ΕΦΣΥΝ, 27/7/2019
Στη
σκληρή ψηφιακή εποχή όλα τα βλέπω κωλυόμενα. Άνθρωπος της αναλογικής εποχής,
έμαθα ότι για την απόδειξη της ύπαρξής μου, πέραν του cogito ergo sum, μια ταυτότητα στο πορτοφόλι ή στην κωλότσεπη φτάνει, άντε κι
ένας ΑΜΚΑ. Τον αριθμό ταυτότητας τον απομνημονεύεις, μαζί μ’ άλλα δυο τρία
νούμερα του πολιτικού dna σου. Αλλά, ακόμη κι αν σ’ εύρει το αλτσχάιμερ, απλή επίδειξη
εγγράφου ταυτοπροσωπίας κάνει τη δουλειά. Είσαι πράγματι εσύ, όντως υπάρχεις.
Το λέει το μικρό κομμάτι πλαστικοποιημένου χαρτιού.
Δεν
θυμάμαι πότε ακριβώς ξεκίνησα – απρόθυμα και καχύποπτα- την ψηφιακή μου ύπαρξη.
Μάλλον όταν απέκτησα το πρώτο ιμέιλ. Μού φάνηκε απλό και λογικό να πιστοποιώ
ότι είμαι εγώ μ’ ένα συνθηματικό. Οικεία διαδικασία ασφαλούς διαπίστευσης,
ακόμη κι απ’ τον στρατό, με τα περίπολα και τις αναγνωρίσεις στη σκοπιά,
«σύνθημα: κόραξ, παρασύνθημα: αλώπηξ».
Είχε την πλάκα του. Ενίοτε αυτή η βλακώδης τελετουργία έσωζε κόσμο. (Παράδειγμα τεκμηρίωσης: τέλη του «βρόμικου
’89», υπηρετούσα στην Αλεξανδρούπολη. Παραμονή Πρωτοχρονιάς, σκοπιά στην πύλη
του στρατοπέδου. Το μισό στρατόπεδο την είχε κάνει από τα κάγκελα, πλάκωσε
εξωτερική έφοδος, επικεφαλής ταξίαρχος με πρόθεση να ρίξει χρόνια φυλακές,
«άλτσζιιι»=αλτ τις ει, «σύνθημα- παρασύνθημα» εγώ, μούγγα ο γαλονάς- τα ‘χε
ξεχάσει ή δεν τα ‘ξερε καν;- ήθελε να μπουκάρει με τσαμπουκά, θηρίο είχε γίνει,
ίσως είχε σηκωθεί από πόκα χαμένος κι είπε να ξεκαβλώσει πάνω μας, «επανάλαβε το
αληθές» επέμεινα εγώ, «άνοιξε ρε κωλόπαιδο» αυτός, βράχος εγώ. Έφυγε μεσ’ την
τσαντίλα με το τζιπ, σώθηκε λαός εκείνη τη νύχτα, ξημέρωμα και τύφλα γύρισαν οι
περισσότεροι, έγινα λαϊκός ήρωας, μέχρι κι ο στρατοπεδάρχης εξέφρασε την
ευγνωμοσύνη του, κι ας μού ‘ριξε 10 μέρες φυλακή μετά- «για ξεκάρφωμα», μού
απολογήθηκε, έδειξα κατανόηση-, συμπέρασμα: τα συνθηματικά έχουν κάποια
χρησιμότητα).
Από
τότε που απέκτησα το πρώτο user name και password,
δεκάδες ακόμη «μοναδικά» ονόματα χρήστη και συνθηματικά χρειάστηκε να χωρέσει η
φθίνουσα μνήμη μου, στο όνομα της ασφάλειάς μου. Η επιβίωση στο ψηφιακό σύμπαν,
που απλουστεύει απίστευτα τη ζωή μας, είναι ταυτόχρονα μια δοκιμασία για τον
«σκληρό» του εγκεφάλου: πόσες ταυτότητες να επινοήσει ο μέσος άνθρωπος, πόσα σημαντικά
πρόσωπα, τόπους, σταθμούς, ημερομηνίες να επιστρατεύσει για ένα “δυνατό” password,
πόσα pin να θυμηθεί, πόσα να
καταγράψει σ’ ένα χαρτί που δεν θα χάσει;
Τεχνοφοβία;
Υπερβολή; Απαριθμώ: προσωπικά και επαγγελματικά μέιλ, λογαριασμοί facebook,
twitter, instagram, λοιπών social- όσα θες, όσα έχεις-, blog,
πιστωτικές, web banking, pin και puk κινητού,
user name και password για
pc, laptop, tablet- στο σπίτι, στη δουλειά-,
wi-fi, για υπηρεσίες του smartphone, για κάθε χρήσιμη ή
ηλίθια εφαρμογή που επινοείται, για το taxis net,
για online διαχείριση
λογαριασμών ΔΕΚΟ, για ΟΑΕΔ, κάρτα ανεργίας, κάρτα απεριορίστων διαδρομών,
επιδόματα πρόνοιας, υπηρεσίες ΕΟΠΥΥ, εκπτωτικές κάρτες, συνδρομητική
τηλεόραση-αν θες, αν έχεις-… Να συνεχίσω;
Τέσσερα
δισ. κάτοικοι του ψηφιακού κόσμου επιβιώνουν με 300 δισ. «μοναδικά» password.
Εμπιστεύονται αξιομνημόνευτα μυστικά και ψέματα- αλλά δικά τους ψέματα-, στο
ακατάπαυστο παιχνίδι εναλλαγής, κατακερματισμού και πληθωρισμού ταυτοτήτων. (Η τιμή της ταυτότητας καταρρέει- 58 δολ., με
βάση το πρόστιμο στη Facebook για τα πουλημένα δεδομένα 85 εκατ. χρηστών της. Στη μαύρη αγορά
τουλάχιστον κρατιέται ένα επίπεδο, πάνω από χιλιάρικο πάει το διαβατήριο). Οι ταυτότητές μας είναι
πολλές για να τις διασώσει η ατομική μνήμη, ασήμαντες για να τις καταβροχθίσει
το «θηρίο». Κάθε φορά που πληκτρολογείς
το password, το «θηρίο» σε ρωτά: «να αποθηκεύσω;», «όχι, ρε, να μην
αποθηκεύσεις». Μια δυο τρεις, τελικά υποκύπτεις, το «θηρίο» καταπίνει
πραγματικές ή πλαστές ταυτότητες, γιατί κάθε φορά που εσύ ξεχνάς, πρέπει να το
ταΐζεις με νέα δεδομένα, για να συντηρείς τη μεγάλη απάτη της προστασίας της
ιδιωτικότητας σ’ έναν κόσμο που είσαι επιτηρούμενος ακόμη και στη λεκάνη της
τουαλέτας.
Κάτι
ήξερε ο Οδυσσέας όταν απάντησε στον Κύκλωπα
«ούτις εμοί γ’ όνομα» (=Kανένας τ’ όνομά μου). Αλλά κι αυτός δεν είμαι βέβαιος αν θα τα
κατάφερνε σήμερα. Ένα μάτι είχε ο Κύκλωπάς του, στο δικό μας «θηρίο» πόσα
εκατομμύρια μάτια θα προλάβαινε να παλουκώσει;
ΚΙΜΠΙ
«Κύκλωψ, εἰρωτᾷς μ᾽ ὄνομα κλυτόν; αὐτὰρ ἐγώ
τοι
ἐξερέω· σὺ δέ μοι δὸς ξείνιον, ὥς περ ὑπέστης.
Οὖτις ἐμοί γ᾽ ὄνομα· Οὖτιν δέ με κικλήσκουσι
μήτηρ ἠδὲ πατὴρ ἠδ᾽ ἄλλοι πάντες ἑταῖροι.»
Ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο νηλέϊ θυμῷ·
«Οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι μετὰ οἷς ἑτάροισι,
τοὺς δ᾽ ἄλλους πρόσθεν· τὸ δέ τοι ξεινήϊον ἔσται.»
Ἦ καὶ ἀνακλινθεὶς πέσεν ὕπτιος, αὐτὰρ ἔπειτα
κεῖτ᾽ ἀποδοχμώσας παχὺν αὐχένα, κὰδ δέ μιν ὕπνος
ᾕρει πανδαμάτωρ· φάρυγος δ᾽ ἐξέσσυτο οἶνος
ψωμοί τ᾽ ἀνδρόμεοι· ὁ δ᾽ ἐρεύγετο οἰνοβαρείων.
Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ι, 364-374 ἐξερέω· σὺ δέ μοι δὸς ξείνιον, ὥς περ ὑπέστης.
Οὖτις ἐμοί γ᾽ ὄνομα· Οὖτιν δέ με κικλήσκουσι
μήτηρ ἠδὲ πατὴρ ἠδ᾽ ἄλλοι πάντες ἑταῖροι.»
Ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο νηλέϊ θυμῷ·
«Οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι μετὰ οἷς ἑτάροισι,
τοὺς δ᾽ ἄλλους πρόσθεν· τὸ δέ τοι ξεινήϊον ἔσται.»
Ἦ καὶ ἀνακλινθεὶς πέσεν ὕπτιος, αὐτὰρ ἔπειτα
κεῖτ᾽ ἀποδοχμώσας παχὺν αὐχένα, κὰδ δέ μιν ὕπνος
ᾕρει πανδαμάτωρ· φάρυγος δ᾽ ἐξέσσυτο οἶνος
ψωμοί τ᾽ ἀνδρόμεοι· ὁ δ᾽ ἐρεύγετο οἰνοβαρείων.