Η Εφημερίδα των Συντακτών, 1-2/6/2024
Μνημεία βιομηχανικής παρακμής, καρτ ποστάλ ευρωπαικής "θητείας" |
Δίας δεν είμαι, να την αρπάξω και να την κλείσω στο Δικταίο Αντρο, που ήταν κάτι μεταξύ γαμιστρώνα και μαιευτηρίου των θεών του Ολύμπου, κατά τη δημοφιλή ελληνική μυθολογία που κανονικά δεν θα άντεχε στους κανόνες της πολιτικής ορθότητας με τον μισογυνικό σεξισμό που ενίοτε αναδίδει, αλλά μπορώ να ισχυριστώ ότι έχω συνυπάρξει εκ γενετής με την Ευρώπη, σε αυτή τη μονοδιάστατη, δυτική και αγοραία εκδοχή της.
Οταν γεννήθηκα, ο μακαρίτης θείος Καραμανλής είχε ήδη κάνει αίτηση σύνδεσης της Ελλάδας με την Κοινή Αγορά, όταν άρχισα να μπουσουλάω η συμφωνία σύνδεσης είχε ήδη υπογραφεί, όταν έλεγα τις πρώτες λέξεις είχε ξεκινήσει η μακρά μεταβατική περίοδος προσαρμογής, 22 ολόκληρων ετών, που απαιτούσε άρση προστατευτικών κανόνων και δασμών στην ελληνική αγορά.
Οταν περπάτησα, στην Ελλάδα των ηττημένων του εμφυλίου, των εξορίστων, φυλακισμένων και αποκλεισμένων, των βασιλικών πραξικοπημάτων, του δεξιού παρακράτους, της δολοφονίας Λαμπράκη και των εκλογών βίας και νοθείας οι 6 εταίροι της ΕΟΚ δεν έβλεπαν κανένα πολιτικό πρόβλημα. Οταν πια πήγαινα σχολείο, η χούντα των συνταγματαρχών είχε μετατρέψει τη χώρα σε ανοιχτή φυλακή, αλλά η Ευρώπη των 6 απλώς «πάγωσε» τη συμφωνία σύνδεσης, αν και -προς το τέλος της επταετίας- και η χούντα και οι Ευρωπαίοι επιτηρητές έψαχναν πρόσχημα να την ξεπαγώσουν. Τους πρόλαβε η Μεταπολίτευση, κι έτσι ο Μεσσίας Καραμανλής, όταν εγώ βρισκόμουν στην κορύφωση της εφηβείας, υπέβαλε αίτηση πλήρους ένταξης στην ΕΟΚ.
Οταν ήμουν πια φοιτητής είχε υπογραφεί η ένταξη κι όταν πέρασα το κατώφλι της τρίτης δεκαετίας της ζωής μου, η ελίτ της χώρας πανηγύριζε την επίσημη υποδοχή της Ελλάδας ως 10ου μέλους της ΕΟΚ, ενώ η αριστερή και αριστερόστροφη αντιπολίτευση φώναζε «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Βεβαίως, η ελληνική κοινωνία περισσότερο από αυτό το σύνθημα άκουγε με μιαν ανησυχία την προειδοποίηση ότι «θα γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης», όπερ και εγένετο, με τη διαφορά ότι για κάποιους λόγους σήμερα το πανηγυρίζουμε, γιατί είμαστε στους top τουριστικούς προορισμούς του κόσμου –που είμαστε- κι αυτό πρέπει να το αποδεχτούμε ως κάτι αυτονόητα καλό.
Δίας δεν είμαι για να αρπάξω την Ευρώπη, αλλά συνέβη το αντίστροφο, με άρπαξε η Ευρώπη, εμένα και μερικά ακόμη εκατομμύρια Νεοέλληνες που τα τελευταία 60 και κάτι χρόνια ακροβατούμε μεταξύ μιας άπληστης και τιμωρητικής Δύσης και μιας διαρκώς μεταλλασσόμενης Ανατολής. Οταν ήμουν παιδί, από το σπίτι περνούσαν κατά καιρούς «τράνζιτ», για λίγα μερόνυχτα, συχωριανοί, συγγενείς, φίλοι των γονιών μου με μια-δυο βαλίτσες, στον δρόμο της μετανάστευσης για Γερμανία, Γαλλία, Σουηδία, Ιταλία, Βέλγιο, φασονάδες, ανθρακωρύχοι, λαντζέρηδες. Κι άλλοι περνούσαν, μέχρι να βρουν σπίτι και δουλειά στην Αθήνα, γιατί η ευρωπαϊκή «εκπαίδευση» της χώρας, ακόμη και προ πλήρους ένταξης, ταχύτατα απαξίωσε τους ελάχιστους πόρους επιβίωσης στην ύπαιθρο, χωράφια, κτήματα, κοπάδια. Οταν ήμουν νέος η Ελλάδα ήδη απολάμβανε τους πρώτους καρπούς της ενιαίας αγοράς, με σοδειές που θάβονταν ολόκληρες σε χωματερές, και το ευρωπαϊκό διακύβευμα δεν ήταν πώς θα διατεθεί η όποια παραγωγή σε άλλες αγορές, αλλά πώς θα επιδοτηθεί η καταστροφή της.
Οταν ξεκίνησα να δουλεύω, είχε ήδη αρχίσει η καταγραφή της προαναγγελθείσας καταστροφής της όποιας βιομηχανικής δραστηριότητας διέσωζε η χώρα. Εργάτριες και εργάτες της κλωστοϋφαντουργίας απεργούσαν για λίγα ψίχουλα αυξήσεων ή για αποτροπή απολύσεων, αλλά η μία μετά την άλλη μεγάλες μονάδες του κλάδου έσβηναν και οι φωνές των ιδιοκτητών τους, που άλλοτε ζητωκραύγαζαν για την ένταξη στην Κοινή Αγορά και τις μεγάλες ευκαιρίες που ανοίγονταν, έσβηναν στο πηγάδι της χρεοκοπίας. Οταν ήμουν έφηβος τα ονόματα Κατσάμπας, Στράτος, Λαναράς, Δοντάς, Αργυρός ήταν σύμβολα ισχύος και ακμής, μόλις όμως πέρασα στην τρίτη δεκαετία της ζωής μου τα ίδια ονόματα έγιναν συνώνυμα της βιομηχανικής μας παρακμής, της αποβιομηχάνισης και των χρεοκοπιών. Κι αν για την κλωστοϋφαντουργία αυτό φαινόταν κάτι σχεδόν αναπότρεπτο, δύσκολα μπορούσε να προβλέψει κανείς το ίδιο για τις τσιμεντοβιομηχανίες, τις χαλυβουργίες, τις σωληνουργίες, τη βιομηχανία πλαστικών, τις βιομηχανίες ξύλου κι όλους τους μικρούς και μεγάλους ομίλους που προστέθηκαν μέχρι και τη δεκαετία των μνημονίων στον παραγωγικό ερειπιώνα της ευρωπαϊκής Ελλάδας.
Οταν πλησίαζα στην τέταρτη δεκαετία της ζωής μου, στη ζωή μου και στη ζωή όλων μας μπήκε το ευρώ. Διαφημίστηκε ως το εισιτήριο για τον παράδεισο του σκληρού πυρήνα της Ε.Ε., αλλά λίγο έλειψε να αποδειχθεί ο οβολός του περαματάρη για τον άλλο κόσμο. Οταν πέρασα τα 40 το κοινό νόμισμα αύξησε το κόστος ζωής μας με έναν ρυθμό που ποτέ δεν μετρήθηκε ως πληθωρισμός. Εκτίναξε τις τιμές των ακινήτων, αλλά ταυτόχρονα φούσκωσε τον τραπεζικό τομέα στον μέγιστο βαθμό και επέτρεψε στα ευαγή ιδρύματα να μας κυνηγούν για να μας δώσουν πάσης φύσεως δάνεια, πρωτίστως στεγαστικά.
Οταν πλησίαζα τα 50 ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, κατέρρευσαν οι τιμές των ακινήτων και ξαφνικά αποκαλύφθηκε ότι τράπεζές μας κάθονταν πάνω σε βουνό δημόσιου και ιδιωτικού χρέους. Οταν έπιασα τα 50 η χώρα χρεοκόπησε και μαζί της βρέθηκαν στα πρόθυρα χρεοκοπίας οι ελληνικές τράπεζες –και κάμποσες ευρωπαϊκές- που έπρεπε πάση θυσία να σωθούν. Αλλά μαζί της χρεοκόπησαν οι τελευταίες ψευδαισθήσεις της Ευρώπης- προστάτη των αδυνάτων. Η πέμπτη δεκαετία της ζωής μου ήταν, όπως και της μεγάλης πλειονότητας των Ελλήνων, μια εις Αδου Κάθοδος, τουλάχιστον με οικονομικούς και κοινωνικούς όρους: απολύσεις, ανεργία, εργασιακή περιπλάνηση, επιχειρηματικές χρεοκοπίες, «κόκκινα» δάνεια, πλειστηριασμοί ακινήτων, μικρές και μεγάλες περιουσίες που χάνονταν ή άλλαζαν χέρια υπό το επιδοκιμαστικό βλέμμα της τρόικας και της Ευρώπης, της χλομής μας μητέρας (ή κακιάς μητριάς).
Στην έβδομη δεκαετία της ζωής μου να γίνω Δίας αποκλείεται. Αλλά και να μ’ αρπάξει η Ευρώπη, σε μια αντιστροφή των ρόλων του μύθου, πάλι δεν γίνεται. Με τίποτα. Η Ευρώπη, για την ακρίβεια εκείνο το τμήμα της που συγκροτεί την ένωση των 27 κρατών-μελών, έχει οριστικά και επίσημα αποκηρύξει τη διακήρυξη των ιδρυτών της ως «ένωση ειρήνης» και αυτοανακηρύσσεται «πολεμική ένωση», έτοιμη να ρίξει πολύ χρήμα στους εξοπλισμούς για να αντιμετωπίσει υπαρκτούς κι ανύπαρκτους εχθρούς, από τη Ρωσία μέχρι την Κίνα. Αλλά ακόμη και για όσους ουδέποτε έχαψαν τον ισχυρισμό περί «ένωσης ειρήνης», οι απεγνωσμένες κραυγές των ηγετών της Ε.Ε. για την τρομακτική ήττα της στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα και την επείγουσα ανάγκη «επαναβιομηχάνισής» της, είναι μια ομολογία αποτυχίας ενός σχεδίου σχεδόν 70 ετών.
Είμαι σε απόσταση σχετικής ασφαλείας από τα 70, αλλά μήπως πρέπει να περιλαμβάνω ήδη στις αποτυχίες μου τη ζωή μου με την Ευρώπη;
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Είναι αδύνατον να υπάρχη άνθρωπος ο οποίος να πιστεύη ότι μέσα σε 22 χρόνια θα γιγαντωθή η τόσον πρωτόγονος, εις πολλούς κλάδους εμβρυωδώς ανεπτυγμένη, ελληνική βιομηχανία μας σε σημείον ώστε να γίνη ανταγωνιστική των μεγάλων βιομηχανιών της Ευρώπης(…) Πολύ πριν τερματισθή η μεταβατική περίοδος θα εξαφανισθούν όλαι αι βιομηχανίαι με σαθράς βάσεις, που είναι φυσικόν να υπάρχουν στην νεογέννητον ελληνικήν βιομηχανίαν, που ποτέ δεν γνώρισε πραγματικήν συμπαράστασιν του Κράτους, λόγου χάριν με την παροχήν ευθηνού ηλεκτρικού ρεύματος (το ακριβό βιομηχανικόν ρεύμα είναι η πιο σαθρά βάσις), ή ευθηνού ακαθάρτου πετρελαίου (μαζούτ).
Νίκου Κιτσίκη, «Η θύελλα της Κοινής Αγοράς», 1962
No comments:
Post a Comment