Saturday, October 26, 2024

Διαβάζεται σε 10 λεπτά

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 26-28/10/2024




Οχι, δεν υπάρχει λάθος στον τίτλο του σημερινού πονήματος. Τόσο υπολογίζω ότι χρειάζεται για την ανάγνωση της φλυαρίας μου. Φυσικά, μιλάμε για μέσο χρόνο ανάγνωσης, ενός ανθρώπου με μέσες δεξιότητες όρασης και κατανόησης, οπωσδήποτε χωρίς διάσπαση προσοχής και με τα κατάλληλα γυαλιά αν τυχόν έχει αυξημένη πρεσβυωπία. Ενας έφηβος ίσως χρειαστεί περισσότερο χρόνο αν βρίσκει ακατάληπτες λέξεις και φράσεις, ή απλώς ασυναρτησίες, ένας συνταξιούχος μπορεί να χρειαστεί ακόμη περισσότερο χρόνο αν ψάχνει τα γυαλιά πρεσβυωπίας που είναι σίγουρος ότι τα είχε αφήσει εδώ δίπλα, πάνω στο κομοδίνο, αλλά δεν τα βρίσκει. 

Πάντως, η προειδοποίηση του μέσου χρόνου ανάγνωσης ενός κειμένου, και μάλιστα με ακρίβεια δευτερολέπτου, θα ήταν αδιανόητη ή απλώς ανόητη οποιαδήποτε άλλη περίοδο της μακραίωνης εποχής του Γουτεμβέργιου και της τυπογραφίας. Φανταστείτε να υπήρχε μια ανάλογη προειδοποίηση στο εξώφυλλο της Βίβλου, του Κορανίου, των τριών τόμων του Κεφαλαίου ή του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»: «Διαβάζεται σε τρεις εβδομάδες... Διαβάζεται σε δυο μήνες, σε ένα χρόνο... Διαβάζεται μια ολόκληρη ζωή». 

Αν και, βέβαια, οι άνθρωποι διαβάζουν όλο και λιγότερο πια, παρότι αφιερώνουν ένα τεράστιο μέρος του 24ώρου τους προσκολλημένοι σε οθόνες με εικόνες, γράμματα και αριθμούς, έχω αναρωτηθεί ποια ακριβώς διανοητική λειτουργία και σκοπιμότητα εξυπηρετεί η προειδοποίηση που περιλαμβάνουν πολλές ενημερωτικές ιστοσελίδες στην αρχή κάθε ανάρτησής τους: «Διαβάζεται σε 1' και 20"», ή «χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά». 

Οk, ας πούμε ότι τα λογισμικά και οι αλγόριθμοι των ενημερωτικών ιστοσελίδων σέβονται τον χρόνο μου –ενδεχομένως και το χρήμα μου, αν είναι συνδρομητικές- και θέλουν να με προστατέψουν από την περιττή σπατάλη του. Αλλά, μήπως πριν από την προειδοποίηση χρόνου να μου έστελναν και μία προειδοποίηση περιεχομένου; Με ενδιαφέρει ή όχι το θέμα της είδησης ή του άρθρου για να δαπανήσω τον ανάλογο χρόνο; Τι ξέρει το σάιτ για τις προτιμήσεις, τα ενδιαφέροντά μου, τις αγωνίες μου; Τι ξέρει για την ταχύτητα ή βραδύτητα με την οποία διαβάζω; Κι αν ένα κείμενο είναι τόσο απολαυστικά γραμμένο που κάθομαι πάνω σε κάθε λέξη, κάθε πρόταση, κάθε περίοδο ολόκληρα λεπτά; Κι αν είναι τόσο σύνθετη η πληροφορία που μου προσφέρει ώστε πρέπει σε κάθε φράση να κοντοστέκομαι, να αποστρέφω το βλέμμα από την οθόνη και να στοχάζομαι, να φαντάζομαι ή απλώς να χαζεύω στο κενό, γιατί μια λέξη με πήγε αλλού, μια σκέψη του αρθρογράφου μού άνοιξε μια υπαρξιακή άβυσσο, μια ανοησία με τσάτισε τόσο πολύ που μου έρχεται να πετάξω το κινητό ή το λάπτοπ, να πάρω το μέσο και να τους χέσω ή να γράψω ένα επιθετικό σχόλιο κάτω από το επίμαχο κείμενο; 

Δεν ξέρω αν όλα τα λειτουργικά συστήματα εξυπηρέτησης των εκατομμυρίων ενημερωτικών ιστοσελίδων σε όλο τον κόσμο προσφέρουν την ίδια υπηρεσία πληροφόρησης/ προειδοποίησης του αναγνώστη, αλλά -ειδικά για τα ειδησεογραφικά μέσα που το χρησιμοποιούν- η εκτίμηση του χρόνου ανάγνωσης κάθε κειμένου είναι η απόδειξη της αυτοπαγίδευσής τους στο κυνήγι των «κλικ», που μεταφράζονται σε προσδοκώμενα διαφημιστικά έσοδα από τις παγκόσμιες πλατφόρμες προβολής του περιεχομένου τους (αλλά όσα αποφασίσουν αυτές ότι αναλογούν σε κάθε μέσο). Το δίλημμα των ΜΜΕ από την εποχή της αναλογικής τεχνολογίας ήταν πάντα «εικόνα ή κείμενο;», το οποίο στην εποχή των ταμπλόιντ μετεξελίχθηκε σε «πόσο κείμενο έναντι πόσης εικόνας;». Η τηλεόραση το έλυσε αυτό με έναν ολιστικό τρόπο, καθώς εικόνα και κείμενο (προφορικό ή γραπτό) έγιναν ένα ενιαίο σύνολο που κατέληγε να είναι ουσιαστικά μόνο εικόνα. Η πληροφορία, όταν δεν εξαντλούνταν στην ίδια την εικόνα, συμπληρωνόταν από τον λόγο του ρεπόρτερ ή του παρουσιαστή (σπικάζ) ή από τα λόγια των πρωταγωνιστών ή κομπάρσων του ρεπορτάζ ως ηχητική επένδυση της εικόνας. Δεν έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα μέχρι σήμερα, στην ψηφιακή εκδοχή της τηλεόρασης. 

Στον ενημερωτικό ανταγωνισμό του διαδικτύου, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τα κλικ μετριούνται, ο αριθμός τους είναι ζήτημα ζωής και θανάτου (οικονομικής ζωής και οικονομικού θανάτου κάθε ενημερωτικής ιστοσελίδας), αλλά μετράει και η διάρκεια παραμονής του μέσου αναγνώστη σε κάθε συγκεκριμένη ανάρτηση, σε κάθε κείμενο και σε κάθε σάιτ. Η προειδοποίηση του χρόνου που χρειάζεται κατά μέσον όρο η ανάγνωση κάθε κειμένου, κάθε είδησης, κάθε άποψης, αφορά την οικονομία χρόνου του ιστότοπου. Οχι τον χρόνο του επισκέπτη και του αναγνώστη. Αυτόν δεν τον λυπάται κανείς. Το «διαβάζεται σε 1' και 40"» είναι μια διόλου ευγενική υπενθύμιση ότι ο αναγνώστης ΠΡΕΠΕΙ να διαβάσει το κείμενο στον χρόνο αυτό για να περάσει στο επόμενο και στο μεθεπόμενο και, ιδανικά, να μείνει όσο περισσότερα λεπτά γίνεται στην ιστοσελίδα, να καταναλώσει χρήσιμες, αδιάφορες και εντελώς άχρηστες πληροφορίες της ημέρας, για τις οποίες ο «Μεγάλος Αδελφός» της Silicon Valley, που μπορεί να έχει την έδρα του στην Ιρλανδία ή στην Αυστραλία, θα αποφασίσει μέσω κατάλληλα κατασκευασμένων αλγορίθμων να κρατούν τον αναγνώστη αρκετό χρόνο στην ιστοσελίδα, αρκετό για να δει τις διαφημίσεις που πετάγονται σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στις παραγράφους του κειμένου, που αποσπούν την προσοχή του, που τον πάνε αλλού, που μεγεθύνουν όση ΔΕΠΥ τυχόν είχε, που τον κάνουν να ξεχνάει τι είχε αρχίσει να διαβάζει, να αναρωτιέται αν είναι πρώιμα ανοϊκός, και στο τέλος να εγκαταλείπει διανοητικά εξουθενωμένος από την ενημέρωση, που δεν ήταν καν εξημέρωση και πληροφόρηση, είναι μια τρομακτική απο-πληροφόρηση, γιατί τελικά ο χρόνος ανάγνωσης του κειμένου είναι μόλις δύο λεπτά, και ο χρόνος παραμονής σου στην ιστοσελίδα συμποσούται σε 6 λεπτά, πα μαλ, δώσε στα παιδιά ένα ευρώ ανά επισκέπτη, αλλά εδώ τελειώνει η προειδοποίηση χρόνου των 10 λεπτών και πέστε μου αν βγάλατε κανένα συμπέρασμα εκτός από το ότι χάσατε τον χρόνο σας. 

Αλλά, αυτό ακριβώς είναι το νόημα. Να χάσετε τον χρόνο σας που είναι πάντα χρήμα. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα 

απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,

και κάθισα εδώ. Κάθουμουν

χωρίς να διαβάζω,

και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω 

κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

…………………

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα. 

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.

Κ. Π. Καβάφης, «Απ’ τες εννιά»


Saturday, October 19, 2024

Οικονομική ελευθερία; Ποιων; Και από ποιους;

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 19-20/10/2024



Διάβασα με ενδιαφέρον την ανακοίνωση του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ) για την παγκόσμια κατάταξη της χώρας στους δείκτες της λεγόμενης οικονομικής ελευθερίας. Με βάση τα δεδομένα μέχρι και το 2022 για 165 χώρες, την κατάταξη της Ελλάδας μόλις στην 70ή θέση δεν τη λες και καλή επίδοση για την πιο (νεο)φιλελεύθερη κυβέρνηση εδώ και μισόν αιώνα, την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Την κυβέρνηση που αναδείχθηκε το 2019 με την υπόσχεση ότι σε 2-3 βδομάδες θα μπαίναν μπουλντόζες στο Ελληνικό (όπερ και εγένετο, αν και με καθυστέρηση 2-3 ετών) και ότι με το καλημέρα θα έκοβε φόρους που πνίγουν την επιχειρηματικότητα (ρωτήστε τους επαγγελματίες, που είναι μες στην τρελή χαρά με τα τεκμήρια, πόση συνέπεια έχει επιδείξει σ’ αυτό η κυβέρνηση).


Οχι, η θέση 70, μαζί με την Καμπότζη και την Γκάμπια, κάτω από τη Μογγολία και μόλις ένα σκαλί πάνω από την Κένυα, δεν είναι καλή θέση για μια καθωσπρέπει νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση. Κι αναρωτιέται κανείς αν αυτή είναι ακόμη μια ντροπιαστική αξιολόγηση από διεθνείς, πολιτικά προκατειλημμένους και προφανώς αριστερόπληκτους θεσμούς, όπως οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, που κατέταξαν φέτος την Ελλάδα στην 88η θέση ως προς την ελευθερία του Τύπου, ή το Ευρωβαρόμετρο της Ε.Ε., που φέρνει τη χώρα στην τελευταία θέση μεταξύ των 27 ως προς το αν οι πολίτες νιώθουν ότι προστατεύονται το κράτος δικαίου, η δημοκρατία, τα βασικά δικαιώματα. Πλην όμως, όχι, ούτε το ΚΕΦΙΜ ούτε το διεθνές ινστιτούτο Frase, που μετρά την «οικονομική ελευθερία» μεταξύ 165 χωρών, μπορεί να πει κανείς ότι εμφορούνται από αντι- φιλελεύθερα, αντιμητσοτακικά αισθήματα.


Οχι, δεν υπάρχει καμιά ιδεολογική προκατάληψη στην κακή κατάταξη της Ελλάδας. Υπάρχουν απλώς μεγάλες απαιτήσεις από την κυβέρνηση Μητσοτάκη για απελευθέρωση της οικονομίας και συρρίκνωση του κράτους, που δεν έχουν εκπληρωθεί, παρά τα πέντε χρόνια φιλότιμης προσπάθειας. Κατ’ αρχάς, είναι αληθινά ντροπιαστική η κατάταξη στην 150ή θέση (έλεος!) μεταξύ 165 χωρών ως προς το μέγεθος του κράτους. Παράδοξη κατάταξη, αν και δεν ξέρουμε τι ακόμη μπορεί να πουληθεί, πέρα από τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τους αυτοκινητόδρομους, τις τηλεπικοινωνίες, την παραγωγή ενέργειας, τους υδάτινους πόρους, τα βουνά, τους κάμπους, τις ακτές, που εκχωρούνται για ανεμογεννήτριες ή φωτοβολταϊκά. Φυσικά, υπάρχουν ακόμη μεγάλα περιθώρια επέκτασης της οικονομικής ελευθερίας στο πεδίο αυτό, π.χ. να κλείσουν αρκετά δημόσια ΑΕΙ για να αφήσουν χώρο στα ιδιωτικά, να βελτιωθεί ο συσχετισμός ιδιωτικών και δημόσιων νοσοκομείων υπέρ των πρώτων, να σταματήσει ο αθέμιτος ανταγωνισμός του δημόσιου συνταξιοδοτικού συστήματος εις βάρος των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων των ασφαλιστικών εταιρειών, να σπάσει επιτέλους το μονοπώλιο του κράτους στον φορολογικό έλεγχο και να εκχωρηθεί το πιο σοβαρό μέρος του στις ίδιες τις ελεγχόμενες επιχειρήσεις, γιατί μόνο αυτές ξέρουν τι αξίζουν πραγματικά - σιγά τώρα μη μας πουν τα τσιράκια του Πιτσιλή τι φόρο θα πληρώσουμε!

 

Η κατάταξη της Ελλάδας στη θέση 150 ως προς το μέγεθος του κράτους, έναν από τους 5 δείκτες οικονομικής ελευθερίας, είναι αληθινά ταπεινωτική. Στη θέση του «σούπερμαν» των ιδιωτικοποιήσεων κ. Χατζηδάκη θα είχα παραιτηθεί. Και δεν μας παρηγορεί το γεγονός ότι εξίσου χαμηλά στον δείκτη αυτό κατατάσσονται θεριά του κρατικού καπιταλισμού όπως η Γερμανία ή η Γαλλία. Αντιθέτως, μας θυμώνει το γεγονός ότι σε αυτή την πίστα πλασάρεται ψηλά η Αλβανία (θέση 24 παρακαλώ, κάνει δουλίτσα ο Ράμα). Αν μάλιστα υπήρχε κάποια διαδικασία ενστάσεων για την άδικη βαθμολογία, σίγουρα κάτι έπρεπε να κάνουμε εις βάρος του Ισραήλ, που είναι στην ελίτ της οικονομικής ελευθερίας (θέση 41). Οχι γιατί είναι ένα μιλιταριστικό κράτος που ανθεί οικονομικά ασκώντας επί δεκαετίες γενοκτονία εις βάρος των Παλαιστινίων και τρομοκρατία εις βάρος όλου του αραβικού κόσμου. Θα ενιστάμεθα γιατί το Ισραήλ έχει αποτύχει να επεκτείνει την οικονομική ελευθερία σε όλη την Παλαιστίνη, της οποίας οι επιδόσεις δεν μετρώνται από τα νεφελίμ του φιλελευθερισμού. Ισως γιατί εκεί, στην Παλαιστίνη, το Ισραήλ έχει επιβάλει ένα πολύ ανώτερο είδος ελευθερίας: την ελευθερία από τον καταναγκασμό της ύπαρξης.


Υπάρχουν κι άλλα πεδία ένστασης. Αίφνης, γιατί στον δείκτη «πρόσβαση σε ισχυρό νόμισμα» η Ελλάδα κατατάσσεται στη θέση 68, όταν οι λοιποί εταίροι στην ευρωζώνη δεν πέφτουν κάτω από τη θέση 35; Δεν είναι ίδιο το ευρώ για όλους, Γερμανούς, Λετονούς ή Μαλτέζους; Φυσικά και όχι, σεραφειμάκια της νομισματικής ελευθερίας! Ειδικά εμείς, που περάσαμε από τη μνημονιακή κόλαση, θα έπρεπε να το έχουμε καταλάβει αυτό, χωρίς να μας το ψιθυρίζει εμπιστευτικά το ΚΕΦΙΜ, πως δεν υπάρχει ένα ευρώ για όλους, υπάρχουν 20, και σε μας αναλογεί το χειρότερο, το πιο ξεφτιλισμένο. 


Τέλος πάντων, πέραν της πλάκας, μπορεί να καταλάβει κανείς ότι αυτού του είδους τα διεθνή καλλιστεία, που καθιερώθηκαν από τη δεκαετία του 1980 από τον Μίλτον Φρίντμαν και τους ομοϊδεάτες του ανά τον κόσμο (όπως το ινστιτούτο Fraser του Καναδά που υπηρετεί το σπορ), μια ελευθερία μετρούν στην ουσία: την ελευθερία του ιδιωτικού από το δημόσιο, του ατομικού από το κοινό και συλλογικό, και εν τέλει την ελευθερία του κεφαλαίου από κάθε κρατικό ή κοινωνικό περιορισμό. Κι αυτή η ελευθερία περιλαμβάνει ενδεχομένως ακόμη και την ελευθερία του Ελον Μασκ να χρησιμοποιεί το «Χ» για να χειραγωγεί τα πλήθη υπέρ του Τραμπ και οποιουδήποτε άλλου νεοφασίστα. Ή την ελευθερία της Google να μονοπωλεί τις αναζητήσεις και τις διαφημίσεις. Υποθέτω ότι αν το αμερικανικό Δημόσιο αποφασίσει τελικώς τη διάσπαση της Google για να προστατέψει στοιχειωδώς τη λειτουργία της «ελεύθερης αγοράς», αυτό θα θεωρηθεί ισχυρό πλήγμα στην οικονομική ελευθερία και οι ΗΠΑ θα κατρακυλήσουν αρκετές σκάλες από την 5η θέση που καταλαμβάνουν τώρα. 


Υποθέτω, επίσης, ότι αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνεχίσει τις φιλότιμες προσπάθειές της για επέκταση της οικονομικής ελευθερίας, χωρίς βλακειούλες και παρασπονδίες τύπου «έκτακτος φόρος στα υπερκέρδη», στην επόμενη μέτρηση έχουμε πιθανότητες να ανέβουμε στη γαλάζια ελίτ του πλανήτη. Για κάποιους (πολλούς!) αυτό θα σημαίνει, βεβαίως, μεγαλύτερο εγκλωβισμό στη φτώχεια και στην ανισότητα, αλλά τι να κάνουμε, η ελευθερία έχει το τίμημά της.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 


Κάποιοι ισχυρίζονται ότι οι δρόμοι είναι βρόμικοι επειδή το κράτος δεν φορολογεί αρκετά τους πολίτες για να τους καθαρίσει. Η πραγματικότητα είναι ότι είναι βρόμικοι επειδή δεν ανήκουν σε κανέναν.


Μίλτον Φρίντμαν, «Καπιταλισμός και Ελευθερία» 


Sunday, October 13, 2024

Εμείς φταίμε για όλα

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 12-13/10/2024


Υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα σειρά, μόλις έξι επεισοδίων, που προβάλλει το Cinobo (εδώ κάνω διαφήμιση, ξεκάθαρα), η οποία σε γενικές γραμμές είναι αναμνήσεις από το εγγύς μας πολιτικό μας μέλλον. Ενα πολιτικο-οικονομικο-κοινωνικό θρίλερ επιστημονικής φαντασίας. Το «Years and Years» βγήκε στον αέρα το 2019, λίγο πριν από την πανδημία, σε παραγωγή BBC και HBO. Και μπορεί κανείς να πει ότι από όσα περιλαμβάνει η 15ετία που μελλοντολογικά διατρέχει (2019-2034) σε γενικές γραμμές τα περισσότερα έχουν ήδη συμβεί. Εχει πέσει μέσα, δηλαδή. 

Ο δημιουργός της σειράς (Ράσελ Τ Ντέιβις) παρακολουθεί τις προσωπικές και συλλογικές περιπέτειες μιας μεγάλης, μικροαστικής οικογένειας (τα τέσσερα αδέλφια Λάιονς με τις/τους συζύγους και συντρόφους τους, τα παιδιά τους, τη γιαγιά τους, στο σπίτι της οποίας συναντιούνται συχνά και κάνουν μικρές ανακεφαλαιώσεις της ζωής τους). Το φόντο είναι μια Βρετανία στην οποία αφενός ψηφιοποιούνται και επιτηρούνται ψηφιακά τα πάντα, ακόμη και τα ανθρώπινα σώματα, αφετέρου ανελίσσεται στην εξουσία μια πανούργα, δημοφιλής, ακροδεξιά περσόνα, η Βίβιαν Ρουκ (με την εκπληκτική Εμα Τόμσον), η οποία επιβάλλει ουσιαστικά μια σκληρή κυβερνο-στρατιωτική δικτατορία. Και ο κόσμος γύρω από αυτή τη Βρετανία αποσυντίθεται: η Ρωσία ελέγχει την Ουκρανία, ο Τραμπ κερδίζει κι άλλη θητεία, οι ΗΠΑ φεύγουν από τον ΟΗΕ, η Ευρώπη κλονίζεται από προσφυγική κρίση, η Ουγγαρία χρεοκοπεί, η Ελλάδα φεύγει από την Ε.Ε. (!), ξεσπάει άλλη μια τραπεζική κρίση και άλλο ένα κύμα διεθνούς ύφεσης, ενώ χιλιάδες άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους από τις ανεξέλεγκτες εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης και τους αυτοματισμούς. 

Το ενδιαφέρον στη σειρά είναι ότι ενώ βγήκε το 2019, άρα –υποθέτουμε– προετοιμαζόταν τουλάχιστον έναν χρόνο πριν, αναπτύσσει εύστοχα μια εξαιρετικά επίκαιρη ατζέντα, δηλαδή όσα συζητάμε σήμερα. Αλλά, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της είναι το ηθικό και πολιτικό ερώτημα που θέτει για τους πρωταγωνιστές της, τα μέλη της οικογένειας Λάιονς, που έκαναν καθένα διαφορετικές επιλογές: τι έκαναν οι ίδιοι και οι ίδιες για να αποτρέψουν όσα ζοφερά συνέβησαν μεταξύ 2019 και 2034 στον κόσμο, στη Βρετανία, στις γειτονιές τους, στις ζωές τους; 

Η απάντηση σε αυτό το ηθικο-πολιτικό ερώτημα δεν είναι ακριβώς «τίποτα», μια και στην ιστορία του αφηγείται το σίριαλ κάποιοι πρωταγωνιστές δεν κάνουν πράγματι τίποτα, κάποιοι φοβούνται, κάποιοι περνάνε στην πλευρά του «τέρατος» και το υπηρετούν αυτοκαταστροφικά, και κάποιοι άλλοι προσπαθούν να κάνουν κάτι, με μεγάλο ρίσκο, θανάσιμο τίμημα, έστω και συνωμοτικά, ατομικά. Εξάλλου, το τέλος της σειράς επιφυλάσσει ένα μικρό, απελευθερωτικό, εξεγερτικό χάπι εντ, χωρίς ωστόσο να ξέρουμε αν αλλάζει τη ροή των πραγμάτων προς έναν όλο και πιο ολοκληρωτικό καπιταλισμό ψηφιακής επιτήρησης. Ωστόσο, υπάρχει μια σκηνή στη σειρά που συμπυκνώνει όλη την ουσία του πράγματος, την ατομική ευθύνη αντίστασης σε μια συλλογική καταστροφή. Η γιαγιά Μίριελ της οικογένειας Λάιονς γιορτάζει τα 92α γενέθλιά της, κάπου στα 2034, μαζεύοντας τα εγγόνια της, τα δισέγγονά της, τις/τους συντρόφους τους. Και ως άνθρωπος του 20ού αιώνα, παιδί του μεγάλου πολέμου, του αναλογικού καπιταλισμού, των συλλογικών αντιστάσεων, των μεγάλων κατακτήσεων, αλλά και των μεγάλων οπισθοδρομήσεων, δεν έχει καμιά αναστολή να πει στους απογόνους της, που τους τραπεζώνει και τους κερνάει κρασί, ότι αυτοί φταίνε για όλα, χωρίς να εξαιρεί τον εαυτό της απ’ αυτό. Αυτοί φταίνε για τον ζοφερό κόσμο που φτιάξανε, αυτοί φταίνε που δεν αντιστάθηκαν σε κάθε πράξη οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής βίας που εμφανιζόταν σαν φοβερός κι αναπόφευκτος εκσυγχρονισμός. Εμείς φταίμε για όλα. Εμείς φταίμε για κάθε πράξη αντίστασης που παραλείπουμε. Και επειδή είναι αδύνατο να το περιγράψω καλύτερα από τη γιαγιά Μίριελ της σειράς «Years and Years», σας αφήνω να απολαύσετε αυτούσιο τον μακρύ, πικρό συλλογισμό της, στη θυγατρική στήλη «Θεωρίες για την υπεραξία». Εμείς φταίμε για όλα. 



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

- Μίριελ: Εσείς φταίτε για όλα!

- Στίβεν: Για ποια;

- Μίριελ: Για τα πάντα… Οι τράπεζες. Η κυβέρνηση. Η Αμερική. Η ύφεση. Η κ. Ρουκ. Κάθε τι που πήγε στραβά είναι δικό σας λάθος. 

-Στίβεν: Κατηγορούμαι για πολλά, αλλά πώς είμαι υπεύθυνος για όλο τον κόσμο; 

- Μίριελ: Γιατί είμαστε, όλοι μας. Μπορούμε να καθόμαστε εδώ όλη μέρα κατηγορώντας τους άλλους ανθρώπους… Φταίει η οικονομία, φταίει η Ευρώπη, η αντιπολίτευση, ο καιρός. Και μετά κατηγορούμε αυτές τις τεράστιες σαρωτικές παλίρροιες της ιστορίας. Σαν να είναι εκτός ελέγχου μας. Σαν να ’μαστε τόσο αβοήθητοι και μικροί. Αλλά και πάλι φταίμε εμείς. Ξέρετε γιατί. Είναι το μπλουζάκι της μιας λίρας. Το μπλουζάκι που κόστισε μια λίρα, δεν μπορούμε να του αντισταθούμε. Ολοι μας. Βλέπουμε ένα μπλουζάκι που κοστίζει μια λίρα και λέμε, «Ευκαιρία, μ’ αρέσει». Και τ’ αγοράζουμε. Οχι για κάτι καλό. Απλώς ένα ωραίο μπλουζάκι για το χειμώνα, για από μέσα. Και ο καταστηματάρχης παίρνει πέντε άθλιες πένες γι’ αυτό το μπλουζάκι. Και κάποιος χωρικός σ’ ένα χωράφι παίρνει 0,01 πένες. Και πιστεύουμε ότι όλο αυτό είναι μια χαρά. Ολοι μας. Και δίνουμε τη λίρα μας και μπαίνουμε σε αυτό το σύστημα για μια ζωή. Είδα ότι όλα πήγαιναν στραβά όταν ξεκίνησε στα σουπερμάρκετ, όταν αντικατέστησαν τις γυναίκες με αυτά τα αυτοματοποιημένα μηχανήματα.

- Ρουθ: Οχι, δεν φταίμε εμείς γι’ αυτό. Τα μισώ αυτά, πάντα τα μισούσα. Με τρελαίνουν…

- Μίριελ: Ναι αλλά δεν κάνατε τίποτα, κάνατε; Πριν από είκοσι χρόνια, όταν πρωτοεμφανίστηκαν, σηκωθήκατε να φύγετε; Γράψατε επιστολές διαμαρτυρίας; Ψωνίσατε από αλλού; Οχι! Ξεφυσήσατε και ξεφυσήσατε και το ανεχτήκατε. Και τώρα όλες αυτές οι γυναίκες έχουν φύγει. Κι εμείς το αφήσαμε να συμβεί. Και πιστεύω ότι μας αρέσουν αυτά τα ταμεία χωρίς ταμίες, τα θέλουμε. Γιατί αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να πάρουμε τα ψώνια μας και δεν χρειάζεται να δούμε αυτή τη γυναίκα στα μάτια. Τη γυναίκα που πληρώνεται λιγότερο από εμάς. Εφυγε. Την ξεφορτωθήκαμε. Την απολύσαμε. Μπράβο. Οπότε, ναι, εμείς φταίμε. Αυτός είναι ο κόσμος που φτιάξαμε. Συγχαρητήρια. Στην υγειά σας. 


Russel T. Davies, «Years and Years» (τηλεοπτική σειρά έξι επεισοδίων του 2019, παραγωγής BBC) 


Saturday, October 5, 2024

Και τι μας νοιάζει εμάς ο πόλεμος;

Η Εφημερίδα των Συντακτών 5-6/10/2024


Τι μας λέει για την ανθρώπινη κατάστασή μας η απάθεια με την οποία πλέον παρακολουθούμε τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που γίνονται στη Μέση Ανατολή, όχι εδώ και έναν χρόνο, αλλά εδώ και 75 και πλέον χρόνια; Τι μας λέει για τα ανθρώπινα ή ανθρωπιστικά (υπάρχουν τέτοια;) ανακλαστικά μας η εξοικείωσή μας με την τυπικά παγωμένη αλλά σταθερά αιματηρή σύγκρουση στην καρδιά της Ευρώπης, μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας; Είμαστε ακόμη στη μακρά, παγκόσμια μεταπολεμική ειρήνη που διαμορφώθηκε μετά την ήττα του ναζιστικού άξονα ή στη μετα-ψυχροπολεμική συνύπαρξη που έφερε η κατάρρευση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού; Ή μήπως ζούμε έναν αργό, βραδυφλεγή, ασίγαστο αλλά και ακήρυχτο παγκόσμιο πόλεμο, στον οποίο συμμετέχουν οι πάντες, με πράξεις και παραλείψεις, με σιωπές και διακηρύξεις, με όπλα ή κεφάλαια; Και γιατί ο κραταιός, οικουμενικός, κυρίαρχος παντού (και με ελάχιστες πια χαμαιλεοντικές παραλλαγές) καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, χωρίς κανέναν αντίπαλο, χωρίς κανένα ελκυστικό εναλλακτικό μοντέλο, δεν έχει φέρει την υπεσχημένη παγκόσμια ειρήνη, αντιθέτως έχει πολλαπλασιάσει σε ασύλληπτο βαθμό τις αιτίες, τις αφορμές, τις προφάσεις και -κυρίως- τα υλικά μέσα ενός αληθινά ολοκληρωτικού πολέμου, που δεν θα αφήσει κολυμπηθρόξυλο επί Γης, από τα έγκατά της μέχρι τη στρατόσφαιρα; 

Εχει δίκιο ν’ αγανακτεί ο Ν. Κοσματόπουλος (διαβάστε την εκπληκτική, οργισμένη μαρτυρία του σε αυτό το φύλλο της «Εφ.Συν.») για τα «δημοσιογραφικά» ερωτήματα που του υποβάλλουν, του τύπου «πώς νιώθουν οι Ελληνες στην κόλαση της Βηρυτού;», λες κι ο πόλεμος αποκτά υπόσταση μόνο όταν σκοτωθεί ή τραυματιστεί ένας «δικός» μας που έτυχε να βρίσκεται εκεί, λες και ο πόνος, ο πανικός, το αίμα, ο θάνατος έχουν διαφορετική «ελληνικότητα», «παλαιστινιακότητα», «χριστιανικότητα» ή «ισλαμικότητα». Το C130 που θα είναι stand by στην Κύπρο για να «απεγκλωβίσει» Ελληνες εν κινδύνω υποτίθεται ότι είναι μια μικρή κιβωτός ανθρωπιάς, καθείς ας σώσει τουλάχιστον τους δικούς του από τον θάνατο, κι είμαστε εντάξει με τη συνείδησή μας και με τις ανθρωπιστικές υποχρεώσεις μας, όπως έχουν προκύψει από το μεταπολεμικό status quo. 

Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι δεν είναι απλώς απάθεια και εξουδετέρωση των ανακλαστικών μας ο τρόπος που ΔΕΝ αντιδρούμε και απλώς παρακολουθούμε τη συντελούμενη γενοκτονία στη Γάζα και την προκλητική προσπάθεια της ισραηλινής ηγεσίας να διεθνοποιήσει τον πόλεμο που έχει κηρύξει εναντίον αυτού που περιγράφει ως «άξονα του κακού». Πρακτικά εναντίον κάθε τι αραβικού, κάθε τι ισλαμικού. Δεν είναι απάθεια, είναι μια παθητική αποδοχή της πραγματικότητας ότι η χώρα Ελλάδα, η συμμαχία Ε.Ε., οι πολιτικές ηγεσίες τους, οι επιχειρηματικές ολιγαρχίες τους, ακόμη και οι σχεδόν λοβοτομημένες αντιπολιτεύσεις τους, σε αυτό τον ολοκληρωτικό, άνισο, άδικο πόλεμο έχουν επιλέξει πλευρά. Κι αν στην περίπτωση της Ουκρανίας η επιλογή πλευράς (διόλου αυτονόητη κι εκεί!) είχε κάποια επιχειρήματα, στην περίπτωση του Ισραήλ δεν έχει κανένα. Η ανοχή της γενοκτονίας στη Γάζα και των επιθέσεων του Ισραήλ σε Λίβανο, Ιράν, Υεμένη, Συρία, Ιράκ και ποιος ξέρει πού αλλού προσεχώς, είναι ξεκάθαρη συνέργεια σε έναν πόλεμο τυπικά περιφερειακό, αλλά ηθικά ήδη παγκόσμιο. 

Από τη σκοπιά των πάνω αυτό μπορούμε να το κατανοήσουμε. Το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ, που κυβερνά την υπερδύναμη εδώ και 70 χρόνια, έχει θεμελιώσει εν μέρει την ισχύ του στην ακραιφνή στήριξη του στρατοκρατικού Ισραήλ. Η Ε.Ε., επίσης, έχει προσχωρήσει πιο βαθιά στη συμμαχία αυτή και η προοπτική της δικής της «πολεμικής οικονομίας» δημιουργεί ποικίλες τεχνολογικές και επενδυτικές εξαρτήσεις με την πιο πολεμική οικονομία του κόσμου, αυτή τη Ισραήλ. Οι ενεργειακές κι άλλες παραγωγικές διασυνδέσεις (ακόμη και οι κατασκοπευτικές, τύπου Predator!) έχουν καταστήσει το Ισραήλ όχι μόνο την άτυπη 51η Πολιτεία των ΗΠΑ, αλλά και μια σκιώδη 28η χώρα-μέλος της Ε.Ε. Και την ίδια στιγμή η όλη Δύση επιλέγει να βαθύνει όχι μόνο το μέτωπο του θερμού, δι’ αντιπροσώπων, πολέμου με τη Ρωσία, αλλά κι αυτό του εμπορικού πολέμου με την Κίνα (για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τις σπάνιες γαίες και ποιος ξέρει για τι ακόμη!). Της χώρας που, παρά την «κομμουνιστική» πατίνα της, έχει απομείνει σχεδόν μόνη στην υπεράσπιση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και της διεθνούς ειρήνης που αυτή προϋποθέτει. Εν ολίγοις, η υπάρχουσα δυτική ηγεσία είναι σχεδόν εγκλωβισμένη στη στρατηγική του πολέμου. 

Απ’ τη σκοπιά των κάτω, όμως, είναι σχεδόν ακατανόητος ένας ανάλογος εγκλωβισμός. Ακόμη και η πιο ιδιοτελής, ατομικιστική, ωφελιμιστική ματιά σε έναν πόλεμο, που φαίνεται ακόμη αρκετά μακρινός, και σε μια στρατιωτική αγριότητα εις βάρος ενός ολόκληρου λαού και ενός έθνους, που «δεν είναι δικό μας», θα επέβαλλε να πάρουν εκατομμύρια άνθρωποι θέση στο πλευρό των θυμάτων και απέναντι στον ανελέητο θύτη. Αυτό δεν συμβαίνει. Αλλά την ίδια στιγμή το Ευρωβαρόμετρο λέει ότι οι Ελληνες αξιολογούν περισσότερο από κάθε άλλον Ευρωπαίο την ακρίβεια και το κόστος ζωής ως το μείζον πρόβλημά τους (70%). Και θεωρούν, πάλι στα μεγαλύτερα ποσοστά (45%), ότι το πρώτο στο οποίο μπορεί να αποδειχτεί ωφέλιμη η Ε.Ε. είναι η ειρήνη και η ασφάλεια. Και στα δύο οι ηγεσίες της Ε.Ε. και οι εθνικές κυβερνήσεις τους έχουν αποτύχει για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Οχι μόνο δεν έκαναν την παραμικρή προσπάθεια ειρήνευσης στο Ουκρανικό, αλλά επέτρεψαν όλες οι καταστροφικές παρενέργειες του πολέμου να περάσουν στα χωράφια, στα ράφια των σούπερ μάρκετ, στα τιμολόγια ρεύματος, στα συρρικνούμενα εισοδήματα των νοικοκυριών. Αν το «μοντέλο» επαναληφθεί και στην υποστήριξη του πολεμικού τυχοδιωκτισμού του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή, θα έχουμε από χέρι ένα ακόμη οικονομικό «ολοκαύτωμα». 

Μπορεί να ακούγεται, λοιπόν, σχεδόν προσβλητικό για τα νεκρά παιδιά και τους σφαγμένους αμάχους της Γάζας ή του Λιβάνου, αλλά αν κάποιος ανησυχεί πραγματικά για την τσέπη του, τις τιμές, την επιβίωσή του, έχει κάθε λόγο να διαδηλώνει γα να σταματήσει το Ισραήλ τον ανελέητο πόλεμο και για να πάψουν οι κυβερνήσεις της Δύσης να το στηρίζουν. 



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε: Πόλεμος και ειρήνη

είναι δύο πράγματα ολότελα διαφορετικά.


Ομως η ειρήνη τους και ο πόλεμός τους

μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα.

Ο πόλεμος γεννιέται απ’ την ειρήνη τους

καθώς ο γιος από τη μάνα.

Εχει τα δικά της

απαίσια χαρακτηριστικά.


Ο πόλεμός τους σκοτώνει

ό,τι άφησε όρθιο

η ειρήνη τους.


Οταν αυτοί που είναι ψηλά μιλάνε για ειρήνη 

ο απλός λαός ξέρει

πως έρχεται ο πόλεμος.


Οταν αυτοί που είναι ψηλά καταριούνται τον πόλεμο

οι διαταγές για επιστράτευση

έχουν υπογραφεί.


Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου» (μετάφραση Μάριου Πλωρίτη)