Sunday, September 15, 2024

Α, μας κακομαθαίνετε, Σούπερ Μάριο!

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 14-15/9/2024


Ο Μάριο Ντράγκι είναι 77 ετών. Να τα χιλιάσει ο άνθρωπος, δεν λέω, και μακάρι να έχει μέχρι τα 100 το μυαλό και την κράση που διαθέτει, αλλά σε μια δεκαετία θα είναι 87 ετών. Επομένως, δεν είναι βέβαιο ότι θα έχει τη δύναμη να υπερασπίσει τον νέο μωσαϊκό νόμο με τις δέκα ή χίλιες εντολές που κατέβασε από το Μον Μπλαν, μια και το Σινά πέφτει μακριά. Από την περασμένη Δευτέρα η έκθεσή του λατρεύεται από τις ευρωπαϊκές επιχειρηματικές κεφαλές, οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας, της ενέργειας, του φαρμάκου, των εξοπλισμών, λίγο πιο διακριτικά οι τραπεζίτες, δεν τσιγκουνεύτηκαν τα εγκώμια και τα χειροκροτήματα. Κι όλοι τους προσβλέπουν στην υιοθέτησή της από τη νέα Κομισιόν της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. 

Ποιο είναι το νόημα της ενθουσιώδους υποδοχής της έκθεσης Ντράγκι, αν και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι μια δυσοίωνη Ιερεμιάδα που προβλέπει παραγωγική παρακμή της Ε.Ε. λίαν προσεχώς; Οτι η έκθεση μυρίζει χρήμα. Πολύ χρήμα, κι άλλο χρήμα, σαν την πλημμυρίδα της ποσοτικής χαλάρωσης που πρόσφερε ο Ντράγκι ως κεντρικός τραπεζίτης από το 2015 και μετά –για να μην υπολογίσουμε κι όσα πρόφερε στη ζούλα από το 2012– τα οποία συμποσούνται σε πάνω από 3 τρισ. ευρώ. Το νέο χρήμα που υπόσχεται ο Ντράγκι φτάνει τα τριπλά του πακέτου «διάσωσης» της ευρωζώνης κατά την κρίση χρέους. Οκτώ τρισεκατομμύρια ευρώ σε βάθος δεκαετίας, αν πάρουμε τοις μετρητοίς την υπόδειξή του για δημόσιες επενδύσεις 800 δισ. ευρώ τον χρόνο σε βιομηχανία, έρευνα, καινοτομία, αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων (ήτοι εκπαίδευση, κατάρτιση, ψηφιακός εκσυγχρονισμός της παραγωγής κ.λπ.) για να μην καταπιεί την ευρωπαϊκή οικονομία ο ανταγωνισμός Αμερικανών, Κινέζων, Ινδών, Ρώσων κ.ά. Κι αυτό απαιτεί αντίστοιχο κοινό δανεισμό από την Ε.Ε. Αρα, προσδεθείτε για το απόλυτο ντεζά βου, με τη Γερμανία να βγάζει φλύκταινες και τον Σολτς να μεταλλάσσεται σε Μέρκελ. 

Φυσικά, ο Ντράγκι δεν λέει και καμιά σοφία, το αυτονόητο λέει όταν ζητάει ένα τριπλό σχέδιο Μάρσαλ δημόσιων επενδύσεων. Κι είναι απολύτως αναμενόμενο η ευρωπαϊκή βιομηχανία, ή ό,τι έχει απομείνει από αυτήν σε ευρωπαϊκό έδαφος, να χειροκροτεί με λαχτάρα, γιατί ξέρει ότι θα είναι από τους πρώτους αποδέκτες της νέας πλημμυρίδας χρήματος που υπόσχεται ο Σούπερ Μάριο. «Δει δη χρημάτων, ω άνδρες Αθηναίοι», έλεγε κι ο έρμος ο Δημοσθένης στους φιλιππικούς του, η άμυνα στον ανταγωνισμό των άλλων και η αύξηση του παραγόμενου πλούτου απαιτούν χρήματα από καταβολής εμπορευματικής οικονομίας. 

Αλλά η εξασφάλισή τους δεν σημαίνει τίποτα από μόνη της. Το Ταμείο Ανάκαμψης των 800 δισ. ευρώ είναι μια μικρογραφία αυτού που πρότεινε ο Ντράγκι, αλλά η απόδοσή του ενδέχεται να είναι μηδενική, γιατί το θέμα δεν είναι πόσα είναι τα χρήματα, αλλά πού πάνε, όπως αποδεικνύει το φιάσκο «Ελλάδα 2.0». Τι προσθέτει, για παράδειγμα, στην εγχώρια παραγωγικότητα η χρηματοδότηση της αγοράς ηλεκτρικών αυτοκινήτων από τους ιδιωτικούς ομίλους ενοικίασης; Απολύτως τίποτα. 

Κι απ’ αυτή την άποψη, πριν ο Σούπερ Μάριο συγκομίσει όλα τα εγκώμια και χειροκροτήματα ως μάγος που ετοιμάζεται να μας κακομάθει ξανά με άφθονο χρήμα, για να έχει μια στοιχειώδη αξιοπιστία η πρότασή του οφείλει πρώτα να δώσει έναν λογαριασμό: Τι ακριβώς απέδωσαν τα 2,6 τρισ. ευρώ της ποσοτικής του χαλάρωσης από το 2015 και μετά (από την οποία εξαιρέθηκε η Ελλάδα τιμωρητικά); Πού πήγαν, εκτός από τα ταμεία των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων; Πόσα επενδύθηκαν; Ποιο ήταν το αποτύπωμά τους σε θέσεις εργασίας, αύξηση παραγωγικότητας, ρυθμό ανάπτυξης; Τι ενίσχυσαν, εκτός από την επιχειρηματική κερδοφορία, τα πολλά λεφτά της ποσοτικής χαλάρωσης; Αλήθεια, θα δοθεί ποτέ αυτός ο λογαριασμός, πολυχρονεμένε Σούπερ Μάριο; 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Αλλά υπάρχει ένα άλλο μήνυμα που θέλω να σας πω. Στο πλαίσιο της εντολής μας, η ΕΚΤ είναι έτοιμη να κάνει ό,τι χρειάζεται για να διατηρήσει το ευρώ. Και, πιστέψτε με, θα είναι αρκετό.

Μάριο Ντράγκι, Ομιλία στον παγκόσμιο Επενδυτικό Φόρουμ στο Λονδίνο, 26/7/2012


Saturday, September 7, 2024

Καλό χειμώνα

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 7-8/9/2024


Αυτή τη φορά αυτή η ευχή δεν μπορεί να είναι το απρόθυμο κλισέ που ξεστομίζουμε βαρύθυμα ή σαρκαστικά, γιατί τελειώνει το μακρύ καυτό καλοκαίρι μας και η όποια ανάπαυλα μας επιφύλασσε. Αυτή τη φορά το «καλό χειμώνα!» πρέπει να είναι μια κυριολεξία, διατυπωμένη με πάθος, με λαχτάρα. Χρειαζόμαστε επειγόντως έναν καλό χειμώνα. Ούτε καλό φθινόπωρο, ούτε καλό αποκαλόκαιρο. Μια ευχή για έναν καλό, γερό, ενδεχομένως και βαρύ χειμώνα. Εναν χειμώνα με τις βροχές και τις καταιγίδες του, με τις χαμηλές θερμοκρασίες του, με τα χαμηλά βαρομετρικά του, τα χιόνια στα ορεινά από τον Οκτώβρη, χιόνια και στα πεδινά από Δεκέμβρη, τις βουνοκορφές χιονοσκεπείς μέχρι και τον Απρίλη και τους μικρούς, κρυφούς από τον ήλιο παγετώνες παχείς κι ανθεκτικούς ώς τον Αύγουστο. Χρειαζόμαστε έναν χειμώνα κανονικό, που να γεμίσει τα ποτάμια και τις λίμνες νερό, να κρατήσει το χιόνι στα μεγάλα υψόμετρα μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού, να γεμίσει τις βάθρες που μετατράπηκαν σε θλιβερούς βάλτους, να ξαναδώσει υγρή ορμή στους μικρούς καταρράκτες που φέτος σχεδόν στέρεψαν. 

Χρειαζόμαστε έναν χειμώνα που να αναβιώνει όλα τα εικονογραφημένα στερεότυπα των παιδικών μας χρόνων: μολυβένιους χειμωνιάτικους ουρανούς, δέντρα που γυμνώνονται από τα φύλλα όταν πρέπει, χιονισμένα Χριστούγεννα, τρελές αμυγδαλιές που ανθίζουν τον Γενάρη, ποτάμια που φουσκώνουν επικίνδυνα, λίμνες που ξαναγίνονται πλωτές, θάλασσες φουρτουνιασμένες, ισχυρούς βοριάδες, απαγορευτικά απόπλου και μετεωρολογικές προβλέψεις για θερμοκρασίες «σε κανονικά για την εποχή επίπεδα». Χρειαζόμαστε επειγόντως έναν χειμώνα που να φέρει πίσω μαζί του όλες τις εποχές που χάθηκαν η μια μέσα στην άλλη, κι ας μικρύνει η τουριστική σεζόν - δεν παίζει πια το μητσοτάκειο «ουδέν κακόν αμιγές καλού» για την κλιματική κρίση, τα καυτά κι αφόρητα καλοκαίρια του Νότου θα στείλουν τους τουρίστες στον Βορρά. 

Χρειαζόμαστε επειγόντως έναν κανονικό, βαρύ χειμώνα που να επιβεβαιώσει τα απατηλά, ψευδοπροφητικά μερομήνια και να διαψεύσει τα επιστημονικά σενάρια για ραγδαία επιτάχυνση της υπερθέρμανσης. Εναν χειμώνα που θα μας αναγκάσει να ανάψουμε καλοριφέρ, να βάλουμε στο φουλ τα κλιματιστικά, να πάρουμε ξύλα για το τζάκι, αν έχουμε, ή για την ξυλόσομπα και τη στόφα. Θέλουμε έναν γερό χειμώνα, με αλλεπάλληλα χαμηλά βαρομετρικά και ψυχρά ρεύματα να κατεβαίνουν από την Αρκτική και τη Σιβηρία μέχρι τη Μεσόγειο. Θέλουμε έναν κανονικό χειμώνα που θα αντιστρέψει ακόμη και τις χρήσεις των λέξεων: «καλοκαιρία» θα είναι οι βροχές και τα χιόνια, «κακοκαιρία» οι ξηρασίες, οι ανυδρίες και οι καύσωνες. Θέλουμε οι μετεωρολόγοι να προαναγγέλλουν γελαστοί τη σημαντική πτώση της θερμοκρασίας και τα δελτία θυέλλης, να προβλέπουν με ένα βλέμμα ανησυχίας πως «αύριο αναμένεται αίθριος καιρός». Χρειαζόμαστε έναν χειμώνα που θα αλλάξει ακόμη και τις κατάρες, κι όταν λες σε κάποιον «τον κακό σου τον καιρό» να ακούγεται σαν η καλύτερη ευχή. 

Θέλουμε έναν χειμώνα που θα ανεβάσει τις τιμές του πετρελαίου και του ρεύματος και θα αναγκάσει τις κυβερνήσεις να βάλουν ξανά το χέρι στην τσέπη, να τρέχουν πανικόβλητες να βρουν πόρους για επιδοτήσεις στους λογαριασμούς, για να γλιτώσουν την κατακραυγή των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Εναν χειμώνα που θα αναζωπυρώσει την ενεργειακή κρίση, θα βγάλει άχρηστα τα ευρωπαϊκά μέτρα ενεργειακής ασφάλειας, θα αδειάσει ταχύτατα τις αποθήκες αερίου, θα εκτινάξει την κερδοσκοπία και τις τιμές στα χρηματιστήρια του ρεύματος, θα κάνει τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις να πάρουν φωτιά από εισαγωγές και εξαγωγές γιγαβατωρών. Εναν χειμώνα που θα αναγκάσει την Ε.Ε. να ξανασκεφτεί την πολεμοχαρή στάση της στην ουκρανική κρίση, θα πιέσει τη Δύση να θέσει ως γεωπολιτική προτεραιότητα όχι την εξουθένωση της Ρωσίας ή την απομόνωση της Κίνας, αλλά την ανάσχεση της κλιματικής κατάρρευσης. Χρειαζόμαστε έναν καλόν, κανονικό χειμώνα που θα θυμίσει στους άπληστους κυνηγούς του πλούτου ότι οι κερδοσκοπικές ευκαιρίες που βλέπουν στην κλιματική κρίση είναι τόσο ασφαλείς όσο και οι ψευδείς μακροπρόθεσμες προβλέψεις καιρού ή τα μερομήνια. Οτι για να είναι αποδοτικοί οι οικονομικοί και επιχειρηματικοί κύκλοι χρειάζεται να λειτουργούν οι κύκλοι των εποχών, το καλοκαίρι του βόρειου ημισφαίριου να είναι ο χειμώνας του νότιου, τα οπωροφόρα να ανθίζουν την άνοιξη, οι χελώνες, τα φίδια, οι σκαντζόχοιροι να πέφτουν σε χειμερία νάρκη. Οτι όπως δεν υπάρχει πυρηνικό καταφύγιο που θα προστατέψει λίγους και εκλεκτούς σε ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα, έτσι δεν υπάρχει όαση για να γλιτώσουν από ένα περιβαλλοντικό ολοκαύτωμα. 

Κι επειδή δεν υπάρχει ίχνος ορθολογισμού στη συμπεριφορά των ανθρώπων και των τάξεων που διαχειρίζονται τις τύχες του πλανήτη και του ανθρώπινου είδους, διότι πιθανότατα θεωρούν ότι αυτοί θα επιβιώσουν με τους ωκεανούς εν βρασμώ και την Αρκτική ως πολυτελές θερινό θέρετρο υπερπλουσίων, ίσως τη λύση τη δώσει η άβουλη φύση. Με έναν καλό, βαρύ, παγερό χειμώνα που θα τους θυμίσει ποιος είναι πραγματικά το αφεντικό σ’ αυτό το μαγαζί. 

Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως αυτή η αθώα ευχή, «καλό χειμώνα!», με κάποιον μυστικιστικό τρόπο θα φτάσει στ’ αυτιά του αφεντικού. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Βρισκόμενος επί μια ώρα στο έλεος της ισχυρής χιονόπτωσης, είχα ξυλιάσει σύγκορμα. Η μικρή μου φουφού είχε σβήσει από ώρα, αφού όλα τα ξερά χαμόκλαδα εξαφανίστηκαν κάτω απ’ το χιόνι. Παρά ταύτα, είχε μια ευεργετική ομορφιά όλο αυτό. Το απαλό θρόισμα των πελώριων χιονονιφάδων που έπεφταν σαν τούφες βαμβακιού πάνω στους φουντωτούς θάμνους σκορπούσε ένα γύρο αγαλλίαση. Είχα την αίσθηση πως κανένας άλλος πάνω στη γη δεν ζούσε κάτι ανάλογο τη συγκεκριμένη στιγμή. Οτι η φύση έστησε το ολόλευκο σκηνικό της σ’ εκείνο το θαμνοτόπι, δίνοντας τη συναρπαστική της παράσταση μόνο για μένα. Ενιωθα μοναδικός. Ο εκλεκτός της φύσης. Μια ευχάριστη εσωτερική ζεστασιά και μια γαλήνη κατέκλυζαν τα σωθικά μου. Ημουν ακόμα πολύ μικρός να αντιληφθώ ποιος ήταν ο άμεσος και ραγδαία αυξανόμενος κίνδυνος που διέτρεχα εκείνη την ώρα, γι’ αυτό δεν βιαζόμουν να βρεθώ στη θαλπωρή του σπιτιού, δίπλα στη ζεστή ξυλόσομπα. 

Βασίλη Παλαιοκώστα, «Ενα φυσιολογικό παιδί»




Saturday, August 31, 2024

Η αριστερή απόγνωση

Η Εφημερίδα των Συνακτών, 31/8 -1/9/2024


Απο την απαισιοδοξία της σκέψης στην απελπισία της βούλησης. 


Απόγνωση. Δεν βρίσκω πιο κατάλληλη λέξη για να χαρακτηρίσω την ψυχολογία χιλιάδων, εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που εδώ και περίπου δεκαπέντε χρόνια ανέβηκαν πάνω στο κύμα της μεγάλης προσδοκίας και προσπάθησαν να ισορροπήσουν όσο γίνεται περισσότερο όρθιοι πάνω στη σανίδα, το κύμα τούς έριχνε, τους κατάπινε, τους τσάκιζε, αλλά αυτοί ξανά και ξανά εκεί, σαν σέρφερ με τη λαχτάρα του αρχάριου να φτάσει όρθιος στην ακτή. 


Απόγνωση είναι η μόνη λέξη που ταιριάζει σ’ αυτό που νιώθουν για τις εξελίξεις, κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά τελικά σε όλο τον αστερισμό της Αριστεράς, οι άνθρωποι κάθε ηλικίας που τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια πίστεψαν στην ευκαιρία και στη δυνατότητα μιας μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής. Απόγνωση νιώθουν οι αριστεροί άνθρωποι, ή τουλάχιστον όσοι εμπιστεύτηκαν την Αριστερά με μια αξιοσημείωτη για τα δεδομένα της μετεμφυλιακής και της μεταπολιτευτικής περιόδου διάρκεια. Εστω κι αν η διαρκώς μεταλλασσόμενη ηγεσία αυτής της Αριστεράς έκανε τα πάντα για να διαψεύσει αυτή την εμπιστοσύνη. 


Ανεξάρτητα από το τι ψήφισαν στις τελευταίες ευρωεκλογές ή στις εθνικές εκλογές του 2023, ανεξάρτητα από το αν συμμετείχαν ή όχι στις ενδοκομματικές κάλπες για τη διαδοχή Τσίπρα, ανεξάρτητα από το πόσο συμμετείχαν ή παρακολούθησαν τους σεισμούς, τις αντιπαραθέσεις, τις διασπάσεις, τις ανθρωποφαγίες του τελευταίου χρόνου, ακόμη κι άνθρωποι που ήταν αφοσιωμένοι στον ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα κλείνουν τ’ αυτιά τους, σφαλίζουν τα μάτια τους και λένε: «Δεν θέλω να ξέρω, δεν θέλω να μαθαίνω, μη μου λες τίποτα». Δεν ξέρω αν κι εσείς συναντάτε στον περίγυρό σας αυτή τη στάση, εγώ έχω την αίσθηση ότι είναι κυρίαρχη. Αυτό είναι το βασικό σύμπτωμα της απόγνωσης των αριστερών ανθρώπων, της αριστερής απόγνωσης, που είναι ένα βήμα πιο πέρα από την απελπισία, στην απελπισία κάπως διασώζονται τα ένστικτα επιβίωσης κι αυτοσυντήρησης, στην απόγνωση χάνονται κι αυτά, υπάρχει μια ολική παραίτηση και άρνηση. (Ο Γκράμσι, που πέρασε μεγάλο μέρος της σύντομης ζωής του στη φυλακή, σύστηνε την απαισιοδοξία της σκέψης και την αισιοδοξία της βούλησης ως συνταγή επιβίωσης των αριστερών στις αλλεπάλληλες ήττες που τους περίμεναν, τώρα η απαισιοδοξία έχει καταλάβει όχι μόνο τη σκέψη και τη βούληση, αλλά και την πράξη, μετατρέπεται σε μια τρομακτική πολιτική και κοινωνική παραλυσία.) 


Συνέδρια, πλατφόρμες, διασπάσεις, συνεδριάσεις οργάνων, δημοψηφίσματα, διαγραφές, προγραφές, γάμοι, γαμήλια πάρτι, ξεκατινιάσματα στο Χ και στο Φου Μπου, εξώδικα, αγωγές, μηνύσεις, βρισίδια, απειλές, προειδοποιήσεις για αποκαλύψεις, μανιφέστα μέσω TikTok, ένα κόμμα που κυβέρνησε τη χώρα σχεδόν πέντε χρόνια και που πρωταγωνίστησε στο πολιτικό σκηνικό για δεκαπέντε χρόνια, ένα κόμμα που θα άλλαζε την Ελλάδα και την Ευρώπη αλλά μετάλλαξε μόνο τον εαυτό του, περιδινείται εδώ κι έναν χρόνο γύρω από έναν ναρκισσευόμενο, μαθητευόμενο μάγο της πολιτικής, χωρίς να παράγει ίχνος πολιτικής, πόσο μάλλον αριστερής πολιτικής. 


Αναρωτιέται κανείς αν αυτή η αυτοκραταστροφική εξέλιξη, που ενσπείρει την αριστερή απόγνωση, είναι αποτέλεσμα τυχαιότητας ή ενός καλά οργανωμένου σχεδίου. Μια σπιθαμή απέχουμε από το να πιστέψουμε την πιο ευφάνταστη θεωρία συνωμοσίας για τους σεναριογράφους και σκηνοθέτες αυτής της α-πολιτικής οπερέτας που εξαχρειώνει ό,τι αριστερό δοκιμάστηκε (έστω κι αν απέτυχε) την τελευταία δεκαπενταετία. Αλλά, όταν παρατηρεί κανείς ότι πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές και κομπάρσοι αυτής της θλιβερής οπερέτας, στο πλευρό ή απέναντι από τον φιλόδοξο νέο ιδιοκτήτη του περιδινούμενου ΣΥΡΙΖΑ, είναι οι ίδιοι άνθρωποι που στα χρόνια των μνημονίων ανταγωνίζονταν σε ριζοσπαστισμό, που στα χρόνια της διακυβέρνησης διαχειρίστηκαν θέσεις ευθύνης και διαπραγματεύτηκαν με την τρόικα κρίσιμες επιλογές και στα χρόνια της αντιπολίτευσης αναλώνονταν περισσότερο στη νομή της εσωκομματικής εξουσίας, παρά στη διαμόρφωση μιας αξιόπιστης και λαϊκά κατανοητής εναλλακτικής πολιτικής, αντιλαμβάνεται ότι το πρόβλημα αυτού του χώρου είναι βαθύτατα ανθρωπολογικό. 


Πού φώλιαζαν τόσος πολιτικός εγωισμός, όλη η αλαζονεία, η αμοιβαία απέχθεια, ακόμη και το μίσος ανάμεσα σε ανθρώπους που υπόσχονταν να υπηρετήσουν συλλογικά συμφέροντα και οράματα, που έθεταν τη διαφωνία τους στην υπηρεσία της σύνθεσης κι όχι της καρεκλομαχίας; Αν υπάρχουν έστω και λίγοι μέσα σε αυτό το σπαρασσόμενο πολιτικό δυναμικό που αντιλαμβάνονται τι ζημιά, πόση καταρράκωση προκαλεί σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας αυτή η εικόνα, ίσως υπάρχει κάποια ελπίδα. 


Με ορόσημο τον Δεκέμβρη του 2008 -αυτό το απρόβλεπτο, εκρηκτικό προανάκρουσμα της μεγάλης κρίσης-, η ελληνική κοινωνία μπήκε σε μια περίοδο τεράστιας πολιτικής και ιδεολογικής κινητικότητας. Εκανε άλματα, βγήκε κατά εκατομμύρια στους δρόμους και στις πλατείες, για μια περίοδο κατέστησε τη χώρα υπερδύναμη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, έκανε την ελίτ της χώρας να τρέμει από φόβο, αποδόμησε το πολιτικό σύστημα και τα κόμματα, ανάγκασε τους δανειστές και εταίρους να αφήσουν στην άκρη τα δημοκρατικά προσχήματα και να μεθοδεύσουν κανονικότατα οικονομικά και θεσμικά πραξικοπήματα και ανέδειξε τη μικρή, αριστερή «συνομοσπονδία» του ΣΥΡΙΖΑ σε όχημα ελπίδας και κόμμα εξουσίας. Για κάποιο διάστημα η Αριστερά απέκτησε μια αδιανόητη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα ακτινοβολία, τόση που ίσως τύφλωσε πολλούς από τους χαρισματικούς ή τους άπειρους κι αδέξιους διαχειριστές της, με τα πλούσια ακαδημαϊκά και τεχνοκρατικά προσόντα, αλλά και με τρομακτικό έλλειμμα επαφής με την κοινωνία. Η συμβολή τους στην εξοικείωση της κοινωνικής πλειονότητας με τις αριστερές αξίες και την ιδέα της ριζικής κοινωνικής αλλαγής υπέρ των αδυνάτων ήταν τεράστια. Αλλά εξίσου τεράστια είναι η ευθύνη τους για την καταρράκωση αυτών των αξιών και ιδεών, για την εγκατάλειψη χιλιάδων ανθρώπων σ’ αυτό που αποκαλώ αριστερή απόγνωση. Είναι μια συντριβή ανάλογη με αυτήν του 1989, όταν οι καρικατούρες σοσιαλισμού στην Ευρώπη κατέρρεαν σαν πύργοι τραπουλόχαρτων και απανταχού κομμουνιστές βρέθηκαν να απολογούνται για εγκλήματα, αντί να υπερασπίζονται οράματα κι επιτεύγματα. 


Το χειρότερο για την ελληνική πολιτική συγκυρία είναι ότι η αριστερή απόγνωση και το έλλειμμα ιδεών, πολιτικής, προγραμμάτων, προσώπων, φορέων, σκέψης και βούλησης για πολιτική και κοινωνική αλλαγή καταγράφεται την ώρα που αρχίζει για τον Μητσοτάκη το μεγάλο τσαλάκωμα. Κι έρχεται από τα κάτω. Γιατί απ’ τα πάνω συνεχίζεται το μεγάλο σιδέρωμα. Και δη με την ευγενική χορηγία της αντιπολίτευσης. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Τώρα που πέφτει πάνω μας άλλη μια άγρια μπόρα

Χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα


Κι αν φλέγεται τριγύρω μας του τίποτα η χώρα

Χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα


Τώρα που όλοι συμφωνούν πως είν' κακιά η ώρα

Χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα


Κι ώς που να συναντήσουμε της δίψας μας τα δώρα

Χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα


Γιάννη Αγγελάκα, «Η γελαστή ανηφόρα» (2013) 


Sunday, August 25, 2024

Τραπεζικές ψηφιακές (αυτ)απάτες

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 24-25/8/2024

Ζούμε σε έναν ψηφιακό παράδεισο και δεν το εκτιμάμε καθόλου. Αχάριστοι άνθρωποι είμαστε. Ολο το κράτος και όλο το παρα-κράτος μπορούμε να το παίξουμε στα δάχτυλα του ενός χεριού, «κλικάροντας» πάνω σε πλατφόρμες και εφαρμογές που έχουν κατασκευαστεί για να κάνουν τη ζωή μας εύκολη, με λιγότερη αν όχι και χωρίς καθόλου γραφειοκρατία.

Φεύγεις διακοπές, ρίχνεις πίσω σου μια μαύρη πέτρα να, αλλά δεν χάνεις ούτε λεπτό την επαφή σου με τον ψηφιακό πολιτισμό. Στο κινητό και στο λάπτοπ σου έχεις κουβαλήσει τον Πιτσιλή, τον Αδωνη, τον Πιερρακάκη, τον Χατζηδάκη, όλο το υπουργικό συμβούλιο μαζί, όλο το gov.gr, και μαζί τον Μεγάλου, τον Καραβία, τον Μυλωνά κι όλο το τραπεζικό σύστημα, μαζί με τους υπαλλήλους και τα στελέχη του. Εννοείται ότι στις ψηφιακές εκδοχές της ύπαρξής σου έχεις πάντα στα τρίσβαθα της καρδιάς σου τον Μασκ, τον Ζούκεμπεργκ κι όλους τους θεούς του αλγοριθμικού σύμπαντος που φροντίζουν την ενημέρωση, την ψυχαγωγία, την εκτόνωση και την αποχαύνωσή μας. 

Τέλος πάντων, αυτές οι διαστάσεις του ψηφιακού παραδείσου που ανεπιτυχώς προσπάθησα να ειρωνευτώ στην προηγούμενη παράγραφο, τεχνικά και θεωρητικά είναι υπαρκτές, πιθανά να υπάρχουν πολλές χώρες του υπεραναπτυγμένου καπιταλισμού που έχουν δώσει υλική υπόσταση στην ψηφιοποίηση του κράτους, του επιχειρηματικού παρα-κράτους και του παγκόσμιου οικονομικού υπερ-κράτους, υπεραπλουστεύοντας συναλλαγές που άλλοτε θα απαιτούσαν μέρες και μήνες και θα ενέπλεκαν δεκάδες υπαλλήλους και υπηρεσίες. 

Το κίνητρο της ραγδαία και γεωμετρικά επεκτεινόμενης ψηφιοποίησης της κοινωνικής και οικονομικής ζωής δεν είναι άλλο από το κέρδος, χαζοί δεν είμαστε. Η τεχνολογία από μόνη της δεν έχει κανένα κίνητρο και καμιά βούληση, αυτά είναι ιδιότητες των εμπνευστών, των κατόχων και των χρηστών της. Αλλά το ποια ψηφιακή εφαρμογή και υπηρεσία θα μπει σε λειτουργία κάθε φορά και ποια θα μπει στη βαθιά κατάψυξη είναι επιλογή των κατόχων της. Γι’ αυτό και κάθε εφαρμογή μπορεί να μας πηγαίνει μπροστά (πρόοδος) και ταυτόχρονα να μας πηγαίνει πίσω (συντήρηση ή οπισθοδρόμηση). Για παράδειγμα, μια τεχνολογική καινοτομία μπορεί να καταργεί μια γραφειοκρατική και περιττή συναλλαγή, αλλά ταυτόχρονα να δημιουργεί μια νέα, χρονοβόρα και βασανιστική ψηφιακή γραφειοκρατία. 

Οι τράπεζες, τουλάχιστον οι ελληνικές τράπεζες, είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αντιφατικής κίνησης προς δυο κατευθύνσεις, της υποτιθέμενης προόδου και της πραγματικής οπισθοδρόμησης. Τουλάχιστον για τους φτωχούς συγγενείς του ψηφιακού εκσυγχρονισμού. Η ψηφιοποίηση των περισσότερων συναλλαγών μας γλίτωσε από χρόνο (αλλά όχι και από χρήμα, αν υπολογίσουμε τις προμήθειες, από τις οποίες οι τράπεζες φουσκώνουν την κερδοφορία τους), αλλά κυρίως γλίτωσε τις ίδιες και από χρόνο, από χρήμα και από προσωπικό. Τα φυσικά καταστήματα μειώνονται, οι φυσικές συναλλαγές σχεδόν απαγορεύονται, τα απομακρυσμένα χωριά υποβάλλονται σε τιμωρητική στέρηση χρήματος κι εμείς, οι πελάτες των τραπεζών, μετατρεπόμαστε σε ακούσιους και απλήρωτους ψηφιακούς υπαλλήλους τους. Η τραπεζική πίστη γίνεται σελφ σέρβις. 

Ουδέν κακόν αμιγές καλού, θα πει κανείς, δεν είναι και το πιο αγαπημένο μέρος του κόσμου μια τράπεζα να περάσεις την ώρα σου, αλλά ιδού ένα μικρό καλοκαιρινό δείγμα του φιάσκου που υπάρχει πίσω από τον ψηφιακό άθλο τους: η αγαπημένη σου τράπεζα σου στέλνει μια νέα χρεωστική ή πιστωτική κάρτα σε αντικατάσταση της παλιάς, γιατί (ερήμην σου) άλλαξε πλατφόρμα και εταίρο στις συναλλαγές με πλαστικό χρήμα. Με ένα ευγενικό γράμμα σε πληροφορεί για την αλλαγή και σε προειδοποιεί ότι η παλιά κάρτα θα λήξει σε ένα με δυο μήνες, γι’ αυτό πρέπει εγκαίρως να ενεργοποιήσεις την καινούργια. Εύκολα, απλά, ψηφιακά, ανέπαφα. Μέσω web banking ή μέσω ATM ή με ένα τηλεφώνημα στο τηλεφωνικό κέντρο της. Ως ψηφιακά ημιαναλφάβητος αρχίζεις από το τελευταίο, στο οποίο μια ψηφιακή περσόνα σε ρωτάει πράγματα, δεν κατανοεί τι της απαντάς, αρνείται πεισματικά να σε συνδέσει με αντιπρόσωπο και στο τέλος σε ευχαριστεί και σε στέλνει στην ευχή του θεού (ή του διαβόλου).

Βήμα δεύτερο, αναγκαστικό. Πηγαίνεις στο ΑΤΜ να ενεργοποιήσεις τη νέα κάρτα και έχοντας πιστέψει τη γραπτή διαβεβαίωση της πιστής σου φίλης ότι δεν χρειάζεται αλλαγή PIN, βάζεις αμέριμνος το παλιό συνθηματικό, αλλά και το μηχάνημα σου βγάζει τη γλώσσα και σου λέει «λάθος PIN»! Αποφασίζεις να κάνεις την ψηφιακή αποκοτιά: ενεργοποίηση της κάρτας μέσω της ηλεκτρονικής εφαρμογής. Απλούστατο, τελειώνεις τσακ μπαμ, πόσο χαζός ήσουν να επιμένεις στα απομεινάρια της αναλογικής προϊστορίας! Αλλά όταν πας στο ΑΤΜ να βγάλεις κανένα εικοσάρι, το μηχάνημα επιμένει: «λάθος password». 

Βήμα τρίτο. Η επίσκεψη στην τράπεζα είναι μονόδρομος, αλλά χρειάζεται ραντεβού, το κάνεις -τι να κάνεις;- κι όταν έρχεται η ώρα οι πρόθυμοι υπάλληλοι δεν μπορούν να εξηγήσουν τι συμβαίνει, προτείνουν να δοκιμάσεις αλλαγή PIN. Το κάνεις κι αυτό στο ΑΤΜ, «επιτυχία!», αλλά και μια δυσοίωνη παρατήρηση την οθόνη: «Τα προσωπικά στοιχεία σας χρειάζονται επικαιροποίηση, αν δεν γίνει άμεσα δεν θα μπορείτε να προχωρήσετε σε συναλλαγές». Ενας μικρός πανικός, επιστροφή στο φυσικό κατάστημα και στον υπάλληλο, που δεν μπορεί να εντοπίσει ποιο ακριβώς δεδομένο σου χρειάζεται επικαιροποίηση, αλλά για να αποτραπούν τα χειρότερα πρέπει να καταθέσεις κανονικά, απτά, χάρτινα αντίγραφα ταυτότητας, εκκαθαριστικού Εφορίας, λογαριασμού μισθοδοσίας, λογαριασμού ρεύματος, κινητής, κι αν τυχόν οι λογαριασμοί δεν είναι στο όνομά σου, να βάλεις και τις σχετικές υπεύθυνες δηλώσεις, συμπληρωμένες ψηφιακά στον μεγάλο κρατικό αδελφό gov.gr και εκτυπωμένες σε κανονικό χαρτί. 

Κάπως έτσι, κάτω από αυτή τη μικρή στοίβα χαρτιών που πρέπει να καταθέσεις για να επικαιροποιήσεις τα στοιχεία σου, θάβεται ο ψηφιακός άθλος των εγχωρίων τραπεζών. Ο βιαστικός, σχεδόν βίαιος ψηφιακός εκσυγχρονισμός τους με μοναδικό κριτήριο να απαλλαγούν από κόστη που τα μετακύλησαν στους πελάτες τους είναι στην πραγματικότητα η υποκατάσταση της παλιάς χάρτινης γραφειοκρατίας από μιαν εξίσου βασανιστική ψηφιακή γραφειοκρατία. 

Ελληνική ιδιαιτερότητα (πιθανώς παγκόσμια) είναι ότι δίπλα στη νέα ψηφιακή γραφειοκρατία διατηρείται μια χαρά και η παραδοσιακή, χάρτινη. 

ΥΓ. Μόνος ανταγωνιστής των τραπεζών σε αυτό το διπολικό επίτευγμα είναι η ΑΑΔΕ. Για τους δικούς της ψηφιακούς άθλους επιφυλάσσομαι...


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

ΚΟΣΜΟΣ: Αστυνομία, αστυνομία!

ΚΛΕΩΝ: Αστυνομία; Καλώς ορίσατε. Καθήστε παρακαλώ.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Είστε ο ταμίας της Εμποροπιστωτικής Τραπέζης;

ΚΛΕΩΝ: Είμαι και φαίνομαι. Και βούτηξα και το ταμείο. Μια ζωή την έχουμε. Αυτό με πήρε στον λαιμό του. Ηθελα κι εγώ να ζήσω τη ζωή μου. Να γλεντήσω. Να πετάξω κι εγώ. Αλλά δεν τη χάρηκα. Δεν είχα φτερά.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Πουλάκι μου! Ηθελες να πετάξεις, ε; Ωραία. Πάμε τώρα, να σε κλείσουμε στο κλουβάκι σου.

Γιώργου Τζαβέλλα, «Μία ζωή την έχουμε» (1958)


Sunday, August 18, 2024

Η κρυφή γοητεία του εγκλήματος


Η Εφημερίδα των Συντακτών, 17-18/8/2024


Ο Ρίπλεϊ εισάγει τον Τσίμερμαν στην γοητεία του εγκλήματος. Ντένις Χόπερ, Μπρούνο Γκαντς στην καλύτερη κινηματογραφική μεταφορά ιστορίας της Χάισμιθ από την τριλογία του Ρίπλει. "Ενας Αμερικανικός φίλος", Βίμ Βέντερς, 1977. 

 Γιατί το καλοκαίρι διαβάζουμε κυρίως αστυνομικά μυθιστορήματα; Γιατί γενικώς μας γοητεύουν οι περίπλοκες αστυνομικές ιστορίες, τα θρίλερ, οι εξιχνιάσεις μυστηρίων ή οι αφηγήσεις εγκλημάτων που μένουν ανεξιχνίαστα και ατιμώρητα; Γιατί μας συγκινεί η παρατηρητικότητα του Ηρακλή Πουαρό, η ηθική ακαμψία του Φίλιπ Μάρλοου, αλλά και ο ψυχωτικός αμοραλισμός του Τομ Ρίπλεϊ; Με ποια πλευρά είμαστε κάθε φορά; Γιατί άλλοτε μας συναρπάζει το έγκλημα και άλλοτε η τιμωρία του;

Κανείς δεν κάθεται σ’ έναν καλοκαιρινό ίσκιο ή στο σπίτι για μεσημεριάτικη σιέστα μ’ ένα βιβλίο στο χέρι έχοντας απαντήσει σε αυτά ή παρόμοια ερωτήματα. Απλώς, παίρνει μια παλιά Αγκαθα Κρίστι, έναν Τσέιζ, έναν Χάμετ, έναν Τσάντλερ, μια Χάισμιθ, ή έναν καινούργιο Νέσμπο, μια Λάκμπεργκ, κάποιον από τους Σκανδιναβούς, τους Γάλλους ή τους Ελληνες λογοτέχνες που εξελίσσουν το είδος με ή χωρίς πρόθεση, με μοναδική επιδίωξη να μπει στην ατμόσφαιρα του μυστηρίου, του παράδοξου, του απροσδόκητου, του «δεν είναι αυτό που φαίνεται». Δηλαδή, να νιώσει στη διάρκεια της ανάγνωσης την επίδραση των αυξομειούμενων ποσοτήτων αδρεναλίνης που εκκρίνονται στο σώμα ενώ κάποιος απειλείται ή διασώζεται από έναν θανάσιμο κίνδυνο.

Ωστόσο, πέραν του ψυχαγωγικού του πράγματος, υπάρχει μια βαθύτερη σχέση μας με τις αναπαραστάσεις του εγκλήματος, που ξεκινά από την ίδια τη συγκρότηση των κοινωνιών, των «πολιτειών» και των κανόνων τους. Στον πυρήνα των οποίων βρίσκονται οι απαγορεύσεις, δηλαδή το τι ορίζεται ως έγκλημα. Στα ποινικά δίκαια του κατά συνθήκη πολιτισμένου κόσμου ο ορισμός του εγκλήματος είναι εξοργιστικά απλός: «Εγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στον δράστη της, η οποία τιμωρείται από τον νόμο», λέει το σχετικό άρθρο του Ποινικού Κώδικα. Ναι, αλλά ποιος αποφασίζει ποια πράξη είναι άδικη και ποια όχι; Αρα, πώς είμαστε σίγουροι ότι μια πράξη είναι έγκλημα και ο αυτουργός της είναι εγκληματίας;

Η πρωταρχική αμφιβολία γι’ αυτά τα ερωτήματα είναι το ίδιο παλιά με το προπατορικό αμάρτημα, την παραβίαση ενός κανόνα που δεν τον όρισε η κατά Βίβλο πρώτη, πυρηνική κοινωνία των πρωτοπλάστων, αλλά μια εξωγενής δύναμη: ο θεός τους, έστω κι αν ήταν ο δημιουργός τους. Αν το δίκαιο ήταν η ολική άγνοια και το έγκλημα ήταν η γνώση, αν η ανταμοιβή για την τήρηση του κανόνα ήταν η καταναλωτική αμεριμνησία στον παράδεισο και η τιμωρία η ίδια η ανθρώπινη φύση όπως την ξέρουμε σήμερα, τότε πρέπει να ευγνωμονούμε την πρώτη εγκληματία στη βιβλική ιστορία της ανθρωπότητας, την Εύα και τον συνεργό της Αδάμ. Διότι ακόμη και κατά τον βιβλικό μύθο, που παρουσιάζει την επίγεια ζωή περίπου σαν τιμωρία, το ανθρώπινο είδος έκανε όλα τα παραγωγικά και τεχνολογικά άλματά του χάρη σε αυτό το πρώτο και τα άλλα πρωταρχικά εγκλήματα.

Η ταλάντευσή μας ανάμεσα στους εγκληματίες και τους διώκτες τους, στο έγκλημα και στην τιμωρία του, η αμφιβολία μας μεταξύ του αδικημένου Κάιν και του ευνοημένου Αβελ, η σαφής συμπάθειά μας στους Μπόνι και Κλάιντ, η προσπάθεια του Τρούμαν Καπότε να κατανοήσει τους δολοφόνους τού «Εν Ψυχρώ», το «μικροσκόπιο» της Χάισμιθ στην εγκληματική ιδιοσυγκρασία του Ρίπλεϊ ή του Ευριπίδη πάνω στα κίνητρα της παιδοκτόνου Μήδειας, εν ολίγοις όλα αυτά τα οποία από την εποχή του Μωυσή και των αρχαίων τραγικών μέχρι τον Στίβεν Κινγκ ή τον Τζο Νέσμπο τροφοδοτούν μικρές και μεγάλες σκοτεινές αφηγήσεις, έχουν στον πυρήνα τους τη θεμελιώδη αμφιβολία: μήπως η διαχωριστική γραμμή δικαίου και αδίκου έχει χαραχτεί λάθος και από τους λάθος ανθρώπους; Τι θα γινόταν αν, για παράδειγμα, είχε υιοθετηθεί ο «κανόνας» του Προυντόν πως «η ιδιοκτησία είναι κλοπή»; Προφανώς, σχεδόν όλοι θα ήμασταν εγκληματίες. Και τι θα γινόταν αν η επαναστατική γαλλική Εθνοσυνέλευση είχε υιοθετήσει την πρόταση του Ντε Σαντ να αποποινικοποιηθεί η κλοπή ως μια αποτελεσματική μορφή της αναγκαίας αναδιανομής πλούτου υπέρ των φτωχών;

Διαβάζουμε, λοιπόν, αστυνομικά μυθιστορήματα γιατί ποθούμε την απόδοση δικαιοσύνης, τελικά γιατί μας πνίγει το δίκιο, χωρίς να είμαστε βέβαιοι σε ποια πλευρά είναι, ποιος το έχει κάθε φορά. Το έγκλημα είναι η απόκλιση από τον κανόνα, αλλά όταν ο κανόνας είναι προβληματικός και ακόμη πιο προβληματικό είναι το καθεστώς που επέβαλε τον κανόνα, σχεδόν αυτονόητα παίρνουμε την πλευρά του «εγκληματία», έστω κι αν από φόβο δεν πρόκειται να γίνουμε ποτέ κάτι παραπάνω από κρυφοί θαυμαστές του.

Ξέρουμε πως η θέσμιση ενός εγκλήματος και της ποινής που του αναλογεί δεν σημαίνει απαραίτητα αποκατάσταση δικαίου, αλλά νομιμοποίηση ήδη συντελεσμένων εγκλημάτων. Πάρτε το κατά συνθήκη πιο αθώο παράδειγμα της περιόδου: τη νέα νομοθεσία για την παράνομη κατάληψη παραλίας από τους επιχειρηματίες της ομπρελοξαπλώστρας και του μπιτσόμπαρου, που διαφημίζει καταιγιστικά το ΥΠΟΙΚ με την καμπάνια «Επ-app»! Η μαζική, μακρόχρονη και προσοδοφόρα καταπάτηση του δημόσιου χώρου καθαγιάζεται μέσα από την παραχώρηση μιας μικρής και καθυστερημένης ελευθερίας των πολιτών να καταγγέλλουν υπερβάσεις ορίων. Κι όλα καλώς καμωμένα. Ετσι, ακόμη και μια δημοκρατικά εκλεγμένη Βουλή μπορεί να παράγει μαζικά εγκλήματα. Μια δημοκρατία, επίσης, μπορεί να συγκαλύπτει εγκλήματα. Μια δικτατορία μπορεί να είναι ολόκληρη ένα έγκλημα, που όμως έχει παραγάγει «δίκαιο» κι έχει απονείμει «δικαιοσύνη».

Ο Μπρεχτ έχει συμπυκνώσει αυτή την αντίφαση στην περίφημη φράση από την Οπερα της Πεντάρας: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας;». Το υπονοούμενο είναι πως το μείζον έγκλημα, η εκχώρηση στο πιστωτικό σύστημα του «δικαιώματος» να παράγει απεριόριστα χρήματα από χρήματα των άλλων, εξαφανίστηκε πίσω από το μικρό έγκλημα, που στο μεταξύ παρήγαγε, τη ληστεία ενός μικρού μικρού μέρους αυτών των χρημάτων.

Με τον κίνδυνο να αδικήσουμε και τους πολλούς καλούς κανόνες που μας έχουν ως είδος σώσει από τον κανιβαλισμό, θα μπορούσαμε να παραφράσουμε τον Μπρεχτ ως εξής: «Τι είναι η τέλεση ενός εγκλήματος μπροστά στη θέσπιση του ποινικού νόμου που το τιμωρεί;».

Κι ύστερα να παρασυρθούμε από την κρυφή γοητεία του εγκλήματος. Προς το παρόν, ως αναγνώστες, βεβαίως.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

«Ενας φιλόσοφος παράγει ιδέες, ένας ποιητής ποιήματα, ένας παπάς κηρύγματα και εξομολογήσεις, ένας καθηγητής θεωρίες και αναμασημένες στερεότυπες γνώσεις, ένας δημοσιογράφος ειδήσεις (συχνά κατασκευασμένες), ένας σχολιαστής κατευθυνόμενη γνώμη και ούτω καθεξής. Ενας εγκληματίας παράγει εγκλήματα. Μια εγκληματική οργάνωση, που συγκροτείται από τρεις εγκληματίες και πάνω, παράγει προσχεδιασμένα εγκλήματα σε μεγάλη κλίμακα, προκειμένου να ικανοποιήσει τη ζήτηση παράνομων αγαθών και υπηρεσιών. Για τον σκοπό αυτόν εφαρμόζει ωμή βία ή άλλα κατάλληλα προς εκφοβισμό μέσα, ενεργώντας μέσω επιρροών που διαθέτει, σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο, στο πολιτικό σύστημα, στη δημόσια διοίκηση, στη δικαιοσύνη, στην οικονομία, στα ΜΜΕ.

Αν καταπιαστούμε ενδελεχώς με τη συνάρτηση του εγκληματικού κλάδου παραγωγής με το σύνολο της κοινωνίας, θα απαλλαχτούμε από πολλές προκαταλήψεις. Ο εγκληματίας και οι εγκληματικές οργανώσεις δεν παράγουν μόνο εγκλήματα και εγκληματικές θέσεις εργασίας. Παράγουν και πλούτο που ξεπλένεται και ενσωματώνεται στη νόμιμη οικονομική δραστηριότητα και, επομένως, δημιουργεί νέες, καθ’ όλα νόμιμες θέσεις εργασίας».


Ιερώνυμος Λύκαρης, «Ακου πτώμα να μαθαίνεις» 

(Η συμβολή του οργανωμένου εγκλήματος στην ανάπτυξη του πλούτου των εθνών: περιορισμένη παραλλαγή της γνωστής «Παρέκβασης (για την παραγωγική εργασία)», που συμπεριέλαβε ο Μαρξ στο πρώτο μέρος των Θεωριών για την Υπεραξία και αποτελεί στοιχείο της πλοκής του μυθιστορήματος). 



Saturday, August 3, 2024

Η χαμένη λαχτάρα του Αυγούστου

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 3-4/8/2024

Νάτες όλες λάμπουν από τη λαχτάρα του Αυγούστου, στα νάιντις.
(Από την ταινία του Π. Βούλγαρη, "Ησυχες μέρες του Αυγούστου).


Είναι θέμα ηλικίας; Είναι θέμα συγκυρίας; Μήπως είναι θέμα Μητσοτάκη; Ε, όχι, μην τα ρίχνουμε κι όλα πάνω του, στο κάτω κάτω, βρίσκει και τα κάνει, δεν συναντά και καμιά αντίσταση, καμιά αντίδραση. Αντιπολίτευση δεν έχει, τι να λέμε τώρα, κι αυτή διακοπές θα πάει, θα σκορπίσει σε νησιά, κάμπους και κορφούλες, κι όταν επιστρέψει από Σεπτέμβρη θα αφοσιωθεί στις αγαπημένες της ομφαλοσκοπήσεις, έκαστον κόμμα προσηλωμένο στον δικό του αφαλό, κι αφήστε τον Μητσοτάκη να μας αφαλοκόβει όλους αδάπανα κι ειρηνικά. Είχαμε και μια κρυφή προσδοκία μήπως η κοινωνική αντιπολίτευση κάνει όσα αδυνατεί η πολιτική, αλλά ας μην κοροϊδευόμαστε, στην κοινωνία επικρατεί μια ιδιότυπη καταστολή, μια ανεξήγητη κατατονία. Ο θρίαμβος του Μητσοτάκη και του μηχανισμού που μας κυβερνά είναι ότι μετέτρεψαν σε σιωπή την απελπισία και τον θυμό των κοινωνικών στρωμάτων που αληθινά υποφέρουν ή δεν περνάνε καθόλου καλά στην αναπτυξιακή φούσκα του Μαξίμου. Η μεγαλύτερη επιτυχία του Μητσοτάκη είναι ότι ακούγονται μόνο οι κερδισμένοι και αισιόδοξοι. Οι χαμένοι κι απαισιόδοξοι λες κι έχουν βουβαθεί.

Αλλά αλλού το πήγαινα. Αναρωτιέμαι λοιπόν: είναι θέμα ηλικίας ή συγκυρίας (πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής) ότι έχει χαθεί η λαχτάρα του Αυγούστου; Εντάξει, κάποιοι μπορεί να τη νιώθουν ακόμη αυτή τη λαχτάρα, τα παιδιά σίγουρα, αν είναι από τα τυχερά που οι γονείς τους ανήκουν στο «ευνοημένο» 50% που θα κάνει έστω και μια βδομάδα διακοπές, ή αν έχουν ένα χωριό, ένα νησί με γιαγιάδες, παππούδες, θείες, θείους και ξαδέλφια να εκτονώσουν όλη τη σωρευμένη ένταση των μηνών εγκλεισμού στις πόλεις και στα σπιρτόκουτα εντοιχισμένης επιβίωσης. Ποιοι άλλοι κρατάνε λίγη από αυτή τη λαχτάρα του θέρους και ειδικά του Αυγούστου; Προφανώς οι 18χρονες/οι που θα επιβραβεύσουν με ολίγες Κυκλάδες την επιτυχία εισαγωγής τους σε κάποιο ΑΕΙ, οι φοιτητές που αντέχουν ακόμη έναν μικρό γύρο νησιών, οι αρχάριοι σεζονάδες που δεν έχουν ακόμη «καεί» σερβίροντας και εξυπηρετώντας τουρίστες 12 ώρες τη μέρα. Και από τους μεγαλύτερους, όσοι έχουν φτιαγμένη «κατάσταση» (ένα εξοχικό, ένα ανακαινισμένο πατρικό με τη θάλασσα σε ανεκτή απόσταση) κι όσοι έχουν καβάτζα τουλάχιστον δύο μισθούς τον χρόνο για να χρηματοδοτήσουν ένα δεκαήμερο διακοπών. Πόσοι είναι αυτοί; Νομίζω ότι το 55%, όπως μετρήθηκε σε έρευνα, που δηλώνει ότι δεν θα κάνει καθόλου διακοπές φέτος είναι εντελώς ρεαλιστικό, μην πω και μετριοπαθές.

Οι μεσήλικες και κάτι παραπάνω, ας πούμε η γενιά της μεταπολίτευσης, ίσως έχουμε τη δυνατότητα ενός απολογισμού για την εξέλιξη της τελετουργίας των καλοκαιρινών διακοπών και της χαμένης λαχτάρας του Αυγούστου. Οι διακοπές, άλλωστε, στην Ελλάδα είναι ξεκάθαρα υπόθεση των τελευταίων πενήντα ή εξήντα ετών, πριν από τη δεκαετία του ’70 οι θερινές διακοπές αφορούσαν μια απειροελάχιστη ελίτ και η τουριστική «βιομηχανία», παρά τη νησιωτικότητα της χώρας, ήταν υποτυπώδης. Χρειάστηκε να ολοκληρωθούν η μετανάστευση του χωριού στην πόλη, η μαζική αστικοποίηση του αγροτικού πληθυσμού και η δύσκολη προσαρμογή του, για να γίνει ανάγκη, προϊόν και υπηρεσία η ακριβώς αντίστροφη τάση: η ολιγοήμερη καλοκαιρινή φυγή από την πόλη στο χωριό. Κι όπου δεν υπήρχε «χωριό», πατρώο έδαφος και πατρικό εξοχικό, ο νόστος του Αυγούστου αφορούσε κάθε προορισμό. Στην αρχή αποκλειστικά εντός Ελλάδας, αργότερα στον κόσμο ολόκληρο.

Στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, παιδί του Δημοτικού ακόμη, μετρούσα τις μέρες μέχρι να τελειώσει ο Ιούλης, να τρέξουν και λίγες του Αυγούστου, μέχρι να παραδώσει η μάνα μου τα τελευταία ρούχα στις πελάτισσές της, να μπούμε επιτέλους στο λεωφορείο ή στο «αγοραίο» που θα μας μετέφερε στο χωριό, παραθαλάσσιο της Αργολίδας, γι’ αυτή την καθημερινή αυγουστιάτικη τελετουργία: δεκαπέντε λεπτά περπάτημα ώς τη θάλασσα, με στάσεις στα περιβόλια, επιδρομές σε συκιές και καρυδιές, βουτιές σε στέρνες, ατέλειωτες ώρες στη θάλασσα, επιστροφή στο σπίτι, μπάνιο με το λάστιχο ή στη σκάφη, φαΐ στα όρθια, ντύσιμο, έξοδος στην πλατεία, παιχνίδι, γραντζουνισμένα γόνατα, σουβλάκι, επιστροφή, ύπνο βαθύ στρωματσάδα. Απόλαυση με κάθε κύτταρο.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 άρχισε η μεγάλη περιπλάνηση στην άγνωστη Ελλάδα, μια Μύκονος απίθανη ήταν η πρώτη τολμηρή έξοδος, κι έπειτα Αγκίστρι, Πόρος, Κυκλάδες, Δωδεκάνησα, η εγχώρια γεωγραφία της απόλαυσης δεν είχε μπάτζετ. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 η απόλαυση και λαχτάρα του Αυγούστου απέκτησε μπάτζετ, συχνά ενισχυόμενο από διακοποδάνεια ή καταναλωτικά δάνεια γενικώς, αλλά εμβολιάστηκε (ή δηλητηριάστηκε) με κριτήρια «ποιότητας» που περιόριζε την ποσότητα. Η τουριστική βιομηχανία επέβαλε έναν ανταγωνισμό χλιδής και ιδιωτικότητας, την ίδια ώρα που στο πόπολο άρχισε να συστήνεται το «ολ ινκλούσιβ», φάγετε, πίετε, τούτο γαρ εστί το σώμα και το αίμα μου, μέχρι σκασμού. Στα τέλη της δεκαετίας του 2000, η λαχτάρα του Αυγούστου είχε αναβαθμιστεί εντός συνόρων σε συνθετικά πρότζεκτ ανακάλυψης μη δημοφιλών προορισμών και ψαγμένου, εναλλακτικού τουρισμού και εκτός συνόρων σε τουρισμό πολιτισμικής εμπειρίας. Στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, εκτός του ότι χρεοκόπησε η χώρα, πτώχευσε και η λαχτάρα του Αυγούστου. Από το 2012 και μετά θυμάμαι τον εαυτό μου με το που αρχίζει να σκάει το καλοκαίρι και ο τζίτζικας με ένα μάγκωμα στην καρδιά και στην τσέπη. «Θα πάμε πουθενά φέτος;». Η ερώτηση άρχισε να πέφτει κατά τα τέλη Μαΐου και έμενε αναπάντητη μέχρι τα τέλη Ιουλίου, αρχές Αυγούστου. Η μεγάλη περιπλάνηση στα ελληνικά αρχιπελάγη είχε πάρει τέλος, πολύ περισσότερο στα άλλα αρχιπελάγη και στις ενδοχώρες του κόσμου. Η λαχτάρα του Αυγούστου έχει δώσει τη θέση της στο άγχος του Αυγούστου, «τι ωραία που είναι η Αθήνα τον Αύγουστο!», αλλά σιγά μην είναι ωραία η Αθήνα τον Αύγουστο, ένα τσιμεντένιο καμίνι είναι, η νοσταλγία της άδειας πρωτεύουσας είναι απομεινάρι της δεκαετίας του ’90 (τι θαυμάσια η ταινία του Βούλγαρη!).

Πού ακριβώς έχει χαθεί η λαχτάρα του Αυγούστου, στα χρόνια που πέρασαν ή στο χρήμα που δεν υπάρχει για να συνεχιστεί η θερινή περιπλάνηση; Αν τουλάχιστον, ελλείψει του δεύτερου, είχαμε τη δυνατότητα να αποταμιεύουμε λίγο από τα πρώτα, τα χρόνια ζωής και έντασης, ίσως κάτι να σωζόταν από αυτή τη λαχτάρα. Αλλά δεν αποταμιεύεται η ένταση...



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Εν μέρει καλά τα λέει ο μύθος.
Επρεπε να λογικευτούν λίγο τα τζιτζίκια
να βάζουν στη μπάντα μισό τραγούδι για το κρύο
να εξοικονομούν ολίγη της ύπαρξής τους ασωτεία.

Εξω απ’ το χορό καλά τα λέει ο μύθος.
Πώς αλλιώς να κάνουν τα τζιτζίκια.
Δεν αποταμιεύεται η ένταση.
Δεν θα 'θελε κι αυτή να ζει περισσότερο;
Ομως δεν αποταμιεύεται.
Μια μέρα να τη φυλάξεις χαλάει.
Κική Δημουλά, «Υπέρ ασωτείας» (Συλλογή «Χαίρε ποτέ», 1988)

Sunday, July 28, 2024

Η μεταπολίτευσή μου

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 27-28/7/2024



Τι σημασία έχουν τα μηδενικά στις χρονολογίες; Γιατί οι στρογγυλές επέτειοι είναι σημαντικότερες από τις άλλες; Γιατί τα 202 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση είναι πιο αδιάφορα από τα 200; Γιατί οι εξηντάρηδες και βάλε θα πρέπει να ζήσουν τουλάχιστον άλλα 50 χρόνια για να γιορτάσουν μια βαρβάτη στρογγυλή επέτειο, τα 250 χρόνια ή τα 300, πράγμα αδύνατο; Κι επομένως, γιατί ήταν τόσο σημαντική η 50ή επέτειος της μεταπολίτευσης; Ησσονος σημασίας απορία: Γιατί ο χρόνος στο ανθρώπινο μυαλό κυλάει καλύτερα σε δεκάδες, πενηντάδες ή εκατοντάδες;

 

Οποια κι αν είναι η εξήγηση, για κάποιους αυτός ο μισός αιώνας είχε μια βαρύτητα. Οπωσδήποτε για τους εξήντα πλας, το 25% του πληθυσμού της χώρας, αφού ακόμη κι ένας δεκάχρονος του 1974 έχει κάποια αμυδρή μνήμη από εκείνον τον φοβερό Ιούλιο κι όσα ακολούθησαν. Οχι, ο Πορτοκάλογλου δεν έχει δίκιο. Αν κι έχει γράψει το πιο εμβληματικό τραγούδι για τη γενιά -«της μεταπολίτευσης καημένη γενιά, άχρωμα όλα και λειψά…»-, αυτή η γενιά έχει στην πραγματικότητα ζήσει μια πολύχρωμη και γεμάτη εντάσεις εποχή. 


Δεν ήταν ακριβώς και «τα καλύτερά μας χρόνια», ή μπορεί να ήταν γιατί ήμασταν έφηβοι, νέοι, με την προσδοκία ενός μέλλοντος λαμπερού και ανατρεπτικού. Ολα άλλαζαν γύρω μας και εντός μας. Και η αλλαγή ήταν τεράστια, σχεδόν σωματική. Κατά κάποιο τρόπο, ενώ με τη μεταπολίτευση εννοούμε την πολιτική μεταβολή από τη δικτατορία στη δημοκρατία, ο καθένας μας έζησε μια μεταπολίτευση Ι.Χ. Εκανε ένα άλμα από τη σιωπή και την ιδιώτευση στην παρρησία και στον δημόσιο χώρο, στην αγορά του δήμου, όπου κι αν ήταν αυτή: στη στάση ενός λεωφορείου, στο περίπτερο με τις κρεμασμένες εφημερίδες, στο τραπέζι με τους ετερόκλητους συγγενείς, στη σχολική αίθουσα, στο αμφιθέατρο, στο γραφείο, στο εργοστάσιο, στο καφενείο του χωριού. Ξαφνικά, η πολιτική έγινε σημαντική για όλους, ο καθένας έμπαινε στο δίλημμα να πάρει θέση, να επιλέξει «στρατόπεδο», να ενταχθεί, να μιλήσει, να τσακωθεί, ακόμη και να πλακωθεί. 


Η δική μου μεταπολίτευση έχει τα κοινότοπα υλικά που έχει η μεταπολίτευση των περισσοτέρων: το αφυπνιστικό σοκ του Νοέμβρη του 1973, τα παράνομα διαβάσματα της εφηβείας, την αποκάλυψη του διχασμού στο ευρύτερο σόι, τον μπαμπά να ανασύρει από τα βάθη ενός συρταριού την καρφίτσα με τη φάτσα του Καραμανλή, τη μαμά να αποκαλύπτει δειλά την πολιτική ταυτότητα του δικού της μπαμπά, τη συμμετοχή σχεδόν σε όλες τις προεκλογικές συγκεντρώσεις των πρώτων εκλογών, «ενωμένη Αριστερά, η Ελλάδα πάει μπροστά», ή «στις 18 σοσιαλισμό», ένα κασετόφωνο στο οποίο πρωτάκουσα τα «Τραγούδια του αγώνα», διάβασμα σε βαθμό ολικής σύγχυσης, από Μαρξ μέχρι Μαρκούζε, από Νίτσε μέχρι Φρομ, από Μαντέλ μέχρι Γκαλμπρέιθ. Και σινεμά, πολύ σινεμά, μέχρι τελικής πτώσεως, από Αϊζενστάιν μέχρι Μπουνιουέλ, από Φελίνι μέχρι Αγγελόπουλο. Και διάβασμα για το σινεμά, μέγας ανταγωνισμός για τους καλύτερους κριτικούς, η κριτική ήταν σοβαρή υπόθεση, τα προγράμματα κινηματογράφων θύμιζαν ιδεολογικές μπροσούρες. Η μεταπολίτευσή μου έχει Μίκη και Μάνο, μεγάλες ανοιχτές συναυλίες, έχει Τρίτο Πρόγραμμα, ερασιτεχνικούς σταθμούς, μπουάτ στην τελευταία τους αναλαμπή, μεταχρονολογημένη γνωριμία με αστερισμούς του ροκ. 

Η δική μου μεταπολίτευση ήταν η αποκάλυψη ενός κόσμου που δεν ξέραμε ότι υπήρχε, μια ετεροχρονισμένη εισαγωγή της «μεγάλης έκρηξης» των σίξτις, λέξεις και έννοιες καινούργιες που ενσωματώναμε στραμπουλιγμένες ή παρερμηνευμένες στους καθημερινούς διαλόγους, μια καινούργια γλώσσα, μια νέα ορθογραφία, με καταλήξεις και τονισμούς που κατέλυαν την επίσημη, καθεστωτική γλώσσα, με πολλούς «ισμούς» και πολλά αρχικά, δεκάδες, εκατοντάδες αρχικά πίσω από τα οποία δεν υπήρχαν μόνο ναρκισσισμοί ελάχιστης διαφοράς, αλλά και η διάθεση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων να εκφραστούν και να δράσουν συλλογικά. 

Η δική μου μεταπολίτευση έχει μαθητικές και φοιτητικές παρατάξεις, έχει πολιτική νεολαία, κόμμα, φεστιβάλ, συνελεύσεις, έχει καταλήψεις, τεράστιες συγκρούσεις για την ηγεμονία, αλλά έχει και αμηχανία και αμφιβολία, «είναι σωστή η γραμμή;», έχει διαγραφές, διασπάσεις, αποχωρήσεις, επανασυνδέσεις. Η μεταπολίτευσή μου είχε αφοσίωση και κομματικό πατριωτισμό, αλλά και διαψεύσεις, πολιτική μοναξιά, ατελέσφορη περιπλάνηση. Είχε αναζήτηση ταυτότητας, όχι μόνο πολιτικής, αλλά και κοινωνικής, «τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω, και τι δεν θέλω να γίνω», θα ακολουθήσω τον ταξικό μου προορισμό ή θα συγκρουστώ με την ίδια την τάξη μου; Η δική μου μεταπολίτευση, θέλω να πω, όπως και η μεταπολίτευση των πολλών και των από κάτω, έβαλε ξαφνικά ένα συλλογικό φίλτρο στις κατά τα λοιπά απολύτως ατομικές επιλογές. Το τι είδους μηχανικός, τι είδους δικηγόρος, τι είδους γιατρός, χημικός, δημοσιογράφος, τεχνικός, εξειδικευμένος εργάτης ήθελε να γίνει κάποιος, για πολλά χρόνια συνδεόταν με το «αντιεπαγγελματικό» δίλημμα: «και με ποια πλευρά θα είμαι;». Οσο κι αν φαίνεται αδιανόητο σήμερα με όρους πιάτσας, οι απαντήσεις που δόθηκαν σε αυτό το δίλημμα, άλλους τους εκτόξευσαν στην κορυφή της εξουσίας και της οικονομικής ισχύος κι άλλους τους κράτησαν στον πάτο ή, στην καλύτερη περίπτωση, τους ανέδειξαν σε «υπηρέτες δημοσίου συμφέροντος», έστω κι αν αυτό δηλητηριαζόταν συχνά από τοξικές δόσεις ιδιοτέλειας. 

Οπως είναι προφανές η μεταπολίτευσή μου δεν έχει τίποτα ιδιαίτερο. Είναι φτιαγμένη με τα υλικά της μεταπολίτευσης των περισσοτέρων, σε διαφορετικές δόσεις και αναλογίες. Αλλά αυτό που την κάνει σημαντική είναι κυρίως ότι κάθε μας επιλογή, η πιο εύστοχη και η πιο βλακώδης, η πιο επιτυχημένη και η πιο αποτυχημένη, γινόταν με τη συλλογική αίσθηση ως άτομα και ως ομάδες ότι συμμετέχουμε στην Ιστορία, έχουμε τη φιλοδοξία να επιδράσουμε στην εξέλιξή της. Η όποια κοινωνική, πολιτική και οικονομική αλλαγή ήταν αδιανόητη χωρίς εμάς, χωρίς τα κόμματά μας, τις νεολαίες μας, τους συλλόγους μας, τις διαδηλώσεις μας, τις συγκρούσεις μας, τις ιδέες μας, τα τραγούδια μας, τις συναυλίες μας, τα σινεμά, τα θέατρά μας, τα φεστιβάλ μας, τις απεργίες μας, τα συνδικάτα μας, τις παρατάξεις μας, τις διαφωνίες μας. Είχε έναν βαθμό ψευδαίσθησης αυτό, αλλά ήταν και σε μεγάλο βαθμό απτό, υλικό.

Τώρα, οι οικονομικοί, πολιτικοί και κοινωνικοί μετασχηματισμοί γίνονται ερήμην μας. Από δυνάμεις που φαίνεται αδύνατο να ελέγξουμε. Και, κυρίως, κανείς δεν φαίνεται να έχει διάθεση να τις φρενάρει. Κι αυτό είναι το πιο τρομακτικό. Ζούμε άραγε μια απο-πολίτευση;



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 


Σε είχα δει και σένα σαν τ’ άλλα φοιτητάκια

αντάρτες της πορδής με τα λεφτά του μπαμπά

μίζερα όλα και λειψά, γι’ αυτό σου λέω


Πίσω μου άθλια σχολεία

κοπάνες και πορνό, αποβολές για μαλλιά

γκόμενες και κόμμα, ραντεβού στην πλατεία

τα ξέρεις όλα αυτά


Χούντα δε θυμάμαι μα ούτε ελευθερία

της μεταπολίτευσης καημένη γενιά

άχρωμα όλα και λειψά, γι’ αυτό σου λέω


Υπάρχει λόγος σοβαρός που ήμουν νέος χλιαρός

αυτά μου τύχαν δυστυχώς, μα δεν τα κρύβω ευτυχώς

και να ένας λόγος σοβαρός που είμαι ωραίος


Τώρα τα τραγούδια μας τούς πέφτουνε λίγα

και κάτω απ’ τα μουστάκια τους γελάν οι παλιοί

έχουν βλέπεις πίσω τους τη λάμψη του εξήντα

καθάρισαν αυτοί


Φατμέ, Νίκος Πορτοκάλογλου, «Υπάρχει λόγος» (Ρίσκο, 1985)


Saturday, July 20, 2024

Το σπασμένο παράθυρο των Windows

Η Εφημερίδα των Συντακτών 20-21/7/2024



Ως ψηφιακά αναλφάβητος δεν κατάλαβα και πολλά για το ποιο ήταν το πρόβλημα στις εφαρμογές της Microsoft και της εταίρου της, CrowdStrike, που προκάλεσε το παγκόσμιο ψηφιακό μπλακ άουτ και το χάος σε αερομεταφορές, τραπεζικές συναλλαγές, αλυσίδες λιανεμπορίου, δημόσιες υπηρεσίες, χρηματιστήρια. Αν προσπαθούσα να το περιγράψω, θα έλεγα ότι στο οικουμενικό κάστρο της Microsoft, που είναι περιβεβλημένο με θωρακισμένες πόρτες και αλεξίσφαιρα παράθυρα (Windows), ένα από αυτά έσπασε –ή το έσπασαν–, πιθανώς με μια ντιρέκτ γροθιά (strike) που από αστοχία ή σκοπιμότητα επέφερε η CrowdStrike. 

Δεν έχει και πολύ σημασία το πώς έσπασε το παράθυρο. Σημασία έχει ότι αρκεί μια μικρή οπή, ένα απειροελάχιστο ρήγμα για να κλυδωνιστεί το κάστρο του οικουμενικού ψηφιακού μονοπωλίου που ελέγχει τα περισσότερα πράγματα που κάνουμε καθημερινά μέσω υπολογιστή, λάπτοπ, κινητού, Διαδικτύου: τη συγγραφή ενός κειμένου ή ενός μηνύματος, τη συναλλαγή μας με μια τράπεζα, μια δημόσια υπηρεσία, μια αεροπορική εταιρεία, ένα σούπερ μάρκετ, το τσεκάρισμα ενός εισιτηρίου, την υποβολή μιας ηλεκτρονικής αίτησης. Ο,τι κάνουμε στο ψηφιακό σύμπαν, είτε αφορά την επιβίωσή μας είτε τη διασκέδασή μας, συνδέεται με κάποια εφαρμογή που την ελέγχει το οικουμενικό μονοπώλιο της Microsoft και τα λιγότερο γνωστά οικουμενικά μονοπώλια που έχουν αναλάβει την ασφάλεια των ψηφιακών εφαρμογών της έναντι κυβερνοεπιθέσεων ή απλών αστοχιών στη διεθνή ψηφιακή Νεφελοκοκκυγία (cloud). Η λειτουργία του παγκόσμιου καπιταλισμού, και τελικά της ψηφιακά οργανωμένης ανθρωπότητας, βασίζεται στην τυφλή εμπιστοσύνη που δείχνουμε στο ψηφιακό υπερκράτος και τους επιτελείς του. 

Κι αν για κάποιο λόγο ο Γκέιτς ή ο Σερτς (CEO της CrowdStrike) αποφάσιζαν να τα βροντήξουν και να κλείσουν τα «μαγαζιά» τους, να πάψουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε κράτη, επιχειρήσεις, δίκτυα και πολίτες; Τι θα γινόταν; Θα ανοίγαμε τον υπολογιστή και θα βρισκόμασταν μπροστά σε μια «μπλε οθόνη θανάτου» (δεν ξέρω τι ακριβώς είναι αυτό, το διάβασα ως σύμπτωμα του μπλακ άουτ και μου φάνηκε ωραίο). Θα μπαίναμε στην πλατφόρμα της ΔΥΠΑ ή του ΕΦΚΑ και δεν θα δούλευε τίποτα. Η πιστωτική μας κάρτα μπορεί να μην έχει κανένα αντίκρισμα, κι ας φιλοξενεί ένα ελάχιστο ποσό αξιοπρέπειας. Γενικώς, θα κατέρρεε το ψηφιακό σύμπαν και μαζί κι εμείς. 

Αυτή η «τυφλή εμπιστοσύνη» στο παγκόσμιο ψηφιακό υπερκράτος είναι το μείζον πρόβλημα –και δίδαγμα– του τελευταίου μπλακ άουτ. Εγινε ο κακός χαμός, εκατομμύρια άνθρωποι, επιχειρήσεις, συναλλαγές πάγωσαν και δεν βγήκε μια κρατική ή διακρατική αρχή να ψελλίσει το παραμικρό, να πει «αυτό μας αφορά, δεν είναι θέμα της αγοράς, δεν είναι μία ή δισεκατομμύρια μικρές ιδιωτικές υποθέσεις». 

Μούγκα! Τα κράτη, οι εκλεγμένες κυβερνήσεις, μένουν άφωνες και άβουλες μπροστά σε κάθε αποτυχία ή κακοβουλία της παγκόσμιας ψηφιακής δικτατορίας. 

ΚΙΜΠΙ

Kibi2g@yahoo.gr, kibi-blog.blogspot.com 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Η ανυσματοκρατική τάξη εδραιώνεται μόλις θέσει υπό την κατοχή της τις ισχυρές τεχνολογίες που επιτρέπουν την ανυσματοποίηση της πληροφορίας. Η πληροφορία γίνεται κάτι αποχωρισμένο από τις υλικές συνθήκες της παραγωγής και της κυκλοφορίας της. Αποσπάται από συγκεκριμένους τόπους, κουλτούρες, μορφές και διανέμεται σε διαρκώς ευρύτερους κύκλους, υπό το διακριτικό σημείο της ιδιοκτησίας. Η αφαίρεση της πληροφορίας από τον κόσμο γίνεται, συνακόλουθα, το μέσο για να αποστερηθεί ο κόσμος τον εαυτό του. 

McKenzie Wark, «Ενα μανιφέστο των χάκερ» (2004) 


Sunday, July 14, 2024

Τι είναι ζωή

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 13-14/7/2024

Hey, relax, life is a journey, not a race. Take it easy and enjoy the ride!

Υπάρχουν πολλές ερωτήσεις που χαρακτηρίζονται ως «η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου». Αλλά υπάρχει οπωσδήποτε μία που αξίζει όχι εκατομμύρια, αλλά όλα τα λεφτά του κόσμου: τι είναι ζωή; Να ξεκαθαρίζουμε: απαντήσεις και ορισμοί δεν της λείπουν, κι αν δίναμε σε καθεμιά το εκατομμύριο που δικαιούται, δεν θα φτάναν όλα τα λεφτά του κόσμου. Εντάξει, τυπικά ζωή είναι η κατάσταση της ύλης που διαθέτει βιολογικές διεργασίες (κυτταρική επικοινωνία, αυτοσυντήρηση, ομοιόσταση, μεταβολισμό, προσαρμογή, ανάπτυξη, αναπαραγωγή), πράγμα που καθιστά τη βιολογία επιστήμη των επιστημών, αλλά αυτό θα δυσαρεστούσε σφόδρα τους φιλοσόφους που θεωρούν πως αυτοί αποκρυπτογραφούν εδώ και αιώνες το «νόημα της ζωής», άλυτο κι ανεύρετο σε τέτοιο βαθμό ώστε ρεαλιστικότερος ορισμός της ζωής να αναδεικνύεται ο ΜΗ ορισμός του Καζαντζάκη: «Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο, καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το αποκαλούμε ζωή». 

Το πόσο πράγματι φωτεινό είναι το μεταξύ των δυο αβύσσων διάστημα είναι πάλι σχετικό. Πόσο φως υπάρχει στη ζωή στη Γάζα του θανάτου, πόσο στα μέτωπα του ουκρανικού πολέμου, πόσο φωτεινή είναι η ζωή σε όλη την ποικιλότητά της όταν απειλείται από την κλιματική κατάρρευση και τη σκληρή ανθρωπόκαινο εποχή, πόσο φως περνάει στα στενόχωρα αχούρια που προσφέρονται ως κατοικίες στους νέους ανθρώπους, πόσο εφικτό είναι να σφυρίζεις χαρούμενα και να βλέπεις τη φωτεινή πλευρά της ζωής, αν σε στραγγαλίζει μια στοίβα απλήρωτων λογαριασμών; Εξαρτάται από το τι χάπια παίρνεις, σε ποια πλευρά της ιστορίας βρίσκεσαι, αλλά κυρίως σε ποιο επίπεδο της οικονομικής πυραμίδας στέκεσαι. 

«Hey, relax, life is a journey, not a race. Take it easy and enjoy the ride» (= Ε, ηρέμησε, η ζωή είναι ένα ταξίδι, όχι αγώνας ταχύτητας. Πάρ’ τη χαλαρά και απόλαυσε τη βόλτα»). Διαβάζω αυτή τη δημοφιλέστατη, αν και αμφιβόλου πατρότητας (ή μητρότητας) θυμοσοφία στην πλάτη ενός τι σερτ που φοράει έφηβος σε βαγόνι του μετρό. Συνοδεύεται από μια γελαστή χελώνα. Δεν ξέρω αν ο νεαρός ενστερνίζεται το μότο, μάλλον όχι γιατί όσο στέκεται όρθιος κουνάει νευρόσπαστα χέρια και πόδια, σαν περφόρμερ που του ανατέθηκε να περιγράψει με παντομίμα μια κρίση άγχους ή πανικού. Ευτυχώς, οι περισσότεροι συνομήλικοί του, που γεμίζουν τα βαγόνια του τελευταίου μεταμεσονύχτιου μετρό είναι σε κατάσταση ευθυμίας ή νωχέλειας, χωρίς απαραίτητα να υιοθετούν το ψευδο-αισώπειο μότο των «προπονητών ζωής» (life couch). 

Προφανώς η ζωή δεν είναι παρά μια βόλτα, αλλά οι δυνατότητες και οι ευκαιρίες να την απολαύσουμε πραγματικά προσφέρονται με τρομακτική ανισότητα στα ανθρώπινα πλάσματα. Ανισότητα στον βιολογικό, κοινωνικό, οικονομικό χώρο και χρόνο. 

Για την πλειονότητα των νεότερων ανθρώπων, της γενιάς Ζ κατά την αμφίβολη ταξινόμηση των γενεών, η ζωή γίνεται αντιληπτή ως μια σειρά από εξετάσεις, συλλογή πτυχίων, πιστοποιητικών κατάρτισης, επανακατάρτισης, αξιολογήσεων και επαναξιολογήσεων μέχρι να γεράσουν. Για άλλους η ζωή, ειδικά η εργασιακή πλευρά της ζωής, είναι μια σειρά από απολύσεις και απώλειες της δουλειάς τους, που στο τέλος τις χρεώνονται ως προσωπικές αποτυχίες κι ας είναι οι εργοδότες τους που έχουν ρίξει τις επιχειρήσεις τους στα βράχια. Για άλλους ο εργασιακός βίος είναι μια μακρά σειρά από προσλήψεις και διαρκείς εναλλαγές εργασιακού περιβάλλοντος, ειδικότητας, τόπου, χώρας, χωρίς απαραίτητα να ανεβαίνουν στην ιεραρχία. Μια διαρκής εργασιακή περιπλάνηση. 

Για κάποιους, άτομα ή οικογένειες, μπορεί η ζωή να είναι ένας δυσάρεστος απολογισμός μετακομίσεων από γειτονιά σε γειτονιά κι από σπίτι σε σπίτι, από τα οποία ποτέ κανένα δεν θα γίνει δικό τους. Και γι’ άλλους η ζωή μπορεί να είναι μια σειρά από αγορές ακριβών ακινήτων όπου γης, χωρίς απαραίτητα να τα απολαμβάνουν έστω και για λίγες μέρες τον χρόνο. 

Για αρκετούς, συλλέκτες μοναδικών εμπειριών, η ζωή είναι μια σειρά από ταξίδια αναψυχής από χώρα σε χώρα και από ήπειρο σε ήπειρο, που απαθανατίζονται σε βίντεο και φωτογραφίες διαμοιραζόμενες λάιβ σε όλους τους διαδικτυακούς φίλους τους. Αλλά για εκατομμύρια ανθρώπους η ζωή είναι μια σειρά από μεταναστεύσεις, μια ακολουθία διωγμών από τη μια χώρα στην άλλη, μια διαδοχή από επικίνδυνες θαλάσσιες ή χερσαίες διαδρομές, και ο μόνος λόγος να τις απαθανατίσουν στα κινητά τους είναι δώσουν στίγμα σε πιθανούς διασώστες ή να αποτρέψουν μια επικίνδυνη, έως και θανάσιμη επαναπροώθηση. 

Για κάποιους η ζωή μπορεί να περιγραφεί με τα αυτοκίνητα που αλλάζουν στη διάρκεια του οδηγικού βίου τους, ανεβαίνοντας πίστα κάθε φορά και δηλώνοντας περήφανοι για το περιβαλλοντικό άλμα τους από τη ρυπογόνα Mercedes C36 AMG των νάιντις στο ολοκάθαρο, μηδενικού αποτυπώματος ηλεκτρικό Tesla. Για άλλους είναι μια ατέλειωτη σειρά δαπανηρών επισκέψεων στο συνεργείο αυτοκινήτων για να σώσουν ό,τι σώζεται από το σαράβαλο εικοσιπενταετίας που σε λίγο δεν θα περνάει από το ΚΤΕΟ. 

Για πολλούς η ζωή είναι μια σειρά από ανεξόφλητους λογαριασμούς και καθυστερημένα δάνεια, ένα ιδιωτικό χρέος διαρκώς ανακυκλούμενο και αναβαλλόμενο. Και για άλλους είναι μια διαδοχή από ισολογισμούς αυξανόμενης κερδοφορίας, ένα Ε9 που φουσκώνει χρόνο με τον χρόνο και τραπεζικοί λογαριασμοί που διογκώνονται, αποδίδοντας ένα αξιοπρεπές έσοδο ακόμη και με τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια. 

Για άλλους η ζωή είναι μια διαδοχή οικονομικών κρίσεων που τους βυθίζουν όλο και πιο χαμηλά, κι άλλοι δεν αφήνουν ποτέ μια καλή κρίση να πάει χαμένη, αν δίνει ευκαιρίες για μεγάλες αρπαχτές. Για πολλούς η ζωή είναι μια αλληλουχία από αποτυχίες και ήττες, για λίγους μια αλυσίδα από επιτυχίες και θριάμβους. Για κάποιους η ζωή είναι οι πόρτες που βρίσκουν κλειστές σαν η χρεία τες κουρταλή, και για άλλους είναι οι περιστρεφόμενες πόρτες που τους περνούν από τη μια πλευρά της εξουσίας στην άλλη, και από τη μια κορυφή στη διπλανή. 

Για κάποιους η ζωή είναι η περιουσία και η ισχύς που κληρονόμησαν από το επιφανές πολιτικό ή επιχειρηματικό τζάκι τους και άλλοι δεν βρήκαν τίποτα να κληρονομήσουν εκτός από μνήμη και χρέη. 

Εντάξει, η ζωή μπορεί να είναι για όλους, της μιας ή της άλλης πλευράς, μια σειρά από συναρπαστικούς έρωτες, βαθιές φιλίες, όμορφες παρέες, γλέντια, πάρτι, γάμους, γεννήσεις, καβγάδες, χωρισμούς, επανασυνδέσεις, αλλά στο πώς θα ζήσεις όλες τις μικρές στιγμές της, στο πόσο θα απολαύσεις πραγματικά τη μικρή βόλτα σου στον κόσμο, παίζει μεγάλο ρόλο αν θα βρεθείς στη σωστή, φωτεινή πλευρά της. Κι αυτό δεν είναι μόνο θέμα τύχης και καλής ψυχολογίας, σωστά; 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Κι αν σε κλείσει η τράπεζα μες στη φυλακή

κάθε μέρα θα ’ναι Κυριακή

μη σε νοιάζει όλα θα είναι πληρωμένα

αχ να με μαζεύανε και μένα


Ολα στη ζωή σου είναι δανεικά

χαμογέλα φέρσου ευγενικά

μην το γρουσουζεύεις σκέψου θετικά

όλα στη ζωή είναι σκατά.


Κι όταν η παράσταση κλείσει τελικά

όλα μοιάζουν με βεγγαλικά

η ζωή κι ο θάνατος είναι θεατρίνοι

και γελούν από το καμαρίνι


Σφύριξε χαρούμενα μπορείς

δες τη φωτεινή πλευρά της ζωής


Μακρινά Ξαδέρφια, Θοδωρής Κοτονιάς, «Η φωτεινή πλευρά της ζωής»


Sunday, July 7, 2024

Μισθωτοί συνεχούς πυράς

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 6-7/7/2024


Την έκτη μέρα της δημιουργίας ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο. Δεν ξέρω αν πρέπει να του καταλογίσουμε την καθιέρωση της εργάσιμης εβδομάδας των έξι ημερών, αν αυτός δηλαδή προ του δικού μας Μωυσή, που πουλάει ως παγκόσμια καινοτομία την αντιστροφή της μείωσης του εργάσιμου χρόνου, όπως απαιτεί η κοινή λογική και επιτρέπει η τεχνολογία, έχει το κοπιράιτ του εξαήμερου. Η ερμηνεία μάλλον αδικεί τον ορίτζιναλ Μωυσή, τον συγγραφέα της Γένεσης. Και αδικεί και τον ίδιο τον Θεό, που μετά την έκτη μέρα της δημιουργίας έπεσε ψόφιος από την κούραση και είπε «ό,τι έφτιαξα έφτιαξα, μη μου ταράξει κανείς το Σάββατό μου», όπου σαμπάτ σημαίνει ανάπαυση. 

Αν υποθέσουμε ότι ο Θεός είναι ο πρώτος εργαζόμενος στον κόσμο, αυτοαπασχολούμενος για την ακρίβεια, αφού ήταν εργοδότης του εαυτού του, που δούλεψε σκληρά για να φτιάξει σε έξι μέρες το Σύμπαν, οφείλουμε ταυτόχρονα να του αναγνωρίσουμε ότι, πιθανότατα μετά κατάλαβε ότι η εργασία συνεχούς πυράς είναι εξουθενωτικό και ψυχοφθόρο σπορ, εξ ου κι αποφάσισε αφενός ο ίδιος να μην ξαναδουλέψει ποτέ -τουλάχιστον μέχρι την Πρώτη Παρουσία, οπότε έκανε ένα οδυνηρό διάλειμμα 33 ετών μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία, που ουδείς γνωρίζει πόσες χιλιετίες θα την περιμένουμε- και να πάψει να ασχολείται με την τελειοποίηση της δημιουργίας του, αφετέρου να παρέχει την ίδια πολυτέλεια και στο κατά τεκμήριο τελειότερο δημιούργημά του, τον άνθρωπο, φτιαγμένο κατ’ εικόνα και ομοίωσή του. Στον βιβλικό παράδεισο δεν υπήρχε εργασία, οι πρωτόπλαστοι θα τα είχαν όλα έτοιμα, μια ματιά στον κήπο θα έριχναν, κανένα κλαδεματάκι, λίγο ξεχορτάρωμα, κανένα ποτισματάκι, καμιά σπορά, τα υπόλοιπα θα τα έκανε η φύση, ως το πρώτο καλοκουρδισμένο εργοστάσιο συνεχούς πυράς διευθυνόμενο από την αρχαιότερη εκδοχή τεχνητής νοημοσύνης. 


Η μόνη ρητή θεϊκή εντολή προς τους πρωτόπλαστους, που παραπέμπει σε κάποιου είδους σωματική καταπόνηση και προσπάθεια, είναι εκείνο το «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην», το οποίο δεν το λες και δουλειά, ακατάπαυστο σεξ υπέδειξε να κάνουν οι πρώτοι άνθρωποι, και μάλιστα αρχικώς χωρίς την οδύνη της κύησης και του τοκετού, αυτή ήρθε και ορίστηκε μετά ως γυναικεία τιμωρία λόγω προπατορικού αμαρτήματος, μαζί με την εργασία, κι αυτή είναι η σεξιστική, μισογύνικη διάσταση του Θεού, αλλά μην το αναπτύξουμε αυτό προς το παρόν. Η εργασία ήταν μέρος της ποινής και του διωγμού των πρωτόπλαστων από τον παράδεισο. Πάντως, κι έξω απ’ αυτόν η έβδομη μέρα έμεινε ιερή κι απαραβίαστη.

Ο βιβλικός μύθος μάς λέει εμμέσως ότι η εργασία είναι ένας καταναγκασμός που δεν ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση και από τον οποίο το είδος μας είναι προορισμένο να απαλλαγεί. Κι αν ο Θεός καθάρισε με την έβδομη μέρα της εβδομάδας, εναπόκειται στην ανθρωπότητα να καταργήσει μία προς μία τις υπόλοιπες έξι μέρες ως εργάσιμες, όσες χιλιετίες κι αν απαιτηθεί γι’ αυτό. Αυτό που αποκαλούμε πρόοδο είναι μια μακρά, κυρίως αιματηρή πορεία μείωσης του εργάσιμου χρόνου και συρρίκνωσης του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας. Και παρότι η βιβλική εντολή για τη μη εργάσιμη έβδομη μέρα κάθε άλλο παρά τηρήθηκε ευλαβικά ακόμη και στα πιο φανατικά χριστιανικά έθνη, ιδιαίτερα στους αιώνες του έπους του βιομηχανικού καπιταλισμού, είναι υπόθεση μόλις του προηγούμενου αιώνα, του 20ού, η κατάκτηση της πενθήμερης εργάσιμης εβδομάδας. Αν πάρουμε, λοιπόν, υπόψη ότι η Πεντάτευχος του Μωυσή γράφτηκε περί το 1400 π.Χ., μπορούμε να υπολογίσουμε ότι χρειάστηκαν περίπου 3.500 χρόνια για να περάσουμε από την κατάργηση της 7ης στην κατάργηση και της 6ης μέρας εργασίας. Και χρειάστηκαν μόλις λίγες μέρες για να σβήσουν ο Μωυσής Νο 2 και οι πιστοί του (όπως ο Αδωνις, ο κατάλληλος υπουργός στην κατάλληλη θέση όταν ψηφίστηκε πέρσι η σχετική διάταξη), εξέλιξη 3.500 χρόνων. Ρισπέκτ, διότι λίγο έλειψε να ξεπεράσει σε δημιουργική ταχύτητα τον Θεό που έφτιαξε τον κόσμο σε μόλις έξι εργάσιμες. 


Πέραν από πλάκα, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η ρύθμιση του χρόνου εργασίας σε επταήμερη και 24ωρη βάση είναι προϊόν του βιομηχανικού καπιταλισμού, και σε μεγάλο βαθμό του ορυκτού καπιταλισμού. Από την εποχή της ατμοκίνησης εντοπίστηκε ως πρόβλημα το «άψε-σβήσε» στις μηχανές που τροφοδοτούνταν με κάρβουνο  κι έναν αιώνα μετά αυτό έγινε πιο προβληματικό όταν το κάρβουνο το αντικατέστησε το πετρέλαιο στις μεγάλες μονάδες της μεταλλουργίας και όλης της βαριάς βιομηχανίας που τα καμίνια της δεν μπορούσαν να αναβοσβήνουν για ψύλλου πήδημα, εξ ου και οι βιομηχανίες συνεχούς πυράς, διότι το πυρ έκαιγε σε 24ωρη βάση και οι βάρδιες εργασίας έπρεπε να καλύπτουν το «24x7x365», για να ταΐζουν ακατάπαυστα το θηρίο της παραγωγής και τα άλλα θηρία, της παγκόσμιας ζήτησης και της παγκόσμιας αγοράς. 


Αλλά το ερώτημα που προκύπτει στις δεκαετίες της τρομακτικής αποβιομηχάνισης και του εξοστρακισμού της βαριάς βιομηχανίας από το πεδίο του ευρωπαϊκού και ελληνικού καπιταλισμού είναι το εξής: ελλείψει συνεχούς πυράς, ποια παραγωγική ανάγκη εξυπηρετεί η «συνεχής λειτουργία» των επιχειρήσεων -και ποιων επιχειρήσεων;- που φιλοδωρούνται με το πλεονέκτημα της «έκτακτης» εξαήμερης εργασίας; Δηλαδή, στην εποχή που η τεχνολογία και η πολυδιαφημισμένη τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να συρρικνώσει σε ελάχιστες ώρες τη μέρα και ελάχιστες μέρες τη βδομάδα την κοινωνικά αναγκαία εργασία, ποια ανάγκη υπηρετεί η μετατροπή των μισθωτών σκλάβων του 5ήμερου-40ώρου σε «εργαζόμενους συνεχούς πυράς», διαθέσιμους και απασχολήσιμους ανά πάσα στιγμή; 

Ισως έχουμε βιαστεί να καταλογίσουμε την παγκόσμια πρωτοτυπία του εξαήμερου στον Μωυσή Νο2 – Κυριάκο. Ισως η νέα συνθήκη συνεχούς πυράς δεν είναι το πετρέλαιο ή το αέριο, αλλά η ακατάπαυστη ροή δεδομένων μέσω Διαδικτύου που απαιτεί εκατομμύρια σέρβερς σε συνεχή λειτουργία, δισεκατομμύρια λάπτοπ, πι σι, κινητά, POS, δέκτες και πομπούς πληροφοριών, συναλλαγών και ροών χρήματος. Ισως χρειαστεί ένας ευφάνταστος Μωυσής -φυσικά ο δικός μας!- να μεσολαβήσει ξανά στον Θεό να προσθέσει μία ή δύο μέρες στη βδομάδα, γιατί με τις επτά δεν βγαίνει. 



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Και είπεν ο Θεός· ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν, και αρχέτωσαν των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και των κτηνών και πάσης της γης και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί γης γης. Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς. Και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός, λέγων· αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτής και άρχετε των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και πάντων των κτηνών και πάσης της γης και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γης. Και είπεν ο Θεός· ιδού δέδωκα υμίν πάντα χόρτον σπόριμον σπείρον σπέρμα, ο εστιν επάνω πάσης της γης, και πάν ξύλον, ο έχει εν εαυτώ καρπόν σπέρματος σπορίμου, υμίν έσται εις βρώσιν· Και πάσι τοις θηρίοις της γης και πάσι τοις πετεινοίς του ουρανού και παντί ερπετώ έρποντι επί της γης, ο έχει εν εαυτώ ψυχήν ζωής, και πάντα χόρτον χλωρόν εις βρώσιν. και εγένετο ούτως. Και είδεν ο Θεός τα πάντα, όσα εποίησε, και ιδού καλά λίαν. Και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωΐ, ημέρα έκτη.

ΓΕΝΕΣΙΣ 1, 27-31


Thursday, July 4, 2024

Born on the 4th of July

 (απο τη στήλη ΑΝΩ-ΚΑΤΩ,  Εφημερίδα των Συντακτών, 4/7/2024)



Ολοι είμαστε γεννημένοι την 4η Ιουλίου. Εγώ κυριολεκτικά (να με χαίρομαι), όλοι μας μεταφορικά, ο κόσμος μας, τουλάχιστον ο δυτικός , είναι γεννημένος την 4η Ιουλίου, που προηγείται χρονολογικά μιας άλλης ημερομηνίας που θα μπορούσε να είναι ημερομηνία γέννησης όλων μας. Είμαστε γεννημένοι την 4η Ιουλίου, αν πάρουμε ως αφετηρία την Αμερικανική Επανάσταση, αλλά κυρίως την 14η Ιουλίου αν θεωρήσουμε μήτρα του σύγχρονου πολιτικού πολιτισμού τη Γαλλική Επανάσταση. 

Είμαστε εν μέρει γεννημένοι και την 28η Μαρτίου, ημερομηνία της Παρισινής Κομμούνας, οπωσδήποτε και την 25η Οκτωβρίου της μπολσεβίκικης επανάστασης κι εδώ, σε αυτή τη χώρα, έχουμε κάθε λόγο να είμαστε περήφανοι ως γεννημένοι την 25η Μαρτίου της Ελληνικής Επανάστασης, όποτε κι αν είναι αυτή η 25η Μάρτη, και όλες οι 25ες Μάρτη των απελευθερωτικών επαναστάσεων που γέννησαν τη σύγχρονη Ευρώπη. Και οι νεότεροι, μεσήλικες ή υπερήλικες πια, είμαστε αναμφίβολα γεννημένοι στις 17 Νοέμβρη, εν μέρει και στις 3 Μαΐου, του γαλλικού και του παγκόσμιου 1968. 

Γενικώς, όλοι είμαστε γεννημένοι στον ζωδιακό αστερισμό της επανάστασης με ωροσκόπο την εξέγερση. Η Ευρώπη, η Δύση, ο κόσμος, οι σύγχρονες κοινωνίες είναι προϊόντα επαναστάσεων που κλόνισαν ή ανέτρεψαν καθεστώτα, γέννησαν ατομικά και συλλογικά δικαιώματα (και κατά κάποιον τρόπο εξακολουθούν και γεννούν νέα), εδραίωσαν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, με όλες τις αναπηρίες της, διαμόρφωσαν έναν νέο ανθρωπότυπο, τον πολίτη, ως πυρήνα του συστήματος διακυβέρνησης, έστω και με αυτό το ισχνό, στιγμιαίο, υποτιμημένο, αλλά συχνά τόσο ανατρεπτικό δικαίωμα της ψήφου. 

Είμαστε όλοι γεννημένοι την 4η ή την 14η Ιουλίου. Κι αυτή την κληρονομιά, που παραμένει όχημα για ένα λιγότερο δυστοπικό μέλλον, διακηρύσσει πως θα ξεριζώσει μια αντεπαναστατική Ακροδεξιά που διψάει για εξουσία. Σύμμαχός της, η «Διεθνής» του cloud και της παγκόσμιας ψηφιακής χειραγώγησης που μετατρέπει τον πολίτη σε χρήστη και τη δημοκρατία σε app. 

Γεννημένοι την 4η Ιουλίου, πεθαμένοι την 7η; Ας ελπίσουμε ότι δεν θα χρειαστεί να το πούμε αυτό την προσεχή Κυριακή. 


Saturday, June 29, 2024

Ανοιξη, φθινόπωρο, χειμώνας μες στο κατακαλόκαιρο

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 29-30/6/2024

Μαρκ Σαγκάλ, "Τέσσερις εποχές" 

Υπάρχει μια παράδοξη εκ πρώτης όψεως αναντιστοιχία ανάμεσα σε αυτό που συμβαίνει στην οικονομία, αυτό που επικρατεί στην κοινωνία και αυτό που συντελείται στην πολιτική. Αν υποθέσουμε ότι αυτές οι τρεις σφαίρες που συνθέτουν τη δημόσια ζωή έχουν μια σχετική αυτονομία, αλλά χωρίς ποτέ να σταματά η αλληλεπίδρασή τους, αυτή τη στιγμή σε καθεμιά τους επικρατεί μια εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα. Αν οι ατμόσφαιρες αντιστοιχούσαν σε εποχές, θα έλεγα ότι την ώρα που στην οικονομία είναι άνοιξη, στην κοινωνία επικρατεί φθινόπωρο και στην πολιτική βαρύς χειμώνας. Το όλον, πάντως, στη σύνθεσή του δεν μας κάνει με τίποτα καλοκαίρι, κατακαλόκαιρο, καυτό, άνυδρο και ανεμώδες, όπως αυτό που διανύουμε. 

Το κλίμα στην οικονομία είναι ανοιξιάτικο, εύκρατο και υγιεινό, όχι απαραίτητα για μας τους κοινούς θνητούς, αλλά οπωσδήποτε για τη μεγάλη επιχειρηματικότητα, εγχώρια και αλλοδαπή, μόνιμη και περαστική, της αρπαχτής. Για παράδειγμα, αν υποθέσουμε ότι το χρηματιστήριο καθρεφτίζει κάπως αυτό το κλίμα, οφείλουμε να αποδώσουμε στη διακυβέρνηση Μητσοτάκη τα εύσημα ότι στην πενταετία της σχεδόν τριπλασιάστηκαν η απόδοση των μετοχών και οι σχετικοί δείκτες, παρά την πανδημία και τα μίνι κραχ που προκάλεσε. Η κερδοφορία των εισηγμένων επιχειρήσεων χάρη στον πληθωρισμό και στο δημόσιο χρήμα των συμβάσεων, προμηθειών, αναθέσεων και παραχωρήσεων έχει πάει καλύτερα από ποτέ και γι’ αυτό οι μέτοχοί τους φέτος αναμένεται να παντελονιάσουν μερίσματα σχεδόν 4 δισ. ευρώ. Οι επικεφαλής των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, παρά τις επιμέρους γκρίνιες και αβεβαιότητες, δεν κρύβουν την ικανοποίηση, αν όχι και ευγνωμοσύνη τους, για τις βασικές πολιτικές της κυβέρνησης. Και γενικώς έχουν μεγάλες προσδοκίες να πάνε ακόμη καλύτερα και να κάνουν επικερδή ντιλ όχι μόνο με το βαθύ κράτος, αλλά και με ξένα κεφάλαια, που αγοράζουν εκλεκτά ελληνικά επιχειρηματικά φιλέτα, προς μεγάλη χαρά των Ελλήνων ιδιοκτητών τους που γεμίζουν τα ταμεία τους. Η άνοιξη στην οικονομία είναι τόσο ανθηρή, που οι επιχειρηματικές ελίτ σχεδόν κρατάνε την ανάσα τους μη γίνει καμιά στραβή, εδώ ή στην Ευρώπη, και καταστραφεί η πολλά υποσχόμενη ανθοφορία της. 

Στην κοινωνία, για την ακρίβεια στο τμήμα της που βρίσκεται κάτω από το πλουσιότερο 10% με 20%, το κλίμα είναι φθινοπωρινό. Οχι με την ηπιότητα και τη γλυκύτητα της μετάβασης, αλλά με τη μουντάδα και τις σφοδρές εναλλαγές μιας διαταραγμένης από την κλιματική κρίση εποχής. Δυσφορία είναι η κατάλληλη λέξη, που κλιμακώνεται αντιστρόφως ανάλογα με το εισόδημα και τον φόβο οικονομικής επιδείνωσης. Η άνοιξη που επικρατεί στους ψηλούς ορόφους της οικονομικής πυραμίδας δεν αφήνει ούτε ανθάκι να πέσει στους κάτω ορόφους. Παρότι είμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού, κι οπωσδήποτε ακόμη κι οι πιο πιεσμένοι οικονομικά ψάχνουν τρόπους να μετατρέψουν την ανέχειά τους σε μιαν ελάχιστη δόση θερινής απόλαυσης, οι υποτελείς τάξεις διανύουν εποχή μεγάλης δυσφορίας. Η πιο ενδιαφέρουσα και ευρεία έκφραση αυτής της δυσφορίας ήταν η αποχή από τις ευρωεκλογές. Μπορεί να μην παράγει άμεσα πολιτικά αποτελέσματα, αλλά ήταν η πιο ρητή, αν και σιωπηρή, διακήρυξη ότι εκατομμύρια πολίτες, και ιδιαίτερα νέοι, δεν έχουν πλέον καμιά προσδοκία από την πολιτική και το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Και, βέβαια, δεν συμμερίζονται ούτε την εαρινή αισιοδοξία της οικονομικής ελίτ, του συρρικνούμενου «κόμματος των ικανοποιημένων», ούτε τη χειμερινή αταραξία της πολιτικής ελίτ, που προσποιείται ότι δεν έπαθε και τίποτα φοβερό από την αποχή. Δεν έχουμε καμιά ένδειξη προς το παρόν ότι αυτή η «μεγάλη παραίτηση» από την πολιτική μπορεί να διοχετευτεί σε κάτι άλλο, πιο δυναμικό, εκρηκτικό και επιδραστικό, ωστόσο η σημασία φωλιάζει πάντα στ’ ανύποπτα. 

Και πάμε στην τρίτη σφαίρα του δημόσιου βίου, όπου επικρατεί βαρύς χειμώνας μες στο κατακαλόκαιρο. Στο κομματικό σύστημα επικρατεί μεγάλη αναταραχή, οριζοντίως. Ο μόνος πυλώνας του που φαίνεται να κρατά την ψυχραιμία του είναι η Ακροδεξιά, που προφανώς περιμένει την έκβαση των γαλλικών εκλογών για να ξετσουμίσει και να επιχειρήσει να φτιάξει μια εγχώρια ρεπλίκα «εθνικού συναγερμού» α λα Λεπέν που θα αποσπάσει την έγκριση ή την ανοχή του «συστήματος» για να κάνει παιχνίδι. Δευτερευόντως, ψύχραιμο φαίνεται και το ΚΚΕ, που θέλει με κάθε τρόπο να αποφύγει διλήμματα σε περίπτωση πλήρους ρευστοποίησης του πολιτικού σκηνικού. Σε όλο το λοιπό φάσμα υπάρχει ανακατωσούρα, με τις ανοιχτές κρίσεις ηγεσίας στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ και την όλο και πιο αισθητή αμφισβήτηση του Μητσοτάκη. Ενδεχομένως ο Κασσελάκης να έχει ένα δίκιο στον ισχυρισμό ότι η συζήτηση για την (ανα)σύνθεση της Κεντροαριστεράς έχει υποβολείς στο «βαθύ σύστημα» της χώρας, αλλά επειδή και ο ίδιος είναι προϊόν και μέρος αυτού του συστήματος η καταγγελία του θα είχε αξία αν κατονόμαζε κάποιους από αυτούς τους υποβολείς. 

Αυτό που είναι δεδομένο είναι πως τα ακραία χειμωνιάτικα καιρικά φαινόμενα στο κομματικό σύστημα θα καταλήξουν σε (απροσδιόριστη προς το παρόν) ριζική ανασύνθεσή του. Γιατί; Γιατί ο κατακερματισμός που επικρατεί σήμερα δεν εμπνέει σταθερότητα και ασφάλεια στην ιθύνουσα τάξη, τουλάχιστον όχι στο σύνολό της. Δεν εγγυάται ασφαλείς λύσεις εναλλαγής στη διακυβέρνηση. Εδώ που τα λέμε, τα πειράματα των ετερόκλητων συμμαχιών ή των «τεχνοκρατών» που δοκιμάστηκαν την εποχή της μνημονιακής κονιορτοποίησης των κομμάτων αποδείχτηκαν φιάσκο σε σχέση με τον παλιό, καλό, δοκιμασμένο δικομματισμό, ή μια έστω ατελή νέα εκδοχή του, που πάντως θα έχει ηγεσίες με διάρκεια, συναίνεση και συνοχή. 

Με λίγα λόγια, για να διατηρηθεί η άνοιξη που απολαμβάνει (ή νομίζει ότι απολαμβάνει) η άρχουσα τάξη στο πεδίο της οικονομίας πρέπει να βγουν το ταχύτερο δυνατό από τη βαρυχειμωνιά τους το πολιτικό και κομματικό σύστημα της χώρας, όσες θυσίες κι αν απαιτηθούν γι’ αυτό. Ανάμεσα στους δύο πυλώνες της εξουσίας χρειάζεται ένας συντονισμός και συγχρονισμός εποχών, κλίματος και ατμόσφαιρας, ώστε να αποφευχθεί κάτι χειρότερο: μια εκτροπή της φθινοπωρινής δυσφορίας που προς το παρόν επικρατεί στις υποτελείς τάξεις σε ένα φλογερό, εκρηκτικό καλοκαίρι ή έναν βαρύ, θυελλώδη χειμώνα. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Ο ευκολότερος τρόπος να καταστραφεί μια δημοκρατία όπου την εξουσία ασκεί ο όχλος είναι να εμπλακεί σε εγχειρήματα που φαίνονται τολμηρά και γενναία. Διότι αν ο λαός μετράει σε κάτι, τότε πρέπει να τον έχεις μαζί σου, αφού και εκείνοι που έχουν αντίθετη γνώμη δεν θα μπορέσουν να τον σταματήσουν. Αλλά αν αυτό καταστρέφει την πόλη, καταστρέφει ακόμη χειρότερα εκείνους, ειδικότερα, τους πολίτες που τίθενται επικεφαλής τέτοιων εγχειρημάτων. Διότι ο λαός, θεωρώντας τη νίκη δεδομένη, όταν φτάνει η ήττα δεν τα ρίχνει στη μοίρα ή την ανικανότητα, αλλά στην άγνοια και την κακοκεφαλιά του επικεφαλής. Αυτός, λοιπόν, συνήθως σκοτώνεται ή φυλακίζεται ή εξορίζεται, όπως συνέβη σε αναρίθμητους Καρχηδόνιους ή Αθηναίους στρατηγούς. Δεν βοηθούν, μάλιστα, κανέναν απ’ αυτούς ούτε οι νίκες που προηγήθηκαν, αφού τις σβήνουν οι τωρινές συμφορές. 

Νικολό Μακιαβέλι, «Η χειραγώγηση του όχλου» (από το έργο «Λόγος επί των δέκα πρώτων βιβλίων του Τίτου Λίβιου», 1512-1517)


Saturday, June 22, 2024

Το ίδρυμά μου

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 22-23/6/2024

Ζητείται κτήριο για στέγαση ιδρύματος, κατά προτίμηση
 μπρουταλιστικής αισθητικής

Ιδρυμα εκ του ελληνικού ρήματος ιδρύω ή ινστιτούτο εκ του λατινικού instituo; Ισχυρό το δίλημμα για το πού θα στεγάσω την υστεροφημία μου όταν μεγαλώσω, αν και έχω μεγαλώσει τόσο πια που είμαι ήδη σκιά της υστεροφημίας μου. Από τη μια μεριά το ινστιτούτο έχει κάτι πιο στέρεο, πιο τεχνοκρατικό και συμπαγές, σαν το status που σημαίνει τον σταθερό, αλλά και την κατάσταση, που δεν είναι πάντα σταθερή, αλλά η χρήση του έχει γενικευτεί μέχρι και στην αισθητική, που υποθέτω πως υπερβαίνει το πεδίο του πνεύματος, της επιστήμης, του πολιτισμού που κατά κανόνα αποτελούν αντικείμενα των «ινστιτούτων», ή μήπως όχι και τελικά οι μεσοθεραπείες, οι καθαρισμοί προσώπου, τα λέιζερ, οι θεραπείες κυτταρίτιδας είναι εικαστικές εκδοχές της ζωγραφικής προσώπου και της γλυπτικής σώματος; 


 Από την άλλη το ίδρυμα συνδέεται με κάτι το ιερό, το κοινωφελές, το φιλανθρωπικό ή καλύτερα το ανθρωπιστικό, αν και ταυτόχρονα έχει κάτι το ερμητικό, το περίκλειστο, είναι συνδεδεμένο με καταστάσεις εγκλεισμού και μακρόχρονης διαβίωσης από το κανονικό κοινωνικό περιβάλλον, ίδρυμα μπορεί να είναι και μια φυλακή, ίδρυμα μπορεί να είναι και μια αποθήκη ανθρώπινων πλασμάτων που ξεφεύγουν από το «φυσιολογικό» και το «κανονικό», αν και ο ιδρυματισμός με την ευρύτατη έννοιά του μπορεί να προκύψει και χωρίς εγκλεισμό: ακόμη και η μονοδιάστατη ύπαρξη στον κόσμο των σόσιαλ μίντια, το να είμαι εγώ, η μιντιακή περσόνα μου, η οθόνη μου, το πληκτρολόγιό μου και πίσω από αυτά ένας κόσμος ψηφιακών πλασμάτων, μια κοινωνία αλγορίθμων, ίσως είναι ήδη κι αυτό μια μορφή ιδρυματισμού. 


Πάντως, είτε ινστιτούτο είτε ίδρυμα, χωρίς λεφτά δεν γίνεται τίποτα. Αν ξεπεράσω το βασικό δίλημμα της μορφής στέγασης της υστεροφημίας και της ματαιοδοξίας μου, θα πρέπει να λύσω και το πρόβλημα της χρηματοδότησης. Μια μαγιά είναι ίσως το εφάπαξ, αν και όποτε πάρω σύνταξη, αλλά κατά τα φαινόμενα αυτό δεν θα φτάνει να αγοράσεις ούτε ηλεκτρικό ποδήλατο (ηλεκτρικό, γιατί δεν νοείται ίδρυμα και ινστιτούτο χωρίς στόχους πράσινης μετάβασης), αφήστε δε που πιθανότατα θα το ρουφήξουν τα τραπεζικά και λοιπά χρέη. Για αποταμιεύσεις ούτε λόγος, από ακίνητη περιουσία κάτι παίζει, αλλά με υποθήκες, επομένως το ινστιτούτο/ίδρυμά μου θα γεννηθεί, αν γεννηθεί, φτωχό και ανέστιο κι η μόνη λύση χρηματοδότησης θα είναι τα λεφτά των άλλων. Ενα κράουντ φάντινγκ, όμως, έχει κι αυτό τις δυσκολίες και τους κανόνες του, κι οπωσδήποτε δεν αποφεύγει τα δύο θεμέλια του κόσμου μας, το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την Εφορία, γιατί το χρήμα δεν μπορεί παρά να είναι μόνο τραπεζικό και φορολογούμενο, έτσι δεν είναι; Αυτό βεβαίως σημαίνει ότι όσο εναλλακτικό και αντισυστημικό κι αν οραματίζομαι το ίδρυμά μου, στο τέλος κι αυτό θα περάσει από τον πάγκο του χασάπη. 


Βεβαίως, αν υποθέσουμε ότι λύνουμε το τεχνικό σκέλος της χρηματοδότησης του ιδρύματός μου, το βασικό ερώτημα για να προσελκύσω τα λεφτά των άλλων, μεγάλων ή μικρών δωρητών, είναι το ποιους σκοπούς θα υπηρετεί. Φυσικά, οι σκοποί πρέπει να υπηρετούν εκτός από τη ματαιοδοξία μου και κάτι από αυτά που υποτίθεται ότι υπηρέτησε το πέρασμά μου από τον δημόσιο και ιδιωτικό βίο, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων διαψεύσεων και των ατομικών και συλλογικών ηττών στις οποίες συνέβαλα. Αλλά το βρίσκω απίθανο να βρουν αρκετοί ελκυστικό το να χρηματοδοτήσουν έστω και με ένα ευρώ ένα ινστιτούτο για τις επαναστάσεις που χάθηκαν, πνίγηκαν στο αίμα ή στον αφρό ξυρίσματος, ένα ίδρυμα για τους επαναστάτες που αυτοκτόνησαν από απογοήτευση ή μετέτρεψαν την αθεράπευτη ιστορική αισιοδοξία τους σε αυταρχισμό και επιβολή, μια ΜΚΟ για οραματιστές, ουτοπιστές και αντεξουσιαστές που μεταλλάχθηκαν στα αντίθετά τους, έναν οργανισμό για μεταρρυθμιστές που έγιναν αντιμεταρρυθμιστές, για αριστερούς που έγιναν δεξιοί, αντιφασίστες που έγιναν μεταφασίστες, κομμουνιστές που έγιναν νεοφιλελεύθεροι, αναρχικούς που μεταμορφώθηκαν σε εξουσιαστές, αναρχοχάκερ και τεχνοφρικιά που έχουν γίνει άπληστοι ιδιοκτήτες πολυεθνικών ψηφιακών δικτατοριών. Θα ήταν ίσως πιο πρωτότυπο ένα ίδρυμα αφιερωμένο στη μελέτη ανθρώπων που είχαν ακριβώς την αντίστροφη πορεία από τους προαναφερόμενους, αλλά δυστυχώς η πρώτη ύλη του ιστορικού παρελθόντος μας και του άνυδρου παρόντος μας είναι απελπιστικά φτωχή σε τέτοια παραδείγματα. Ελπίζω το μέλλον να με εκπλήξει ευχάριστα, αλλά προς το παρόν το ίδρυμά μου χρειάζεται έναν πιο χειροπιαστό και ελκυστικό για χρηματοδότες σκοπό. 


Υπάρχουν οι πολύ τρέντι σκοποί, ιδρύματα και ινστιτούτα για την εμβάθυνση της δημοκρατίας (με τη στήριξη αποσυρμένων δικτατόρων), για τη βιώσιμη ανάπτυξη (με τη χρηματοδότηση πρώην αποικιοκρατών), για την πράσινη μετάβαση σε έναν κόσμο χωρίς ορυκτά καύσιμα και εκπομπές αερίου (με χορηγούς εταιρείες εξόρυξης), για την εξάλειψη θανατηφόρων λοιμώξεων (με τη βοήθεια των φαρμακευτικών) ή για τη μείωση της εργασιακής εκμετάλλευσης (με τη θερμή υποστήριξη των πολυεθνικών ψηφιακών πλατφορμών). Αλλά εκτιμώ ότι αυτό το πεδίο είναι κορεσμένο και σε ζήτηση και σε προσφορά, οπότε το ίδρυμά μου ίσως πρέπει να αφιερωθεί στο μόνο αντικείμενο που, αν και αγγίζει την πλειονότητα των ανθρώπων, έχει μείνει στα αζήτητα της αγοράς ιδρυμάτων: την αποτυχία και τους αποτυχημένους. Αυτό λέω να είναι το ίδρυμά μου. Το Ιδρυμα της Αποτυχίας. Κι αν αποτύχει κι αυτό, όλο και κάποιο ίδρυμα θα βρεθεί να εγκλειστώ σ’ αυτό και να με περιθάλψει μέχρι να περάσω στην αθανασία ή στη λήθη. 


ΥΓ.: Αφιερωμένο εξαιρετικά σε όλα τα ινστιτούτα και ιδρύματα της επιχειρηματικής και πολιτικής ελίτ της χώρας και όλου του κόσμου και στους ιδρυτές / εμπνευστές τους, ζώντες ή τεθνεώτες, που έχουν τη βεβαιότητα 1) ότι κάτι καινούργιο έχουν να πουν, 2) ότι δικαιούνται μια ξεχωριστή θέση στην αγορά υστεροφημίας και αθανασίας, 3) ότι δεν έχουν να λογοδοτήσουν για τίποτα και σε κανέναν. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά,

ποια παράξενη θυσία η ζωή να σου χρωστά.

Ηρθαν διψασμένοι Κροίσοι, ταπεινοί προσκυνητές,

κι απ’ του κήπου σου τη βρύση δεν τους δρόσισες ποτές.


Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά,

μα 'ρθαν καιροί που σε πιστέψαμε βαθιά.

Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς,

Ομορφονιά που δε σε κέρδισε κανείς.


Νίκου Γκάτσου, «Αθανασία» (από τον ομώνυμο δίσκο του Μάνου Χατζιδάκι, 1976)


Sunday, June 16, 2024

Το ορφανό μήνυμα της κάλπης

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 15-16/6/2024 

Η Ντόρα Μπακογιάννη έχει δίκιο. Ο μόνος που φαίνεται να έλαβε κάτι από το περίφημο μήνυμα της κάλπης της περασμένης Κυριακής είναι ο αδελφός της, τυγχάνων και πρωθυπουργός. Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών ήταν ένας πραγματικός σεισμός για το σύνολο του κομματικού συστήματος. Οχι τόσο με όσα είπαν οι πολίτες, αλλά κυρίως με όσα δεν είπαν. Για την ακρίβεια, κυρίως με αυτούς που δεν είπαν τίποτα, που απείχαν. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραδέχτηκε ρητά ότι το 41%, πάνω στο οποίο ήταν καλαμοκαβαλημένος τον τελευταίο χρόνο, μετά τον διπλό του θρίαμβο πέρσι, πάει περίπατο. Και πρέπει να πορευτεί με ό,τι του απέμεινε και να προσπαθήσει να επανασυγκολλήσει τα θρύψαλα στα οποία αποσυντέθηκε το κόμμα των ικανοποιημένων και αισιόδοξων, που εξελίχθηκε ραγδαία σε απόκομμα ανικανοποίητων και απαισιόδοξων. Ο Κυριάκος πήρε το μήνυμα της εξαφάνισης περίπου ενός εκατομμυρίου ψηφοφόρων από το εκλογικό χαρτοφυλάκιό του και το έκανε προς το παρόν ανασχηματισμό, με μια χλιαρή ανακύκλωση προσώπων στο υπουργικό συμβούλιο, και στη συνέχεια, υποθέτω, θα το κάνει διορθωτικές παρεμβάσεις σε κρίσιμα πεδία της κυβερνητικής πολιτικής που αποδοκιμάστηκαν εκκωφαντικά στις ευρωεκλογές.

Ο Μητσοτάκης πήρε το μήνυμα της κάλπης, για την ακρίβεια τη βολική πλευρά του που σηκώνει μπαλώματα, και κάνει ό,τι μπορεί για να παρατείνει την κυριαρχία του. Ολοι οι άλλοι έχουν μείνει αχάμπαροι, όπως εσχάτως έμαθα ότι λένε στην Κύπρο. Ητοι δεν έχουν πάρει χαμπάρι. Πανηγυρίζουν ως νικητές πάνω στα ερείπια μιας συλλογικής ήττας. Για να είμαι δίκαιος, όχι όλοι στον ίδιο βαθμό και με την ίδια αμετροέπεια. Το ΚΚΕ, που είχε και τις λιγότερες απώλειες από την αποχή, επέδειξε κάποια μετριοπάθεια στην αποτίμηση της καλής επίδοσής του. Ο ακροδεξιός Βελόπουλος αντέδρασε με τυχοδιωκτική ευφυΐα, βλέποντας μια ευκαιρία να γίνει αυτός ο δεύτερος ισχυρός πόλος του κομματικού συστήματος και να παζαρέψει νομές εξουσίας εντός της μεγάλης (ακρο)Δεξιάς. Οι λοιποί στην κοσμάρα τους.

Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται πως η χειρότερη εδώ και 12 χρόνια εκλογική επίδοση του κόμματός του είναι ισχυρή εντολή όχι μόνο να συνεχίσει, αλλά και να διεκδικήσει την ηγεσία μιας πιθανής σύνθεσης κομμάτων της Κεντροαριστεράς, την οποία όμως προς το παρόν αποκηρύσσει ρητά. Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ ερμηνεύει κι αυτός κατά βούληση την εκλογική «νίκη» του, με τις λιγότερες ψήφους έβερ στην 50χρονη ιστορία του, την ώρα που αμφισβητείται ανοιχτά η ηγεσία του. Η αρχηγός της Πλεύσης θεωρεί ότι έχει επαρκή επιρροή για να μη διαπραγματεύεται τίποτα και με κανέναν. Αντιθέτως, η εκτός Ευρωκοινοβουλίου λοιπή Αριστερά θεωρεί ότι έχει επαρκή ισχύ για να διαπραγματεύεται τα πάντα και με τους πάντες. Τέτοια απώλεια επαφής με την πραγματικότητα, τη νέα πραγματικότητα που διαμόρφωσε η τεράστια αποχή των ευρωεκλογών, δεν έχει καταγραφεί στη μεταπολιτευτική εκλογική ιστορία. Ολο το κομματικό σύστημα έχει πληγεί οριζόντια, αν και σε ριζικά διαφορετικές αναλογίες, από την αποχή και όλο συμπεριφέρεται σαν να μην τρέχει τίποτα. Σαν τον τύπο που τον φτύνουν κι αυτός επιμένει να ισχυρίζεται ότι απλώς βρέχει.

Οσο η κατάσταση μένει έτσι, με το ηχηρό μήνυμα της κάλπης ορφανό και στα αζήτητα, παιχνίδι με τη διαχείριση και την επισκευή της τεράστιας ζημιάς στο σύστημα εκπροσώπησης θα κάνει μόνος του ο Μητσοτάκης. Με τη φιλοδοξία να ανακτήσει την αμφισβητούμενη κυριαρχία του και επιχειρώντας να καλύψει γρήγορα το τρομακτικό κενό πολιτικής και κοινωνικής αντιπολίτευσης. Βεβαίως, έχει ένα τεράστιο πρόβλημα, που δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να το λύσει γρήγορα. Η όποια σχέση οικοδόμησε η Ν.Δ. με τα μεσαία, μικρομεσαία και φτωχότερα στρώματα τα τελευταία πέντε-έξι χρόνια βασιζόταν στο χρήμα. Στο χρήμα το κρατικό (εγχώριο και ευρωπαϊκό) που διανέμεται επιλεκτικά και με όρους εκλογικής απόδοσης, το χρήμα το ιδιωτικό που γεννάται από ευκαιρίες που δημιούργησε η οικονομική πολιτική του (π.χ. οι νεοραντιέρηδες των airbnb), το χρήμα το κερδοσκοπικό, που προκύπτει από την απουσία ενοχλητικών παρεμβάσεων στις αγορές, και το χρήμα το μελλοντικό, το προσδοκώμενο, που θα προκύψει (υποτίθεται) για όλους, ή για κάποιους από τους όλους, ως μέρισμα ανάπτυξης. Με λίγα λόγια, η πολιτική σχέση της νεοφιλελεύθερης Ν.Δ. με τους πολίτες που στον έναν ή στον άλλο βαθμό τη στήριζαν μέχρι την περασμένη Κυριακή βασιζόταν σε μια συνθήκη εξαγοράς, που μια χαρά υπηρετήθηκε χάρη στην πανδημία, τις έκτακτες χρηματοδοτήσεις και τις δημοσιονομικές ελευθερίες που έδινε η Ε.Ε. Η επιστροφή στο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό μαντρί, στην «κανονικότητα» και στην ελευθερία των αγορών που απογείωσε τις τιμές και το κόστος ζωής, έσπασε αυτό το αγοραίο «κοινωνικό συμβόλαιο». Κι αυτό το πλήρωσε η κυβέρνηση στο ταμείο της κάλπης χάνοντας 1 εκατ. αποθαρρυμένους ψηφοφόρους.

Στην αντιπολίτευση αριστερά της Ν.Δ., δεν υπάρχει αυτή η συνθήκη εξαγοράς. Οχι γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και οι λοιπές δυνάμεις δεν θα ήθελαν να δελεάσουν τους πολίτες με κάποια προσδοκία αύξησης των εισοδημάτων τους. Αλλά γιατί κανείς από μόνος του, και προς το παρόν ούτε όλοι μαζί, δεν πείθει για τη δυνατότητα διακυβέρνησης στον άμεσο ορίζοντα. Και δεν μπορούν και δεν θέλουν, απορροφημένοι εντελώς σε ναρκισσιστικούς ανταγωνισμούς ηγεμονίας και επιβολής στους κομματικούς τους μικρόκοσμους. Τα φτωχότερα στρώματα, η εργατική τάξη και οι καταστρεφόμενοι μικρομεσαίοι, στους οποίους θα έπρεπε να απευθύνονται, δεν ακούνε παρά άτολμες παραλλαγές του κυβερνητικού δόγματος περί «μερίσματος ανάπτυξης» που απλώς θα προκύψει από ένα διαφορετικό μοντέλο. Αριστερές αριστείες, αξιοκρατίες και υποσχέσεις για λίγο καλύτερη διαχείριση του δημόσιου χρήματος δεν λένε τίποτα στους ανθρώπους που βλέπουν τα δισεκατομμύρια να περνούν προκλητικά μπροστά τους, τον πλούτο να συσσωρεύεται και να επιδεικνύεται από τις ίδιες ισχνές ελίτ, ενώ οι ίδιοι είναι υποχρεωμένοι να κυνηγάνε τις προσφορές στα σούπερ μάρκετ. Κι όταν χάνεις την οικονομική και κοινωνική προσδοκία, χάνεις και την πολιτική. Ενδεχομένως δεν πας και στην κάλπη.
 

Αν η Αριστερά δεν προτείνει στους πληβείους της οικονομικής πυραμίδας ένα «κοινωνικό συμβόλαιο» όχι εξαγοράς, αλλά ριζικής και επιθετικής αναδιανομής του πλούτου υπέρ τους, δεν θα έχει καμιά τύχη. Οι τωρινές της ήττες είναι απλώς το πολιτικό ταμείο όσων δεν τόλμησε να κάνει όταν είχε την ευκαιρία. 



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

 
Στ’ αστεία παίζαμε!
Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς δώσαμε και τις γυναίκες μας
Τα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε
Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα.
Νύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ’ το φως της ημέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τα φύλλα του ημεροδείχτη
Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα
Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα μας δεχτεί;
Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στα ψέματα παίζαμε!
Μανώλη Αναγνωστάκη, «Στ’ αστεία παίζαμε» (Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ 3)