Τελικά, έχει γίνει βαρετό να ακούς πρωθυπουργούς, υπουργούς οικονομίας και κεντρικούς τραπεζίτες να μιλούν για την οικονομική μας καθημερινότητα. Έχουν γίνει απολύτως προβλέψιμοι. Δεν είναι πρωτότυποι, δεν είναι καν διασκεδαστικοί πια. Ο τρόπος με τον οποίο διατυπώνουν τις συνταγές διαχείρισης κρίσεων είναι η επιτομή της κοινοτοπίας. Όταν, για παράδειγμα, έχουν να αντιμετωπίσουν μια κρίση υπερπαραγωγής το σύνθημα είναι: «Καταναλώστε, καταναλώστε και πάλι καταναλώστε». Όταν ο πληθωρισμός υπερβεί τα όρια αντοχής τους, το σύνθημα με μεγάλη ευκολία αναποδογυρίζεται: «Συγκρατηθείτε, συγκρατηθείτε και πάλι συγκρατηθείτε». Οταν η τραπεζική ρευστότητα δεν επαρκεί για τις επιχειρήσεις, φωνασκούν: «Επενδύστε, επενδύστε, επενδύστε!» Όσο το τραπεζικό σύστημα διαθέτει άφθονη ρευστότητα η σύσταση είναι: «Δανειστείτε, δανειστείτε και πάλι δανειστείτε». Αλλά μόλις τα ευαγή τραπεζικά ιδρύματα εκτεθούν υπερβολικά σε επισφαλή δάνεια, ακούγεται η κραυγή πανικού: «Αποταμιεύστε, αποταμιεύστε και πάλι αποταμιεύστε». Κι όταν η φούσκα (των μετοχών, των ακινήτων, του υπερδανεισμού, της λιμνάζουσας ρευστότητας κ.ο.κ. ) σκάσει στα μούτρα των αφελών νεοεπενδυτών , τότε όλοι μαζί κάνουν μόκο.
Λοιπόν, αυτό το τελευταίο περί αποταμίευσης είχαμε να το ακούσουμε καιρό. Τόσο, ώστε θαρρούσε κανείς ότι οι τράπεζες αντλούσαν το χρήμα με το οποίο αφειδώς και σχεδόν εξαναγκαστικά μας δάνειζαν από δενδρύλλια χαρτονομισμάτων που καλλιεργούσαν επιμελώς και απολύτως προστατευμένα από το χιονιά, τις βροχές, την ανυδρία, τους καύσωνες και τους σεισμούς. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος μας επεφύλαξε, στην τελευταία του έκθεση για την ελληνική οικονομία, αυτή τη μικρή πρωτοτυπία. Θυμήθηκε τη σημασία της ιδιωτικής αποταμίευσης και προέβη στις σχετικές συστάσεις. Υποθέτω ότι το 2008 θα εξελιχθεί ενδεχομένως σε έτος αποταμίευσης. Θα γίνουν και πάλι δημοφιλείς οι εκθέσεις που γράφαμε ως μαθητές κάθε Οκτώβριο για την μέρα της αποταμίευσης, θα θεσπιστούν ελκυστικά κίνητρα με διανομή βιβλιαρίων και οι παλιοί κόκκινοι μεταλλικοί κουμπαράδες θα γίνουν πάλι της μόδας, πιθανώς εξοπλισμένοι με κάποιο ψηφιακό γκατζετάκι, για να προσαρμοστούν στη νέα τεχνολογική εποχή. Το γουρουνάκι θα γίνει και πάλι η μασκώτ του νέου εθνικού μας οικονομικού σπορ και οι καλλιτέχνες θα κληθούν σε μαζικά υπαίθρια εικαστικά parade, μετατρέποντας τις πλατείες σε πολύχρωμα χοιροστάσια, όπως προ ετών είχαν κάνει με τα διασκεδαστικά βουστάσια. Στη χρηματοπιστωτική αργκό θα επανέλθουν οι παλιές παροιμίες του τύπου «φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι» ή «σταλαγματιά, σταλαγματιά γεμίζει η στάμνα η πλατιά» ή «μάζευε κι ας είν’ και ρώγες» και οι διαφημιστές θα πρέπει να εφεύρουν σλόγκαν που θα αποκαταστήσουν το κύρος μιας συκοφαντημένης ως θανάσιμο αμάρτημα συνήθειας, στην εποχή των αρνητικών αποδόσεων και των μηδενικών επιτοκίων, όπως η αποταμίευση.
Βλέπετε, δεν είναι μόνο ο κεντρικός μας τραπεζίτης που εξήρε τη σημασία της αποταμίευσης ως μηχανισμού καταπολέμησης της φτώχειας (οφείλω να του αναγνωρίσω τη μεγαλοθυμία να χαρακτηρίσει «δυστύχημα» τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει μεγάλο τμήμα συνταξιούχων, αλλά μεγαλύτερο «δυστύχημα» για όλους μας είναι τα πρόσωπα που διαχειρίζονται τις τύχες αυτής της χώρας). Είναι και ο πρωθυπουργός που καθιστά την αποταμίευση- έστω και με τη μορφή του φορολογικού καταναγκασμού- κεντρικό εργαλείο οικονομικής πολιτικής, κοινωνικής δικαιοσύνης και λύσης του Ασφαλιστικού. Τώρα, εκτός από τον «κουμπαρά» που θα γίνει σήμα κατατεθέν κάθε νοικοκυριού, θα διαθέτουμε και ως έθνος τον «κουμπαρά» μας, το «Ταμείο Αλληλεγγύης των Γενεών». Πού ακριβώς βρίσκεται η αλληλεγγύη, από ποιες γενιές για ποιες, σ’ αυτή τη γενική φορολογική επιδρομή που νομιμοποιεί την εισφοροκλοπή στην οποία επιδίδονται για χρόνια κράτος και επιχειρήσεις, δεν έχω καταλάβει, αλλά δεν είναι της παρούσης, διότι το θέμα μας είναι η αποταμίευση.
Οι φιλόσοφοι και οι ποιητές, βέβαια, έχουν τις αντιρρήσεις τους σ’ αυτή την απροσδόκητη ανατροπή αξιών και συνηθειών στην οποία καλούμαστε να προσχωρήσουμε ως κοινωνία της αφθονίας και της ευδαιμονίας, για τη σωτηρία του κράτους και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Δεν είναι μόνο που ο πλειοψηφών και πολιτικά κραταιός μεσαίος χώρος έχει εκπαιδευτεί για αρκετές δεκαετίες στην αρχή ότι «τα λεφτά τρώγονται σαν τα φρέσκα ψάρια». Ούτε είναι το γεγονός ότι το έπος της ανάπτυξης για το οποίο επαίρονται οι υπουργοί οικονομίας της τελευταίας δεκαπενταεντίας στηρίζεται κατά το ήμισυ και πλέον στην κατανάλωση. Είναι και μια βαθύτερη, σχεδόν επικούρεια αντίληψη για τον πλούτο που διαθέτουμε ως μεσογειακοί τύποι, που υπονομεύει τη λουθηρανική ηθική της εγκράτειας στην οποία εν μέρει οφείλει την ύπαρξή του το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Και είναι η ακόμη βαθύτερη επισήμανση του Ανταμ Σμιθ ότι «για τους περισσότερους πλούσιους η κυριότερη απόλαυση του πλούτου συνίσταται στην επίδειξή του, η οποία ποτέ δεν τους αρκεί, παρεκτός όταν εμφανίζονται ότι διαθέτουν τις αδιαμφισβήτητες εκείνες ενδείξεις πλούτου που κανείς άλλος δεν μπορεί να διαθέτει εκτός από αυτούς».
Αλλά, η πιο καίρια βολή στο κύρος της αποταμίευσης, προέρχεται, όπως σας προϊδέασα, από τους ποιητές. Και δη από την αγαπημένη- κατά δήλωσίν του- ποιήτρια του πρωθυπουργού, την Κική Δημουλά. Κάτι ήξερε η Δημουλά, με πολύχρονη εργασιακή θητεία σε τράπεζα η ίδια, όταν σε ανύποπτο χρόνο έγραφε στον «Υπέρ ασωτείας» ύμνο της: «Αποταμίευση. Μια σεβαστή, ομολογώ/ μορφή χορτάτη ευθανασίας». Για σκεφτείτε το λίγο. Ανεξαρτήτως απόδοσης και επιτοκίου, η αποταμίευση είναι μια επ’ αόριστον αναβολή κατανάλωσης, η ματαίωση της απόλαυσης του πλούτου στον παρόντα χρόνο είναι τελικά μια θυσία του παρόντος στο μέλλον. Από μιαν άποψη είναι μια παραίτηση από τη ζωή, από τα υλικά μέσα απόλαυσής της, άρα ένας εκούσιος μερικός θάνατος. Έστω κι αν επιλέγεται εν ονόματι της μέλλουσας ζωής, που περιγράφεται πλουσιότερη, απολαυστικότερη, ευτυχέστερη. Αλλά, ακόμη κι αν η τράπεζα δεσμεύεται από ένα συμβόλαιο να σου αποδώσει τα χρήματα που στερείσαι σήμερα, αυξημένα κατά τον τόκο στο μέλλον, κανένα συμβόλαιο δεν δεσμεύει τη ζωή. Αυτό που στερείσαι σήμερα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα το απολαύσεις αύριο. Γιατί στο μεταξύ το σώμα σου μπορεί να το επισκεφτεί ένας καρκίνος, ένα έμφραγμα. Και με πάσα βεβαιότητα θα το καταλάβουν άπληστα τα γηρατειά. Η ζωή, δυστυχώς, δεν έχει τόκο. Πράγματα που τα απολαμβάνεις στα τριάντα σου, στα πενήντα σου πρέπει να τα καταναλώνεις με μέτρο και στα εβδομήντα σου δεν πρέπει καν να τα αγγίζεις. Το σώμα κι οι ζωτικές του λειτουργίες συρρικνώνονται με επιτόκιο αρνητικό, γεωμετρικά αυξανόμενο. Αυτός είναι ο φόρος της ανθρώπινης φύσης που καθιστά εξ ορισμού επαχθή την πιο προσοδοφόρα κατάθεση, το πιο γενναιόδωρο επιτόκιο ταμιευτηρίου. «Δεν αποθηκεύεται η ένταση. / Δεν θα ‘θελε κι αυτή να ζεί περισσότερο; / Όμως δεν αποταμιεύεται. / Μια μέρα να τη φυλάξεις χαλάει…» γράφει πάλι η Δημουλά, κατατροπώνοντας τις βεβαιότητες του πανσόφου τραπεζίτη.
Ακόμη, λοιπόν, κι αν υποθέσουμε ότι οι νεοπρολετάριοι, οι νεόπτωχοι, οι νεόπλουτοι και οι ανυποψίαστοι μικρομεσαίοι έχουν περίσσεια ρευστού, ζεστού χρήματος, ότι δεν έχουν λόγους να το δαπανήσουν μέχρι τελευταίου ευρώ στην κατανάλωση του περιττού ή του αναγκαίου, τι λόγους έχουν να το κάνουν από τη σκοπιά της μοναδικής ευκαιρίας που έχουν στη ζωή; Να τα φυλάξουν για τους βλαστούς τους, θα μου πείτε. Δεκτόν. Αυτή είναι μια απτή, φυσική πράξη αλληλεγγύης των γενεών και μ’ αυτή πορεύεται, έτσι κι αλλιώς, από καταβολής οικογένειας η ανθρωπότητα. Σ’ αυτή την περίπτωση, θα ήταν αυτοκαταστροφική σπατάλη να συμβάλουν στην αναγκαστική φορολογική ληστεία που επιβάλλεται εν ονόματι του «εθνικού ασφαλιστικού κουμπαρά». Ανάμεσα στην ιδιωτική αποταμίευση και την κρατική φοροκλοπή, υπάρχει η απόσταση που χωρίζει την εκούσια ευθανασία από μιαν εν ψυχρώ εκτέλεση.
Ευτυχώς, εκτός από το χρήμα, αποταμιεύονται και ο κοινός νους και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.
Ιστολόγιο προορισμένο να φιλοξενεί τα κείμενα της στήλης "Ελεύθερος Σκοπευτής", παλιότερα στην Καθημερινή, αργότερα στον Επενδυτή, ύστερα μερικά ορφανά και ξέμπαρκα. Για 4 χρόνια το μπλογκ ήταν κλινικά νεκρό, μαζί με τον διαχειριστή του και τη στήλη. Κάτι συνέβη και ανένηψαν. Από τις 20/7/2019 η στήλη έδωσε σημάδια ζωής στην ΕφΣυν. Γίνονται εντατικές προσπάθειες πλήρους ανάταξης... Το μπλογκ, εν τω μεταξύ, έχει πιάσει αράχνες. Πρέπει να παστρέψω εδώ μέσα. Επιφυλάσσομαι για μικρή ανακαίνιση.
Monday, February 25, 2008
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Το έγκλημα έγινε.
Έσπασε του παιδιού τον κουμπαρά
Χύθηκαν κάτω τα νομίσματα
Παλιές δεκάρες τρυπημένες στη μέση
Και μεγάλα στιλπνά κέρματα.
Όχι, τίποτα δεν μπορείς πια ν’ αγοράσεις
Τόσα πολλά νομίσματα κι όλα άχρηστα
Τίποτα δεν μπορείς πια ν’ αγοράσεις
Και το παιδί να κλαίει
Κι εσύ τίποτα δεν μπορείς πια ν’ αγοράσεις
Και το παιδί να κλαίει και να ζητά
Τίποτα τίποτα πια
Μανόλη Αναγνωστάκη, «Η συνέχεια 3»
Έσπασε του παιδιού τον κουμπαρά
Χύθηκαν κάτω τα νομίσματα
Παλιές δεκάρες τρυπημένες στη μέση
Και μεγάλα στιλπνά κέρματα.
Όχι, τίποτα δεν μπορείς πια ν’ αγοράσεις
Τόσα πολλά νομίσματα κι όλα άχρηστα
Τίποτα δεν μπορείς πια ν’ αγοράσεις
Και το παιδί να κλαίει
Κι εσύ τίποτα δεν μπορείς πια ν’ αγοράσεις
Και το παιδί να κλαίει και να ζητά
Τίποτα τίποτα πια
Μανόλη Αναγνωστάκη, «Η συνέχεια 3»
Monday, February 18, 2008
Ο χορός της αγοράς ως τσάμικος (16/2/2008)
Σήμερα περνάω στην άλλη όχθη. Θα το παίξω συνήγορος του διαβόλου. Για την ακρίβεια ενός υπουργού. Χωρίς να αποτελεί αυτό υπαινιγμό για τη σχέση διαβόλου και υπουργών.
Έχει δίκιο ο υπουργός Ανάπτυξης Χρήστος Φώλιας όταν λέει ότι η ακρίβεια είναι ένα τανγκό που χρειάζεται δύο, τον πωλητή και τον αγοραστή και ότι το shopping therapy τροφοδοτεί τις ανατιμήσεις. Θα έλεγα ότι είναι ένα από τα ελάχιστα σωστά πράγματα που έχουν λεχθεί από στέλεχος της γαλάζιας κυβέρνησης εδώ και τέσσερα χρόνια. Κακώς υπέστη τη γενική – και απλοϊκή- κατακραυγή ο υπουργός Ανάπτυξης από κόμματα και συνδικάτα. Ίσα-ίσα συνδικάτα και αντιπολίτευση θα έπρεπε να χειροκροτήσουν και να επαυξήσουν. Τολμώ να πω ότι πρόκειται για κρίση που υπονομεύει και αποδομεί τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης οικονομικής φιλοσοφίας που διαπνέει την κυβέρνηση.
Εκ πρώτης όψεως, μας εξοργίζει η άποψη ότι ως καταναλωτές είμαστε συνένοχοι της ακρίβειας, είτε αυτή οφείλεται σε καθαρή κερδοσκοπία είτε είναι αποτέλεσμα μιας γενικής αύξησης των συντελεστών του κόστους παραγωγής των αγαθών. Αλλά, είναι η αλήθεια. Μπορεί η τιμή που αναγράφεται σε ένα προϊόν να φαίνεται μια μονομερής και αυθαίρετη πράξη του πωλητή, αλλά από τη στιγμή που ακολουθείται από την πράξη της αγοράς, γίνεται μια κανονική σύμβαση με τον αγοραστή. Η αγορά είναι μια πράξη αποδοχής της τιμής ως «δίκαιης». Κανείς δεν σου επιβάλει να αγοράσεις. Έχεις δικαίωμα να απέχεις από την αγορά. Έχεις δικαίωμα να περιορίσεις την καταναλωτική σου δαπάνη. Έχεις δικαίωμα να κόψεις ό,τι θεωρείς περιττό. Έχεις δικαίωμα να μη φας. Έχεις δικαίωμα ακόμη και να λιμοκτονήσεις. Απ’ αυτή την άποψη ο μηχανισμός διαμόρφωσης των τιμών είναι ένα τανγκό για δύο.
Αυτά, βεβαίως, συμβαίνουν έτσι απλά μόνο στα εγχειρίδια πολιτικής οικονομίας. Στην πραγματική οικονομία οι χορευτές είναι πολύ περισσότεροι από δύο και ο χορός εξελίσσεται σε καντρίλια ή ταραντέλα. Ο κ. Φώλιας θα ήταν συνεπής στον πυρήνα της σκέψης του, αν την ανέπτυσσε μέχρι τέλους. Θα πρέπει να μας πει, για παράδειγμα, τι ρόλο παίζει το κράτος ως συντελεστής κόστους στο χορό των τιμών. Διότι σε κάθε λεπτό του ευρώ που πληρώνει ο καταναλωτής ενσωματώνεται φόρος και γραφειοκρατική δαπάνη. Αν, λοιπόν, ήθελε να συμβάλει σε μια υποχώρηση των τιμών στα επίπεδα της «φυσικής τιμής» που ονειρευόταν ο μακαρίτης Άνταμ Σμιθ μέσω της πλήρους ισορροπίας προσφοράς και ζήτησης, θα έπρεπε συμπιέσει τον κρατικό φόρο στο ελάχιστο δυνατό. Ως γνωστόν το μόνο οικονομικό επίτευγμα της κυβέρνησης ήταν να αυξήσει τον ΦΠΑ στο 19%. Και τίποτε δεν αποκλείει να τον στρογγυλέψει στο 20%.
Αν λοιπόν το κράτος ήθελε να καταθέσει τη συμβολή του στην αποκλιμάκωση των τιμών θα έπρεπε να περιορίζει στο ελάχιστο τους έμμεσους φόρους – τους φόρους των φτωχών- και να εκμηδενίσει τη γραφειοκρατική δαπάνη, συμπεριλαμβανομένης και της μίζας που στα καθ’ ημάς τείνει να πάρει θεσμική υπόσταση. Το ρισκάρει; Όχι βέβαια. Και μαζί με τα φορολογικά έσοδα που θα θυσίαζε θα έπρεπε να παραιτηθεί και από τους επηρμένους στόχους για διατήρηση της ανάπτυξης στα επίπεδα του 3% και 4%, μιας ανάπτυξης που κατά το ήμισυ και πλέον προέρχεται από την κατανάλωση. Τολμά να το προτείνει αυτό ο κ. Φώλιας στον Αλογοσκούφη; Και πάλι όχι, βέβαια.
Αλλά, υπάρχει και τέταρτος χορευτής στο χορό των τιμών, που με τόσο πολύ κόσμο δεν μοιάζει πια με τανγκό, αλλά με συρτό ή τσάμικο. Το shopping therapy, που καθυστερημένα ανακάλυψε ο υπουργός Ανάπτυξης ως συντελεστή ανισορροπίας και όχι ως ένδειξη ευρωστίας, θα ήταν αδύνατο χωρίς τις τράπεζες, τον καλύτερο φίλο του ανθρώπου μετά τον σκύλο. Το δανεικό χρήμα που έρευσε άφθονο την τελευταία δεκαπενταετία στις τσέπες των καταναλωτών συντήρησε την υψηλή ζήτηση αγαθών, είτε τα χρειαζόμαστε είτε όχι. Η τράπεζα ήταν κατά κάποιο τρόπο ο shopping angel που ακόμη κι όταν ο καταναλωτής δεν έχει χρόνο, διάθεση ή χρήμα για αγορές αγαθών, φέρνει τα αγαθά στην πόρτα του. Κάτι σαν delivery boy. Η καταναλωτική υπερβολή που χαρακτηρίζει ευρύτατα κοινωνικά στρώματα είναι αποτέλεσμα ενός ψυχολογικού εκβιασμού, που μεταφέρει τον ανταγωνισμό των πωλητών στους αγοραστές. Η τράπεζα μας έπειθε συστηματικά για πολλά χρόνια να καταναλώνουμε πάνω από τις δυνατότητές μας (όπως συχνά αρέσκεται να λέει ο κεντρικός τραπεζίτης κ. Γκαργκάνας, αλλά ας τα λέει στις τράπεζες, όχι σε μας). Μας υπέβαλε στη διαδικασία της σύγκρισης με τους «δίπλα» (πώς πήραν τρία αυτοκίνητα, σπίτι, εξοχικό, καινούργια έπιπλα, home cinema, γιατί έχουν τρία κινητά ο καθένας;) και θεράπευσε την καταναλωτική μας μειονεξία με ακριβό πιστωτικό χρήμα. Αλλά ποιος υπουργός Ανάπτυξης ή υπουργός Οικονομίας θα τολμούσε να κατηγορήσει τις τράπεζες ως συνενόχους της ακρίβειας;
Στη σειρά των χορευτών, ακολουθεί το μαύρο χρήμα. Πολύ μαύρο χρήμα, ένας σκασμός μαύρο χρήμα που λιμνάζει ασύλληπτο στα πιο παρασιτικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Μπορεί η προέλευσή του να μην είναι πάντα ύποπτη (μίζες, ναρκωτικά, όπλα ή μαστροπεία), αλλά δεν παύει να είναι μαύρο. Όχι μόνο με την έννοια ότι είναι αφορολόγητο, αλλά από την άποψη ότι δεν άγγιξε ούτε ελάχιστα την παραγωγική διαδικασία. Κοινοτικοί πόροι, κρατικά αναπτυξιακά κίνητρα, επιδοτήσεις, επιχειρηματικό χρήμα, κέρδη εξόκειλαν από τον επιχειρηματικό και οικονομικό κύκλο, έγιναν άδηλο εισόδημα και συντήρησαν πολυτελείς καταναλωτικές δαπάνες, συμβάλλοντας στην εκτόξευση των τιμών σε αγαθά πρώτης ή εκατοστής ανάγκης. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αγορά των ακινήτων, που κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει για μονοπωλιακή συγκρότηση. Μέσα σε μια δεκαετία οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν μέχρι και δέκα φορές χάρη και στο μαύρο χρήμα που ξεπλύθηκε στα ντουβάρια τους.
Ο πέμπτος χορευτής της ακρίβειας είναι και πάλι ο καταναλωτής, αλλά αυτή τη φορά με την άλλη διάστασή του, ως παραγωγός. Και δη ως μισθωτός. Ενώ παρακολουθούσε μάλλον απαθής την εκτόξευση των τιμών, αφοσιωμένος πλήρως στα καταναλωτικά καθήκοντα που του επέβαλε η απελευθερωμένη αγορά, αποδείχθηκε ακόμη πιο αδιάφορος στη διαμόρφωση της τιμής του μόνου εμπορεύματος που θα έπρεπε να τον απασχολεί. Της εργασίας του. Την τελευταία δεκαετία παρέμεινε το μόνο αγαθό που κινείται στο όριο του πληθωρισμού, το μόνο εμπόρευμα στο οποίο λειτούργησε άψογα ο μηχανισμός προσφοράς και ζήτησης (ελέω ανεργίας) με επαχθή αποτελέσματα για τους εργαζόμενους. Τα συνδικάτα, όπως πάντα, συμπεριφέρθηκαν ως αδέξιοι πωλητές, για να μην πούμε ότι απλώς αποκαλύφθηκαν ως πουλημένοι πωλητές. Συνυπέγραψαν την μείωση των πραγματικών αμοιβών, τη απίσχνανση της αγοραστικής δύναμής τους, υποταγμένα σιωπηρά στη μυθολογία της πληθωριστικής επίδρασης των μισθών. Μπορεί ν’ ακούγεται σαν παλιομοδίτικη ανάλυση, αλλά εποχής Μαρξ δεν έχει ανακαλυφθεί άλλος τρόπος συμπίεσης του ποσοστού κέρδους από τη γενική ύψωση των μισθών. Κι είναι η μείωση του ποσοστού κέρδους που «επιστρέφει» τον ανταγωνισμό στο φυσικό του χώρο, στις επιχειρήσεις, και οδηγεί τα αγαθά που αυτές παράγουν όλο και πιο κοντά στη «φυσική τους τιμή».
Κατά τα λοιπά ισχύουν απόλυτα οι παρατηρήσεις του υπουργού Ανάπτυξης για την χορευτική αδεξιότητα των καταναλωτών, που θεωρητικά θα μπορούσαν να χορέψουν στο ταψί την αγορά, όχι αναζητώντας φτηνή χλωρίνη στο Βερόπουλο, φθηνή φέτα στο Μαρινόπουλο και φθηνότερο χαρτί υγείας στο Σκλαβενίτη. Αλλά, απέχοντας από καταναλώσεις από τις οποίες δεν εξαρτάται και η ύπαρξή μας. Σ’ αυτή την περίπτωση, όμως, τι χρειαζόμαστε τους υπουργούς Ανάπτυξης; Που έτσι κι αλλιώς δεν μας έχουν αποδείξει σε τι ακριβώς χρησιμεύουν.
Έχει δίκιο ο υπουργός Ανάπτυξης Χρήστος Φώλιας όταν λέει ότι η ακρίβεια είναι ένα τανγκό που χρειάζεται δύο, τον πωλητή και τον αγοραστή και ότι το shopping therapy τροφοδοτεί τις ανατιμήσεις. Θα έλεγα ότι είναι ένα από τα ελάχιστα σωστά πράγματα που έχουν λεχθεί από στέλεχος της γαλάζιας κυβέρνησης εδώ και τέσσερα χρόνια. Κακώς υπέστη τη γενική – και απλοϊκή- κατακραυγή ο υπουργός Ανάπτυξης από κόμματα και συνδικάτα. Ίσα-ίσα συνδικάτα και αντιπολίτευση θα έπρεπε να χειροκροτήσουν και να επαυξήσουν. Τολμώ να πω ότι πρόκειται για κρίση που υπονομεύει και αποδομεί τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης οικονομικής φιλοσοφίας που διαπνέει την κυβέρνηση.
Εκ πρώτης όψεως, μας εξοργίζει η άποψη ότι ως καταναλωτές είμαστε συνένοχοι της ακρίβειας, είτε αυτή οφείλεται σε καθαρή κερδοσκοπία είτε είναι αποτέλεσμα μιας γενικής αύξησης των συντελεστών του κόστους παραγωγής των αγαθών. Αλλά, είναι η αλήθεια. Μπορεί η τιμή που αναγράφεται σε ένα προϊόν να φαίνεται μια μονομερής και αυθαίρετη πράξη του πωλητή, αλλά από τη στιγμή που ακολουθείται από την πράξη της αγοράς, γίνεται μια κανονική σύμβαση με τον αγοραστή. Η αγορά είναι μια πράξη αποδοχής της τιμής ως «δίκαιης». Κανείς δεν σου επιβάλει να αγοράσεις. Έχεις δικαίωμα να απέχεις από την αγορά. Έχεις δικαίωμα να περιορίσεις την καταναλωτική σου δαπάνη. Έχεις δικαίωμα να κόψεις ό,τι θεωρείς περιττό. Έχεις δικαίωμα να μη φας. Έχεις δικαίωμα ακόμη και να λιμοκτονήσεις. Απ’ αυτή την άποψη ο μηχανισμός διαμόρφωσης των τιμών είναι ένα τανγκό για δύο.
Αυτά, βεβαίως, συμβαίνουν έτσι απλά μόνο στα εγχειρίδια πολιτικής οικονομίας. Στην πραγματική οικονομία οι χορευτές είναι πολύ περισσότεροι από δύο και ο χορός εξελίσσεται σε καντρίλια ή ταραντέλα. Ο κ. Φώλιας θα ήταν συνεπής στον πυρήνα της σκέψης του, αν την ανέπτυσσε μέχρι τέλους. Θα πρέπει να μας πει, για παράδειγμα, τι ρόλο παίζει το κράτος ως συντελεστής κόστους στο χορό των τιμών. Διότι σε κάθε λεπτό του ευρώ που πληρώνει ο καταναλωτής ενσωματώνεται φόρος και γραφειοκρατική δαπάνη. Αν, λοιπόν, ήθελε να συμβάλει σε μια υποχώρηση των τιμών στα επίπεδα της «φυσικής τιμής» που ονειρευόταν ο μακαρίτης Άνταμ Σμιθ μέσω της πλήρους ισορροπίας προσφοράς και ζήτησης, θα έπρεπε συμπιέσει τον κρατικό φόρο στο ελάχιστο δυνατό. Ως γνωστόν το μόνο οικονομικό επίτευγμα της κυβέρνησης ήταν να αυξήσει τον ΦΠΑ στο 19%. Και τίποτε δεν αποκλείει να τον στρογγυλέψει στο 20%.
Αν λοιπόν το κράτος ήθελε να καταθέσει τη συμβολή του στην αποκλιμάκωση των τιμών θα έπρεπε να περιορίζει στο ελάχιστο τους έμμεσους φόρους – τους φόρους των φτωχών- και να εκμηδενίσει τη γραφειοκρατική δαπάνη, συμπεριλαμβανομένης και της μίζας που στα καθ’ ημάς τείνει να πάρει θεσμική υπόσταση. Το ρισκάρει; Όχι βέβαια. Και μαζί με τα φορολογικά έσοδα που θα θυσίαζε θα έπρεπε να παραιτηθεί και από τους επηρμένους στόχους για διατήρηση της ανάπτυξης στα επίπεδα του 3% και 4%, μιας ανάπτυξης που κατά το ήμισυ και πλέον προέρχεται από την κατανάλωση. Τολμά να το προτείνει αυτό ο κ. Φώλιας στον Αλογοσκούφη; Και πάλι όχι, βέβαια.
Αλλά, υπάρχει και τέταρτος χορευτής στο χορό των τιμών, που με τόσο πολύ κόσμο δεν μοιάζει πια με τανγκό, αλλά με συρτό ή τσάμικο. Το shopping therapy, που καθυστερημένα ανακάλυψε ο υπουργός Ανάπτυξης ως συντελεστή ανισορροπίας και όχι ως ένδειξη ευρωστίας, θα ήταν αδύνατο χωρίς τις τράπεζες, τον καλύτερο φίλο του ανθρώπου μετά τον σκύλο. Το δανεικό χρήμα που έρευσε άφθονο την τελευταία δεκαπενταετία στις τσέπες των καταναλωτών συντήρησε την υψηλή ζήτηση αγαθών, είτε τα χρειαζόμαστε είτε όχι. Η τράπεζα ήταν κατά κάποιο τρόπο ο shopping angel που ακόμη κι όταν ο καταναλωτής δεν έχει χρόνο, διάθεση ή χρήμα για αγορές αγαθών, φέρνει τα αγαθά στην πόρτα του. Κάτι σαν delivery boy. Η καταναλωτική υπερβολή που χαρακτηρίζει ευρύτατα κοινωνικά στρώματα είναι αποτέλεσμα ενός ψυχολογικού εκβιασμού, που μεταφέρει τον ανταγωνισμό των πωλητών στους αγοραστές. Η τράπεζα μας έπειθε συστηματικά για πολλά χρόνια να καταναλώνουμε πάνω από τις δυνατότητές μας (όπως συχνά αρέσκεται να λέει ο κεντρικός τραπεζίτης κ. Γκαργκάνας, αλλά ας τα λέει στις τράπεζες, όχι σε μας). Μας υπέβαλε στη διαδικασία της σύγκρισης με τους «δίπλα» (πώς πήραν τρία αυτοκίνητα, σπίτι, εξοχικό, καινούργια έπιπλα, home cinema, γιατί έχουν τρία κινητά ο καθένας;) και θεράπευσε την καταναλωτική μας μειονεξία με ακριβό πιστωτικό χρήμα. Αλλά ποιος υπουργός Ανάπτυξης ή υπουργός Οικονομίας θα τολμούσε να κατηγορήσει τις τράπεζες ως συνενόχους της ακρίβειας;
Στη σειρά των χορευτών, ακολουθεί το μαύρο χρήμα. Πολύ μαύρο χρήμα, ένας σκασμός μαύρο χρήμα που λιμνάζει ασύλληπτο στα πιο παρασιτικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Μπορεί η προέλευσή του να μην είναι πάντα ύποπτη (μίζες, ναρκωτικά, όπλα ή μαστροπεία), αλλά δεν παύει να είναι μαύρο. Όχι μόνο με την έννοια ότι είναι αφορολόγητο, αλλά από την άποψη ότι δεν άγγιξε ούτε ελάχιστα την παραγωγική διαδικασία. Κοινοτικοί πόροι, κρατικά αναπτυξιακά κίνητρα, επιδοτήσεις, επιχειρηματικό χρήμα, κέρδη εξόκειλαν από τον επιχειρηματικό και οικονομικό κύκλο, έγιναν άδηλο εισόδημα και συντήρησαν πολυτελείς καταναλωτικές δαπάνες, συμβάλλοντας στην εκτόξευση των τιμών σε αγαθά πρώτης ή εκατοστής ανάγκης. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αγορά των ακινήτων, που κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει για μονοπωλιακή συγκρότηση. Μέσα σε μια δεκαετία οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν μέχρι και δέκα φορές χάρη και στο μαύρο χρήμα που ξεπλύθηκε στα ντουβάρια τους.
Ο πέμπτος χορευτής της ακρίβειας είναι και πάλι ο καταναλωτής, αλλά αυτή τη φορά με την άλλη διάστασή του, ως παραγωγός. Και δη ως μισθωτός. Ενώ παρακολουθούσε μάλλον απαθής την εκτόξευση των τιμών, αφοσιωμένος πλήρως στα καταναλωτικά καθήκοντα που του επέβαλε η απελευθερωμένη αγορά, αποδείχθηκε ακόμη πιο αδιάφορος στη διαμόρφωση της τιμής του μόνου εμπορεύματος που θα έπρεπε να τον απασχολεί. Της εργασίας του. Την τελευταία δεκαετία παρέμεινε το μόνο αγαθό που κινείται στο όριο του πληθωρισμού, το μόνο εμπόρευμα στο οποίο λειτούργησε άψογα ο μηχανισμός προσφοράς και ζήτησης (ελέω ανεργίας) με επαχθή αποτελέσματα για τους εργαζόμενους. Τα συνδικάτα, όπως πάντα, συμπεριφέρθηκαν ως αδέξιοι πωλητές, για να μην πούμε ότι απλώς αποκαλύφθηκαν ως πουλημένοι πωλητές. Συνυπέγραψαν την μείωση των πραγματικών αμοιβών, τη απίσχνανση της αγοραστικής δύναμής τους, υποταγμένα σιωπηρά στη μυθολογία της πληθωριστικής επίδρασης των μισθών. Μπορεί ν’ ακούγεται σαν παλιομοδίτικη ανάλυση, αλλά εποχής Μαρξ δεν έχει ανακαλυφθεί άλλος τρόπος συμπίεσης του ποσοστού κέρδους από τη γενική ύψωση των μισθών. Κι είναι η μείωση του ποσοστού κέρδους που «επιστρέφει» τον ανταγωνισμό στο φυσικό του χώρο, στις επιχειρήσεις, και οδηγεί τα αγαθά που αυτές παράγουν όλο και πιο κοντά στη «φυσική τους τιμή».
Κατά τα λοιπά ισχύουν απόλυτα οι παρατηρήσεις του υπουργού Ανάπτυξης για την χορευτική αδεξιότητα των καταναλωτών, που θεωρητικά θα μπορούσαν να χορέψουν στο ταψί την αγορά, όχι αναζητώντας φτηνή χλωρίνη στο Βερόπουλο, φθηνή φέτα στο Μαρινόπουλο και φθηνότερο χαρτί υγείας στο Σκλαβενίτη. Αλλά, απέχοντας από καταναλώσεις από τις οποίες δεν εξαρτάται και η ύπαρξή μας. Σ’ αυτή την περίπτωση, όμως, τι χρειαζόμαστε τους υπουργούς Ανάπτυξης; Που έτσι κι αλλιώς δεν μας έχουν αποδείξει σε τι ακριβώς χρησιμεύουν.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (17/2/2008)
…Διόλου ασήμαντη είναι η εισαχθείσα αταξία από μερικούς να πωλούν τα προϊόντα και τα τρόφιμα χωρίς διατίμηση και απόδειξη ότι την κατέχουν, να την κρύβουν, χωρίς να είναι εκτεθειμένη πάνω στα ίδια τα προϊόντα με πονηρό σκοπό να την αυξήσουν κατά τη θέλησή τους προς μεγάλη ζημιά του πληθυσμού.
Και ας γίνει με αυτό ξεκάθαρα διατεταγμένο και καθιερωμένο.
Ότι όλοι εκείνοι, που συνηθίζουν να πωλούν προϊόντα και τρόφιμα οποιουδήποτε είδους, οφείλουν, αφού λάβουν τη διατίμησή τους, να την προσαρμόζουν αντίστοιχα και στην πώληση αυτών με αναλογία, και να την έχουν εκτεθειμένη πάνω σε κάθε προϊόν προς γνώσιν των αγοραστών, χωρίς να την κρύβουν και να κάνουν κακή χρήση των αυξήσεων των τιμών τους, σεβόμενοι, όπως οφείλουν, τα πρόσωπα των δικαστικών υπαλλήλων, όπως επίσης και τις διατιμήσεις τους. Από εδώ και στο εξής όποιοι τολμήσουν να αλλάξουν και στο ελάχιστο ό,τι με το παρόν διατάσσεται, εκτός από την αφαίρεση του επαγγέλματος που ασκούν, για πέντε χρόνια, θα τους αφαιρούνται τα λαθραία τρόφιμα και θα εγκαλούνται από τον Αντιπρόσωπο και τον Διοικητή ενώπιον των συνδίκων…
Βενετικός κανονισμός αγοράς της Πάργας, 1781
(Σπύρου Ασδραχά, «Ελληνική Οικονομική Ιστορία»)
Και ας γίνει με αυτό ξεκάθαρα διατεταγμένο και καθιερωμένο.
Ότι όλοι εκείνοι, που συνηθίζουν να πωλούν προϊόντα και τρόφιμα οποιουδήποτε είδους, οφείλουν, αφού λάβουν τη διατίμησή τους, να την προσαρμόζουν αντίστοιχα και στην πώληση αυτών με αναλογία, και να την έχουν εκτεθειμένη πάνω σε κάθε προϊόν προς γνώσιν των αγοραστών, χωρίς να την κρύβουν και να κάνουν κακή χρήση των αυξήσεων των τιμών τους, σεβόμενοι, όπως οφείλουν, τα πρόσωπα των δικαστικών υπαλλήλων, όπως επίσης και τις διατιμήσεις τους. Από εδώ και στο εξής όποιοι τολμήσουν να αλλάξουν και στο ελάχιστο ό,τι με το παρόν διατάσσεται, εκτός από την αφαίρεση του επαγγέλματος που ασκούν, για πέντε χρόνια, θα τους αφαιρούνται τα λαθραία τρόφιμα και θα εγκαλούνται από τον Αντιπρόσωπο και τον Διοικητή ενώπιον των συνδίκων…
Βενετικός κανονισμός αγοράς της Πάργας, 1781
(Σπύρου Ασδραχά, «Ελληνική Οικονομική Ιστορία»)
Monday, February 11, 2008
Ζώνη αγνότητας (9/2/2008)
Το ανέκδοτο είναι γνωστό και αρκετά παλιό. Ο άρχοντας φεύγει για σταυροφορία και εμπιστεύεται στον πιο εχέμυθο και έμπιστο ιππότη του το κλειδί της ζώνης αγνότητας με την οποία έχει «ασφαλίσει» τη γυναίκα του. Του δίνει την εξής αυστηρή εντολή: «Κράτησέ το κλειδί για ένα χρόνο. Αν περάσει ένας χρόνος και δεν έχω γυρίσει, ξεκλείδωσε τη ζώνη και άσε τη γυναίκα μου να συνεχίσει τη ζωή της». Ο άρχοντας έχει ξεμακρύνει από τον πύργο του μόλις δυο-τρία χιλιόμετρα όταν, ασθμαίνων, τον προλαβαίνει ο έμπιστος ιππότης του κραυγάζοντας: Αφεντικό, μου έδωσες λάθος κλειδί!»
Ο δημόσιος βίος μας θυμίζει σε πολλά τις δυστυχείς συζύγους των σταυροφόρων του μεσαίωνα που εγκαταλείπονταν κλειδωμένες στο σιδηρούν εσώρουχο το οποίο δεν επέτρεπε τίποτε άλλο εκτός τις φυσικές ανάγκες τους, κι αυτές όχι και στις πιο υγιεινές συνθήκες. Για να είμαστε δίκαιοι πάντως, πρέπει να πούμε ότι νεότεροι (και πιο καχύποπτοι) ιστορικοί υποστηρίζουν ότι αυτή η μυθολογία της βαναυσότητας κακώς βαρύνει τον μεσαίωνα, αφού τα παλαιότερα ευρήματα αυτής απάνθρωπης συνήθειας προέρχονται από τον 19ο αιώνα. Δηλαδή, η ζώνη αγνότητας ως προϊόν γεννήθηκε στο λυκαυγές του καπιταλισμού, στη χρυσή εποχή του laissez-faire. Ο μεσαίωνας δεν έχει αφήσει τίποτε πέρα από μερικά ευφάνταστα σχέδια της απεχθούς κατασκευής. Ωστόσο, είναι ο Όμηρος που αναφέρει πως ο ζηλιάρης, πλην δύσμορφος, Ήφαιστος προσπάθησε να εγκλωβίσει τις σεξουαλικές ορμές της Αφροδίτης με ένα σιδερένιο, απαραβίαστο δίχτυ. Αλλά, αυτή ήταν μια καθαρή πράξη ζήλιας και εκδίκησης, όχι μια υπόθεση τιμής που δεν σήμαινε και πολλά για τον ηθικό κώδικα των Θεών του Ολύμπου.
Να επιστρέψουμε, όμως, στο πολιτικό μας σύστημα (και όχι απαραίτητα μόνο το εγχώριο). Θυμίζει, λοιπόν, σε πολλά τον μεσαιωνικό μύθο. Χρειάζεται μόνο να ξεκαθαρίσουμε τους ρόλους σ’ αυτό το ερωτικό τρίγωνο (ενδεχομένως και τετράγωνο) που απαρτίζεται από τον σύζυγο, την σύζυγο, τον κλειδοκράτορα και τον επίδοξο εραστή.
Υποθέτουμε ότι η σύζυγος είναι το κράτος, το μεγάλο ταμείο του οποίου διαθέτει τιμή όχι απλώς ως ιδέα, αλλά ως μετρήσιμο σε χρήμα, ΑΕΠ, ακίνητα, αξίες και υπεραξίες μέγεθος. Ο σύζυγος, πέραν πάσης αμφιβολίας, είναι η κυβέρνηση-φαιή, πράσινη, φαιοπράσινη, δεν έχει σημασία. Για πολλά χρόνια ο σύζυγος (και όλοι όσοι εναλλάχτηκαν διαδοχικά σ’ αυτό το ρόλο) ήταν εξοικειωμένος με την ιδέα ότι θα μοιράζεται τη σύζυγό του και με άλλους, μόνιμους ή περιστασιακούς ερωτικούς παρτενέρ. Ήταν συμφιλιωμένος με την αντίληψη μιας ιδιότυπης κοινοκτημοσύνης της συζύγου του, από την κλίνη της οποίας μπορούσαν να περάσουν και να αντλήσουν κατά βούληση τους ερωτικούς χυμούς της οι προμηθευτές του δημοσίου, οι συνήθεις τρόφιμοι του πρυτανείου, η εκλογική πελατεία του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, οι θαμώνες της κομματικής επετηρίδας από την οποία αντλούνταν τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης, οι κρατικοί λειτουργοί, οι γενικοί γραμματείς ή οι υπουργοί.
Για λόγους που δεν έχουν διευκρινιστεί μέχρι στιγμής, ξαφνικά ξύπνησε ο Οθέλλος στην ψυχή του συζύγου. Ο οποίος αποφάσισε όχι βεβαίως να σκοτώσει την πολυπόθητη Δεισδαιμόνα του, αλλά να της φορέσει ζώνη αγνότητας. Δοκίμασε πολλές τεχνικές: σταυροφορίες διαφάνειας, εκστρατείες εξυγίανσης και επανίδρυσης του κράτους, νόμους για το βασικό μέτοχο, αδιάβλητα συστήματα προμηθειών, καθαρούς διαγωνισμούς προσλήψεων, εσωτερικές αστυνομίες αυστηρές ποινές για επίορκους δημόσιους λειτουργούς, διαδικασίες διαπόμπευσης, χειροπέδες, μαχαίρια που φτάνουν βαθιά στο κόκαλο, έρευνες σε βάθος, νόμους για την άρση των τραπεζικών και τηλεφωνικών απορρήτων των υπόπτων. Ο σύζυγος διέθετε πλέον ένα πλήρες οπλοστάσιο για να κλειδώσει όχι μόνο το μυστικό λουλούδι της λάγνας συζύγου του, αλλά για να την καταστήσει σιδερόφρακτη από κορυφής έως ονύχων.
Το επόμενο δίλημμα του συζύγου, όταν ξεπέρασε το θέμα της τεχνολογίας της ζώνης αγνότητας, ήταν σε ποιον θα εμπιστευτεί το κλειδί. Στην αρχή εμπιστεύτηκε το κλειδί στις υπερεθνικές αρχές. Στο ρόλο του κλειδοκράτορα παρέλασαν πολλοί διεθνείς οργανισμοί: ο ΟΟΣΑ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οι Κομισιονάριοι των Βρυξελλών οι οποίοι εφήρμοσαν τακτικές κατήχησης και εκπαίδευσης της συζύγου στη σεξουαλική εγκράτεια. Έπειτα, ο σύζυγος στράφηκε στις Ανεξάρτητες Αρχές- για μια δεκαετία φύτρωναν σαν μανιτάρια υπηρεσίες επί υπηρεσιών, ένα δεύτερο στρώμα κράτους που ανέλαβε, ανεπιτυχώς και αυτό, να αστυνομεύσει την αμαρτωλή συζυγική κλίνη και να αποτρέψει τις εισβολές ανεπιθύμητων εραστών. Ακολούθως, ήρθε η σειρά των δικαστών, οι οποίοι είχαν και το τεκμήριο ανεξαρτησίας ως εκ της κατά Μοντεσκιέ διάκρισης των εξουσιών. Αλλά, και από αυτών τις υπηρεσίες ο σύζυγος δεν έμεινε ικανοποιημένος. Άλλοτε ανακάλυπτε έκπληκτος ότι η κλειδαριά της ζώνης ήταν παραβιασμένη ή ότι τα αντικλείδια κυκλοφορούσαν σαν φέιγ βολάν, κι άλλοτε ότι οι δικαστές είχαν υπερβεί τα όρια εξουσίας τους, οπότε τους κατήγγειλε για «κράτος δικαστών».
Η ύστατη λύση στην οποία προσέφυγε ο διαρκώς απατώμενος σύζυγος, που ανακάλυπτε ότι η σύζυγός του εξακολουθούσε παρά τις κλειδαριές ασφαλείας να χρησιμοποιείται ως δημόσια γυναίκα από εχθρούς και φίλους, έμπιστους και άπιστους, ήταν ένας άλλος πόλος εξουσίας, άτυπης αλλά ισχυρής. Της 4ης εξουσίας. Ο σύζυγος είχε για πολλά χρόνια σχέσεις δυσπιστίας με τα εκδοτικά συγκροτήματα στα οποία αναγκαζόταν τώρα να αναθέσει το κλειδί της ζώνης αγνότητας. Κάποτε, τους είχε καταγγείλει ως νταβατζήδες της ίδιας του της συζύγου, τώρα αποφάσιζε να ρισκάρει να τους αναθέσει τη φύλαξη του πολύτιμου κλειδιού.
Ζούμε τη φάση της κατάρρευσης της τελευταίας συμμαχίας του απατημένου και απελπισμένου συζύγου. Έχει πιάσει στα πράσα τη σύζυγό του, όχι μόνο με τους ακόρεστους συνήθεις εραστές της, αλλά με μια ολόκληρη στρατιά ανθρώπων: η συζυγική κοίτη έχει μετατραπεί σε πεδίο μιας απέραντης παρτούζας με πρωταγωνιστές την αφελή Δεισδαιμόνα από τη μια και απ’ την άλλη κρατικούς λειτουργούς, πολιτικά πρόσωπα, πελάτες του κράτους, εθνικούς και υπερεθνικούς προμηθευτές, εθνικούς νταβατζήδες, αδέκαστους δικαστές, αμερόληπτες ανεξάρτητες αρχές, ασυμβίβαστους εκδότες, ανελέητους ελεγκτές της εξουσίας.
Από μιαν άποψη ο σύζυγος δεν έχει παρά μία λύση: να αποφασίσει ότι είναι αδύνατο να υπερνικήσει τον συλλογικό πόθο, την ερωτική απληστία των επίδοξων εραστών για τη σύζυγό του, ότι είναι αδύνατο να ασφαλίσει το θησαυροφυλάκιο της αγνότητας, ότι είναι αδύνατο να συγκρατήσει το αόρατο χέρι της αγοράς και το ορατό χέρι των δημόσιων λειτουργών, και να το ρίξει στην ομοιοπαθητική. Να κόψει εισιτήριο. Να επιβάλει ταρίφα. Να γίνει ο ίδιος εκδότης της συζύγου του. Νταβατζής της. Αυτό θα σήμαινε πρακτικά νομιμοποίηση της μίζας, ως ένα είδος αμοιβής του κράτους για τις υπηρεσίες του σε ημετέρους και προμηθευτές. Ακούγεται ως βλασφημία κατά των οραματιστών του πνεύματος και της ηθικής. Αλλά ενδεχομένως να κοστίζει λιγότερο από την ακριβή, σιδηρά ζώνη της αγνότητας που μέχρι στιγμής έχει μετατρέψει το κράτος σε οίκο ανοχής. Για τον οποίο όλοι διαθέτουν αντικλείδια, πλην ημών των καρτερικών υπηκόων του.
ΚΙΜΠΙ
Kibi2g@yahoo.gr (και kibi_blog.blogspot.)
Ο δημόσιος βίος μας θυμίζει σε πολλά τις δυστυχείς συζύγους των σταυροφόρων του μεσαίωνα που εγκαταλείπονταν κλειδωμένες στο σιδηρούν εσώρουχο το οποίο δεν επέτρεπε τίποτε άλλο εκτός τις φυσικές ανάγκες τους, κι αυτές όχι και στις πιο υγιεινές συνθήκες. Για να είμαστε δίκαιοι πάντως, πρέπει να πούμε ότι νεότεροι (και πιο καχύποπτοι) ιστορικοί υποστηρίζουν ότι αυτή η μυθολογία της βαναυσότητας κακώς βαρύνει τον μεσαίωνα, αφού τα παλαιότερα ευρήματα αυτής απάνθρωπης συνήθειας προέρχονται από τον 19ο αιώνα. Δηλαδή, η ζώνη αγνότητας ως προϊόν γεννήθηκε στο λυκαυγές του καπιταλισμού, στη χρυσή εποχή του laissez-faire. Ο μεσαίωνας δεν έχει αφήσει τίποτε πέρα από μερικά ευφάνταστα σχέδια της απεχθούς κατασκευής. Ωστόσο, είναι ο Όμηρος που αναφέρει πως ο ζηλιάρης, πλην δύσμορφος, Ήφαιστος προσπάθησε να εγκλωβίσει τις σεξουαλικές ορμές της Αφροδίτης με ένα σιδερένιο, απαραβίαστο δίχτυ. Αλλά, αυτή ήταν μια καθαρή πράξη ζήλιας και εκδίκησης, όχι μια υπόθεση τιμής που δεν σήμαινε και πολλά για τον ηθικό κώδικα των Θεών του Ολύμπου.
Να επιστρέψουμε, όμως, στο πολιτικό μας σύστημα (και όχι απαραίτητα μόνο το εγχώριο). Θυμίζει, λοιπόν, σε πολλά τον μεσαιωνικό μύθο. Χρειάζεται μόνο να ξεκαθαρίσουμε τους ρόλους σ’ αυτό το ερωτικό τρίγωνο (ενδεχομένως και τετράγωνο) που απαρτίζεται από τον σύζυγο, την σύζυγο, τον κλειδοκράτορα και τον επίδοξο εραστή.
Υποθέτουμε ότι η σύζυγος είναι το κράτος, το μεγάλο ταμείο του οποίου διαθέτει τιμή όχι απλώς ως ιδέα, αλλά ως μετρήσιμο σε χρήμα, ΑΕΠ, ακίνητα, αξίες και υπεραξίες μέγεθος. Ο σύζυγος, πέραν πάσης αμφιβολίας, είναι η κυβέρνηση-φαιή, πράσινη, φαιοπράσινη, δεν έχει σημασία. Για πολλά χρόνια ο σύζυγος (και όλοι όσοι εναλλάχτηκαν διαδοχικά σ’ αυτό το ρόλο) ήταν εξοικειωμένος με την ιδέα ότι θα μοιράζεται τη σύζυγό του και με άλλους, μόνιμους ή περιστασιακούς ερωτικούς παρτενέρ. Ήταν συμφιλιωμένος με την αντίληψη μιας ιδιότυπης κοινοκτημοσύνης της συζύγου του, από την κλίνη της οποίας μπορούσαν να περάσουν και να αντλήσουν κατά βούληση τους ερωτικούς χυμούς της οι προμηθευτές του δημοσίου, οι συνήθεις τρόφιμοι του πρυτανείου, η εκλογική πελατεία του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, οι θαμώνες της κομματικής επετηρίδας από την οποία αντλούνταν τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης, οι κρατικοί λειτουργοί, οι γενικοί γραμματείς ή οι υπουργοί.
Για λόγους που δεν έχουν διευκρινιστεί μέχρι στιγμής, ξαφνικά ξύπνησε ο Οθέλλος στην ψυχή του συζύγου. Ο οποίος αποφάσισε όχι βεβαίως να σκοτώσει την πολυπόθητη Δεισδαιμόνα του, αλλά να της φορέσει ζώνη αγνότητας. Δοκίμασε πολλές τεχνικές: σταυροφορίες διαφάνειας, εκστρατείες εξυγίανσης και επανίδρυσης του κράτους, νόμους για το βασικό μέτοχο, αδιάβλητα συστήματα προμηθειών, καθαρούς διαγωνισμούς προσλήψεων, εσωτερικές αστυνομίες αυστηρές ποινές για επίορκους δημόσιους λειτουργούς, διαδικασίες διαπόμπευσης, χειροπέδες, μαχαίρια που φτάνουν βαθιά στο κόκαλο, έρευνες σε βάθος, νόμους για την άρση των τραπεζικών και τηλεφωνικών απορρήτων των υπόπτων. Ο σύζυγος διέθετε πλέον ένα πλήρες οπλοστάσιο για να κλειδώσει όχι μόνο το μυστικό λουλούδι της λάγνας συζύγου του, αλλά για να την καταστήσει σιδερόφρακτη από κορυφής έως ονύχων.
Το επόμενο δίλημμα του συζύγου, όταν ξεπέρασε το θέμα της τεχνολογίας της ζώνης αγνότητας, ήταν σε ποιον θα εμπιστευτεί το κλειδί. Στην αρχή εμπιστεύτηκε το κλειδί στις υπερεθνικές αρχές. Στο ρόλο του κλειδοκράτορα παρέλασαν πολλοί διεθνείς οργανισμοί: ο ΟΟΣΑ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οι Κομισιονάριοι των Βρυξελλών οι οποίοι εφήρμοσαν τακτικές κατήχησης και εκπαίδευσης της συζύγου στη σεξουαλική εγκράτεια. Έπειτα, ο σύζυγος στράφηκε στις Ανεξάρτητες Αρχές- για μια δεκαετία φύτρωναν σαν μανιτάρια υπηρεσίες επί υπηρεσιών, ένα δεύτερο στρώμα κράτους που ανέλαβε, ανεπιτυχώς και αυτό, να αστυνομεύσει την αμαρτωλή συζυγική κλίνη και να αποτρέψει τις εισβολές ανεπιθύμητων εραστών. Ακολούθως, ήρθε η σειρά των δικαστών, οι οποίοι είχαν και το τεκμήριο ανεξαρτησίας ως εκ της κατά Μοντεσκιέ διάκρισης των εξουσιών. Αλλά, και από αυτών τις υπηρεσίες ο σύζυγος δεν έμεινε ικανοποιημένος. Άλλοτε ανακάλυπτε έκπληκτος ότι η κλειδαριά της ζώνης ήταν παραβιασμένη ή ότι τα αντικλείδια κυκλοφορούσαν σαν φέιγ βολάν, κι άλλοτε ότι οι δικαστές είχαν υπερβεί τα όρια εξουσίας τους, οπότε τους κατήγγειλε για «κράτος δικαστών».
Η ύστατη λύση στην οποία προσέφυγε ο διαρκώς απατώμενος σύζυγος, που ανακάλυπτε ότι η σύζυγός του εξακολουθούσε παρά τις κλειδαριές ασφαλείας να χρησιμοποιείται ως δημόσια γυναίκα από εχθρούς και φίλους, έμπιστους και άπιστους, ήταν ένας άλλος πόλος εξουσίας, άτυπης αλλά ισχυρής. Της 4ης εξουσίας. Ο σύζυγος είχε για πολλά χρόνια σχέσεις δυσπιστίας με τα εκδοτικά συγκροτήματα στα οποία αναγκαζόταν τώρα να αναθέσει το κλειδί της ζώνης αγνότητας. Κάποτε, τους είχε καταγγείλει ως νταβατζήδες της ίδιας του της συζύγου, τώρα αποφάσιζε να ρισκάρει να τους αναθέσει τη φύλαξη του πολύτιμου κλειδιού.
Ζούμε τη φάση της κατάρρευσης της τελευταίας συμμαχίας του απατημένου και απελπισμένου συζύγου. Έχει πιάσει στα πράσα τη σύζυγό του, όχι μόνο με τους ακόρεστους συνήθεις εραστές της, αλλά με μια ολόκληρη στρατιά ανθρώπων: η συζυγική κοίτη έχει μετατραπεί σε πεδίο μιας απέραντης παρτούζας με πρωταγωνιστές την αφελή Δεισδαιμόνα από τη μια και απ’ την άλλη κρατικούς λειτουργούς, πολιτικά πρόσωπα, πελάτες του κράτους, εθνικούς και υπερεθνικούς προμηθευτές, εθνικούς νταβατζήδες, αδέκαστους δικαστές, αμερόληπτες ανεξάρτητες αρχές, ασυμβίβαστους εκδότες, ανελέητους ελεγκτές της εξουσίας.
Από μιαν άποψη ο σύζυγος δεν έχει παρά μία λύση: να αποφασίσει ότι είναι αδύνατο να υπερνικήσει τον συλλογικό πόθο, την ερωτική απληστία των επίδοξων εραστών για τη σύζυγό του, ότι είναι αδύνατο να ασφαλίσει το θησαυροφυλάκιο της αγνότητας, ότι είναι αδύνατο να συγκρατήσει το αόρατο χέρι της αγοράς και το ορατό χέρι των δημόσιων λειτουργών, και να το ρίξει στην ομοιοπαθητική. Να κόψει εισιτήριο. Να επιβάλει ταρίφα. Να γίνει ο ίδιος εκδότης της συζύγου του. Νταβατζής της. Αυτό θα σήμαινε πρακτικά νομιμοποίηση της μίζας, ως ένα είδος αμοιβής του κράτους για τις υπηρεσίες του σε ημετέρους και προμηθευτές. Ακούγεται ως βλασφημία κατά των οραματιστών του πνεύματος και της ηθικής. Αλλά ενδεχομένως να κοστίζει λιγότερο από την ακριβή, σιδηρά ζώνη της αγνότητας που μέχρι στιγμής έχει μετατρέψει το κράτος σε οίκο ανοχής. Για τον οποίο όλοι διαθέτουν αντικλείδια, πλην ημών των καρτερικών υπηκόων του.
ΚΙΜΠΙ
Kibi2g@yahoo.gr (και kibi_blog.blogspot.)
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (9/2/2008)
«Ήθελα να σου πω και το άλλο, Λευτέρη».
«Τι πράγμα;»
«Τα λεφτά του τύπου, πώς θα του τα δώσουμε; Εννοώ δεν μπορούμε να βγάλουμε απ’ το συρτάρι τέτοιο ποσόν και να του τα βάλουμε πάνω στο γραφείο του, ούτε από προσωπικούς μας λογαριασμούς. Δεν είναι μόνο πάρα πολλά, είναι κι επικίνδυνο!»
«Το έχω κουβεντιάσει, υπάρχει τρόπος».
«Πες μου να ξέρω, γιατί από μένα θα περάσει αυτή η φάση, μήπως χρειάζεται να το σκεφτώ λίγο».
Ο γιος του έχει μια εργοληπτική εταιρεία, θα μας κάνει υποτίθεται στο εργοστάσιο κάποιες δουλειές, μετρήσεις, προσθήκες, κατασκευές, θα δούμε τι. Και θα μας κόψει κανονικά τιμολόγιο, να μην πληρώνουμε και την εφορία του από πάνω, τόσα που θα του χώσουμε!»
«Α, οκέι, μ’ αρέσει αυτό!»
«Αφού σου είπα, όλα μια χαρά!»
«Και βέβαια θα τα δώσουμε αφού πάρουμε τη δουλειά, σωστά;»
«Ε, ασφαλώς! Τι δηλαδή; Να του τα δώσουμε μπροστά και να μας πουλήσει μετά; Πρώτα θα υπογραφεί η σύμβαση και μετά τα υπόλοιπα. Συμφωνία κυρίων! Άσε που δεν έχουμε κιόλας. Δεν υπάρχει μία, δεν άκουσες;»
Φώτη Καλαμαντή, «Εντελώς Κουκουρούκου»
«Τι πράγμα;»
«Τα λεφτά του τύπου, πώς θα του τα δώσουμε; Εννοώ δεν μπορούμε να βγάλουμε απ’ το συρτάρι τέτοιο ποσόν και να του τα βάλουμε πάνω στο γραφείο του, ούτε από προσωπικούς μας λογαριασμούς. Δεν είναι μόνο πάρα πολλά, είναι κι επικίνδυνο!»
«Το έχω κουβεντιάσει, υπάρχει τρόπος».
«Πες μου να ξέρω, γιατί από μένα θα περάσει αυτή η φάση, μήπως χρειάζεται να το σκεφτώ λίγο».
Ο γιος του έχει μια εργοληπτική εταιρεία, θα μας κάνει υποτίθεται στο εργοστάσιο κάποιες δουλειές, μετρήσεις, προσθήκες, κατασκευές, θα δούμε τι. Και θα μας κόψει κανονικά τιμολόγιο, να μην πληρώνουμε και την εφορία του από πάνω, τόσα που θα του χώσουμε!»
«Α, οκέι, μ’ αρέσει αυτό!»
«Αφού σου είπα, όλα μια χαρά!»
«Και βέβαια θα τα δώσουμε αφού πάρουμε τη δουλειά, σωστά;»
«Ε, ασφαλώς! Τι δηλαδή; Να του τα δώσουμε μπροστά και να μας πουλήσει μετά; Πρώτα θα υπογραφεί η σύμβαση και μετά τα υπόλοιπα. Συμφωνία κυρίων! Άσε που δεν έχουμε κιόλας. Δεν υπάρχει μία, δεν άκουσες;»
Φώτη Καλαμαντή, «Εντελώς Κουκουρούκου»
Monday, February 4, 2008
Ο Διάβολος στο κορμί μας (2/2/2008)
Το σύνηθες ερώτημα είναι: «Ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο;» Και οι απαντήσεις που μπορεί να δώσει κανείς ποικίλες και χωρίς ίχνος έκπληξης: Οι νταβατζήδες, ο Θέμος, ο Μάκης, ο Κώστας, ο Κουκοδήμος, η AGB, ο φούφουτος…Ή απλώς το χάος. Με βάση τις δεκάδες πιθανές απαντήσεις, το ερώτημα είναι πια ανούσιο. Στη θέση του εγώ θα έθετα ένα απείρως πιο ενδιαφέρον: ποιος κυβερνά αυτό τον κόσμο;
Με τη σορό του αρχιεπισκόπου εκτεθειμένη για τέσσερις μέρες σε λαϊκό προσκύνημα, με τους χιλιάδες πιστούς να παρελαύνουν μπροστά του με εκδηλώσεις σεμνής (ή υστερικής) λατρείας, με την πίστη κάθε απόχρωσης να κινητοποιεί εκατομμύρια ανθρώπους σε ανατολή και δύση και να τους ωθεί στις πιο δημιουργικές ή στις πιο καταστροφικές δραστηριότητες, στους πιο αιματηρούς πολέμους ή στις πιο κερδοφόρες ειρηνικές μπίζνες, θα μπορούσε να πει κανείς ότι, πέραν πάσης αμφιβολίας, τον κόσμο τον κυβερνά ο Θεός.
Μη ρωτάτε «ποιος Θεός;». Δεν έχει μεγάλη σημασία αν είναι ο Θεός της Παλαιάς ή της Καινής Διαθήκης, ο Θεός του Κορανίου ή οι θεοί των Ινδουιστών. Ο Θεός, σε κάθε εκδοχή του, διαπερνά την καθημερινότητα άνω των 5 δισ. ανθρώπων, έναντι μόλις 1 δισ. που δηλώνουν άθρησκοι, άθεοι ή αγνωστικιστές. Στην πραγματικότητα ελάχιστοι κι απ’ αυτούς έχουν πάρει διαζύγιο από την παρηγορητική ιδέα μιας «δεύτερης ευκαιρίας».
Με δεδομένη τη συντριπτική υπεροχή των πιστών ο κόσμος μας θα έπρεπε να διέπεται από την τάξη του Θεού. Την τάξη που, ανεξάρτητα από τις θεμελιώδεις τους διαφορές, οι θρησκείες του κόσμου συμπυκνώνουν στην εξίσου θεμελιώδη τους σύγκλιση: στη μανιχαϊστική πάλη καλού και κακού, στον ανταγωνισμό φωτός και σκότους. Αφού, λοιπόν, τόσοι πολλοί άνθρωποι είναι πιστοί-οφειλέτες του «Καλού» πώς δεν παράγουν υπεραξίες καλοσύνης, αρμονίας και συνύπαρξης, γιατί ο Παράδεισος δεν είναι ήδη εδώ;
Προφανώς τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Άκουσα προ ημερών έναν ιεράρχη (από τους δεκάδες που παρέλασαν σε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα για να εξάρουν τον ρόλο του εκλιπόντος αρχιεπισκόπου), να λέει ορθά κοφτά ότι ο Διάβολος κυβερνά τον κόσμο, όχι ο Θεός. Ετσι εξηγούσε το γεγονός ότι ο κόσμος μας αναδύει έντονα τη δυσωδία της κόλασης. Όπως, τουλάχιστον, περιγράφεται η κόλαση στο παγκόσμιο χονδρεμπόριο του συμβολισμού: ο θάνατος μοιράζεται γενναιόδωρα στους αδύναμους, η αδικία καίει το ηθικό πλεόνασμα της δικαιοσύνης, η βία και ο πόλεμος αποτελούν τα συνηθέστερα μέσα χάραξης των συνόρων και διαχωρισμού των ανθρώπων με κριτήρια εθνοτικά, φυλετικά, γλωσσικά ή θρησκευτικά, η ευτυχία κι η δυστυχία βρίσκονται σε ένα ανυπόφορο ισοζύγιο υπέρ της δεύτερης, ο πλούτος των ελαχίστων ανταλλάσσεται μόνο με την αθλιότητα των πολλών στην τράπεζα της ανισότητας. Πώς αλλιώς μπορεί να περιγραφεί η κόλαση, παρά σαν μια συλλογική τιμωρία του homo sapiens που έχασε τόσο νωρίς, τόσο άδοξα τον Παράδεισο κάτω από το δέντρο της γνώσης;
Για να είμαι δίκαιος, η παραδοχή του ιεράρχη ότι ο Διάβολος κυβερνά τον κόσμο δεν είναι ασυνεπής προς τα ευαγγελικά αξιώματα. Ο Διάβολος είναι ο «άρχων του κόσμου τούτου» κατά τους τέσσερις ευαγγελιστές. Οι οποίοι μας αποκαλύπτουν και την απόπειρα του Διαβόλου να εξαγοράσει τοn Χριστό προσφέροντάς του εξουσία σε όλα τα βασίλεια του κόσμου αν τον προσκυνούσε. Ως γνωστόν, ο Χριστός δεν τσίμπησε.
Αλλά εδώ ακριβώς η χριστιανική πίστη συλλαμβάνεται κλέπτουσα οπώρας. Διότι, στον αντίποδα της πεσιμιστικής παραδοχής για την κυριαρχία του διαβόλου στις επίγειες εξουσίες (που θα έδινε και μιαν αντεξουσιαστική πατίνα στην ηγεμονεύουσα πίστη του κόσμου μας) ο Παύλος – θεωρούμενος και θεμελιωτής της ορθόδοξης πίστης- έρχεται ως εισηγητής της διαπλοκής και απαιτεί υποταγή στην κοσμική εξουσία. «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. Ου γαρ εστίν εξουσία ει μη από Θεού. Αι δε ούσαι εξουσίαι υπό Θεού τεταγμέναι εισίν. Ώστε ο αντιτασσόμενος τη εξουσία τη του Θεού διαταγήν ανθέστηκεν» (Προς Ρωμαίους). Οοοπ, παιδιά, μας πιάσανε!
Πώς ξεπερνάμε τώρα αυτή την αντίφαση; Διότι, το κατά Παύλο μανιφέστο της υποταγής, απολύτως συνεπές προς τον ιστορικό βίο και πολιτεία της εκκλησίας, οδηγεί στο σχιζοφρενικό συμπέρασμα ότι το κατά Θεόν καθήκον των πιστών είναι η υποταγή στην εξουσία του Διαβόλου. Αυτό ίσως εξηγεί εν μέρει γιατί, έπειτα από δύο χιλιάδες χρόνια χριστιανισμού, έπειτα από πολλές χιλιάδες χρόνια προσήλωσης στο υπερφυσικό, το ιδεολογικό και ηθικό πλεονέκτημα του «καλού» αποδεικνύεται τόσο αδύναμο μπροστά στην υλική και πραγματική ηγεμονία του «κακού». Γιατί ο Διάβολος, που στατιστικά δεν έχει παρά ελάχιστους πιστούς (κι αυτούς κατά κανόνα στις φυλακές ή στα ψυχιατρεία), καταφέρνει να ποδηγετήσει τις αμέτρητες στρατιές του Θεού;
Μια εξήγηση είναι, λοιπόν, ότι το παιχνίδι είναι μάλλον σικέ. Ότι ο ανταγωνισμός Θεού και Διαβόλου για την αγορά των ψυχών μας είναι το ίδιο στρεβλός με τον ανταγωνισμό των ανθρώπινων αγορών που δεν μας έχουν εξασφαλίσει ούτε τον επίγειο καταναλωτικό παράδεισο τον οποίο υποσχέθηκαν οι ευαγγελιστές του καπιταλισμού. Αν είναι έτσι, η τράπεζα της πίστης θα αποδειχθεί το ίδιο αφερέγγυα με τις αμερικανικές τράπεζες και δεν θα μας επιστρέψει τους πολυαναμενόμενους τόκους της μετά θάνατον ζωής, επικαλούμενη επισφαλή δάνεια που έδωσε σε απίστους…
Μια άλλη εξήγηση είναι ότι ο Θεός έχει ακατάλληλους διαμεσολαβητές στη Γη. Αυτοί που διαχειρίζονται το fund of funds της ιστορίας, την πίστη, έχουν κάνει μια καραμπινάτη κατάχρηση. Μεταφράζουν τις υπεραξίες της σε επίγεια ισχύ και εξουσία, εκτρέποντάς τις στο ταμείο του διαβόλου. Ο Μπους επικαλέστηκε περίπου θεϊκή εντολή για να πραγματοποιήσει δύο πολέμους που μετέτρεψαν σε κόλαση τη μισή ήπειρο. Εν ονόματι του Θεού σπέρνουν αδιακρίτως το θάνατο και οι εκπρόσωποι του ισλαμοφασισμού. Ο Ντέιβιντ Ροκφέλερ ισχυριζόταν ότι τα χρήματά του τού τα έδινε ο Θεός αυτοπροσώπως. «Πιστεύω ότι η δύναμη να αποκτώ χρήματα είναι ένα δώρο από το Θεό, ώστε να αναπτυχθεί και να χρησιμοποιηθεί όσο το δυνατό καλύτερα για το καλό της ανθρωπότητας», έγραφε. Και το ίδιο πιστεύει ενδεχομένως ο συνεταίρος μας Μπιλ Γκέιτς και κάθε κάτοχος οικονομικής αυτοκρατορίας ο οποίος ελέγχει τα bites που χρησιμοποιούμε στους υπολογιστές μας, το πετρέλαιο που καίμε, το γάλα που πίνουμε, τα ρούχα που φοράμε, τις πληροφορίες που δεχόμαστε. Με τέτοιους ντίλερ είναι λογικό ο Θεός να χρεοκοπήσει επί Γης…
Ισως, όμως, τελικά η εξήγηση δεν είναι η συνειδητή ή ασυνείδητη προσχώρηση τόσων αυτόκλητων διαμεσολαβητών του Θεού στην εξουσία του Μαμμωνά. Ίσως το πρόβλημα είναι οι επίσημοι εκπρόσωποι του Θεού που διαχειρίζονται άτσαλα τον αιώνιο, καθολικό φόβο του θανάτου. Εγκλωβισμένοι στο στόχο της ιδεολογικής ηγεμονίας τους έναντι αλλοθρήκων, αθρήσκων και αλλοδόξων προσχώρησαν στο απαισιόδοξο αξίωμα «η κόλαση είναι οι άλλοι». Συναλλάχθηκαν με την εξουσία του παρόντος κόσμου και στέρησαν τους πιστούς τους από την ευκαιρία μιας ηθικά παραγωγικής συναλλαγής που δεν υποτάσσεται απαραίτητα στο δόγμα «εν εκκλησίαις ευλογείτε τον Θεόν». Ετσι, κάθε πιστός – ανεξαρτήτως πίστης- έχει την ευκαιρία να ξεφεύγει από όλα τα ηθικά διλήμματα, όλες τις ηθικές επιλογές. Χάρη σε μια δήλωση θρησκευτικής ταυτότητας μπαίνει αυτόματα στην κιβωτό της σωτηρίας. Όλα τα μείζονα διλήμματα δεν είναι δικά του. Δεν είναι ο άνθρωπος αλλά η ανθρωπότητα αυτή που κρίνεται. Δεν είναι ο πατριώτης αλλά η πατρίδα. Δεν είναι ο Έλληνας αλλά η Ελλάδα. Δεν είναι ο μουσουλμάνος αλλά το ισλάμ. Δεν είναι ο χριστιανός, αλλά οι χριστιανικές εκκλησίες που θα σώσουν τον κόσμο από μια δεύτερη πτώση. Ετσι, οι άλλοι, εκτός από κόλασή μας είναι και ο παράδεισός μας. Κι εμείς οι ίδιοι μπορεί να κυκλοφορούμε με το διάβολο στο κορμί μας, αρκεί να φοράμε περιβολή πιστού. Αλλωστε ο Χριστός (όπως και κάθε άλλο θρησκευτικό σύμβολο) έχει την κατάλληλη πολυσημία για να ικανοποιήσει τους πάντες. Είναι ο φτωχός μαραγκός για τους αναξιοπαθούντες, είναι ο κύριος της σοφίας για τους διανοούμενους, είναι ο βασιλεύς των βασιλέων γι’ αυτούς συνδιαχειρίζονται τις εξουσίες του κόσμου, είναι τιμωρός για όσους θέλουν να επιβάλλουν το δίκαιο της ισχύος, είναι φιλεύσπλαχνος για όσους περιθάλπουν την κατάφωρη αδικία, και τελικά τον Διάβολο.
Με τη σορό του αρχιεπισκόπου εκτεθειμένη για τέσσερις μέρες σε λαϊκό προσκύνημα, με τους χιλιάδες πιστούς να παρελαύνουν μπροστά του με εκδηλώσεις σεμνής (ή υστερικής) λατρείας, με την πίστη κάθε απόχρωσης να κινητοποιεί εκατομμύρια ανθρώπους σε ανατολή και δύση και να τους ωθεί στις πιο δημιουργικές ή στις πιο καταστροφικές δραστηριότητες, στους πιο αιματηρούς πολέμους ή στις πιο κερδοφόρες ειρηνικές μπίζνες, θα μπορούσε να πει κανείς ότι, πέραν πάσης αμφιβολίας, τον κόσμο τον κυβερνά ο Θεός.
Μη ρωτάτε «ποιος Θεός;». Δεν έχει μεγάλη σημασία αν είναι ο Θεός της Παλαιάς ή της Καινής Διαθήκης, ο Θεός του Κορανίου ή οι θεοί των Ινδουιστών. Ο Θεός, σε κάθε εκδοχή του, διαπερνά την καθημερινότητα άνω των 5 δισ. ανθρώπων, έναντι μόλις 1 δισ. που δηλώνουν άθρησκοι, άθεοι ή αγνωστικιστές. Στην πραγματικότητα ελάχιστοι κι απ’ αυτούς έχουν πάρει διαζύγιο από την παρηγορητική ιδέα μιας «δεύτερης ευκαιρίας».
Με δεδομένη τη συντριπτική υπεροχή των πιστών ο κόσμος μας θα έπρεπε να διέπεται από την τάξη του Θεού. Την τάξη που, ανεξάρτητα από τις θεμελιώδεις τους διαφορές, οι θρησκείες του κόσμου συμπυκνώνουν στην εξίσου θεμελιώδη τους σύγκλιση: στη μανιχαϊστική πάλη καλού και κακού, στον ανταγωνισμό φωτός και σκότους. Αφού, λοιπόν, τόσοι πολλοί άνθρωποι είναι πιστοί-οφειλέτες του «Καλού» πώς δεν παράγουν υπεραξίες καλοσύνης, αρμονίας και συνύπαρξης, γιατί ο Παράδεισος δεν είναι ήδη εδώ;
Προφανώς τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Άκουσα προ ημερών έναν ιεράρχη (από τους δεκάδες που παρέλασαν σε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα για να εξάρουν τον ρόλο του εκλιπόντος αρχιεπισκόπου), να λέει ορθά κοφτά ότι ο Διάβολος κυβερνά τον κόσμο, όχι ο Θεός. Ετσι εξηγούσε το γεγονός ότι ο κόσμος μας αναδύει έντονα τη δυσωδία της κόλασης. Όπως, τουλάχιστον, περιγράφεται η κόλαση στο παγκόσμιο χονδρεμπόριο του συμβολισμού: ο θάνατος μοιράζεται γενναιόδωρα στους αδύναμους, η αδικία καίει το ηθικό πλεόνασμα της δικαιοσύνης, η βία και ο πόλεμος αποτελούν τα συνηθέστερα μέσα χάραξης των συνόρων και διαχωρισμού των ανθρώπων με κριτήρια εθνοτικά, φυλετικά, γλωσσικά ή θρησκευτικά, η ευτυχία κι η δυστυχία βρίσκονται σε ένα ανυπόφορο ισοζύγιο υπέρ της δεύτερης, ο πλούτος των ελαχίστων ανταλλάσσεται μόνο με την αθλιότητα των πολλών στην τράπεζα της ανισότητας. Πώς αλλιώς μπορεί να περιγραφεί η κόλαση, παρά σαν μια συλλογική τιμωρία του homo sapiens που έχασε τόσο νωρίς, τόσο άδοξα τον Παράδεισο κάτω από το δέντρο της γνώσης;
Για να είμαι δίκαιος, η παραδοχή του ιεράρχη ότι ο Διάβολος κυβερνά τον κόσμο δεν είναι ασυνεπής προς τα ευαγγελικά αξιώματα. Ο Διάβολος είναι ο «άρχων του κόσμου τούτου» κατά τους τέσσερις ευαγγελιστές. Οι οποίοι μας αποκαλύπτουν και την απόπειρα του Διαβόλου να εξαγοράσει τοn Χριστό προσφέροντάς του εξουσία σε όλα τα βασίλεια του κόσμου αν τον προσκυνούσε. Ως γνωστόν, ο Χριστός δεν τσίμπησε.
Αλλά εδώ ακριβώς η χριστιανική πίστη συλλαμβάνεται κλέπτουσα οπώρας. Διότι, στον αντίποδα της πεσιμιστικής παραδοχής για την κυριαρχία του διαβόλου στις επίγειες εξουσίες (που θα έδινε και μιαν αντεξουσιαστική πατίνα στην ηγεμονεύουσα πίστη του κόσμου μας) ο Παύλος – θεωρούμενος και θεμελιωτής της ορθόδοξης πίστης- έρχεται ως εισηγητής της διαπλοκής και απαιτεί υποταγή στην κοσμική εξουσία. «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. Ου γαρ εστίν εξουσία ει μη από Θεού. Αι δε ούσαι εξουσίαι υπό Θεού τεταγμέναι εισίν. Ώστε ο αντιτασσόμενος τη εξουσία τη του Θεού διαταγήν ανθέστηκεν» (Προς Ρωμαίους). Οοοπ, παιδιά, μας πιάσανε!
Πώς ξεπερνάμε τώρα αυτή την αντίφαση; Διότι, το κατά Παύλο μανιφέστο της υποταγής, απολύτως συνεπές προς τον ιστορικό βίο και πολιτεία της εκκλησίας, οδηγεί στο σχιζοφρενικό συμπέρασμα ότι το κατά Θεόν καθήκον των πιστών είναι η υποταγή στην εξουσία του Διαβόλου. Αυτό ίσως εξηγεί εν μέρει γιατί, έπειτα από δύο χιλιάδες χρόνια χριστιανισμού, έπειτα από πολλές χιλιάδες χρόνια προσήλωσης στο υπερφυσικό, το ιδεολογικό και ηθικό πλεονέκτημα του «καλού» αποδεικνύεται τόσο αδύναμο μπροστά στην υλική και πραγματική ηγεμονία του «κακού». Γιατί ο Διάβολος, που στατιστικά δεν έχει παρά ελάχιστους πιστούς (κι αυτούς κατά κανόνα στις φυλακές ή στα ψυχιατρεία), καταφέρνει να ποδηγετήσει τις αμέτρητες στρατιές του Θεού;
Μια εξήγηση είναι, λοιπόν, ότι το παιχνίδι είναι μάλλον σικέ. Ότι ο ανταγωνισμός Θεού και Διαβόλου για την αγορά των ψυχών μας είναι το ίδιο στρεβλός με τον ανταγωνισμό των ανθρώπινων αγορών που δεν μας έχουν εξασφαλίσει ούτε τον επίγειο καταναλωτικό παράδεισο τον οποίο υποσχέθηκαν οι ευαγγελιστές του καπιταλισμού. Αν είναι έτσι, η τράπεζα της πίστης θα αποδειχθεί το ίδιο αφερέγγυα με τις αμερικανικές τράπεζες και δεν θα μας επιστρέψει τους πολυαναμενόμενους τόκους της μετά θάνατον ζωής, επικαλούμενη επισφαλή δάνεια που έδωσε σε απίστους…
Μια άλλη εξήγηση είναι ότι ο Θεός έχει ακατάλληλους διαμεσολαβητές στη Γη. Αυτοί που διαχειρίζονται το fund of funds της ιστορίας, την πίστη, έχουν κάνει μια καραμπινάτη κατάχρηση. Μεταφράζουν τις υπεραξίες της σε επίγεια ισχύ και εξουσία, εκτρέποντάς τις στο ταμείο του διαβόλου. Ο Μπους επικαλέστηκε περίπου θεϊκή εντολή για να πραγματοποιήσει δύο πολέμους που μετέτρεψαν σε κόλαση τη μισή ήπειρο. Εν ονόματι του Θεού σπέρνουν αδιακρίτως το θάνατο και οι εκπρόσωποι του ισλαμοφασισμού. Ο Ντέιβιντ Ροκφέλερ ισχυριζόταν ότι τα χρήματά του τού τα έδινε ο Θεός αυτοπροσώπως. «Πιστεύω ότι η δύναμη να αποκτώ χρήματα είναι ένα δώρο από το Θεό, ώστε να αναπτυχθεί και να χρησιμοποιηθεί όσο το δυνατό καλύτερα για το καλό της ανθρωπότητας», έγραφε. Και το ίδιο πιστεύει ενδεχομένως ο συνεταίρος μας Μπιλ Γκέιτς και κάθε κάτοχος οικονομικής αυτοκρατορίας ο οποίος ελέγχει τα bites που χρησιμοποιούμε στους υπολογιστές μας, το πετρέλαιο που καίμε, το γάλα που πίνουμε, τα ρούχα που φοράμε, τις πληροφορίες που δεχόμαστε. Με τέτοιους ντίλερ είναι λογικό ο Θεός να χρεοκοπήσει επί Γης…
Ισως, όμως, τελικά η εξήγηση δεν είναι η συνειδητή ή ασυνείδητη προσχώρηση τόσων αυτόκλητων διαμεσολαβητών του Θεού στην εξουσία του Μαμμωνά. Ίσως το πρόβλημα είναι οι επίσημοι εκπρόσωποι του Θεού που διαχειρίζονται άτσαλα τον αιώνιο, καθολικό φόβο του θανάτου. Εγκλωβισμένοι στο στόχο της ιδεολογικής ηγεμονίας τους έναντι αλλοθρήκων, αθρήσκων και αλλοδόξων προσχώρησαν στο απαισιόδοξο αξίωμα «η κόλαση είναι οι άλλοι». Συναλλάχθηκαν με την εξουσία του παρόντος κόσμου και στέρησαν τους πιστούς τους από την ευκαιρία μιας ηθικά παραγωγικής συναλλαγής που δεν υποτάσσεται απαραίτητα στο δόγμα «εν εκκλησίαις ευλογείτε τον Θεόν». Ετσι, κάθε πιστός – ανεξαρτήτως πίστης- έχει την ευκαιρία να ξεφεύγει από όλα τα ηθικά διλήμματα, όλες τις ηθικές επιλογές. Χάρη σε μια δήλωση θρησκευτικής ταυτότητας μπαίνει αυτόματα στην κιβωτό της σωτηρίας. Όλα τα μείζονα διλήμματα δεν είναι δικά του. Δεν είναι ο άνθρωπος αλλά η ανθρωπότητα αυτή που κρίνεται. Δεν είναι ο πατριώτης αλλά η πατρίδα. Δεν είναι ο Έλληνας αλλά η Ελλάδα. Δεν είναι ο μουσουλμάνος αλλά το ισλάμ. Δεν είναι ο χριστιανός, αλλά οι χριστιανικές εκκλησίες που θα σώσουν τον κόσμο από μια δεύτερη πτώση. Ετσι, οι άλλοι, εκτός από κόλασή μας είναι και ο παράδεισός μας. Κι εμείς οι ίδιοι μπορεί να κυκλοφορούμε με το διάβολο στο κορμί μας, αρκεί να φοράμε περιβολή πιστού. Αλλωστε ο Χριστός (όπως και κάθε άλλο θρησκευτικό σύμβολο) έχει την κατάλληλη πολυσημία για να ικανοποιήσει τους πάντες. Είναι ο φτωχός μαραγκός για τους αναξιοπαθούντες, είναι ο κύριος της σοφίας για τους διανοούμενους, είναι ο βασιλεύς των βασιλέων γι’ αυτούς συνδιαχειρίζονται τις εξουσίες του κόσμου, είναι τιμωρός για όσους θέλουν να επιβάλλουν το δίκαιο της ισχύος, είναι φιλεύσπλαχνος για όσους περιθάλπουν την κατάφωρη αδικία, και τελικά τον Διάβολο.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (2/2/2008)
Να μην είναι ο άνθρωπος αιτία εαυτού. Να δένεται από γεννησιμιού του σε ένα σόι, μια γενεαλογία, μια γλώσσα και μια ιστορία. Να έχει μια κληρονομιά, προς λήψη και μετάδοση, η οποία προηγείται και έπεται του ίδιου, ένα κληροδότημα οικουμενικό όσο και τοπικό, του οποίου δεν έχει ως άτομο την ελεύθερη διάθεση, ιδού μερικές αλήθειες άχρηστες στην πραγματικότητα για τον υποψήφιο self-made-man ο οποίος φαντάζεται ότι μπορεί να αποκτήσει τα πάντα με την ανταλλαγή και το χρήμα, χωρίς να οφείλει τίποτα σε κανέναν. Το συμβολικό δεν είναι αυτό του οποίου κανένας δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδιοκτήτης; Αυτό που δεν αγοράζεται ούτε ανταλλάσσεται; Δυσάρεστη έκπληξη για τον χειραφετημένο: υπάρχουν, λοιπόν, πράγματα που δεν είναι κινητά ή ακίνητα αγαθά; Είμαστε υποχρεωμένοι, εμείς οι κύριοι, κάτοχοι και δημιουργοί του κόσμου, να ανήκουμε σε αυτό που δεν μας ανήκει; Κρύψτε αυτό το χρέος που δεν αντέχω να βλέπω…
Regis Debray, «Ανθρώπων Κοινωνίες»
Regis Debray, «Ανθρώπων Κοινωνίες»
Subscribe to:
Posts (Atom)