Η Εφημερίδα των Συντακτών 9-11/11/2024
Οσοι δεν έχουμε ταξιδέψει και μείνει για λίγο, όχι εγκλωβισμένοι στην ασφάλεια ενός τουριστικού γκρουπ, στις ΗΠΑ, όσοι δεν έχουμε διασχίσει οριζόντια, από ωκεανό σε ωκεανό, αυτή τη χώρα, όσοι δεν έχουμε διασχίσει έστω και λίγα από τα 4.000 χιλιόμετρα του «Αυτοκινητόδρομου 66» (Route 66) που επιβιώνει πια ως τουριστική ατραξιόν, όσοι δεν έχουμε ομογενείς συγγενείς και φίλους εκεί, που είτε έρχονται εδώ είτε μας φιλοξενούν εκεί συχνά κι ανταλλάσσουμε μαζί τους εμπειρίες για τα πάντα, από συνταγές μαγειρικής μέχρι πολιτική, είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο να καταλάβουμε πώς σκέπτεται, πώς επιλέγει μια κοινωνία των 330 εκατομμυρίων κατοίκων. Από τους οποίους ψήφισαν 142 εκατομμύρια άτομα, το 55% των ατόμων σε ηλικία ψήφου. Καθόλου κακό ποσοστό για μια χώρα που η συμμετοχή στις εκλογές από τον Μεσοπόλεμο μέχρι σήμερα δεν έχει ξεπεράσει το 62%.
Οσοι δεν έχουμε, λοιπόν, κάποιο απ’ αυτά τα πλεονεκτήματα, μένουμε κατ’ αρχάς στις παραστάσεις από τα διαβάσματά μας. Προφανώς στους κλασικούς, τον Φόκνερ, τον Λόντον, τον Στάινμπεκ, τον Απντάικ, τον Κέρουακ, τον Σάλιτζερ, τη Χάισμιθ, που έχουν φωτίσει με πολύ διαφορετικούς τρόπους το βαθύ σκότος της αμερικανικής λάμψης, σίγουρα τους νεότερους, τον Ροθ, τον Ελις, τον Ντελίλο, τον Οστερ, ίσως πάνω απ’ όλους τον τελευταίο. Στο επικό «4 3 2 1» διατρέχει τρεις μεταπολεμικές δεκαετίες στις ΗΠΑ με κεντρικό ήρωα τον Αρτσι Φέργκιουσον, γόνο μικροαστικής οικογένειας, αλλά παραθέτει τέσσερις εναλλακτικές εκδοχές της ζωής του, προς την επιτυχία, την επιβίωση ή την καταστροφή, με διαφορετικές επαγγελματικές, προσωπικές και ιδεολογικοπολιτικές επιλογές. Ορισμένοι είδαν σε αυτό το λογοτεχνικό πείραμα του Οστερ τον ρόλο της «μοίρας». Στην πραγματικότητα είναι ο τρόπος που η βαθιά Αμερική, με όλο το ιστορικό φορτίο της εξωστρεφούς, άπληστης και επιθετικής υπερδύναμης, που αναδείχθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, επέδρασε στις υλικές συνθήκες των Αμερικανών και στην κουλτούρα της σκέψης τους.
Αλλά και πάλι οι περισσότεροι συγγραφείς, τουλάχιστον όσοι φτάνουν μέχρι εμάς, με την προφανή μεροληψία των περισσότερων συνήθως υπέρ των Δημοκρατικών και της όποιας και όσης Αριστεράς επιβιώνει στις τάξεις τους, σπάνια μας μιλούν για το τι συμβαίνει στις ζωές των Αμερικανών που δεν ζουν στη Χρυσή Πολιτεία (όχι του Πλούταρχου, αλλά της Καλιφόρνιας) ή στη Μέκκα του καπιταλισμού, στη Νέα Υόρκη. Που ζουν στις περιοχές που αποκαλούνται Ζώνη της Σκουριάς, Ζώνη της Βίβλου, Ζώνη του Ρυζιού, του Βαμβακιού ή του Καλαμποκιού, Ζώνη του Χιονιού ή Ζώνη του Ηλιου. Ζώνες που ωστόσο αποκρύπτουν τις μικρές και μεγάλες κοινωνικές καταστροφές που προκαλούν οι διαρκείς μεταλλάξεις του αμερικανικού καπιταλισμού: από τον φορντισμό μέχρι την «πλατφόρμα», από το βιομηχανικό έπος μέχρι τη χρηματιστικοποίηση, από τους εφευρέτες και τις πατέντες τους μέχρι το υπολογιστικό νέφος και την τεχνητή νοημοσύνη.
Τα ταξικά ερείπια που αφήνουν πίσω τους οι τρομακτικές μεταμορφώσεις του αμερικανικού καπιταλισμού, που είναι πια σε μεγάλο βαθμό ένας οικουμενικός, άρα εξω-αμερικανικός καπιταλισμός, ίσως τα βρούμε αποσπασματικά στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Καταναλώνουμε τεράστιες ποσότητες αμερικανικής κοινωνίας καθημερινά, για καμιά άλλη χώρα δεν μαθαίνουμε τόσα πράγματα, τόσες χρήσιμες και άχρηστες λεπτομέρειες, τόσα δημόσια πρόσωπα, εκτός από τις ΗΠΑ. Μας είναι βέβαια άγνωστο πόση αλήθεια περνάει από τις εικόνες και τις ιστορίες που γεμίζουν τις οθόνες, τον χρόνο μας και το μυαλό μας από τα τηλεοπτικά δίκτυα, τις πλατφόρμες ή τις κινηματογραφικές αίθουσες, αλλά μπορούμε να αναγνωρίσουμε στο Χόλιγουντ και σε όλη την αμερικανική οπτικοακουστική παραγωγή ότι, παρά την γκλαμουριά, τον εξωραϊσμό και τις άπειρες εκδοχές αμερικανικού ονείρου, ανοίγουν παράθυρα στον κοινωνικό ρεαλισμό. Δεν διστάζουν να δείξουν τα ράκη της φτώχειας, την απουσία πρόνοιας, τη σκληρότητα και την καθυστέρηση που υπάρχει πίσω από τη βιτρίνα της πιο δυναμικής, της πιο επιδραστικής, της πιο αναπτυγμένης τεχνολογικά, αλλά και της πιο χρεωμένης χώρας του κόσμου.
Μπορώ να απαριθμήσω μπόλικες ταινίες που έχουν δείξει πλευρές της βαθιάς Αμερικής, η οποία παροχετεύει μέρος της δυσφορίας της για την ανέχεια και τη στέρησή της είτε στην απάθεια και την περιθωριοποίηση είτε στους Ρεπουμπλικανούς και στον Τραμπ. Θυμηθείτε το «Nomadland», το «Florida Project», τις «Τρεις πινακίδες στο Μιζούρι», αλλά πάνω από απ’ όλους ανακαλέστε τις ταινίες του ορκισμένου και ήσυχου Ρεπουμπλικανού, του Κλιντ Ιστγουντ: Το «Grand Torino», το «Μυστικό Ποτάμι», το «Million Dollar Baby»... Εκεί, σ’ αυτή την κινηματογραφημένη Αμερική των τσακισμένων ανθρώπων που έχουν όμως τα όνειρα, τις χαρές τους, τις πετριές τους, τα κολλήματά τους, τις στριμάδες τους, τις ιδεοληψίες τους, τους ρατσισμούς, τις προκαταλήψεις και τις θεωρίες συνωμοσίας τους, υπάρχει κάτι από τη βαθιά Αμερική που έδωσε τον εκλογικό θρίαμβο στον Τραμπ. Ισως αυτές οι εικόνες, αυτοί οι κινηματογραφικοί χαρακτήρες, αυτά τα τοπία σκουριάς, παρακμής, εγκατάλειψης. σκληρότητας, αλλά και ανθρωπιάς και αλληλεγγύης και κοινοτικής λειτουργίας στα χωριά της αμερικανικής ενδοχώρας, καλύπτουν κάπως το κενό γνώσης που έχουμε για τις διεργασίες στην αμερικανική κοινωνία.
Ο Τραμπ, βρίζοντας τους Κινέζους, τους Ευρωπαίους, τους μετανάστες, τις επιχειρήσεις που μετακομίζουν, τις πολυεθνικές που κόβουν θέσεις εργασίας ή αυξάνουν τις τιμές, ενίοτε και τη Wall Street που δεν αφήνει τον πλούτο να αυξάνεται ανεξέλεγκτα, υποσχόμενος να κάνει «την Αμερική μεγάλη ξανά», κατάφερε να ενώσει τα δυο άκρα της πυραμίδας της ανισότητας στις ΗΠΑ: από τον Ελον Μασκ, με τα 205 εκατομμύρια ακολούθους στο «Ιδιωτικής Χρήσεως» πλέον Χ, μέχρι τον ένοικο του καμπ αστέγων, τον ενοικιαστή τροχόσπιτου, τον χρεοκοπημένο μικρομεσαίο που διατηρεί τη βεβαιότητα ότι η παρακμή των ΗΠΑ οφείλεται στην «προδοσία» των πολιτικών και επιχειρηματικών ελίτ που δεν θέλουν να μοιραστούν τίποτα από τον πλούτο και τα προνόμιά τους με τους κάτω. Το «Make America Great Again» είναι το νέο όπιο του αμερικανικού λαού, η ανανέωση της προσδοκίας ότι ο αμερικανικός καπιταλισμός, που κάθε επιτυχία του εδώ και δεκαετίες αφήνει πίσω του συντρίμμια, έχει έστω ένα μικρό, έστω ελάχιστο κομμάτι πίτας για όλους. Η ελάχιστη επιβίωση των κάτω προϋποθέτει την ανοχή στην απεριόριστη απληστία των πάνω. Φυσικά και του Ελον Μασκ.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Στη μία το μεσημέρι γίνεται διάλειμμα. Μια ώρα διακοπή για τους υπάλληλους, ένα τεταρτάκι για τους εργάτες. Κολατσιό.
Ο καθένας κολατσίζει ανάλογα με το βδομαδιάτικο που παίρνει. Οσοι πιάνουν δεκαπέντε δολάρια τη βδομάδα, αυτοί αγοράζουν μ’ ένα νικέλινο κέρμα ένα ξερό κολατσιό σε πακέτο τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο και το ροκανίζουν με πολύ μεγάλη όρεξη.
Οσοι παίρνουν τριάντα πέντε δολάρια πάνε σ’ ένα μεγάλο αυτόματο μπουφέ, ρίχνουν πέντε σεντς, πατάνε το κουμπί και στη στιγμή το μηχάνημα γεμίζει ένα φλιτζάνι με καφέ. Με άλλα δυο-τρία νικέλινα κέρματα ανοίγουν σε κάτι τεράστια ράφια γεμάτα με φαγητά μια μικρή γυάλινη πορτίτσα και παίρνουν ένα σάντουιτς.
Οι άλλοι που πιάνουν εξήντα δολάρια τη βδομάδα τρώνε κάτι γκρίζες τηγανίτες από κουρκούτι και αυγά χτυπημένα σε κάτι κάτασπρα πιατάκια εμαγιέ με τη ρεκλάμα του καφέ Ροκφέλερ.
Οσοι παίρνουν από εκατό δολάρια κι απάνω, αυτοί πηγαίνουν στα εστιατόρια κάθε εθνικότητας, κινέζικα, ρούσικα, ασσυριανά, γαλλικά, ινδικά, σε όλα εκτός από τα άνοστα αμερικάνικα που σου σερβίρουν έναν περίδρομο από κονσερβαρισμένο κρέας Αρμόρ, που είναι κλεισμένο στα κουτιά απ’ τον καιρό του πολέμου της απελευθέρωσης σχεδόν [...]
Πώς τρώει ο εργάτης; Ο εργάτης τρώει άσχημα.
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, «Πώς ανακάλυψα την Αμερική»