώρες και κοινωνίες που βρίσκονται κοντά στο «κράτος των Βρυξελλών» και οι μόνες που βρίσκονται μακράν μπροστά στη μέση απόλαυση του ευρωπαϊκού πλούτου. Με κατά κεφαλήν ΑΕΠ θεαματικά μεγαλύτερο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, είναι από τα λίγα έθνη της ευρωπαϊκής οικογένειας που έχουν ευκρινείς λόγους να υπερασπίζονται το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, που άλλωστε βρίσκεται στην αυλή τους. Κατά κάποιο τρόπο, η αποχή θύμισε ότι τα ουσιαστικά σύνορα της ενιαίας Ευρώπης για πολλούς Ευρωπαίους εκτείνονται ελάχιστα πέρα από αυτές τις δύο χώρες.

Επομένως, απομένει το άφαντο «μαύρο κουτί». Οι εύκολες ερμηνείες των ευρωπαϊκών ηγεσιών, τουλάχιστον αυτών που δεν αμφισβητούν ανοικτά τον βηματισμό της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με παραλλαγές ρατσισμού, εθνικισμού, ξενοφοβίας και πατριωτικού καπιταλισμού, είναι πως η αποχή είναι μια προσωρινή αποσκίρτηση, ένας στιγμιαίος θυμός, σχεδόν ένα περαστικό οικογενειακό καβγαδάκι. Οι συνήθεις δημόσιες απολογίες τους εξαντλούνται σε ένα μείγμα αυτοκριτικής για επικοινωνιακά ελλείμματα και λάθη και προσαρμογής στο «μήνυμα της κάλπης». Αν, καλή ώρα, το μήνυμα είναι δεξιόστροφο, τα κυβερνώντα κόμματα με ευκολία ανασύρουν από τα συρτάρια τους καρατζαφέρειες ή ακόμη και μουσολινικές ατζέντες. Αν είναι αριστερόστροφο, με την ίδια ευκολία επιστρέφουν στον μεσαίο χώρο και στα περίχωρά του. Το έχουμε δει πολλές φορές το έργο. Αλλά το πρόβλημα έχει πάψει προ πολλού να είναι το μήνυμα της κάλπης. Το πρόβλημα είναι το μήνυμα εκτός κάλπης. Το πρόβλημα είναι το «μαύρο κουτί».

Πού στρέφεται αυτό το απροσδιόριστο μείγμα απάθειας, αδιαφορίας, δυσφορίας και θυμού που εκφράζει η άβουλη βούληση των 200 εκατομμυρίων Ευρωπαίων, των 2 εκατομμυρίων Ελλήνων; Ουδείς δικαιούται να της αφαιρέσει το πολιτικό περιεχόμενο απλώς και μόνο επειδή το αγνοεί. Βολικό για τον κ. Καραμανλή, για παράδειγμα, να θεωρεί ιδιοκτησία του τους γαλάζιους ψηφοφόρους που προτίμησαν λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι τους (ή το κορίτσι τους) την περασμένη Κυριακή, αλλά τι τον κάνει να πιστεύει ότι η αποσκίρτηση δεν είναι οριστική; Και μάλιστα όχι απλώς από το κόμμα του, αλλά από το σύνολο του αναγνωρίσιμου σήμερα πολιτικού συστήματος.

Η μόνη ρεαλιστική δυνατότητα να εντοπίσουμε και να ακτινογραφήσουμε τις πολιτικές ροπές που περιέχει το μαύρο κουτί είναι να θυμηθούμε τη βιοποικιλότητα του εκλογικού ωκεανού στον οποίο έχει χαθεί. Που περιλαμβάνει 27 χώρες με μεγέθη και επιδόσεις εξωφρενικής ανισότητας, 27 κοινωνίες που κινούνται ανάμεσα στα απόλυτα άκρα πλούτου και φτώχειας (με το Λουξεμβούργο στο ένα άκρο και τη Ρουμανία στο άλλο), 27 έθνη που βιώνουν με εντελώς εθνικά χαρακτηριστικά κοινωνικές αντιθέσεις και προβλήματα, 27 οικονομίες που βιώνουν σε διαβαθμίσεις δημοσιονομικές κρίσεις με εθνικά credit, μια ενιαία αγορά χρήματος και αγαθών, ένα Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης-απολίθωμα του νεοφιλελευθερισμού και μια οικονομική κρίση που διέτρεξε την Ευρώπη από τη μια άκρη στην άλλη, οδηγώντας σε χρεοκοπία και τις εθνικές και τις ευρωπαϊκές πολιτικές. Η συγκυρία της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της ύφεσης ήταν μια ιστορική ευκαιρία για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα να αποδείξει αν και σε τι είναι χρήσιμο. Τι ακριβώς προστάτευσε; Προστάτευσε τέσσερα μόνο πράγματα: το ευρώ ως κοινό νόμισμα του ευρωπαϊκού πυρήνα, το Σύμφωνο Σταθερότητας ως μοναδικό λόγο ύπαρξης της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης, το χρηματοπιστωτικό σύστημα ως σύμβολο της ηγεμονίας του παρασιτικού κεφαλαίου στο παραγωγικό και τις χρηματιστηριακές αγορές, που εδώ και τρεις μήνες κάνουν κερδοσκοπικό πάρτι στην πλάτη των θυμάτων της κρίσης. Όλα τ’ άλλα η ευρωπαϊκή ελίτ τα εγκατέλειψε στη μοίρα τους, ή στον «πατριωτισμό» των ηγεσιών κάθε χώρας: την απασχόληση, τις επιχειρήσεις που εξακολουθούν να πτωχεύουν, τις οικονομίες που βρίσκονται στα πρόθυρα χρεοκοπίας, τα κράτη πρόνοιας, τα εισοδήματα, τους εταίρους-παρίες, τους πολίτες της. Ακόμη και η πληθωρική ρητορική του περασμένου φθινοπώρου κατά του νεοφιλελευθερισμού, των golden boys και των χρυσοκάνθαρων του χρήματος εξανεμίστηκε. Το ιδεολογικό και πολιτικό εκκρεμές της Ευρώπης διέσχισε σχεδόν όλη την τροχιά από αριστερά προς δεξιά για να ακινητοποιηθεί στις γνώριμες θέσεις της οικονομικής «ορθοδοξίας». Κι αυτό, παρ’ ότι τα αποτελέσματα της κρίσης δεν έχουν ξεδιπλωθεί ακόμη, δεν έχουν πάρει τη δραματική διάσταση που όλοι προέβλεπαν, βρίσκονται κι αυτά κλεισμένα σ’ ένα χαμένο «μαύρο κουτί».

Τι συμπέρασμα να βγάλει απ’ αυτές τις εξωφρενικές πιρουέτες της ευρωπαϊκής ελίτ ο μέσος Ευρωπαίος (και ο μέσος Ευρωπαίος δικαιωματικά αναδεικνύεται από το 59% των ψηφοφόρων που σνόμπαραν τις εκλογές); Πρώτον, ότι η πολιτική διεργασία στην Ε.Ε. είναι βαθιά αναξιόπιστη και αναποτελεσματική, ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι πολιτικοί υποδοχείς της διαμαρτυρίας και της αγωνίας του (πρωτίστως οι σοσιαλδημοκράτες και με μεγαλύτερη ευελιξία οι φιλελεύθεροι) δεν μπορούν να είναι συνεπείς ούτε με τον ίδιο τους τον εαυτό. Δεύτερον, ότι η ενιαία Ευρώπη επιδεικνύει μια αντιστρόφως ανάλογη ευαισθησία έναντι των κοινωνιών και των αγορών, ρίχνοντας προκλητικά και αποκλειστικά το βάρος της στις δεύτερες. Τρίτον, ότι η δημοκρατική διαδικασία στην Ε.Ε. γίνεται ένα ευτελές πρόσχημα για την απομάκρυνση της πραγματικής ευρωπαϊκής εξουσίας από κάθε έννοια ελέγχου και δημόσιας λογοδοσίας. Τέταρτον, ότι μια διαδικασία οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης που εδώ και έξι δεκαετίες εξελίσσεται κατά κανόνα ερήμην των λαών είναι μάλλον απίθανο να παραγάγει τελικά κάτι υπέρ τους.

Μπορούμε, λοιπόν, βάσιμα να εικάσουμε ότι το «μαύρο κουτί» της αποχής περιέχει μια ισχυρή δόση ευρωσκεπτικισμού. Αυτό αφορά τις κοινωνίες και των 27 χωρών της Ε.Ε. Μπορούμε επίσης να διαπιστώσουμε ότι, με διαφορετικές διαβαθμίσεις και αποχρώσεις σε κάθε χώρα, περιέχει μια δυναμική (και όχι στατική, του καναπέως) αποδοκιμασία των πολιτικών συστημάτων. Μπορούμε επίσης να φοβόμαστε ότι σε μια επόμενη πολιτική συγκυρία το «μαύρο κουτί» μπορεί ν’ ανοίξει και να διοχετεύσει τη δυσφορία σε ακροδεξιές, ρατσιστικές, φασίζουσες και εθνικιστικές ρητορείες. Να κρύβει δηλαδή ένα «αυγό του φιδιού», όπως εφιαλτικά αποκαλύπτει η ευκολία με την οποία υπέκυψαν κυβέρνηση, κόμματα και ΜΜΕ στην ανθρωποφαγική μεταναστευτική ατζέντα του ΛΑΟΣ. Και μπορούμε, τέλος, να ελπίζουμε ότι θα υπάρξουν εκείνες οι πολιτικές οντότητες που θα σπάσουν τον πολιτικό φαύλο κύκλο και θα αντιπαραθέσουν στην ατζέντα των μικρομέγαλων Λεπέν, μια απλή και καθαρή ατζέντα ανθρωπιάς, αλληλεγγύης και αυτενέργειας των πολιτών. Άλλωστε, στον πάτο κάθε «μαύρου κουτιού», όπως και στης Πανδώρας, βρίσκεται πάντα η ελπίδα.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (13/6/2009)

Και τώρα πέστε μου τι ψηφίσατε. Θα έπρεπε να πουν, σύμφωνα με τη σχετική λογική των δημοσκοπήσεων, Ψήφισα λευκό. Τέτοια ευθεία απάντηση θα μπορούσε να δώσει ένας υπολογιστής ή μια αριθμομηχανή, και θα ήταν η μόνη που θα επέτρεπε η άκαμπτη και ειλικρινής τους φύση, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους, και οι άνθρωποι είναι παγκοσμίως γνωστοί ως τα μόνα ζώα ικανά να ψεύδονται, αν και, είναι αλήθεια, μερικές φορές το κάνουν επειδή φοβούνται, μερικές φορές από συμφέρον, κι επίσης μερικές φορές επειδή αντιλαμβάνονται πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος που έχουν στη διάθεσή τους για να υπερασπιστούν την αλήθεια.

Ζοζέ Σαραμάγκου, «Περί φωτίσεως»

Sunday, June 7, 2009

«Κόμματα, νταβάδες των πολιτών» (6/6/2009)

Παραμονή εκλογών, με την αποχή-απόχη να τρέχει στις παραλίες γεμάτη νεανική αθωότητα ή ώριμη εκδικητικότητα, με τα αγωνιώδη διαφημιστικά μηνύματα του ευρωκοινοβουλίου και του υπουργείου Εσωτερικών να προσπαθούν να ξυπνήσουν τον πολίτη μέσα μας (ή το κτήνος…), και με τα προμηνύματα από τις πανευρωπαϊκές κάλπες να κατεδαφίζουν πολιτικά συστήματα αιώνων (όπως της Βρετανίας), ο τίτλος που επέλεξα είναι άκρως παρεξηγήσιμος. Κινδυνεύω να κατηγορηθώ για αντικοινοβουλευτισμό, για πρόκληση σε στάση κατά του πολιτεύματος, να κηρυχθώ εχθρός της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και να «σταυρωθώ»: από τους φιλελεύθερους ως οπαδός του ολοκληρωτισμού, από τους σοσιαλ-φιλελεύθερους ως προπαγανδιστής της χούντας και από τους αριστερο-φιλελεύθερους ως κήρυκας της πολιτικής αποστράτευσης. Έλα, όμως, που η συγκυρία και οι πρωταγωνιστές της έχουν βάλει τα δυνατά τους να καταστήσουν άκρως επίκαιρο και ρεαλιστικό το παλιό σύνθημα των αναρχικών.

Και η συγκυρία περιγράφεται ως εξής: στις κάλπες ο μέσος νεοέλλην ψηφοφόρος θα πρέπει, αφού πειστεί ότι έχει το παραμικρό νόημα να ψηφίσει, να επιλέξει αν ο Καραβέλας έχει δώσει τα σωστά ονόματα ως αποδέκτες του μαύρου χρήματος της Siemens, αν ο Ζαγοριανός έχει προφυλακίσει αρκετά μέλη της οικογένειάς του και συγκατηγορουμένους του, αν η Ντόρα είχε τους λόγους της να στείλει με τον αραμπά το τηλεγράφημα εκ Μοντεβιδέο, αν ο Καραμανλής είχε τους λόγους του ν’ αφήσει τη Ντόρα να γίνει ρόμπα, αν το σκάνδαλο αφορά περισσότερο το ΠΑΣΟΚ ή ακουμπά επαρκώς τη μητσοτακική ή την καραμανλική διακυβέρνηση, αν το ΚΚΕ έκανε πράγματι επαναστατικές μπίζνες με την «Γερμανός» ή είναι θύμα προβοκάτσιας, αν το πολιτικό χρήμα έχει αγγίξει και τον ΣΥΡΙΖΑ ή κάποια ευάλωτα στελέχη του, αν ο Καρατζαφέρης και ο ΛΑΟΣ του χρησιμοποιεί και πώς τις χλιδάτες γνωριμίες της επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου του, αν οι Οικολόγοι έχουν έκαναν πράγματι «πράσινες» μπίζνες πριν πάρουν θέση στο πολιτικό στερέωμα. Αν…αν…αν. Ο ψηφοφόρος, δηλαδή, πρέπει να αποφασίσει αν η εικόνα που αναδύει το κομματικό σύστημα είναι η μόνη φυσιολογική του κατάσταση κι επομένως θα πρέπει να εξοικειωθεί μ’ αυτήν, να την επιβραβεύσει, να την ανεχτεί. Ή να αντιδράσει στην ασφυκτική ηγεμονία της αγοράς επί της δημοκρατίας, της οικονομίας επί της πολιτικής, της μίζας επί του κόμματος.

Αν συνθέσουμε τον καταιγισμό σκανδάλων και αποκαλύψεων της τελευταίας εξαετίας για τις σχέσεις της φαιάς πολιτικής με το μαύρο χρήμα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι όχι μόνο έχει μείνει ακλόνητη η θέση των «πέντε νταβατζήδων που κυβερνούν την Ελλάδα», αλλά στο νταβατζιλίκι αυτό τα κόμματα δεν έχουν απλά το ρόλο του θύματος, της καταπιεσμένης πόρνης, αλλά του νταβά των πολιτών. Η σχέση, εν ολίγοις, έχει γίνει τριγωνική. Κόμματα και επιχειρηματικά λόμπι εναλλάσσονται στο ρόλο πελάτη και μαστροπού και μόνον οι πολίτες μοιάζει να απολαμβάνουν το ρόλο της χαρούμενης πόρνης.

Τον απολαμβάνουν; Όχι ακριβώς. Οι χαρούμενες πόρνες έχουν τσαντιστεί. Από το γκλαμουράτο Σίτι του Λονδίνου μέχρι την τριτοκοσμική Μενάνδρου της Αθήνας. Στη συγκυρία, βλέπετε, προστέθηκε το μελαγχολικό συμπέρασμα της παγκόσμιας έρευνας της «Διεθνούς Διαφάνειας» (έναντι της οποίας- οφείλω να ομολογήσω- είμαι λίαν καχύποπτος) ότι τα κόμματα είναι ο πιο διεφθαρμένος θεσμός των σύγχρονων κοινωνιών. Και ότι η Ελλάδα κάνει έναν θλιβερό πρωταθλητισμό στο πεδίο αυτό, αναδεικνυόμενη δεύτερη παγκοσμίως στη διαφθορά των κομμάτων μετά τη Νιγηρία. Αυτή η διάχυτη αίσθηση των πολιτών ότι τα κόμματα-και, φυσικά, πρωτίστως τα κόμματα εξουσίας- είναι μηχανισμοί έκθετοι στον εκμαυλισμό από κέντρα οικονομικής ισχύος και επιχειρηματικά λόμπι, αντιστοιχεί και στις καταγραφές πανευρωπαϊκών και εγχώριων δημοσκοπήσεων που αποτυπώνουν είτε την απροθυμία των ψηφοφόρων να νομιμοποιήσουν το πολιτικό παιχνίδι, είτε την πίστη τους στον «Κανένα»: Ο «κανένας» εξακολουθεί να θεωρείται από το ένα τρίτο των ψηφοφόρων ο μόνος κατάλληλος για την διακυβέρνηση, ακόμη και στην υπερπολιτικοποιημένη Ελλάδα, δυο-τρία εικοσιτετράωρα προ της κάλπης.

Το φαινόμενο είναι ανησυχητικό και οδηγεί πράγματι ακόμη και σε ολοκληρωτικές ατραπούς. Αλλά, οφείλουμε να το κοιτάξουμε κατάματα. Έχει περάσει μια δεκαετία ενοχλητικής δημόσιας φλυαρίας για τη διαφάνεια στη σχέση οικονομίας και πολιτικής. Από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι την Ασία, τα νομικά συστήματα έχουν υπερφορτωθεί με δρακόντεια μέτρα ελέγχου της διαφθοράς και του μαύρου χρήματος, ενίσχυσης της διαφάνειας και της δημόσιας λογοδοσίας κρατικών και ιδιωτικών φορέων της οικονομίας. Οι δικαστικές αρχές, άλλοτε στο όνομα της δημόσιας ασφάλειας και άλλοτε στο όνομα της δημόσιας ηθικής, έχουν στα χέρια τους νομικά όπλα που φλερτάρουν επικίνδυνα με την πλήρη καταστρατήγηση ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων. Κάθε συναλλαγή μας με τράπεζα είναι κατ’ αρχήν ύποπτη αν δεν αποδεικνύεται καταλεπτώς το «πόθεν έσχες» και της πιο φυσιολογικής αποταμίευσης. Ακόμη και ο υπάλληλος του γκισέ είναι εκτεθειμένος στο δικαστικό έλεγχο για το ύποπτο χρήμα. Ένας πολυπλόκαμος μηχανισμός διεθνούς αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας είναι επίσης έτοιμος να αστυνομεύσει τις γκρίζες ζώνες του παγκοσμιοποιημένου χρήματος. Ακόμη και το τραπεζικό απόρρητο, αυτό το Άγιο Δισκοπότηρο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, τελεί υπό αίρεση. Κάθε δημόσια προμήθεια, για μια καρφίτσα ή ένα μαχητικό αεροσκάφος, ανατίθεται με διαγωνισμούς στους οποίους έχουν δοκιμαστεί όλοι οι δυνατοί μαθηματικοί τύποι που καθιστούν αδύνατη την διαμεσολάβηση του αργυρώνητου κρατικού λειτουργού και του φαταούλα ιδιώτη προμηθευτή. Και ένα πολυδαίδαλο σύστημα «Ανεξάρτητων Αρχών» έχει αναπτυχθεί για να στεγανοποιήσει το κράτος από την «υγρασία» της συναλλαγής. Κι όμως, όλο αυτό το παγκόσμιο οπλοστάσιο της «αποστείρωσης» δεν έχει καταφέρει να αποθαρρύνει ούτε στο ελάχιστο τους συντελεστές του παιχνιδιού της διαπλοκής: τους πολιτικούς και τους επιχειρηματίες, τα κόμματα και τις επιχειρήσεις.

Για τον δεύτερο πόλο αυτής της νοσηρής σχέσης, έχουμε περίπου αποφασίσει ότι το χούι δεν κόβεται. Το έξυπνο χρήμα χρησιμοποιεί και πάλι χρήμα για να κόψει δρόμο προς νέο χρήμα. Το πρόβλημα είναι με τον άλλο πόλο του συστήματος. Την πολιτική, τα κόμματα που ακόμη κι όταν επενδύουν στην επαγγελία της διαφάνειας και του «υγιούς ανταγωνισμού», μοιάζουν ανίκανα να βγουν από το φαύλο κύκλο της μίζας και της εξαγοράς. Και, εξελισσόμενα σε υποχείρια του έξυπνου χρήματος, χάνουν την ελάχιστη αυτονομία που είναι προϋπόθεση μιας αξιόπιστης λειτουργίας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Από διαμεσολαβητές των κοινωνικών στρωμάτων και διαχειριστές των αντιθέσεων και συνθέσεών τους, εξελίσσονται σε λόμπι συμφερόντων. Τελικά γίνονται κυριολεκτικά νταβάδες των πολιτών.

Μήπως τελικά το «δημοκρατικό έλλειμμα» που εντοπίζουμε με βαθυστόχαστο ύφος στις γερασμένες δημοκρατίες μας δεν έχει να κάνει μόνο με την άλωση της πολιτικής από την οικονομία, αλλά με τη γήρανση των ίδιων των κομμάτων ως θεμελίων του κοινοβουλευτισμού; Μήπως οι κοινωνίες βρίσκονται σε αναζήτηση άλλων μορφών συλλογικότητας για τη συμμετοχή τους στην πολιτική και στους θεσμούς αντιπροσώπευσης; Μήπως η ανάκτηση της αυτονομίας της πολιτικής περνά από την υπέρβαση των κομμάτων όπως τα γνωρίζουμε σήμερα, ως στρατηγεία επιτελών του αρχηγού, σέχτες επαγγελματιών πολιτικών, στρατούς εφόδου στο κράτος, άκαμπτες, ιεραρχικές πυραμίδες εξουσίας, αποκομμένες ακόμη και από την παραδοσιακή σχέση «πελατείας» με το εκλογικό κοινό; Μήπως οι πολιτικές συλλογικότητες του 21ου αιώνα απαιτούν πολλά επίπεδα δημοκρατικής νομιμοποίησης που να αντιστοιχούν στοιχειωδώς στη σύνθετη πραγματικότητα των κοινωνιών, των τάξεων και των στρωμάτων; Μήπως τα απολιθώματα της Γαλλικής Επανάστασης έκλεισαν τον κύκλο τους και οι κοινωνίες έχουν ανάγκη από νέες μορφές πολιτικής διαμεσολάβησης;

Αυτά τα ρητορικά «μήπως» αφορούν με έναν τρόπο σχεδόν αυτονόητο την Αριστερά, που στις πικρές εμπειρίες εξουσίας διαπίστωσε πόσο εύκολα, πόσο γρήγορα και χωρίς διαμεσολάβηση μαύρου χρήματος τα ιεραρχικά κόμματα της «επανάστασης» εκφυλίστηκαν σε μηχανισμούς απεχθούς εξουσίας. Αλλά, τα ίδια ρητορικά «μήπως» αφορούν ακόμη και τα συστημικά κόμματα, τις καθεστωτικές ή μεταρρυθμιστικές πολιτικές δυνάμεις. Αν μείνουν στα αζήτητα των ψηφοφόρων, αν χάσουν τη διαμεσολαβητική τους ισχύ και πνιγούν στην πολιτική απάθεια, θα χαθούν στη διαχειριστική ανικανότητα, θα εγκαταλειφθούν ακόμη και από τις οικονομικές ελίτ. Και τελικά θα ξεμείνουν και από πελάτες και από χαρούμενες πόρνες και από μπαξίσια.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (6/6/2009*

Ο κύριος Κόυνερ μιλούσε κάποτε σε μια συγκέντρωση της εποχής για την απόλυτη επίγνωση, και τόνισε πως μόνο με την πάταξη της δωροδοκίας μπορούσε να την εξασφαλίσει κανείς. Βρήκαν τότε την ευκαιρία μερικοί και τον ρώτησαν σε τι συνίσταται η δωροδοκία. «Σε χρήμα», έσπευσε να απαντήσει ο κύριος Κόινερ. Πολλά ξαφνιασμένα Α! Ω! ξέσπασαν τότε στην ομήγυρη, και μερικά κεφάλια κουνήθηκαν απογοητευμένα- πράγμα που έδειχνε ότι όλοι περίμεναν μια πιο κομψή απάντηση. Πρόδωσαν έτσι αυτό που επιθυμούσαν κατά βάθος: οι δωρολήπτες έπρεπε να δωροδοκούνται με κάτι εκλεπτυσμένο, με κάτι πνευματικό, κι έτσι κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει τους δωροδοκημένους ότι τους έλειπε το πνεύμα.
Πολλοί, λένε, εξαγοράζονται με τιμές, Μ’ άλλα λόγια: όχι με χρήμα. Και όταν μεν αποδειχθεί πως κάποιοι άνθρωποι απέκτησαν χρήματα με αθέμιτα μέσα, τα χρήματα αυτά τους αφαιρούνται, κανείς όμως δεν αφαιρεί τις τιμές από εκείνους που τις απέκτησαν εξίσου αθέμιτα.
Έτσι, πολλοί που κατηγορούνται για εκμετάλλευση, προτιμούν να κάνουν τους άλλους να πιστεύουν ότι πήραν τα χρήματα για να αποκτήσουν εξουσία, αντί να πουν ότι απέκτησαν εξουσία για να πάρουν χρήματα. Όπου όμως η απόκτηση χρημάτων ισοδυναμεί με την απόκτηση εξουσίας, η εξουσία δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την κλοπή χρημάτων.

Μπέρτολντ Μπρεχτ «Ιστορίες του κ. Κόυνερ»

Monday, June 1, 2009

Η κατάφαση μιας άρνησης (30/5/2009)

Τρελαίνομαι για τσιτάτα. Θα το έχετε αντιληφθεί. Γι’ αυτό και πάντα αναζητώ ένα τσιτάτο, λιγότερο ή περισσότερο σχετικό με την εβδομαδιαία φλυαρία μου, εύστοχο ή όχι, το οποίο και φιλοξενείται στη θυγατρική στήλη «Θεωρίες για την Υπεραξία» εδώ και εννιά χρόνια. Έχω ενθουσιαστεί, λοιπόν, από το γεγονός ότι δεκάδες συνάδελφοι και αρκετοί εθνοπατέρες, πριν βγουν στην τηλεοπτική πασαρέλα, ακόμη αναζητούν εναγωνίως την πατρότητα του περίφημου διλήμματος «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα;». Την αγωνία δεν την αντιλαμβάνομαι, καθώς η βαρβαρότητα είναι η μόνη σταθερά του καθημερινού μας βίου με την οποία οι περισσότεροι είμαστε εξοργιστικά συμφιλιωμένοι. Έχει όμως ενδιαφέρον ότι ανάμεσα στα διλήμματα «Μύκονος ή Πάρος;», «αποχή ή εκδρομή;», «του Αγίου Κόμματος ή του Αγίου Πνεύματος;», «ντάκιρι ή στόλι με πάγο;», «ΠΑΣΟΚ ή Ν.Δ.;» κ.λπ. παρεισέφρησαν ο Ένγκελς, η Λούξεμπουργκ, ο Καστοριάδης και μια μακρά σειρά μελαγχολικών αναμνήσεων της νικηφόρας επανάστασης που χάθηκε. Πάλι καλά που η αναζήτηση της πατρότητας του διλήμματος περιορίζεται μεταξύ σχετικών ονομάτων. Διότι άκουσα και από ανεκδιήγητη τηλεοπτική περσόνα να ισχυρίζεται ενώπιον συνεντευξιαζόμενης -και εμβρόντητης- υπουργού ότι το δίλημμα πρωτοδιατυπώθηκε από τον Σωκράτη (ή τον Ισοκράτη, κι ο ίδιος δεν ήταν πολύ σίγουρος). Αυτά προς επίρρωση της νεοελληνικής βαρβαρότητας, που είναι υπεράνω του ιστορικού πλην επίκαιρου διλήμματος.

Το δεδομένο πάντως είναι ότι οι επτά προεκλογικές μέρες που μας απομένουν θα κινηθούν, κατά πώς φαίνεται, μεταξύ pet shops, γραφείων ταξιδίων, εταιρειών δημοσκοπήσεων και βιβλιοθηκών (όπου ενδεχομένως θα αναζητηθούν τα άπαντα Ένγκελς και Λούξεμπουργκ). Κι απ’ αυτούς (αφού τα παπαγαλάκια αποφασίσουν να αποδημήσουν ντροπιασμένα στους θλιβερούς τροπικούς και η Λούξεμπουργκ διακτινιστεί και πάλι στο σύμπαν της λήθης), μόνο οι δημοσκόποι και τα γραφεία ταξιδίων θ’ απομείνουν να κάνουν παιχνίδι. Έχουν, άλλωστε, έναν κοινό τόπο: την προδιαγραφόμενη αποχή από τις κάλπες.

Πού θα φτάσει η αποχή; Οι ευρωπαϊκές δημοσκοπήσεις αναδεικνύουν τους Έλληνες σε πρωταθλητές της συμμετοχής μαζί με τους Ιρλανδούς. Αντίθετα, οι εγχώριες μας προετοιμάζουν για αρνητικό ρεκόρ. Πού θα φτάσει, λοιπόν; Στο 40%; Στο 50%; Ποιο είναι το όριο που αποσταθεροποιεί το πολιτικό σύστημα, που καθιστά ανεπαρκή και δυσλειτουργική τη δημοκρατική του νομιμοποίηση; Γιατί αυτό που είναι φυσιολογικό για αρκετά παλαιότερες δημοκρατίες, όπως η αμερικανική ή αρκετές ευρωπαϊκές, για την Ελλάδα είναι αφύσικο και προβληματικό; Υπάρχει κάποιος κανόνας που δεν τον έχω αντιληφθεί; Μάλλον ναι. Ο κανόνας είναι ότι στην Ελλάδα οι ψηφοφόροι έχουν κακομάθει το πολιτικό σύστημα. Του προσφέρουν με εξαιρετική φιλοτιμία άλλοθι συνενοχής κάθε φορά που βρίσκεται σε τρομακτικά αδιέξοδα, που αποσυντίθεται επικίνδυνα αδυνατώντας να κατακτήσει το επόμενο σημείο ισορροπίας.

Τα δεδομένα της συγκυρίας, στον βαθμό που οι δημοσκοπήσεις την αποτυπώνουν ρεαλιστικά, είναι τα εξής: τουλάχιστον τέσσερις στους δέκα ψηφοφόρους, σκεπτόμενοι ότι οι ευρωεκλογές δεν κρίνουν τη μάχη της διακυβέρνησης, αλλά χρησιμοποιούνται απλώς σαν πρόβα τζενεράλε γι’ αυτήν, αποφασίζουν να μη γίνουν κομπάρσοι της και να κάνουν ένα ωραίο καψώνι στα κόμματα εξουσίας και όχι μόνον. Και, προφανώς, η αργία μαζί με την κάψα του Ιουνίου προσφέρει ένα ακαταμάχητο ψυχολογικό άλλοθι σ’ αυτή τους την επιλογή. Άρνηση πρώτη. Επίσης, τρεις στους δέκα θεωρούν ότι κανένα κόμμα δεν είναι κατάλληλο για τη διακυβέρνηση της χώρας και τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης, αφού ούτως ή άλλως έχουν πειστεί ότι αφενός θα την πληρώσουν οι συνήθεις ύποπτοι, αφετέρου τον λογαριασμό τον εκδίδουν όχι οι επιτελείς του Μαξίμου και της Φιλελλήνων, αλλά η Κομισιόν και το ΔΝΤ. Άρνηση δεύτερη. Ακόμη, τουλάχιστον ένας στους τέσσερις ψηφοφόρους εξακολουθεί να μη βρίσκει πια πρόσωπο κατάλληλο για πρωθυπουργό ανάμεσα στους υπάρχοντες πολιτικούς αρχηγούς. Άρνηση τρίτη. Επίσης, τουλάχιστον τρεις στους δέκα ψηφοφόρους αρνούνται ακόμη και τους εαυτούς τους, δηλώνοντας ότι θα ψηφίσουν άλλο κόμμα από αυτό που επέλεξαν στις εθνικές εκλογές του 2007. Άρνηση τέταρτη. Και, τέλος, τρεις στους δέκα τοποθετούνται με παγερή αδιαφορία απέναντι στο θέμα της διακυβέρνησης (που έτσι κι αλλιώς δεν κρίνεται τώρα), επιλέγοντας κόμματα και σχήματα που δεν έχουν -τουλάχιστον επίσημα και άμεσα- διακηρυγμένη προοπτική εξουσίας. Πέμπτη άρνηση.

Δυο αρνήσεις μάς κάνουν μια κατάφαση, μας μάθαιναν παλιά στη Λογική και στο Συντακτικό. Πέντε αρνήσεις (και βάλε) τι μας κάνουν; Μας κάνουν μια πολύ ενδιαφέρουσα ρήξη του κοινωνικού σώματος με το υπάρχον σύστημα εξουσίας, μια διάρρηξη του κοινωνικού consensus στο οποίο στηρίχτηκε ο δικομματισμός την τελευταία τριακονταπενταετία. Το ίδιο ισχύει και για τη μοναδική κατάφαση που καταγράφεται, δηλαδή την ευκολία με την οποία υιοθετείται το πιο πρόσφατο φρούτο του κομματικού συστήματος, οι Οικολόγοι Πράσινοι. Αυτή η ρήξη, η καθαρή άρνηση με όλες τις αποχρώσεις και τις διαβαθμίσεις της, βάλλεται από πολλούς ως στάση «απολιτίκ», αφού αφήνει μετέωρο το ερώτημα της εξουσίας. Και από άλλους θεωρείται πολιτικά ύποπτη, αποτέλεσμα συστηματικών υποβολών από τα κέντρα της παράλληλης εξουσίας: τα ΜΜΕ, την επιχειρηματική ελίτ, τους επίδοξους ανασχεδιαστές του πολιτικού συστήματος. Στα πολιτικά φαινόμενα, πράγματι, αντανακλώνται ταυτόχρονα πολύ παράγοντες. Παίζουν τον ρόλο τους και τα χαζοχαρούμενα τηλεοπτικά πρωινάδικα που γεμίζουν το βλέμμα μα παραλίες και σφριγηλά σώματα και οι τηλεοπτικοί μικροί θεοί που με τη σφραγίδα της αυθεντίας αποφασίζουν ποιο είναι το ρεύμα και οι δημοσκόποι που υπερμεγεθύνουν το ρεύμα και η συνήθεια του μέσου πολίτη να πηγαίνει με το ρεύμα. Και μπορεί να προσθέσει κανείς και τους προβοκάτορες και τις μυστικές υπηρεσίες και τους κατασκευαστές κομμάτων του εργαστηρίου και όλες τις θεωρίες συνωμοσίας που μπορεί κανείς να φανταστεί.

Αλλά από όλα αυτά υπάρχει κάτι που προφανώς παίζει τον κυρίαρχο ρόλο. Λοιπόν, ο καμβάς είναι η ύφεση. Η άρνηση είναι μια πολιτική στάση που ταιριάζει στην ύφεση. Όχι μόνο γιατί, σε όλη την Ευρώπη, ο μέσος ψηφοφόρος διαπιστώνει με δέος την τρομακτική αδυναμία του πολιτικού συστήματος να τον προστατεύσει. Αλλά και γιατί η δημιουργική καταστροφή που συντελείται στην παραγωγή, στην οικονομία με τον μηχανισμό της ύφεσης, προκαλεί αναπόφευκτα μιαν αντίστοιχη δημιουργική καταστροφή στο πολιτικό σύστημα. Η ύφεση έφερε τον Ομπάμα στην εξουσία, η ίδια καταβαραθρώνει τους Εργατικούς στη Βρετανία και αποσυνθέτει την Αριστερά και την Κεντροαριστερά στη Γαλλία ή στην Ιταλία. Η ύφεση διαλύει συστηματικά τις οικονομικές αυταπάτες οι οποίες στήριξαν κατά τον «αιώνα της ευημερίας» ασταθή κοινωνικά στρώματα, το νεφέλωμα του μεσαίου χώρου το οποίο αποτέλεσε το προνομιακό πεδίο για τη σύγκλιση φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατία στο Κέντρο. Το νεφέλωμα διαλύεται, η πλασματική ευημερία βουλιάζει στα χρέη και οι πολιτικοί του εκφραστές βρίσκονται αίφνης σε ένα διαφοροποιημένο ακροατήριο γεμάτο δυσφορία, απόρριψη, άρνηση. Καθώς το κομματικό σύστημα είναι απροετοίμαστο να υποδεχθεί αυτή τη στάση, στον ρόλο του δοχείου παραπόνων μπορεί να βρεθεί οτιδήποτε και οποιοσδήποτε. Η αποχή, τα άκρα, οι γραφικοί, οι ανιματέρ των εκλογών, οι πράσινοι, οι κατακόκκινοι, οι φαιοί…

Άλλωστε, η δυσφορία για την ανεπάρκεια του σημερινού πολιτικού συστήματος δεν προέρχεται μόνο από τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Ακόμη και η κορυφή της έχει εκφραστεί δημοσίως υπέρ της ριζικής αναδόμησης της «στομωμένης μεταπολιτευτικής δημοκρατίας», για να θυμηθούμε την πιο πρόσφατη γλαφυρή διατύπωση του προέδρου του ΣΕΒ, Δ. Δασκαλόπουλου. Κι αυτή είναι μια επίσης ηχηρή άρνηση του σημερινού κομματικού σύμπαντος. Δεν ξέρω αν θα εκφραστεί σε αποχή, ούτε αν οι σελέμπριτι του εγχωρίου παρεΐστικου καπιταλισμού προτιμήσουν να ελλιμενιστούν το τριήμερο στη Μύκονο, αντί να ασκήσουν το εκλογικό τους καθήκον έναντι του σημερινού συστήματος εξουσίας (τους). Υποψιάζομαι, ωστόσο, ότι η προφανής αποστασιοποίησή τους από αυτό δεν εξαντλείται σε μια άρνηση. Συνοδεύεται και από μια λανθάνουσα κατάφαση, από μια λιγότερο ή περισσότερο ορατή εύνοια σε νέους πολιτικούς σχηματισμούς που, ανεξαρτήτως τίτλου, ετικέτας και ταυτότητας, μπορεί να παίξουν ρόλο σε έναν μετα-δικομματισμό. Και κάποιοι πυρήνες της επιχειρηματικής μας ελίτ δραστηριοποιούνται σοβαρά εδώ και καιρό στο πεδίο αυτό. Άλλοτε μοιράζοντας λαμπτήρες χαμηλής κατανάλωσης ενέργειας, άλλοτε κραυγάζοντας κατά της διαφθοράς των πολιτικών και άλλοτε δίνοντας σταθερό βήμα προβολής στα ανερχόμενα πρόσωπα του πολιτικού σταρ σίστεμ.

Επομένως, η άρνηση που πλανάται στην προεκλογική ατμόσφαιρα και ρευστοποιεί το πολιτικό τοπίο δεν είναι ούτε απολίτικη ούτε αδιάφορη. Ίσα ίσα, που σ’ αυτήν προβάλλονται συμφέροντα και ενδιαφέροντα σαφώς αντιτιθέμενα, δυο κόσμοι που ζουν στον κατ’ επίφαση ενιαίο κόσμο μας, των οποίων η σύγκρουση αενάως αναβάλλεται. Είναι μια κυοφορία για την έκβαση της οποίας απλώς δεν γνωρίζουμε αν θα είναι τερατογένεση ή ελπίδα.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (30/5/2009)

Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέριֹ
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά τηςֹ
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.

Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μαςֹ λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.

Γιώργου Σεφέρη, «Άρνηση»