Ανάμεσα στις διεθνείς σελίδες του πολιτικού τμήματος της εφημερίδας που έχετε στα χέρια σας, μπορείτε να διαβάσετε ένα ενδιαφέρον κείμενο Αμερικανού δημοσιογράφου που επιχειρεί να ιχνογραφήσει το προφίλ του προέδρου Μπους με όρους ψυχιατρικής. Αδυνατώντας να ερμηνεύσει πολιτικά την εμμονή στην παταγωδώς αποτυχημένη αντιτρομοκρατική του εκστρατεία και στον διαπιστωμένα χαμένο πόλεμο στο Ιράκ, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Αμερικανός πρόεδρος ενδέχεται να πάσχει από ναρκισσιστική διαταραχή της προσωπικότητας. Αυτή είναι η ψυχαναλυτική διάγνωση για ένα άτομο που ανέχεται μόνο τον απεριόριστο θαυμασμό των άλλων, την κολακεία για τις δεξιότητές του, το δυνατό χειροκρότημα για τις αποφάσεις του.
Αναρωτιέμαι αν ο πρωθυπουργός διακατέχεται από ανάλογο σύνδρομο. Ειδικός δεν είμαι, αλλά τα κύματα αλαζονείας που εξέπεμπε σταθερά το Μέγαρο Μαξίμου, τουλάχιστον στο μισό της κυβερνητικής θητείας, αυτή την αίσθηση μου δημιουργούν. Το αποκορύφωμα ήταν ο τρόπος προκήρυξης των εκλογών. Εκτός του ότι διατάραξε τη θερινή μου ραστώνη κατά τη λήξη της, διέψευσε και την εκτίμησή μου ότι ο Κ. Καραμανλής θα είχε κάτι πιο ευφυές να αντιτάξει ως αντίδραση στην ακατάσχετη εκλογολογία και το παιχνίδι με τις ημερομηνίες του Σεπτέμβρη. Προσδοκούσα τουλάχιστον μια μπλόφα. Αντ’ αυτού, ανακοινώθηκε η ημερομηνία της 16ης Σεπτεμβρίου με έναν τρόπο που κινείται στα όρια της κοινοβουλευτικής εκτροπής. Μικρό το κακό, θα μου πείτε, δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που το συνταγματικό ευαγγέλιο χρησιμοποιείται ως χαρτί υγείας. Αλλά το κυριότερο μήνυμα αυτής της απόφασης ίσως έχει σχέση με την ψυχαναλυτική εικασία που διατύπωσα στην αρχή. Την ναρκισσιστική διαταραχή. Είναι σαν να λέει στους ψηφοφόρους που βρίσκονται μεταξύ ευφορίας του Αυγούστου και μελαγχολίας του Σεπτεμβρίου: «Σας έχω γραμμένους, δεν μ’ ενδιαφέρει αν σας ξεβολεύω από τη ρουτίνα σας, μου είναι αδιάφορο αν σας είναι αδιάφορες οι εκλογές, τσακιστείτε και γυρίστε πίσω, εγώ την ατζέντα μου δεν την αλλάζω. Δεν χρειάζεται να σκεφτείτε, δεν χρειάζεται να προβληματιστείτε, δεν χρειάζεται να διαβάσετε τίποτα, δείτε λίγο τηλεόραση και απλώς να πάτε να ψηφίσετε, γιατί χρειάζομαι άλλη μια τετραετία». Κάπως έτσι.
Κι αυτό ήταν ένα μόνο σύμπτωμα. Αλλά σημαντικό, αν υπολογίσει κανείς ότι ο Σεπτέμβριος έχει κι άλλα ρίσκα. Όχι μόνο τα ομόλογα, το πόρισμα Ζορμπά, τον πόλεμο των εξουσιών, της μίζας και της λάσπης. Έχει ρίσκα πιο ταπεινά και καθημερινά. Τους λογαριασμούς που περιμένουν σωρευμένοι στο γραμματοκιβώτιο τους ιδρωμένους παραθεριστές με τα άδεια πορτοφόλια. Τα σωρευμένα έξοδα για τις οικογένειες με παιδιά που πρέπει να ξηλωθούν για την έναρξη της σχολικής χρονιάς, για τα φροντιστήρια, τα ιδιαίτερα, τις ξένες γλώσσες, τα μπαλέτα, τα κολυμβητήρια, τα σχολικά είδη – κι ας τα πάρουν από τα Τζάμπο που είναι τζάμπα. Τα ραβασάκια της εφορίας που φτάνουν στα βουβά με αποκλειστικές ημερομηνίες εξόφλησης. Ο προϋπολογισμός δαπανών για τον χειμώνα που έρχεται. Οι διπλές απλήρωτες δόσεις των δανείων – τον Αύγουστο, βλέπετε, λείπατε αλλά δεν το είχατε πει στην τράπεζα. Ας προσέχατε. Όλα αυτά δημιουργούν ένα αίσθημα οικονομικής δυσφορίας που βρίσκεται στον αντίποδα της προθυμίας με την οποία ο μέσος παραθεριστής του Αυγούστου δίνει ό,τι έχει στο πορτοφόλι του για να περάσει καλά, έστω κι αν είναι δανεικό. Κι αυτή η απροσδιόριστη δυσφορία έχει το πολιτικό της κόστος.
Αλλά αυτά είναι ασημαντότητες που υπερβαίνουν τη στέρεη αυτοπεποίθηση του πρωθυπουργού, την απεριόριστη αυτοεκτίμησή του, το αίσθημα απόλυτου προορισμού (κοινωνικού, μεταφυσικού ή απλώς οικογενειακού, διαλέγετε και παίρνετε) με το οποίο πολιτεύεται, διαψεύδοντας τις προσδοκίες που ο ίδιος δημιούργησε για μια πολιτική κουλτούρα συνδιαλλαγής, σύνθεσης και κοινωνικού consensus (σημαντικής για όσους αφελείς ή καλόπιστους τουλάχιστον την πιστεύουν – για να είμαι ειλικρινής δεν περιλαμβάνομαι σ’ αυτούς).
Αντ’ αυτών, με μόνο διαπιστωμένο προσόν τη ρητορική του υπεροχή έναντι ενός ακόμη εκπαιδευόμενου αντιπάλου, έδωσε στο κυβερνητικό του πρόγραμμα τη μορφή μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας, λες και ο μόνος του προορισμός ήταν να εξυπηρετηθούν τα διαφημιστικά σποτ της προεκλογικής εκστρατείας. Πάρτε παράδειγμα την οικονομία. Ορίστηκε ως εθνικός στόχος η λογιστική εξυγίανση του δημοσίου ταμείου, το έλλειμμα ξαναϋπολογίστηκε, τριπλασιάστηκε για να ξαναμειωθεί - πάντα λογιστικά- στο επίπεδο που παραλείφθηκε. Επίτευγμα χωρίς καμιά επίπτωση στην πραγματική οικονομία, με εξαίρεση τη φορολογική επιδρομή στα πορτοφόλια των καταναλωτών. Με τον ίδιο τρόπο ξαναϋπολογίστηκαν η ανεργία και η απασχόληση, φούσκωσαν στατιστικά για να εξυπηρετηθεί μια στατιστική μείωση, στα όρια της εικονικής πραγματικότητας. Αν η ανεργία είχε μειωθεί πράγματι κατά το ένα τρίτο σε μια τριετία, θα έπρεπε να ζούμε μια ορατή παραγωγική κοσμογονία, με αντίστοιχη επίπτωση στο εισόδημα. Ακόμη και η αμοιβή της εργασίας θα είχε απογειωθεί, αφού, κατά την κυβέρνηση, οι επιχειρήσεις έχουν τρελαθεί να δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας. Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς σ’ αυτά και το επίτευγμα της ανόδου της Σοφοκλέους, αλλά ποιος τολμά να μιλήσει για σκοινί στο σπίτι του κρεμασμένου (και το 90% των κοψοχέρηδων του 2000 που περιμένουν τη δικαίωσή τους παραμένουν κρεμασμένοι). Θα μπορούσε επίσης να μιλήσει κανείς για τους ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά ακόμη και οι άπληστοι μεσοχωρίτες είναι πια καχύποπτοι γι’ αυτό το υπερεκτιμημένο φετίχ που δεν σημαίνει τίποτε και τις περισσότερες φορές περιέχει περισσότερη καταστροφή και λιγότερη δημιουργία.
Σ’ αυτήν τη φαντασιακή ναρκισσιστική ατζέντα, στην οποία η κυβέρνηση μετρά τις επιδόσεις της αυτάρεσκα σε πράγματα που κανείς δεν της έχει ζητήσει, θα πρέπει να προσθέσω την ακατάσχετη φιλολογία της διαφθοράς, τη μυθολογία της κάθαρσης και της διαφάνειας, τις χειροπέδες, τις δικογραφίες, τη μετατροπή της χώρας σ’ ένα απέραντο ανακριτικό γραφείο, τη μετάλλαξη της δικαστικής εξουσίας σε υπερεξουσία που βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία, που αποφασίζει βάσει πολιτικού timing, που επικοινωνεί κατά βούληση τις εμμονές και τις ιδεοληψίες της στα ΜΜΕ των νταβατζήδων, καταστρατηγώντας δικαιώματα υπόπτων, κατηγορουμένων και ενόχων. Ίσως πρόκειται για την πιο εντυπωσιακή επίδοση στη γαλάζια επανίδρυση του κράτους. Η πράσινη εξουσία δεν υπολειπόταν σε προσπάθειες ελέγχου των δικαστών, αλλά αυτή τη φορά μιλάμε κυριολεκτικά για τη δημιουργία ενός κράτους δικαστών που εκλαμβάνει τη συνταγματική ανεξαρτησία του ως υπεράνω όλων εξουσία, ελεύθερη από κρίσεις και με αποκλειστικά δικαιώματα αυτοελέγχου και «αυτοκάθαρσης».
Συμπερασματικά: ο κ. Καραμανλής πέτυχε όλους τους στόχους που είχε θέσει, ενδομύχως, στον εαυτό του. Είναι σαν τους στόχους που θέτει ο ασθενής στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Αλλά, εμένα, τον μέσο ψηφοφόρο, δεν με αφορούν. Κι επειδή ως ψηφοφόρος δεν θεωρώ ότι βρίσκομαι σε διατεταγμένη υπηρεσία για να απαλλάξω την κυβέρνηση από τις ανασφάλειές της, για να δώσω φιλί ζωής στον αντιπαραγωγικό διπολισμό του κομματικού συστήματος, για να συντηρήσω τη μυθολογία των σταθερών κυβερνήσεων με τις άνετες πλειοψηφίες που λειτουργούν απλώς ως ιντερμέδια των εκλογών και για πολλούς άλλους λόγους που είναι μάλλον αυτονόητοι, συνιστώ σ’ όλους τους ξαφνιασμένους και άθυμους παραθεριστές του Αυγούστου-ψηφοφόρους του Σεπτεμβρίου εκτεταμένη εκλογική ανυπακοή. Με ποιον τρόπο θα εκφραστεί είναι υπόθεση του καθενός. Ζητούμενο είναι οι συνήθεις νομείς της εξουσίας να αισθάνονται ανασφαλείς στις βεβαιότητές τους. Ελάχιστη προσφορά στην ανάπηρη δημοκρατία μας, σ’ εμάς τους ίδιους και ενδεχομένως σε όσους πάσχουν από ναρκισσιστική διαταραχή ή παρεμφερή νοσήματα.
Ιστολόγιο προορισμένο να φιλοξενεί τα κείμενα της στήλης "Ελεύθερος Σκοπευτής", παλιότερα στην Καθημερινή, αργότερα στον Επενδυτή, ύστερα μερικά ορφανά και ξέμπαρκα. Για 4 χρόνια το μπλογκ ήταν κλινικά νεκρό, μαζί με τον διαχειριστή του και τη στήλη. Κάτι συνέβη και ανένηψαν. Από τις 20/7/2019 η στήλη έδωσε σημάδια ζωής στην ΕφΣυν. Γίνονται εντατικές προσπάθειες πλήρους ανάταξης... Το μπλογκ, εν τω μεταξύ, έχει πιάσει αράχνες. Πρέπει να παστρέψω εδώ μέσα. Επιφυλάσσομαι για μικρή ανακαίνιση.
Monday, August 27, 2007
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (25/8/2007)
Οι θεσμοί αντιστράφηκαν κι άρχισε να εφαρμόζεται εντελώς το αντίθετό τους. (…) Μέσα σε μια στιγμή πραγματοποιήθηκε το όνειρο, ανεκδήλωτο, γενεών και γενεών, το πέρασμα δηλαδή στη χιλιετία της Συνειδητής Πολυσχιδούς Σχιζοφρένειας (ίνα εκπληρωθεί το ρηθέν του Κυρίου διά του προφήτου λέγοντος: αύτη έσεται η του μέλλοντος υγεία, το οποίο μεθερμηνευόμενο σήμαινε ότι εξέλιπε διά παντός ο μονοδιάστατος άνθρωπος. (…) Επικράτησε το δίκαιο των μελαγχολικών. Άρχισαν να νομοθετούν οι σιωπηλοί και οι μοναχικοί. Όλοι άκουγαν με θρησκευτική ευλάβεια τη γνώμη εκείνων που πριν τους είχαν κατατάξει στην κατηγορία των ανωμάλως διακειμένων. (….) Αποκαλύφθηκαν αίσχη και αίσχη, σε μια κρίση εθνικού αυτοκολασμού. (…) Η ερωτική ζωή τετρακοσίων τουλάχιστον πρωθυπουργών αποτέλεσε το θέμα οργιαστικών ταινιών στηριγμένων σε αδιάψευστα τεκμήρια. Δημόσιοι άνδρες, που δεν πρόλαβαν να το σκάσουν εγκαίρως στο εξωτερικό, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν ανώτατα αξιώματα και να προβούν σε εξομολογήσεις μπροστά σε αφρίζουσες μάζες λαού, που τους λιντσάριζαν και μετά τους έτρωγαν με την εκδικητική λύσσα των αδικημένων.
Δημήτρη Δημητριάδη, «Πεθαίνω σαν χώρα»
Δημήτρη Δημητριάδη, «Πεθαίνω σαν χώρα»
Monday, August 20, 2007
Σημειώσεις για μια Τεμπελιάδα
Τα περισσότερα μεγάλα έπη, από καταβολής λογοτεχνίας, περιγράφουν καταστάσεις δράσης, κίνησης, δημιουργίας ή καταστροφής. Οι ήρωές τους είναι άνθρωποι ακαταπόνητοι, ακατάπαυστα δραστήριοι, παραγωγικοί με τη στενή και την ευρεία έννοια του όρου. Με όρους οικονομίας ξεπερνούν τη μέση παραγωγικότητα κάθε ιστορικής περιόδου, είναι οι Σταχάνοφ της εποχής τους.
Κανένα έπος, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, δεν έχει τολμήσει να περιγράψει καταστάσεις ακινησίας, με ήρωες παραδομένους στη νάρκη της αδράνειας, περιορισμένους στην απόλαυση της στιγμής, πιστούς στο ζεν και στη φιλοσοφία «το τώρα είναι το μόνο που έχουμε» (αν τυχόν κάνω λάθος και εκλαμβάνω την άγνοιά μου ως βεβαιότητα, ενημερώστε με σχετικά).
Θα πείτε: αυτή είναι η φύση του έπους. Είναι προορισμένο να περιγράψει τα μεγάλα και τα σημαντικά. Αλλά και στους συντομότατους, εμβληματικούς μύθους που αποτυπώνουν οικουμενικούς ηθικούς κώδικες, σπάνια οι ήρωες είναι στην κυριολεξία τεμπέληδες. Και, ακόμη κι όταν είναι, όπως ο λαγός ή ο τζίτζικας του Αισώπου, είναι καταδικασμένοι στην ήττα ή στον θάνατο.
Η επιλογή αυτή υπονοεί ότι η ανθρωπότητα, από καταβολής της, απαρτίζεται από υπερδραστήρια, παραγωγικά μέλη που εκχωρούν με αυτοθυσία το παρόν τους στο μέλλον, το οποίο δεν είναι βέβαιο ότι τους ανήκει. Τα μεγάλα έπη, από την Οδύσσεια έως το Γκιλγκαμές και από τη Μαχαμπαράτα μέχρι το Μπούντεμπροκ, μας λένε ότι όλη η πρόοδος, η οποία συντελέστηκε από τότε που ο άνθρωπος έγινε το έλλογο δίποδο που γνωρίζουμε, οφείλεται ακριβώς στην ακάματη δραστηριότητά του. Αυτός είναι ο θεμελιώδης μύθος της ανθρώπινης εξέλιξης που συναρτά τη διαρκώς εξελισσόμενη ευφυΐα του είδους με την εργασία και τη βραδύνοια (ή την άνοια) με την αεργία.
Προσωπικά, παρ’ ότι αντικειμενικά βρίσκομαι στην πλευρά εκείνων που επιδίδονται συστηματικά στη ληστρική εκμετάλλευση του εαυτού τους, δεν έχω πειστεί ότι ως είδος-κυρίαρχος του πλανήτη, είμαστε αποκλειστικά προϊόν της εργασίας. Κι ας διατρέχω τον κίνδυνο να εξοκείλω από την ιδεολογική κοιτίδα των θείων Καρόλου και Φρίντριχ, των αειμνήστων και αξιομακάριστων. Υπάρχει η παρέκκλιση του Πολ Λαφάργκ, που αποκατέστησε κάπως τα πράγματα με το εμβληματικό «Δικαίωμα στην τεμπελιά» όπου χαρακτηρίζει την αεργία μητέρα όλων των τεχνών και των αρετών. Αλλά ο Λαφάργκ, αιωνία του η μνήμη, δεν είναι και τόσο αξιόπιστος, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος. Ως γνωστόν, αυτοκτόνησε, πιθανότατα από αδυναμία να πείσει έστω και λίγους μισθωτούς σκλάβους της εποχής του για την απελευθερωτική δύναμη της κατάργησης της εργασίας.
Υπάρχουν επίσης οι έρευνες των ανθρωπολόγων, που αμφισβητούν τη μονοδιάστατη επίδραση της εργασίας και του ανεξάντλητου καταμερισμού της στην εξέλιξη του είδους. Ακόμη και σήμερα, λένε, υπάρχουν μικρές κοινωνίες που αρνούνται τα αγαθά του εργασιακού πολιτισμού, ζουν σε κατάσταση παραγωγικής αδράνειας, λεηλατώντας με σοφή φειδώ τη φύση και απολαμβάνουν τα αγαθά της τεμπελιάς. Για λίγο ακόμη, βεβαίως, μέχρι να αφανιστούν κάτω από το επίμονο βλέμμα της επιστημονικής παρατήρησης ή με τη μετατροπή τους σε τουριστική ατραξιόν.
Θα ήταν ενδιαφέρον να μπορούσαμε να εκτιμήσουμε με σχετική ακρίβεια ποια θα ήταν η εξέλιξη του είδους, αν δεν είχε μεσολαβήσει η γραμμική μας συνάρτηση με την εργασία. Κατά μία εκδοχή θα ήμασταν ακόμη τετράποδα- δεν την πολυπιστεύω- κατά μία άλλη, πιο ρεαλιστική, προσέγγιση δεν θα απολαμβάναμε παρά το 1% των τεχνολογικών επιτευγμάτων που σήμερα μας εξασφαλίζουν ακόμη κι αυτό το μικρό ετήσιο διάλειμμα τεμπελιάς, που αποκαλείται «διακοπές». Κι αυτό δεν είναι τόσο πειστικό. Τα ίχνη όλων των πολιτισμών, από τους προϊστορικούς μέχρι τους πιο πρόσφατους, είναι τόσο προϊόντα παραγωγικής εργασίας όσο και αποτελέσματα δημιουργικής τεμπελιάς. Ούτε οι βραχογραφίες και σπηλαιογραφίες των προϊστορικών προγόνων μας που μας αφήνουν άναυδους, ούτε η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είχαν κάποιον σαφή παραγωγικό προορισμό, με τη στενή έννοια του όρου. Μπορεί, μάλιστα, να πει κανείς ότι χιλιάδες, εκατομμύρια, δισεκατομμύρια μεγαλοφυείς τεμπέληδες αφιέρωσαν τον ελεύθερο από τους καταναγκασμούς της αγοράς και της εμπορευματικής κοινωνίας χρόνο τους στη δημιουργία καλλιτεχνικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων, που αποτελούν τα κρηπιδώματα του σημερινού ψηφιακού πολιτισμού.
Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα τι στράβωσε στο γενετικό μας υλικό και η φυσική ροπή του ανθρωποπίθηκου στην τεμπελιά εξετράπη σε εργασιομανία. Τι ακριβώς συνέβη και ο ασύλληπτος χρόνος διχοτομήθηκε βίαια σε ελεύθερο και σκλαβωμένο, σε παραγωγικό και μη. Ενδεχομένως, ποτέ δεν έλειψε αυτή η υπαρξιακή και κοινωνική διαπάλη ανάμεσα στον «ορθολογισμό» της εργασίας και τον «ανορθολογισμό» της αεργίας. Οι αρχαίοι Έλληνες φρόντισαν, πάντως, να απονείμουν μιαν ισότιμη θέση σ’ αυτές τις δύο διαστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, αφήνοντας μάλλον αναπάντητο το δίλημμα: Απόλλωνας ή Διόνυσος; Όπου, ο πρώτος ενσαρκώνει την έννοια της ορθολογικής δημιουργίας, της «παραγωγικής» εργασίας, με την πολύ ευρεία έννοια, κι ο δεύτερος το ελευθεριακό πνεύμα της «αντιπαραγωγικής» απόλαυσης. Αυτό που λέμε απλά: Ξυπνάς το ζώο μέσα μου…Ο Νίτσε, που κανείς δεν μπορεί να τον επικρίνει για αντιπνευματικότητα, έριξε σαφώς το βάρος του στον Διόνυσο, αυτοπεριορισμένος ο ίδιος στον προορισμό που του έθεσε ο Απόλλωνας.
Παραδόξως, ο οικονομικός πολιτισμός μας, που αποθεώνει την εργασία και απομυζά και το τελευταίο απόθεμα παραγωγικότητας, κατά κανόνα επιβραβεύει την τεμπελιά. Τα αποτελέσματα αυτής της σχιζοφρενικής αντίφασης αποτυπώνονται στον τρόπο που κατανέμεται ο κοινωνικός, αλλά και ο φυσικός πλούτος. Αποτυπώνονται και στη θεμελιώδη προσδοκία του μέσου ανθρώπου να γίνει πλούσιος για να κάθεται. Εικονογραφούνται και στη διαφήμιση του κρατικού τζόγου, στην οποία ο τυχερός πλούσιος δεν ξέρει τι έχει ή ζει στο ιδιωτικό του νησί λύνοντας σταυρόλεξο και αδυνατώντας να βρει τη λέξη για το λήμμα «Έλληνας Κροίσος με ιδιωτικό νησί». Καταγράφονται, όμως, και στη μυθική διάσταση που έχουν πάρει οι διακοπές, η βιομηχανία της αναψυχής, του τουρισμού και της τεμπελιάς.
Το έπος που λείπει από την ιστορία της ανθρωπότητας, η Τεμπελιάδα που μένει να γραφεί, πιθανότατα γράφεται κάθε καλοκαίρι στις πλαζ των συνωθούμενων παραθεριστών, στις πολύτιμες ξαπλώστρες της Μυκόνου, για τις οποίες οι οικιακές βοηθοί φυλάνε καραούλι από πρωίας, στα πλοία της ακτοπλοϊκής ταλαιπωρίας, στις τελευταίες ερημικές παραλίες που κατακτώνται από τα σκληροτράχηλα 4Χ4, στα θορυβώδη θέρετρα που αναδύουν την τσίκνα των μαγειρείων και τα ακατάπαυστα «μπιτ» των ντι-τζέι σαν σπονδή στον Διόνυσο, στα ενοικιαζόμενα δωμάτια των Κυκλάδων, στα αντίσκηνα των φθηνών κάμπινγκ, στα χλιδάτα ξενοδοχεία των 300 ευρώ τη βραδιά, στα μελαγχολικά μουσεία της περιφέρειας, στους αρχαιολογικούς χώρους που στενάζουν κάτω από τα σανδάλια των τουριστών, στα μαρμάρινα θραύσματα που ψελλίζουν δειλά το περασμένο κοσμοπολίτικο μεγαλείο αυτού του τόπου, στα σουβλάκια, στα γκουρμέ πιάτα, στη βιομηχανοποιημένη παραδοσιακή γαστρονομία και στις εξωτικές γεύσεις, που κάθε καλοκαίρι αποκεντρώνονται, για να χορτάσουν τα παγκοσμιοποιημένα στομάχια μας.
Το έπος της Τεμπελιάδας γράφεται, ως υστερόγραφο του εργασιακού πολιτισμού, αλλά παίρνει τη διάσταση μιας νεύρωσης, μιας άνισης ανταλλαγής ανάμεσα στους έντεκα μήνες απολλώνιας παραγωγής και στον ένα (το πολύ) μήνα διονυσιακής κατανάλωσης. Το ταξίδι, οι διακοπές, γίνονται η απόλυτη νεύρωση της εποχής, συμπυκνώνοντας σε μια βαλίτσα τα απωθημένα του τζίτζικα για μια ζωή χωρίς εργασία, χωρίς την απειλή του χειμερινού ολέθρου, αλλά και χωρίς τύψεις για την επιμονή του μέρμηγκα να δουλεύει και το καλοκαίρι (αλλά πώς αλλιώς θα εξυπηρετούνταν οι διακοπές του τεμπέλη τζίτζικα; «Γκαρσόν, δυο μπύρες ακόμη», «Φέρτε μας το πρωινό στο δωμάτιο», «Παρακαλώ, αλλάξτε μας τα σεντόνια», «Ένα φρεντοτσίνο και δύο κόκα κόλες, παρακαλώ… Και η ομπρέλα μας είναι προβληματική. Κάντε κάτι…»)
Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο, παρά να χαλαρώσουμε και να απολαύσουμε αυτήν τη μικρή αυταπάτη ακριβοπληρωμένης τεμπελιάς. Κι εγώ αυτό κάνω αυτές τις μέρες. Χωρίς ίχνος τύψης. Σπλατς...
Κανένα έπος, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, δεν έχει τολμήσει να περιγράψει καταστάσεις ακινησίας, με ήρωες παραδομένους στη νάρκη της αδράνειας, περιορισμένους στην απόλαυση της στιγμής, πιστούς στο ζεν και στη φιλοσοφία «το τώρα είναι το μόνο που έχουμε» (αν τυχόν κάνω λάθος και εκλαμβάνω την άγνοιά μου ως βεβαιότητα, ενημερώστε με σχετικά).
Θα πείτε: αυτή είναι η φύση του έπους. Είναι προορισμένο να περιγράψει τα μεγάλα και τα σημαντικά. Αλλά και στους συντομότατους, εμβληματικούς μύθους που αποτυπώνουν οικουμενικούς ηθικούς κώδικες, σπάνια οι ήρωες είναι στην κυριολεξία τεμπέληδες. Και, ακόμη κι όταν είναι, όπως ο λαγός ή ο τζίτζικας του Αισώπου, είναι καταδικασμένοι στην ήττα ή στον θάνατο.
Η επιλογή αυτή υπονοεί ότι η ανθρωπότητα, από καταβολής της, απαρτίζεται από υπερδραστήρια, παραγωγικά μέλη που εκχωρούν με αυτοθυσία το παρόν τους στο μέλλον, το οποίο δεν είναι βέβαιο ότι τους ανήκει. Τα μεγάλα έπη, από την Οδύσσεια έως το Γκιλγκαμές και από τη Μαχαμπαράτα μέχρι το Μπούντεμπροκ, μας λένε ότι όλη η πρόοδος, η οποία συντελέστηκε από τότε που ο άνθρωπος έγινε το έλλογο δίποδο που γνωρίζουμε, οφείλεται ακριβώς στην ακάματη δραστηριότητά του. Αυτός είναι ο θεμελιώδης μύθος της ανθρώπινης εξέλιξης που συναρτά τη διαρκώς εξελισσόμενη ευφυΐα του είδους με την εργασία και τη βραδύνοια (ή την άνοια) με την αεργία.
Προσωπικά, παρ’ ότι αντικειμενικά βρίσκομαι στην πλευρά εκείνων που επιδίδονται συστηματικά στη ληστρική εκμετάλλευση του εαυτού τους, δεν έχω πειστεί ότι ως είδος-κυρίαρχος του πλανήτη, είμαστε αποκλειστικά προϊόν της εργασίας. Κι ας διατρέχω τον κίνδυνο να εξοκείλω από την ιδεολογική κοιτίδα των θείων Καρόλου και Φρίντριχ, των αειμνήστων και αξιομακάριστων. Υπάρχει η παρέκκλιση του Πολ Λαφάργκ, που αποκατέστησε κάπως τα πράγματα με το εμβληματικό «Δικαίωμα στην τεμπελιά» όπου χαρακτηρίζει την αεργία μητέρα όλων των τεχνών και των αρετών. Αλλά ο Λαφάργκ, αιωνία του η μνήμη, δεν είναι και τόσο αξιόπιστος, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος. Ως γνωστόν, αυτοκτόνησε, πιθανότατα από αδυναμία να πείσει έστω και λίγους μισθωτούς σκλάβους της εποχής του για την απελευθερωτική δύναμη της κατάργησης της εργασίας.
Υπάρχουν επίσης οι έρευνες των ανθρωπολόγων, που αμφισβητούν τη μονοδιάστατη επίδραση της εργασίας και του ανεξάντλητου καταμερισμού της στην εξέλιξη του είδους. Ακόμη και σήμερα, λένε, υπάρχουν μικρές κοινωνίες που αρνούνται τα αγαθά του εργασιακού πολιτισμού, ζουν σε κατάσταση παραγωγικής αδράνειας, λεηλατώντας με σοφή φειδώ τη φύση και απολαμβάνουν τα αγαθά της τεμπελιάς. Για λίγο ακόμη, βεβαίως, μέχρι να αφανιστούν κάτω από το επίμονο βλέμμα της επιστημονικής παρατήρησης ή με τη μετατροπή τους σε τουριστική ατραξιόν.
Θα ήταν ενδιαφέρον να μπορούσαμε να εκτιμήσουμε με σχετική ακρίβεια ποια θα ήταν η εξέλιξη του είδους, αν δεν είχε μεσολαβήσει η γραμμική μας συνάρτηση με την εργασία. Κατά μία εκδοχή θα ήμασταν ακόμη τετράποδα- δεν την πολυπιστεύω- κατά μία άλλη, πιο ρεαλιστική, προσέγγιση δεν θα απολαμβάναμε παρά το 1% των τεχνολογικών επιτευγμάτων που σήμερα μας εξασφαλίζουν ακόμη κι αυτό το μικρό ετήσιο διάλειμμα τεμπελιάς, που αποκαλείται «διακοπές». Κι αυτό δεν είναι τόσο πειστικό. Τα ίχνη όλων των πολιτισμών, από τους προϊστορικούς μέχρι τους πιο πρόσφατους, είναι τόσο προϊόντα παραγωγικής εργασίας όσο και αποτελέσματα δημιουργικής τεμπελιάς. Ούτε οι βραχογραφίες και σπηλαιογραφίες των προϊστορικών προγόνων μας που μας αφήνουν άναυδους, ούτε η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είχαν κάποιον σαφή παραγωγικό προορισμό, με τη στενή έννοια του όρου. Μπορεί, μάλιστα, να πει κανείς ότι χιλιάδες, εκατομμύρια, δισεκατομμύρια μεγαλοφυείς τεμπέληδες αφιέρωσαν τον ελεύθερο από τους καταναγκασμούς της αγοράς και της εμπορευματικής κοινωνίας χρόνο τους στη δημιουργία καλλιτεχνικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων, που αποτελούν τα κρηπιδώματα του σημερινού ψηφιακού πολιτισμού.
Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα τι στράβωσε στο γενετικό μας υλικό και η φυσική ροπή του ανθρωποπίθηκου στην τεμπελιά εξετράπη σε εργασιομανία. Τι ακριβώς συνέβη και ο ασύλληπτος χρόνος διχοτομήθηκε βίαια σε ελεύθερο και σκλαβωμένο, σε παραγωγικό και μη. Ενδεχομένως, ποτέ δεν έλειψε αυτή η υπαρξιακή και κοινωνική διαπάλη ανάμεσα στον «ορθολογισμό» της εργασίας και τον «ανορθολογισμό» της αεργίας. Οι αρχαίοι Έλληνες φρόντισαν, πάντως, να απονείμουν μιαν ισότιμη θέση σ’ αυτές τις δύο διαστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, αφήνοντας μάλλον αναπάντητο το δίλημμα: Απόλλωνας ή Διόνυσος; Όπου, ο πρώτος ενσαρκώνει την έννοια της ορθολογικής δημιουργίας, της «παραγωγικής» εργασίας, με την πολύ ευρεία έννοια, κι ο δεύτερος το ελευθεριακό πνεύμα της «αντιπαραγωγικής» απόλαυσης. Αυτό που λέμε απλά: Ξυπνάς το ζώο μέσα μου…Ο Νίτσε, που κανείς δεν μπορεί να τον επικρίνει για αντιπνευματικότητα, έριξε σαφώς το βάρος του στον Διόνυσο, αυτοπεριορισμένος ο ίδιος στον προορισμό που του έθεσε ο Απόλλωνας.
Παραδόξως, ο οικονομικός πολιτισμός μας, που αποθεώνει την εργασία και απομυζά και το τελευταίο απόθεμα παραγωγικότητας, κατά κανόνα επιβραβεύει την τεμπελιά. Τα αποτελέσματα αυτής της σχιζοφρενικής αντίφασης αποτυπώνονται στον τρόπο που κατανέμεται ο κοινωνικός, αλλά και ο φυσικός πλούτος. Αποτυπώνονται και στη θεμελιώδη προσδοκία του μέσου ανθρώπου να γίνει πλούσιος για να κάθεται. Εικονογραφούνται και στη διαφήμιση του κρατικού τζόγου, στην οποία ο τυχερός πλούσιος δεν ξέρει τι έχει ή ζει στο ιδιωτικό του νησί λύνοντας σταυρόλεξο και αδυνατώντας να βρει τη λέξη για το λήμμα «Έλληνας Κροίσος με ιδιωτικό νησί». Καταγράφονται, όμως, και στη μυθική διάσταση που έχουν πάρει οι διακοπές, η βιομηχανία της αναψυχής, του τουρισμού και της τεμπελιάς.
Το έπος που λείπει από την ιστορία της ανθρωπότητας, η Τεμπελιάδα που μένει να γραφεί, πιθανότατα γράφεται κάθε καλοκαίρι στις πλαζ των συνωθούμενων παραθεριστών, στις πολύτιμες ξαπλώστρες της Μυκόνου, για τις οποίες οι οικιακές βοηθοί φυλάνε καραούλι από πρωίας, στα πλοία της ακτοπλοϊκής ταλαιπωρίας, στις τελευταίες ερημικές παραλίες που κατακτώνται από τα σκληροτράχηλα 4Χ4, στα θορυβώδη θέρετρα που αναδύουν την τσίκνα των μαγειρείων και τα ακατάπαυστα «μπιτ» των ντι-τζέι σαν σπονδή στον Διόνυσο, στα ενοικιαζόμενα δωμάτια των Κυκλάδων, στα αντίσκηνα των φθηνών κάμπινγκ, στα χλιδάτα ξενοδοχεία των 300 ευρώ τη βραδιά, στα μελαγχολικά μουσεία της περιφέρειας, στους αρχαιολογικούς χώρους που στενάζουν κάτω από τα σανδάλια των τουριστών, στα μαρμάρινα θραύσματα που ψελλίζουν δειλά το περασμένο κοσμοπολίτικο μεγαλείο αυτού του τόπου, στα σουβλάκια, στα γκουρμέ πιάτα, στη βιομηχανοποιημένη παραδοσιακή γαστρονομία και στις εξωτικές γεύσεις, που κάθε καλοκαίρι αποκεντρώνονται, για να χορτάσουν τα παγκοσμιοποιημένα στομάχια μας.
Το έπος της Τεμπελιάδας γράφεται, ως υστερόγραφο του εργασιακού πολιτισμού, αλλά παίρνει τη διάσταση μιας νεύρωσης, μιας άνισης ανταλλαγής ανάμεσα στους έντεκα μήνες απολλώνιας παραγωγής και στον ένα (το πολύ) μήνα διονυσιακής κατανάλωσης. Το ταξίδι, οι διακοπές, γίνονται η απόλυτη νεύρωση της εποχής, συμπυκνώνοντας σε μια βαλίτσα τα απωθημένα του τζίτζικα για μια ζωή χωρίς εργασία, χωρίς την απειλή του χειμερινού ολέθρου, αλλά και χωρίς τύψεις για την επιμονή του μέρμηγκα να δουλεύει και το καλοκαίρι (αλλά πώς αλλιώς θα εξυπηρετούνταν οι διακοπές του τεμπέλη τζίτζικα; «Γκαρσόν, δυο μπύρες ακόμη», «Φέρτε μας το πρωινό στο δωμάτιο», «Παρακαλώ, αλλάξτε μας τα σεντόνια», «Ένα φρεντοτσίνο και δύο κόκα κόλες, παρακαλώ… Και η ομπρέλα μας είναι προβληματική. Κάντε κάτι…»)
Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο, παρά να χαλαρώσουμε και να απολαύσουμε αυτήν τη μικρή αυταπάτη ακριβοπληρωμένης τεμπελιάς. Κι εγώ αυτό κάνω αυτές τις μέρες. Χωρίς ίχνος τύψης. Σπλατς...
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
…Αυτό, βέβαια, φέρνει στο προσκήνιο το ερώτημα «ποιος θα κάνει τις βρόμικες δουλειές;»- που πάντοτε τίθεται στους αναρχικούς ή σε άλλους ουτοπιστές. Ο Πιοτ Κροπότκιν έχει από καιρό αποδείξει την πλάνη αυτού του ισχυρισμού. Δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος για τον οποίο οι βρόμικες δουλειές πρέπει να υπάρχουν. Αν διαχωριστούν ισότιμα τα δυσάρεστα καθήκοντα, τότε αυτό θα σήμαινε ότι οι κορυφαίοι επιστήμονες και οι μηχανικοί το κόσμου θα έπρεπε να τα κάνουν επίσης. Σχεδόν αμέσως θα τους έβλεπε κανείς να δημιουργούν αυτοκαθαριζόμενες κουζίνες και ρομπότ ανθρακωρύχους.
David Graeber, «Αποσπάσματα μιας Αναρχικής Ανθρωπολογίας».
David Graeber, «Αποσπάσματα μιας Αναρχικής Ανθρωπολογίας».
Η λατρεία του σώματος
Είστε στην παραλία. Μόλις έχετε φτάσει συν γυναιξί και τέκνοις. Στην ακμή της ωριμότητάς σας εσείς – ή στην παρακμή της μέσης ηλικίας. Αφού εναποθέσετε στην αμμουδιά το σεβαστό μέρος της οικοσκευής που κουβαλάτε, αφού προετοιμάσετε τα παιδιά για την ασφαλή εμβάπτισή τους στα νάματα του θέρους, αναζητάτε λίγη σκιά, πριν δροσίσετε το σώμα σας στη θάλασσα του καυτού Αυγούστου. Το βλέμμα σας περιφέρεται στη γυμνότητα των άλλων σωμάτων, στο μέτρο που το επιτρέπει η θερινή ραστώνη. Άνθρωποι κάθε ηλικίας έχουν αποθέσει το περίσσευμα ή το έλλειμμα σάρκας τους πάνω σε ξαπλώστρες, κάτω από ομπρέλες. Αλλά, ένα μέρος τους αφήνει συχνά την οριζόντια θέση και τολμά την ορθία στάση του δίποδου είδους μας. Δεν είναι απλά ένα ποσοστό του λουομένου πλήθους. Είναι μια κατηγορία ανθρώπων που τολμά να εκτίθεται σωματικά στη δοκιμασία του οφθαλμόλουτρου. Λίγο μετά την εφηβεία, στην ακμαία νεότητα ή, το πολύ, στο μεταίχμιο της ωριμότητας. Γυναίκες και άνδρες που νομίζεις ότι ξεπήδησαν από τις διαφημίσεις των ειδών ένδυσης, των καλλυντικών, των γυαλιών ηλίου, σαν να βγήκαν μόλις από το στούντιο ενός τηλεοπτικού πρωινάδικου ή κατέβηκαν από την πασαρέλα, όπου μόλις τελείωσε μια επίδειξη μαγιό και εσωρούχων. Δέρματα διακριτικά μαυρισμένα και στιλπνά, στην αναλογία μελανίνης που απαιτεί ο χρωματικός κώδικας του 2007. Εφέτος φοριέται πολύ το κόκκινο. Επίπεδες γυναικείες κοιλιές, εξάδες καλοσχηματισμένων ανδρικών κοιλιακών, παλλόμενοι αλλά σφριγηλοί γλουτοί, γραμμωμένα πόδια, ανοικτοί και προτεταμένοι θώρακες, φουσκωμένοι δικέφαλοι και τετρακέφαλοι, τετράγωνες πλάτες, στήθη όρθια σαν γυναικείου γλυπτού διά χειρός Πραξιτέλη ή με δόσεις σιλικόνης επιπέδου Πάμελα Άντερσον. Βάδισμα γεμάτο αυτοπεποίθηση, βλέμματα απλανή – όποτε διασταυρώνονται με άλλα αναζητούν μέσα τους μόνο τον θαυμασμό. Πρόσωπα ατσαλάκωτα, χαμόγελα αστραφτερά, προϊόντα συστηματικής λεύκανσης των δοντιών.
Αυτή η περιπλάνηση του βλέμματός σας, ευχάριστη στην αρχή, προκαλεί και κάποια δευτερογενή, δυσάρεστα αισθήματα. Καθώς οι μικρές Συλφίδες, οι ζουμερές Αφροδίτες, οι ανέμελοι Αδώνιδες και ευθυτενείς Αχιλλείς πυρπολούν τη ματιά σας, εσείς αισθάνεστε ότι δεν υπάρχει λόγος να βγάλετε το μπλουζάκι και το σορτς. Νιώθετε απέχθεια για τη σαμπρέλα που επιτρέψατε στο σώμα σας να αποκτήσει, για τον καμπύλο, ένα και μοναδικό κοιλιακό μυ που περικλείει το ξεχειλωμένο σας στομάχι και μόλις συγκρατεί το περιεχόμενο του μαλακού σας υπογάστριου. Έχετε δύο λύσεις: ή να κρατήσετε το σώμα σας φυλακισμένο στα ρούχα σας ή να θεωρητικοποιήσετε πειστικά -τουλάχιστον για τον εαυτό σας- την προσωπική σας σωματική γλυπτική, ως προϊόν πληθωρικής ευδαιμονίας και απόρριψης κάθε ιδέας στέρησης.
Ζούμε σε μια εποχή λατρείας του σώματος. Αφού ξεπεράσαμε με κόπο τον καρτεσιανό, χριστιανικό διχασμό μας σε «σώμα και πνεύμα», αφού περάσαμε και δεν κολλήσαμε στη διονυσιακή διέξοδο που μας πρότεινε ο Νίτσε, ζήσαμε τους σκοτεινούς αιώνες της μετατροπής μας σε σώματα-παραγωγούς και τώρα μάλλον απολαμβάνουμε τους καρπούς της μετάλλαξής μας σε σώματα-καταναλωτές. Ο καπιταλισμός διαστρέβλωσε με επιδεξιότητα το habeas corpus από δικαίωμα αυτοδιάθεσης σε υποχρέωση ανταπόκρισης σε νόρμες. Το σώμα μας απέκτησε και πάλι τη μυστικιστική, φετιχιστική διάσταση που του απέδιδε ο χριστιανισμός ως προσωρινό οίκο του πνεύματος, αλλά με έναν τρόπο αντίστροφο. «Έχω ένα σώμα» σημαίνει πια ότι έχω ένα σχέδιο οικοδόμησης και ανοικοδόμησής του, ώστε να ανταποκρίνεται στην αισθητική νόρμα της εποχής. Το τρέφω σωστά και υγιεινά, το επιτηρώ και το παραδίδω στην επιτήρηση των ειδικών, το ασφαλίζω έναντι κάθε κινδύνου, το τροφοδοτώ με χιλιάδες προϊόντα και υπηρεσίες συντήρησης, του δίνω ανταλλακτική αξία, αφού κάθε μέρος του μπορεί να αποτελέσει μόσχευμα για κάποιον που το έχει περισσότερη ανάγκη από μένα.
Δεν είναι σύνδρομο της εποχής μας η λατρεία του σώματος. Η διαδοχή των πολιτισμών έφερε ποικίλες ανατροπές σ’ αυτό που κάθε φορά αποτελούσε πρότυπο ομορφιάς, στο είδος του σώματος που λατρευόταν. Και κάθε αισθητικό σχήμα που επικρατούσε, αποτυπωμένο σε ζωγραφικούς πίνακες και γλυπτά, κρυμμένο πίσω από ατέλειωτα τόπια υφάσματος ή εκτεθειμένο στην απόλυτη γυμνότητα, συνοδευόταν από μια συγκεκριμένη τελετουργία θυσιών, στερήσεων και δαπανών που απαιτούσε το ιδεώδες σώμα.
Δεν υπάρχει κάτι παράδοξο σ’ αυτό. Ίσα-ίσα, στη διαχρονική λατρεία του σώματος συμπυκνώνεται η ανθρώπινη αγωνία ν’ ανακοπεί η αναπόφευκτη φθορά, η προσπάθεια να λύσει το προεξοφλημένο συμβόλαιο φθοράς του. Στη λατρεία του σώματος κρύβεται -αν και συνήθως δεν ομολογείται- η βεβαιότητα πως η υλική του πραγματικότητα είναι η μόνη ευκαιρία που διαθέτει κάθε νοήμον ανθρωποειδές. «Έχω μόνο αυτό το σώμα, πρέπει να δω πώς θα ζήσω μ’ αυτό», λέει στη δανέζικη ταινία «Σαπουνόπερα» ο πρωταγωνιστής, ένας τραβεστί ασυμφιλίωτος με το σαρκίο του, που περιμένει με αγωνία την έγκριση των Αρχών για να υποβληθεί σε επέμβαση αλλαγής φύλου.
Αλλά ο οικονομικός μας πολιτισμός έχει προσθέσει κάτι πρωτοφανές στη λατρεία του σώματος. Κάτι που στέλνει στα σκουπίδια την προσδοκία τής μετά θάνατον ζωής, της ανάστασης των νεκρών και της ανασύνθεσης των σωμάτων τους, με ένα τρόπο βάναυσο και απάνθρωπο. Το σώμα δεν είναι η κατοικία ενός και μοναδικού ατόμου, αλλά μια ρεπλίκα που οφείλει να αναπαράγεται σε εκατομμύρια, δισεκατομμύρια αντίτυπα, με μικρές μόνο ανεκτές αποκλίσεις ύψους, βάρους, χρώματος. Μια τεράστια βιομηχανία προσφέρει υπηρεσίες διόρθωσης, ένας επικοινωνιακός καταιγισμός δημιουργεί και επιβάλλει μοντέλα κι ένας επιστημονικός στρατός προσφέρει πειστικά άλλοθι στην ακριβή γλυπτική του κορμιού, δημιουργώντας ειδικά προϊόντα για κάθε ομάδα κυττάρων μας.
Οι «μοδίστρες» της χειρουργικής μπορούν να σας προσφέρουν το μπαλκονάτο μπούστο της Πάμελα Άντερσον, την ευθεία μύτη του Μπραντ Πιτ, τα σαρκώδη χείλη της Αντζελίνα Τζολί, το τετράγωνο πηγούνι του Ρίτσαρντ Γκιρ. Ο προσωπικός σας γυμναστής μπορεί να σας ανακατασκευάσει ώστε να μοιάζετε στον θηριώδη Ζαν Κλοντ βαν Νταμ ή ν’ αποκτήσετε τον αέρινο σωματότυπο της Ναόμι Κάμπελ. Οι οδοντίατροι μπορούν να σας δώσουν το γύψινο χαμόγελο του Ψινάκη. Οι τριχολόγοι σάς προσφέρουν την πλούσια χαίτη του Μελ Γκίμπσον, οι οπτικοί το γαλανό βλέμμα του Μαρτάκη ή το μενεξεδί της Λιζ Τέιλορ. Οι διαιτολόγοι θα εξαφανίσουν τα λιπαρά από τη διατροφή σας, θα σας υποβάλουν σε μακρόχρονες ασκήσεις πείνας. Οι δερματολόγοι και οι αισθητικοί θα καθυστερήσουν όσο γίνεται τη σκληρή γλυπτική του χρόνου πάνω στο πρόσωπό σας. Όλοι τους θα αμειφθούν αδρά για τις στερήσεις και καταπονήσεις στις οποίες θα υποβάλουν το σώμα σας. Ένας σκασμός προϊόντα, ψιμύθια και μαντζούνια θα σας προσθέσουν αέρα Χόλιγουντ. Η οικονομία του σώματος σας αφαιρεί άπληστα χρόνο και χρήμα, αλλά το θέμα είναι αν εσείς αντλείτε την παραμικρή απόλαυση απ’ αυτό, υποταγμένοι στον ρατσισμό του κάλλους.
Διότι περί ρατσισμού πρόκειται. Διότι δεν είναι δεδομένο ότι μπορούν ν’ ανταποκριθούν όλα τα σώματα στη δοκιμασία της ανάπλασης. Δεν μπορούν ν’ ανταποκριθούν όλα τα πρόσωπα στην κοπτοραπτική του λίφτινγκ, δεν μπορούν να αντισταθούν το ίδιο αποτελεσματικά όλα τα δέρματα στη φθορά του χρόνου. Αν ο σκοπός είναι να γεμίζουν οι παραλίες της Μεσογείου από ημι-ανορεξικές Λολίτες και λικνιζόμενους Νάρκισσους, τελικά θα τεθεί απαγόρευση εισόδου σε όσους δεν τα καταφέρνουν να μεταμορφωθούν. Και η ντροπή, η συστολή που νιώθουμε πολλοί για τους ακατέργαστους όγκους σώματος, για τα περισσεύματα σάρκας, τα ελλείμματα μυών, ασυμφιλίωτοι με τη φυσική μας κατάσταση, πλημμυρισμένοι από τύψεις για το σχήμα μας, είναι ήδη μια μορφή απαγόρευσης.
Το βλέμμα μας, βέβαια, πάντα θα θέλγεται απ’ το ωραίο, από το ξεχασμένο σχήμα της δικής μας νεότητας, από την ανάμνηση της δικής μας σωματικής ακμής («θυμήσου σώμα…», που έλεγε ο Καβάφης), μεταφερμένης πια σε άλλα σώματα. Κι αυτό στοιχείο της φύσης μας είναι, πυρήνας της λίμπιντό μας. Αλλά, για να ’ναι αποτελεσματική, προϋποθέτει ν’ αγαπήσουμε πρώτα τον εαυτό μας, τον πρώτο πιστό μας εραστή. Πριν, λοιπόν, επιδοθούμε στη βασανιστική εξημέρωση του σώματος, ας εξημερώσουμε το βλέμμα μας, απαλλάσσοντάς το από τις τοξικές προσβολές του «κάλλους» και του κάλου (στον εγκέφαλο).
Αυτή η περιπλάνηση του βλέμματός σας, ευχάριστη στην αρχή, προκαλεί και κάποια δευτερογενή, δυσάρεστα αισθήματα. Καθώς οι μικρές Συλφίδες, οι ζουμερές Αφροδίτες, οι ανέμελοι Αδώνιδες και ευθυτενείς Αχιλλείς πυρπολούν τη ματιά σας, εσείς αισθάνεστε ότι δεν υπάρχει λόγος να βγάλετε το μπλουζάκι και το σορτς. Νιώθετε απέχθεια για τη σαμπρέλα που επιτρέψατε στο σώμα σας να αποκτήσει, για τον καμπύλο, ένα και μοναδικό κοιλιακό μυ που περικλείει το ξεχειλωμένο σας στομάχι και μόλις συγκρατεί το περιεχόμενο του μαλακού σας υπογάστριου. Έχετε δύο λύσεις: ή να κρατήσετε το σώμα σας φυλακισμένο στα ρούχα σας ή να θεωρητικοποιήσετε πειστικά -τουλάχιστον για τον εαυτό σας- την προσωπική σας σωματική γλυπτική, ως προϊόν πληθωρικής ευδαιμονίας και απόρριψης κάθε ιδέας στέρησης.
Ζούμε σε μια εποχή λατρείας του σώματος. Αφού ξεπεράσαμε με κόπο τον καρτεσιανό, χριστιανικό διχασμό μας σε «σώμα και πνεύμα», αφού περάσαμε και δεν κολλήσαμε στη διονυσιακή διέξοδο που μας πρότεινε ο Νίτσε, ζήσαμε τους σκοτεινούς αιώνες της μετατροπής μας σε σώματα-παραγωγούς και τώρα μάλλον απολαμβάνουμε τους καρπούς της μετάλλαξής μας σε σώματα-καταναλωτές. Ο καπιταλισμός διαστρέβλωσε με επιδεξιότητα το habeas corpus από δικαίωμα αυτοδιάθεσης σε υποχρέωση ανταπόκρισης σε νόρμες. Το σώμα μας απέκτησε και πάλι τη μυστικιστική, φετιχιστική διάσταση που του απέδιδε ο χριστιανισμός ως προσωρινό οίκο του πνεύματος, αλλά με έναν τρόπο αντίστροφο. «Έχω ένα σώμα» σημαίνει πια ότι έχω ένα σχέδιο οικοδόμησης και ανοικοδόμησής του, ώστε να ανταποκρίνεται στην αισθητική νόρμα της εποχής. Το τρέφω σωστά και υγιεινά, το επιτηρώ και το παραδίδω στην επιτήρηση των ειδικών, το ασφαλίζω έναντι κάθε κινδύνου, το τροφοδοτώ με χιλιάδες προϊόντα και υπηρεσίες συντήρησης, του δίνω ανταλλακτική αξία, αφού κάθε μέρος του μπορεί να αποτελέσει μόσχευμα για κάποιον που το έχει περισσότερη ανάγκη από μένα.
Δεν είναι σύνδρομο της εποχής μας η λατρεία του σώματος. Η διαδοχή των πολιτισμών έφερε ποικίλες ανατροπές σ’ αυτό που κάθε φορά αποτελούσε πρότυπο ομορφιάς, στο είδος του σώματος που λατρευόταν. Και κάθε αισθητικό σχήμα που επικρατούσε, αποτυπωμένο σε ζωγραφικούς πίνακες και γλυπτά, κρυμμένο πίσω από ατέλειωτα τόπια υφάσματος ή εκτεθειμένο στην απόλυτη γυμνότητα, συνοδευόταν από μια συγκεκριμένη τελετουργία θυσιών, στερήσεων και δαπανών που απαιτούσε το ιδεώδες σώμα.
Δεν υπάρχει κάτι παράδοξο σ’ αυτό. Ίσα-ίσα, στη διαχρονική λατρεία του σώματος συμπυκνώνεται η ανθρώπινη αγωνία ν’ ανακοπεί η αναπόφευκτη φθορά, η προσπάθεια να λύσει το προεξοφλημένο συμβόλαιο φθοράς του. Στη λατρεία του σώματος κρύβεται -αν και συνήθως δεν ομολογείται- η βεβαιότητα πως η υλική του πραγματικότητα είναι η μόνη ευκαιρία που διαθέτει κάθε νοήμον ανθρωποειδές. «Έχω μόνο αυτό το σώμα, πρέπει να δω πώς θα ζήσω μ’ αυτό», λέει στη δανέζικη ταινία «Σαπουνόπερα» ο πρωταγωνιστής, ένας τραβεστί ασυμφιλίωτος με το σαρκίο του, που περιμένει με αγωνία την έγκριση των Αρχών για να υποβληθεί σε επέμβαση αλλαγής φύλου.
Αλλά ο οικονομικός μας πολιτισμός έχει προσθέσει κάτι πρωτοφανές στη λατρεία του σώματος. Κάτι που στέλνει στα σκουπίδια την προσδοκία τής μετά θάνατον ζωής, της ανάστασης των νεκρών και της ανασύνθεσης των σωμάτων τους, με ένα τρόπο βάναυσο και απάνθρωπο. Το σώμα δεν είναι η κατοικία ενός και μοναδικού ατόμου, αλλά μια ρεπλίκα που οφείλει να αναπαράγεται σε εκατομμύρια, δισεκατομμύρια αντίτυπα, με μικρές μόνο ανεκτές αποκλίσεις ύψους, βάρους, χρώματος. Μια τεράστια βιομηχανία προσφέρει υπηρεσίες διόρθωσης, ένας επικοινωνιακός καταιγισμός δημιουργεί και επιβάλλει μοντέλα κι ένας επιστημονικός στρατός προσφέρει πειστικά άλλοθι στην ακριβή γλυπτική του κορμιού, δημιουργώντας ειδικά προϊόντα για κάθε ομάδα κυττάρων μας.
Οι «μοδίστρες» της χειρουργικής μπορούν να σας προσφέρουν το μπαλκονάτο μπούστο της Πάμελα Άντερσον, την ευθεία μύτη του Μπραντ Πιτ, τα σαρκώδη χείλη της Αντζελίνα Τζολί, το τετράγωνο πηγούνι του Ρίτσαρντ Γκιρ. Ο προσωπικός σας γυμναστής μπορεί να σας ανακατασκευάσει ώστε να μοιάζετε στον θηριώδη Ζαν Κλοντ βαν Νταμ ή ν’ αποκτήσετε τον αέρινο σωματότυπο της Ναόμι Κάμπελ. Οι οδοντίατροι μπορούν να σας δώσουν το γύψινο χαμόγελο του Ψινάκη. Οι τριχολόγοι σάς προσφέρουν την πλούσια χαίτη του Μελ Γκίμπσον, οι οπτικοί το γαλανό βλέμμα του Μαρτάκη ή το μενεξεδί της Λιζ Τέιλορ. Οι διαιτολόγοι θα εξαφανίσουν τα λιπαρά από τη διατροφή σας, θα σας υποβάλουν σε μακρόχρονες ασκήσεις πείνας. Οι δερματολόγοι και οι αισθητικοί θα καθυστερήσουν όσο γίνεται τη σκληρή γλυπτική του χρόνου πάνω στο πρόσωπό σας. Όλοι τους θα αμειφθούν αδρά για τις στερήσεις και καταπονήσεις στις οποίες θα υποβάλουν το σώμα σας. Ένας σκασμός προϊόντα, ψιμύθια και μαντζούνια θα σας προσθέσουν αέρα Χόλιγουντ. Η οικονομία του σώματος σας αφαιρεί άπληστα χρόνο και χρήμα, αλλά το θέμα είναι αν εσείς αντλείτε την παραμικρή απόλαυση απ’ αυτό, υποταγμένοι στον ρατσισμό του κάλλους.
Διότι περί ρατσισμού πρόκειται. Διότι δεν είναι δεδομένο ότι μπορούν ν’ ανταποκριθούν όλα τα σώματα στη δοκιμασία της ανάπλασης. Δεν μπορούν ν’ ανταποκριθούν όλα τα πρόσωπα στην κοπτοραπτική του λίφτινγκ, δεν μπορούν να αντισταθούν το ίδιο αποτελεσματικά όλα τα δέρματα στη φθορά του χρόνου. Αν ο σκοπός είναι να γεμίζουν οι παραλίες της Μεσογείου από ημι-ανορεξικές Λολίτες και λικνιζόμενους Νάρκισσους, τελικά θα τεθεί απαγόρευση εισόδου σε όσους δεν τα καταφέρνουν να μεταμορφωθούν. Και η ντροπή, η συστολή που νιώθουμε πολλοί για τους ακατέργαστους όγκους σώματος, για τα περισσεύματα σάρκας, τα ελλείμματα μυών, ασυμφιλίωτοι με τη φυσική μας κατάσταση, πλημμυρισμένοι από τύψεις για το σχήμα μας, είναι ήδη μια μορφή απαγόρευσης.
Το βλέμμα μας, βέβαια, πάντα θα θέλγεται απ’ το ωραίο, από το ξεχασμένο σχήμα της δικής μας νεότητας, από την ανάμνηση της δικής μας σωματικής ακμής («θυμήσου σώμα…», που έλεγε ο Καβάφης), μεταφερμένης πια σε άλλα σώματα. Κι αυτό στοιχείο της φύσης μας είναι, πυρήνας της λίμπιντό μας. Αλλά, για να ’ναι αποτελεσματική, προϋποθέτει ν’ αγαπήσουμε πρώτα τον εαυτό μας, τον πρώτο πιστό μας εραστή. Πριν, λοιπόν, επιδοθούμε στη βασανιστική εξημέρωση του σώματος, ας εξημερώσουμε το βλέμμα μας, απαλλάσσοντάς το από τις τοξικές προσβολές του «κάλλους» και του κάλου (στον εγκέφαλο).
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Το σώμα δομείται, αποδομείται, διαστρεβλώνεται, ανακατασκευάζεται όπως η προσωπικότητα. Η φύση είναι υπερβολικά αργή, η εξέλιξη δυσδιάκριτη. Δεν μπορεί να περιμένει κανείς, λείπει ο χρόνος, λείπει η υπομονή. Είναι ανάγκη να δούμε τώρα, εδώ, ένα προσχέδιο του μετα-ανθρώπου, το λυκόφως των τεράτων. Ισότητα των φύλων, ισότητα των χρωμάτων, ισότητα των σωμάτων. Το αντίθετό τους: σεξισμός, ρατσισμός, κοινωνικές διακρίσεις λόγω βάρους, ύψους, σχήματος. Στο αρχιπέλαγος των διαφορών μια μειονότητα επικρατεί, αναδεικνύεται σε νόρμα. Η πλειονότητα στιγματίζεται: «πολύ χοντρός», «πολύ γέρος», «κουτσός», «κουφός», «παλαβός», «Κουασιμόδος», «στούμπος», «θωρηκτό», «σακάτης». Η αλήθεια είναι ότι σε κάποια χρονική στιγμή όλοι οι άνθρωποι κατατάσσονται στους στιγματισμένους, βρίσκονται, έστω προσωρινά, εκτός νόρμας. Παχαίνουν, γερνάνε, σπάνε ένα πόδι- δύο πόδια- καμπουριάζουν, κουφαίνονται.
Σώτης Τριανταφύλλου, «Ιστορίες του Σώματος»
Σώτης Τριανταφύλλου, «Ιστορίες του Σώματος»
Subscribe to:
Posts (Atom)