Saturday, June 29, 2024

Ανοιξη, φθινόπωρο, χειμώνας μες στο κατακαλόκαιρο

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 29-30/6/2024

Μαρκ Σαγκάλ, "Τέσσερις εποχές" 

Υπάρχει μια παράδοξη εκ πρώτης όψεως αναντιστοιχία ανάμεσα σε αυτό που συμβαίνει στην οικονομία, αυτό που επικρατεί στην κοινωνία και αυτό που συντελείται στην πολιτική. Αν υποθέσουμε ότι αυτές οι τρεις σφαίρες που συνθέτουν τη δημόσια ζωή έχουν μια σχετική αυτονομία, αλλά χωρίς ποτέ να σταματά η αλληλεπίδρασή τους, αυτή τη στιγμή σε καθεμιά τους επικρατεί μια εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα. Αν οι ατμόσφαιρες αντιστοιχούσαν σε εποχές, θα έλεγα ότι την ώρα που στην οικονομία είναι άνοιξη, στην κοινωνία επικρατεί φθινόπωρο και στην πολιτική βαρύς χειμώνας. Το όλον, πάντως, στη σύνθεσή του δεν μας κάνει με τίποτα καλοκαίρι, κατακαλόκαιρο, καυτό, άνυδρο και ανεμώδες, όπως αυτό που διανύουμε. 

Το κλίμα στην οικονομία είναι ανοιξιάτικο, εύκρατο και υγιεινό, όχι απαραίτητα για μας τους κοινούς θνητούς, αλλά οπωσδήποτε για τη μεγάλη επιχειρηματικότητα, εγχώρια και αλλοδαπή, μόνιμη και περαστική, της αρπαχτής. Για παράδειγμα, αν υποθέσουμε ότι το χρηματιστήριο καθρεφτίζει κάπως αυτό το κλίμα, οφείλουμε να αποδώσουμε στη διακυβέρνηση Μητσοτάκη τα εύσημα ότι στην πενταετία της σχεδόν τριπλασιάστηκαν η απόδοση των μετοχών και οι σχετικοί δείκτες, παρά την πανδημία και τα μίνι κραχ που προκάλεσε. Η κερδοφορία των εισηγμένων επιχειρήσεων χάρη στον πληθωρισμό και στο δημόσιο χρήμα των συμβάσεων, προμηθειών, αναθέσεων και παραχωρήσεων έχει πάει καλύτερα από ποτέ και γι’ αυτό οι μέτοχοί τους φέτος αναμένεται να παντελονιάσουν μερίσματα σχεδόν 4 δισ. ευρώ. Οι επικεφαλής των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, παρά τις επιμέρους γκρίνιες και αβεβαιότητες, δεν κρύβουν την ικανοποίηση, αν όχι και ευγνωμοσύνη τους, για τις βασικές πολιτικές της κυβέρνησης. Και γενικώς έχουν μεγάλες προσδοκίες να πάνε ακόμη καλύτερα και να κάνουν επικερδή ντιλ όχι μόνο με το βαθύ κράτος, αλλά και με ξένα κεφάλαια, που αγοράζουν εκλεκτά ελληνικά επιχειρηματικά φιλέτα, προς μεγάλη χαρά των Ελλήνων ιδιοκτητών τους που γεμίζουν τα ταμεία τους. Η άνοιξη στην οικονομία είναι τόσο ανθηρή, που οι επιχειρηματικές ελίτ σχεδόν κρατάνε την ανάσα τους μη γίνει καμιά στραβή, εδώ ή στην Ευρώπη, και καταστραφεί η πολλά υποσχόμενη ανθοφορία της. 

Στην κοινωνία, για την ακρίβεια στο τμήμα της που βρίσκεται κάτω από το πλουσιότερο 10% με 20%, το κλίμα είναι φθινοπωρινό. Οχι με την ηπιότητα και τη γλυκύτητα της μετάβασης, αλλά με τη μουντάδα και τις σφοδρές εναλλαγές μιας διαταραγμένης από την κλιματική κρίση εποχής. Δυσφορία είναι η κατάλληλη λέξη, που κλιμακώνεται αντιστρόφως ανάλογα με το εισόδημα και τον φόβο οικονομικής επιδείνωσης. Η άνοιξη που επικρατεί στους ψηλούς ορόφους της οικονομικής πυραμίδας δεν αφήνει ούτε ανθάκι να πέσει στους κάτω ορόφους. Παρότι είμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού, κι οπωσδήποτε ακόμη κι οι πιο πιεσμένοι οικονομικά ψάχνουν τρόπους να μετατρέψουν την ανέχειά τους σε μιαν ελάχιστη δόση θερινής απόλαυσης, οι υποτελείς τάξεις διανύουν εποχή μεγάλης δυσφορίας. Η πιο ενδιαφέρουσα και ευρεία έκφραση αυτής της δυσφορίας ήταν η αποχή από τις ευρωεκλογές. Μπορεί να μην παράγει άμεσα πολιτικά αποτελέσματα, αλλά ήταν η πιο ρητή, αν και σιωπηρή, διακήρυξη ότι εκατομμύρια πολίτες, και ιδιαίτερα νέοι, δεν έχουν πλέον καμιά προσδοκία από την πολιτική και το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Και, βέβαια, δεν συμμερίζονται ούτε την εαρινή αισιοδοξία της οικονομικής ελίτ, του συρρικνούμενου «κόμματος των ικανοποιημένων», ούτε τη χειμερινή αταραξία της πολιτικής ελίτ, που προσποιείται ότι δεν έπαθε και τίποτα φοβερό από την αποχή. Δεν έχουμε καμιά ένδειξη προς το παρόν ότι αυτή η «μεγάλη παραίτηση» από την πολιτική μπορεί να διοχετευτεί σε κάτι άλλο, πιο δυναμικό, εκρηκτικό και επιδραστικό, ωστόσο η σημασία φωλιάζει πάντα στ’ ανύποπτα. 

Και πάμε στην τρίτη σφαίρα του δημόσιου βίου, όπου επικρατεί βαρύς χειμώνας μες στο κατακαλόκαιρο. Στο κομματικό σύστημα επικρατεί μεγάλη αναταραχή, οριζοντίως. Ο μόνος πυλώνας του που φαίνεται να κρατά την ψυχραιμία του είναι η Ακροδεξιά, που προφανώς περιμένει την έκβαση των γαλλικών εκλογών για να ξετσουμίσει και να επιχειρήσει να φτιάξει μια εγχώρια ρεπλίκα «εθνικού συναγερμού» α λα Λεπέν που θα αποσπάσει την έγκριση ή την ανοχή του «συστήματος» για να κάνει παιχνίδι. Δευτερευόντως, ψύχραιμο φαίνεται και το ΚΚΕ, που θέλει με κάθε τρόπο να αποφύγει διλήμματα σε περίπτωση πλήρους ρευστοποίησης του πολιτικού σκηνικού. Σε όλο το λοιπό φάσμα υπάρχει ανακατωσούρα, με τις ανοιχτές κρίσεις ηγεσίας στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ και την όλο και πιο αισθητή αμφισβήτηση του Μητσοτάκη. Ενδεχομένως ο Κασσελάκης να έχει ένα δίκιο στον ισχυρισμό ότι η συζήτηση για την (ανα)σύνθεση της Κεντροαριστεράς έχει υποβολείς στο «βαθύ σύστημα» της χώρας, αλλά επειδή και ο ίδιος είναι προϊόν και μέρος αυτού του συστήματος η καταγγελία του θα είχε αξία αν κατονόμαζε κάποιους από αυτούς τους υποβολείς. 

Αυτό που είναι δεδομένο είναι πως τα ακραία χειμωνιάτικα καιρικά φαινόμενα στο κομματικό σύστημα θα καταλήξουν σε (απροσδιόριστη προς το παρόν) ριζική ανασύνθεσή του. Γιατί; Γιατί ο κατακερματισμός που επικρατεί σήμερα δεν εμπνέει σταθερότητα και ασφάλεια στην ιθύνουσα τάξη, τουλάχιστον όχι στο σύνολό της. Δεν εγγυάται ασφαλείς λύσεις εναλλαγής στη διακυβέρνηση. Εδώ που τα λέμε, τα πειράματα των ετερόκλητων συμμαχιών ή των «τεχνοκρατών» που δοκιμάστηκαν την εποχή της μνημονιακής κονιορτοποίησης των κομμάτων αποδείχτηκαν φιάσκο σε σχέση με τον παλιό, καλό, δοκιμασμένο δικομματισμό, ή μια έστω ατελή νέα εκδοχή του, που πάντως θα έχει ηγεσίες με διάρκεια, συναίνεση και συνοχή. 

Με λίγα λόγια, για να διατηρηθεί η άνοιξη που απολαμβάνει (ή νομίζει ότι απολαμβάνει) η άρχουσα τάξη στο πεδίο της οικονομίας πρέπει να βγουν το ταχύτερο δυνατό από τη βαρυχειμωνιά τους το πολιτικό και κομματικό σύστημα της χώρας, όσες θυσίες κι αν απαιτηθούν γι’ αυτό. Ανάμεσα στους δύο πυλώνες της εξουσίας χρειάζεται ένας συντονισμός και συγχρονισμός εποχών, κλίματος και ατμόσφαιρας, ώστε να αποφευχθεί κάτι χειρότερο: μια εκτροπή της φθινοπωρινής δυσφορίας που προς το παρόν επικρατεί στις υποτελείς τάξεις σε ένα φλογερό, εκρηκτικό καλοκαίρι ή έναν βαρύ, θυελλώδη χειμώνα. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Ο ευκολότερος τρόπος να καταστραφεί μια δημοκρατία όπου την εξουσία ασκεί ο όχλος είναι να εμπλακεί σε εγχειρήματα που φαίνονται τολμηρά και γενναία. Διότι αν ο λαός μετράει σε κάτι, τότε πρέπει να τον έχεις μαζί σου, αφού και εκείνοι που έχουν αντίθετη γνώμη δεν θα μπορέσουν να τον σταματήσουν. Αλλά αν αυτό καταστρέφει την πόλη, καταστρέφει ακόμη χειρότερα εκείνους, ειδικότερα, τους πολίτες που τίθενται επικεφαλής τέτοιων εγχειρημάτων. Διότι ο λαός, θεωρώντας τη νίκη δεδομένη, όταν φτάνει η ήττα δεν τα ρίχνει στη μοίρα ή την ανικανότητα, αλλά στην άγνοια και την κακοκεφαλιά του επικεφαλής. Αυτός, λοιπόν, συνήθως σκοτώνεται ή φυλακίζεται ή εξορίζεται, όπως συνέβη σε αναρίθμητους Καρχηδόνιους ή Αθηναίους στρατηγούς. Δεν βοηθούν, μάλιστα, κανέναν απ’ αυτούς ούτε οι νίκες που προηγήθηκαν, αφού τις σβήνουν οι τωρινές συμφορές. 

Νικολό Μακιαβέλι, «Η χειραγώγηση του όχλου» (από το έργο «Λόγος επί των δέκα πρώτων βιβλίων του Τίτου Λίβιου», 1512-1517)


Saturday, June 22, 2024

Το ίδρυμά μου

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 22-23/6/2024

Ζητείται κτήριο για στέγαση ιδρύματος, κατά προτίμηση
 μπρουταλιστικής αισθητικής

Ιδρυμα εκ του ελληνικού ρήματος ιδρύω ή ινστιτούτο εκ του λατινικού instituo; Ισχυρό το δίλημμα για το πού θα στεγάσω την υστεροφημία μου όταν μεγαλώσω, αν και έχω μεγαλώσει τόσο πια που είμαι ήδη σκιά της υστεροφημίας μου. Από τη μια μεριά το ινστιτούτο έχει κάτι πιο στέρεο, πιο τεχνοκρατικό και συμπαγές, σαν το status που σημαίνει τον σταθερό, αλλά και την κατάσταση, που δεν είναι πάντα σταθερή, αλλά η χρήση του έχει γενικευτεί μέχρι και στην αισθητική, που υποθέτω πως υπερβαίνει το πεδίο του πνεύματος, της επιστήμης, του πολιτισμού που κατά κανόνα αποτελούν αντικείμενα των «ινστιτούτων», ή μήπως όχι και τελικά οι μεσοθεραπείες, οι καθαρισμοί προσώπου, τα λέιζερ, οι θεραπείες κυτταρίτιδας είναι εικαστικές εκδοχές της ζωγραφικής προσώπου και της γλυπτικής σώματος; 


 Από την άλλη το ίδρυμα συνδέεται με κάτι το ιερό, το κοινωφελές, το φιλανθρωπικό ή καλύτερα το ανθρωπιστικό, αν και ταυτόχρονα έχει κάτι το ερμητικό, το περίκλειστο, είναι συνδεδεμένο με καταστάσεις εγκλεισμού και μακρόχρονης διαβίωσης από το κανονικό κοινωνικό περιβάλλον, ίδρυμα μπορεί να είναι και μια φυλακή, ίδρυμα μπορεί να είναι και μια αποθήκη ανθρώπινων πλασμάτων που ξεφεύγουν από το «φυσιολογικό» και το «κανονικό», αν και ο ιδρυματισμός με την ευρύτατη έννοιά του μπορεί να προκύψει και χωρίς εγκλεισμό: ακόμη και η μονοδιάστατη ύπαρξη στον κόσμο των σόσιαλ μίντια, το να είμαι εγώ, η μιντιακή περσόνα μου, η οθόνη μου, το πληκτρολόγιό μου και πίσω από αυτά ένας κόσμος ψηφιακών πλασμάτων, μια κοινωνία αλγορίθμων, ίσως είναι ήδη κι αυτό μια μορφή ιδρυματισμού. 


Πάντως, είτε ινστιτούτο είτε ίδρυμα, χωρίς λεφτά δεν γίνεται τίποτα. Αν ξεπεράσω το βασικό δίλημμα της μορφής στέγασης της υστεροφημίας και της ματαιοδοξίας μου, θα πρέπει να λύσω και το πρόβλημα της χρηματοδότησης. Μια μαγιά είναι ίσως το εφάπαξ, αν και όποτε πάρω σύνταξη, αλλά κατά τα φαινόμενα αυτό δεν θα φτάνει να αγοράσεις ούτε ηλεκτρικό ποδήλατο (ηλεκτρικό, γιατί δεν νοείται ίδρυμα και ινστιτούτο χωρίς στόχους πράσινης μετάβασης), αφήστε δε που πιθανότατα θα το ρουφήξουν τα τραπεζικά και λοιπά χρέη. Για αποταμιεύσεις ούτε λόγος, από ακίνητη περιουσία κάτι παίζει, αλλά με υποθήκες, επομένως το ινστιτούτο/ίδρυμά μου θα γεννηθεί, αν γεννηθεί, φτωχό και ανέστιο κι η μόνη λύση χρηματοδότησης θα είναι τα λεφτά των άλλων. Ενα κράουντ φάντινγκ, όμως, έχει κι αυτό τις δυσκολίες και τους κανόνες του, κι οπωσδήποτε δεν αποφεύγει τα δύο θεμέλια του κόσμου μας, το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την Εφορία, γιατί το χρήμα δεν μπορεί παρά να είναι μόνο τραπεζικό και φορολογούμενο, έτσι δεν είναι; Αυτό βεβαίως σημαίνει ότι όσο εναλλακτικό και αντισυστημικό κι αν οραματίζομαι το ίδρυμά μου, στο τέλος κι αυτό θα περάσει από τον πάγκο του χασάπη. 


Βεβαίως, αν υποθέσουμε ότι λύνουμε το τεχνικό σκέλος της χρηματοδότησης του ιδρύματός μου, το βασικό ερώτημα για να προσελκύσω τα λεφτά των άλλων, μεγάλων ή μικρών δωρητών, είναι το ποιους σκοπούς θα υπηρετεί. Φυσικά, οι σκοποί πρέπει να υπηρετούν εκτός από τη ματαιοδοξία μου και κάτι από αυτά που υποτίθεται ότι υπηρέτησε το πέρασμά μου από τον δημόσιο και ιδιωτικό βίο, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων διαψεύσεων και των ατομικών και συλλογικών ηττών στις οποίες συνέβαλα. Αλλά το βρίσκω απίθανο να βρουν αρκετοί ελκυστικό το να χρηματοδοτήσουν έστω και με ένα ευρώ ένα ινστιτούτο για τις επαναστάσεις που χάθηκαν, πνίγηκαν στο αίμα ή στον αφρό ξυρίσματος, ένα ίδρυμα για τους επαναστάτες που αυτοκτόνησαν από απογοήτευση ή μετέτρεψαν την αθεράπευτη ιστορική αισιοδοξία τους σε αυταρχισμό και επιβολή, μια ΜΚΟ για οραματιστές, ουτοπιστές και αντεξουσιαστές που μεταλλάχθηκαν στα αντίθετά τους, έναν οργανισμό για μεταρρυθμιστές που έγιναν αντιμεταρρυθμιστές, για αριστερούς που έγιναν δεξιοί, αντιφασίστες που έγιναν μεταφασίστες, κομμουνιστές που έγιναν νεοφιλελεύθεροι, αναρχικούς που μεταμορφώθηκαν σε εξουσιαστές, αναρχοχάκερ και τεχνοφρικιά που έχουν γίνει άπληστοι ιδιοκτήτες πολυεθνικών ψηφιακών δικτατοριών. Θα ήταν ίσως πιο πρωτότυπο ένα ίδρυμα αφιερωμένο στη μελέτη ανθρώπων που είχαν ακριβώς την αντίστροφη πορεία από τους προαναφερόμενους, αλλά δυστυχώς η πρώτη ύλη του ιστορικού παρελθόντος μας και του άνυδρου παρόντος μας είναι απελπιστικά φτωχή σε τέτοια παραδείγματα. Ελπίζω το μέλλον να με εκπλήξει ευχάριστα, αλλά προς το παρόν το ίδρυμά μου χρειάζεται έναν πιο χειροπιαστό και ελκυστικό για χρηματοδότες σκοπό. 


Υπάρχουν οι πολύ τρέντι σκοποί, ιδρύματα και ινστιτούτα για την εμβάθυνση της δημοκρατίας (με τη στήριξη αποσυρμένων δικτατόρων), για τη βιώσιμη ανάπτυξη (με τη χρηματοδότηση πρώην αποικιοκρατών), για την πράσινη μετάβαση σε έναν κόσμο χωρίς ορυκτά καύσιμα και εκπομπές αερίου (με χορηγούς εταιρείες εξόρυξης), για την εξάλειψη θανατηφόρων λοιμώξεων (με τη βοήθεια των φαρμακευτικών) ή για τη μείωση της εργασιακής εκμετάλλευσης (με τη θερμή υποστήριξη των πολυεθνικών ψηφιακών πλατφορμών). Αλλά εκτιμώ ότι αυτό το πεδίο είναι κορεσμένο και σε ζήτηση και σε προσφορά, οπότε το ίδρυμά μου ίσως πρέπει να αφιερωθεί στο μόνο αντικείμενο που, αν και αγγίζει την πλειονότητα των ανθρώπων, έχει μείνει στα αζήτητα της αγοράς ιδρυμάτων: την αποτυχία και τους αποτυχημένους. Αυτό λέω να είναι το ίδρυμά μου. Το Ιδρυμα της Αποτυχίας. Κι αν αποτύχει κι αυτό, όλο και κάποιο ίδρυμα θα βρεθεί να εγκλειστώ σ’ αυτό και να με περιθάλψει μέχρι να περάσω στην αθανασία ή στη λήθη. 


ΥΓ.: Αφιερωμένο εξαιρετικά σε όλα τα ινστιτούτα και ιδρύματα της επιχειρηματικής και πολιτικής ελίτ της χώρας και όλου του κόσμου και στους ιδρυτές / εμπνευστές τους, ζώντες ή τεθνεώτες, που έχουν τη βεβαιότητα 1) ότι κάτι καινούργιο έχουν να πουν, 2) ότι δικαιούνται μια ξεχωριστή θέση στην αγορά υστεροφημίας και αθανασίας, 3) ότι δεν έχουν να λογοδοτήσουν για τίποτα και σε κανέναν. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά,

ποια παράξενη θυσία η ζωή να σου χρωστά.

Ηρθαν διψασμένοι Κροίσοι, ταπεινοί προσκυνητές,

κι απ’ του κήπου σου τη βρύση δεν τους δρόσισες ποτές.


Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά,

μα 'ρθαν καιροί που σε πιστέψαμε βαθιά.

Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς,

Ομορφονιά που δε σε κέρδισε κανείς.


Νίκου Γκάτσου, «Αθανασία» (από τον ομώνυμο δίσκο του Μάνου Χατζιδάκι, 1976)


Sunday, June 16, 2024

Το ορφανό μήνυμα της κάλπης

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 15-16/6/2024 

Η Ντόρα Μπακογιάννη έχει δίκιο. Ο μόνος που φαίνεται να έλαβε κάτι από το περίφημο μήνυμα της κάλπης της περασμένης Κυριακής είναι ο αδελφός της, τυγχάνων και πρωθυπουργός. Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών ήταν ένας πραγματικός σεισμός για το σύνολο του κομματικού συστήματος. Οχι τόσο με όσα είπαν οι πολίτες, αλλά κυρίως με όσα δεν είπαν. Για την ακρίβεια, κυρίως με αυτούς που δεν είπαν τίποτα, που απείχαν. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραδέχτηκε ρητά ότι το 41%, πάνω στο οποίο ήταν καλαμοκαβαλημένος τον τελευταίο χρόνο, μετά τον διπλό του θρίαμβο πέρσι, πάει περίπατο. Και πρέπει να πορευτεί με ό,τι του απέμεινε και να προσπαθήσει να επανασυγκολλήσει τα θρύψαλα στα οποία αποσυντέθηκε το κόμμα των ικανοποιημένων και αισιόδοξων, που εξελίχθηκε ραγδαία σε απόκομμα ανικανοποίητων και απαισιόδοξων. Ο Κυριάκος πήρε το μήνυμα της εξαφάνισης περίπου ενός εκατομμυρίου ψηφοφόρων από το εκλογικό χαρτοφυλάκιό του και το έκανε προς το παρόν ανασχηματισμό, με μια χλιαρή ανακύκλωση προσώπων στο υπουργικό συμβούλιο, και στη συνέχεια, υποθέτω, θα το κάνει διορθωτικές παρεμβάσεις σε κρίσιμα πεδία της κυβερνητικής πολιτικής που αποδοκιμάστηκαν εκκωφαντικά στις ευρωεκλογές.

Ο Μητσοτάκης πήρε το μήνυμα της κάλπης, για την ακρίβεια τη βολική πλευρά του που σηκώνει μπαλώματα, και κάνει ό,τι μπορεί για να παρατείνει την κυριαρχία του. Ολοι οι άλλοι έχουν μείνει αχάμπαροι, όπως εσχάτως έμαθα ότι λένε στην Κύπρο. Ητοι δεν έχουν πάρει χαμπάρι. Πανηγυρίζουν ως νικητές πάνω στα ερείπια μιας συλλογικής ήττας. Για να είμαι δίκαιος, όχι όλοι στον ίδιο βαθμό και με την ίδια αμετροέπεια. Το ΚΚΕ, που είχε και τις λιγότερες απώλειες από την αποχή, επέδειξε κάποια μετριοπάθεια στην αποτίμηση της καλής επίδοσής του. Ο ακροδεξιός Βελόπουλος αντέδρασε με τυχοδιωκτική ευφυΐα, βλέποντας μια ευκαιρία να γίνει αυτός ο δεύτερος ισχυρός πόλος του κομματικού συστήματος και να παζαρέψει νομές εξουσίας εντός της μεγάλης (ακρο)Δεξιάς. Οι λοιποί στην κοσμάρα τους.

Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται πως η χειρότερη εδώ και 12 χρόνια εκλογική επίδοση του κόμματός του είναι ισχυρή εντολή όχι μόνο να συνεχίσει, αλλά και να διεκδικήσει την ηγεσία μιας πιθανής σύνθεσης κομμάτων της Κεντροαριστεράς, την οποία όμως προς το παρόν αποκηρύσσει ρητά. Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ ερμηνεύει κι αυτός κατά βούληση την εκλογική «νίκη» του, με τις λιγότερες ψήφους έβερ στην 50χρονη ιστορία του, την ώρα που αμφισβητείται ανοιχτά η ηγεσία του. Η αρχηγός της Πλεύσης θεωρεί ότι έχει επαρκή επιρροή για να μη διαπραγματεύεται τίποτα και με κανέναν. Αντιθέτως, η εκτός Ευρωκοινοβουλίου λοιπή Αριστερά θεωρεί ότι έχει επαρκή ισχύ για να διαπραγματεύεται τα πάντα και με τους πάντες. Τέτοια απώλεια επαφής με την πραγματικότητα, τη νέα πραγματικότητα που διαμόρφωσε η τεράστια αποχή των ευρωεκλογών, δεν έχει καταγραφεί στη μεταπολιτευτική εκλογική ιστορία. Ολο το κομματικό σύστημα έχει πληγεί οριζόντια, αν και σε ριζικά διαφορετικές αναλογίες, από την αποχή και όλο συμπεριφέρεται σαν να μην τρέχει τίποτα. Σαν τον τύπο που τον φτύνουν κι αυτός επιμένει να ισχυρίζεται ότι απλώς βρέχει.

Οσο η κατάσταση μένει έτσι, με το ηχηρό μήνυμα της κάλπης ορφανό και στα αζήτητα, παιχνίδι με τη διαχείριση και την επισκευή της τεράστιας ζημιάς στο σύστημα εκπροσώπησης θα κάνει μόνος του ο Μητσοτάκης. Με τη φιλοδοξία να ανακτήσει την αμφισβητούμενη κυριαρχία του και επιχειρώντας να καλύψει γρήγορα το τρομακτικό κενό πολιτικής και κοινωνικής αντιπολίτευσης. Βεβαίως, έχει ένα τεράστιο πρόβλημα, που δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να το λύσει γρήγορα. Η όποια σχέση οικοδόμησε η Ν.Δ. με τα μεσαία, μικρομεσαία και φτωχότερα στρώματα τα τελευταία πέντε-έξι χρόνια βασιζόταν στο χρήμα. Στο χρήμα το κρατικό (εγχώριο και ευρωπαϊκό) που διανέμεται επιλεκτικά και με όρους εκλογικής απόδοσης, το χρήμα το ιδιωτικό που γεννάται από ευκαιρίες που δημιούργησε η οικονομική πολιτική του (π.χ. οι νεοραντιέρηδες των airbnb), το χρήμα το κερδοσκοπικό, που προκύπτει από την απουσία ενοχλητικών παρεμβάσεων στις αγορές, και το χρήμα το μελλοντικό, το προσδοκώμενο, που θα προκύψει (υποτίθεται) για όλους, ή για κάποιους από τους όλους, ως μέρισμα ανάπτυξης. Με λίγα λόγια, η πολιτική σχέση της νεοφιλελεύθερης Ν.Δ. με τους πολίτες που στον έναν ή στον άλλο βαθμό τη στήριζαν μέχρι την περασμένη Κυριακή βασιζόταν σε μια συνθήκη εξαγοράς, που μια χαρά υπηρετήθηκε χάρη στην πανδημία, τις έκτακτες χρηματοδοτήσεις και τις δημοσιονομικές ελευθερίες που έδινε η Ε.Ε. Η επιστροφή στο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό μαντρί, στην «κανονικότητα» και στην ελευθερία των αγορών που απογείωσε τις τιμές και το κόστος ζωής, έσπασε αυτό το αγοραίο «κοινωνικό συμβόλαιο». Κι αυτό το πλήρωσε η κυβέρνηση στο ταμείο της κάλπης χάνοντας 1 εκατ. αποθαρρυμένους ψηφοφόρους.

Στην αντιπολίτευση αριστερά της Ν.Δ., δεν υπάρχει αυτή η συνθήκη εξαγοράς. Οχι γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και οι λοιπές δυνάμεις δεν θα ήθελαν να δελεάσουν τους πολίτες με κάποια προσδοκία αύξησης των εισοδημάτων τους. Αλλά γιατί κανείς από μόνος του, και προς το παρόν ούτε όλοι μαζί, δεν πείθει για τη δυνατότητα διακυβέρνησης στον άμεσο ορίζοντα. Και δεν μπορούν και δεν θέλουν, απορροφημένοι εντελώς σε ναρκισσιστικούς ανταγωνισμούς ηγεμονίας και επιβολής στους κομματικούς τους μικρόκοσμους. Τα φτωχότερα στρώματα, η εργατική τάξη και οι καταστρεφόμενοι μικρομεσαίοι, στους οποίους θα έπρεπε να απευθύνονται, δεν ακούνε παρά άτολμες παραλλαγές του κυβερνητικού δόγματος περί «μερίσματος ανάπτυξης» που απλώς θα προκύψει από ένα διαφορετικό μοντέλο. Αριστερές αριστείες, αξιοκρατίες και υποσχέσεις για λίγο καλύτερη διαχείριση του δημόσιου χρήματος δεν λένε τίποτα στους ανθρώπους που βλέπουν τα δισεκατομμύρια να περνούν προκλητικά μπροστά τους, τον πλούτο να συσσωρεύεται και να επιδεικνύεται από τις ίδιες ισχνές ελίτ, ενώ οι ίδιοι είναι υποχρεωμένοι να κυνηγάνε τις προσφορές στα σούπερ μάρκετ. Κι όταν χάνεις την οικονομική και κοινωνική προσδοκία, χάνεις και την πολιτική. Ενδεχομένως δεν πας και στην κάλπη.
 

Αν η Αριστερά δεν προτείνει στους πληβείους της οικονομικής πυραμίδας ένα «κοινωνικό συμβόλαιο» όχι εξαγοράς, αλλά ριζικής και επιθετικής αναδιανομής του πλούτου υπέρ τους, δεν θα έχει καμιά τύχη. Οι τωρινές της ήττες είναι απλώς το πολιτικό ταμείο όσων δεν τόλμησε να κάνει όταν είχε την ευκαιρία. 



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

 
Στ’ αστεία παίζαμε!
Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς δώσαμε και τις γυναίκες μας
Τα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε
Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα.
Νύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ’ το φως της ημέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τα φύλλα του ημεροδείχτη
Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα
Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα μας δεχτεί;
Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στα ψέματα παίζαμε!
Μανώλη Αναγνωστάκη, «Στ’ αστεία παίζαμε» (Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ 3)

Saturday, June 8, 2024

Η δημοκρατία των απόντων

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 8-9/6/2024



Ισως οι εκλογές δεν πρέπει να γίνονται ποτέ καλοκαίρι. Να γίνονται πάντα χειμώνα, φθινόπωρο ή αρχές άνοιξης. Να ορίζονται με βάση τα μοντέλα μακρόχρονης μετεωρολογικής πρόβλεψης, μόνον εφόσον οι θερμοκρασίες εκτιμώνται κάτω από τους 20 βαθμούς. Ειδικά στις χώρες του Νότου. Θα μου πείτε: και τι γίνεται με τις εκλογές στις χώρες της τροπικής ζώνης; Να γίνονται εκεί οι εκλογές την εποχή των βροχών ή της ξηρασίας; Δεν ξέρω. Κι έπειτα, υπάρχει το πρόβλημα με τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, ότι όσο πιο βαθιά θα μπαίνουν στην κλιματική κρίση, τόσο πιο μακρά και ζεστά θα 'ναι τα καλοκαίρια τους, οπότε όλο και λιγότερες οι ευκαιρίες θερμοκρασιακά κατάλληλων ημερών για εκλογές. 

Επίσης, ίσως οι εκλογές δεν πρέπει να γίνονται ποτέ Κυριακές ή Σάββατα. Να γίνονται μεσοβδόμαδα, Τετάρτες ή Πέμπτες, ενδεχομένως και Δευτέρες, μετά από ένα χαλαρό ή έντονο γουικέντ. Να πηγαίνουν στις κάλπες οι άνθρωποι επαρκώς εκτονωμένοι. Ισως επίσης δεν πρέπει να γίνονται μονομερίς, αλλά στη διάρκεια δυο-τριών ημερών, ίσως πρέπει η διαδικασία να κρατάει δυο μήνες, όπως στην Ινδία, ή μερικές βδομάδες, όπως με τους επιστολικούς ψηφοφόρους. Μπορεί να χρειάζεται η επιστολική ψήφος να γίνει ο κανόνας και η φυσική παρουσία με παραβάν και κάλπη η εξαίρεση, για τους φανατικούς της αναλογικής εποχής. Ισως στο μέλλον δεν χρειάζεται καν επιστολική ή φυσική ψήφος και οι εκλογές να γίνονται αποκλειστικά ηλεκτρονικά, μέσα από τις ψηφιακές περσόνες μας και με τις ηλεκτρονικές υπογραφές μας. Και μπορεί, ακόμη καλύτερα, να μη χρειαστεί καν να διακόπτουμε τις δουλειές, τις δραστηριότητες ή την ψυχαγωγία μας για να μπούμε στην πλατφόρμα ψηφοφορίας, αλλά να αρκεί να εξουσιοδοτήσουμε το αλγοριθμικό alter ego μας όχι μόνο να ψηφίσει ηλεκτρονικά στην κατάλληλη προθεσμία, αλλά ακόμη και να επιλέξει τι θα ψηφίσουμε, παρακολουθώντας διεξοδικά όλες τις καμπάνιες, τα προγράμματα και τις διακηρύξεις των υποψηφίων, εξασφαλίζοντας δίκαιη συμπερίληψη ακόμη και του λιγότερο προβεβλημένου κόμματος. 

Ισως, εν ολίγοις, στο εγγύς μέλλον χρειαστεί να εγκαθιδρύσουμε μια δημοκρατία των απόντων, των φυσικώς απόντων αλλά ψηφιακώς παρόντων από την εκλογική διαδικασία, απαλλασσόμενοι διά παντός από το άγχος της αποχής και τις ελλιπούς νομιμοποίησης του συστήματος διακυβέρνησης, και εκπληρώνοντας το σχεδόν αρχαίο όραμα των νεοφιλελεύθερων για τη δημοκρατία του τηλεκοντρόλ, φτηνή, άμεση, αντιγραφειοκρατική και δυαδική, με ναι και όχι σε διλήμματα καλά επεξεργασμένα από τους σοφούς της επικοινωνίας, που απαλλάσσουν τους πολίτες από τη βάσανο της βούλησης και της επιλογής. 

 Τα καταθέτω αυτά ως υποθέσεις εργασίας καθώς από την επομένη και αυτών των εκλογών είμαι βέβαιος πως δεν θα αποφύγουμε τις γνωστές θρηνωδίες για τη μεγάλη αποχή, για την οποία θα φταίει η πολλή ζέστη, το δέλεαρ μιας βουτιάς στη θάλασσα, η βαρεμάρα, η άγνοια, η απάθεια, η αμάθεια, το ότι οι ευρωεκλογές είναι «δεύτερης τάξης» αναμέτρηση, κι όχι το γεγονός ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη επένδυσε κουτοπόνηρα σε μια στοχευμένη και βολική αποχή που θα φέρει στις κάλπες μόνο τον κατάλληλο «ρευστό λαό», όχι ότι οι κυρίαρχοι του πολιτικού συστήματος έχουν εξαλείψει κάθε προσδοκία των φτωχότερων στρωμάτων από την πολιτική, όχι ότι το «σύστημα» γενικώς -που περιλαμβάνει από τις πολυεθνικές πλατφόρμες που ελέγχουν τα ψηφιακά μας άβαταρ μέχρι τα θλιβερά εγχώρια ΜΜΕ, στην πλειονότητά τους στρατευμένα στη «Μητσοτάκης Α.Ε.»-, καταστρέφει «συστηματικά» ακόμη και την επιθυμία του «ρευστού λαού» για αλλαγή, που είναι ο τελευταίος κρίκος σύνδεσής του με την πολιτική. Οσους επιμείνουν στις θρηνωδίες για την αποχή, τους παραπέμπω στον Μπρεχτ (βλέπε παρακάτω). 


ΚΙΜΠΙ

Kibi2g@yahoo.gr, kibi-blog.blogspot.com 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 


Υστερ' απ' την εξέγερση της 17 του Ιούνη,

ο γραμματέας της Ενωσης Λογοτεχνών

έβαλε και μοιράσανε στη λεωφόρο Στάλιν προκηρύξεις

που λέγανε πως ο λαός

έχασε την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης

και δεν μπορεί να την ξανακερδίσει

παρά μονάχα με διπλή προσπάθεια. Δε θα 'ταν τότε

πιο απλό, η κυβέρνηση

να διαλύσει τον λαό

και να εκλέξει έναν άλλον;

Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Η λύση» (1953)


Saturday, June 1, 2024

Η ζωή μου με την Ευρώπη

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 1-2/6/2024

Μνημεία βιομηχανικής παρακμής, καρτ ποστάλ ευρωπαικής "θητείας"

 Δίας δεν είμαι, να την αρπάξω και να την κλείσω στο Δικταίο Αντρο, που ήταν κάτι μεταξύ γαμιστρώνα και μαιευτηρίου των θεών του Ολύμπου, κατά τη δημοφιλή ελληνική μυθολογία που κανονικά δεν θα άντεχε στους κανόνες της πολιτικής ορθότητας με τον μισογυνικό σεξισμό που ενίοτε αναδίδει, αλλά μπορώ να ισχυριστώ ότι έχω συνυπάρξει εκ γενετής με την Ευρώπη, σε αυτή τη μονοδιάστατη, δυτική και αγοραία εκδοχή της. 

Οταν γεννήθηκα, ο μακαρίτης θείος Καραμανλής είχε ήδη κάνει αίτηση σύνδεσης της Ελλάδας με την Κοινή Αγορά, όταν άρχισα να μπουσουλάω η συμφωνία σύνδεσης είχε ήδη υπογραφεί, όταν έλεγα τις πρώτες λέξεις είχε ξεκινήσει η μακρά μεταβατική περίοδος προσαρμογής, 22 ολόκληρων ετών, που απαιτούσε άρση προστατευτικών κανόνων και δασμών στην ελληνική αγορά. 

Οταν περπάτησα, στην Ελλάδα των ηττημένων του εμφυλίου, των εξορίστων, φυλακισμένων και αποκλεισμένων, των βασιλικών πραξικοπημάτων, του δεξιού παρακράτους, της δολοφονίας Λαμπράκη και των εκλογών βίας και νοθείας οι 6 εταίροι της ΕΟΚ δεν έβλεπαν κανένα πολιτικό πρόβλημα. Οταν πια πήγαινα σχολείο, η χούντα των συνταγματαρχών είχε μετατρέψει τη χώρα σε ανοιχτή φυλακή, αλλά η Ευρώπη των 6 απλώς «πάγωσε» τη συμφωνία σύνδεσης, αν και -προς το τέλος της επταετίας- και η χούντα και οι Ευρωπαίοι επιτηρητές έψαχναν πρόσχημα να την ξεπαγώσουν. Τους πρόλαβε η Μεταπολίτευση, κι έτσι ο Μεσσίας Καραμανλής, όταν εγώ βρισκόμουν στην κορύφωση της εφηβείας, υπέβαλε αίτηση πλήρους ένταξης στην ΕΟΚ. 

Οταν ήμουν πια φοιτητής είχε υπογραφεί η ένταξη κι όταν πέρασα το κατώφλι της τρίτης δεκαετίας της ζωής μου, η ελίτ της χώρας πανηγύριζε την επίσημη υποδοχή της Ελλάδας ως 10ου μέλους της ΕΟΚ, ενώ η αριστερή και αριστερόστροφη αντιπολίτευση φώναζε «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Βεβαίως, η ελληνική κοινωνία περισσότερο από αυτό το σύνθημα άκουγε με μιαν ανησυχία την προειδοποίηση ότι «θα γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης», όπερ και εγένετο, με τη διαφορά ότι για κάποιους λόγους σήμερα το πανηγυρίζουμε, γιατί είμαστε στους top τουριστικούς προορισμούς του κόσμου –που είμαστε- κι αυτό πρέπει να το αποδεχτούμε ως κάτι αυτονόητα καλό. 

Δίας δεν είμαι για να αρπάξω την Ευρώπη, αλλά συνέβη το αντίστροφο, με άρπαξε η Ευρώπη, εμένα και μερικά ακόμη εκατομμύρια Νεοέλληνες που τα τελευταία 60 και κάτι χρόνια ακροβατούμε μεταξύ μιας άπληστης και τιμωρητικής Δύσης και μιας διαρκώς μεταλλασσόμενης Ανατολής. Οταν ήμουν παιδί, από το σπίτι περνούσαν κατά καιρούς «τράνζιτ», για λίγα μερόνυχτα, συχωριανοί, συγγενείς, φίλοι των γονιών μου με μια-δυο βαλίτσες, στον δρόμο της μετανάστευσης για Γερμανία, Γαλλία, Σουηδία, Ιταλία, Βέλγιο, φασονάδες, ανθρακωρύχοι, λαντζέρηδες. Κι άλλοι περνούσαν, μέχρι να βρουν σπίτι και δουλειά στην Αθήνα, γιατί η ευρωπαϊκή «εκπαίδευση» της χώρας, ακόμη και προ πλήρους ένταξης, ταχύτατα απαξίωσε τους ελάχιστους πόρους επιβίωσης στην ύπαιθρο, χωράφια, κτήματα, κοπάδια. Οταν ήμουν νέος η Ελλάδα ήδη απολάμβανε τους πρώτους καρπούς της ενιαίας αγοράς, με σοδειές που θάβονταν ολόκληρες σε χωματερές, και το ευρωπαϊκό διακύβευμα δεν ήταν πώς θα διατεθεί η όποια παραγωγή σε άλλες αγορές, αλλά πώς θα επιδοτηθεί η καταστροφή της. 

Οταν ξεκίνησα να δουλεύω, είχε ήδη αρχίσει η καταγραφή της προαναγγελθείσας καταστροφής της όποιας βιομηχανικής δραστηριότητας διέσωζε η χώρα. Εργάτριες και εργάτες της κλωστοϋφαντουργίας απεργούσαν για λίγα ψίχουλα αυξήσεων ή για αποτροπή απολύσεων, αλλά η μία μετά την άλλη μεγάλες μονάδες του κλάδου έσβηναν και οι φωνές των ιδιοκτητών τους, που άλλοτε ζητωκραύγαζαν για την ένταξη στην Κοινή Αγορά και τις μεγάλες ευκαιρίες που ανοίγονταν, έσβηναν στο πηγάδι της χρεοκοπίας. Οταν ήμουν έφηβος τα ονόματα Κατσάμπας, Στράτος, Λαναράς, Δοντάς, Αργυρός ήταν σύμβολα ισχύος και ακμής, μόλις όμως πέρασα στην τρίτη δεκαετία της ζωής μου τα ίδια ονόματα έγιναν συνώνυμα της βιομηχανικής μας παρακμής, της αποβιομηχάνισης και των χρεοκοπιών. Κι αν για την κλωστοϋφαντουργία αυτό φαινόταν κάτι σχεδόν αναπότρεπτο, δύσκολα μπορούσε να προβλέψει κανείς το ίδιο για τις τσιμεντοβιομηχανίες, τις χαλυβουργίες, τις σωληνουργίες, τη βιομηχανία πλαστικών, τις βιομηχανίες ξύλου κι όλους τους μικρούς και μεγάλους ομίλους που προστέθηκαν μέχρι και τη δεκαετία των μνημονίων στον παραγωγικό ερειπιώνα της ευρωπαϊκής Ελλάδας. 

Οταν πλησίαζα στην τέταρτη δεκαετία της ζωής μου, στη ζωή μου και στη ζωή όλων μας μπήκε το ευρώ. Διαφημίστηκε ως το εισιτήριο για τον παράδεισο του σκληρού πυρήνα της Ε.Ε., αλλά λίγο έλειψε να αποδειχθεί ο οβολός του περαματάρη για τον άλλο κόσμο. Οταν πέρασα τα 40 το κοινό νόμισμα αύξησε το κόστος ζωής μας με έναν ρυθμό που ποτέ δεν μετρήθηκε ως πληθωρισμός. Εκτίναξε τις τιμές των ακινήτων, αλλά ταυτόχρονα φούσκωσε τον τραπεζικό τομέα στον μέγιστο βαθμό και επέτρεψε στα ευαγή ιδρύματα να μας κυνηγούν για να μας δώσουν πάσης φύσεως δάνεια, πρωτίστως στεγαστικά.

 Οταν πλησίαζα τα 50 ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, κατέρρευσαν οι τιμές των ακινήτων και ξαφνικά αποκαλύφθηκε ότι τράπεζές μας κάθονταν πάνω σε βουνό δημόσιου και ιδιωτικού χρέους. Οταν έπιασα τα 50 η χώρα χρεοκόπησε και μαζί της βρέθηκαν στα πρόθυρα χρεοκοπίας οι ελληνικές τράπεζες –και κάμποσες ευρωπαϊκές- που έπρεπε πάση θυσία να σωθούν. Αλλά μαζί της χρεοκόπησαν οι τελευταίες ψευδαισθήσεις της Ευρώπης- προστάτη των αδυνάτων. Η πέμπτη δεκαετία της ζωής μου ήταν, όπως και της μεγάλης πλειονότητας των Ελλήνων, μια εις Αδου Κάθοδος, τουλάχιστον με οικονομικούς και κοινωνικούς όρους: απολύσεις, ανεργία, εργασιακή περιπλάνηση, επιχειρηματικές χρεοκοπίες, «κόκκινα» δάνεια, πλειστηριασμοί ακινήτων, μικρές και μεγάλες περιουσίες που χάνονταν ή άλλαζαν χέρια υπό το επιδοκιμαστικό βλέμμα της τρόικας και της Ευρώπης, της χλομής μας μητέρας (ή κακιάς μητριάς). 

Στην έβδομη δεκαετία της ζωής μου να γίνω Δίας αποκλείεται. Αλλά και να μ’ αρπάξει η Ευρώπη, σε μια αντιστροφή των ρόλων του μύθου, πάλι δεν γίνεται. Με τίποτα. Η Ευρώπη, για την ακρίβεια εκείνο το τμήμα της που συγκροτεί την ένωση των 27 κρατών-μελών, έχει οριστικά και επίσημα αποκηρύξει τη διακήρυξη των ιδρυτών της ως «ένωση ειρήνης» και αυτοανακηρύσσεται «πολεμική ένωση», έτοιμη να ρίξει πολύ χρήμα στους εξοπλισμούς για να αντιμετωπίσει υπαρκτούς κι ανύπαρκτους εχθρούς, από τη Ρωσία μέχρι την Κίνα. Αλλά ακόμη και για όσους ουδέποτε έχαψαν τον ισχυρισμό περί «ένωσης ειρήνης», οι απεγνωσμένες κραυγές των ηγετών της Ε.Ε. για την τρομακτική ήττα της στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα και την επείγουσα ανάγκη «επαναβιομηχάνισής» της, είναι μια ομολογία αποτυχίας ενός σχεδίου σχεδόν 70 ετών. 

Είμαι σε απόσταση σχετικής ασφαλείας από τα 70, αλλά μήπως πρέπει να περιλαμβάνω ήδη στις αποτυχίες μου τη ζωή μου με την Ευρώπη; 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Είναι αδύνατον να υπάρχη άνθρωπος ο οποίος να πιστεύη ότι μέσα σε 22 χρόνια θα γιγαντωθή η τόσον πρωτόγονος, εις πολλούς κλάδους εμβρυωδώς ανεπτυγμένη, ελληνική βιομηχανία μας σε σημείον ώστε να γίνη ανταγωνιστική των μεγάλων βιομηχανιών της Ευρώπης(…) Πολύ πριν τερματισθή η μεταβατική περίοδος θα εξαφανισθούν όλαι αι βιομηχανίαι με σαθράς βάσεις, που είναι φυσικόν να υπάρχουν στην νεογέννητον ελληνικήν βιομηχανίαν, που ποτέ δεν γνώρισε πραγματικήν συμπαράστασιν του Κράτους, λόγου χάριν με την παροχήν ευθηνού ηλεκτρικού ρεύματος (το ακριβό βιομηχανικόν ρεύμα είναι η πιο σαθρά βάσις), ή ευθηνού ακαθάρτου πετρελαίου (μαζούτ).

Νίκου Κιτσίκη, «Η θύελλα της Κοινής Αγοράς», 1962