Η Εφημερίδα των Συντακτών, 5-6/4/2025
Δείτε αυτή τη φωτογραφία, παρατηρήστε την καλά. Μια γατοπαρέα σ’ ένα δένδρο. Τρεις έπιασε η κάμερα του κινητού, ήταν και μια τέταρτη που παραμόνευε δυο μέτρα παραπέρα. Μην τις βλέπετε έτσι ατάραχες. Επίκειται μάχη. Γουργούριζαν άγρια από τον οίστρο τους. Δεν ξέρω ποια ήταν η θηλυκιά, ίσως αυτή που κάθεται στο πάνω πάνω κλαδί, στην «κορυφή της ερωτικής αλυσίδας», γιατί στην τροφική αλυσίδα είναι όλες ανεξαρτήτως φύλου κάτω κάτω, στον πάτο, από τα σκουπίδια σιτίζονται, αδέσποτες γαρ. Αυτή που είναι κάτω από το δένδρο ετοιμάζεται για ένα άλμα, ίσως αρπακωθεί με τον άλλο γάτο, για τη διεκδίκηση της «βασίλισσας», αλλά κι η τέταρτη, η εκτός φακού και κάδρου, που ήταν έτοιμη να ορμήσει, είχε ένα δισταγμό, ίσως λόγω της δικής μου αδιάκριτης παρουσίας, ίσως λόγω του ύψους που έπρεπε να υπερβεί.
Εντάξει, οι γάτες του Καρέα, που είναι το ενδιαίτημα των συγκεκριμένων της φωτογραφίας, δεν είναι σαν τις γάτες του Αϊ-Νικόλα, τις γάτες του Σεφέρη, αλλά νομίζω ότι είναι εξίσου μάχιμες, θηλυκές και αρσενικές, κι αν παραστεί η ανάγκη μπορεί και να μας σώσουν, όπως έσωσαν την Κύπρο, πριν από σχεδόν 1.700 χρόνια. Την έσωσαν όχι από επιδρομείς και κατακτητές, αλλά από τα φίδια τα φαρμακερά που είχαν γεμίσει το νησί, έπειτα από χρόνια ξεραΐλας κι ανομβρίας. Αυτό λέει ο μύθος, αυτό λέει κι ο Σεφέρης για τις μαχητικές γάτες του Αϊ-Νικόλα, που απάλλαξαν τους καλογέρους και τους κατοίκους από τα φίδια, που δεν τους άφηναν να οργώσουν, να ποτίσουν, να θερίσουν, να βοσκήσουν, να ζήσουν τελικά. Βέβαια, τελικά οι γάτες εξολόθρευσαν μεν τα φίδια, αλλά εξολοθρεύτηκαν κι οι ίδιες από τόσο φαρμάκι που είχαν πιει. Οικονομία της φύσης, αλλά και σπατάλη της.
Αλλά κι οι αδέσποτες γάτες του Καρέα, που έχουν δυο βήματα από τις αυλές, τις πιλοτές, τους δρόμους, τα πεζοδρόμια -πάντα δίπλα στους κάδους των σκουπιδιών, σχεδόν μόνη πηγή τροφής τους– πρόσβαση στο βουνό, τον Υμηττό, και καμιά φορά διασταυρώνονται με κάποια από τις λιγοστές, πεινασμένες αλεπούδες, τις χελώνες που ξύπνησαν από τη σύντομη χειμερία νάρκη τους, ίσως και κανένα φίδι (λίγα απέμειναν, πώς να γλιτώσουν κι αυτά, όχι απ’ τις γάτες, αλλά απ’ τη φωτιά ή τα μπετά), κι οι δικές μας γάτες, λοιπόν, θα μπορούσαν να είναι οι σωτήρες μας, αν τους δινόταν ευκαιρία. Είναι survivors οι γάτες της πόλης, όσες γλιτώνουν από τους τροχούς, τις φόλες, τους μπόγιες, την ασιτία. Είναι εφτάψυχες, χιλιετίες συνύπαρξης με τον άνθρωπο δεν έχουν σκοτώσει εντελώς μέσα τους τον θηρευτή, πίσω από το γοητευτικό βλέμμα, κάτω από την απαλή γούνα τους, μέσα στο μελωδικό νιαούρισμα ή στο τρυφερό γουργουρητό, παραμονεύει ο άρπαγας, με όλες τις αισθήσεις σε επαγρύπνηση, μια χρήσιμη δεξιότητα για τον μεγαλύτερο άρπαγα, τον καταστροφικότερο θηρευτή του πλανήτη. Ο άνθρωπος καλλιεργητής, ο άνθρωπος κτηνοτρόφος, όταν άφησε πίσω του τον άνθρωπο κυνηγό με τον πιστό κυνηγιάρη σκύλο του, βρήκε στο μικρόσωμο αιλουροειδές ένα χρήσιμο βοηθό για να φυλάξει σοδειές και ζώα από τα τρωκτικά και τους λιγότερο ορατούς εχθρούς. Δεν έδινε σημασία στη ράτσα ή στο χρώμα, όπως έλεγε κι ο Πρόεδρος Μάο, κι όχι μόνο αυτός, άσπρη γάτα, μαύρη γάτα, ποντίκια να πιάνει.
Οι γάτες του Αϊ-Νικόλα, βεβαίως, έκαναν την υπέρτατη θυσία, όπως τουλάχιστον μας λέει ο Σεφέρης. Φαρμακώθηκαν από τα τόσα φίδια που εξολόθρευσαν. Ποιος ξέρει πόσες δαγκωματιές, πόσες δόσεις δηλητηρίου είχε στο σώμα της η τελευταία γάτα που πέθανε εκεί. Είχαν άραγε επίγνωση του θανάσιμου κινδύνου οι γάτες του Αϊ-Νικόλα ή έπεσαν θύματα των αρπακτικών ενστίκτων τους; Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα, αλλά ο θρύλος (και ο ποιητής) μας λέει ότι ο πόλεμος της μέρας και ο πόλεμος της νύχτας που δίναν οι γάτες με τα φίδια δεν ήταν χωρίς κάποια ανταπόδοση από τους καλόγερους του Αϊ-Νικόλα, ανταπόδοση που βασίστηκε στο ζωτικότερο ένστικτο όλων των ειδών, θηρευτών και θηραμάτων, άγριων και ήμερων: την πείνα. Οι καλόγεροι έτρεφαν τις γάτες, δυο φορές τη μέρα τις τάιζαν, μετά από κάθε έφοδο στα χωράφια, στο κυνήγι των φιδιών. Ηταν μια τίμια συναλλαγή αυτή, δεδομένων των συνθηκών, για να μπορέσουν να οργώσουν, να σπείρουν, να θερίσουν, να βοσκήσουν, δηλαδή για να μπορέσουν να φάνε κάποια στιγμή σαν άνθρωποι οι καλόγεροι, έπειτα από χρόνια αναβροχιάς, φόβου και στέρησης, έπρεπε να φάνε πρώτα οι γάτες.
Οι γάτες της Αθήνας, οι γάτες του Καρέα, οι αδέσποτες γάτες των πόλεων, πώς να κάνουν τη θυσία, να πάρουν το ρίσκο, να παλέψουν με τα φίδια τα φαρμακερά (τα καημένα κι αυτά, τόσο αδικημένα από τους αρχαίους μύθους!), να χτυπηθούν, να λαβωθούν, να ματώσουν νηστικές, ανεπιθύμητες, ρυπαρές και φοβισμένες; Αν δεν τις θρέψει κανείς, πώς να μείνουν μάχιμες, εμπόλεμες, πρόθυμες να γίνουν ασπίδες και σωτήρες για τους μαλθακούς, απαθείς κι αμέριμνους ενοίκους του μοναστηριού; Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει, νηστικιά γάτα δεν παλεύει.
ΥΓ. Λέγεται πως ο Σεφέρης έπιασε να γράφει τις «Γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα» στα μέσα της δεκαετίας του 1950, αλλά μόλις τον Φεβρουάριο του1969 δημοσίευσε ολοκληρωμένο το ποίημα, σαν μια αλληγορία για τις θυσίες κατά της τυραννίας, που ωστόσο ένα μήνα μετά έγινε ρητό κάλεσμα αντίστασης στη χούντα, με το ηχογραφημένο μήνυμα μέσω BBC («Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή», κατέληγε το μήνυμα). Ισχύει για κάθε ανωμαλία, όπως αυτή που ζει η χώρα και πολύ περισσότερο ο κόσμος, στην εποχή μιας αλλόφρονος τυραννίας που ασκείται με το άλλοθι της νόμιμης διακυβέρνησης. Ζητούνται γάτες πρόθυμες να παλέψουν. Κατά προτίμηση, γάτες με πέταλα και στοιχειωδώς σιτιζόμενες.
ΚΙΜΠΙ
Kibi2g@yahoo.gr, kibi-blog.blogspot.com
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
«Το μοναστήρι τ’ Αϊ-Νικόλα το είχαν τότε
Αγιοβασιλείτες καλογέροι
κι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν τα χωράφια
κι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια στη βοσκή·
τους έσωσαν οι γάτες που αναθρέφαν.
Την κάθε αυγή χτυπούσε μια καμπάνα
και ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη.
Ολη μέρα χτυπιούνταν ώς την ώρα
που σήμαιναν το βραδινό ταγίνι.
Απόδειπνα πάλι η καμπάνα
και βγαίναν για τον πόλεμο της νύχτας.
Ητανε θαύμα να τις βλέπεις, λένε,
άλλη κουτσή, κι άλλη στραβή, την άλλη
χωρίς μύτη, χωρίς αυτί, προβιά κουρέλι.
Ετσι με τέσσερεις καμπάνες την ημέρα
πέρασαν μήνες, χρόνια, καιροί κι άλλοι καιροί.
Αγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος
χαθήκανε· δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι.
Ωσάν καράβι καταποντισμένο
τίποτε δεν αφήσαν στον αφρό
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.
Γραμμή!
Τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες
παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα
το αίμα το φαρμακερό των ερπετών.
Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι».
Γιώργου Σεφέρη, «Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα» (5 Φεβρουαρίου 1969)