Tuesday, December 16, 2014

Αεροσκατολογία

(Το μπλογκ παρά λίγο να πεθάνει από απεργία γραφής. Μια προσπάθεια να το σώσω...)



Από πολλές απόψεις χαίρομαι που υπάρχουν. Χαίρομαι που υπάρχουν ο Βενιζέλος, ο Σαμαράς, ο Χαρδούβελης, ο Στουρνάρας, ο Γιούνκερ, ο Μοσκοβισί, η Βούλτεψη. Χαίρομαι που υπάρχουν και μιλούν. Που τα λόγια  βγαίνουν από το στόμα τους σαν ούρα ακράτειας, σαν ασυγκράτητες μάζες αερίων που απεγκλωβίζονται με βία από τον εντερικό σωλήνα, κατατροπώνοντας την άμυνα του σφιγκτήρος μυός, σαν διάρροιες που ακολουθούν την ίδια ακριβώς εκρηκτική διαδρομή. Χαίρομαι που υπάρχουν, μιλούν και δεν υποψιάζονται πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι η δυσωδία που προκαλούν.

Να ένα μικρό, απαράμιλλο δείγμα λογο-διάρροιας: «Οποιαδήποτε μαγκιά στην Ε.Ε. πληρώνεται με τρόπο καταλυτικό και άμεσο και ο ψευτοτσαμπουκάς στην Κομισιόν για θέματα της απολύτου αρμοδιότητας της φέρνει άμεση και ζεστή την εκδίκηση της». Βενιζέλος έφα. Στην Καστοριά. Στα γουναράδικα.  Σαν αλεπού που της λείπει επίγνωση του κινδύνου ότι κάθε έξοδος για αναζήτηση τροφής μπορεί να είναι κι ένα μοιραίο ραντεβού με το τσιγκέλι και το μαχαίρι του εκδοροσφαγέα. Αυτή ήταν η μαγκιά της αλεπούς κατά τη λαϊκή παράδοση, που τη δανείστηκε κι ο Άρης κατά την ιστορική παράδοση. Με τη μαγκιά του Βενιζέλου, σχέση ουδεμία. Με τη μαγκιά του ΣΥΡΙΖΑ, που υπονοεί ο Βενιζέλος, θα δείξει αν υπάρχει επαφή. Ελπίζει κανείς στο στοιχειώδες.

Άλλο είναι το θέμα μας. Η μαγκιά της Κομισιόν. Ο τσαμπουκάς του ευρωπαϊκού ιερατείου, που τόσο γλαφυρά και απολύτως ρεαλιστικά περιγράφει ο αντιπρόεδρος, η αντιπροεδράρα και προεδράρα συνάμα. Τέτοιες ακριβώς είναι η Κομισιόν, η Ε.Ε., η Ευρωζώνη, η ΕΚΤ. Άμα τους μπει κανένας στη μύτη έχουν έτοιμη, άμεση και ζεστή την εκδίκησή τους. Η Ε.Ε. έχει γίνει μια αίθουσα βασανιστηρίων, ο θάλαμος απομόνωσης σωφρονιστικού καταστήματος, ένα κολαστήριο, ένας μηχανισμός τιμωρίας και εκδίκησης. Ευχαριστούμε, αντιπρόεδρε. Ευγνωμονούμε για τη συμβολή του στην εμπέδωση αυτού που προ πολλού έχουμε καταλάβει, αλλά είναι άλλο πράγμα να τ’ ακούμε από το στόμα του, να βγαίνει βροντερό ως βίαιη εξαέρωση, απειλητικό σαν ορμητική εκκένωση. Ευχαριστούμε τον κ. Βενιζέλο για την παρρησία και ειλικρίνεια με την οποία ομολογεί ότι κι αυτός κι ο προϊστάμενός του πρωθυπουργός είναι μέσ’ στα σκατά. (Εφόσον ισχύει ο διάλογος κατά τη συνάντησή του με τον Τσίπρα, που μετέφεραν ΤΑ ΝΕΑ. Τον αναπαράγω με την ευκαιρία. «Βενιζέλος: Μα τι σε έχει πιάσει και θέλεις ντε και καλά να βουτηχτείς στα σκ@τ@. Τι βιάζεσαι; Περίμενε. Έτσι και αλλιώς θα γίνεις κάποια στιγμή. Τσίπρας: Γιατί πρέπει απαραίτητα να βουτηχτώ στα σκ@τ@; Θα τα καταφέρουμε έτσι, που να μη χρειαστεί να γίνει τίποτε από όλα αυτά. Βενιζέλος: Αγόρι μου, δεν έχεις καταλάβει. Θα σε γαμ@@@ με το που θα αναλάβεις...» Εφόσον είναι αληθής ο διάλογος- και ποιος τολμά να αμφισβητήσει τη ναυαρχίδα της διαπλοκής, ΤΑ ΝΕΑ;-, οφείλουμε να ευχαριστήσουμε πάλι τον αντιπρόεδρο για μια ακόμη ακριβέστερη περιγραφή του ευρω-αποχωρητηρίου. Άλλωστε και τα σκατά- δεν μας χρειάζονται τα σύμβολα απόκρυψης στη λέξη- προϊόν εκκένωσης είναι).

Ευχαριστούμε, επίσης, τον Γιούνκερ που μας υπενθυμίζει ότι την έχει χεσμένη (ή κλασμένη) τη δημοκρατία, αυτό το αδειανό πουκάμισο που δεν δικαιούται να κάνει μαγκιές στο Διευθυντήριο. Ευχαριστούμε και τον Μοσκοβισί, που μας κουνάει κουτοπόνηρα το χαρτί του Grexit μέσ’ στη μούρη μας, να φοβηθούμε, σκιαχτούμε, να λουφάξουμε, να το βουλώσουμε, να χεστούμε πάνω μας, να καταλάβουμε το κοινοβούλιο και να απειλήσουμε με ξύλο όποιον βουλευτή τολμήσει να μην ψηφίσει πρόεδρο. Ευχαριστούμε την Κομισιόν που δείχνει πόσο απεχθής τής είναι η λαϊκή βούληση, ούτε καν η ίδια η λαϊκή βούληση, απλώς και μόνο η προσφυγή σ’ αυτήν. Ευχαριστούμε την όλη Ε.Ε., όλο το γραφειοκρατικό συνονθύλευμα που ευχαρίστως θα απαγόρευε τις εκλογές, αν πραγματικά πίστευε ότι αρκούσαν για ν’ αλλάξουν τα πράγματα. Ευχαριστούμε τις ευγενείς γραφίδες του συστημικού Τύπου για την αμετροέπεια με την οποία υποστηρίζουν πόσο επικίνδυνο και ολέθριο πράγμα είναι οι εκλογές. Ευχαριστούμε τον Ψαριανό και όλους τους εκλεγμένους συναδέλφους του που με κάθε ευκαιρία λένε το ίδιο, τους ευχαριστούμε που ομολογούν πόσο απεχθής τους είναι αυτό που αποκαλείται κοινωνία, λαός, ψηφοφόρος που πρέπει να πάρει μιαν απόφαση, να αναλάβει μιαν ευθύνη, ένα ρίσκο. Να μην παραλείψουμε να ευχαριστήσουμε και τη Βούλτεψη, ακάματη παραγωγό ρητορικών εκκενώσεων. Να ευχαριστήσουμε και τους δημοσκόπους, που κάνουν ότι μπορούν για «να κλείσουν την ψαλίδα», σαν τον σφιγκτήρα που προσπαθεί απεγνωσμένα να κλείσει την έξοδο μιας ασυγκράτητης πορδής.  

Τους ευχαριστούμε όλους για τη μαγκιά τους, την παρρησία τους, την λογοδιάρροιά τους, τον τσαμπουκά με τον οποίο μας απειλούν όλους με την άμεση, ζεστή εκδίκηση της Ε.Ε. Ζεστή και άμεση σαν αέρια ή υγρή εντερική εκκένωση. Τους ευχαριστούμε που ομολογούν πόσο πλήρεις αισθάνονται ζώντας μέσ’ στα σκατά.

Τους ευχαριστούμε για τη διάθεση και την ικανότητά τους να τσαντίσουν την κοινωνία μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Τους ευχαριστούμε για την πιθανότητα να φέρουν την πλειοψηφία των ηττημένων, υποταγμένων και χωμένων μέσ’ στα σκατά ανθρώπων σε διάθεση να τους χέσει όλους πατόκορφα, να εγκαταλείψει τη νιρβάνα της ανάθεσης και να πει «άι σιχτίρ εσύ και το ευρώ σου, άι χέσου εσύ και το ATM σου, άι γαμήσου κι εσύ και το ΕΣΠΑ σου». Τους ευχαριστούμε για το ενδεχόμενο να μετατρέψουν τον βόθρο που αποτελεί το ελληνικό και ευρωπαϊκό μας ενδιαίτημά σε εκρηκτική κόλαση. Και, ξέρετε, δεν παλεύεται το μεθάνιο όταν εγκλωβιστεί σε μεγάλες ποσότητες. Ούτε με τάπες ούτε με πορδοβουλώματα.

ΚΙΜΠΙ

Υ.Γ. Για όσους τυχόν αισθάνονται πως η αεροσκατολογία του παραπάνω πονήματος προσβάλλει την αισθητική τους, απολογούμαι ότι, έχοντας να αναρτήσω κείμενο σε αυτό το blog ενάμιση μήνα, αισθάνθηκα ακριβώς σαν υπερκορεσμένος εντερικός σωλήνας, σαν βόθρος στα πρόθυρα έκρηξης. Κι οι αφορμές που μας δίνουν έχουν προ πολλού καταρρίψει τα όρια ορθολογισμού, πολιτικής ορθότητας και αισθητικής ευπρέπειας. Ως άλλοθι, πάντως, επιστρατεύω μια διάσημη σκατολογία του Σουρή, και με την ευκαιρία αναβιώνω τη θυγατρική στήλη που συνόδευε πάντα τα κείμενα του «Ελεύθερου Σκοπευτή».


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Μυρωμένοι στίχοι

Τίποτε δεν απόμεινε στον κόσμο πια για μένα,
όλα βρωμούν τριγύρω μου και φαίνονται χεσμένα.
Όλα σκατά γενήκανε και ο δικός μου κώλος
σκατά εγίνηκε κι αυτός, σκατά ο κόσμος όλος.

Μόνο σκατά φυτρώνουνε στον τόπο αυτό τον άγονο
κι όλοι χεσμένοι είμαστε, σκατάδες στο τετράγωνο.
Μας έρχεται κάθε σκατάς, θαρρούμε πως σωθήκαμε,
μα μόλις φύγει βλέπομε πως αποσκατωθήκαμε.

Σκατά βρωμάει τούτος δω, σκατά βρωμά κι εκείνος,
σκατά βρωμάει το σκατό, σκατά βρωμά κι ο κρίνος.
Σκατά κι εγώ, μες στα σκατά, και με χαρτί χεσμένο
ό,τι κι αν γράψω σαν σκατό προβάλλει σκατωμένο.

Σκατά τα πάντα θεωρώ και χωρίς πια να απορώ,
σκατά μασώ, σκατά ρουφώ, σκατά πάω να χέσω,
απ΄ τα σκατά θα σηκωθώ και στα σκατά θα πέσω.

Όταν πεθάνω χέστε με, τα κόλλυβά μου φάτε
Και πάλι ξαναχέστε με και πάλι ξαναφάτε,
μα απ’ τα γέλια τα πολλά κοντεύω ν’ αρρωστήσω
και δεν μπορώ να κρατηθώ, μου φεύγουν από πίσω.

Σκατά ο μεν, σκατά ο δε, σκατά ο κόσμος όλος
κι απ’ το πολύ το χέσιμο μου πόνεσε ο κώλος!

Γεωργίου Σουρή, στίχοι δεν δημοσιεύτηκαν όσο ζούσε, πιθανότατα για λόγους λογοκρισίας, αλλά κυκλοφορούσαν σε χειρόγραφα.

Saturday, November 8, 2014

Το λάθος είναι ο πρόγονος του σωστού



Πριν από πολλά χρόνια, όταν ήμουν ακόμη σχετικά νέος στη δημοσιογραφία, ο διευθυντής της εφημερίδας που δούλευα με επέπληξε μια μέρα, με αστική ευγένεια είναι αλήθεια,  για το γεγονός ότι είχε διαφύγει της προσοχής μου συντακτικό λάθος σε τίτλο κειμένου. Παρ’ ότι ήμουν αρκετά καλός γνώστης και χρήστης της ελληνικής, δεν υπήρξα ποτέ φανατικός καθαρολόγος, είτε της λαϊκότροπης είτε της λογίας εκδοχής. Και σε κάθε περίπτωση δεν ήμουν πιστός στους κανόνες των γλωσσικών εγχειριδίων, για τον απλούστατο λόγο ότι, όπως όλοι της γενιάς μου, έζησα την ραγδαία μετάβαση από την κυριαρχία της απλής καθαρεύουσας του επίσημου λόγου στον θρίαμβο της απλής δημοτικής, που καθιστούσε «ορθά» και απολύτως αποδεκτά χιλιάδες «λάθη» της παλαιάς γλώσσας.
«Μετά από…». Αυτό ήταν το λάθος που προκάλεσε την παρατήρηση του διευθυντή μου. «Κλασικό λάθος, δυο προθέσεις, η μια μετά την άλλη δεν πάνε ποτέ», είπε για να τεκμηριώσει την παρατήρηση. Ακριβής παρατήρηση, σύμφωνα με τους κανόνες της αρχαΐζουσας, της απλής καθαρεύουσας ή της λόγιας δημοτικής που επιχείρησαν να επιβάλουν οι εφημερίδες τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά τόσο ασύμβατη με τη ζωντανή πραγματικότητα της γλώσσας. Στα περισσότερα επίσημα κείμενα, στα σχολικά βιβλία, στα δικόγραφα, τις δικαστικές αποφάσεις, τα ΦΕΚ ή τα επίσημα κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης το λάθος «μετά από» είναι πια το νέο σωστό. Η πλειοψηφία των «ασυντάκτων» επέβαλε τον νέο κανόνα της στους καθαρολόγους της συντακτικής ακαμψίας. Οι γλώσσες είναι ζωντανοί οργανισμοί γιατί τις μιλούν ζωντανοί άνθρωποι, κι αν αυτοί συμφωνήσουν ότι με το «λάθος» τους εννοούν το ίδιο «σωστό» πράγμα, τότε το λάθος γίνεται σωστό. Εκ των πραγμάτων, το λάθος είναι ο πρόγονος του σωστού.

Μού ξανασυνέβη αυτό πρόσφατα, όταν αναζητούσα την οδό «Πεύκων» στο Ηράκλειο, αλλά όλοι όσους ρώτησα να με προσανατολίσουν με διόρθωναν, άλλος αυστηρά, άλλος αυθόρμητα: «Πευκών»! Τα πεύκα των πεύκων, ή τα πεύκα των πευκών; Με έκανε να αναρωτιέμαι η βεβαιότητα με την οποία με διόρθωναν, έκλινα όσα δευτερόκλιτα ουδέτερα μου έρχονταν στο μυαλό, «τα δένδρα των δένδρων, όχι των δενδρών, τα δώρα των δώρων, όχι των δωρών, δεν μπορεί να κάνω λάθος», αλλά ο αταλάντευτος τονισμός των κατοίκων με κάνει να πιστεύω ότι, τελικά, ο οδογράφος του εγγύς μέλλοντος θα προσαρμοστεί και θα κατεβάσει τον τόνο. Ή το πολύ πολύ θα κρύψει την πάλη ανάμεσα στο «λάθος» και το «σωστό» πίσω από έξι κεφαλαία γράμματα: ΠΕΥΚΩΝ. Κι όλοι θα ‘ναι ευχαριστημένοι.

                                     ***
Η γλώσσα είναι ένα σχετικά ανώδυνο πεδίο αυτού του κανόνα, ότι το σωστό είναι πρόγονος του λάθους. Κανείς δεν έπαθε τίποτα επειδή μια πρόθεση χρησιμοποιείται πια σαν σύνδεσμος, κανείς δεν έπαθε τίποτα επειδή ένας τόνος κατεβαίνει ή ανεβαίνει λάθος, κανείς δεν διανοήθηκε ποτέ να διορθώσει τη λάθος προστακτική «επέστρεφε» στο ποίημα του Καβάφη, κι αν αποφάσιζε κανείς να διορθώσει ριζικά όλες τις παραφθορές στις λέξεις που γεννούν νέες λέξεις, στο τέλος θα κατέληγε σε ένα ιδίωμα που δεν θα καταλάβαινε κανείς. Ο κανόνας είναι απλούστατος: ανεξαρτήτως τόνου, ορθογραφίας, σύνταξης όλοι ή οι περισσότεροι να εννοούμε το ίδιο πράγμα και με το σωστό και με το λάθος που κυριαρχεί ως σωστό.

Τα πράγματα δυσκολεύουν όταν βγούμε πέρα από το λεκτικό σύμπαν, όταν περάσουμε στο πεδίο της χειροπιαστής πραγματικότητας, αυτής που ρυθμίζει τις ζωές μας και καθορίζει την επιβίωσή μας σε ένα περιβάλλον εξ ορισμού επικίνδυνο, ενίοτε και εχθρικό προς τη φύση μας. Ένας πυρήνας αδιαπραγμάτευτης ορθότητας πρέπει να υπάρχει, δεν μπορεί. Ίσως είναι ανεκτό να γίνει «λάθος» το «ορθό» «ου μοιχεύσεις», ίσως υπό συγκεκριμένες συνθήκες το «ου κλέψεις» είναι λάθος, αφού εξαρτάται από το ποιος κλέβει ποιον- έτσι κι αλλιώς είναι «σωστό» ο πλούσιος να κλέβει τον φτωχό, πώς αλλιώς θα υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί, είναι «σωστό» το κράτος να κλέβει τους πάντες, αλλιώς πώς θα υπήρχε κράτος-. Αλλά όταν φτάνεις στο «ου φονεύσεις» τα πράγματα αλλάζουν, ο «σωστός» φόνος είναι η απόκλιση –άμυνα, πόλεμος-, το ου φονεύσεις δεν θα γίνει ποτέ «λάθος», εκτός αν αποφασίσουμε ή αποφασίσουν άλλοι για μας να αφανιστούμε ως είδος.

                                                  ***
Αυτά φαίνονται κι ακούγονται αυτονόητα, υποτίθεται ότι όλοι μας έχουμε εμπεδωμένο έναν αδιαπραγμάτευτο πυρήνα ορθότητας, η ίδια η κοινωνική δομή, όσο εκμεταλλευτική και καταπιεστική κι αν είναι, το ίδιο το σύστημα διακυβέρνησης, όσο αυταρχικό, ψευδοδημοκρατικό ή απάνθρωπο κι αν είναι, έχουν τον δικό τους πυρήνα ορθολογισμού, έστω ως κώδικα αυτοσυντήρησης, που δεν τους επιτρέπει να βαφτίζουν κάθε τι «λάθος» σε «σωστό» κι αντίστροφα.

Κι όμως, πολλά συνηγορούν ότι το καπιταλιστικό μας σύμπαν γοργά εγκαταλείπει κι αυτόν τον ελάχιστο πυρήνα ορθολογισμού. Η Δύση, με το δεξιό αλλά και με το αριστερό προφίλ της, παρακολουθεί με αποτροπιασμό και συντάσσεται με σπάνια ομοθυμία στη εξόντωση του ανορθολογικού Ισλαμικού Κράτους στη Συρία, που ισοπεδώνει κάθε κώδικα σωστού και λάθους. Αλλά την ίδια στιγμή σαρώνει στο έδαφός της ό,τι έχει απομείνει από την παράδοση Διαφωτισμού και Ορθολογισμού που τη γέννησε. Υποτίθεται ότι ο ανταγωνισμός- ανάμεσα σε έθνη, κράτη, πολιτισμούς, τάξεις, άτομα- αναγνωρίστηκε ως πηγή φθοράς και αυτοκαταστροφής και το «σωστό» ήταν η αυστηρή οριοθέτησή του. Τώρα, η ανταγωνιστικότητα προβάλλεται ως όρος ύπαρξης και αναπαραγωγής υπερεθνικών ενώσεων, κρατών, τάξεων και ατόμων. Ναι, ακόμη και τάξεων, αφού η κυρίαρχη οικονομική ελίτ έχει κάνει τα πάντα για να «καταργήσει» την πάλη των τάξεων, αλλά ταυτόχρονα έχει κηρύξει έναν ανελέητο πόλεμο εξόντωσης των υποτελών τάξεων.

Το χειρότερο σύμπτωμα αυτής της αλλαγής είναι η ευκολία προσαρμογής των υποτελών στρωμάτων στη νέα κλίμακα «ορθού και λάθους» που επιβάλλει η οικονομική και πολιτική ελίτ του κόσμου. Ανεπαισθήτως, προσχωρούμε στο «λάθος» που γίνεται «σωστό». Μεσολάβησαν χιλιετίες για να αποκτήσουν οι κοινωνίες και να θεσπίσουν τα κράτη μιαν ελάχιστη αλληλεγγύη γενεών- δεν θανατώνουμε τους γέρους στον Καιάδα, δεν εγκαταλείπουμε τους ανάπηρους, δεν απομονώνουμε τους παραβάτες, δεν εκθέτουμε τα παιδιά σε κίνδυνο-. Αυτό το ελάχιστο, που ονομάστηκε βαρύγδουπα «κοινωνικό κράτος», αντιμετωπίζεται σήμερα σαν ένα παράλογο εμπόδιο της «προόδου», ένα εμπόδιο που πρέπει να απαλειφθεί ή να εκμηδενιστεί ως κόστος.
Μεσολάβησαν αιώνες μέχρι να εξοικειωθεί το «σύστημα» με την ιδέα ότι υπάρχει ένα απαραβίαστο όριο στο πόση φτώχεια ή πείνα αντέχουν τα ανδράποδα της μισθωτής εργασίας, για να μπορούν να ξαναπάνε την άλλη μέρα στη δουλειά, ή πόσες ώρες δουλειάς σηκώνουν τα χέρια και το μυαλό τους. Κι όμως, τώρα, αυτό το «απαραβίαστο όριο» εξαφανίζεται ραγδαία από το νομοθετικό εποικοδόμημα των καπιταλιστικών κοινωνιών.

Μεσολάβησαν ποταμοί αίματος και αιώνες κοινωνικών συγκρούσεων μέχρι να συμβιβαστούν οι ιθύνουσες τάξεις με την ιδέα ότι κάποιας μορφής κοινωνική διαπραγμάτευση είναι αναπόφευκτη, ένας βαθμός αναδιανομής του πλούτου, έστω για να κλείνουν στόματα και να εξασφαλίζεται ταξική ειρήνη, είναι αναγκαίος. Τώρα, δεν υπάρχει όριο στο πόσο πλούτο χρειάζεται να συσσωρεύσει το 0,1% της ανθρωπότητας που ζει εις βάρος του 99,9%. Η απληστία είναι η μόνη πηγή πλούτου, η εργασία ένα περιττό βάρος.

Δεν είναι κάτι πρωτοφανές για τα ιερατεία της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας η προσχώρηση στον (αυτό)καταστροφικό ανορθολογισμό. Πρωτοφανής είναι η ταχύτητα και βιαιότητα με την οποία διεισδύει στα μυαλά των υποτελών. Ό,τι ήταν κραυγαλέα λάθος πριν από είκοσι χρόνια, σήμερα έχει γίνει το αυτονόητα σωστό. Ό,τι ήταν οπισθοδρόμηση χαρακτηρίζεται πρόοδος. Ο αδιανόητος αποκεφαλισμός ξεκίνησε από το ανώδυνο λεκτικό παιχνίδι, κατέλαβε κάθε περιοχή νοήματος και τώρα επιβάλλει μια καθημερινότητα βαναυσότητας και καχεξίας. Οικονομικής και διανοητικής. Δεν υπάρχει καμιά αντίφαση πια ανάμεσα στις λέξεις κι αυτό που νοηματοδοτούν. Το λάθος κατακλύζει την ενδοχώρα του σωστού.   

 

Thursday, October 9, 2014

Φου μπου ορ νοτ φου μπου;

(Καιρός δεν ήταν ν' ανεβάσω κάτι; Κι ας το διαβάσει μόνο η οικογένεια...)



Έπειτα από ταλάντευση πολλών ετών αποφάσισα να μπω στην κοιλιά του κτήνους. Αγοραφοβικός, τεχνοφοβικός και δεν ξέρω τι άλλου είδους –φοβικός, αντιμετώπιζα τα social media με τον τρόπο που κάποτε τα έκραζε από ραδιοφώνου ο Πανούσης: «κουφάλες φεισμπουκάκια, ήρθεν η ώραν σας». Έτσι ακριβώς. Από την άλλη πλευρά, σκεφτόμουν ότι ίσως ήταν υπερβολικός σνομπισμός αυτή η τεχνοαποχή, στο «φου μπου» είσαι το ίδιο εκτεθειμένος στην παρακολούθηση, στη ρουφιανιά, στο φακέλωμα, στον εξευτελισμό και αυτοεξευτελισμό, στον ευτελισμό τελικά, όσο είσαι χρησιμοποιώντας απλώς το κινητό ή το σταθερό τηλέφωνο, το διαδίκτυο εν γένει, ή όσο εκτεθειμένος είσαι ακόμη και ως αναχωρητής, στυλίτης στην Καππαδοκία ή γκουρού στην Ινδία, μόνος κατάμονος, αλλά παρακολουθούμενος από δορυφόρους που είναι σε θέση να σε απαθανατίσουν την ώρα που πατάς τον όρκο της σεξουαλικής αποχής και αμαρτάνεις με τον εαυτό σου, με τον γνωστό παραδοσιακό τρόπο που έχεις μάθει από τότε που ήσουν παιδί κι ανακάλυψες το «σκουληκάκι» ανάμεσα στα πόδια σου.

Ουδέν κρυπτόν και ουδείς κρυπτός υπό τον ήλιο των δικτύων, η ψευδαίσθηση της αυτοπροστασίας καταρρέει όταν ανακαλύπτεις ότι ένα τόσο δα μικρό παράθυρο ν’ ανοίξεις έχει εισβάλλει ένα σύμπαν ολόκληρο στο τάχα προστατευμένο ψηφιακό σου κατάλυμα, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι ν’ ανοίξεις όλες τις πόρτες και τα παράθυρα μήπως ο χείμαρρος περάσει ανάμεσα και δεν το πάρει μαζί του. Ένα ένα τα κάστρα σου πέφτουν, πριν δεκαπέντε χρόνια το email, πριν δέκα το κινητό, πριν οκτώ η κατ’ οίκον σύνδεση ίντερνετ και το μπλογκ, σ’ όλα με καθυστέρηση είσαι μέσα, στην αρχή της παρακμής τους μάλλον, παρά στην ακμή τους. Facebook or not Facebook, «φου μπου ορ νοτ φου μπου», το έσχατο δίλημμα, πολύ μεγάλο θέμα το έχεις κάνει μεγάλε, ουδείς ασχολείται με τις φοβίες, τις εμμονές και τις ανασφάλειές σου, είναι ένα μέσο σαν όλα τ’ άλλα, για να κάνεις τη δουλειά σου, 1,5 δισεκατομμύριο είναι μέσα, δεν έπαθε κανείς τίποτα, σούργελο μπορείς να γίνεις και με τα παραδοσιακά μέσα, μιλώντας από το βήμα της βουλής, για παράδειγμα.

Μπήκα. Η άγνοια ανταγωνίστηκε την ανικανότητα, προσπάθησα να εγκαταστήσω μόνο τον ετερώνυμο εαυτό μου (ΚΙΜΠΙ), μόνο αυτό ήθελα, έπεσε η «πελατεία» στο μπλογκ γαρ, το κτήνος μου αρνήθηκε την είσοδο, άσχετος όντας πώς να το ξεγελάσω, τελικώς έσκυψα το κεφάλι και μπήκα με την αυθεντική αστυνομική μου ταυτότητα στα δόντια.

 Οι βασικοί μου φόβοι αστραπιαία επιβεβαιώθηκαν. Το ιμέιλ μου πλημμύρισε με αιτήματα φιλίας αληθινών φίλων, απλώς γνωστών και εντελώς αγνώστων, «οχ, τι κάνουμε τώρα», το κτήνος θέλει να το ταϊζεις συνεχώς με «αιτήματα και αποδοχές φιλίας», μα εγώ μερικές αναρτήσεις ήθελα να κάνω, να διαβάζει κανένας άνθρωπος παραπάνω κείμενα που σκορπάνε δεξιά αριστερά- η εμπορική ιδιοτέλεια του πράγματος, «δια να απολαύσω της εκτιμήσεως του πλήθους», ο αναπόφευκτος ναρκισσισμός του δημοσιογράφου. Πολλώ μάλλον του δημοσιογραφικά αστέγου δημοσιογράφου. Λάθος, φιλαράκο, για να σε εξυπηρετήσει το κτήνος- να διαβάσεις ό,τι σε ενδιαφέρει και να διαβάσουν οι άλλοι ό,τι δικό σου πιθανά τους ενδιαφέρει-, πρέπει να το ταΐζεις το θηρίο. Πώς το ’λεγε μια διαφήμιση της Νου Δου παλιά; «Είσαι φίλος, γίνε μέλος». Εδώ ισχύει το αντίστροφο. Είσαι μέλος, γίνε φίλος. Αλλιώς, θα σε χωνέψει το κτήνος.

Με παρηγορεί η ιδέα ότι αρκετοί ειδικοί προβλέπουν ότι η βασιλεία του FB θα αρχίσει να δύει κατά το 2017, οπότε είναι πιθανό να έχει χάσει το 80% των χρηστών του. Λογικό είναι. Αν μέχρι τότε όλοι έχουν γίνει φίλοι με όλους, αν ο Έλληνας με τους περισσότερους φίλους στο facebook  είναι ο Χατζηγιάννης ή ο Ρουβάς και διεθνώς η Coca Cola με 189 εκατ. «φίλους», η εμπορική αξία του δικτύου θα πέσει θύμα της τεράστιας επιτυχίας της. Οι προαναφερθέντες καλλιτέχναι θα απολύσουν τους διαχειριστές της σελίδας τους, γιατί θα νομίζουν ότι αυτοί φταίνε που δεν πουλάνε «εκατό χιλιάδαι δίσκοι» τον μήνα και το παγκόσμιο αναψυκτικό θα αναζητήσει άλλο δίαυλο για να φτάσει από στα στομάχια των ανθρώπων μέσω υπόφυσης.

Τέλος πάντων, αυτά τα μακροπρόθεσμα δεν έχουν και τόση σημασία, έτσι κι αλλιώς μακροπρόθεσμα όλοι θα πεθάνουμε, που θα ’λεγε κι ο Κέυνς, απλώς εγώ ψάχνω τρόπο να ορθολογικοποιήσω το απονενοημένον μου διάβημα, ένα φλύαρο πρόσχημα για την πρώτη ανάρτηση στον καμβά του θηρίου, πρέπει να βρω και μια φωτό, λέει, να είναι της προκοπής, η κόρη μου θα μου κάνει καζούρα, θα καμουφλαριστώ πίσω από την ετερωνυμία γι’ αυτή την πρώτη φορά. «Φου μπου ορ νοτ φου μπου;» «Φου μπου», λοιπόν, να δούμε ποια θα είναι η συνέχεια. «Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις,/(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις)», κατά τον Καβάφη. Μπα, μια χαρά μέρα είναι, του Οκτώβρη εννέα, λιακάδα και καλοκαίρι, ψήφου εμπιστοσύνης ημέρα δεύτερη, τα απολωλότα πρόβατα γυρίζουν στο μαντρί, η βουλή αναδύει αρώματα εθνικής συνεννόησης, η ανεργία πέφτει, ο Σαμαράς δεν θέλει άλλα δανεικά, η ευρωπαϊκή ηγεσία ανησυχεί για τους ανέργους, το ΔΝΤ για την ανισότητα… Αν καθένα απ’ αυτά ήταν ανάρτηση στο fb, πόσα λάικ λέτε ότι θα έπαιρνε; Ας μη στοιχηματίσει κανένας μας, είμαι σίγουρος ότι θα χάσουμε.

ΚΙΜΠΙ

 

 

 

Monday, August 25, 2014

Ένα κουβά σκ@#ά για τη Γάζα*


(26/8/2014, πέρασαν σχεδόν δυο μήνες νεκρικής σιγής σ' αυτό το μπλογκ. Αρκετά...)


Ο Τζαμάλ, άρτι αναδυθείς από τον λάκκο με τα σκατά, αλλά περιχαρής για τη θυσία του. Για τι ή για ποιον θα μπορούσαν, άραγε, να μπουν σ' ένα λάκκο σκατά ο Ζούκενμπεργκ ή ο Γκέιτς; Δεν μιλάμε για λεφτά, αυτό το έχουν ήδη κάνει...
Στην ταινία Slamdog Millionaire, του Ντάνι  Μπόιλ, ένα λιλιπούτειο αλάνι παραγκούπολης στην Ινδία, 6-7 χρόνων, βυθίζεται σε ένα λάκκο με περιττώματα, που αντιστοιχούν μάλιστα στις διατροφικές συνήθειες και τις συνθήκες υγιεινής της πλειοψηφίας των φτωχών Ινδών, προκειμένου να καταφέρει να πάρει αυτόγραφο από τον αγαπημένο του σταρ του Μπόλιγουντ. Λουσμένος από την κορφή μέχρι τα νύχια στον κιτρινοπράσινο δυσώδη πολτό που θα εξόντωνε και ελέφαντα, διασχίζει περιχαρής την απόσταση μέχρι το ίνδαλμά του, τον σταρ. Κι αυτός τον ανταμείβει με υπογραφή στην φωτογραφία του, αντιλαμβανόμενος την υπέρτατη θυσία που έκανε ο μικρός θαυμαστής του.

Μάλιστα! Αυτή είναι θυσία, αυτή είναι πρόκληση. Ένας λάκκος με σκατά. Κι αν όχι λάκκος, ένας κουβάς, τουλάχιστον. Μια Crap Bucket Challenge.

Παρακολουθώ τις τελευταίες εβδομάδες αυτό τον χαζοχαρούμενο εσμό από σελέμπριτις, σταρ του Χόλιγουντ, επιχειρηματίες που πνίγουν τον πόνο και την ανία τους στα δισεκατομμύρια, πολιτικούς, ακόμη και πρωθυπουργούς να περιλούζονται με έναν κουβά νερό με παγάκια, σε μια επίδειξη-απόδειξη της ευαισθησίας τους για την ALS, την Αμυοτροφική Πάγια Σκλήρυνση. Όλοι οι καλοί χωράνε στο Ice Bucket Challenge. Ο ανεκδιήγητος Ματέο Ρέντσι πρόσφατα, που αποφεύγει να μετρά τα πτώματα μεταναστών που ξεβράζονται στις ακτές της Νότιας Ιταλίας-  κανείς δεν το μετρά πια αυτό, κάτι έχει συμβεί και στη Μεσόγειο η Frontex και τα λιμενικά σώματα των χωρών κάνουν μόνο «διασώσεις» το τελευταίο διάστημα-, ο πρώην πλανητάρχης Τζορτζ Μπους, που απολαμβάνει το γεωπολιτικό χάος και τους εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς που έχουν κοστίσει στη μισή Ασία οι «αντιτρομοκρατικές» εκστρατείες του, ο Μπιλ Γκέιτς που έχει φυλακισμένο τον πλανήτη στο παγκόσμιο ψηφιακό του μονοπώλιο, ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ που έχει εγκλωβίσει ενάμιση δισεκατομμύριο ανθρώπους στον πλανήτη της εικονικής φιλίας και της συλλογικής αμεριμνησίας, κι ένα σωρό άλλοι λιγότερο ή περισσότερο ύποπτοι, λιγότερο ή περισσότερο αφελείς.

Προσωπικά δεν με ενοχλεί αυτή καθεαυτή η πλάκα, που έχει ήδη αποξενωθεί πλήρως από τον κατά τα λοιπά φιλάνθρωπο σκοπό της, ούτε καν το γεγονός ότι για πολλοστή φορά επιβεβαιώνεται το κατά Μακλούαν αξίωμα, ότι «το μήνυμα είναι το μέσο», ούτε το γεγονός ότι εκατομμύρια νέοι σε όλον τον (δυτικό) κόσμο περιμένουν με λαχτάρα να απολαύσουν στο YouTube και στα λοιπά αντι-κοινωνικά δίκτυα το επόμενο αυτό- μπουγέλωμα χαριεστάτης σελέμπριτι. Δεν με ενοχλεί η μορφή. Με ενοχλεί το περιεχόμενο. Ο ίδιος ο σκοπός. Με εξοργίζει, δηλαδή, το γεγονός ότι ο Ζούκερμπεργκ, που ανταγωνίζεται για πλάκα με τον Μπάφετ, τον Γκέιτς και τον Μπλούμπεργκ για την κατάταξη του στις λίστες κερδοφορίας, περιουσίας και φιλανθρωπίας του Forbes, καθορίζει τις προτεραιότητες της ανθρώπινης ευαισθησίας, την ατζέντα των προβλημάτων της ανθρωπότητας, ορίζοντας ως προτεραιότητα την έρευνα για την ALS.

Δεν λέω ότι είναι αδιάφορο ή ήσσονος σημασίας πρόβλημα μια τόσο οδυνηρή και συχνά θανατηφόρα ασθένεια που αφορά 2-3 ανά 100.000 ανθρώπους που υποφέρουν απ’ αυτήν. Αλλά, αναρωτιέμαι, γιατί όχι για τον Έμπολα, γιατί όχι για τις πολύ απλούστερες ασθένειες που στη Δύση είναι εξαφανισμένες, αλλά στην Αφρική και σε περιοχές της Ασίας θερίζουν ζωές κατά εκατομμύρια και η αντιμετώπισή τους δεν χρειάζεται καμιά πανάκριβη έρευνα, αλλά απλώς τα στοιχειώδη: ένα εμβόλιο, δυο κουτιά αντιβιοτικά. Γιατί για την ALS κι όχι για τους άστεγους Αμερικανούς, για τους άνεργους Ευρωπαίους, για τους πάσχοντες από δεκάδες χρόνια νοσήματα που πεθαίνουν όχι γιατί δεν έχει βρεθεί η θεραπεία για τη νόσο τους, αλλά γιατί δεν έχουν πρόσβαση σ’ αυτή τη θεραπεία, γιατί έτσι επέβαλε ο «εξορθολογισμός» των δαπανών στα συστήματα υγείας και πρόνοιας. Γιατί για την ALS και όχι για να σταματήσει ο διεθνούς χορηγίας εμφύλιος στην Ουκρανία, το αιματηρό χάος στο Ιράκ και στη Συρία, η γενοκτονία των Παλαιστινίων στη Γάζα. Ο θάνατος και η απειλή του θανάτου για εκατομμύρια ανθρώπους υπάρχει σε τόσες εκδοχές σε τόσο πολλά μέρη του πλανήτη, ώστε αναρωτιέσαι αν για τους φιλάνθρωπους του Ice Bucket Challenge υπάρχουν κάποια είδη θανάτου ανεκτά, ηθικά και πολιτικά δικαιολογημένα ή απλώς αδιάφορα και κάποια άλλα που αφυπνίζουν επιλεκτικά τις ευαισθησίες τους και τη διαθεσιμότητά τους για αυτογελοιοποίηση.

Οι ερευνητές που ασχολούνται με την ALS, αν και καλοδέχονται τα 40-50 εκατομμύρια που μαζεύτηκαν μέσα σε λίγες εβδομάδες με τα δημόσια μπουγελώματα, απομυθοποιούν αυτή την επιλεκτική ευαισθησία, διευκρινίζοντας ότι χρειάζονται πολλά χρήματα, αλλά κυρίως πολύς χρόνος μέχρι η έρευνα να αποδώσει μια θεραπεία. Το υπονοούμενο είναι περίπου: «τσάμπα μπουγελώνεστε», αλλά κανείς δεν τολμά να πει ευθέως «σταματήστε αυτή τη μαλακία, αν παραιτηθείτε για ένα μήνα από την κόκα και το μπότοξ σας και θα μαζευτούν χρήματα και για την ALS και για είκοσι ακόμη σπάνια νοσήματα». Αλλά η θεραπεία δεν πρόκειται να βρεθεί σήμερα ή σ’ ένα χρόνο. Οπότε και σ’ αυτό τον χρόνο που θα κυλήσει θα προστεθούν οι 11.000 θάνατοι από την ασθένεια ALS που αντιστοιχούν στον παγκόσμιο πληθυσμό. Η στατιστική, βέβαια, αδικεί τον ανθρώπινο πόνο, αλλά αναρωτιέμαι: οι 11.000 οδυνηροί θάνατοι από ALS παγκοσμίως -200 με 300 απ’ αυτούς αντιστοιχούν στις υπερευαίσθητες ΗΠΑ- πόσες σταγόνες είναι μέσα στον ωκεανό άδικων, αφύσικων, κυνικά προμελετημένων θανάτων που προκαλούν με τη συμμετοχή τους, την ανοχή τους ή τη συνένοχη σιωπή τους οι φιλάνθρωποι του μπουγέλου;  

Αν υπήρχε μια στοιχειώδης ειλικρίνεια, μια ελάχιστη αναλογία ανάμεσα στο ανθρώπινο πάθος και στη φιλάνθρωπη ευαισθησία, αν η υποκρισία, το σόου και ο χαβαλές δεν είχαν διαβρώσει τους νευρώνες της ανθρωπιάς όλου αυτού του ανεκδιήγητου θιάσου δημόσιων γελωτοποιών, υποθέτω ότι ένας κουβάς παγωμένο  νερό θα ήταν ασήμαντη πρόκληση μπροστά στη θέα των παιδιών που κατακρεουργούνται καθημερινά από ισραηλινά πυρά στη Γάζα. Νομίζω ότι δεν κάνω λάθος, αλλά από όλους όσοι συνωστίζονται στο σόου του παγωμένου μπουγελώματος ούτε ένας δεν ψέλλισε μια διαμαρτυρία, ένα «φτάνει», κανείς δεν είδε τίποτα παράξενο στην Παλαιστίνη. Και προφανώς, αν ζούσε στη Γερμανία των ναζί, πάλι δεν θα είχε δει, ούτε θα είχε ακούσει τίποτε, το πολύ να είχε διαμαρτυρηθεί για χρήση ζώων από τον Μέγκελε στα πειράματά του- η ειλικρινής εν τη βλακεία της Πάμελα Άντερσον αρνήθηκε την παγωμένη πρόκληση, φοβούμενη ότι στις έρευνες για την ALS χρησιμοποιούνται αθώα χάμστερ και ποντίκια, ίσως όμως να φοβόταν απλώς «ατύχημα» στα σιλικονούχα στήθη της-.

Αν, λοιπόν, υπήρχε μια ειλικρινής αναλογία μεταξύ λογικής και ευαισθησίας, θανάτου και ζωής η παγκόσμια πρόκληση θα έπρεπε να είναι ένας κουβάς σκατά για τη Γάζα, ένα δυσώδες αυτομπουγέλωμα για κάθε παιδί που δολοφονείται εκεί και μια πρόκληση να ακολουθήσει το παράδειγμα κάθε συνένοχος της σφαγής: ο πολύς Μπέκαμ, μετά τη θερμολουσία του, να προκαλούσε να κάνει το ίδιο ο Κάμερον, η Όπρα τον Ομπάμα, ο Ζούκενμπεργκ τη Μέρκελ κοκ. Αυτό μπορεί να λειτουργούσε για ορισμένους και ως ένα είδος κάθαρσης- βρομερής μεν, πλην κάθαρσης- για τη συνενοχή τους στη γενοκτονία. Για άλλους θα ήταν ανεπαρκές. Θα χρειαζόταν να ριχτούν – και να σφραγιστούν – σε βόθρο ή σε μονάδα βιολογικού καθαρισμού αστικών λυμάτων, ή να αφεθούν σε χωματερή, πριν μετατρέψουν σε ανθρώπινη χωματερή τα δύο τρίτα της υφηλίου.

Τον κουβά σας και στη σέντρα, παρακαλώ!

*Τα ιερογλυφικά στη λέξη σκατά του τίτλου δεν τα έβαλα από σεμνοτυφία, αλλά γιατί μού βγάζουν λίγη από την επιθετικότητα που θα ήθελα  να έχει αυτό το κείμενο, αλλά φοβούμαι πως δεν το πέτυχα. Με την ευκαιρία, καλό χειμώνα, που δεν το βλέπω…

ΚΙΜΠΙ

Friday, July 4, 2014

Ένας απλός θάνατος

(5/7/2014)




Σαν να τους ακούω κιόλας να μουρμουρίζουν, να σχολιάζουν χαμηλόφωνα, να σφίγγουν τα χείλη με συγκατάβαση τους φίλους, τους συγγενείς, τους συναδέλφους κι όσους περνούν απ’ αυτήν εδώ τη γωνιά – όλο και αραιότερα τελευταία-. Ο τίτλος και μόνο τους νομιμοποιεί να πουν: «Α, πάει, ο Κίμπι έχει πέσει σε βαριά (ή βαθιά;) κατάθλιψη. Η ανεργία τον έχει ρίξει επικίνδυνα». Φέρτε τα ζάναξ, πλακώστε τον στα λαντόζ , κάντε και μια μήνυση στην τρόικα και στην κυβέρνηση που ρίχνουν τον κόσμο στα χάπια κι εξαφάνισαν το χιούμορ, έστω και το μακάβριο.
Δεν είναι όπως φαίνεται. Μπορεί να μού είναι δύσκολο έως αδύνατο να δω αυτή την περίοδο τη «φωτεινή πλευρά της ζωής», αλλά ακόμη κι ένας θάνατος μπορεί με έναν τρόπο να ρίξει κι άλλο φως σ’ αυτή την ήδη «φωτεινή πλευρά». Θα μου πείτε: τι σημασία έχει ένας ακόμη θάνατος ανάμεσα στους χιλιάδες που επέρχονται το κάθε λεπτό και δευτερόλεπτο, όλοι τους αδόκητοι, απρόσκλητοι, αιφνίδιοι ή βασανιστικοί, ήρεμοι ή τραγικοί, πρόωροι ή στο πλήρωμα του χρόνου, απίστευτοι ή φυσικοί; Ο θάνατος υπάρχει σε τόση αφθονία, άνισα κατανεμημένη κι αυτή, που περνά σχεδόν απαρατήρητος μέχρι να χτυπήσει την πόρτα, τη δική σου, του σπιτιού σου, του διπλανού σου.

                            ****
Βρέθηκα σε κάμποσες κηδείες τον τελευταίο καιρό, δεν ξέρω αν επιβεβαιώνουν τη στατιστική επιδείνωση στο ισοζύγιο γεννήσεων και θανάτων, σίγουρα όμως το γεγονός προδίδει πως η γενιά μου, οι μεσήλικες εκδρομείς του ’60, έχουμε μπει στον φυσιολογικό κύκλο του θανάτου. Ξεπροβοδίσαμε ήδη τη γενιά των γονιών μας, υφιστάμεθα και μια αραίωση μεταξύ μας μάλλον αναμενόμενη στατιστικά, σπανιότερα κλέβουμε τη σειρά κι από μερικούς νεότερους, έως και πολύ νεότερους, που η αιφνίδια φυγή τους προκαλεί σοκ (o Ν. Ρ., συνάδελφος, έφυγε πάνω στον ανθό του, ο Λ. Μ., φίλος, έχασε το γιό του, αυτό κι αν ήταν απίστευτο, ασήκωτο, ανείπωτο, αφύσικο…)

Το τελευταίο ξόδι που έγινα σιωπηλός του μάρτυρας ήταν του Νίκου Ζ. Φίλος, δεν έχει σημασία «πόσο φίλος», είχε πολλούς πιο φίλους από μένα, είδα μια μεγάλη, παχιά, όμορφη σκιά αγάπης από πολλούς φίλους και οικείους να κόβει τον καυτό, σκληρό ήλιο του αιφνίδιου θανάτου του, στην Αίγινα, σε ένα λευκό σπίτι πάνω από τη θάλασσα, εκεί που διάλεξε ν’ απλώσει τις τελευταίες του ρίζες. Ο Νίκος ήταν ναυτικός, κοντά σαράντα χρόνια περιπλανήθηκε στις θάλασσες του κόσμου, μεταφέροντας τον πλούτο των εθνών από τη μια ακτή στην άλλη, από τον ένα ωκεανό στον άλλο. Κυβερνούσε αυτά τα τεράστια φορτηγά με το υγρό ή ξηρό φορτίο τους, ή με κείνα τα γεωμετρικά στοιβαγμένα κοντέινερς, εκατοντάδες, χιλιάδες πια, που σε κάνουν ν’ αναρωτιέσαι πώς ισορροπούν στις φουρτούνες. Υποθέτω ότι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε περιστοιχισμένος από θάλασσα, πρέπει να την αγαπούσε πολύ τη θάλασσα, αλλιώς δεν αντέχεται, γίνεται φυλακή, κι ίσως γι’ αυτό είχε εγκαίρως διαλέξει το χώρο που θα ρίζωνε, όταν θα ’ρχόταν ο χρόνος να ριζώσει, ένα νησί, μια γη περικυκλωμένη από θάλασσα.

                                                ****
Έγινε στην Αίγινα. Πάνω που είχε αρχίσει να απολαμβάνει τη ζωή σαν καπετάνιος της στεριάς, κυβερνήτης της οικογενειακής, μικρής κιβωτού, με τις κόρες, τους γαμπρούς, τα εγγόνια, τους παλιούς και τους καινούργιους φίλους του, το νήμα κόπηκε. Σε μια ώρα το πολύ, με ένα έμφραγμα που επέπρωτο να το διαχειριστεί ένα κέντρο υγείας, σε ένα νησί μια ανάσα από την Αθήνα των δεκάδων νοσοκομείων, αλλά που ήταν το ίδιο σαν να βρισκόταν στο μέσο του Ειρηνικού ή του Ατλαντικού. Μένουν οι ζωντανοί οικείοι με την απορία: «τι θα γινόταν, αν…». Η απορία εξελίσσεται σε βασανιστική ενοχή, αλλά αν είναι να ’χουν οι πενθούντες ενοχές, τότε οι άλλοι, οι νεκροθάφτες του συστήματος υγείας, θα έπρεπε να ’χαν προ πολλού αυτοκτονήσει.

Το «σύστημα» λύνει τα πράγματα με διαδικασίες συνοπτικές. Ο γιατρός γράφει στο πιστοποιητικό μια «αιτία θανάτου», που στην πραγματικότητα δεν είναι αιτία, αλλά αιτιατό, ο ληξίαρχος περνάει το συμβάν στο μεγάλο βιβλίο του κόσμου, με την ψυχρότητα ενός πίνακα αεροδρομίου που αναγγέλλει αφίξεις και αναχωρήσεις, κι οι άνθρωποι που έμειναν ξαφνικά με άδεια αγκαλιά ανεβαίνουν στο όχημα του θρήνου.

                           *****
«Αχ, γράψε κάτι ωραίο», μού είπε η Ελένη, η γυναίκα του Νίκου, στο μέσο του θρήνου της, όταν ο ένας μετά τον άλλο αρχίσαμε να αποχωρούμε από το οικόπεδο της θλίψης. Τι ωραίο να γράψεις για το πιο άσχημο της ζωής; Κατάπια την αμηχανία μου, συναίνεσα, τον λόγο μου τον τηρώ, ας είναι αυτό το μικρό πιάτο λέξεων η συμμετοχή μου στην «παρηγοριά» των συγγενών, των φίλων και των γειτόνων, που ήρθαν στο άσπρο σπίτι πάνω από τη θάλασσα, άλλος με το καλοψημένο ψητό, άλλος με τους ωραίους γίγαντες, άλλη με τα πλυμένα πιάτα και ποτήρια, άλλη με τα τραγούδια. Ένας πλήρης αποχαιρετισμός γίνεται με όλες τις αισθήσεις.

                            *****
Απ’ όλες τις αισθήσεις, σ’ ένα ξόδι η πιο ευαίσθητη είναι η ακοή. Είτε συλλαμβάνει τη σιωπή, είτε τους λυγμούς, είτε τον θρήνο. Ο θρήνος της Ελένης ήταν ένα σοκ, εφάμιλλο με το σοκ του θανάτου του Νίκου, ίσως και ισχυρότερο. Τρεις ώρες, δέκα ώρες, είκοσι, σαράντα, πενήντα ώρες, ένας άγρυπνος θρήνος, απόλυτα εκτεθειμένος, τη μέρα βραχνός σαν το άγριο κύμα, τη νύχτα ήρεμος σαν τον φλοίσβο της θάλασσας. Αλλά αδιάκοπος. «Γιατί, ρε Νίκο, γιατί τώρα, γιατί Χριστέ μου, γιατί Θεέ μου, τι σκατά λέω, ποιος Χριστός και ποια Παναγία… Νίκο μου, χρυσέ μου Νίκο, καλέ μου Νίκο, γλυκέ μου Νίκο… Πού πήγες Νίκο, μια ζωή έφευγες Νίκο, αλλά ήξερα ότι θα γυρίσεις, πού πήγες τώρα, κανέναν άλλο δεν θέλω, τον Νίκο μου μόνο, όλα τα μοιραζόμασταν με το Νίκο…» Θρήνος ή ερωτική εξομολόγηση; «Το να ερωτεύεσαι είναι εύκολο, το να αγαπάς είναι το δύσκολο», είπε η Δώρα στον δικό της αποχαιρετισμό. Σαρανταέξι χρόνια μαζί και ταυτόχρονα χώρια, ο Νίκος καπετάνιος της θάλασσας, η Ελένη ναυτικός της στεριάς, καπετάνισσα της Ιουλιανού, της Αχαρνών, της Πατησίων, της πλατείας Βικτωρίας, καραβοκύρισσα και του άσπρου σπιτιού στην Αίγινα που φιλοξένησε κόσμο, πέτρες, κούτσουρα ξεβρασμένα από τη θάλασσα, δέντρα και λουλούδια, παιδιά ξεκίνησαν, παππούς και γιαγιά κατέληξαν να ξαναγίνονται παιδιά με τα παιδιά των παιδιών τους. Εξοικονόμησαν με κόπο κι επιμέλεια τον χρόνο της κοινής τους ζωής, αυτόν που δεν θα τον διέκοπταν πια οι πολύμηνες απουσίες στους ωκεανούς, παρά μόνο οι λιγόλεπτες φυγές, «πάω μέχρι το φούρνο», «πετάγομαι μέχρι το σούπερ μάρκετ», «λέω να πάω δυο μέρες στην Αίγινα», το πολύ, παρά μόνο η τέλεια και τελική διακοπή, αλλά κι αυτή στην ώρα της, όχι τώρα. «Γιατί Νίκο, γιατί τώρα…» Δεν ξέρω τι δηλώνει αυτό το «τώρα», ποιο μικρό, ταπεινό σχέδιο ζωής ανατρέπει, ξεσκίζει, τσαλαπατάει, ρημάζει.

                                         ****
 
Δεν έχει τίποτε παράδοξο, ανατρεπτικό, δραματικό αυτή η ιστορία, δεν έχει σύνθετη πλοκή κι ανατροπές, δεν έχει το σασπένς μιας «Μικράς Αγγλίας», δεν είναι θαλασσινή περιπέτεια ούτε ανταρσία του Μπάουντι, είναι μια ιστορία σχεδόν κοινότοπη, χωρίς SOS, χωρίς ναυάγιο, έχει μόνο αγώνα επιβίωσης, χωρισμούς, σμιξίματα, οικογενειακές μαζώξεις, φιλικές συναθροίσεις, αγωνίες για τα παιδιά που μεγαλώνουν, έχει το σοκ της κρίσης, τον ανασχεδιασμό της ζωής, την προσαρμογή στα νέα δεδομένα που διαταράσσει τα σχέδια για ήσυχα συντάξιμα χρόνια, έχει τη νέα κοινωνικότητα που προκαλεί η ζωή του ναυτικού στη στεριά, έχει νέους φίλους, έχει μια νέα πολιτικοποίηση. Και στο τέλος έχει ένα έμφραγμα. Αλλά έχει και αγάπη, τόσο πολύτιμη και σπάνια, τόσο δύσκολα βιώσιμη στον αφρό της καθημερινότητας. Είναι η ιστορία του καθενός μας, είναι η ιστορία της διάσωσης του κοινωνικού μας ήθους μέσα στον ωκεανό της σκληρότητας και της εξατομίκευσης, είναι η ιστορία του Αδάμ και της Εύας, του Οδυσσέα και της Πηνελόπης, είναι η ιστορία του Ζορζ και της Αν, των ηρώων της «Αγάπης» του Χάνεκε, που έπειτα από δεκαετίες κοινής ζωής, προσπαθούν να διασώσουν τη σχέση τους από τον απρόσμενο «εισβολέα», το εγκεφαλικό. Όσοι έχουν δει την ταινία ίσως έχουν πειστεί γιατί ακόμη και μια δολοφονία μπορεί να είναι πράξη βαθιάς αγάπης.

                                   ****
Μια πράξη βαθιάς αγάπης αναζήτησε η Ελένη στον ακατάπαυστο θρήνο της για τον Νίκο. «Όχι στο χώμα, όχι στο παλιοχώμα, όχι στο βρομοχώμα, να τον ρίξουμε στη θάλασσα που λάτρευε, με τα ψαράκια. Στη θάλασσα…». Παράξενα πράγματα, την αγαπάει τη θάλασσα κι η Ελένη, κι ας την χώριζε από τον άντρα της το μεγαλύτερο διάστημα της κοινής του ζωής. Το παρατηρείς και στους τοίχους του σπιτιού, και στην αυλή, ένα σωρό καράβια, άλλα από ξύλα, άλλα από κομμάτια λαμαρίνας. «Στη θάλασσα με τα ψαράκια…» Ένας κλοιός ορθολογιστών, με καλές, φιλικές προθέσεις, αποκρούει δια της σιωπής του την έκκληση, η Σοφία κι η Δώρα, ανήσυχες για την αδελφή τους, ταλαντεύονται, «τι είν’ αυτά, να μη μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις με τον άνθρωπό σου, να πάμε να τον βγάλουμε τη νύχτα, να τον πάμε στη θάλασσα», ψιθυρίζει η Δώρα, αλλά όλοι κατά βάθος ξέρουν ότι δεν θα γίνει τίποτα, «ίσως αργότερα μια αποτέφρωση, ένα σκόρπισμα στη θάλασσα…», πετάει κάποιος, κάτι να λέμε τώρα, κανείς δεν μοιάζει να κυριολεκτεί, εκτός ίσως από την Ελένη. «Στη θάλασσα, με τα ψάρια».

                                      ****
Ο ορθολογισμός λέει ότι τον νεκρό δεν τον ενδιαφέρει διόλου πού θα τον βάλουν, στο χώμα, στη θάλασσα, στο βουνό, κάτω από ένα δέντρο, ολόκληρο ή στα εξ ων συνετέθη. Αλλά είναι η μικρή, η ελάχιστη ματαιοδοξία του ζωντανού να επιλέξει αν θα εναποθέσει το κουφάρι του στη δοξασία της μετά θάνατον ζωής, ή στη συμπαντική αρχή της διατήρησης της υλοενέργειας. «Άντε, σαν πεθάνω στο καράβι, ρίξτε με μεσ’ στον γυαλό, να με φάνε τα μαύρα τα ψάρια και το αρμυρό νερό». Υποθέτω πως αυτό το μικρασιάτικο εκφράζει την ειδική επιλογή των ανθρώπων της θάλασσας για την τύχη του σώματός τους, είναι η μουσική εκδοχή της τελευταίας τους βούλησης. Ούτε αυτή η ελευθερία είναι αυτονόητη. Τόσο που το σκέφτεσαι να δεσμεύσεις τους δικούς σου με κάποια μακάβρια εντολή, αν και όταν προκύψει η ανάγκη.

Ζηλεύω εκείνη την ινδική φυλή που τρέφεται με νεκρούς, πιστεύοντας ότι αντλεί δύναμη απ’ αυτούς, αλλά δεν θα το συμβούλευα για λόγους υγείας. Σκέφτομαι σαν εναλλακτική να μαγειρευτεί καλά η σάρκα μου και να ταϊστεί στ’ αδέσποτα σκυλιά- δεν θα έχουν καμιά αντίρρηση ή αποστροφή, η Δέσπω είπε πως κάτι ανάλογο ζητούσε ο πατέρας της-, αλλά δεν θα ήθελα να υποβάλω κανένα στην οδυνηρή διαδικασία, ούτε εγώ με τον υποκριτικό μου κυνισμό θα τ’ άντεχα. Μένει η καύση- καθαρή δουλειά, δεν αφήνει ίχνη, αλλά ακριβή ακόμη. Αλλά, αν το καλοσκεφτείς, όλα είναι μια οδυνηρή τελετουργία, ανούσια για τον νεκρό, βασανιστική για τους ζωντανούς. Οπότε, αδιάφορο μ’ αφήνει τι θα γίνει με το σώμα μου, κάνετέ το ό,τι θέλετε αν παραστεί ανάγκη ( εδώ,  φτύνω τον κόρφο μου κρυφά, άπιστη κι η απιστία μπροστά στον φόβο του θανάτου). Αλλά ύστερα, μαζευτείτε κάπου, φάτε καλομαγειρεμένα φαγητά, πιείτε κρασιά και μπίρες, πείτε όμορφα τραγούδια, κάντε το ξόδι σαν εκδρομή στη θάλασσα, θυμηθείτε τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα, τα σοβαρά και τα αστεία, τα καλά και τ’ άσχημα γιατί η μόνη κληρονομιά των νεκρών είναι η ανάμνησή τους, η μόνη περιουσία των ζωντανών είναι η μνήμη τους. Απλά πράγματα.

                             *****
Άρχισα απ’ τον εαυτό μου και σ’ αυτόν πάλι κατέληξα. Συγνώμη Ελένη, συγνώμη Νίκο, συγνώμη σ’ όλους αν σας μετέτρεψα σε αντικείμενο παρατήρησης, συγνώμη αν σας χρησιμοποίησα σαν πρόσχημα για να φλυαρήσω, για να ομφαλοσκοπήσω, για να παίξω με τις λέξεις, για να ψευτολογοτεχνίσω, δεν είχα πρόθεση, δεν είχα σκοπιμότητα. Και δεν έχω κατάθλιψη, απλώς επεξεργάζομαι τη θλίψη… Η διαχείριση των συναισθημάτων είναι η γυμναστική της σκέψης.
ΚΙΜΠΙ

Tuesday, June 17, 2014

Ο εξαρθρωμένος χρόνος

(Πώς είναι να είσαι άνεργος, 16/6/2014)

Ο πραγματικός ήρωας του περιστατικού που ενέπνευσε την ταινία «Ελεύθερος ωραρίου», όταν αποκαλύπτεται το ψέμα του, σκοτώνει όλη την οικογένειά του. Θού Κύριε φυλακήν εν τω πνεύματί μου...
 

Μια φράση μου ’χει σφηνωθεί εδώ και μερικά χρόνια στο μυαλό. Την έχω κλέψει κάμποσες φορές, την έχω καταχραστεί, αλλά μάλλον δεν είχα μπει μέχρι τώρα στο μεδούλι της. «Το να χάνεις τη δουλειά σου είναι σαν κάταγμα». Αν θυμάμαι καλά, το ’λεγε στον εαυτό του ένας από τους ήρωες των διηγημάτων του Χρήστου Οικονόμου, στη συλλογή «Κάτι θα γίνει, θα δεις». Το βιβλίο έχει φύγει από τη βιβλιοθήκη μου, κάπου το δάνεισα, καλώς το δάνεισα, τα βιβλία είναι για να διαβάζονται κι όχι για να κοιμούνται στα ράφια, αλλά και κακώς, γιατί τώρα που το αναζήτησα για να τσεκάρω τη φράση δεν το ’χω. Ας εμπιστευτώ την αβέβαιη μνήμη μου.

Προσπαθώ να φανταστώ τον συνειρμό που οδήγησε στο «κάταγμα». Όταν σπας χέρι, πόδι, λεκάνη, σπόνδυλο υποχρεώνεσαι σε μερική ακινητοποίηση, ενίοτε και ολική. Ξέρεις ότι το ίδιο το οστό δεν κινείται, ο μυς το κινητοποιεί, αλλά μαζί με το ακινητοποιημένο οστό ακινητοποιείται αναγκαστικά και ο μυς. Του «απαγορεύεται» να κινηθεί, με ένα νάρθηκα ή με γύψο ή με εκείνους τους φρικτούς μεταλλικούς συνδέσμους που τοποθετούνται μετά την επέμβαση, αν το κάταγμα είναι σοβαρό. Εν μέρει γίνεσαι ένα ασπόνδυλο, ένα μαλάκιο, ένας γαιοσκώληκας.

                                      ****

Τα οστά αρθρώνουν το σώμα στην πολύπλοκη μηχανή του σώματος που συνδυάζει την ευελιξία με τη σταθερότητα, την τρυφερότητα με τη σκληρότητα, την αβεβαιότητα με την ασφάλεια. Κάτι τέτοιο πρέπει να συμβαίνει και με τη δουλειά. Αρθρώνει τον χρόνο σου. Χωρίς το απεχθές, αλλοτριωτικό, αποξενωτικό, εξουθενωτικό, εκμεταλλευτικό, ψυχοφθόρο, κακοπληρωμένο οκτάωρο της δουλειάς – αλλά και τετράωρο ή δεκάωρο- το 24ωρο γίνεται μια άμορφη μάζα, χωρίς αρχή, μέση, τέλος. Το να χάνεις τη δουλειά σου είναι σαν να εξαρθρώνεται ο χρόνος σου.

Λέτε να βρήκα πού κολλάει το «κάταγμα» του Χ. Οικονόμου; Δεν έχει τόση σημασία, όμως, τίποτε δεν μπορεί να υποκαταστήσει το πρωτότυπο μιας σύλληψης, ούτε τη μοναδικότητα ενός βιώματος. Πιθανότατα κάθε άνεργος, μετά λίγους μήνες «προσαρμογής» στη νέα κατάσταση, έχει ένα μοναδικό μίγμα συναισθημάτων, μια ιδιαίτερη ποσόστωση «αχρηστίας», «τεμπελιάς», αδυναμίας, απομόνωσης, αποκλεισμού, αυτοαποκλεισμού, ματαίωσης, διάψευσης,  που τελικά αποκρυσταλλώνονται σε μια αίσθηση προσωπικής αποτυχίας. Ωστόσο, το κοινό χαρακτηριστικό κάθε ανέργου, κάθε ανέργου που έχει πίσω του πολλά χρόνια δουλειάς, ενδεχομένως και δεκαετίες, είναι η αδυναμία να ξαναοργανώσει τον «απελευθερωμένο» χρόνο του.

                                      ****

Ό,τι κι αν καταλογίσει κανείς στη δουλειά σε συνθήκες καπιταλισμού, ό,τι αρνητικό κι αν της αποδώσει- την αποξένωση, την εκμετάλλευση, τη μισθωτή σκλαβιά, τον εξευτελισμό, την ταπείνωση, την καταπίεση της δημιουργικότητας, την έλλειψη ικανοποίησης, την εξουθενωτική ρουτίνα, τη σωματική καταπόνηση, την καταρράκωση της προσωπικότητας, τον ελεεινό ανταγωνισμό-, αυτός ο κακός, φρικτός κι ανάποδος καταναγκασμός, αυτό το βαρύ οκτάωρο που σου το τρώει τ’ αφεντικό, τελικά σού οργανώνει τη μέρα, το 24ωρο, την εβδομάδα, τους μήνες, τον χρόνο.

Όταν έχεις δουλειά, πολύ απλά η μέρα σου έχει ώρες πριν και μετά απ’ αυτήν. Θέλεις δεν θέλεις, πρέπει να κάνεις επιλογές και ιεραρχήσεις για τις υπόλοιπες 12-15 ώρες που σού απομένουν. Κάποιες είναι ύπνος, κάποιες άραγμα, κάποιες δουλειές για το σπίτι, την οικογένεια, κοινωνικές σχέσεις με συγγενείς, φίλους, συναδέλφους, συντρόφους. Πρακτικά, αυτός ο κατ’ επίφαση ελεύθερος, εκτός δουλειάς χρόνος δεν είναι τίποτε άλλο παρά χρόνος για να αναπληρώσεις τις δυνάμεις που σε καταστούν ικανό να πας και την άλλη μέρα στη δουλειά. Ο θείος Κάρολος το έχει αναλύσει επαρκώς αυτό εδώ κι ενάμιση αιώνα, ας μην το ζαλίζουμε περαιτέρω. Αλλά αυτή η σχέση εργάσιμου και υποταγμένου στον εργάσιμο «ελεύθερου» χρόνου σε απαλλάσσει από την βάσανο να οργανώσεις εσύ ο ίδιος το 24ωρό σου, από την αυγή της μέρας μέχρι τα μεσάνυχτα, τουλάχιστον μέχρις ότου εσύ και αρκετά εκατομμύρια σαν εσένα αποφασίσουν ότι ήρθε η ώρα να απαλλαγούν από τα δεσμά της μισθωτής σκλαβιάς. Μέχρι τότε, για τη βασική δομή του 24ώρου σου αποφασίζει ο εργοδότης σου, ο συγκεκριμένος ή ο αφηρημένος συλλογικός εργοδότης σου. Αυτός παρέχει τον σκελετό στο σώμα του χρόνου σου.

                                      ****

Συμπληρώνοντας μερικούς μήνες πραγματικής ανεργίας, διαπιστώνω ότι έχω περάσει ήδη το όριο της πλήρους εξάρθρωσης του χρόνου μου. Τώρα καταλαβαίνω κάπως καλύτερα τον συνάδελφό που είχε επισημάνει πως χειρότερο από το να δουλεύεις και να μην πληρώνεσαι είναι να σηκώνεσαι το πρωί και να μην έχεις τι να κάνεις και πού να πας, γιατί απλώς δεν έχεις δουλειά. Τώρα καταλαβαίνω και το σοκ του συνταξιούχου που έπειτα από 35 χρόνια δουλειάς αντιμετωπίζει με δέος το «ελεύθερο» 24ωρό του και το γεμίζει ή με κατάθλιψη ή με ένα επινοημένο υποκατάστατο πλήρους απασχόλησης. Τώρα καταλαβαίνω και τη νευρική αμηχανία του 26χρονου ανιψιού μου που, με ένα πτυχίο μηχανικού υπό μάλης, δηλώνει διαθέσιμος για «ό,τι να ’ναι», «όσο να ’ναι». Τώρα καταλαβαίνω τον ήρωα της ταινίας του Λοράν Καντέ «Ελεύθερος ωραρίου», τον άνεργο Βενσάν που αποκρύπτει από τους πάντες την απόλυσή του και επινοεί μια φανταστική εργασία, περνώντας τις μέρες του στους δρόμους, κοιμώμενος στο αυτοκίνητο, τρώγοντας τις οικονομίες του και παραμυθιάζοντας την οικογένειά του κάθε σαββατοκύριακο για τη συναρπαστική δουλειά του στον ΟΗΕ.

Θεωρητικά, η ανεργία μπορεί για κάποιο διάστημα να είναι μια δημιουργική περίοδος. Οι φίλοι κι οι δικοί σου σε συμβουλεύουν «να κάνεις πράγματα για τον εαυτό σου»: γράψει ποίηση, γράψε λογοτεχνία, ζωγράφισε, διάβασε, δες παλιούς φίλους, κάνε μικροεπισκευές στο σπίτι, φύτεψε λουλούδια, κάνε το νοικοκυριό του σπιτιού, μαγείρεψε, βοήθησε το παιδί στο διάβασμα, κάνε πράγματα που δεν έκανες πριν μαζί του, πήγαινε στο χωριό σου, κάνε τον ερασιτέχνη αγρότη αν έχεις λίγη γη, έλεγξε την υγεία σου, πήγαινε στους γιατρούς όσο υπάρχει ασφάλιση, δες τι γίνεται με το συνταξιοδοτικό σου, κάνε εθελοντισμό. Υπάρχουν χίλια δυο πράγματα που δεν απαιτούν χρήματα ή απαιτούν λίγα, και μάλιστα μπορεί και να σου γλιτώνουν χρήματα. Φυσικά, μέσα σ’ όλα κάπου πρέπει να βρεις χρόνο και για το «ψάξε για δουλειά», αλλά επειδή αυτό αποκλείεται να έχει άμεσο αποτέλεσμα με 1,5 εκατ. ανέργους, είναι δεδομένο πως για αρκετούς μήνες θα έχεις άφθονο «ελεύθερο» χρόνο, για να κάνεις «πράγματα για τον εαυτό σου».

‘Όμως, όταν κάθε πρωί είσαι αντιμέτωπος μ’ αυτόν τον άχρονο, άρρυθμο, εξαρθρωμένο «ελεύθερο» χρόνο, έχεις πρόβλημα. Πώς ξεκινάς; Από τι; Εντάξει, φτιάχνεις τον πρώτο καφέ της μέρας, κάνεις και το πρώτο τσιγάρο, αποχαιρετάς τη γυναίκα σου που πάει στη δουλειά (ναι, υπάρχει τουλάχιστον κάποιος που δουλεύει), αποχαιρετάς και το παιδί που πάει σχολείο. Μετά; Κάνεις δυο τρία στοιχειώδη πράγματα στο σπίτι- μην είσαι γαϊδούρι, θα έρθει η άλλη σκοτωμένη απ’ τη δουλειά και θα τα βρει όλα στη μέση;-, ετοιμάζεις το μεσημεριανό, εξαντλώντας τους μαγειρικούς πειραματισμούς, ποτίζεις τις γλάστρες, πληρώνεις λογαριασμούς που λήγουν, ψωνίζεις στο σούπερ μάρκετ… Και μετά; Αυτά γίνονταν και πριν, δεν δικαιολογούν την παρουσία σου και, προ παντός, δεν γεμίζουν το 24ωρό σου. Παίρνεις κανένα τηλέφωνο, ενημερώνεσαι αποσπασματικά στο ίντερνετ, διαβάζεις ένα βιβλίο που το σέρνεις για εβδομάδες, κοιτάζεις την ατζέντα μήπως υπάρχει κανένα ραντεβού, οι περισσότερες ημερομηνίες είναι κενές σημειώσεων, αποφασίζεις κάτι να κάνεις, θυμάσαι ή επινοείς εκκρεμότητες, φτιάχνεις λίστες «καθηκόντων» στον εαυτό σου, ανακαλύπτεις ότι έχουν δίκιο όσοι σε συμβουλεύουν «πόσα πράγματα έχεις να κάνεις για τον εαυτό σου», αλλά όταν αυτά τα «πολλά πράγματα» επιχειρείς να τα οργανώσεις, να τα ιεραρχήσεις, να τα ταξινομήσεις, αδυνατείς. Τα αναβάλλεις, τα μετακινείς, καταστρατηγείς τα χρονοδιαγράμματα, κολλάς σ’ έναν βάλτο αδράνειας. Όταν επιχειρείς έναν απολογισμό των εβδομάδων και των μηνών που πέρασαν, αναρωτιέσαι πότε ήταν Χριστούγεννα, πότε Απόκριες, Πάσχα, πού πήγαν οι αργίες, πότε έφτασε καλοκαίρι. Οι εποχές, το ημερολόγιο και τα ορόσημά του γλιστρούν και χάνονται μέσα από το σουρωτήρι του εξαρθρωμένου «ελεύθερου» χρόνου της ανεργίας.

                                      ****

Από μια άποψη είναι λυπηρό. Είναι ένα τεκμήριο της θλιβερής μας αλλοτρίωσης από τον «αρθρωμένο χρόνο» της μισθωτής σκλαβιάς. Φαίνεται ότι αυτός ο εξαρτημένος χρόνος έχει την ικανότητα να ιδιοποιείται όλο τον χρόνο μας, να καταλύει την ικανότητά μας να αυτοργανωθούμε, να επαναδιοποιηθούμε τον απελευθερωμένο χρόνο μας. Είναι σχεδόν κάτι αφύσικο, ή για την ακρίβεια είναι μια δεύτερη, κεκτημένη «φύση» στην οποία μας εκπαιδεύει ο οργανωμένος εργάσιμος χρόνος (είτε είναι ευέλικτος και ελαστικοποιημένος είτε είναι σταθερός, ο πρώτος απλώς απογειώνει την εξάρτηση του «ελεύθερου» χρόνου, σε σημείο εκμηδενισμού του). Ας μην ξεχνάμε, η «εκπαίδευση» ξεκινά από νωρίς, το σχολείο είναι και μια προσομοίωση του εργάσιμου χρόνου, μάταια αντιστέκονται τα βλαστάρια μας που αρνούνται να ξυπνήσουν το πρωί, στο τέλος εμείς οι ίδιοι καταστέλλουμε τη φυσική τους αντίσταση...

Παρ’ όλα αυτά, μού λείπει. Μού λείπει ο αρθρωμένος, εξαρτημένος, ιδιοποιημένος, ο κλεμμένος από τον εργοδότη και την αγορά εργάσιμος χρόνος, που καταλαμβάνει και δίνει υπόσταση σε όλο τον χρόνο μου. Προφανώς το σώμα μου αντιλαμβάνεται ότι αυτού του είδους η βίαιη «απελευθέρωση» του ανθρώπινου χρόνου από την εργασία δεν είναι παρά μια εναλλακτική στρατηγική υποδούλωσής του. Με χαμηλότερο κόστος, λιγότερα παζάρια, χαμηλές απαιτήσεις. Το επόμενο στάδιο είναι το «ό,τι να ’ναι, όσο να ’ναι» - τίποτα δεν είναι τυχαίο στο άναρχο σχέδιο της μνημονιακής μας πραγματικότητας. Μακρύς ο δρόμος της απελευθέρωσης του χρόνου μας, κι ακόμη πιο μακρύς ο δρόμος της χειραφέτησης του είδους μας…

ΚΙΜΠΙ