Sunday, October 19, 2025

Φωνή εκ του κενοταφίου

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 18-19/10/2025



 ... Και μένα με ρώτησε κανείς; Μήπως μου πέφτει κάπως ο λόγος σε όλον αυτόν τον καβγά των ζωντανών για μας τους νεκρούς; Μήπως με ρώτησε κανείς και τότε, πριν από σχεδόν έναν αιώνα, όταν αποφάσιζαν να με εντοιχίσουν στα παλιά ανάκτορα, ως άγνωστο στρατιώτη, ως συνεκδοχή όλων των νεκρών, όλων των πολέμων, από της Τροίας την εκστρατεία για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη, μέχρι της Ουκρανίας τον ξένο πόλεμο, του 1919, ενάντια στους μπολσεβίκους; Αλήθεια, αυτός ο Λαζαρίδης, ο αρχιτέκτονας, κι ο Ροκ, ο γλύπτης, είχαν άραγε ποτέ βρεθεί σε πεδίο μάχης; Είχαν δει πολλούς νεκρούς στρατιώτες «εκτάδην κειμένους», σαν να τους πήρε γλυκά ο ύπνος, με την περικεφαλαία στο κεφάλι και την ασπίδα στ' αριστερό χέρι; Δεν έτυχε να δουν κεφάλια ανοιγμένα στα δυο, μυαλά χυμένα, πόδια και χέρια κομμένα, μάτια βγαλμένα, σώματα κομμένα στα δυο ή διαλυμένα στα εξ ων συνετέθησαν, θώρακες ανοιγμένους σαν κόκκινα τριαντάφυλλα, σωθικά χυμένα στο χώμα; Δεν άκουσαν για σώματα εξαϋλωμένα, που δεν βρέθηκε ούτε κοκαλάκι τους, απανθρακωμένα ή κονιορτοποιημένα μέσα στα ορύγματα από βόμβες ναπάλμ ή διασποράς; 

Κάτι τέτοιο έπρεπε να σκαλίσουν στο μάρμαρο, στον πωρόλιθο, ό,τι είναι τέλος πάντων. Ο αφανής, ανεύρετος κι άταφος νεκρός, που χάθηκε σε μια συνθήκη απίστευτου τρόμου την οποία καμιά αγάπη για την πατρίδα, καμιά αφοσίωση στον πόλεμο των άλλων, καμιά πίστη δεν μπορεί να τον κατανικήσει, εκείνα τα τελευταία δευτερόλεπτα, την ώρα που η βόμβα σκάει δίπλα του, που η σφαίρα διαπερνάει το σώμα του, η χειροβομβίδα τον διαμελίζει, το αέριο τον πνίγει, η φωτιά λιώνει τη σάρκα του, δεν έχει καμιά γαλήνη. 

Αν θες να ξέρεις, κι εγώ, ο εντοιχισμένος υποθετικός νεκρός, δεν κοιμάμαι τον ύπνο του δικαίου, ζω τον ξύπνο του κολασμένου. Βλέπεις, τις πιο πολλές φορές χάθηκα σε άδικους πολέμους, πολέμους των άλλων, των στρατόκαυλων, των πολεμοκάπηλων, των άπληστων εξουσιών, των κατακτητών, των εμπόρων των εθνών και των όπλων, έγινα κρέας για τα κανόνια τους, ποδοπατήθηκα από τους ανταγωνισμούς τους για νέες αγορές, νέα εδάφη, νέους πόρους, με έστειλαν να υπερασπίσω τη δική τους πατρίδα, που δεν έχει σύνορα, σαν τα κεφάλαιά τους και τη δίψα τους να τα πολλαπλασιάσουν. Οι δικοί μου βωμοί κι εστίες που θα 'πρεπε να υπερασπιστώ, μαζί με τη μάνα, τον πατέρα μου, τα αδέλφια μου, την αγαπημένη μου, τα παιδιά μου, τους φίλους μου, τους γειτόνους, τους συγχωριανούς, τους συναδέλφους, τους συντρόφους μου, είναι περιχαρακωμένοι σε λίγες εκατοντάδες στρέμματα, άντε μερικές εκατοντάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα, όσο το χωριό μου, η γειτονιά μου, το βουνό μου, το νησί μου, η πόλη μου. Οι δικές τους εστίες και βωμοί που για την υπεράσπισή τους με έστελναν να σφαγώ, ενώ οι ίδιοι έμεναν στην ασφάλεια των στρατηγείων, των θησαυροφυλακίων, των πύργων, των παλατιών, των μεγάρων τους, ήταν εκατοντάδες, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στην Κριμαία, στον Σαγγάριο, στην Καλλίπολη, στην Καμπούλ, στο Κάιρο, στην Κορέα, στο Βιετνάμ. Και δεν είχε ίχνος ηρωισμού ο κάθε θάνατός μου εκεί. Δεν είχα καν την πολυτέλεια να μισήσω τον άγνωστο εχθρό μου. Μόνο να τον φοβηθώ μπορούσα, χωρίς να ξέρω ότι κι αυτός με τον ίδιο φόβο έτρεμε τον επερχόμενο θάνατο. 

Εμένα, που λες, δεν με ρώτησε κανείς ούτε για το πού θα στηθεί το κενοτάφιό μου. Στην πραγματικότητα δεν το στήσανε για μένα. Δεκάρα δεν δίνουν για το αν χάθηκα στη μάχη του Μαραθώνα, στη Σικελική εκστρατεία, στην επέλαση στην Ασία που οργάνωσε αυτό το άπληστο, χαρισματικό τσογλάνι, ο Αλέξανδρος, στη μάχη της Λευκόπετρας, στην Αλωση της Πόλης, στα Δερβενάκια, στο Μπιζάνι, στο Τεπελένι ή στον Γράμμο, από πυρά εξωτερικών ή εσωτερικών εχθρών, εισβολέων ή δωσιλόγων. Το κενοτάφιο το στήσανε για πάρτη τους. Για να δοξάζουν τους εαυτούς τους, τους μύθους, τα ψεύδη, την προπαγάνδα, τις φαντασιώσεις τους, για να κρύψουν τις καταστροφικές επιλογές τους, τις αποτυχίες τους, τα μακελειά που προκάλεσαν, τις προδοσίες τους, τις συνεννοήσεις τους με κατασκευασμένους εχθρούς και ύπουλους φίλους. 

Αν με ρωτούσαν πού θέλω να στηθεί το κενοτάφιό μου, θα διάλεγα τον κήπο του σπιτιού μου ή το χωράφι μου ή το βουνό ή μια αγαπημένη παραλία ή το υπόγειο που έκανα πρώτη φορά έρωτα, την αλάνα που έπαιζα παιδί με τους φίλους μου. Ισως τους έλεγα πως δεν θέλω καν κενοτάφιο, ούτε καντήλι, ούτε τους εύζωνες με τη θανάσιμη σιωπή τους και την όρθια νεκρική ακαμψία τους ούτε τουρίστες που χαζεύουν τη θέα του άδικου θανάτου, γιατί και στον πιο δίκαιο πόλεμο ο βίαιος θάνατος μόνο άδικος μπορεί να είναι. Φαντάροι που πάνε στον πόλεμο «με το χαμόγελο στα χείλη» υπάρχουν μόνο στα τραγούδια. Και πάλι, τα πιο ρεαλιστικά απ' αυτά λένε το πιο ουσιαστικό: «Οποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει,/ στρατιώτη μου για πόλεμο δεν κάνει». 

Γιατί, αν και νεκρός, σκοτωμένος εκατομμύρια φορές με όλους τους δυνατούς τρόπους, από τσεκούρι, σπαθί, δόρυ, καταπέλτη, σφαίρα, βόμβα, ραδιενέργεια, πνιγμό στον βυθό, αγαπώ τη ζωή. Τη νοσταλγώ συνεχώς, νοσταλγώ τα βάσανα και τις χαρές της, τις γεύσεις της, τις μυρωδιές της, τα φιλιά της, τις απολαύσεις της, τις φωνές της, και για τον ίδιο λόγο απολαμβάνω τις φωνές των ανθρώπων που παρελαύνουν μπροστά μου στο Σύνταγμα διεκδικώντας ζωή, περισσότερη ζωή, απορρίπτοντας όλες τις μικρές και μεγάλες δόσεις θανάτου που σε μορφή νομοσχεδίων κι αποφάσεων δίνουν στην κοινωνία οι νεκρόφιλοι της εξουσίας. 

Ισως πάλι, αν με ρωτούσαν αν εμείς, οι εκατομμύρια άγνωστοι στρατιώτες, χρειαζόμαστε πράγματι ένα κενοτάφιο, ίσως τους έλεγα όχι. Ισως είναι πιο έντιμο να στήσουμε άλλα μνημεία για τον πόλεμο. Μνημεία για όσους γύρισαν ζωντανοί και μπορούν να αφηγηθούν τη φρίκη του πολέμου, απογυμνώνοντάς τον από κάθε πατίνα ηρωισμού, αποκαλύπτοντας την απανθρωπιά του. Μνημεία για όσους αρνήθηκαν να πάρουν όπλα και να σκοτώσουν στα τυφλά ανθρώπους που δεν ξέρουν καν, για λιποτάκτες που χτυπήθηκαν στο ψαχνό από τους αξιωματικούς τους ή εκτελέστηκαν από συναδέλφους τους, μνημεία για προδότες που προσπάθησαν να υπονομεύσουν έναν άδικο ιμπεριαλιστικό πόλεμο της πατρίδας τους, μνημεία για τις «παράπλευρες απώλειες», για τις βιασμένες γυναίκες, για τα παιδιά που πέθαναν από στρατιωτικούς αποκλεισμούς, για τους αυτόχειρες στρατιώτες, για τους σαμποτέρ των πολεμικών μηχανών, γι' αυτούς που αποκαλύπτουν κρατικά μυστικά και εξουδετερώνουν σχέδια πολέμου, για τους τρομοκράτες που αναλαμβάνουν να σκοτώσουν πολεμοχαρείς δόκτορες Strangelove ή αιμοδιψείς συνταγματάρχες Kurtz. Μνημεία ζωής, όχι θανάτου. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Μια γυναίκα δεν είναι σαν χώρα που αξιοποιεί τα ερείπιά της, τους τάφους της… που τα ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα… ζώντας απ’ αυτά. Εγώ δεν θέλω να ’μαι χώρα. Δεν είμαι χώρα. Δεν θέλω να είμ’ αυτή η χώρα. Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα ’θελα να ζήσω, θα ’θελα να μπορούσα να ζήσω, θα ’μουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δε μ’ αφήνει να το θέλω, δε μ’ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή.

Δημήτρη Δημητριάδη, «Πεθαίνω σα χώρα» 

Saturday, October 11, 2025

Εγχειρίδιο κατασκευής κομμάτων

  Η Εφημερίδα των Συντακτών, 11-12/10/2025



Πώς ακριβώς φτιάχνονται τα κόμματα; Ολοι υποψιαζόμαστε πως υπάρχει κάποια διάδραση ανάμεσα στην υλική κατάσταση και τη συναισθηματική αντίδραση των κοινωνικών ομάδων που υποφέρουν, ευημερούν ή απλώς είναι σε ένα limbo, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, κόλασης και παράδεισου, ούτε κρύο ούτε ζέστη, ούτε πάνω ούτε κάτω, ούτε δεξιά ούτε αριστερά, ούτε μπρος ούτε πίσω. Κόμμα και τάξη -κοινωνική τάξη- βρίσκονται στην ίδια συνάρτηση, ακόμη κι απ’ την εποχή της αθηναϊκής δημοκρατίας, στην οποία Δημοκρατικοί και Αριστοκρατικοί αντιπαρατίθεντο ελκύοντας συχνά ετερόκλητα ακροατήρια: για παράδειγμα, στην περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου οι πρώτοι κέρδιζαν τον ενθουσιασμένο και φιλοπόλεμο ταξικό αφρό της Αθήνας, οι δεύτεροι την πλέμπα, τη φτωχολογιά της πόλης που είχε αποδεκατιστεί από τις μάχες και την πανούκλα. 

Το δίπολο αυτό του 5ου π.Χ. αιώνα, εννοείται, δεν άφηνε χιλιοστό χώρου για τον πάτο της αθηναϊκής κοινωνίας, τους δούλους, που οι πόλεμοι και τα χρέη τους αύξαιναν ασταμάτητα, σε βαθμό που να είναι η πλειονότητα των κατοίκων του κλεινού (και ελεεινού) άστεως. Δεν υπήρξε η παραμικρή αμφιβολία και ταλάντευση στους κορυφαίους φιλοσόφους, πολιτικούς, συγγραφείς, δημαγωγούς της κατά τεκμήριον τελειότερης άμεσης δημοκρατίας στην Ιστορία της ανθρωπότητας, της αθηναϊκής, ότι οι δούλοι, αυτά τα έμψυχα «πράγματα», μπορεί να είχαν τον παραμικρό ρόλο στη διακυβέρνηση της Αθήνας ή αργότερα της Ρώμης και όλης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας των τριών ηπείρων, όπου μόνο εξεγέρσεις δούλων και καταπιεσμένων εθνοτήτων καταγράφηκαν, οι περισσότερες πνιγμένες στο αίμα. Κόμμα δούλων δεν υπήρξε ποτέ. Η, όταν υπήρξε, οι δούλοι δεν ήταν πια δούλοι. Ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, μετά τον εμφύλιο και την κατάργηση της δουλείας -αλλά όχι και του ρατσισμού, της εκμετάλλευσης και του ανελέητου διωγμού των Αφροαμερικανών- δεν υπήρξε καν κόμμα απελευθερωμένων δούλων. Υπήρξε κόμμα αστών-βιομηχάνων της βόρειας Αμερικής που ήθελαν άφθονα και ελεύθερα εργατικά χέρια μαύρων ανδρών, γυναικών και παιδιών και κόμμα γαιοκτημόνων, που θέλαν τα ίδια ακριβώς χέρια σκλαβωμένα, δεμένα με τη γη, στη συγκομιδή του βαμβακιού, των σιτηρών από τις φυτείες του Νότου, που γίνονταν πρώτη ύλη για τα κλωστήρια και εργοστάσια του Βορρά. 

Πώς, λοιπόν, φτιάχνονται τα κόμματα; Στις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης, όπως μαθαίναμε στο σχολείο, ο ανυποψίαστος για το επερχόμενο τέλος του στην «αγία γκιλοτίνα» Λουδοβίκος ΙΣΤ', συγκάλεσε την περίφημη συνέλευση των τάξεων, που κατά την οπτική του για τον κόσμο και τη Γαλλία από τις Βερσαλίες, ήταν ο κλήρος, η αριστοκρατία και το ασαφές συνονθύλευμα Τρίτη Τάξη. Αυτό ήταν το πρόπλασμα τριών ή δυο κομματικών σχηματισμών που στην πραγματικότητα αντιπροσώπευαν ένα μικρό τμήμα της γαλλικής κοινωνίας, αφήνοντας την τεράστια πλειονότητα των φτωχών, των εργατών, των πεινασμένων, των αγροτών, των αναλφάβητων εκτός οποιασδήποτε εκπροσώπησης. Μπορεί όλοι αυτοί να αποτέλεσαν τον στρατό της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά το «κόμμα» της, η Τρίτη Τάξη, η Εθνοσυνέλευση, η Δημοκρατία, ήταν υπόθεση των αστών, βιομηχάνων, βιοτεχνών, εμπόρων, τραπεζιτών, υπαλλήλων, διανοουμένων της εποχής. \

Φυσικά, τα manual κατασκευής των κομμάτων προσφέρουν κι άλλες εναλλακτικές. Η γέννηση της ελληνικής δημοκρατίας στη διάρκεια της απελευθερωτικής Επανάστασης, ως γνωστόν, βασίστηκε στα κόμματα της ξένης επιρροής, το γαλλικό, το αγγλικό, το ρωσικό, που ελάχιστη σχέση είχαν με συμφέροντα τάξεων· περισσότερο αντανακλούσαν τις εξαρτήσεις -πολιτικές και οικονομικές- των αρχηγών τους από τις αντίστοιχες ηγεσίες των Μεγάλων Δυνάμεων ή απλώς από τις διπλωματικές αποστολές και τους πράκτορές τους στην καταρρέουσα οθωμανική αυτοκρατορία. 


Αν περιοριστούμε στη σύγχρονη ελληνική εμπειρία, ας πούμε στη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή, τα κόμματα μέχρι και τις παραμονές της χούντας σχηματίστηκαν στη βάση μιας συντριπτικής, αιματηρής ήττας του αντιφασιστικού, απελευθερωτικού μετώπου και στον ακρωτηριασμένο κοινοβουλευτισμό που έθετε εκτός νόμου, πολιτικής και χώρας ένα τεράστιο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Τα μεταπολεμικά κόμματα κατασκευάστηκαν είτε από ανακύκλωση υλικών του Μεσοπολέμου με ισχυρές προσμίξεις δωσιλογισμού, αντικομμουνισμού, νεοφασισμού, φιλοαμερικανισμού, είτε από τα σπαράγματα της ηττημένης Αριστεράς που αναζητούσε όρους επιβίωσης σε μια στοιχειώδη δημοκρατική νομιμότητα. 


Η χούντα, πάλι, με τον αμείλικτο διωγμό κάθε υπερασπιστή της δημοκρατίας και τη γενναιόδωρη στήριξή της από την επιχειρηματική ελίτ της χώρας, τους ξένους επενδυτές και τις ΗΠΑ, επέβαλε άθελά της ένα big bang κομμάτων και πολιτικών οργανώσεων σε συνθήκες απόλυτης παρανομίας, ολιγάνθρωπων και συνωμοτικά κινούμενων, που το εύρος επιρροής φάνηκε μόνο στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. 

Αλλά τα πραγματικά κόμματα της Μεταπολίτευσης, αυτά που κυριάρχησαν στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι και στη διακυβέρνηση για δεκαετίες και σε σημαντικό βαθμό επιβιώνουν ώς σήμερα, ήταν κυριολεκτικά κατασκευές του εργαστηρίου. Στήθηκαν πίσω από κλειστές πόρτες, μικρή σχέση είχαν με το υπόγειο αντιδικτατορικό κίνημα, με εξαίρεση τα κόμματα της Αριστεράς που ανασυντέθηκαν σωματικά, όταν άνοιξαν οι φυλακές και τα σύνορα για τους εξόριστους. 


Με λίγα λόγια, τα κόμματα δεν φτιάχνονται από τα κάτω. Δεν συνέβη ούτε καν με τα προλεταριακά κόμματα του 19ου και του 20ού αιώνα, τα κόμματα των τριών Διεθνών, που ιδρύονταν σε σκοτεινά υπόγεια ή κάτω από τη διαρκή παρακολούθηση της αστυνομίας και των χαφιέδων και απέκτησαν εκατομμύρια μέλη μόνο όταν έγιναν εξουσία και δη συγκεντρωτική, αυταρχική και διόλου απελευθερωτική. 

Τα κόμματα φτιάχνονται με τον βολονταρισμό και το ρίσκο μερικών φιλόδοξων ή αφοσιωμένων ανθρώπων και ομάδων και με τη στήριξη και χρηματοδότηση συγκεκριμένων ομάδων συμφερόντων. Πετυχαίνουν όταν καταφέρουν να καβαλήσουν ένα ρεύμα μεγάλης προσδοκίας, όπως έγινε με τη Ν.Δ. του Καραμανλή το 1974 και με το ΠΑΣΟΚ του Παπανδρέου το 1981, ή τεράστιας δυσφορίας, όπως συνέβη με τον ΣΥΡΙΖΑ του 2012-2015. 

Τα κόμματα εξαφανίζονται όταν οι χορηγοί τους ανακαλύπτουν ότι δεν έχουν πια καμιά χρησιμότητα, όπως συνέβη με την ΠΟΛ.ΑΝ. του Σαμαρά, το ΚΕΠ του Αβραμόπουλου ή τον ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη. 

Και, τέλος, τα κόμματα διαλύονται όταν οι αρχηγοί τους αποφασίζουν να καταργήσουν κάθε εσωτερική λειτουργία και δημοκρατία, να απογυμνώσουν τα μέλη τους από κάθε δύναμη και να τα υποκαταστήσουν από ένα συνονθύλευμα ψηφοφόρων του ενός τετάρτου και των δυο ευρώ. Σ’ αυτήν τη φάση είμαστε σήμερα, στα κόμματα-ασώματες κεφαλές. 



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Ενα μέρος της αστικής τάξης θέλει να διορθώσει τα κοινωνικά κακά, για να εξασφαλίσει την ύπαρξη της αστικής κοινωνίας. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν: οικονομολόγοι, φιλάνθρωποι, ανθρωπιστές, άνθρωποι που ασχολούνται με τη βελτίωση της κατάστασης των εργαζόμενων τάξεων, οργανωτές αγαθοεργιών, προστάτες των ζώων, ιδρυτές συλλόγων υπέρ της μετριοπάθειας, οι πιο παρδαλοί ψευτομεταρρυθμιστές. Κι αυτόν τον αστικό σοσιαλισμό έφτασαν να τον επεξεργαστούν σε ολόκληρα συστήματα. Ας αναφέρουμε σαν παράδειγμα τη «Φιλοσοφία της αθλιότητας» του Προυντόν.

Οι σοσιαλιστές αστοί θέλουν τις συνθήκες ζωής της σύγχρονης κοινωνίας χωρίς τους αγώνες και τους κινδύνους που απορρέουν αναγκαστικά απ’ αυτήν. Θέλουν τη σημερινή κοινωνία, αλλά αφού της αφαιρεθούν τα στοιχεία που την επαναστατικοποιούν και τη διαλύουν. Θέλουν την αστική τάξη χωρίς το προλεταριάτο. Η αστική τάξη, φυσικά, φαντάζεται τον κόσμο όπου κυριαρχεί σαν τον καλύτερο κόσμο. Ο αστικός σοσιαλισμός επεξεργάζεται αυτή την παρήγορη εικόνα σ’ ένα μισό ή ολοκληρωμένο σύστημα. Οταν παροτρύνει το προλεταριάτο να πραγματοποιήσει τα συστήματά του και να μπει στη νέα Ιερουσαλήμ, τότε κατά βάθος το καλεί απλώς να σταματήσει στη σημερινή κοινωνία, να αποβάλει, όμως, τις εχθρικές αντιλήψεις που έχει γι’ αυτήν.

Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ενγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», 1848


Tuesday, October 7, 2025

Μέρκελ θα λέμε και θα κλαίμε

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 7/10/2025, από τη στήλη ΑΝΩ ΚΑΤΩ 


Του ΚΙΜΠΙ 

Θα το παινευτώ
πως δεν ξαφνιάστηκα καθόλου από όσα αποκάλυψε -στην πραγματικότητα υπενθύμισε- η πρώην σιδηρά κυρία Γερμανίας και Ε.Ε., η καγκελάριος που μισήθηκε όσο λίγοι στη διάρκεια των πέτρινων χρόνων των μνημονίων, για το παρασκήνιο της ρωσοουκρανικής κρίσης.
«Τον Ιούνιο του 2021 ένιωσα ότι ο Πούτιν δεν έπαιρνε πλέον στα σοβαρά τη Συμφωνία του Μινσκ. Και γι' αυτό ήθελα μια νέα μορφή όπου εμείς, ως Ευρωπαϊκή Ενωση, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε απευθείας με τον Πούτιν... Αυτό δεν υποστηρίχθηκε από ορισμένους. Ηταν κυρίως τα κράτη της Βαλτικής, αλλά και η Πολωνία που φοβούνταν ότι δεν θα είχαμε μια κοινή πολιτική απέναντι στη Ρωσία... Μετά έφυγα από καγκελάριος και ξεκίνησε η επιθετικότητα του Πούτιν», είπε η Μέρκελ στη διάρκεια επίσκεψής της στην Ουγγαρία. 

Η διατύπωση θυμίζει λίγο τo «après moi le déluge» (=μετ' εμέ ο κατακλυσμός) του Λουδοβίκου 15ου, από τον οποίο λίγα έχουν διασωθεί, μεταξύ τους τα χλιδομπαρόκ έπιπλα «λουί κενζ», δείγμα των οποίων κάθε καθωσπρέπει νεόπλουτος αστός άλλοτε όφειλε να έχει στο μικρό παλάτι του.
Αλλά η Μέρκελ, με το λιτό dress code της (σακάκι, παντελόνι στα βασικά χρώματα), απέχει παρασάγγας από τον τρυφηλό βασιλιά που αποτέλεσε πυροκροτητή της Γαλλικής Επανάστασης. Ηταν μια αφοσιωμένη στη γερμανική ηγεμονία επί της Ε.Ε. ηγέτις και με ψυχρό ρεαλισμό υπερασπιζόταν ένα από τα θεμέλια αυτής της ηγεμονίας: τη γερμανορωσική σχέση, που περιλάμβανε φτηνό αέριο, πνεύμα συνεννόησης με τον Πούτιν αλλά και τον αγωγό Nord Stream 2 που θα έφερνε στην Ε.Ε. περισσότερο κι ακόμη φτηνότερο αέριο και πιθανότατα θα απέτρεπε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. 

Υποθετική ιστορία
δεν υπάρχει. Αλλά αν το καλοσκεφτούμε αυτή η δεξιά, καραδεξιά πολιτικός, που μέσα της ισορροπούσαν παράδοξα οι «δύο Ευρώπες» της όλης Γηραιάς Ηπείρου, από Ατλαντικό μέχρι Ουράλια, ίσως απέτρεπε τη σύνθλιψη της Ε.Ε. ανάμεσα στις Συμπληγάδες ΗΠΑ-Ρωσίας και τον διασυρμό της σε άβουλο συντελεστή της ψυχροπολεμικής παλινόρθωσης.