Ένα ζεστό πρωινό καλοκαιριού της εποχής Καρατζαφέρη, ο Λευκάδιος Μαύρου, ένας κανονικός καθωσπρέπει νεοέλληνας, δολιχοκέφαλος, λευκός, με τη βεβαιότητα ότι είναι απευθείας απόγονος των Δωριέων, αν όχι και των Πελασγών (για τους οποίους αγνοεί, ωστόσο, ότι ήταν βραχυκέφαλοι), μικροαστός, οικογενειάρχης, μικροϊδιοκτήτης, με στρωμένη δουλειά, που προς το παρόν δεν την είχε απειλήσει δραματικά η ύφεση, αφού φρόντισε να απολύσει εγκαίρως τους μισούς υπαλλήλους του, ξύπνησε ευδιάθετος. Ανακλαδίστηκε στο κρεβάτι του. Μια όξινη, μάλλον δυσάρεστη μυρωδιά εισέβαλε στα ρουθούνια του. Κατάλαβε πως ήταν το σώμα του που την ανέδυε και παραξενεύτηκε, μια κι ήταν άνθρωπός παστρικός κι αποβραδίς είχε κάνει ντους. Το δεύτερο πράγμα που του έκανε εντύπωση ήταν η γυναίκα του, κουλουριασμένη στην άλλη άκρη του κρεβατιού και κουκουλωμένη στα σεντόνια της, σε μια προφανή προσπάθεια ν’ αποφύγει την ασυνήθιστη μυρωδιά του. Αυτά δεν ήταν, φυσικά, πράγματα αρκετά για να ταράξουν το ευχάριστο ξύπνημα του Λευκάδιου Μαύρου, που σηκώθηκε και πήγε κατευθείαν στο μπάνιο. Μπήκε αμέσως κάτω από τη ντουσιέρα και με μισόκλειστα μάτια άφησε το δροσερό νερό να πάρει από πάνω του τη μυρωδιά και τις παράξενες ιδέες. Σκουπίστηκε και πήρε θέση μπροστά στον καθρέφτη του νιπτήρα για ξύρισμα και τα συναφή. Ήταν η πρώτη στιγμή της μέρας που θ’ αντίκριζε τον εαυτό του. Αλλά δεν τον αντίκρισε. Αυτό που αντίκρισε τον έκανε να βγάλει μια κραυγή τρόμου και να χάσει το χρώμα του. Κυριολεκτικά. Ο λευκός, σχεδόν Άρειος, Λευκάδιος Μαύρου, είχε αποκτήσει ένα μελαψό, φαιοπράσινο δέρμα. Στη θέση των αραιών, καστανών μαλλιών του στέκονταν πυκνές, κατάμαυρες, ολόισιες και στιλπνές σαν λαδωμένες τούφες. Στις κόγχες των ματιών του δυο κάρβουνα τόνιζαν το έκπληκτο, τρομαγμένο βλέμμα του. Τα πτερύγια της μύτης του είχαν ανοίξει και πλατύνει, τα χείλη του είχαν γίνει χοντρά και σαρκώδη. Το μεταλλαγμένο σώμα του ήταν θεαματικά αδυνατισμένο, η κοιλίτσα έχει εξαφανιστεί και τα οστά του μετριούνταν ολοκάθαρα στα πλευρά του. Το σοκ ολοκληρώθηκε όταν, στρέφοντας το βλέμμα του προς τα γεννητικά του όργανα, ανακάλυψε ότι είχε αποκτήσει και περιτομή.
Δεν χρειάζεται να περιγράψουμε αναλυτικά τι ακολούθησε στο σπίτι. Ούτε η γυναίκα του ούτε τα παιδιά του έδωσαν σημασία στις αγωνιώδεις κραυγές του (που άλλωστε έβγαιναν από το στόμα του σε κάτι περίεργα, σπαστά ελληνικά) ότι ήταν ο ίδιος λευκός, νεοέλλην, στοργικός σύζυγος και πατέρας που πλήρωνε τους λογαριασμούς τους, που γέμιζε το ψυγείο και τις ντουλάπες τους, που κατέβαλλε τις δόσεις των δανείων και δεν βρέθηκε ποτέ στη λίστα του «Τειρεσία», που ήταν έτοιμος να βάλει λεφτά στην αύξηση κεφαλαίου της Εθνικής, παρά τον όρκο του από το 2000 ότι θα ξεχάσει τον κωδικό του, που δεν φοροδιαφεύγει παρά μόνο αν παραστεί ευκαιρία, που έδιωξε την Αλβανή οικιακή βοηθό τους ύστερα από πέντε χρόνια γιατί η Ελλάδα έπηξε στους μετανάστες, που ψήφιζε πάντα καθεστωτικά και με γνώμονα το εθνικό συμφέρον… Μάταια όλα. Η έντρομη σύζυγος κάλεσε την Αστυνομία, που συνέλαβε χωρίς δεύτερη κουβέντα τον μελαψό εισβολέα ως παράνομο μετανάστη. Επίσης, δήλωσε την παράξενη εξαφάνιση του συζύγου της, για την οποία η Αστυνομία εξέταζε και το ενδεχόμενο της εγκληματικής ενέργειας από τον εισβολέα.
Τα επόμενα στάδια της περιπέτειας του φυλετικά μεταλλαγμένου εν μια νυκτί Λευκάδιου Μαύρου περιλαμβάνουν, επιγραμματικά, τα εξής:
Κρατήθηκε στο αστυνομικό τμήμα πέντε- έξι εικοσιτετράωρα, σε ένα κρατητήριο με έξι ακόμη Ασιάτες και Αφρικανούς. Ουδείς αστυνομικός έδωσε σημασία στις εκκλήσεις του ν’ ακούσουν την παράξενη ιστορία του. Στο βιβλίο συμβάντων τον ανέγραψαν ως πακιστανικής καταγωγής και στο όνομα σημείωσαν «άγνωστο». Τον μετήγαγαν στο Αλλοδαπών με σκοπό την απέλαση, υπήρχε ωστόσο το κώλυμα ότι δεν διέθεταν μια έστω ψευδή δήλωση ότι είναι από το Πακιστάν, το Αφγανιστάν ή το Μπαγκλαντές, αφού δεν είχε χαρτιά. Παίρνοντας ως δεδομένη την αυθαίρετη καταγραφή στο βιβλίο συμβάντων περί πακιστανικής εθνικότητας, απευθύνθηκαν στην πρεσβεία, που δεν είχε κανένα πρόβλημα να παραλάβει τον Λευκάδιο Μαύρου με το επόμενο «φορτίο» επαναπροωθούμενων Πακιστανών. Χρειαζόταν ένα όνομα, βέβαια, και οι ελληνικές Αρχές φρόντισαν να τον «βαφτίσουν» με κάτι απλό και εύληπτο: Μοχάμαντ Μοχάμαντ.
Επόμενος σταθμός, Ισλαμαμπάντ. «Τι δουλειά έχω εγώ εδώ;», αναρωτήθηκε ο Λευκάδιος Μαύρου, που ούτε λευκός ούτε μαύρος ήταν, αλλά κάτι ανάμεσα. Την απορία του την έλυσαν οι τοπικές Αρχές, περνώντας τον από ένα δικαστήριο, το οποίο με συνοπτικές διαδικασίες αποφάσισε κάτι που δεν κατάλαβε. Κατάλαβε ωστόσο ότι τον πέταξαν για αρκετούς μήνες σε ένα κελί, με δεκάδες άλλους. Παρ’ ότι ο φαιοπράσινος πλέον Λευκάδιος ήταν απολύτως παραδομένος στη μοίρα του, η φυλακή στην πακιστανική πρωτεύουσα αποδείχθηκε μια εξαιρετικά μορφωτική διαδικασία. Έμαθε λέξεις και φράσεις στη γλώσσα της νέας του πατρίδας, έμαθε να προσεύχεται σε τακτά διαστήματα της μέρας με το βλέμμα προς τη Μέκκα, πήρε επίσης μαθήματα επιβίωσης εξαιρετικά χρήσιμα, όπως αποδείχθηκε μετά την πολύμηνη θητεία του στην πακιστανική φυλακή.
Έξω από τη φυλακή, ο Μοχάμαντ Μοχάμαντ -όνομα που ακόμη και οι πιστοί μουσουλμάνοι άκουγαν με καχυποψία- περιπλανήθηκε για αρκετό καιρό στην Ισλαμαμπάντ και τις αλλόκοτες μεγαλουπόλεις του Πακιστάν, ζώντας αρχικά με την επαιτεία, δημοφιλή υποχρέωση των πιστών μουσουλμάνων. Μετά την περίοδο της επαιτείας, αναζήτησε δουλειά – τα χοντρά του δάχτυλα δεν ήταν κατάλληλα για τα ταπητουργεία της χώρας, τα λίγα πακιστανικά του δεν βοηθούσαν επίσης, του φάνηκαν χρήσιμες ωστόσο οι λίγες γνώσεις μαύρης οικονομίας που είχε συγκρατήσει από την Ελλάδα. Έτσι, για μερικές εκατοντάδες ρουπίες τη μέρα (δηλαδή το πολύ 6-7 ευρώ) πρόσφερε τις υπηρεσίες του σε μία από τις χιλιάδες βιοτεχνίες παραγωγής προϊόντων-μαϊμού. Παρά τη δύσκολη γλωσσική επικοινωνία, το αφεντικό του εκτίμησε τις δεξιότητές του στις πατέντες απομίμησης, στη λογιστική εξαπάτηση των φορολογικών Αρχών, στην επιλογή των νεότερων, ταχύτερων και λιγότερο διαμαρτυρόμενων εργατών και στη διοχέτευση των προϊόντων στα κατάλληλα σημεία πώλησης και στην παράνομη εξαγωγή.
Η μοιρολατρία με την οποία δέχθηκε το παράξενο καψόνι της φύσης ο Λευκάδιος-Μοχάμαντ έδινε σιγά σιγά τη θέση του στο αφυπνιζόμενο δαιμόνιο της φυλής, που προφανώς δεν είχε επηρεαστεί από την «καταιγίδα μετάλλαξης», η οποία έπληξε το σώμα του. Με τους μήνες και τα χρόνια, αφού κατέπνιγε συστηματικά κάθε σκίρτημα νοσταλγίας για την πατρίδα, την οικογένεια, την ιδιοκτησία του, κατάφερε να εξελιχθεί σ’ έναν καλοστεκούμενο μικροαστό του Πακιστάν. Ένα ακόμη παιχνίδι της μοίρας, ωστόσο, έμελλε να ορθώσει πάλι μπροστά του τον νόστο. Περιπλανώμενος μια μέρα στην αγορά της Λαχώρης, στα μεγάλα παζάρια με τις απέραντες εκθέσεις χειροποίητων χαλιών, κάρφωσε το βλέμμα του σε γνώριμη ευτραφή κυρία, με μαντίλα στο κεφάλι, χαμένη ανάμεσα στα εκατομμύρια κόμπους που πλέχτηκαν από λεπτά παιδικά δάκτυλα για να ντύσουν με χρώματα τα δάπεδα των Ευρωπαίων. Το πρόσωπό του έλαμψε αναγνωρίζοντας την πασίγνωστη τηλεοπτική περσόνα της μπορντοροδοκόκκινης νεοελληνικής πραγματικότητας. Ο Λευκάδιος-Μοχάμαντ δεν έχασε στιγμή, την πλησίασε και με τα -ακόμη σπαστά- ελληνικά του της διηγήθηκε απνευστί την ιστορία του, με ελάχιστες ελπίδες να γίνει πιστευτή. Και -ω του θαύματος!- η Ελληνίδα βασίλισσα του χαλιού αποδείχθηκε δεκτική, αφενός γιατί πίστευε στο κάρμα, αφετέρου γιατί ο αστρολόγος της την είχε προειδοποιήσει για μοιραία συνάντηση με πρόσωπο με το οποίο έχει τον ίδιο ωροσκόπο (το τσέκαρε αυτό και επιβεβαιώθηκε). Φυσικά και προσφέρθηκε να τον βοηθήσει να βγάλει βίζα.
Ο Λευκάδιος-Μοχάμαντ είχε φανταστεί την επιστροφή του στην πατρίδα σαν μια Οδύσσεια, ή ακόμη καλύτερα σαν μια αντίστροφη πορεία του Μεγαλέξανδρου, μια κοπιώδη πορεία από τα βάθη της Ασίας. Ωστόσο, η επιστροφή ήταν το ίδιο σύντομη με τον διωγμό του. Μια πτήση με αεροσκάφος, αλλά αυτή τη φορά σε business class. Κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο πήρε μια βαθιά ανάσα πατρίδας, αν και η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και γεμάτη καπνούς. Πάλι καίγονταν Υμηττός και Πάρνηθα; Πήγε κατευθείαν σε κατάστημα του αεροδρομίου να αγοράσει καρτοκινητό – του ζήτησαν στοιχεία. Του έκανε εντύπωση πάντως πόσο πρόθυμα τον εξυπηρέτησαν, παρά το μουσουλμανικό του όνομα. Το τηλέφωνο στο σπίτι ήταν μια απογοήτευση – «ο Λευκάδιος έχει πεθάνει εδώ και χρόνια, ποιος μαλάκας είσαι που κάνεις τέτοιες πλάκες;», του απάντησε η γυναίκα του. Το κεφάλαιο «Πηνελόπη και οικογένεια» είχε κλείσει οριστικά για τον Οδυσσέα μας. Τώρα, είχε να αντιμετωπίσει την καχυποψία των συμπατριωτών του στην οριστική, όπως φαινόταν, ασιατική του ταυτότητα. Προς έκπληξή του στο αεροδρόμιο είδε μεγάλες φωτεινές πινακίδες σχεδόν σε κάθε ασιατική γλώσσα που απηύθυναν ερωτήματα του τύπου: «Μήπως είστε Ινδός; Μήπως είστε Πακιστανός; Τότε, μια θέση εργασίας σάς περιμένει εδώ». Πλησίασε το πρώτο σταντ κάτω από μια ανάλογη πινακίδα όπου υπάλληλος του ΟΑΕΔ έδινε εξηγήσεις σε μελαψούς επισκέπτες, που προφανώς δεν είχαν έρθει για τουρισμό στην Ελλάδα. «Μα, ο Καρατζαφέρης, η λαθρομετανάστευση, η ποσόστωση ξένων, οι ενοχλητικοί και ύποπτοι μουσουλμάνοι…;». ρώτησε με τα σπαστά ελληνικά του την υπάλληλο. «Ω, ελάτε τώρα», του απάντησε αυτή σαν να λέει το πιο αυτονόητο πράγμα στον κόσμο. «Αυτά ήταν επί ύφεσης. Τώρα υπάρχει ανάγκη από εργατικά χέρια. Οι ντόπιοι δεν ευκαιρούν. Ασχολούνται με τις επενδύσεις τους στο Χ.Α. Ξέρετε ότι ο δείκτης του έχει φτάσει στις 10.000 μονάδες;».
No comments:
Post a Comment