«Τι περιμένεις από μένα, από τις συνεδρίες μας;», ρωτάει ο θεραπευτής τον ασθενή του. Ο ασθενής βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς ανησυχίας, κινείται συνέχεια πάνω στην πολυθρόνα, αλλάζει στάση, σημείο στήριξης, τρώει τα νύχια του, ανακατεύει νευρικά τα μαλλιά του κι αποφεύγει με κάθε τρόπο το βλέμμα του γιατρού. Διστάζει πολύ πριν απαντήσει.
«Τι να περιμένω; Ν’ ανακαλύψω το νόημα της ύπαρξής μου. Όλα πάνω μου είναι λάθος. Ακόμη και τ’ όνομά μου. Ακούς εκεί “Έλλειμμα”…Τι οντότητα μπορεί να έχει ένα πλάσμα που ονομάζεται “Έλλειμμα”; Θα λείψω από κανένα όταν θα εκλείψω; Όχι, βέβαια!».
«Αυτό είναι απλό. Μετονομάσου σε “Πλεόνασμα”. Υποθέτω ότι όλοι θα σ’ αγαπήσουν τότε;».
«Με δουλεύεις, γιατρέ; Από μένα εξαρτάται; Δεν ορίζω την ύπαρξή μου σε τίποτα. Ούτε στα κιλά μου, ούτε στο ύψος μου, ούτε στην ηλικία μου. Η ταυτότητά μου αλλάζει τα μισά της στοιχεία κάθε μήνα. Να φανταστείς ότι αν και έχω πραγματική ηλικία τουλάχιστον 120 ετών -υπολόγισε, πόσοι προϋπολογισμοί έχουν καταρτιστεί από εποχής Τρικούπη- με αντιμετωπίζουν όλοι σαν κακομαθημένο δεκάχρονο. Μέχρι το 1999 αδιαφορούσαν για την ύπαρξή μου. Δεν πάει να ’μουνα 1% ή 101%, το ίδιο τους έκανε. Ξαφνικά, άρχισαν να με μετράνε μανιωδώς. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί. Ένας αριθμός είμαι στο κάτω κάτω…».
«Όχι ένας, είσαι μια μακρά σειρά αριθμών, σχεδόν ένα άπειρο», διόρθωσε ο θεραπευτής.
«Ναι, αλλά βρες μου έστω και έναν που να μου το επιτρέπει. Όλοι ισχυρίζονται πως θέλουν να με μηδενίσουν. Δηλαδή, η ιδεώδης κατάσταση ύπαρξής μου είναι το μηδέν, η ανυπαρξία. Τι νόημα έχει να συνεχίσω;».
«Όχι, έχεις λάθος σ’ αυτό. Γιατί αποκλείεις να μεταλλαχθείς σε πλεόνασμα;».
«Πλάκα κάνεις! Στον 22ο αιώνα, ίσως… Εδώ οι άνθρωποι χρωστάνε της Μιχαλούς. Και το βρακί που φοράνε, δανεικό το ’χουν. Και ξέρεις, εγώ πάω πακέτο με το Χρέος. Δεν υπάρχει ελπίς… Εμένα μου αρκούν πιο μέτρια πράγματα. Έχω συμβιβαστεί με την ιδέα ότι θα γεράσω με το Σύμφωνο Σταθερότητας – ας το βρίζουν όλοι, ρούπι δεν το κουνάνε από τις οδηγίες του. Αν είχαν τσαμπουκά θα το είχαν διαλύσει. Γι’ αυτό σου λέω, γιατρέ. Μου αρκεί μια υπαρξιακή ισορροπία στην περιοχή του ορίου 3%. Λίγο πάνω, λίγο κάτω, δεν έχει τόση σημασία… Ούτε ο Αλμούνια, ούτε ο Τρισέ θα πουν τίποτα».
«Ωραία! Πού είναι το πρόβλημα, λοιπόν;».
«Αααα… Νομίζω ότι δεν έχουμε καλή χημεία, γιατρέ. Σαν να μη με παρακολουθείς καθόλου. Ή μήπως εγώ στα λέω άλλα αντ’ άλλων; Λοιπόν, στα εξιστορώ λεπτομερώς. Το 1999 ήμουν καρφωμένο στο 3%, πανηγύρια οι Ελληνάρες, μπήκαν στην ΟΝΕ, είχαν πάθει και μια υστερία τότε με το Χρηματιστήριο και νόμιζαν ότι έβρεχε ο ουρανός χρήμα, κι ο Σημίτης μεσ’ στην καλή χαρά κράδαινε τα ευρώπουλα όπως ο αρχάγγελος Μιχαήλ την πύρινη ρομφαία του, κι ας πάθανε την πλάκα τους οι καταναλωτές κι οι μισθωτοί με το νέο νόμισμα, νόμιζαν ότι έφταιγε αυτό για τις τρύπες στις τσέπες τους, πού να πάρουν πρέφα ότι τους λήστευαν κανονικά κάτω από τη μύτη τους, νόμιζαν ότι τους είχαν κάνει βουντού. Πέρασα μια μάλλον ανέφελη τετραετία, δεν με πολυενοχλούσαν, τότε ασχολούνταν μόνο με τον πληθωρισμό. Α, και με τον ρυθμό ανάπτυξης -τι πάθος κι αυτό με το ΑΕΠ-, κάναμε πρωταθλητισμό ευρωπαϊκού επιπέδου, χόρτασαν τα λαμόγια κι οι εθνικοί προμηθευτές, έβγαλαν χρήμα και για τα τρισέγγονά τους. Τον πέμπτο χρόνο, πάνω που ετοιμαζόμουνα να απολαύσω την εθνική ολυμπιακή ευφορία, να ’σου προκύπτει κυβερνητική αλλαγή, έρχεται ο Αλογοσκούφης, μου κάνει ένα κεφαλοκλείδωμα κι έπειτα μου ρίχνει μια απογραφή που είδα τον Χριστό φαντάρο. “Τι 3% και κουραφέξαλα”, μου είπε, “εσύ είσαι 6% και βάλε”. Πέρασα μια υπερεντατική δίαιτα παχύνσεως – για να είμαι ειλικρινής, όχι μόνο εγώ, αλλά κι άλλοι απ’ το σόι μου, η ανεργία, για παράδειγμα, πέρασε κι αυτή τον παθών της τον τάραχο. Από το 7% την έφτασαν στο 11%. Και να τα σούρτα φέρτα Αθήνα – Βρυξέλες, έρχονταν κι οι χαρτογιακάδες της Eurostat, με μέτραγαν από δω, με μέτραγαν από εκεί, τέλος πάντων κατέληξαν πόσο είμαι. Ήταν θέμα ηθικής τάξεως, λέει. Καθαρά τεφτέρια. Πάνω που τέλειωσα τη δίαιτα πάχυνσης, άρχισε η αντίστροφη διαδικασία. Με ξενηστικώσανε μέχρι να ξαναπέσω στο 3%. Και καλά, εγώ δεν παθαίνω τίποτα, αν εξαιρέσεις το βρισίδι που έφαγα απ’ τον κόσμο που τ’ ακουμπούσε κανονικά στην εφορία, αλλά αυτοί οι ανόητοι που είχαν χάψει τα περί φορολογικής δικαιοσύνης και δεν προλάβαιναν να χωνέψουν τον ένα φόρο μετά τον άλλο, τι χρώσταγαν;».
«Πάρε μια ανάσα…», διέκοψε ο θεραπευτής το Έλλειμμα.
«Αδύνατον! Θα χάσω τον ειρμό της σκέψης. Μ’ έβριζαν, που λες όλοι, “απογραμμένο” με ανέβαζαν “ξεγραμμένο” με κατέβαζαν. Τέλος πάντων, με την εντατική γυμναστική και δίαιτα ξαναβρήκα την ισορροπία στην περιοχή του 3% – μεγάλα γλέντια. Και να διθύραμβοι για την άρση της επιτήρησης και χειροκροτήματα και “εύγε” από τους κοινοτικούς -ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ήταν σημαντικό το μέγεθός μου, κατάλαβα όμως πόσο δίκιο είχε εκείνος ο χριστιανός όταν έλεγε ότι στην Ελλάδα ευημερούν οι αριθμοί και δυστυχούν οι άνθρωποι-, το κακό είναι, βέβαια, ότι και όταν δυστυχούν οι αριθμοί οι άνθρωποι πάλι δεινοπαθούν μαζί τους. Κάπως έτσι ένιωθα εγώ με την ευημερία μου, μια αναπηρία ήταν, για να μη νομίζεις ότι ήμουν ένα ξερός και αναίσθητος αριθμός. Έτσι κύλησαν τα τρία πρώτα χρόνια της ήπιας προσαρμογής, έπειτα ήρθε εκείνο το φοβερό καλοκαίρι, κάηκε το σύμπαν, παρανάλωμα και 80 τόσοι άνθρωποι, αυτό το έλλειμμα δεν καταγράφηκε πουθενά, και της Eurostat και της Κομισιόν καρφάκι δεν τους κάηκε. Και, σαν να μην έτρεχε κάστανο, έκανε τις εκλογές και τις πήρε πάλι ο Καραμανλής, κι εμένα μου κατσικώθηκε άλλον ενάμιση χρόνο ο Αλογοσκούφης, τσάρος πασών των ελλειμμάτων. Θέλησε να κάνει απογραφή και στο ΑΕΠ, γέλασε κι ο κάθε πικραμένος, μέχρι και τις πουτάνες ήθελε να μετρήσει για το παραγόμενο προϊόν – σε τι να το μετρήσει; Σε προφυλακτικά; Πριν χρονίσει στη νέα της θητεία η κυβέρνηση, σκάει και φούσκα, το έλα να δεις στις αγορές, κατά διαόλου τα δημοσιονομικά, ύφεση στις οικονομίες, έπεσαν και τα κάστρα – να οι Αμερικάνοι, να οι Κινέζοι, από κοντά κι οι Ευρωπαίοι που ξαφνικά, σαν να τους τσίμπησε μύγα, “τι το θέλουμε το Σύμφωνο Σταθερότητας; Ποιος χέστηκε για το έλλειμμα;”, άρχισαν να ψελλίζουν στην αρχή, να το κραυγάζουν μετά. Αυτός ο δικός μας, εκεί, ακούνητος, δημοσιονομική ορθοδοξία ή θάνατος. Άρχισε να βράζει ο κόσμος, “κι άλλους φόρους; Εδώ δεν έχουμε να βγάλουμε τον μήνα. Δεν ξέρουμε αν θα ’χουμε δουλειές, παραγγελίες, τζίρους. Αλήθεια, τι είναι αυτή ή ύφεση;”. Έπρεπε, βλέπεις, να μάθουν όλοι και καινούργιες λέξεις. Τέλος πάντων, τον έφαγε η βουή του κόσμου τον δικό μου, τον έφαγε η μαρμάγκα του ανασχηματισμού. Κι εκεί που είχα συνηθίσει το φυσικό μου μέγεθος, έρχεται ο Παπαθανασίου, της πιάτσας άνθρωπος και καλά, “όταν έχουμε ύφεση και απειλούνται θέσεις εργασίας, το έλλειμμα δεν είναι η πρώτη μας προτεραιότητα”, είπε. Κατάλαβα, σκέφτηκα εγώ. Τώρα θα υποστώ την απογραφή της απογραφής. Και μ’ άφησαν ελεύθερο, το ’ριξα στην πάχυνση κι εγώ και μέσα σε λίγους μήνες -δεν μου ήταν και δύσκολο- το έπιασα και το 4% και το 5%, έφτασα κάπου στο 6% λίγο πριν τις εκλογές. Και πάλι δεν ήμουν σίγουρο πόσο ακριβώς ήμουν, άκουγα κάτι μισόλογα από τον Προβόπουλο, ίσως να ’μαι και 8%, έπαψα ν’ ασχολούμαι πια κι αποφάσισα να περιμένω το αποτέλεσμα των εκλογών. Και οι φόβοι μου αποδείχθηκαν αληθινοί – δεν είμαι κατά των αλλαγών, αλλά υποψιαζόμουν τι με περιμένει. “Καταγραφή” ονομάστηκε η νέα εντατική θεραπεία παχύνσεως, δηλαδή καταγραφή της απογραφής μιας προηγούμενης καταγραφής. Και μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα εκτοξεύτηκα στο 12,5%. Τριπλασιάστηκα! Πόσα κιλά είσαι εσύ; Κάπου 80; Φαντάζεσαι σ’ έναν μήνα να γινόσουν 240 κιλά; Πώς θα αισθανόσουν; Και στο κάτω κάτω, τι σημαίνει αυτό; Τι αλλάζει στη ζωή των ανθρώπων αν είμαι 12% ή 112%; Τι αλλάζει για τον άνεργο αν του πεις ότι η ανεργία δεν είναι 11% αλλά 15%; Θα βρει πιο γρήγορα δουλειά; Όχι, απλώς του ασκείς ψυχολογικό εκβιασμό, έτσι δεν είναι; Του λες ότι πρέπει να ρίξει την τιμή του, αν θέλει να έχει κάποια τύχη. Και με μένα το ίδιο γίνεται. Ξέρεις τι είμαι; Ένας μπαμπούλας για να τρώνε το φαΐ τους τα παιδιά, για να πληρώνουν οι φορολογούμενοι τους φόρους τους, για να κάθονται οι μισθωτοί στ’ αυγά τους. Δεν αντέχω άλλο πια… Κι αυτά τα αντικαταθλιπτικά παχαίνουν, δεν παχαίνουν; Με βλέπω μέχρι το τέλος του χρόνου να χτυπάω ένα 14% με 15%».
«Ωραία», διέκοψε ο γιατρός. «Και τι θέλεις τώρα; Πέρασες μια απογραφή, περνάς τώρα μια καταγραφή… Τι θα ’θελες ν’ ακολουθήσει;»
«Μια παραγραφή… Ή, μια πλήρης διαγραφή καλύτερα. Να με ξεχάσουν όλοι στην ανυπαρξία τού 0%. Αφού ως έλλειμμα είμαι ανεπιθύμητο και ως πλεόνασμα ανέφικτο, γιατί δεν μ’ αφήνουν στην ησυχία μου;».
Ιστολόγιο προορισμένο να φιλοξενεί τα κείμενα της στήλης "Ελεύθερος Σκοπευτής", παλιότερα στην Καθημερινή, αργότερα στον Επενδυτή, ύστερα μερικά ορφανά και ξέμπαρκα. Για 4 χρόνια το μπλογκ ήταν κλινικά νεκρό, μαζί με τον διαχειριστή του και τη στήλη. Κάτι συνέβη και ανένηψαν. Από τις 20/7/2019 η στήλη έδωσε σημάδια ζωής στην ΕφΣυν. Γίνονται εντατικές προσπάθειες πλήρους ανάταξης... Το μπλογκ, εν τω μεταξύ, έχει πιάσει αράχνες. Πρέπει να παστρέψω εδώ μέσα. Επιφυλάσσομαι για μικρή ανακαίνιση.
Sunday, October 25, 2009
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (24/10/2009)
Δεν ανησυχώ καθόλου για το έλλειμμα. Νομίζω ότι είναι αρκετά μεγάλο για να προσέχει μόνο του τον εαυτό του…
Ρόναλντ Ρίγκαν
Ρόναλντ Ρίγκαν
Monday, October 19, 2009
Οι στυλίτες στην εξουσία (17/10/2009)
Το ’πε μια, το ’πε δυο, δεν ξέρω αν τρίτωσε το πράγμα στις προγραμματικές, εγώ πάντως θ’ αρχίσω να το πιστεύω πια. Θ’ αρχίσω να πιστεύω πως είμαστε στα πρόθυρα του μεγάλου άλματος προς την κατάργηση του κράτους, έτοιμοι να αποικίσουμε τον κομμουνισμό του μέλλοντός μας. Τόσο, που σκέπτομαι μήπως γι’ αυτό ο Χρυσοχοΐδης κάνει τις σκούπες στα Εξάρχεια και μαζεύει αντιεξουσιαστές και λοιπούς συνήθεις υπόπτους όχι για να τους φορτώσει δικογραφίες με τον μισό ποινικό κώδικα, αλλά για να εξασφαλίσει την εκπροσώπησή τους στο υπό (νέα) επανίδρυση κράτος. Προφανώς, στα χιλιάδες βιογραφικά που στάλθηκαν στο Μαξίμου για τις θέσεις γραμματέων και ΔΕΚΑρχών δεν υπήρχαν αρκετοί με τα απαραίτητα αντιεξουσιαστικά προσόντα. Κι αφού δεν έρχονται οι αντιεξουσιαστές στην εξουσία, ας πάει η εξουσία σ’ αυτούς, για να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες τους. Δεν εξηγείται αλλιώς...
Δεν ξέρω ποιος εισηγήθηκε στον Γ. Παπανδρέου αυτή την ενδιαφέρουσα ατάκα περί «αντιεξουσιαστών στην εξουσία», ωστόσο, πέρα από την πλάκα και τις επικοινωνιακές προθέσεις, περιγράφει τη θεμελιώδη -και σχεδόν σχιζοειδή- αντίφαση της πολιτικής κοινωνίας. Από τη στιγμή που τα ανθρώπινα πλάσματα αποφάσισαν να αποσπαστούν από τη φυσική κατάσταση του αυτεξούσιου -κατάσταση διόλου παραγωγική αφού συνεπαγόταν τον κατά Τόμας Χομπς πόλεμο πάντων κατά πάντων-, οι κοινωνίες βρίσκονται σε μια διαρκή διελκυστίνδα. Από τη μια πλευρά εκχωρούν όλο και περισσότερες σφαίρες της ζωής τους στη δημόσια εξουσία που θα τις προστατέψει από τον πόλεμο όλων εναντίον όλων, από την άλλη προσδοκούν αυτή η δημόσια εξουσία να τους οδηγήσει σε εκείνη την κατάσταση ευδαιμονίας και ελευθερίας που εγκατέλειψαν στον «Κήπο της Εδέμ» και που θα καταστήσει περιττή την ύπαρξη εξουσίας. Θεωρητικά, κάθε δημόσια εξουσία την οποία έχουμε ανάγκη θα έπρεπε να κατατείνει στην αποδυνάμωσή της, και τελικά στην αυτοκατάργησή της. Τα περισσότερα κοσμοθεωρητικά συστήματα για τον τρόπο οργάνωσης των πολιτικών κοινωνιών, από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Μπακούνιν και από τους αναρχικούς μέχρι τους νεοφιλελεύθερους, ομνύουν στον ίδιο σκοπό. Στην πράξη συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Η δημόσια εξουσία στην οποία οι άνθρωποι εκχωρούν -κατά συνθήκη- ισχύ, δικαιώματα και ελευθερίες γίνεται ένας αυτοσκοπός. Η εξουσία αποκτά μια τέτοια αυτονομία συμφερόντων, ώστε τελικά γίνεται απλώς ένα ακόμη χαράκωμα του πολέμου όλων εναντίον όλων. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: οι καλύτερες προθέσεις, οι πιο ανατρεπτικές και επαναστατικές διαθέσεις πνίγηκαν στο αίμα, στη βία και στην απληστία.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Η απάντηση είναι κοινότοπη, αλλά ουδείς την έχει αμφισβητήσει μέχρι σήμερα. Η εξουσία εκ φύσεως εκμαυλίζει τους εξουσιαστές, ακόμη κι όταν είναι ακραιφνείς αντιεξουσιαστές. Για να μη συμβεί αυτό θα πρέπει να φανταστούμε μια δημόσια εξουσία χωρίς ανθρώπινα χαρακτηριστικά, χωρίς τις αναπηρίες που αναπαράγουν τον «πόλεμο όλων εναντίον όλων». Να φανταστούμε δηλαδή ότι ο εξουσιαστής θα κάνει απλώς τη δουλειά του, σαν μια καλά προγραμματισμένη μηχανή που παίρνει αποφάσεις με μοναδικό κριτήριο να επιτυγχάνει την ιδεώδη ισορροπία συμφερόντων. Έναν υπολογιστή, σαν τον Hal του Άρθουρ Κλαρκ στην «Οδύσσεια του Διαστήματος», που να συνυπολογίζει τις βουλήσεις εκατομμυρίων και δισεκατομμυρίων ανθρώπινων πλασμάτων πριν από κάθε του απόφαση – εξαιρώντας πλήρως μόνο μία βούληση, τη δική του, που καλύτερα είναι να μην τη διαθέτει καν. Φυσικά, η διεύθυνση της πολιτικής κοινωνίας δεν πρόκειται να ανατεθεί ποτέ σε μηχανές και οι άνθρωποι, οι τάξεις, οι φυλές, τα κόμματα, τα λόμπι θα συνεχίσουν για αιώνες να παλεύουν για την εξουσία, ακόμη κι αν η πρόθεσή τους είναι να την καταργήσουν.
Ως εκ τούτου, πρέπει να βολευτούμε με τους ανθρώπινους εξουσιαστές. Και θα πρέπει να φανταστούμε έναν μαγικό τρόπο -μια λοβοτομή ίσως;- για να τους απαλλάξουμε από τις πρωταρχικές αιτίες που σπρώχνουν την ανθρώπινη φύση στον πόλεμο όλων εναντίον όλων, όπως απλά και γλαφυρά τις όρισε ο Χομπς: τον ανταγωνισμό, τη δυσπιστία και τη δόξα. Ο πρώτος αντιστοιχεί στην απληστία, στο κυνήγι του πλούτου, στην αντίληψη ότι η ιδιοκτησία και η ιδιοποίηση είναι ο μοναδικός τρόπος να απολαμβάνουμε τα αγαθά. Η δεύτερη αντιστοιχεί στην ανασφάλεια, στον διαρκή φόβο ότι οι άλλοι είναι μια διαρκής απειλή για τα αγαθά που κατέχουμε -είτε τα έχουμε παραγάγει είτε απλώς ιδιοποιηθεί (δηλαδή, κλέψει). Και η τρίτη αντιστοιχεί στην επιθυμία διάκρισης από τους άλλους, στη φήμη, στο υπερτροφικό εγώ, στη λαμπερή δημόσια εικόνα μας. Η εξουσία δίνει τόσο άφθονες ευκαιρίες για να υπηρετηθούν αυτές οι τρεις ανθρώπινες αναπηρίες, κι αυτές οι ευκαιρίες είναι κατά κανόνα το κίνητρο όσων προσέρχονται στον στίβο της διεκδίκησής της. Έστω κι αν δεν υπάρχουν σωρευτικά, έστω κι αν ο πολιτικός είναι ήδη αρκετά πλούσιος για να φιλοδοξεί να πλουτίσει κι άλλο, έστω κι αν είναι αρκετά ασφαλής για να αισθανθεί προστατευμένος στον υπουργικό θώκο, έστω κι αν είναι πολύ διάσημος για να πιστεύει ότι το να ακούει καθημερινά τ’ όνομά τους στις ειδήσεις και να βγαίνει τουλάχιστον μία φορά την ημέρα στα τηλεοπτικά «παράθυρα» θα προσθέσει κάτι στη δημόσια εικόνα του.
Επομένως, ο μοναδικός τρόπος για να αποφύγουμε τον εκμαυλιστικό μηχανισμό της εξουσίας είναι να επιστρατεύσουμε στην άσκησή της όχι αντιεξουσιαστές, αλλά αναχωρητές, ασκητές, ανθρώπους που έχουν αρνηθεί τα «απεχθή» στοιχεία της ανθρώπινης φύσης τους. Κοσμοκαλόγερους ντυμένους με φθαρμένα ράσα, ρακένδυτους, γυμνούς από περιουσία, παραιτημένους από φιλοδοξία, αδιάφορους για την εικόνα τους, απαθείς στις απειλές κατά της ζωής τους, καρτερικούς στη δημόσια κατακραυγή, άκαμπτους στις πιέσεις και στους πειρασμούς, απρόθυμους για δημόσιες σχέσεις, χωρίς την παραμικρή διάθεση να επικοινωνήσουν το έργο και τις αποφάσεις τους, απρόσιτους στα ΜΜΕ και στους δημοσιογράφους, σκοτεινούς, βλοσυρούς, λιγομίλητους, σχεδόν μισάνθρωπους. Ακριβώς σαν τους στυλίτες των πρώτων χριστιανικών αιώνων που επέλεγαν την πιο ακραία μορφή ασκητισμού, την τέλεια απομόνωση από την κοινωνία και τους πειρασμούς της, πάνω σε έναν στύλο αρκετά μέτρα ψηλά από το έδαφος και ελάχιστα πιο κοντά στη μόνη εξουσία που αναγνώριζαν, την εξουσία του Θεού.
Όπως αντιλαμβάνεστε, αυτό το μοντέλο δημόσιας εξουσίας, εκτός του ότι θα έβρισκε ελάχιστους πρόθυμους λειτουργούς, δεν θα είχε καμία τύχη μετά λίγα εικοσιτετράωρα. Περιττό να πω ότι δεν θα είχαν καμία τύχη ως αιρετοί – το πιθανότερο είναι να μην έβρισκαν ούτε έναν σταυρό πέραν του δικού τους στα ψηφοδέλτια. Αλλά κι αν υποθέσουμε ότι προσέρχονταν στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας ως εξωκοινοβουλευτικοί λειτουργοί, με βιογραφικά ή χωρίς, χωρίς ταξικές προκαταλήψεις και με μόνο εφόδιο μια αφηρημένη αντίληψη περί εξυπηρέτησης του κοινού καλού, του δημοσίου συμφέροντος, της προόδου του έθνους, σύντομα θα ανακάλυπταν ότι υπηρετούν μια χίμαιρα. Ότι κοινό καλό δεν υφίσταται, ότι δημόσιο συμφέρον σημαίνει διευθέτηση πολλών συγκρουόμενων και ασυμφιλίωτων συμφερόντων και πως σε κάθε έθνος υπάρχουν πολλά έθνη που βρίσκονται σ’ έναν υπολανθάνοντα και απλώς ανομολόγητο εμφύλιο. Φυσικά, τα πρωτοσέλιδα θα έκαναν λόγο για «Ρασπούτιν» του εξουσίας και θα αποκάλυπταν ντοκουμέντα για τα μοναχικά όργια των στυλιτών της εξουσίας επί των στύλων τους, η αγορά θα απαιτούσε τη σταύρωσή τους διότι το αντικαταναλωτικό μοντέλο τους προκαλούσε καταστροφή, η αντιπολίτευση θα επιστράτευε όλα τα τοπ μόντελ της πιάτσας για να τα αντιπαραθέσει στους miserabile visu εξουσιαστές και θα οργάνωνε επανάσταση της πασαρέλας (και όχι της κατσαρόλας) με το σύνθημα: «Διώξτε τους στυλίτες και φέρτε τους στυλίστες»!
Φαύλος κύκλος, λοιπόν; Κι ακόμα χειρότερα, αν υπολογίσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο καπιταλισμός, περισσότερα από όλα τα προγενέστερα συστήματα, αποδυναμώνει τη δημόσια εξουσία, δίνοντας τη δυνατότητα σ’ ένα σωρό άλλα κέντρα ισχύος, πρωτίστως οικονομικής, να επιβάλλουν τη δική τους εξουσία, μια εξουσία στα όρια της αναρχίας, ντυμένη τη θεσμική φορεσιά της ελευθερίας των αγαθών και των κεφαλαίων. Από την οποία δεν μας σώζουν ούτε οι στυλίτες ούτε οι αντιεξουσιαστές της εξουσίας. Αλλά, επειδή θα συνυπάρξουμε ως είδος για αρκετούς αιώνες με την εξουσία και το ερώτημα θα είναι πάντα «ποιος μας φυλάσσει από τους φύλακες», η απάντηση ίσως βρίσκεται στην τεχνική προσέγγιση του Μοντεσκιέ που εξαρχής εντόπισε τη σχιζοειδή αντίφαση κάθε συστήματος εξουσίας. «Προκειμένου να μην υπάρχει κατάχρηση της εξουσίας, χρειάζεται η εξουσία να σταματάει την εξουσία», έλεγε και όρισε ως απάντηση τη διάκριση των εξουσιών. Εν τω μεταξύ, οι διακεκριμένες εξουσίες έγιναν αυγοτάραχο κι απέκτησαν τόσους ανταγωνιστές που είναι πια θλιβερή καρικατούρα του παρελθόντος τους. Τώρα η διάκριση των εξουσιών δεν αρκεί. Η διάχυσή τους ίσως είναι η επόμενη απάντηση. Power to the people, που τραγουδούσαν κάποιοι γραφικοί…
Δεν ξέρω ποιος εισηγήθηκε στον Γ. Παπανδρέου αυτή την ενδιαφέρουσα ατάκα περί «αντιεξουσιαστών στην εξουσία», ωστόσο, πέρα από την πλάκα και τις επικοινωνιακές προθέσεις, περιγράφει τη θεμελιώδη -και σχεδόν σχιζοειδή- αντίφαση της πολιτικής κοινωνίας. Από τη στιγμή που τα ανθρώπινα πλάσματα αποφάσισαν να αποσπαστούν από τη φυσική κατάσταση του αυτεξούσιου -κατάσταση διόλου παραγωγική αφού συνεπαγόταν τον κατά Τόμας Χομπς πόλεμο πάντων κατά πάντων-, οι κοινωνίες βρίσκονται σε μια διαρκή διελκυστίνδα. Από τη μια πλευρά εκχωρούν όλο και περισσότερες σφαίρες της ζωής τους στη δημόσια εξουσία που θα τις προστατέψει από τον πόλεμο όλων εναντίον όλων, από την άλλη προσδοκούν αυτή η δημόσια εξουσία να τους οδηγήσει σε εκείνη την κατάσταση ευδαιμονίας και ελευθερίας που εγκατέλειψαν στον «Κήπο της Εδέμ» και που θα καταστήσει περιττή την ύπαρξη εξουσίας. Θεωρητικά, κάθε δημόσια εξουσία την οποία έχουμε ανάγκη θα έπρεπε να κατατείνει στην αποδυνάμωσή της, και τελικά στην αυτοκατάργησή της. Τα περισσότερα κοσμοθεωρητικά συστήματα για τον τρόπο οργάνωσης των πολιτικών κοινωνιών, από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Μπακούνιν και από τους αναρχικούς μέχρι τους νεοφιλελεύθερους, ομνύουν στον ίδιο σκοπό. Στην πράξη συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Η δημόσια εξουσία στην οποία οι άνθρωποι εκχωρούν -κατά συνθήκη- ισχύ, δικαιώματα και ελευθερίες γίνεται ένας αυτοσκοπός. Η εξουσία αποκτά μια τέτοια αυτονομία συμφερόντων, ώστε τελικά γίνεται απλώς ένα ακόμη χαράκωμα του πολέμου όλων εναντίον όλων. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: οι καλύτερες προθέσεις, οι πιο ανατρεπτικές και επαναστατικές διαθέσεις πνίγηκαν στο αίμα, στη βία και στην απληστία.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Η απάντηση είναι κοινότοπη, αλλά ουδείς την έχει αμφισβητήσει μέχρι σήμερα. Η εξουσία εκ φύσεως εκμαυλίζει τους εξουσιαστές, ακόμη κι όταν είναι ακραιφνείς αντιεξουσιαστές. Για να μη συμβεί αυτό θα πρέπει να φανταστούμε μια δημόσια εξουσία χωρίς ανθρώπινα χαρακτηριστικά, χωρίς τις αναπηρίες που αναπαράγουν τον «πόλεμο όλων εναντίον όλων». Να φανταστούμε δηλαδή ότι ο εξουσιαστής θα κάνει απλώς τη δουλειά του, σαν μια καλά προγραμματισμένη μηχανή που παίρνει αποφάσεις με μοναδικό κριτήριο να επιτυγχάνει την ιδεώδη ισορροπία συμφερόντων. Έναν υπολογιστή, σαν τον Hal του Άρθουρ Κλαρκ στην «Οδύσσεια του Διαστήματος», που να συνυπολογίζει τις βουλήσεις εκατομμυρίων και δισεκατομμυρίων ανθρώπινων πλασμάτων πριν από κάθε του απόφαση – εξαιρώντας πλήρως μόνο μία βούληση, τη δική του, που καλύτερα είναι να μην τη διαθέτει καν. Φυσικά, η διεύθυνση της πολιτικής κοινωνίας δεν πρόκειται να ανατεθεί ποτέ σε μηχανές και οι άνθρωποι, οι τάξεις, οι φυλές, τα κόμματα, τα λόμπι θα συνεχίσουν για αιώνες να παλεύουν για την εξουσία, ακόμη κι αν η πρόθεσή τους είναι να την καταργήσουν.
Ως εκ τούτου, πρέπει να βολευτούμε με τους ανθρώπινους εξουσιαστές. Και θα πρέπει να φανταστούμε έναν μαγικό τρόπο -μια λοβοτομή ίσως;- για να τους απαλλάξουμε από τις πρωταρχικές αιτίες που σπρώχνουν την ανθρώπινη φύση στον πόλεμο όλων εναντίον όλων, όπως απλά και γλαφυρά τις όρισε ο Χομπς: τον ανταγωνισμό, τη δυσπιστία και τη δόξα. Ο πρώτος αντιστοιχεί στην απληστία, στο κυνήγι του πλούτου, στην αντίληψη ότι η ιδιοκτησία και η ιδιοποίηση είναι ο μοναδικός τρόπος να απολαμβάνουμε τα αγαθά. Η δεύτερη αντιστοιχεί στην ανασφάλεια, στον διαρκή φόβο ότι οι άλλοι είναι μια διαρκής απειλή για τα αγαθά που κατέχουμε -είτε τα έχουμε παραγάγει είτε απλώς ιδιοποιηθεί (δηλαδή, κλέψει). Και η τρίτη αντιστοιχεί στην επιθυμία διάκρισης από τους άλλους, στη φήμη, στο υπερτροφικό εγώ, στη λαμπερή δημόσια εικόνα μας. Η εξουσία δίνει τόσο άφθονες ευκαιρίες για να υπηρετηθούν αυτές οι τρεις ανθρώπινες αναπηρίες, κι αυτές οι ευκαιρίες είναι κατά κανόνα το κίνητρο όσων προσέρχονται στον στίβο της διεκδίκησής της. Έστω κι αν δεν υπάρχουν σωρευτικά, έστω κι αν ο πολιτικός είναι ήδη αρκετά πλούσιος για να φιλοδοξεί να πλουτίσει κι άλλο, έστω κι αν είναι αρκετά ασφαλής για να αισθανθεί προστατευμένος στον υπουργικό θώκο, έστω κι αν είναι πολύ διάσημος για να πιστεύει ότι το να ακούει καθημερινά τ’ όνομά τους στις ειδήσεις και να βγαίνει τουλάχιστον μία φορά την ημέρα στα τηλεοπτικά «παράθυρα» θα προσθέσει κάτι στη δημόσια εικόνα του.
Επομένως, ο μοναδικός τρόπος για να αποφύγουμε τον εκμαυλιστικό μηχανισμό της εξουσίας είναι να επιστρατεύσουμε στην άσκησή της όχι αντιεξουσιαστές, αλλά αναχωρητές, ασκητές, ανθρώπους που έχουν αρνηθεί τα «απεχθή» στοιχεία της ανθρώπινης φύσης τους. Κοσμοκαλόγερους ντυμένους με φθαρμένα ράσα, ρακένδυτους, γυμνούς από περιουσία, παραιτημένους από φιλοδοξία, αδιάφορους για την εικόνα τους, απαθείς στις απειλές κατά της ζωής τους, καρτερικούς στη δημόσια κατακραυγή, άκαμπτους στις πιέσεις και στους πειρασμούς, απρόθυμους για δημόσιες σχέσεις, χωρίς την παραμικρή διάθεση να επικοινωνήσουν το έργο και τις αποφάσεις τους, απρόσιτους στα ΜΜΕ και στους δημοσιογράφους, σκοτεινούς, βλοσυρούς, λιγομίλητους, σχεδόν μισάνθρωπους. Ακριβώς σαν τους στυλίτες των πρώτων χριστιανικών αιώνων που επέλεγαν την πιο ακραία μορφή ασκητισμού, την τέλεια απομόνωση από την κοινωνία και τους πειρασμούς της, πάνω σε έναν στύλο αρκετά μέτρα ψηλά από το έδαφος και ελάχιστα πιο κοντά στη μόνη εξουσία που αναγνώριζαν, την εξουσία του Θεού.
Όπως αντιλαμβάνεστε, αυτό το μοντέλο δημόσιας εξουσίας, εκτός του ότι θα έβρισκε ελάχιστους πρόθυμους λειτουργούς, δεν θα είχε καμία τύχη μετά λίγα εικοσιτετράωρα. Περιττό να πω ότι δεν θα είχαν καμία τύχη ως αιρετοί – το πιθανότερο είναι να μην έβρισκαν ούτε έναν σταυρό πέραν του δικού τους στα ψηφοδέλτια. Αλλά κι αν υποθέσουμε ότι προσέρχονταν στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας ως εξωκοινοβουλευτικοί λειτουργοί, με βιογραφικά ή χωρίς, χωρίς ταξικές προκαταλήψεις και με μόνο εφόδιο μια αφηρημένη αντίληψη περί εξυπηρέτησης του κοινού καλού, του δημοσίου συμφέροντος, της προόδου του έθνους, σύντομα θα ανακάλυπταν ότι υπηρετούν μια χίμαιρα. Ότι κοινό καλό δεν υφίσταται, ότι δημόσιο συμφέρον σημαίνει διευθέτηση πολλών συγκρουόμενων και ασυμφιλίωτων συμφερόντων και πως σε κάθε έθνος υπάρχουν πολλά έθνη που βρίσκονται σ’ έναν υπολανθάνοντα και απλώς ανομολόγητο εμφύλιο. Φυσικά, τα πρωτοσέλιδα θα έκαναν λόγο για «Ρασπούτιν» του εξουσίας και θα αποκάλυπταν ντοκουμέντα για τα μοναχικά όργια των στυλιτών της εξουσίας επί των στύλων τους, η αγορά θα απαιτούσε τη σταύρωσή τους διότι το αντικαταναλωτικό μοντέλο τους προκαλούσε καταστροφή, η αντιπολίτευση θα επιστράτευε όλα τα τοπ μόντελ της πιάτσας για να τα αντιπαραθέσει στους miserabile visu εξουσιαστές και θα οργάνωνε επανάσταση της πασαρέλας (και όχι της κατσαρόλας) με το σύνθημα: «Διώξτε τους στυλίτες και φέρτε τους στυλίστες»!
Φαύλος κύκλος, λοιπόν; Κι ακόμα χειρότερα, αν υπολογίσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο καπιταλισμός, περισσότερα από όλα τα προγενέστερα συστήματα, αποδυναμώνει τη δημόσια εξουσία, δίνοντας τη δυνατότητα σ’ ένα σωρό άλλα κέντρα ισχύος, πρωτίστως οικονομικής, να επιβάλλουν τη δική τους εξουσία, μια εξουσία στα όρια της αναρχίας, ντυμένη τη θεσμική φορεσιά της ελευθερίας των αγαθών και των κεφαλαίων. Από την οποία δεν μας σώζουν ούτε οι στυλίτες ούτε οι αντιεξουσιαστές της εξουσίας. Αλλά, επειδή θα συνυπάρξουμε ως είδος για αρκετούς αιώνες με την εξουσία και το ερώτημα θα είναι πάντα «ποιος μας φυλάσσει από τους φύλακες», η απάντηση ίσως βρίσκεται στην τεχνική προσέγγιση του Μοντεσκιέ που εξαρχής εντόπισε τη σχιζοειδή αντίφαση κάθε συστήματος εξουσίας. «Προκειμένου να μην υπάρχει κατάχρηση της εξουσίας, χρειάζεται η εξουσία να σταματάει την εξουσία», έλεγε και όρισε ως απάντηση τη διάκριση των εξουσιών. Εν τω μεταξύ, οι διακεκριμένες εξουσίες έγιναν αυγοτάραχο κι απέκτησαν τόσους ανταγωνιστές που είναι πια θλιβερή καρικατούρα του παρελθόντος τους. Τώρα η διάκριση των εξουσιών δεν αρκεί. Η διάχυσή τους ίσως είναι η επόμενη απάντηση. Power to the people, που τραγουδούσαν κάποιοι γραφικοί…
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (17/10/2009)
Είναι αλήθεια ότι ορισμένα έμβια πλάσματα, όπως οι μέλισσες και τα μυρμήγκια, ζουν σε κοινωνίες (γι’ αυτό άλλωστε και ο Αριστοτέλης τα συγκαταλέγει στα πολιτικά όντα)… Κάποιοι, ίσως επιθυμούν να γνωρίσουν γιατί το ανθρώπινο είδος αδυνατεί να συμπεριφερθεί με παρόμοιο τρόπο. Σ’ αυτό το ερώτημα απαντώ:
Πρώτον, ότι οι άνθρωποι, αντίθετα απ’ αυτά τα πλάσματα, βρίσκονται σε συνεχή ανταγωνισμό για τιμές και αξιώματα. Για τον λόγο αυτό ανάμεσα στους ανθρώπους γεννιέται ο φθόνος, το μίσος και τελικά ο πόλεμος…
Δεύτερον, ότι γι’ αυτά τα πλάσματα το κοινό καλό δεν διαφέρει από το ατομικό. Καθώς, λοιπόν, εκ φύσεως επιδιώκουν το ιδιωτικό τους συμφέρον, εξυπηρετούν ταυτόχρονα και το κοινό όφελος. Αλλά ο άνθρωπος, του οποίου η ευχαρίστηση έγκειται στο να συγκρίνει τον εαυτό του με τους άλλους, δεν μπορεί να απολαύσει παρά μόνο ό,τι υπερέχει σε σχέση με όσα κατέχουν οι άλλοι.
Τόμας Χομπς, «Λεβιάθαν, ή ύλη, μορφή και εξουσία μιας εκκλησιαστικής και λαϊκής πολιτικής κοινότητας»
Πρώτον, ότι οι άνθρωποι, αντίθετα απ’ αυτά τα πλάσματα, βρίσκονται σε συνεχή ανταγωνισμό για τιμές και αξιώματα. Για τον λόγο αυτό ανάμεσα στους ανθρώπους γεννιέται ο φθόνος, το μίσος και τελικά ο πόλεμος…
Δεύτερον, ότι γι’ αυτά τα πλάσματα το κοινό καλό δεν διαφέρει από το ατομικό. Καθώς, λοιπόν, εκ φύσεως επιδιώκουν το ιδιωτικό τους συμφέρον, εξυπηρετούν ταυτόχρονα και το κοινό όφελος. Αλλά ο άνθρωπος, του οποίου η ευχαρίστηση έγκειται στο να συγκρίνει τον εαυτό του με τους άλλους, δεν μπορεί να απολαύσει παρά μόνο ό,τι υπερέχει σε σχέση με όσα κατέχουν οι άλλοι.
Τόμας Χομπς, «Λεβιάθαν, ή ύλη, μορφή και εξουσία μιας εκκλησιαστικής και λαϊκής πολιτικής κοινότητας»
Monday, October 12, 2009
Ο αέρας εκτός πολιτικής (10/10/2009)
Πολλά θα μας μείνουν αξέχαστα απ’ αυτή την εκλογική αναμέτρηση και την κυβερνητική αλλαγή που την ακολούθησε. Η έκπληξη -ευχάριστη ή δυσάρεστη- νικητών και ηττημένων για το εύρος της νίκης και το βάθος της ήττας τους. Οι μουτσούνες των πρώην υπουργών που περιέβαλλαν περίλυποι τον Καραμανλή, όπως οι μαθητές τον Ιησού στον δρόμο προς τον Γολγοθά. Οι μορφασμοί των τηλεαστέρων που έκαναν απεγνωσμένες προσπάθειες να μετατρέψουν το σοκ σε χαρά. Οι πιρουέτες των μιντιαρχών που σαν να μην τρέχει τίποτα δήλωσαν εν μία νυκτί λάτρεις του Παπανδρέου και ψάχνουν ήδη τον νέο Ρουσόπουλό τους – ορισμένοι δεν αποκλείεται να ισχυριστούν ότι (ξανα)γκρέμισαν τον καραμανλισμό. Τα δακρύβρεχτα σχόλια των άνκορμεν για τη γενναιότητα και το πολιτικό σαβουάρ βιβρ του απερχόμενου πρωθυπουργού. Η σπουδή του κ. Προβόπουλου να μας αποκαλύψει (εκ Τουρκίας!), την επαύριο του πράσινου θριάμβου, αυτό που μέχρι την περασμένη Κυριακή του διέφευγε – ότι το έλλειμμα τρέχει ιλιγγιωδώς προς το 10%. Η ελαφρότητα με την οποία οι ηγεσίες της Αριστεράς βάφτισαν το κρέας ψάρι – και το ’φαγαν ήδη με τη μέγιστη απόλαυση. Η δυσκολία δημοσιογράφων αλλά και πολιτών να εξοικειωθούν με τόσα πολλά άγνωστα πρόσωπα που αναλαμβάνουν τη διακυβέρνηση της χώρας, με τόσες νέες και μακροσκελείς επωνυμίες στα αναδομημένα υπουργεία. Η πρόσθετη δυσκολία να κατανοήσει κανείς πόση δόση τυχοδιωκτισμού χρειάζεται κάποιος για να γίνει υπερυπουργός υπό έναν πρωθυπουργό που, κατά τα λεγόμενά του, προσβάλλει την αισθητική του. Η ακόμη μεγαλύτερη δυσκολία να κατανοήσει ο μέσος πολίτης πώς θα εξουσιαστεί η χώρα από τους - κατά Παπανδρέου- αντιεξουσιαστές της εξουσίας. Και η καταπληκτική ευκολία με την οποία η κραταιά φιλελεύθερη διακυβέρνηση μετατράπηκε σε λίγα εικοσιτετράωρα σε συνονθύλευμα σπαρασσόμενων μονομάχων, που εξαγοράζουν ή εκβιάζουν τους λόχους των εκλεκτόρων.
Όμως, καμιά απ’ αυτές τις εκπλήξεις των εκλογών του 2009, που διεκδικεί με αξιώσεις την καταγραφή στα κατάστιχα της ιστορίας ως έτος της «νέας αλλαγής», δεν συγκρίνεται μ’ αυτήν που μου προκάλεσε ο πρώην υπουργός ΠΕΧΩΔΕ Γ. Σουφλιάς. Όταν συνόδευσε την ηχηρή πλην αναπόφευκτη αποχώρησή του από την πολιτική, με τη δήλωση ότι θέλει «ν’ αναπνεύσει εκτός πολιτικής».
Αλήθεια, πώς είναι ο αέρας εκτός πολιτικής; Τι οξυγόνο περιέχει η ατμόσφαιρα εκεί πάνω – ή εδώ κάτω; Ας ρωτήσει εμάς ή, ακόμη καλύτερα, εσάς ο κ. Σουφλιάς. Διότι εσείς, ο μέσος πολίτης της χώρας όπου ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα, αναπνέετε εδώ και πολλές δεκαετίες έναν αέρα βρόμικο και σάπιο. Κι αυτό οφείλεται εν μέρει στις δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις της πολιτικής. Μια «πράσινη πολιτική» αυτές τις εκπομπές αερίων θα έπρεπε να περιορίσει δραστικά, πριν στήσει παντού ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά κάτοπτρα.
Το είδος της πολιτικής που κυριαρχεί και ασκεί διακυβέρνηση στην Ελλάδα παράγει νοσηρές σχέσεις διαπλοκής με ομάδες και λόμπι συμφερόντων, δημιουργεί με πράξεις ή παραλείψεις επιχειρηματικά τέρατα, εκμαυλίζει στρατιές πολιτών είτε με τις παραδοσιακές σχέσεις πελατείας και ρουσφετιού είτε με ομαδική εξαγορά κοινωνικών και επαγγελματικών ομάδων, διαλύει κάθε ίχνος κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης, συντηρεί και μεγεθύνει τις τρομακτικές ανισότητες που διαπερνούν την κοινωνία, λύνει κάθε πρόβλημα του παρόντος εις βάρος του μέλλοντος, σπαταλάει τον δημόσιο πλούτο για να συντηρεί μια κρούστα ευμάρειας και να επικοινωνεί το τίποτα, οδηγεί τη χώρα σε οικονομική χρεοκοπία και αναπαράγει τον κάκιστο εαυτό της εκπροσωπούμενη ηγεμονικά από πέντε-δέκα οικογένειες που παράγουν αποκλειστικά πολιτικούς, όπως άλλες βγάζουν χτίστες, αγρότες ή επιστήμονες.
Αν η πολιτική στην οποία διέπρεψε επί τριακονταπενταετία ο κ. Σουφλιάς είχε τόσο «κακό αέρα» ώστε να ασφυκτιά και ο ίδιος εντός της, αυτό συμβαίνει επειδή οι τοξικές αναθυμιάσεις της είναι αδύνατο να περιοριστούν έξω από τον γυάλινο κόσμο της. Το σύστημα, εξ ορισμού, δεν είναι στεγανό. Γι’ αυτό και μεταξύ των θυμάτων της πολιτικής, εκτός από τους πολίτες, υπάρχουν και πολιτικοί. Η περιπέτεια της Ν.Δ. είναι ένα απτό παράδειγμα αυτού του κανόνα, και μέχρι τις 7 Νοεμβρίου θα παραγάγει πολλά, δεκάδες θύματα. Το ότι ο κ. Σουφλιάς αισθάνεται ήδη θύμα αυτής της «βλάβης» του συστήματος είναι δική του ερμηνεία. Προς το παρόν οι περισσότεροι «σύντροφοί» του αισθάνονται δικά του θύματα. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που αισθάνεται ο πρώην ΥΠΕΧΩΔΕ και όλοι οι συν αυτώ «πρώην» είναι σύμπτωμα μιας άλλης «βλάβης», για την ακρίβεια μιας συγγενούς ανωμαλίας του κομματικού συστήματος: τα κόμματα εξουσίας ασφυκτιούν μακριά από την εξουσία. Αισθάνονται καλά μόνον όταν έχουν καταλάβει τους θώκους της, όταν κατοικούν στα μέλαθρά της, όταν ανασαίνουν τον αέρα της. Επομένως, κάτι καλό θα περιέχει αυτός ο αέρας.
Αλλά, ο κ. Σουφλιάς εμφανίζει αντίστροφα τα πράγματα. Λες και κάποιος τον υποχρέωσε να εμπλακεί στην πολιτική. Λες και κάποιος του επέβαλε να αναλαμβάνει βαριά χαρτοφυλάκια, να εκπονεί σχοινοτενή και μεγαλεπήβολα προγράμματα για το κόμμα του. Εμφανίζεται και αυτός, όπως ο κάθε μέσος πολιτικός, ως θύμα ενός καταναγκασμού, υποχείριο ενός θεόπνευστου απόλυτου προορισμού, κληρονόμος βασιλικού θρόνου που είναι καταδικασμένος να υπηρετήσει. Καρτερικός κουβαλητής ενός σταυρού που σηκώνει εν ονόματι του θολού συλλογικού συμφέροντος: του έθνους, της κοινωνίας, της παράταξης.
Ωστόσο, κανείς, ποτέ, δεν υποχρέωσε τον κ. Σουφλιά να εγκαταλείψει την επαγγελματική του καριέρα ως μηχανικός και να εισπνέει τον αέρα της πολιτικής -ούτε καν οι 3-4 δεκάδες χιλιάδες ψηφοφόρων που τον «σταύρωναν» μέχρι το 1996 στη Λάρισα (έκτοτε αναπαύθηκε στην ασφάλεια της αριστείνδην εκλογής). Και ο κ. Σουφλιάς είναι απλώς ένα πρόσχημα, ένα παράδειγμα. Το ίδιο συμβαίνει με όλους τους επαγγελματίες πολιτικούς που διακατέχονται από το σύνδρομο του απόλυτου προορισμού, από τη φενάκη ότι είναι κάτοχοι ενός μοναδικού ταλέντου που είναι υποχρεωμένοι να καταθέσουν στην κοινωνία, χωρίς προσδοκία αντιπαροχής. Δέστε τι θα συμβεί κι αυτή τη φορά: σχεδόν τα μισά μέλη του πράσινου Υπουργικού Δυμβουλίου σήμερα δεν τα γνωρίζει κανείς. Τα μακροσκελή βιογραφικά τους, κατάλληλα ίσως ως αιτήσεις πρόσληψης σε «σοβαρούς ιδιωτικούς οργανισμούς», δεν συμπληρώνονται από κοινωνική αναγνωρισιμότητα. Κι όμως, σε δύο-τρία χρόνια οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν θα μπορούν να ζήσουν χωρίς τον αέρα της πολιτικής. Ο εθισμός τους θα μετατραπεί σε ένα είδος χρέους (στην πατρίδα, το κόμμα, τον αρχηγό, την κοινωνία), θα νιώθουν τόσο απαραίτητοι στο οικοδόμημα όσο είναι κάθε χαρτί σ’ έναν ευαίσθητα ισορροπημένο πύργο από τραπουλόχαρτα. Λίγοι, ελάχιστοι, είναι οι πολιτικοί που κατάφεραν να απεξαρτηθούν εγκαίρως από τον αέρα της εξουσίας, παίρνοντας στις αποσκευές τους ένα αξιοπρεπές χαρτοφυλάκιο υστεροφημίας (και όχι μόνο αυτό…) Οι περισσότεροι υπέστησαν μέχρι τέλους το μαρτύριο του Ιώβ, δηλώνοντας ενίοτε την πικρία τους διότι δεν αναγνωρίζεται επαρκώς το μέγεθος της προσφοράς τους: «Είμαι αηδιασμένος», έλεγε και ο θείος Καραμανλής, σε ένδειξη αποστροφής για την ανεπίδεκτη μαθήσεως διαμαρτυρόμενη ελληνική κοινωνία. Δήλωνε κι αυτός με τον τρόπο του πόσο τον έβλαπτε ο αέρας της πολιτικής. Αν και τον εισέπνευσε μέχρι τελευταίου μορίου.
Αυτά αφορούν φυσικά την ειδική ψυχοπαθολογία μια μικρής κοινωνικής ομάδας, της εγχώριας πολιτικής ελίτ, η οποία αδυνατεί να ερμηνεύσει ένα πολύ ουσιαστικότερο φαινόμενο: τη διαρκή – και διαρκώς αυξανόμενη αναντιστοιχία της με την κοινωνία. Ή τουλάχιστον με τα μεγαλύτερα τμήματά της. Ιδιαίτερα εκείνα που αναπνέουν εκτός πολιτικής μεν, αλλά εντός των βλαβερών της αναθυμιάσεων. Διότι, ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει στον φαντασιακό κόσμο του πολιτικού, η πολιτική του, αυτή η ειδική τέχνη άσκησης της δημόσιας εξουσίας, έχει συγκεκριμένα, χειροπιαστά αποτελέσματα στην κοινωνία. Κι όπως καταδεικνύουν ο τρόπος που συρρικνώνεται ο εγχώριος (και όχι μόνο) πολιτικός κύκλος, η ταχύτητα μετατροπής της πλειοψηφίας σε μειοψηφία και η συχνότητα εναλλαγής στην εξουσία, η πολιτική και οι πολιτικοί χάνουν εντυπωσιακά τις ικανότητές τους να δημιουργούν ανθεκτικές στο χρόνο πλειοψηφίες ικανοποιημένων πολιτών. Έστω και σχετικά ικανοποιημένων. Ιδιαίτερα στις συνθήκες μιας οικονομικής κρίσης που καταστρέφει ακόμη και τους πιο ασφαλείς θύλακες ευημερίας. Κι εδώ, δεν καταγράφονται μόνο τα αναπόφευκτα αποτελέσματα του επιχειρηματικού και οικονομικού κύκλου, αλλά και η διαχειριστική ανικανότητα του πολιτικού προσωπικού να αποτρέψει τα χειρότερα ή, ακόμη χειρότερα, οι ταξικές επιλογές της πολιτικής του.
Ως εκ τούτου, ο κ. Σουφλιάς, και ο κάθε επαγγελματίας πολιτικός που κάνει την ηχηρή του έξοδο από τη «φυλακή» του δημοσίου βίου, εκεί έξω δεν θα βρει έναν αέρα καθαρό, απαλλαγμένο από ρύπους και βλαβερά σωματίδια. Θα συναντήσει και ένα μέρος του εαυτού του, τα αποτελέσματα της δημόσιας δράσης του. Κι αν ο ίδιος έχει εξασφαλίσει για τον εαυτό του και τους οικείους του πατέντες και φίλτρα αποστείρωσης του αέρα που ανασαίνει, για τους κοινούς θνητούς δεν υπάρχει αυτή η πολυτέλεια. Άλλωστε ο πολιτικός έχει τη δυνατότητα να αποδράσει από την πολιτική. Η κοινωνία πώς να αποδράσει από τον εαυτό της;
Όμως, καμιά απ’ αυτές τις εκπλήξεις των εκλογών του 2009, που διεκδικεί με αξιώσεις την καταγραφή στα κατάστιχα της ιστορίας ως έτος της «νέας αλλαγής», δεν συγκρίνεται μ’ αυτήν που μου προκάλεσε ο πρώην υπουργός ΠΕΧΩΔΕ Γ. Σουφλιάς. Όταν συνόδευσε την ηχηρή πλην αναπόφευκτη αποχώρησή του από την πολιτική, με τη δήλωση ότι θέλει «ν’ αναπνεύσει εκτός πολιτικής».
Αλήθεια, πώς είναι ο αέρας εκτός πολιτικής; Τι οξυγόνο περιέχει η ατμόσφαιρα εκεί πάνω – ή εδώ κάτω; Ας ρωτήσει εμάς ή, ακόμη καλύτερα, εσάς ο κ. Σουφλιάς. Διότι εσείς, ο μέσος πολίτης της χώρας όπου ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα, αναπνέετε εδώ και πολλές δεκαετίες έναν αέρα βρόμικο και σάπιο. Κι αυτό οφείλεται εν μέρει στις δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις της πολιτικής. Μια «πράσινη πολιτική» αυτές τις εκπομπές αερίων θα έπρεπε να περιορίσει δραστικά, πριν στήσει παντού ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά κάτοπτρα.
Το είδος της πολιτικής που κυριαρχεί και ασκεί διακυβέρνηση στην Ελλάδα παράγει νοσηρές σχέσεις διαπλοκής με ομάδες και λόμπι συμφερόντων, δημιουργεί με πράξεις ή παραλείψεις επιχειρηματικά τέρατα, εκμαυλίζει στρατιές πολιτών είτε με τις παραδοσιακές σχέσεις πελατείας και ρουσφετιού είτε με ομαδική εξαγορά κοινωνικών και επαγγελματικών ομάδων, διαλύει κάθε ίχνος κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης, συντηρεί και μεγεθύνει τις τρομακτικές ανισότητες που διαπερνούν την κοινωνία, λύνει κάθε πρόβλημα του παρόντος εις βάρος του μέλλοντος, σπαταλάει τον δημόσιο πλούτο για να συντηρεί μια κρούστα ευμάρειας και να επικοινωνεί το τίποτα, οδηγεί τη χώρα σε οικονομική χρεοκοπία και αναπαράγει τον κάκιστο εαυτό της εκπροσωπούμενη ηγεμονικά από πέντε-δέκα οικογένειες που παράγουν αποκλειστικά πολιτικούς, όπως άλλες βγάζουν χτίστες, αγρότες ή επιστήμονες.
Αν η πολιτική στην οποία διέπρεψε επί τριακονταπενταετία ο κ. Σουφλιάς είχε τόσο «κακό αέρα» ώστε να ασφυκτιά και ο ίδιος εντός της, αυτό συμβαίνει επειδή οι τοξικές αναθυμιάσεις της είναι αδύνατο να περιοριστούν έξω από τον γυάλινο κόσμο της. Το σύστημα, εξ ορισμού, δεν είναι στεγανό. Γι’ αυτό και μεταξύ των θυμάτων της πολιτικής, εκτός από τους πολίτες, υπάρχουν και πολιτικοί. Η περιπέτεια της Ν.Δ. είναι ένα απτό παράδειγμα αυτού του κανόνα, και μέχρι τις 7 Νοεμβρίου θα παραγάγει πολλά, δεκάδες θύματα. Το ότι ο κ. Σουφλιάς αισθάνεται ήδη θύμα αυτής της «βλάβης» του συστήματος είναι δική του ερμηνεία. Προς το παρόν οι περισσότεροι «σύντροφοί» του αισθάνονται δικά του θύματα. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που αισθάνεται ο πρώην ΥΠΕΧΩΔΕ και όλοι οι συν αυτώ «πρώην» είναι σύμπτωμα μιας άλλης «βλάβης», για την ακρίβεια μιας συγγενούς ανωμαλίας του κομματικού συστήματος: τα κόμματα εξουσίας ασφυκτιούν μακριά από την εξουσία. Αισθάνονται καλά μόνον όταν έχουν καταλάβει τους θώκους της, όταν κατοικούν στα μέλαθρά της, όταν ανασαίνουν τον αέρα της. Επομένως, κάτι καλό θα περιέχει αυτός ο αέρας.
Αλλά, ο κ. Σουφλιάς εμφανίζει αντίστροφα τα πράγματα. Λες και κάποιος τον υποχρέωσε να εμπλακεί στην πολιτική. Λες και κάποιος του επέβαλε να αναλαμβάνει βαριά χαρτοφυλάκια, να εκπονεί σχοινοτενή και μεγαλεπήβολα προγράμματα για το κόμμα του. Εμφανίζεται και αυτός, όπως ο κάθε μέσος πολιτικός, ως θύμα ενός καταναγκασμού, υποχείριο ενός θεόπνευστου απόλυτου προορισμού, κληρονόμος βασιλικού θρόνου που είναι καταδικασμένος να υπηρετήσει. Καρτερικός κουβαλητής ενός σταυρού που σηκώνει εν ονόματι του θολού συλλογικού συμφέροντος: του έθνους, της κοινωνίας, της παράταξης.
Ωστόσο, κανείς, ποτέ, δεν υποχρέωσε τον κ. Σουφλιά να εγκαταλείψει την επαγγελματική του καριέρα ως μηχανικός και να εισπνέει τον αέρα της πολιτικής -ούτε καν οι 3-4 δεκάδες χιλιάδες ψηφοφόρων που τον «σταύρωναν» μέχρι το 1996 στη Λάρισα (έκτοτε αναπαύθηκε στην ασφάλεια της αριστείνδην εκλογής). Και ο κ. Σουφλιάς είναι απλώς ένα πρόσχημα, ένα παράδειγμα. Το ίδιο συμβαίνει με όλους τους επαγγελματίες πολιτικούς που διακατέχονται από το σύνδρομο του απόλυτου προορισμού, από τη φενάκη ότι είναι κάτοχοι ενός μοναδικού ταλέντου που είναι υποχρεωμένοι να καταθέσουν στην κοινωνία, χωρίς προσδοκία αντιπαροχής. Δέστε τι θα συμβεί κι αυτή τη φορά: σχεδόν τα μισά μέλη του πράσινου Υπουργικού Δυμβουλίου σήμερα δεν τα γνωρίζει κανείς. Τα μακροσκελή βιογραφικά τους, κατάλληλα ίσως ως αιτήσεις πρόσληψης σε «σοβαρούς ιδιωτικούς οργανισμούς», δεν συμπληρώνονται από κοινωνική αναγνωρισιμότητα. Κι όμως, σε δύο-τρία χρόνια οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν θα μπορούν να ζήσουν χωρίς τον αέρα της πολιτικής. Ο εθισμός τους θα μετατραπεί σε ένα είδος χρέους (στην πατρίδα, το κόμμα, τον αρχηγό, την κοινωνία), θα νιώθουν τόσο απαραίτητοι στο οικοδόμημα όσο είναι κάθε χαρτί σ’ έναν ευαίσθητα ισορροπημένο πύργο από τραπουλόχαρτα. Λίγοι, ελάχιστοι, είναι οι πολιτικοί που κατάφεραν να απεξαρτηθούν εγκαίρως από τον αέρα της εξουσίας, παίρνοντας στις αποσκευές τους ένα αξιοπρεπές χαρτοφυλάκιο υστεροφημίας (και όχι μόνο αυτό…) Οι περισσότεροι υπέστησαν μέχρι τέλους το μαρτύριο του Ιώβ, δηλώνοντας ενίοτε την πικρία τους διότι δεν αναγνωρίζεται επαρκώς το μέγεθος της προσφοράς τους: «Είμαι αηδιασμένος», έλεγε και ο θείος Καραμανλής, σε ένδειξη αποστροφής για την ανεπίδεκτη μαθήσεως διαμαρτυρόμενη ελληνική κοινωνία. Δήλωνε κι αυτός με τον τρόπο του πόσο τον έβλαπτε ο αέρας της πολιτικής. Αν και τον εισέπνευσε μέχρι τελευταίου μορίου.
Αυτά αφορούν φυσικά την ειδική ψυχοπαθολογία μια μικρής κοινωνικής ομάδας, της εγχώριας πολιτικής ελίτ, η οποία αδυνατεί να ερμηνεύσει ένα πολύ ουσιαστικότερο φαινόμενο: τη διαρκή – και διαρκώς αυξανόμενη αναντιστοιχία της με την κοινωνία. Ή τουλάχιστον με τα μεγαλύτερα τμήματά της. Ιδιαίτερα εκείνα που αναπνέουν εκτός πολιτικής μεν, αλλά εντός των βλαβερών της αναθυμιάσεων. Διότι, ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει στον φαντασιακό κόσμο του πολιτικού, η πολιτική του, αυτή η ειδική τέχνη άσκησης της δημόσιας εξουσίας, έχει συγκεκριμένα, χειροπιαστά αποτελέσματα στην κοινωνία. Κι όπως καταδεικνύουν ο τρόπος που συρρικνώνεται ο εγχώριος (και όχι μόνο) πολιτικός κύκλος, η ταχύτητα μετατροπής της πλειοψηφίας σε μειοψηφία και η συχνότητα εναλλαγής στην εξουσία, η πολιτική και οι πολιτικοί χάνουν εντυπωσιακά τις ικανότητές τους να δημιουργούν ανθεκτικές στο χρόνο πλειοψηφίες ικανοποιημένων πολιτών. Έστω και σχετικά ικανοποιημένων. Ιδιαίτερα στις συνθήκες μιας οικονομικής κρίσης που καταστρέφει ακόμη και τους πιο ασφαλείς θύλακες ευημερίας. Κι εδώ, δεν καταγράφονται μόνο τα αναπόφευκτα αποτελέσματα του επιχειρηματικού και οικονομικού κύκλου, αλλά και η διαχειριστική ανικανότητα του πολιτικού προσωπικού να αποτρέψει τα χειρότερα ή, ακόμη χειρότερα, οι ταξικές επιλογές της πολιτικής του.
Ως εκ τούτου, ο κ. Σουφλιάς, και ο κάθε επαγγελματίας πολιτικός που κάνει την ηχηρή του έξοδο από τη «φυλακή» του δημοσίου βίου, εκεί έξω δεν θα βρει έναν αέρα καθαρό, απαλλαγμένο από ρύπους και βλαβερά σωματίδια. Θα συναντήσει και ένα μέρος του εαυτού του, τα αποτελέσματα της δημόσιας δράσης του. Κι αν ο ίδιος έχει εξασφαλίσει για τον εαυτό του και τους οικείους του πατέντες και φίλτρα αποστείρωσης του αέρα που ανασαίνει, για τους κοινούς θνητούς δεν υπάρχει αυτή η πολυτέλεια. Άλλωστε ο πολιτικός έχει τη δυνατότητα να αποδράσει από την πολιτική. Η κοινωνία πώς να αποδράσει από τον εαυτό της;
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (10/10/2009)
Του είπα, λοιπόν, ότι ένας πρώτος ή κύριος υπουργός του κράτους που σκόπευα να τους περιγράψω ήταν ένα πλάσμα ολότελα ξένο προς τη χαρά και τη λύπη, την αγάπη και το μίσος, τον οίκτο και την οργή. Ή τουλάχιστον δεν είχε άλλα πάθη εξόν από τον πλούτο, την εξουσία και τους τίτλους. Ότι χρησιμοποιεί τα λόγια τους για να εκφράσει τα πάντα εκτός από εκείνο που έχει στον νου του. Ότι ποτέ δεν λέει μιαν αλήθεια παρά μόνο αν αποσκοπεί να την εκλάβεις σαν ψέμα, κι ούτε λέει ψέματα παρεκτός κι αν θέλει να πιστέψεις πως είναι αλήθεια. Ότι εκείνοι για τους οποίους λέει τα χειροτέρα λόγια πίσω από την πλάτη τους έχουν σίγουρα λαμπρή σταδιοδρομία μπροστά τους, κι όταν αρχίσει να σε επαινεί, είτε μιλώντας σε άλλους είτε σε σένα τον ίδιο, τότε από τη μέρα εκείνη είσαι καταδικασμένος. Ο χειρότερος οιωνός είναι όταν λαβαίνεις απ’ το στόμα του μιαν υπόσχεση, ιδιαίτερα όταν επισφραγίζεται με όρκο. Μετά από αυτό, ο κάθε σώφρων άνθρωπος αποσύρεται και εγκαταλείπει κάθε ελπίδα.
Τζόναθαν Σουίφτ, «Τα ταξίδια του Γκάλλιβερ»
Τζόναθαν Σουίφτ, «Τα ταξίδια του Γκάλλιβερ»
Monday, October 5, 2009
Ψηλά τακούνια (3/10/2009)
Πάντα είχα την απορία πώς ισορροπούν οι γυναίκες πάνω στα δεκάποντα τακούνια που εδώ και πολλές δεκαετίες, από την εποχή των παππούδων μας, έχουν γίνει απόλυτο σύμβολο θηλυκότητας, ανελέητο φετίχ της γυναικείας σεξουαλικότητας. Όσοι άντρες, ως παιδιά τουλάχιστον, δοκίμασαν τις γόβες-στιλέτο των μαμάδων τους, ίσως έχουν μια αμυδρή ανάμνηση για την ακροβατική δεξιότητα που απαιτεί το περπάτημα με τα πόδια επτά έως δέκα πόντους πάνω από το έδαφος και σε γωνία σχεδόν σαρανταπέντε μοιρών. Γι’ αυτό και οι λίγοι άρρενες που επιμένουν συστηματικά να φορούν ψηλοτάκουνα και ως ενήλικες κάνουν ένα αποδεδειγμένα επικίνδυνο επάγγελμα, με επιπλέον ρίσκο την πτώση από το μπόι τους και τα κατάγματα (για τους τραβεστί μιλάω, όχι για όσους φοράνε τα ψηλοτάκουνα από χόμπι…).
Δεν ξέρω αν τα ψηλά τακούνια είναι μια αντρική συνωμοσία για την εξόντωση των γυναικών ή αντιστρόφως, μια γυναικεία συνωμοσία για την ερωτική υποδούλωση των ανδρών. Έχουν γίνει κάποιες φιλότιμες, πλην φαιδρές προσπάθειες να εντοπιστεί το επιστημονικό υπόστρωμα που συνδυάζει τη γυναικεία σεξουαλικότητα με το σχήμα του ποδιού και της γάμπας πάνω στο ψηλό τακούνι – ένα φαλλικό υπονοούμενο, κατά μία εκδοχή. Μια ανεκδιήγητη καθηγήτρια ιταλικού πανεπιστημίου (προφανώς θα έπαιρνε το κατιτί της από τις βιομηχανίες της μόδας) «απέδειξε» προ ετών πως το περπάτημα πάνω σε επτά (τουλάχιστον) πόντους τακούνια ασκεί με έναν ειδικό και αποτελεσματικό τρόπο τους μύες της λεκάνης που συνδέονται με τον γυναικείο οργασμό.
Η ιστορία των τακουνιών πάντως μάλλον διαψεύδει τον συμπαθή σύγχρονο αστικό μας μύθο. Πολύ πριν τα τακούνια γίνουν γυναικείο (ή μάλλον ανδρικό;) φετίχ, ήταν ένα από τα πολλά ενδυματολογικά σύμβολα διαχωρισμού των τάξεων ή το πολύ αξεσουάρ ειδικών επαγγελμάτων. Ακόμη και 3.500 χρόνια π.Χ., στην Αίγυπτο, οι ανώτερες τάξεις φρόντιζαν να απεικονίζουν την ανωτερότητά τους με ψηλοτάκουνα παπούτσια (όχι στιλέτο, πάντως). Το ίδιο γινόταν στην Κίνα κι αργότερα στην Ευρώπη, κατά τον Μεσαίωνα, την Αναγέννηση και μέχρι τα χρόνια των Λουδοβίκων. Αλλά, ψηλοτάκουνα φορούσαν και οι ηθοποιοί της αρχαίας Αθήνας και της Ρώμης, ή οι αρχαίοι Αιγύπτιοι χασάπηδες για λόγους καθαρά πρακτικούς, όπως -για παράδειγμα- για να κυκλοφορούν ανάμεσα στα ζώα που επρόκειτο να επιλέξουν προς σφαγή. Σε γενικές γραμμές, τα ψηλοτάκουνα τα φορούσαν για χιλιετίες άνδρες και γυναίκες, κατά κανόνα για να υπογραμμίσουν την κοινωνική τους ανωτερότητα, χωρίς καμία σεξουαλική απόχρωση, εκτός κι αν λάβουμε υπόψη ότι έτσι κι αλλιώς η εξουσία που συμβόλιζαν τα παπούτσια τους λειτουργούσε και τότε ως αφροδισιακό. Άλλωστε, ως σύμβολα εξουσίας και ταξικής ανισότητας δαιμονοποιήθηκαν τα ψηλοτάκουνα, εξ ου και ο Ναπολεόντειος Κώδικας τα απαγόρευσε, ενώ η Μαρία Αντουανέτα απαίτησε να πεθάνει στη λαιμητόμο φορώντας τουλάχιστον τις γόβες της.
Εν πάση περιπτώσει, σχεδόν κανείς δεν είχε αποδώσει στα ψηλά τακούνια τις μαγικές σεξουαλικές ιδιότητες που σήμερα τους αποδίδονται πριν ο Κριστιάν Ντιορ, στη δεκαετία του ’50, λανσάρει τη γόβα-στιλέτο και πριν τα παπαγαλάκια της βιομηχανίας της μόδας, με τη βοήθεια του Χόλιγουντ και μερικών ευφάνταστων συγγραφέων, της αποδώσουν τον υπαινιγμό της ανδρικής στύσης. Και ενδεχομένως υπάρχει μια συνάρτηση, αν υποθέσουμε ότι μια καλά εκπαιδευμένη γυναίκα περπατά πάνω στα «στιλέτα» λικνίζοντας τους γοφούς μ’ έναν μαυλιστικό τρόπο που αφυπνίζει το ανδρικό μαλακό υπογάστριο. Τελικά είναι μάλλον πιθανότερο το ψηλοτάκουνο να θεωρηθεί ένα αποτελεσματικό φονικό όπλο, παρά ερωτικό αξεσουάρ. Ο φετιχισμός που εν τω μεταξύ αναπτύχθηκε είναι προφανώς προϊόν της συστηματικής έκθεσής μας στη διαφήμιση της βιομηχανίας της μόδας.
Ωστόσο, η έσχατη λειτουργία της γόβας-στιλέτο δεν είναι του ερωτικού αλλά του εργασιακού αξεσουάρ. Προ εβδομάδων, η είδηση ότι τα βρετανικά συνδικάτα έθεσαν ζήτημα κατάργησης της χρήσης των ψηλοτάκουνων στους χώρους εργασίας ή αντιμετώπισής τους ως συντελεστή για την ένταξη στα βαρέα και ανθυγιεινά, έγινε δεκτή με θυμηδία, σαν να επρόκειτο για πλάκα, ανέκδοτο ή χοντροκομμένο συνδικαλιστικό μαξιμαλισμό. Θα ήταν ενδιαφέρον, να επιβληθεί στους μειδιώντες πολιτικούς, γραφειοκράτες ή επιθεωρητές εργασίας να φορέσουν γόβες-στιλέτο για εβδομάδα, τουλάχιστον για το εργασιακό τους οκτάωρο, πριν αποφανθούν αν το αίτημα στερείται σοβαρότητας. Και μάλιστα η δοκιμασία να γίνει επί των pencil heels, της μετεξέλιξης των «στιλέτων», που μαθαίνω πως κάνουν θραύση στη Βρετανία και απαιτούν ειδική εκπαίδευση όσων θέλουν να ισορροπήσουν σ’ αυτά. Γιατί η αλήθεια είναι ότι, ακόμη και αν για τις γυναίκες το ψηλοτάκουνο είναι απαραίτητο συμπλήρωμα φιλαρέσκειας, οι περισσότερες μάλλον δεν θα το επέλεγαν για ένα οκτάωρο εργασίας και ορθοστασίας μπροστά στους πάγκους των πωλήσεων, στα ταμεία των καταστημάτων ρούχων, στα καταστήματα καλλυντικών. Ούτε στα γραφεία των διευθυντών και των μάνατζερ που θέλουν τις γραμματείς τους λεπτές, με άψογο μακιγιάζ, ντυμένες στην τρίχα και λικνιζόμενες πάνω στις γόβες τους. Ούτε στις χρηματοπιστωτικές και άλλες υπηρεσίες όπου το dress code είναι ένα επιπλέον πεδίο εργασιακού ανταγωνισμού στις χώρες του ευημερούντος, απαστράπτοντος και απαραίτητα κομψού καπιταλισμού. Αυτός ο ενδυματολογικός κώδικας άλλωστε -που συμπληρώνει επαγγελματικές δεξιότητες όπως η ειδίκευση, το πτυχίο, το μεταπτυχιακό, οι ξένες γλώσσες, αλλά και το ωραίο χαμόγελο- χαρακτηρίζει τα τελευταία χρόνια κλάδους όπου ανθούν η μερική απασχόληση, οι μειωμένες παροχές και οι ελάχιστες εγγυήσεις, δηλαδή κατεξοχήν χώρους υποβάθμισης των όρων εργασίας. Κι είναι ένα ερώτημα (πέραν της καταπόνησης πάνω στους δέκα πόντους των τακουνιών), πώς ακριβώς φαντάζονται οι εργοδότες ότι μπορεί μια μισθωτή των 800 ή 1.000 ευρώ να καλύψει το κόστος του να είναι κομψή, όμορφη και πάντα ντυμένη με φιρμάτα ρούχα και παπούτσια. Ισχύει και για τους άντρες, βέβαια, τους Νάρκισσους των 800 ευρώ, που ως σερβιτόροι, μπάρμεν, πωλητές οφείλουν να είναι νέοι, χαριτωμένοι, μοντέρνα κουρεμένοι και να υποβάλλουν συστηματικά τα σώματά τους στη «γλυπτική» των γυμναστηρίων ούτως ώστε να μένουν πάντα στο πλαίσιο του αρχαιοελληνικού κάλλους, έστω κι αν τα δάχτυλά τους πρέπει να βγάλουν κάλους (απ’ τα βαράκια, μην πάει αλλού το μυαλό σας...).
Εν ολίγοις, τα ψηλά τακούνια, κι όλα τ’ άλλα αξεσουάρ του ενδυματολογικού (και σωματικού) κώδικα της εργασίας, δεν είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τις φόρμες και τα κασκέτα των μεταλλωρύχων, τους ιμάντες ασφαλείας των εναεριτών, τις μάσκες των οξυγονοκολλητών. Και το μακιγιάζ της πωλήτριας καλλυντικών μάλλον είναι το αντίστοιχο της μουντζούρας στο πρόσωπο με την οποία επιστρέφει ο ανθρακωρύχος από τις στοές. Σε τελευταία ανάλυση, λίγο ενδιαφέρει τον σκλάβο αν οι αλυσίδες του είναι χρυσές ή σιδερένιες. Η ουσία της μισθωτής σκλαβιάς μένει ανέπαφη- αν και αδιόρατη- ακόμη και πάνω στις γόβες-στιλέτο.
Κανένας μαξιμαλισμός δεν υπάρχει λοιπόν σ’ ένα αίτημα για επίδομα ψηλοτάκουνων ή για απαγόρευσή τους στον χώρο δουλειάς, για επίδομα γκαρνταρόμπας ή πρόσληψη μασέρ που να χαλαρώνουν το καταπονημένο σώμα της εργασίας. Το μόνο εξωφρενικό και μαξιμαλιστικό είναι η θρασεία παλινόρθωση της οικονομικής ορθοδοξίας και του «επιστημονικού μάνατζμεντ» που θέλει να εδραιώσει πάνω στα αποκαΐδια της ύφεσης έναν εργασιακό Μεσαίωνα διαρκείας, για άσπρα ή μπλε κολάρα, για ρόμπες, ποδιές, γκρι ταγέρ και ψηλά τακούνια. Τον Μεσαίωνα που καταπονεί χαμογελαστές κούκλες πάνω στις γόβες τους προς δόξα της κατανάλωσης, με την ίδια ευκολία που πολλαπλασιάζει τους αυτόχειρες της France Telecom, σ’ έναν παράλογο ανταγωνισμό απανθρωπιάς και στυλ…
Δεν ξέρω αν τα ψηλά τακούνια είναι μια αντρική συνωμοσία για την εξόντωση των γυναικών ή αντιστρόφως, μια γυναικεία συνωμοσία για την ερωτική υποδούλωση των ανδρών. Έχουν γίνει κάποιες φιλότιμες, πλην φαιδρές προσπάθειες να εντοπιστεί το επιστημονικό υπόστρωμα που συνδυάζει τη γυναικεία σεξουαλικότητα με το σχήμα του ποδιού και της γάμπας πάνω στο ψηλό τακούνι – ένα φαλλικό υπονοούμενο, κατά μία εκδοχή. Μια ανεκδιήγητη καθηγήτρια ιταλικού πανεπιστημίου (προφανώς θα έπαιρνε το κατιτί της από τις βιομηχανίες της μόδας) «απέδειξε» προ ετών πως το περπάτημα πάνω σε επτά (τουλάχιστον) πόντους τακούνια ασκεί με έναν ειδικό και αποτελεσματικό τρόπο τους μύες της λεκάνης που συνδέονται με τον γυναικείο οργασμό.
Η ιστορία των τακουνιών πάντως μάλλον διαψεύδει τον συμπαθή σύγχρονο αστικό μας μύθο. Πολύ πριν τα τακούνια γίνουν γυναικείο (ή μάλλον ανδρικό;) φετίχ, ήταν ένα από τα πολλά ενδυματολογικά σύμβολα διαχωρισμού των τάξεων ή το πολύ αξεσουάρ ειδικών επαγγελμάτων. Ακόμη και 3.500 χρόνια π.Χ., στην Αίγυπτο, οι ανώτερες τάξεις φρόντιζαν να απεικονίζουν την ανωτερότητά τους με ψηλοτάκουνα παπούτσια (όχι στιλέτο, πάντως). Το ίδιο γινόταν στην Κίνα κι αργότερα στην Ευρώπη, κατά τον Μεσαίωνα, την Αναγέννηση και μέχρι τα χρόνια των Λουδοβίκων. Αλλά, ψηλοτάκουνα φορούσαν και οι ηθοποιοί της αρχαίας Αθήνας και της Ρώμης, ή οι αρχαίοι Αιγύπτιοι χασάπηδες για λόγους καθαρά πρακτικούς, όπως -για παράδειγμα- για να κυκλοφορούν ανάμεσα στα ζώα που επρόκειτο να επιλέξουν προς σφαγή. Σε γενικές γραμμές, τα ψηλοτάκουνα τα φορούσαν για χιλιετίες άνδρες και γυναίκες, κατά κανόνα για να υπογραμμίσουν την κοινωνική τους ανωτερότητα, χωρίς καμία σεξουαλική απόχρωση, εκτός κι αν λάβουμε υπόψη ότι έτσι κι αλλιώς η εξουσία που συμβόλιζαν τα παπούτσια τους λειτουργούσε και τότε ως αφροδισιακό. Άλλωστε, ως σύμβολα εξουσίας και ταξικής ανισότητας δαιμονοποιήθηκαν τα ψηλοτάκουνα, εξ ου και ο Ναπολεόντειος Κώδικας τα απαγόρευσε, ενώ η Μαρία Αντουανέτα απαίτησε να πεθάνει στη λαιμητόμο φορώντας τουλάχιστον τις γόβες της.
Εν πάση περιπτώσει, σχεδόν κανείς δεν είχε αποδώσει στα ψηλά τακούνια τις μαγικές σεξουαλικές ιδιότητες που σήμερα τους αποδίδονται πριν ο Κριστιάν Ντιορ, στη δεκαετία του ’50, λανσάρει τη γόβα-στιλέτο και πριν τα παπαγαλάκια της βιομηχανίας της μόδας, με τη βοήθεια του Χόλιγουντ και μερικών ευφάνταστων συγγραφέων, της αποδώσουν τον υπαινιγμό της ανδρικής στύσης. Και ενδεχομένως υπάρχει μια συνάρτηση, αν υποθέσουμε ότι μια καλά εκπαιδευμένη γυναίκα περπατά πάνω στα «στιλέτα» λικνίζοντας τους γοφούς μ’ έναν μαυλιστικό τρόπο που αφυπνίζει το ανδρικό μαλακό υπογάστριο. Τελικά είναι μάλλον πιθανότερο το ψηλοτάκουνο να θεωρηθεί ένα αποτελεσματικό φονικό όπλο, παρά ερωτικό αξεσουάρ. Ο φετιχισμός που εν τω μεταξύ αναπτύχθηκε είναι προφανώς προϊόν της συστηματικής έκθεσής μας στη διαφήμιση της βιομηχανίας της μόδας.
Ωστόσο, η έσχατη λειτουργία της γόβας-στιλέτο δεν είναι του ερωτικού αλλά του εργασιακού αξεσουάρ. Προ εβδομάδων, η είδηση ότι τα βρετανικά συνδικάτα έθεσαν ζήτημα κατάργησης της χρήσης των ψηλοτάκουνων στους χώρους εργασίας ή αντιμετώπισής τους ως συντελεστή για την ένταξη στα βαρέα και ανθυγιεινά, έγινε δεκτή με θυμηδία, σαν να επρόκειτο για πλάκα, ανέκδοτο ή χοντροκομμένο συνδικαλιστικό μαξιμαλισμό. Θα ήταν ενδιαφέρον, να επιβληθεί στους μειδιώντες πολιτικούς, γραφειοκράτες ή επιθεωρητές εργασίας να φορέσουν γόβες-στιλέτο για εβδομάδα, τουλάχιστον για το εργασιακό τους οκτάωρο, πριν αποφανθούν αν το αίτημα στερείται σοβαρότητας. Και μάλιστα η δοκιμασία να γίνει επί των pencil heels, της μετεξέλιξης των «στιλέτων», που μαθαίνω πως κάνουν θραύση στη Βρετανία και απαιτούν ειδική εκπαίδευση όσων θέλουν να ισορροπήσουν σ’ αυτά. Γιατί η αλήθεια είναι ότι, ακόμη και αν για τις γυναίκες το ψηλοτάκουνο είναι απαραίτητο συμπλήρωμα φιλαρέσκειας, οι περισσότερες μάλλον δεν θα το επέλεγαν για ένα οκτάωρο εργασίας και ορθοστασίας μπροστά στους πάγκους των πωλήσεων, στα ταμεία των καταστημάτων ρούχων, στα καταστήματα καλλυντικών. Ούτε στα γραφεία των διευθυντών και των μάνατζερ που θέλουν τις γραμματείς τους λεπτές, με άψογο μακιγιάζ, ντυμένες στην τρίχα και λικνιζόμενες πάνω στις γόβες τους. Ούτε στις χρηματοπιστωτικές και άλλες υπηρεσίες όπου το dress code είναι ένα επιπλέον πεδίο εργασιακού ανταγωνισμού στις χώρες του ευημερούντος, απαστράπτοντος και απαραίτητα κομψού καπιταλισμού. Αυτός ο ενδυματολογικός κώδικας άλλωστε -που συμπληρώνει επαγγελματικές δεξιότητες όπως η ειδίκευση, το πτυχίο, το μεταπτυχιακό, οι ξένες γλώσσες, αλλά και το ωραίο χαμόγελο- χαρακτηρίζει τα τελευταία χρόνια κλάδους όπου ανθούν η μερική απασχόληση, οι μειωμένες παροχές και οι ελάχιστες εγγυήσεις, δηλαδή κατεξοχήν χώρους υποβάθμισης των όρων εργασίας. Κι είναι ένα ερώτημα (πέραν της καταπόνησης πάνω στους δέκα πόντους των τακουνιών), πώς ακριβώς φαντάζονται οι εργοδότες ότι μπορεί μια μισθωτή των 800 ή 1.000 ευρώ να καλύψει το κόστος του να είναι κομψή, όμορφη και πάντα ντυμένη με φιρμάτα ρούχα και παπούτσια. Ισχύει και για τους άντρες, βέβαια, τους Νάρκισσους των 800 ευρώ, που ως σερβιτόροι, μπάρμεν, πωλητές οφείλουν να είναι νέοι, χαριτωμένοι, μοντέρνα κουρεμένοι και να υποβάλλουν συστηματικά τα σώματά τους στη «γλυπτική» των γυμναστηρίων ούτως ώστε να μένουν πάντα στο πλαίσιο του αρχαιοελληνικού κάλλους, έστω κι αν τα δάχτυλά τους πρέπει να βγάλουν κάλους (απ’ τα βαράκια, μην πάει αλλού το μυαλό σας...).
Εν ολίγοις, τα ψηλά τακούνια, κι όλα τ’ άλλα αξεσουάρ του ενδυματολογικού (και σωματικού) κώδικα της εργασίας, δεν είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τις φόρμες και τα κασκέτα των μεταλλωρύχων, τους ιμάντες ασφαλείας των εναεριτών, τις μάσκες των οξυγονοκολλητών. Και το μακιγιάζ της πωλήτριας καλλυντικών μάλλον είναι το αντίστοιχο της μουντζούρας στο πρόσωπο με την οποία επιστρέφει ο ανθρακωρύχος από τις στοές. Σε τελευταία ανάλυση, λίγο ενδιαφέρει τον σκλάβο αν οι αλυσίδες του είναι χρυσές ή σιδερένιες. Η ουσία της μισθωτής σκλαβιάς μένει ανέπαφη- αν και αδιόρατη- ακόμη και πάνω στις γόβες-στιλέτο.
Κανένας μαξιμαλισμός δεν υπάρχει λοιπόν σ’ ένα αίτημα για επίδομα ψηλοτάκουνων ή για απαγόρευσή τους στον χώρο δουλειάς, για επίδομα γκαρνταρόμπας ή πρόσληψη μασέρ που να χαλαρώνουν το καταπονημένο σώμα της εργασίας. Το μόνο εξωφρενικό και μαξιμαλιστικό είναι η θρασεία παλινόρθωση της οικονομικής ορθοδοξίας και του «επιστημονικού μάνατζμεντ» που θέλει να εδραιώσει πάνω στα αποκαΐδια της ύφεσης έναν εργασιακό Μεσαίωνα διαρκείας, για άσπρα ή μπλε κολάρα, για ρόμπες, ποδιές, γκρι ταγέρ και ψηλά τακούνια. Τον Μεσαίωνα που καταπονεί χαμογελαστές κούκλες πάνω στις γόβες τους προς δόξα της κατανάλωσης, με την ίδια ευκολία που πολλαπλασιάζει τους αυτόχειρες της France Telecom, σ’ έναν παράλογο ανταγωνισμό απανθρωπιάς και στυλ…
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (3/10/2009)
…Καταλαβαίνω, νομίζεις ότι αυτό δεν σε αφορά. Πηγαίνεις στη ντουλάπα σου και διαλέγεις -ω, δεν ξέρω!- εκείνο το κομπιασμένο μπλε πουλόβερ, για παράδειγμα, επειδή προσπαθείς να πεις στον κόσμο ότι παίρνεις τον εαυτό σου πολύ σοβαρά για να φροντίζεις τι ρούχο θα ρίξεις πάνω σου. Αλλά, αυτό που δεν ξέρεις είναι πως αυτό το μπλε πουλόβερ δεν είναι απλώς μπλε, δεν είναι τιρκουάζ, δεν είναι κυανό. Για την ακρίβεια, είναι βαθυγάλαζο. Είσαι επίσης τελείως ανίδεη για το γεγονός ότι το 2002 ο Όσκαρ ντε λα Ρέντα έκανε μια σειρά από βαθυγάλαζες τουαλέτες. Κι ύστερα νομίζω πως ήταν ο Ιβ Σεν Λοράν -έτσι δεν είναι;- που λάνσαρε τα βαθυγάλαζα στρατιωτικά τζάκετ. Κι ύστερα γρήγορα το βαθυγάλαζο έλαμψε στις κολεξιόν οκτώ σχεδιαστών. Έπειτα φιλτραρίστηκε μέχρι τα πολυκαταστήματα κι ύστερα κατέληξε σε κάποιο τραγικό γωνιακό μαγαζάκι με φτηνά ρούχα όπου εσύ, χωρίς αμφιβολία, το ψάρεψες από ένα καλάθι προσφορών. Ωστόσο, αυτό το μπλε εκπροσωπεί εκατομμύρια δολάρια και αμέτρητες θέσεις εργασίας ώστε είναι πολύ κωμικό εσύ να νομίζεις ότι έχει κάνει μια επιλογή που σε εξαιρεί από τη βιομηχανία της μόδας όταν, στην πραγματικότητα, φοράς ένα πουλόβερ που διαλέχτηκε για σένα από τους ανθρώπους σ’ αυτό το δωμάτιο. Από αυτή τη στοίβα υλικά...
Λόρεν Γουάιζμπέργκερ, «Ο διάβολος φοράει Πράντα»
Λόρεν Γουάιζμπέργκερ, «Ο διάβολος φοράει Πράντα»
Subscribe to:
Posts (Atom)