Saturday, November 9, 2024

Ο Τραμπ, ο Ιστγουντ και η βαθιά Αμερική

Η Εφημερίδα των Συντακτών 9-11/11/2024




 Οσοι δεν έχουμε ταξιδέψει και μείνει για λίγο, όχι εγκλωβισμένοι στην ασφάλεια ενός τουριστικού γκρουπ, στις ΗΠΑ, όσοι δεν έχουμε διασχίσει οριζόντια, από ωκεανό σε ωκεανό, αυτή τη χώρα, όσοι δεν έχουμε διασχίσει έστω και λίγα από τα 4.000 χιλιόμετρα του «Αυτοκινητόδρομου 66» (Route 66) που επιβιώνει πια ως τουριστική ατραξιόν, όσοι δεν έχουμε ομογενείς συγγενείς και φίλους εκεί, που είτε έρχονται εδώ είτε μας φιλοξενούν εκεί συχνά κι ανταλλάσσουμε μαζί τους εμπειρίες για τα πάντα, από συνταγές μαγειρικής μέχρι πολιτική, είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο να καταλάβουμε πώς σκέπτεται, πώς επιλέγει μια κοινωνία των 330 εκατομμυρίων κατοίκων. Από τους οποίους ψήφισαν 142 εκατομμύρια άτομα, το 55% των ατόμων σε ηλικία ψήφου. Καθόλου κακό ποσοστό για μια χώρα που η συμμετοχή στις εκλογές από τον Μεσοπόλεμο μέχρι σήμερα δεν έχει ξεπεράσει το 62%. 

Οσοι δεν έχουμε, λοιπόν, κάποιο απ’ αυτά τα πλεονεκτήματα, μένουμε κατ’ αρχάς στις παραστάσεις από τα διαβάσματά μας. Προφανώς στους κλασικούς, τον Φόκνερ, τον Λόντον, τον Στάινμπεκ, τον Απντάικ, τον Κέρουακ, τον Σάλιτζερ, τη Χάισμιθ, που έχουν φωτίσει με πολύ διαφορετικούς τρόπους το βαθύ σκότος της αμερικανικής λάμψης, σίγουρα τους νεότερους, τον Ροθ, τον Ελις, τον Ντελίλο, τον Οστερ, ίσως πάνω απ’ όλους τον τελευταίο. Στο επικό «4 3 2 1» διατρέχει τρεις μεταπολεμικές δεκαετίες στις ΗΠΑ με κεντρικό ήρωα τον Αρτσι Φέργκιουσον, γόνο μικροαστικής οικογένειας, αλλά παραθέτει τέσσερις εναλλακτικές εκδοχές της ζωής του, προς την επιτυχία, την επιβίωση ή την καταστροφή, με διαφορετικές επαγγελματικές, προσωπικές και ιδεολογικοπολιτικές επιλογές. Ορισμένοι είδαν σε αυτό το λογοτεχνικό πείραμα του Οστερ τον ρόλο της «μοίρας». Στην πραγματικότητα είναι ο τρόπος που η βαθιά Αμερική, με όλο το ιστορικό φορτίο της εξωστρεφούς, άπληστης και επιθετικής υπερδύναμης, που αναδείχθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, επέδρασε στις υλικές συνθήκες των Αμερικανών και στην κουλτούρα της σκέψης τους. 

Αλλά και πάλι οι περισσότεροι συγγραφείς, τουλάχιστον όσοι φτάνουν μέχρι εμάς, με την προφανή μεροληψία των περισσότερων συνήθως υπέρ των Δημοκρατικών και της όποιας και όσης Αριστεράς επιβιώνει στις τάξεις τους, σπάνια μας μιλούν για το τι συμβαίνει στις ζωές των Αμερικανών που δεν ζουν στη Χρυσή Πολιτεία (όχι του Πλούταρχου, αλλά της Καλιφόρνιας) ή στη Μέκκα του καπιταλισμού, στη Νέα Υόρκη. Που ζουν στις περιοχές που αποκαλούνται Ζώνη της Σκουριάς, Ζώνη της Βίβλου, Ζώνη του Ρυζιού, του Βαμβακιού ή του Καλαμποκιού, Ζώνη του Χιονιού ή Ζώνη του Ηλιου. Ζώνες που ωστόσο αποκρύπτουν τις μικρές και μεγάλες κοινωνικές καταστροφές που προκαλούν οι διαρκείς μεταλλάξεις του αμερικανικού καπιταλισμού: από τον φορντισμό μέχρι την «πλατφόρμα», από το βιομηχανικό έπος μέχρι τη χρηματιστικοποίηση, από τους εφευρέτες και τις πατέντες τους μέχρι το υπολογιστικό νέφος και την τεχνητή νοημοσύνη. 

Τα ταξικά ερείπια που αφήνουν πίσω τους οι τρομακτικές μεταμορφώσεις του αμερικανικού καπιταλισμού, που είναι πια σε μεγάλο βαθμό ένας οικουμενικός, άρα εξω-αμερικανικός καπιταλισμός, ίσως τα βρούμε αποσπασματικά στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Καταναλώνουμε τεράστιες ποσότητες αμερικανικής κοινωνίας καθημερινά, για καμιά άλλη χώρα δεν μαθαίνουμε τόσα πράγματα, τόσες χρήσιμες και άχρηστες λεπτομέρειες, τόσα δημόσια πρόσωπα, εκτός από τις ΗΠΑ. Μας είναι βέβαια άγνωστο πόση αλήθεια περνάει από τις εικόνες και τις ιστορίες που γεμίζουν τις οθόνες, τον χρόνο μας και το μυαλό μας από τα τηλεοπτικά δίκτυα, τις πλατφόρμες ή τις κινηματογραφικές αίθουσες, αλλά μπορούμε να αναγνωρίσουμε στο Χόλιγουντ και σε όλη την αμερικανική οπτικοακουστική παραγωγή ότι, παρά την γκλαμουριά, τον εξωραϊσμό και τις άπειρες εκδοχές αμερικανικού ονείρου, ανοίγουν παράθυρα στον κοινωνικό ρεαλισμό. Δεν διστάζουν να δείξουν τα ράκη της φτώχειας, την απουσία πρόνοιας, τη σκληρότητα και την καθυστέρηση που υπάρχει πίσω από τη βιτρίνα της πιο δυναμικής, της πιο επιδραστικής, της πιο αναπτυγμένης τεχνολογικά, αλλά και της πιο χρεωμένης χώρας του κόσμου. 

Μπορώ να απαριθμήσω μπόλικες ταινίες που έχουν δείξει πλευρές της βαθιάς Αμερικής, η οποία παροχετεύει μέρος της δυσφορίας της για την ανέχεια και τη στέρησή της είτε στην απάθεια και την περιθωριοποίηση είτε στους Ρεπουμπλικανούς και στον Τραμπ. Θυμηθείτε το «Nomadland», το «Florida Project», τις «Τρεις πινακίδες στο Μιζούρι», αλλά πάνω από απ’ όλους ανακαλέστε τις ταινίες του ορκισμένου και ήσυχου Ρεπουμπλικανού, του Κλιντ Ιστγουντ: Το «Grand Torino», το «Μυστικό Ποτάμι», το «Million Dollar Baby»... Εκεί, σ’ αυτή την κινηματογραφημένη Αμερική των τσακισμένων ανθρώπων που έχουν όμως τα όνειρα, τις χαρές τους, τις πετριές τους, τα κολλήματά τους, τις στριμάδες τους, τις ιδεοληψίες τους, τους ρατσισμούς, τις προκαταλήψεις και τις θεωρίες συνωμοσίας τους, υπάρχει κάτι από τη βαθιά Αμερική που έδωσε τον εκλογικό θρίαμβο στον Τραμπ. Ισως αυτές οι εικόνες, αυτοί οι κινηματογραφικοί χαρακτήρες, αυτά τα τοπία σκουριάς, παρακμής, εγκατάλειψης. σκληρότητας, αλλά και ανθρωπιάς και αλληλεγγύης και κοινοτικής λειτουργίας στα χωριά της αμερικανικής ενδοχώρας, καλύπτουν κάπως το κενό γνώσης που έχουμε για τις διεργασίες στην αμερικανική κοινωνία. 

Ο Τραμπ, βρίζοντας τους Κινέζους, τους Ευρωπαίους, τους μετανάστες, τις επιχειρήσεις που μετακομίζουν, τις πολυεθνικές που κόβουν θέσεις εργασίας ή αυξάνουν τις τιμές, ενίοτε και τη Wall Street που δεν αφήνει τον πλούτο να αυξάνεται ανεξέλεγκτα, υποσχόμενος να κάνει «την Αμερική μεγάλη ξανά», κατάφερε να ενώσει τα δυο άκρα της πυραμίδας της ανισότητας στις ΗΠΑ: από τον Ελον Μασκ, με τα 205 εκατομμύρια ακολούθους στο «Ιδιωτικής Χρήσεως» πλέον Χ, μέχρι τον ένοικο του καμπ αστέγων, τον ενοικιαστή τροχόσπιτου, τον χρεοκοπημένο μικρομεσαίο που διατηρεί τη βεβαιότητα ότι η παρακμή των ΗΠΑ οφείλεται στην «προδοσία» των πολιτικών και επιχειρηματικών ελίτ που δεν θέλουν να μοιραστούν τίποτα από τον πλούτο και τα προνόμιά τους με τους κάτω. Το «Make America Great Again» είναι το νέο όπιο του αμερικανικού λαού, η ανανέωση της προσδοκίας ότι ο αμερικανικός καπιταλισμός, που κάθε επιτυχία του εδώ και δεκαετίες αφήνει πίσω του συντρίμμια, έχει έστω ένα μικρό, έστω ελάχιστο κομμάτι πίτας για όλους. Η ελάχιστη επιβίωση των κάτω προϋποθέτει την ανοχή στην απεριόριστη απληστία των πάνω. Φυσικά και του Ελον Μασκ.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 


Στη μία το μεσημέρι γίνεται διάλειμμα. Μια ώρα διακοπή για τους υπάλληλους, ένα τεταρτάκι για τους εργάτες. Κολατσιό.

Ο καθένας κολατσίζει ανάλογα με το βδομαδιάτικο που παίρνει. Οσοι πιάνουν δεκαπέντε δολάρια τη βδομάδα, αυτοί αγοράζουν μ’ ένα νικέλινο κέρμα ένα ξερό κολατσιό σε πακέτο τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο και το ροκανίζουν με πολύ μεγάλη όρεξη.

Οσοι παίρνουν τριάντα πέντε δολάρια πάνε σ’ ένα μεγάλο αυτόματο μπουφέ, ρίχνουν πέντε σεντς, πατάνε το κουμπί και στη στιγμή το μηχάνημα γεμίζει ένα φλιτζάνι με καφέ. Με άλλα δυο-τρία νικέλινα κέρματα ανοίγουν σε κάτι τεράστια ράφια γεμάτα με φαγητά μια μικρή γυάλινη πορτίτσα και παίρνουν ένα σάντουιτς.

Οι άλλοι που πιάνουν εξήντα δολάρια τη βδομάδα τρώνε κάτι γκρίζες τηγανίτες από κουρκούτι και αυγά χτυπημένα σε κάτι κάτασπρα πιατάκια εμαγιέ με τη ρεκλάμα του καφέ Ροκφέλερ.

Οσοι παίρνουν από εκατό δολάρια κι απάνω, αυτοί πηγαίνουν στα εστιατόρια κάθε εθνικότητας, κινέζικα, ρούσικα, ασσυριανά, γαλλικά, ινδικά, σε όλα εκτός από τα άνοστα αμερικάνικα που σου σερβίρουν έναν περίδρομο από κονσερβαρισμένο κρέας Αρμόρ, που είναι κλεισμένο στα κουτιά απ’ τον καιρό του πολέμου της απελευθέρωσης σχεδόν [...]

Πώς τρώει ο εργάτης; Ο εργάτης τρώει άσχημα.


Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, «Πώς ανακάλυψα την Αμερική» 




Sunday, November 3, 2024

Σκ...

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 2-3/11/2024


 


Κάπου στα 1970, όταν η χούντα ήταν ακόμη στα ντουζένια της και τίποτα δεν φαινόταν να την απειλεί, η ρηξικέλευθη ηθοποιός, συγγραφέας και σκηνοθέτρια Μαριέττα Ριάλδη θέλησε να ανεβάσει στην πειραματική σκηνή που είχε ιδρύσει μια καταλυτική σάτιρα με τον τίτλο «ΣΚΑΤΑ». Με τίποτε δεν περνούσε από τη χουντική λογοκρισία, οπότε έδωσε την απλή λύση των δύο πρώτων γραμμάτων της βρόμικης και δυσώδους, εκ φύσεως, λέξης. Ο τίτλος του θεατρικού έγινε «ΣΙΓΜΑ ΚΑΠΑ», και όλα πήγαν μια χαρά. Το έργο είχε μεγάλη πετυχεσά -όπως το απαιτεί και ο τίτλος του- και η χούντα δεν μπορούσε να βρει ούτε πρόσχημα να αποφύγει εκείνα με τα οποία την έλουζε η επίμαχη παράσταση: τα σκατά.


Εχει περάσει πάνω από μισός αιώνας
έκτοτε και, παρότι η χούντα αντιμετωπίζεται πια σαν καρικατούρα εξουσίας, παρότι τα αποτελέσματα της πολιτικής της είναι απτά και ζοφερά, δεν έχουν τίποτα το γελοίο και γελοιογραφικό, η κυβερνητική, πολιτική και οικονομική εξουσία της χώρας φαίνεται ότι δεν έχει ακόμη ξεπεράσει το κατά Φρόιντ πρωκτικό στάδιο ωρίμανσης, στο οποίο η απεχθής και δυσώδης σκατολαγνεία ή κοπρολαγνεία είναι μια τεράστια απόλαυση για τα νήπια ή βρέφη. 


Είναι, λοιπόν, εξαιρετικά πιθανό το νέο ελληνικό κράτος των 200 και κάτι ετών να μην έχει ξεπεράσει ακόμη το κρίσιμο πρωκτικό στάδιο, να βρίσκεται στο μεταίχμιο στοματικού και πρωκτικού σταδίου ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης, επομένως είναι ασαφές πόσες δεκαετίες ή και αιώνες θα χρειαστούν για να φτάσουμε στο γεννητικό στάδιο ωρίμασης, εκτός αν το υπερβούμε κι αυτό εντελώς και περάσουμε απευθείας στο γήρας και στον θάνατο, πράγμα που ουδόλως αποκλείεται γιατί και τα έθνη γερνάνε και τα κράτη πεθαίνουν. Συχνότατα στις πιο αναξιοπρεπείς συνθήκες, όπως και οι σάρκινοι άνθρωποι, πνιγμένοι στα ίδια τους τα αφοδεύματα και εκκρίματα. 


Αλλά, ας μην το κάνουμε πιο σπλάτερ
και σκατένιο από όσο ήδη είναι. Γιατί η αφορμή αυτού του σκατένιου λίβελου είναι το περίφημο σελφ τεστ κοπράνων που κόστισε στο Δημόσιο 50 εκατ. ευρώ (Ταμείο Ανάκαμψης) και το διαφήμισαν σκανδαλωδώς ο Αδωνις (αλίμονο, λείπει ο Μάρτης...;) και ο Κυριάκος προσωπικά, το οποίο κάποια ιδιωτική εταιρεία το γλεντάει, δεν ξέρω αν και κάποιοι άλλοι γλεντάνε την προμήθεια που τους αντιστοιχεί.

 
Παίρνω λοιπόν το «κιτ»,
γιατί είμαι στην κρίσιμη ηλικία, δεν διαφέρει πολύ από τα σελφ της γρίπης και του Covid, μελετώ τα κοπροβέλονα του «κιτ», αν κι έχω κάνει ήδη δύο κολονοσκοποπήσεις παρακαλώ, ου γαρ, και διαβάζω πως για να πάρω τα κατάλληλα δείγματα της αφόδευσης, είναι καλό να ρίξω μπόλικο χαρτί στη λεκάνη, ούτως ώστε το «προϊόν» να πέσει στα μαλακά, μην πάθει και τίποτα, κι εγώ με το ακροφύσιο του τεστ να πάρω τα κατάλληλα δείγματα κοπράνων που θα δείξουν αν υπάρχουν ίχνη αίματος, τα οποία ίσως με οδηγούν στην ανάγκη μιας νέας (δωρεάν, παρακαλώ!) κολονοσκόπησης. Είναι πολλά τα λεφτά, Αρη, κι είναι περισσότερα τα σκατά, Γιάννη. Πόσο ηλίθιους πρέπει να μας θεωρούν, ώστε να πιστεύουν ότι κανείς δεν θα πάρει πρέφα από τη σκατένια αρπαχτή τους;


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

 
Ηρθεν ουν και της Ματσουκοπορδούς ο υιός από την Λείχεμας και του Σκατοδακτύλη ο υιός οπό τας Γλείφας και ο Γέρων ο Κάππαρης ο Μπεσσαλιώτης και ευχόμενοι έλεγον: «Αγκανος, εξάγκανος ο ποταμός ο πύρινος ο κατακεκαυμένος, οποίος καταβαίνει εκ την αναχεσοφυσοπορδοκλήθραν του αφεδρώνος μας και γεμίζει των Εβραίων τα κολοκύνθια, ψύξη, καύση, μαράνη τας εβδομήντα δύο ήμισυ φλέβας του γουργούρου σου και τον καρύτσαφλόν σου!» 


Αγνώστου, «Σπανός», έκδοση 1562

Saturday, October 26, 2024

Διαβάζεται σε 10 λεπτά

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 26-28/10/2024




Οχι, δεν υπάρχει λάθος στον τίτλο του σημερινού πονήματος. Τόσο υπολογίζω ότι χρειάζεται για την ανάγνωση της φλυαρίας μου. Φυσικά, μιλάμε για μέσο χρόνο ανάγνωσης, ενός ανθρώπου με μέσες δεξιότητες όρασης και κατανόησης, οπωσδήποτε χωρίς διάσπαση προσοχής και με τα κατάλληλα γυαλιά αν τυχόν έχει αυξημένη πρεσβυωπία. Ενας έφηβος ίσως χρειαστεί περισσότερο χρόνο αν βρίσκει ακατάληπτες λέξεις και φράσεις, ή απλώς ασυναρτησίες, ένας συνταξιούχος μπορεί να χρειαστεί ακόμη περισσότερο χρόνο αν ψάχνει τα γυαλιά πρεσβυωπίας που είναι σίγουρος ότι τα είχε αφήσει εδώ δίπλα, πάνω στο κομοδίνο, αλλά δεν τα βρίσκει. 

Πάντως, η προειδοποίηση του μέσου χρόνου ανάγνωσης ενός κειμένου, και μάλιστα με ακρίβεια δευτερολέπτου, θα ήταν αδιανόητη ή απλώς ανόητη οποιαδήποτε άλλη περίοδο της μακραίωνης εποχής του Γουτεμβέργιου και της τυπογραφίας. Φανταστείτε να υπήρχε μια ανάλογη προειδοποίηση στο εξώφυλλο της Βίβλου, του Κορανίου, των τριών τόμων του Κεφαλαίου ή του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»: «Διαβάζεται σε τρεις εβδομάδες... Διαβάζεται σε δυο μήνες, σε ένα χρόνο... Διαβάζεται μια ολόκληρη ζωή». 

Αν και, βέβαια, οι άνθρωποι διαβάζουν όλο και λιγότερο πια, παρότι αφιερώνουν ένα τεράστιο μέρος του 24ώρου τους προσκολλημένοι σε οθόνες με εικόνες, γράμματα και αριθμούς, έχω αναρωτηθεί ποια ακριβώς διανοητική λειτουργία και σκοπιμότητα εξυπηρετεί η προειδοποίηση που περιλαμβάνουν πολλές ενημερωτικές ιστοσελίδες στην αρχή κάθε ανάρτησής τους: «Διαβάζεται σε 1' και 20"», ή «χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά». 

Οk, ας πούμε ότι τα λογισμικά και οι αλγόριθμοι των ενημερωτικών ιστοσελίδων σέβονται τον χρόνο μου –ενδεχομένως και το χρήμα μου, αν είναι συνδρομητικές- και θέλουν να με προστατέψουν από την περιττή σπατάλη του. Αλλά, μήπως πριν από την προειδοποίηση χρόνου να μου έστελναν και μία προειδοποίηση περιεχομένου; Με ενδιαφέρει ή όχι το θέμα της είδησης ή του άρθρου για να δαπανήσω τον ανάλογο χρόνο; Τι ξέρει το σάιτ για τις προτιμήσεις, τα ενδιαφέροντά μου, τις αγωνίες μου; Τι ξέρει για την ταχύτητα ή βραδύτητα με την οποία διαβάζω; Κι αν ένα κείμενο είναι τόσο απολαυστικά γραμμένο που κάθομαι πάνω σε κάθε λέξη, κάθε πρόταση, κάθε περίοδο ολόκληρα λεπτά; Κι αν είναι τόσο σύνθετη η πληροφορία που μου προσφέρει ώστε πρέπει σε κάθε φράση να κοντοστέκομαι, να αποστρέφω το βλέμμα από την οθόνη και να στοχάζομαι, να φαντάζομαι ή απλώς να χαζεύω στο κενό, γιατί μια λέξη με πήγε αλλού, μια σκέψη του αρθρογράφου μού άνοιξε μια υπαρξιακή άβυσσο, μια ανοησία με τσάτισε τόσο πολύ που μου έρχεται να πετάξω το κινητό ή το λάπτοπ, να πάρω το μέσο και να τους χέσω ή να γράψω ένα επιθετικό σχόλιο κάτω από το επίμαχο κείμενο; 

Δεν ξέρω αν όλα τα λειτουργικά συστήματα εξυπηρέτησης των εκατομμυρίων ενημερωτικών ιστοσελίδων σε όλο τον κόσμο προσφέρουν την ίδια υπηρεσία πληροφόρησης/ προειδοποίησης του αναγνώστη, αλλά -ειδικά για τα ειδησεογραφικά μέσα που το χρησιμοποιούν- η εκτίμηση του χρόνου ανάγνωσης κάθε κειμένου είναι η απόδειξη της αυτοπαγίδευσής τους στο κυνήγι των «κλικ», που μεταφράζονται σε προσδοκώμενα διαφημιστικά έσοδα από τις παγκόσμιες πλατφόρμες προβολής του περιεχομένου τους (αλλά όσα αποφασίσουν αυτές ότι αναλογούν σε κάθε μέσο). Το δίλημμα των ΜΜΕ από την εποχή της αναλογικής τεχνολογίας ήταν πάντα «εικόνα ή κείμενο;», το οποίο στην εποχή των ταμπλόιντ μετεξελίχθηκε σε «πόσο κείμενο έναντι πόσης εικόνας;». Η τηλεόραση το έλυσε αυτό με έναν ολιστικό τρόπο, καθώς εικόνα και κείμενο (προφορικό ή γραπτό) έγιναν ένα ενιαίο σύνολο που κατέληγε να είναι ουσιαστικά μόνο εικόνα. Η πληροφορία, όταν δεν εξαντλούνταν στην ίδια την εικόνα, συμπληρωνόταν από τον λόγο του ρεπόρτερ ή του παρουσιαστή (σπικάζ) ή από τα λόγια των πρωταγωνιστών ή κομπάρσων του ρεπορτάζ ως ηχητική επένδυση της εικόνας. Δεν έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα μέχρι σήμερα, στην ψηφιακή εκδοχή της τηλεόρασης. 

Στον ενημερωτικό ανταγωνισμό του διαδικτύου, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τα κλικ μετριούνται, ο αριθμός τους είναι ζήτημα ζωής και θανάτου (οικονομικής ζωής και οικονομικού θανάτου κάθε ενημερωτικής ιστοσελίδας), αλλά μετράει και η διάρκεια παραμονής του μέσου αναγνώστη σε κάθε συγκεκριμένη ανάρτηση, σε κάθε κείμενο και σε κάθε σάιτ. Η προειδοποίηση του χρόνου που χρειάζεται κατά μέσον όρο η ανάγνωση κάθε κειμένου, κάθε είδησης, κάθε άποψης, αφορά την οικονομία χρόνου του ιστότοπου. Οχι τον χρόνο του επισκέπτη και του αναγνώστη. Αυτόν δεν τον λυπάται κανείς. Το «διαβάζεται σε 1' και 40"» είναι μια διόλου ευγενική υπενθύμιση ότι ο αναγνώστης ΠΡΕΠΕΙ να διαβάσει το κείμενο στον χρόνο αυτό για να περάσει στο επόμενο και στο μεθεπόμενο και, ιδανικά, να μείνει όσο περισσότερα λεπτά γίνεται στην ιστοσελίδα, να καταναλώσει χρήσιμες, αδιάφορες και εντελώς άχρηστες πληροφορίες της ημέρας, για τις οποίες ο «Μεγάλος Αδελφός» της Silicon Valley, που μπορεί να έχει την έδρα του στην Ιρλανδία ή στην Αυστραλία, θα αποφασίσει μέσω κατάλληλα κατασκευασμένων αλγορίθμων να κρατούν τον αναγνώστη αρκετό χρόνο στην ιστοσελίδα, αρκετό για να δει τις διαφημίσεις που πετάγονται σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στις παραγράφους του κειμένου, που αποσπούν την προσοχή του, που τον πάνε αλλού, που μεγεθύνουν όση ΔΕΠΥ τυχόν είχε, που τον κάνουν να ξεχνάει τι είχε αρχίσει να διαβάζει, να αναρωτιέται αν είναι πρώιμα ανοϊκός, και στο τέλος να εγκαταλείπει διανοητικά εξουθενωμένος από την ενημέρωση, που δεν ήταν καν εξημέρωση και πληροφόρηση, είναι μια τρομακτική απο-πληροφόρηση, γιατί τελικά ο χρόνος ανάγνωσης του κειμένου είναι μόλις δύο λεπτά, και ο χρόνος παραμονής σου στην ιστοσελίδα συμποσούται σε 6 λεπτά, πα μαλ, δώσε στα παιδιά ένα ευρώ ανά επισκέπτη, αλλά εδώ τελειώνει η προειδοποίηση χρόνου των 10 λεπτών και πέστε μου αν βγάλατε κανένα συμπέρασμα εκτός από το ότι χάσατε τον χρόνο σας. 

Αλλά, αυτό ακριβώς είναι το νόημα. Να χάσετε τον χρόνο σας που είναι πάντα χρήμα. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα 

απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,

και κάθισα εδώ. Κάθουμουν

χωρίς να διαβάζω,

και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω 

κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

…………………

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα. 

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.

Κ. Π. Καβάφης, «Απ’ τες εννιά»


Saturday, October 19, 2024

Οικονομική ελευθερία; Ποιων; Και από ποιους;

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 19-20/10/2024



Διάβασα με ενδιαφέρον την ανακοίνωση του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ) για την παγκόσμια κατάταξη της χώρας στους δείκτες της λεγόμενης οικονομικής ελευθερίας. Με βάση τα δεδομένα μέχρι και το 2022 για 165 χώρες, την κατάταξη της Ελλάδας μόλις στην 70ή θέση δεν τη λες και καλή επίδοση για την πιο (νεο)φιλελεύθερη κυβέρνηση εδώ και μισόν αιώνα, την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Την κυβέρνηση που αναδείχθηκε το 2019 με την υπόσχεση ότι σε 2-3 βδομάδες θα μπαίναν μπουλντόζες στο Ελληνικό (όπερ και εγένετο, αν και με καθυστέρηση 2-3 ετών) και ότι με το καλημέρα θα έκοβε φόρους που πνίγουν την επιχειρηματικότητα (ρωτήστε τους επαγγελματίες, που είναι μες στην τρελή χαρά με τα τεκμήρια, πόση συνέπεια έχει επιδείξει σ’ αυτό η κυβέρνηση).


Οχι, η θέση 70, μαζί με την Καμπότζη και την Γκάμπια, κάτω από τη Μογγολία και μόλις ένα σκαλί πάνω από την Κένυα, δεν είναι καλή θέση για μια καθωσπρέπει νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση. Κι αναρωτιέται κανείς αν αυτή είναι ακόμη μια ντροπιαστική αξιολόγηση από διεθνείς, πολιτικά προκατειλημμένους και προφανώς αριστερόπληκτους θεσμούς, όπως οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, που κατέταξαν φέτος την Ελλάδα στην 88η θέση ως προς την ελευθερία του Τύπου, ή το Ευρωβαρόμετρο της Ε.Ε., που φέρνει τη χώρα στην τελευταία θέση μεταξύ των 27 ως προς το αν οι πολίτες νιώθουν ότι προστατεύονται το κράτος δικαίου, η δημοκρατία, τα βασικά δικαιώματα. Πλην όμως, όχι, ούτε το ΚΕΦΙΜ ούτε το διεθνές ινστιτούτο Frase, που μετρά την «οικονομική ελευθερία» μεταξύ 165 χωρών, μπορεί να πει κανείς ότι εμφορούνται από αντι- φιλελεύθερα, αντιμητσοτακικά αισθήματα.


Οχι, δεν υπάρχει καμιά ιδεολογική προκατάληψη στην κακή κατάταξη της Ελλάδας. Υπάρχουν απλώς μεγάλες απαιτήσεις από την κυβέρνηση Μητσοτάκη για απελευθέρωση της οικονομίας και συρρίκνωση του κράτους, που δεν έχουν εκπληρωθεί, παρά τα πέντε χρόνια φιλότιμης προσπάθειας. Κατ’ αρχάς, είναι αληθινά ντροπιαστική η κατάταξη στην 150ή θέση (έλεος!) μεταξύ 165 χωρών ως προς το μέγεθος του κράτους. Παράδοξη κατάταξη, αν και δεν ξέρουμε τι ακόμη μπορεί να πουληθεί, πέρα από τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τους αυτοκινητόδρομους, τις τηλεπικοινωνίες, την παραγωγή ενέργειας, τους υδάτινους πόρους, τα βουνά, τους κάμπους, τις ακτές, που εκχωρούνται για ανεμογεννήτριες ή φωτοβολταϊκά. Φυσικά, υπάρχουν ακόμη μεγάλα περιθώρια επέκτασης της οικονομικής ελευθερίας στο πεδίο αυτό, π.χ. να κλείσουν αρκετά δημόσια ΑΕΙ για να αφήσουν χώρο στα ιδιωτικά, να βελτιωθεί ο συσχετισμός ιδιωτικών και δημόσιων νοσοκομείων υπέρ των πρώτων, να σταματήσει ο αθέμιτος ανταγωνισμός του δημόσιου συνταξιοδοτικού συστήματος εις βάρος των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων των ασφαλιστικών εταιρειών, να σπάσει επιτέλους το μονοπώλιο του κράτους στον φορολογικό έλεγχο και να εκχωρηθεί το πιο σοβαρό μέρος του στις ίδιες τις ελεγχόμενες επιχειρήσεις, γιατί μόνο αυτές ξέρουν τι αξίζουν πραγματικά - σιγά τώρα μη μας πουν τα τσιράκια του Πιτσιλή τι φόρο θα πληρώσουμε!

 

Η κατάταξη της Ελλάδας στη θέση 150 ως προς το μέγεθος του κράτους, έναν από τους 5 δείκτες οικονομικής ελευθερίας, είναι αληθινά ταπεινωτική. Στη θέση του «σούπερμαν» των ιδιωτικοποιήσεων κ. Χατζηδάκη θα είχα παραιτηθεί. Και δεν μας παρηγορεί το γεγονός ότι εξίσου χαμηλά στον δείκτη αυτό κατατάσσονται θεριά του κρατικού καπιταλισμού όπως η Γερμανία ή η Γαλλία. Αντιθέτως, μας θυμώνει το γεγονός ότι σε αυτή την πίστα πλασάρεται ψηλά η Αλβανία (θέση 24 παρακαλώ, κάνει δουλίτσα ο Ράμα). Αν μάλιστα υπήρχε κάποια διαδικασία ενστάσεων για την άδικη βαθμολογία, σίγουρα κάτι έπρεπε να κάνουμε εις βάρος του Ισραήλ, που είναι στην ελίτ της οικονομικής ελευθερίας (θέση 41). Οχι γιατί είναι ένα μιλιταριστικό κράτος που ανθεί οικονομικά ασκώντας επί δεκαετίες γενοκτονία εις βάρος των Παλαιστινίων και τρομοκρατία εις βάρος όλου του αραβικού κόσμου. Θα ενιστάμεθα γιατί το Ισραήλ έχει αποτύχει να επεκτείνει την οικονομική ελευθερία σε όλη την Παλαιστίνη, της οποίας οι επιδόσεις δεν μετρώνται από τα νεφελίμ του φιλελευθερισμού. Ισως γιατί εκεί, στην Παλαιστίνη, το Ισραήλ έχει επιβάλει ένα πολύ ανώτερο είδος ελευθερίας: την ελευθερία από τον καταναγκασμό της ύπαρξης.


Υπάρχουν κι άλλα πεδία ένστασης. Αίφνης, γιατί στον δείκτη «πρόσβαση σε ισχυρό νόμισμα» η Ελλάδα κατατάσσεται στη θέση 68, όταν οι λοιποί εταίροι στην ευρωζώνη δεν πέφτουν κάτω από τη θέση 35; Δεν είναι ίδιο το ευρώ για όλους, Γερμανούς, Λετονούς ή Μαλτέζους; Φυσικά και όχι, σεραφειμάκια της νομισματικής ελευθερίας! Ειδικά εμείς, που περάσαμε από τη μνημονιακή κόλαση, θα έπρεπε να το έχουμε καταλάβει αυτό, χωρίς να μας το ψιθυρίζει εμπιστευτικά το ΚΕΦΙΜ, πως δεν υπάρχει ένα ευρώ για όλους, υπάρχουν 20, και σε μας αναλογεί το χειρότερο, το πιο ξεφτιλισμένο. 


Τέλος πάντων, πέραν της πλάκας, μπορεί να καταλάβει κανείς ότι αυτού του είδους τα διεθνή καλλιστεία, που καθιερώθηκαν από τη δεκαετία του 1980 από τον Μίλτον Φρίντμαν και τους ομοϊδεάτες του ανά τον κόσμο (όπως το ινστιτούτο Fraser του Καναδά που υπηρετεί το σπορ), μια ελευθερία μετρούν στην ουσία: την ελευθερία του ιδιωτικού από το δημόσιο, του ατομικού από το κοινό και συλλογικό, και εν τέλει την ελευθερία του κεφαλαίου από κάθε κρατικό ή κοινωνικό περιορισμό. Κι αυτή η ελευθερία περιλαμβάνει ενδεχομένως ακόμη και την ελευθερία του Ελον Μασκ να χρησιμοποιεί το «Χ» για να χειραγωγεί τα πλήθη υπέρ του Τραμπ και οποιουδήποτε άλλου νεοφασίστα. Ή την ελευθερία της Google να μονοπωλεί τις αναζητήσεις και τις διαφημίσεις. Υποθέτω ότι αν το αμερικανικό Δημόσιο αποφασίσει τελικώς τη διάσπαση της Google για να προστατέψει στοιχειωδώς τη λειτουργία της «ελεύθερης αγοράς», αυτό θα θεωρηθεί ισχυρό πλήγμα στην οικονομική ελευθερία και οι ΗΠΑ θα κατρακυλήσουν αρκετές σκάλες από την 5η θέση που καταλαμβάνουν τώρα. 


Υποθέτω, επίσης, ότι αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνεχίσει τις φιλότιμες προσπάθειές της για επέκταση της οικονομικής ελευθερίας, χωρίς βλακειούλες και παρασπονδίες τύπου «έκτακτος φόρος στα υπερκέρδη», στην επόμενη μέτρηση έχουμε πιθανότητες να ανέβουμε στη γαλάζια ελίτ του πλανήτη. Για κάποιους (πολλούς!) αυτό θα σημαίνει, βεβαίως, μεγαλύτερο εγκλωβισμό στη φτώχεια και στην ανισότητα, αλλά τι να κάνουμε, η ελευθερία έχει το τίμημά της.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 


Κάποιοι ισχυρίζονται ότι οι δρόμοι είναι βρόμικοι επειδή το κράτος δεν φορολογεί αρκετά τους πολίτες για να τους καθαρίσει. Η πραγματικότητα είναι ότι είναι βρόμικοι επειδή δεν ανήκουν σε κανέναν.


Μίλτον Φρίντμαν, «Καπιταλισμός και Ελευθερία» 


Sunday, October 13, 2024

Εμείς φταίμε για όλα

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 12-13/10/2024


Υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα σειρά, μόλις έξι επεισοδίων, που προβάλλει το Cinobo (εδώ κάνω διαφήμιση, ξεκάθαρα), η οποία σε γενικές γραμμές είναι αναμνήσεις από το εγγύς μας πολιτικό μας μέλλον. Ενα πολιτικο-οικονομικο-κοινωνικό θρίλερ επιστημονικής φαντασίας. Το «Years and Years» βγήκε στον αέρα το 2019, λίγο πριν από την πανδημία, σε παραγωγή BBC και HBO. Και μπορεί κανείς να πει ότι από όσα περιλαμβάνει η 15ετία που μελλοντολογικά διατρέχει (2019-2034) σε γενικές γραμμές τα περισσότερα έχουν ήδη συμβεί. Εχει πέσει μέσα, δηλαδή. 

Ο δημιουργός της σειράς (Ράσελ Τ Ντέιβις) παρακολουθεί τις προσωπικές και συλλογικές περιπέτειες μιας μεγάλης, μικροαστικής οικογένειας (τα τέσσερα αδέλφια Λάιονς με τις/τους συζύγους και συντρόφους τους, τα παιδιά τους, τη γιαγιά τους, στο σπίτι της οποίας συναντιούνται συχνά και κάνουν μικρές ανακεφαλαιώσεις της ζωής τους). Το φόντο είναι μια Βρετανία στην οποία αφενός ψηφιοποιούνται και επιτηρούνται ψηφιακά τα πάντα, ακόμη και τα ανθρώπινα σώματα, αφετέρου ανελίσσεται στην εξουσία μια πανούργα, δημοφιλής, ακροδεξιά περσόνα, η Βίβιαν Ρουκ (με την εκπληκτική Εμα Τόμσον), η οποία επιβάλλει ουσιαστικά μια σκληρή κυβερνο-στρατιωτική δικτατορία. Και ο κόσμος γύρω από αυτή τη Βρετανία αποσυντίθεται: η Ρωσία ελέγχει την Ουκρανία, ο Τραμπ κερδίζει κι άλλη θητεία, οι ΗΠΑ φεύγουν από τον ΟΗΕ, η Ευρώπη κλονίζεται από προσφυγική κρίση, η Ουγγαρία χρεοκοπεί, η Ελλάδα φεύγει από την Ε.Ε. (!), ξεσπάει άλλη μια τραπεζική κρίση και άλλο ένα κύμα διεθνούς ύφεσης, ενώ χιλιάδες άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους από τις ανεξέλεγκτες εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης και τους αυτοματισμούς. 

Το ενδιαφέρον στη σειρά είναι ότι ενώ βγήκε το 2019, άρα –υποθέτουμε– προετοιμαζόταν τουλάχιστον έναν χρόνο πριν, αναπτύσσει εύστοχα μια εξαιρετικά επίκαιρη ατζέντα, δηλαδή όσα συζητάμε σήμερα. Αλλά, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της είναι το ηθικό και πολιτικό ερώτημα που θέτει για τους πρωταγωνιστές της, τα μέλη της οικογένειας Λάιονς, που έκαναν καθένα διαφορετικές επιλογές: τι έκαναν οι ίδιοι και οι ίδιες για να αποτρέψουν όσα ζοφερά συνέβησαν μεταξύ 2019 και 2034 στον κόσμο, στη Βρετανία, στις γειτονιές τους, στις ζωές τους; 

Η απάντηση σε αυτό το ηθικο-πολιτικό ερώτημα δεν είναι ακριβώς «τίποτα», μια και στην ιστορία του αφηγείται το σίριαλ κάποιοι πρωταγωνιστές δεν κάνουν πράγματι τίποτα, κάποιοι φοβούνται, κάποιοι περνάνε στην πλευρά του «τέρατος» και το υπηρετούν αυτοκαταστροφικά, και κάποιοι άλλοι προσπαθούν να κάνουν κάτι, με μεγάλο ρίσκο, θανάσιμο τίμημα, έστω και συνωμοτικά, ατομικά. Εξάλλου, το τέλος της σειράς επιφυλάσσει ένα μικρό, απελευθερωτικό, εξεγερτικό χάπι εντ, χωρίς ωστόσο να ξέρουμε αν αλλάζει τη ροή των πραγμάτων προς έναν όλο και πιο ολοκληρωτικό καπιταλισμό ψηφιακής επιτήρησης. Ωστόσο, υπάρχει μια σκηνή στη σειρά που συμπυκνώνει όλη την ουσία του πράγματος, την ατομική ευθύνη αντίστασης σε μια συλλογική καταστροφή. Η γιαγιά Μίριελ της οικογένειας Λάιονς γιορτάζει τα 92α γενέθλιά της, κάπου στα 2034, μαζεύοντας τα εγγόνια της, τα δισέγγονά της, τις/τους συντρόφους τους. Και ως άνθρωπος του 20ού αιώνα, παιδί του μεγάλου πολέμου, του αναλογικού καπιταλισμού, των συλλογικών αντιστάσεων, των μεγάλων κατακτήσεων, αλλά και των μεγάλων οπισθοδρομήσεων, δεν έχει καμιά αναστολή να πει στους απογόνους της, που τους τραπεζώνει και τους κερνάει κρασί, ότι αυτοί φταίνε για όλα, χωρίς να εξαιρεί τον εαυτό της απ’ αυτό. Αυτοί φταίνε για τον ζοφερό κόσμο που φτιάξανε, αυτοί φταίνε που δεν αντιστάθηκαν σε κάθε πράξη οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής βίας που εμφανιζόταν σαν φοβερός κι αναπόφευκτος εκσυγχρονισμός. Εμείς φταίμε για όλα. Εμείς φταίμε για κάθε πράξη αντίστασης που παραλείπουμε. Και επειδή είναι αδύνατο να το περιγράψω καλύτερα από τη γιαγιά Μίριελ της σειράς «Years and Years», σας αφήνω να απολαύσετε αυτούσιο τον μακρύ, πικρό συλλογισμό της, στη θυγατρική στήλη «Θεωρίες για την υπεραξία». Εμείς φταίμε για όλα. 



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

- Μίριελ: Εσείς φταίτε για όλα!

- Στίβεν: Για ποια;

- Μίριελ: Για τα πάντα… Οι τράπεζες. Η κυβέρνηση. Η Αμερική. Η ύφεση. Η κ. Ρουκ. Κάθε τι που πήγε στραβά είναι δικό σας λάθος. 

-Στίβεν: Κατηγορούμαι για πολλά, αλλά πώς είμαι υπεύθυνος για όλο τον κόσμο; 

- Μίριελ: Γιατί είμαστε, όλοι μας. Μπορούμε να καθόμαστε εδώ όλη μέρα κατηγορώντας τους άλλους ανθρώπους… Φταίει η οικονομία, φταίει η Ευρώπη, η αντιπολίτευση, ο καιρός. Και μετά κατηγορούμε αυτές τις τεράστιες σαρωτικές παλίρροιες της ιστορίας. Σαν να είναι εκτός ελέγχου μας. Σαν να ’μαστε τόσο αβοήθητοι και μικροί. Αλλά και πάλι φταίμε εμείς. Ξέρετε γιατί. Είναι το μπλουζάκι της μιας λίρας. Το μπλουζάκι που κόστισε μια λίρα, δεν μπορούμε να του αντισταθούμε. Ολοι μας. Βλέπουμε ένα μπλουζάκι που κοστίζει μια λίρα και λέμε, «Ευκαιρία, μ’ αρέσει». Και τ’ αγοράζουμε. Οχι για κάτι καλό. Απλώς ένα ωραίο μπλουζάκι για το χειμώνα, για από μέσα. Και ο καταστηματάρχης παίρνει πέντε άθλιες πένες γι’ αυτό το μπλουζάκι. Και κάποιος χωρικός σ’ ένα χωράφι παίρνει 0,01 πένες. Και πιστεύουμε ότι όλο αυτό είναι μια χαρά. Ολοι μας. Και δίνουμε τη λίρα μας και μπαίνουμε σε αυτό το σύστημα για μια ζωή. Είδα ότι όλα πήγαιναν στραβά όταν ξεκίνησε στα σουπερμάρκετ, όταν αντικατέστησαν τις γυναίκες με αυτά τα αυτοματοποιημένα μηχανήματα.

- Ρουθ: Οχι, δεν φταίμε εμείς γι’ αυτό. Τα μισώ αυτά, πάντα τα μισούσα. Με τρελαίνουν…

- Μίριελ: Ναι αλλά δεν κάνατε τίποτα, κάνατε; Πριν από είκοσι χρόνια, όταν πρωτοεμφανίστηκαν, σηκωθήκατε να φύγετε; Γράψατε επιστολές διαμαρτυρίας; Ψωνίσατε από αλλού; Οχι! Ξεφυσήσατε και ξεφυσήσατε και το ανεχτήκατε. Και τώρα όλες αυτές οι γυναίκες έχουν φύγει. Κι εμείς το αφήσαμε να συμβεί. Και πιστεύω ότι μας αρέσουν αυτά τα ταμεία χωρίς ταμίες, τα θέλουμε. Γιατί αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να πάρουμε τα ψώνια μας και δεν χρειάζεται να δούμε αυτή τη γυναίκα στα μάτια. Τη γυναίκα που πληρώνεται λιγότερο από εμάς. Εφυγε. Την ξεφορτωθήκαμε. Την απολύσαμε. Μπράβο. Οπότε, ναι, εμείς φταίμε. Αυτός είναι ο κόσμος που φτιάξαμε. Συγχαρητήρια. Στην υγειά σας. 


Russel T. Davies, «Years and Years» (τηλεοπτική σειρά έξι επεισοδίων του 2019, παραγωγής BBC) 


Saturday, October 5, 2024

Και τι μας νοιάζει εμάς ο πόλεμος;

Η Εφημερίδα των Συντακτών 5-6/10/2024


Τι μας λέει για την ανθρώπινη κατάστασή μας η απάθεια με την οποία πλέον παρακολουθούμε τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που γίνονται στη Μέση Ανατολή, όχι εδώ και έναν χρόνο, αλλά εδώ και 75 και πλέον χρόνια; Τι μας λέει για τα ανθρώπινα ή ανθρωπιστικά (υπάρχουν τέτοια;) ανακλαστικά μας η εξοικείωσή μας με την τυπικά παγωμένη αλλά σταθερά αιματηρή σύγκρουση στην καρδιά της Ευρώπης, μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας; Είμαστε ακόμη στη μακρά, παγκόσμια μεταπολεμική ειρήνη που διαμορφώθηκε μετά την ήττα του ναζιστικού άξονα ή στη μετα-ψυχροπολεμική συνύπαρξη που έφερε η κατάρρευση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού; Ή μήπως ζούμε έναν αργό, βραδυφλεγή, ασίγαστο αλλά και ακήρυχτο παγκόσμιο πόλεμο, στον οποίο συμμετέχουν οι πάντες, με πράξεις και παραλείψεις, με σιωπές και διακηρύξεις, με όπλα ή κεφάλαια; Και γιατί ο κραταιός, οικουμενικός, κυρίαρχος παντού (και με ελάχιστες πια χαμαιλεοντικές παραλλαγές) καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, χωρίς κανέναν αντίπαλο, χωρίς κανένα ελκυστικό εναλλακτικό μοντέλο, δεν έχει φέρει την υπεσχημένη παγκόσμια ειρήνη, αντιθέτως έχει πολλαπλασιάσει σε ασύλληπτο βαθμό τις αιτίες, τις αφορμές, τις προφάσεις και -κυρίως- τα υλικά μέσα ενός αληθινά ολοκληρωτικού πολέμου, που δεν θα αφήσει κολυμπηθρόξυλο επί Γης, από τα έγκατά της μέχρι τη στρατόσφαιρα; 

Εχει δίκιο ν’ αγανακτεί ο Ν. Κοσματόπουλος (διαβάστε την εκπληκτική, οργισμένη μαρτυρία του σε αυτό το φύλλο της «Εφ.Συν.») για τα «δημοσιογραφικά» ερωτήματα που του υποβάλλουν, του τύπου «πώς νιώθουν οι Ελληνες στην κόλαση της Βηρυτού;», λες κι ο πόλεμος αποκτά υπόσταση μόνο όταν σκοτωθεί ή τραυματιστεί ένας «δικός» μας που έτυχε να βρίσκεται εκεί, λες και ο πόνος, ο πανικός, το αίμα, ο θάνατος έχουν διαφορετική «ελληνικότητα», «παλαιστινιακότητα», «χριστιανικότητα» ή «ισλαμικότητα». Το C130 που θα είναι stand by στην Κύπρο για να «απεγκλωβίσει» Ελληνες εν κινδύνω υποτίθεται ότι είναι μια μικρή κιβωτός ανθρωπιάς, καθείς ας σώσει τουλάχιστον τους δικούς του από τον θάνατο, κι είμαστε εντάξει με τη συνείδησή μας και με τις ανθρωπιστικές υποχρεώσεις μας, όπως έχουν προκύψει από το μεταπολεμικό status quo. 

Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι δεν είναι απλώς απάθεια και εξουδετέρωση των ανακλαστικών μας ο τρόπος που ΔΕΝ αντιδρούμε και απλώς παρακολουθούμε τη συντελούμενη γενοκτονία στη Γάζα και την προκλητική προσπάθεια της ισραηλινής ηγεσίας να διεθνοποιήσει τον πόλεμο που έχει κηρύξει εναντίον αυτού που περιγράφει ως «άξονα του κακού». Πρακτικά εναντίον κάθε τι αραβικού, κάθε τι ισλαμικού. Δεν είναι απάθεια, είναι μια παθητική αποδοχή της πραγματικότητας ότι η χώρα Ελλάδα, η συμμαχία Ε.Ε., οι πολιτικές ηγεσίες τους, οι επιχειρηματικές ολιγαρχίες τους, ακόμη και οι σχεδόν λοβοτομημένες αντιπολιτεύσεις τους, σε αυτό τον ολοκληρωτικό, άνισο, άδικο πόλεμο έχουν επιλέξει πλευρά. Κι αν στην περίπτωση της Ουκρανίας η επιλογή πλευράς (διόλου αυτονόητη κι εκεί!) είχε κάποια επιχειρήματα, στην περίπτωση του Ισραήλ δεν έχει κανένα. Η ανοχή της γενοκτονίας στη Γάζα και των επιθέσεων του Ισραήλ σε Λίβανο, Ιράν, Υεμένη, Συρία, Ιράκ και ποιος ξέρει πού αλλού προσεχώς, είναι ξεκάθαρη συνέργεια σε έναν πόλεμο τυπικά περιφερειακό, αλλά ηθικά ήδη παγκόσμιο. 

Από τη σκοπιά των πάνω αυτό μπορούμε να το κατανοήσουμε. Το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ, που κυβερνά την υπερδύναμη εδώ και 70 χρόνια, έχει θεμελιώσει εν μέρει την ισχύ του στην ακραιφνή στήριξη του στρατοκρατικού Ισραήλ. Η Ε.Ε., επίσης, έχει προσχωρήσει πιο βαθιά στη συμμαχία αυτή και η προοπτική της δικής της «πολεμικής οικονομίας» δημιουργεί ποικίλες τεχνολογικές και επενδυτικές εξαρτήσεις με την πιο πολεμική οικονομία του κόσμου, αυτή τη Ισραήλ. Οι ενεργειακές κι άλλες παραγωγικές διασυνδέσεις (ακόμη και οι κατασκοπευτικές, τύπου Predator!) έχουν καταστήσει το Ισραήλ όχι μόνο την άτυπη 51η Πολιτεία των ΗΠΑ, αλλά και μια σκιώδη 28η χώρα-μέλος της Ε.Ε. Και την ίδια στιγμή η όλη Δύση επιλέγει να βαθύνει όχι μόνο το μέτωπο του θερμού, δι’ αντιπροσώπων, πολέμου με τη Ρωσία, αλλά κι αυτό του εμπορικού πολέμου με την Κίνα (για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τις σπάνιες γαίες και ποιος ξέρει για τι ακόμη!). Της χώρας που, παρά την «κομμουνιστική» πατίνα της, έχει απομείνει σχεδόν μόνη στην υπεράσπιση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και της διεθνούς ειρήνης που αυτή προϋποθέτει. Εν ολίγοις, η υπάρχουσα δυτική ηγεσία είναι σχεδόν εγκλωβισμένη στη στρατηγική του πολέμου. 

Απ’ τη σκοπιά των κάτω, όμως, είναι σχεδόν ακατανόητος ένας ανάλογος εγκλωβισμός. Ακόμη και η πιο ιδιοτελής, ατομικιστική, ωφελιμιστική ματιά σε έναν πόλεμο, που φαίνεται ακόμη αρκετά μακρινός, και σε μια στρατιωτική αγριότητα εις βάρος ενός ολόκληρου λαού και ενός έθνους, που «δεν είναι δικό μας», θα επέβαλλε να πάρουν εκατομμύρια άνθρωποι θέση στο πλευρό των θυμάτων και απέναντι στον ανελέητο θύτη. Αυτό δεν συμβαίνει. Αλλά την ίδια στιγμή το Ευρωβαρόμετρο λέει ότι οι Ελληνες αξιολογούν περισσότερο από κάθε άλλον Ευρωπαίο την ακρίβεια και το κόστος ζωής ως το μείζον πρόβλημά τους (70%). Και θεωρούν, πάλι στα μεγαλύτερα ποσοστά (45%), ότι το πρώτο στο οποίο μπορεί να αποδειχτεί ωφέλιμη η Ε.Ε. είναι η ειρήνη και η ασφάλεια. Και στα δύο οι ηγεσίες της Ε.Ε. και οι εθνικές κυβερνήσεις τους έχουν αποτύχει για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Οχι μόνο δεν έκαναν την παραμικρή προσπάθεια ειρήνευσης στο Ουκρανικό, αλλά επέτρεψαν όλες οι καταστροφικές παρενέργειες του πολέμου να περάσουν στα χωράφια, στα ράφια των σούπερ μάρκετ, στα τιμολόγια ρεύματος, στα συρρικνούμενα εισοδήματα των νοικοκυριών. Αν το «μοντέλο» επαναληφθεί και στην υποστήριξη του πολεμικού τυχοδιωκτισμού του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή, θα έχουμε από χέρι ένα ακόμη οικονομικό «ολοκαύτωμα». 

Μπορεί να ακούγεται, λοιπόν, σχεδόν προσβλητικό για τα νεκρά παιδιά και τους σφαγμένους αμάχους της Γάζας ή του Λιβάνου, αλλά αν κάποιος ανησυχεί πραγματικά για την τσέπη του, τις τιμές, την επιβίωσή του, έχει κάθε λόγο να διαδηλώνει γα να σταματήσει το Ισραήλ τον ανελέητο πόλεμο και για να πάψουν οι κυβερνήσεις της Δύσης να το στηρίζουν. 



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε: Πόλεμος και ειρήνη

είναι δύο πράγματα ολότελα διαφορετικά.


Ομως η ειρήνη τους και ο πόλεμός τους

μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα.

Ο πόλεμος γεννιέται απ’ την ειρήνη τους

καθώς ο γιος από τη μάνα.

Εχει τα δικά της

απαίσια χαρακτηριστικά.


Ο πόλεμός τους σκοτώνει

ό,τι άφησε όρθιο

η ειρήνη τους.


Οταν αυτοί που είναι ψηλά μιλάνε για ειρήνη 

ο απλός λαός ξέρει

πως έρχεται ο πόλεμος.


Οταν αυτοί που είναι ψηλά καταριούνται τον πόλεμο

οι διαταγές για επιστράτευση

έχουν υπογραφεί.


Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου» (μετάφραση Μάριου Πλωρίτη) 


Sunday, September 22, 2024

Ταπεράκια έξω

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 21-22/9/2024 

 


Ο Μάικλ Μουρ, ο θορυβώδης κινηματογραφιστής και συγγραφέας, έχει δίκιο. Ο καπιταλισμός είναι μια ιστορία αγάπης. Η εξάρτησή μας από τον καπιταλισμό δεν είναι μόνο υπόθεση βίαιης υποταγής, σκληρής εκμετάλλευσης και επιδέξιας παραπλάνησης. Είναι μια σχέση βαθιά συναισθηματική, σχεδόν ερωτική και εντελώς ανεξάρτητη κι ανεπηρέαστη από την απέχθεια ή τη διάθεση ανατροπής που αισθανόμαστε για το σύστημα που διαβουκολεί την όλη ανθρωπότητα εδώ και μισό αιώνα.

Πάρτε την είδηση για την αίτηση πτώχευσης της Tupperware. Μετρήστε πόσες εκατοντάδες, χιλιάδες ιστορίες αναπόλησης της σχεδόν 90χρονης ιστορίας της πολυεθνικής πλημμύρισαν τα ΜΜΕ και τις ενημερωτικές ιστοσελίδες. Ρετρό φωτογραφίες από τα πλαστικά δοχεία με τα αεροστεγή καπάκια, με τον εφευρέτη τους τον Earl Tupper που το όνομά του έχει δημιουργήσει ένα σωρό καινούργιες λέξεις σχεδόν σε όλες τις γλώσσες, με την πραγματικά σοφή Brownie Wise, την πωλήτρια που επινόησε τα πάρτι επίδειξης των πλαστικών προϊόντων, εγκαινιάζοντας έναν πρώιμο καπιταλισμό της πλατφόρμας σε μια ψηφιακά ανυποψίαστη, αναλογική εποχή.

 Ολα τα δημοσιεύματα ξεχειλίζουν νοσταλγία για ένα εμβληματικό success story του βιομηχανικού καπιταλισμού, για την άνοδο και πτώση της αυτοκρατορίας του πλαστικού και τελικά για εκείνη τη χρυσή εποχή που ο Γκαλμπρέιθ αποκάλεσε «κοινωνία τη αφθονίας». Τα τάπερ ήταν ανάμεσα στα σήματα κατατεθέντα αυτής της εποχής.

Στον αντίποδα αυτής της φενάκης,
που έχει προ πολλού κλείσει τον κύκλο της και ως αυταπάτη των καπιταλιστών και ως εξαπάτηση των υποτελών τους (καταναλωτών και μισθωτών), οι σημερινοί νέοι, είτε ως σπουδαστές είτε ως εργαζόμενοι που σιτίζονται με τα ταπεράκια της μαμάς, ή με τα δικά τους εν πάση περιπτώσει, με φαγητό από το σπίτι γιατί ακόμη και το φτηνό καθημερινό ντελίβερι έχει γίνει ακριβό σπορ, δεν υποψιάζονται ότι αυτό το πλαστικό σύμβολο ανέχειας, εγκράτειας ή κανονικής φτώχειας σήμερα, υπήρξε κάποτε σύμβολο καταναλωτικής αφθονίας, ευμάρειας, ακόμη και παράγοντας υγείας για τα νοικοκυριά.

Ισως δεν μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό αυτό σήμερα, όταν πέρα από τα Tapperware υπάρχουν πλαστικά δοχεία μιας χρήσης αξίας λίγων λεπτών διαθέσιμα στα σούπερ μάρκετ κατά πεντάδες, ή όταν κάθε δευτερόλεπτο εκατομμύρια πλαστικά μπουκάλια νερού ή αναψυκτικού ανοίγονται, αδειάζονται από το δροσιστικό περιεχόμενό τους και πετάγονται, χωρίς ούτε το 10% από αυτά να μπουν στον κύκλο ανακύκλωσης, όπως υπόσχονται απατηλά οι ετικέτες τους. Ισως δεν είναι αντιληπτό πόσο πολύτιμη μπορεί να ήταν για μια οικογένεια της δεκαετίας του 1960 στην Ελλάδα, που μπορεί να μην είχε ψυγείο ή είχε ακόμη ψυγείο με πάγο, μια σειρά από πλαστικά δοχεία φύλαξης τροφίμων. Και άρα, πόσο το εξοβελιστέο και αποδιοπομπαίο σήμερα πλαστικό, που δεν βιοδιασπάται, που αποσυντίθεται σε τρισεκατομμύρια μικροπλαστικά και πνίγει τα έμβια όντα της θάλασσας, ήταν το μικρό μέρισμα πλούτου που απένεμε στους μικροαστούς και τους προλετάριους ο πλαστικός καπιταλισμός των μεταπολεμικών χρόνων.

Είδατε που με κατέλαβε και μένα η νοσταλγία του πλαστικού καπιταλισμού;
Γιατί στις γειτονιές της αντιπαροχής στην Αθήνα των σίξτις, στις οποίες κι εγώ μεγάλωσα, οι επιδείξεις των τάπερ έδιναν κι έπαιρναν, και η μαμά που ήταν μοδίστρα κι είχε έναν μεγάλο κύκλο από πελάτισσες στη γειτονιά ήταν ιδανική οικοδέσποινα για να φιλοξενήσει τέτοιες επιδείξεις. Αλλά παρά τις πιέσεις που της ασκούσαν κάποιες γνωστές πωλήτριες της Tupperware, λίγες θυμάμαι να γίνονται τελικά στο υβρίδιο σαλονιού και εργαστηρίου ραπτικής που ήταν το μισό σπίτι μας. Προφανώς ήταν μπελάς για την κ. Βέρα, που έπρεπε να συμμαζέψει για να μην εκτεθεί στις γειτόνισσες, ίσως και να μην το γούσταρε κιόλας, γιατί η κ. Τάδε που έκανε χρόνια τις επιδείξεις έβγαζε με εξοργιστική ευκολία έναν σκασμό λεφτά βγάζοντας τα ταπεράκια έξω από τις μεγάλες τσάντες και θήκες της, ολόκληρη πολυκατοικία λέγεται ότι είχε σηκώσει, ενώ η ίδια έπρεπε να δουλεύει 12 ώρες τη μέρα με τη Singer ίσα για να τα βγάζουμε πέρα. Ακόμη και η αγορά πέντε δοχείων τάπερ ήταν μια δαπάνη διόλου ευκαταφρόνητη.

Αλλά αυτό που έκανε η κ. Τάδε (πραγματικά δεν μου ’ρχεται τ’ όνομά της
, αλλά έχω την εικόνα της, πάντα φρεσκοχτενισμένο μαλλί, συνήθως «λάχανο», και καλοντυμένη, αν και δεν ραβόταν στη μάνα μου) γινόταν από εκατοντάδες σε όλη τη χώρα, κι έτσι η μικρή πλαστική πολυτέλεια που άρχισε να κατακλύζει τα νοικοκυριά έφερε κι ένα εργοστάσιο παραγωγής στην Ελλάδα και, διόλου τυχαία φαντάζομαι, αφού το χρήμα έρρεε άφθονο, μια έδρα του ελληνικού βραχίονα της πολυεθνικής στο κέντρο της Αθήνας, έναντι ΥΠΕΞ, ψηλά στην Ακαδημίας, με μια βιτρίνα στην οποία τα πολύχρωμα πλαστικά δοχεία εκτίθενται ανάμεσα σε μια προθήκη με πανάκριβα κρύσταλλα μπακαρά και μιαν άλλη με γυναικεία ρούχα πρετ α πορτέ και αξεσουάρ, έκαστο των οποίων τιμάται από μισό έως τρεις μέσους μισθούς. Αν η κυρία Βέρα, η μοδίστρα, είχε προλάβει ζωντανή αυτή την εξέλιξη, ίσως να εξοργιζόταν για το γεγονός ότι είχε έστω αυτή την ελάχιστη συμβολή στη διόγκωση της διεθνούς πλαστικής αυτοκρατορίας.

Αλλά όλες οι ιστορίες επιτυχίας είτε του αναλογικού είτε του ψηφιακού καπιταλισμού, στον σκληρό πυρήνα τους είναι ιστορίες απληστίας. Η Tupperware, με τους πολλούς διαδοχικούς ιδιοκτήτες της, έμεινε μέχρι τέλους πιστή στο μοντέλο πώλησης που δημιούργησε, στον πρώιμο καπιταλισμό πλατφόρμας που έφτασε να αριθμεί κάποια στιγμή πάνω από 3 εκατ. «συνεργάτες-πωλητές» σε όλο τον κόσμο, τρέφοντας ισάριθμες μικρές ιστορίες απληστίας, που ωστόσο συνετρίβησαν πάνω στις νέες, μεγάλες, παγκόσμιες ιστορίες απληστίας που έφερε ο νέος, ο ψηφιακός καπιταλισμός της πλατφόρμας. Γιατί, τι μας χρειάζονται οι περιποιημένες κυρίες των κατ’ οίκον επιδείξεων, όταν έχουμε τις πλατφόρμες ηλεκτρονικών πωλήσεων, όπου βρίσκεις όλα τα ταπεράκια του κόσμου -μικρά, μεγάλα, στρογγυλά, τετράγωνα, οβάλ, ρηχά, βαθιά, κόκκινα, κίτρινα, πολύχρωμα, διάφανα- και με ένα κλικ τα παραγγέλνεις κι έρχονται σπίτι από ανυποψίαστους «συνεργάτες» μιας άλλης πλατφόρμας, που δεν ξέρουν καν τι περιέχει το πακέτο που παραδίδουν.

Και τι περιέχει το πακέτο; Απειρες εκδοχές του αγαπημένου πολυαιθυλένιου, που ο ευφυής μακαρίτης Ερλ Τάπερ σκέφτηκε να το μετατρέψει σε κάτι τόσο απτό, χρηστικό, παγκόσμιο, πυροδοτώντας τη δημιουργία ενός ολόκληρου κόσμου από πλαστικό, με τόσους καταναλωτές, τόσους παραγωγούς, τόσους διακινητές, τόσους πωλητές, τόσους εφευρέτες και τόσους ανταγωνιστές, ώστε ακόμη κι η αυτοκρατορία Tupperware, ή ό,τι είχε απομείνει από αυτή, να πέσει θύμα της επιτυχίας της.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Δεν υπάρχει καλός καπιταλισμός. Ο καπιταλισμός είναι ένα οργανωμένο σύστημα που εγγυάται ότι η απληστία αποτελεί την πρωταρχική δύναμη του οικονομικού μας συστήματος και επιτρέπει στους λίγους να γίνουν πολύ πλούσιοι και σε μας τους υπόλοιπους να φανταζόμαστε ότι μπορεί να γίνουμε κι εμείς (πολύ πλούσιοι), αν απλώς δουλέψουμε σκληρά. Αν πουλήσουμε αρκετά προϊόντα Tupperware και Amway, μπορούμε κι εμείς να πάρουμε μια ροζ Cadillac.

Μάικλ Μουρ, συνέντευξη μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ του «Capitalism, a Love Story», 2009


Sunday, September 15, 2024

Α, μας κακομαθαίνετε, Σούπερ Μάριο!

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 14-15/9/2024


Ο Μάριο Ντράγκι είναι 77 ετών. Να τα χιλιάσει ο άνθρωπος, δεν λέω, και μακάρι να έχει μέχρι τα 100 το μυαλό και την κράση που διαθέτει, αλλά σε μια δεκαετία θα είναι 87 ετών. Επομένως, δεν είναι βέβαιο ότι θα έχει τη δύναμη να υπερασπίσει τον νέο μωσαϊκό νόμο με τις δέκα ή χίλιες εντολές που κατέβασε από το Μον Μπλαν, μια και το Σινά πέφτει μακριά. Από την περασμένη Δευτέρα η έκθεσή του λατρεύεται από τις ευρωπαϊκές επιχειρηματικές κεφαλές, οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας, της ενέργειας, του φαρμάκου, των εξοπλισμών, λίγο πιο διακριτικά οι τραπεζίτες, δεν τσιγκουνεύτηκαν τα εγκώμια και τα χειροκροτήματα. Κι όλοι τους προσβλέπουν στην υιοθέτησή της από τη νέα Κομισιόν της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. 

Ποιο είναι το νόημα της ενθουσιώδους υποδοχής της έκθεσης Ντράγκι, αν και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι μια δυσοίωνη Ιερεμιάδα που προβλέπει παραγωγική παρακμή της Ε.Ε. λίαν προσεχώς; Οτι η έκθεση μυρίζει χρήμα. Πολύ χρήμα, κι άλλο χρήμα, σαν την πλημμυρίδα της ποσοτικής χαλάρωσης που πρόσφερε ο Ντράγκι ως κεντρικός τραπεζίτης από το 2015 και μετά –για να μην υπολογίσουμε κι όσα πρόφερε στη ζούλα από το 2012– τα οποία συμποσούνται σε πάνω από 3 τρισ. ευρώ. Το νέο χρήμα που υπόσχεται ο Ντράγκι φτάνει τα τριπλά του πακέτου «διάσωσης» της ευρωζώνης κατά την κρίση χρέους. Οκτώ τρισεκατομμύρια ευρώ σε βάθος δεκαετίας, αν πάρουμε τοις μετρητοίς την υπόδειξή του για δημόσιες επενδύσεις 800 δισ. ευρώ τον χρόνο σε βιομηχανία, έρευνα, καινοτομία, αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων (ήτοι εκπαίδευση, κατάρτιση, ψηφιακός εκσυγχρονισμός της παραγωγής κ.λπ.) για να μην καταπιεί την ευρωπαϊκή οικονομία ο ανταγωνισμός Αμερικανών, Κινέζων, Ινδών, Ρώσων κ.ά. Κι αυτό απαιτεί αντίστοιχο κοινό δανεισμό από την Ε.Ε. Αρα, προσδεθείτε για το απόλυτο ντεζά βου, με τη Γερμανία να βγάζει φλύκταινες και τον Σολτς να μεταλλάσσεται σε Μέρκελ. 

Φυσικά, ο Ντράγκι δεν λέει και καμιά σοφία, το αυτονόητο λέει όταν ζητάει ένα τριπλό σχέδιο Μάρσαλ δημόσιων επενδύσεων. Κι είναι απολύτως αναμενόμενο η ευρωπαϊκή βιομηχανία, ή ό,τι έχει απομείνει από αυτήν σε ευρωπαϊκό έδαφος, να χειροκροτεί με λαχτάρα, γιατί ξέρει ότι θα είναι από τους πρώτους αποδέκτες της νέας πλημμυρίδας χρήματος που υπόσχεται ο Σούπερ Μάριο. «Δει δη χρημάτων, ω άνδρες Αθηναίοι», έλεγε κι ο έρμος ο Δημοσθένης στους φιλιππικούς του, η άμυνα στον ανταγωνισμό των άλλων και η αύξηση του παραγόμενου πλούτου απαιτούν χρήματα από καταβολής εμπορευματικής οικονομίας. 

Αλλά η εξασφάλισή τους δεν σημαίνει τίποτα από μόνη της. Το Ταμείο Ανάκαμψης των 800 δισ. ευρώ είναι μια μικρογραφία αυτού που πρότεινε ο Ντράγκι, αλλά η απόδοσή του ενδέχεται να είναι μηδενική, γιατί το θέμα δεν είναι πόσα είναι τα χρήματα, αλλά πού πάνε, όπως αποδεικνύει το φιάσκο «Ελλάδα 2.0». Τι προσθέτει, για παράδειγμα, στην εγχώρια παραγωγικότητα η χρηματοδότηση της αγοράς ηλεκτρικών αυτοκινήτων από τους ιδιωτικούς ομίλους ενοικίασης; Απολύτως τίποτα. 

Κι απ’ αυτή την άποψη, πριν ο Σούπερ Μάριο συγκομίσει όλα τα εγκώμια και χειροκροτήματα ως μάγος που ετοιμάζεται να μας κακομάθει ξανά με άφθονο χρήμα, για να έχει μια στοιχειώδη αξιοπιστία η πρότασή του οφείλει πρώτα να δώσει έναν λογαριασμό: Τι ακριβώς απέδωσαν τα 2,6 τρισ. ευρώ της ποσοτικής του χαλάρωσης από το 2015 και μετά (από την οποία εξαιρέθηκε η Ελλάδα τιμωρητικά); Πού πήγαν, εκτός από τα ταμεία των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων; Πόσα επενδύθηκαν; Ποιο ήταν το αποτύπωμά τους σε θέσεις εργασίας, αύξηση παραγωγικότητας, ρυθμό ανάπτυξης; Τι ενίσχυσαν, εκτός από την επιχειρηματική κερδοφορία, τα πολλά λεφτά της ποσοτικής χαλάρωσης; Αλήθεια, θα δοθεί ποτέ αυτός ο λογαριασμός, πολυχρονεμένε Σούπερ Μάριο; 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Αλλά υπάρχει ένα άλλο μήνυμα που θέλω να σας πω. Στο πλαίσιο της εντολής μας, η ΕΚΤ είναι έτοιμη να κάνει ό,τι χρειάζεται για να διατηρήσει το ευρώ. Και, πιστέψτε με, θα είναι αρκετό.

Μάριο Ντράγκι, Ομιλία στον παγκόσμιο Επενδυτικό Φόρουμ στο Λονδίνο, 26/7/2012


Saturday, September 7, 2024

Καλό χειμώνα

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 7-8/9/2024


Αυτή τη φορά αυτή η ευχή δεν μπορεί να είναι το απρόθυμο κλισέ που ξεστομίζουμε βαρύθυμα ή σαρκαστικά, γιατί τελειώνει το μακρύ καυτό καλοκαίρι μας και η όποια ανάπαυλα μας επιφύλασσε. Αυτή τη φορά το «καλό χειμώνα!» πρέπει να είναι μια κυριολεξία, διατυπωμένη με πάθος, με λαχτάρα. Χρειαζόμαστε επειγόντως έναν καλό χειμώνα. Ούτε καλό φθινόπωρο, ούτε καλό αποκαλόκαιρο. Μια ευχή για έναν καλό, γερό, ενδεχομένως και βαρύ χειμώνα. Εναν χειμώνα με τις βροχές και τις καταιγίδες του, με τις χαμηλές θερμοκρασίες του, με τα χαμηλά βαρομετρικά του, τα χιόνια στα ορεινά από τον Οκτώβρη, χιόνια και στα πεδινά από Δεκέμβρη, τις βουνοκορφές χιονοσκεπείς μέχρι και τον Απρίλη και τους μικρούς, κρυφούς από τον ήλιο παγετώνες παχείς κι ανθεκτικούς ώς τον Αύγουστο. Χρειαζόμαστε έναν χειμώνα κανονικό, που να γεμίσει τα ποτάμια και τις λίμνες νερό, να κρατήσει το χιόνι στα μεγάλα υψόμετρα μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού, να γεμίσει τις βάθρες που μετατράπηκαν σε θλιβερούς βάλτους, να ξαναδώσει υγρή ορμή στους μικρούς καταρράκτες που φέτος σχεδόν στέρεψαν. 

Χρειαζόμαστε έναν χειμώνα που να αναβιώνει όλα τα εικονογραφημένα στερεότυπα των παιδικών μας χρόνων: μολυβένιους χειμωνιάτικους ουρανούς, δέντρα που γυμνώνονται από τα φύλλα όταν πρέπει, χιονισμένα Χριστούγεννα, τρελές αμυγδαλιές που ανθίζουν τον Γενάρη, ποτάμια που φουσκώνουν επικίνδυνα, λίμνες που ξαναγίνονται πλωτές, θάλασσες φουρτουνιασμένες, ισχυρούς βοριάδες, απαγορευτικά απόπλου και μετεωρολογικές προβλέψεις για θερμοκρασίες «σε κανονικά για την εποχή επίπεδα». Χρειαζόμαστε επειγόντως έναν χειμώνα που να φέρει πίσω μαζί του όλες τις εποχές που χάθηκαν η μια μέσα στην άλλη, κι ας μικρύνει η τουριστική σεζόν - δεν παίζει πια το μητσοτάκειο «ουδέν κακόν αμιγές καλού» για την κλιματική κρίση, τα καυτά κι αφόρητα καλοκαίρια του Νότου θα στείλουν τους τουρίστες στον Βορρά. 

Χρειαζόμαστε επειγόντως έναν κανονικό, βαρύ χειμώνα που να επιβεβαιώσει τα απατηλά, ψευδοπροφητικά μερομήνια και να διαψεύσει τα επιστημονικά σενάρια για ραγδαία επιτάχυνση της υπερθέρμανσης. Εναν χειμώνα που θα μας αναγκάσει να ανάψουμε καλοριφέρ, να βάλουμε στο φουλ τα κλιματιστικά, να πάρουμε ξύλα για το τζάκι, αν έχουμε, ή για την ξυλόσομπα και τη στόφα. Θέλουμε έναν γερό χειμώνα, με αλλεπάλληλα χαμηλά βαρομετρικά και ψυχρά ρεύματα να κατεβαίνουν από την Αρκτική και τη Σιβηρία μέχρι τη Μεσόγειο. Θέλουμε έναν κανονικό χειμώνα που θα αντιστρέψει ακόμη και τις χρήσεις των λέξεων: «καλοκαιρία» θα είναι οι βροχές και τα χιόνια, «κακοκαιρία» οι ξηρασίες, οι ανυδρίες και οι καύσωνες. Θέλουμε οι μετεωρολόγοι να προαναγγέλλουν γελαστοί τη σημαντική πτώση της θερμοκρασίας και τα δελτία θυέλλης, να προβλέπουν με ένα βλέμμα ανησυχίας πως «αύριο αναμένεται αίθριος καιρός». Χρειαζόμαστε έναν χειμώνα που θα αλλάξει ακόμη και τις κατάρες, κι όταν λες σε κάποιον «τον κακό σου τον καιρό» να ακούγεται σαν η καλύτερη ευχή. 

Θέλουμε έναν χειμώνα που θα ανεβάσει τις τιμές του πετρελαίου και του ρεύματος και θα αναγκάσει τις κυβερνήσεις να βάλουν ξανά το χέρι στην τσέπη, να τρέχουν πανικόβλητες να βρουν πόρους για επιδοτήσεις στους λογαριασμούς, για να γλιτώσουν την κατακραυγή των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Εναν χειμώνα που θα αναζωπυρώσει την ενεργειακή κρίση, θα βγάλει άχρηστα τα ευρωπαϊκά μέτρα ενεργειακής ασφάλειας, θα αδειάσει ταχύτατα τις αποθήκες αερίου, θα εκτινάξει την κερδοσκοπία και τις τιμές στα χρηματιστήρια του ρεύματος, θα κάνει τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις να πάρουν φωτιά από εισαγωγές και εξαγωγές γιγαβατωρών. Εναν χειμώνα που θα αναγκάσει την Ε.Ε. να ξανασκεφτεί την πολεμοχαρή στάση της στην ουκρανική κρίση, θα πιέσει τη Δύση να θέσει ως γεωπολιτική προτεραιότητα όχι την εξουθένωση της Ρωσίας ή την απομόνωση της Κίνας, αλλά την ανάσχεση της κλιματικής κατάρρευσης. Χρειαζόμαστε έναν καλόν, κανονικό χειμώνα που θα θυμίσει στους άπληστους κυνηγούς του πλούτου ότι οι κερδοσκοπικές ευκαιρίες που βλέπουν στην κλιματική κρίση είναι τόσο ασφαλείς όσο και οι ψευδείς μακροπρόθεσμες προβλέψεις καιρού ή τα μερομήνια. Οτι για να είναι αποδοτικοί οι οικονομικοί και επιχειρηματικοί κύκλοι χρειάζεται να λειτουργούν οι κύκλοι των εποχών, το καλοκαίρι του βόρειου ημισφαίριου να είναι ο χειμώνας του νότιου, τα οπωροφόρα να ανθίζουν την άνοιξη, οι χελώνες, τα φίδια, οι σκαντζόχοιροι να πέφτουν σε χειμερία νάρκη. Οτι όπως δεν υπάρχει πυρηνικό καταφύγιο που θα προστατέψει λίγους και εκλεκτούς σε ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα, έτσι δεν υπάρχει όαση για να γλιτώσουν από ένα περιβαλλοντικό ολοκαύτωμα. 

Κι επειδή δεν υπάρχει ίχνος ορθολογισμού στη συμπεριφορά των ανθρώπων και των τάξεων που διαχειρίζονται τις τύχες του πλανήτη και του ανθρώπινου είδους, διότι πιθανότατα θεωρούν ότι αυτοί θα επιβιώσουν με τους ωκεανούς εν βρασμώ και την Αρκτική ως πολυτελές θερινό θέρετρο υπερπλουσίων, ίσως τη λύση τη δώσει η άβουλη φύση. Με έναν καλό, βαρύ, παγερό χειμώνα που θα τους θυμίσει ποιος είναι πραγματικά το αφεντικό σ’ αυτό το μαγαζί. 

Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως αυτή η αθώα ευχή, «καλό χειμώνα!», με κάποιον μυστικιστικό τρόπο θα φτάσει στ’ αυτιά του αφεντικού. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Βρισκόμενος επί μια ώρα στο έλεος της ισχυρής χιονόπτωσης, είχα ξυλιάσει σύγκορμα. Η μικρή μου φουφού είχε σβήσει από ώρα, αφού όλα τα ξερά χαμόκλαδα εξαφανίστηκαν κάτω απ’ το χιόνι. Παρά ταύτα, είχε μια ευεργετική ομορφιά όλο αυτό. Το απαλό θρόισμα των πελώριων χιονονιφάδων που έπεφταν σαν τούφες βαμβακιού πάνω στους φουντωτούς θάμνους σκορπούσε ένα γύρο αγαλλίαση. Είχα την αίσθηση πως κανένας άλλος πάνω στη γη δεν ζούσε κάτι ανάλογο τη συγκεκριμένη στιγμή. Οτι η φύση έστησε το ολόλευκο σκηνικό της σ’ εκείνο το θαμνοτόπι, δίνοντας τη συναρπαστική της παράσταση μόνο για μένα. Ενιωθα μοναδικός. Ο εκλεκτός της φύσης. Μια ευχάριστη εσωτερική ζεστασιά και μια γαλήνη κατέκλυζαν τα σωθικά μου. Ημουν ακόμα πολύ μικρός να αντιληφθώ ποιος ήταν ο άμεσος και ραγδαία αυξανόμενος κίνδυνος που διέτρεχα εκείνη την ώρα, γι’ αυτό δεν βιαζόμουν να βρεθώ στη θαλπωρή του σπιτιού, δίπλα στη ζεστή ξυλόσομπα. 

Βασίλη Παλαιοκώστα, «Ενα φυσιολογικό παιδί»




Saturday, August 31, 2024

Η αριστερή απόγνωση

Η Εφημερίδα των Συνακτών, 31/8 -1/9/2024


Απο την απαισιοδοξία της σκέψης στην απελπισία της βούλησης. 


Απόγνωση. Δεν βρίσκω πιο κατάλληλη λέξη για να χαρακτηρίσω την ψυχολογία χιλιάδων, εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που εδώ και περίπου δεκαπέντε χρόνια ανέβηκαν πάνω στο κύμα της μεγάλης προσδοκίας και προσπάθησαν να ισορροπήσουν όσο γίνεται περισσότερο όρθιοι πάνω στη σανίδα, το κύμα τούς έριχνε, τους κατάπινε, τους τσάκιζε, αλλά αυτοί ξανά και ξανά εκεί, σαν σέρφερ με τη λαχτάρα του αρχάριου να φτάσει όρθιος στην ακτή. 


Απόγνωση είναι η μόνη λέξη που ταιριάζει σ’ αυτό που νιώθουν για τις εξελίξεις, κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά τελικά σε όλο τον αστερισμό της Αριστεράς, οι άνθρωποι κάθε ηλικίας που τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια πίστεψαν στην ευκαιρία και στη δυνατότητα μιας μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής. Απόγνωση νιώθουν οι αριστεροί άνθρωποι, ή τουλάχιστον όσοι εμπιστεύτηκαν την Αριστερά με μια αξιοσημείωτη για τα δεδομένα της μετεμφυλιακής και της μεταπολιτευτικής περιόδου διάρκεια. Εστω κι αν η διαρκώς μεταλλασσόμενη ηγεσία αυτής της Αριστεράς έκανε τα πάντα για να διαψεύσει αυτή την εμπιστοσύνη. 


Ανεξάρτητα από το τι ψήφισαν στις τελευταίες ευρωεκλογές ή στις εθνικές εκλογές του 2023, ανεξάρτητα από το αν συμμετείχαν ή όχι στις ενδοκομματικές κάλπες για τη διαδοχή Τσίπρα, ανεξάρτητα από το πόσο συμμετείχαν ή παρακολούθησαν τους σεισμούς, τις αντιπαραθέσεις, τις διασπάσεις, τις ανθρωποφαγίες του τελευταίου χρόνου, ακόμη κι άνθρωποι που ήταν αφοσιωμένοι στον ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα κλείνουν τ’ αυτιά τους, σφαλίζουν τα μάτια τους και λένε: «Δεν θέλω να ξέρω, δεν θέλω να μαθαίνω, μη μου λες τίποτα». Δεν ξέρω αν κι εσείς συναντάτε στον περίγυρό σας αυτή τη στάση, εγώ έχω την αίσθηση ότι είναι κυρίαρχη. Αυτό είναι το βασικό σύμπτωμα της απόγνωσης των αριστερών ανθρώπων, της αριστερής απόγνωσης, που είναι ένα βήμα πιο πέρα από την απελπισία, στην απελπισία κάπως διασώζονται τα ένστικτα επιβίωσης κι αυτοσυντήρησης, στην απόγνωση χάνονται κι αυτά, υπάρχει μια ολική παραίτηση και άρνηση. (Ο Γκράμσι, που πέρασε μεγάλο μέρος της σύντομης ζωής του στη φυλακή, σύστηνε την απαισιοδοξία της σκέψης και την αισιοδοξία της βούλησης ως συνταγή επιβίωσης των αριστερών στις αλλεπάλληλες ήττες που τους περίμεναν, τώρα η απαισιοδοξία έχει καταλάβει όχι μόνο τη σκέψη και τη βούληση, αλλά και την πράξη, μετατρέπεται σε μια τρομακτική πολιτική και κοινωνική παραλυσία.) 


Συνέδρια, πλατφόρμες, διασπάσεις, συνεδριάσεις οργάνων, δημοψηφίσματα, διαγραφές, προγραφές, γάμοι, γαμήλια πάρτι, ξεκατινιάσματα στο Χ και στο Φου Μπου, εξώδικα, αγωγές, μηνύσεις, βρισίδια, απειλές, προειδοποιήσεις για αποκαλύψεις, μανιφέστα μέσω TikTok, ένα κόμμα που κυβέρνησε τη χώρα σχεδόν πέντε χρόνια και που πρωταγωνίστησε στο πολιτικό σκηνικό για δεκαπέντε χρόνια, ένα κόμμα που θα άλλαζε την Ελλάδα και την Ευρώπη αλλά μετάλλαξε μόνο τον εαυτό του, περιδινείται εδώ κι έναν χρόνο γύρω από έναν ναρκισσευόμενο, μαθητευόμενο μάγο της πολιτικής, χωρίς να παράγει ίχνος πολιτικής, πόσο μάλλον αριστερής πολιτικής. 


Αναρωτιέται κανείς αν αυτή η αυτοκραταστροφική εξέλιξη, που ενσπείρει την αριστερή απόγνωση, είναι αποτέλεσμα τυχαιότητας ή ενός καλά οργανωμένου σχεδίου. Μια σπιθαμή απέχουμε από το να πιστέψουμε την πιο ευφάνταστη θεωρία συνωμοσίας για τους σεναριογράφους και σκηνοθέτες αυτής της α-πολιτικής οπερέτας που εξαχρειώνει ό,τι αριστερό δοκιμάστηκε (έστω κι αν απέτυχε) την τελευταία δεκαπενταετία. Αλλά, όταν παρατηρεί κανείς ότι πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές και κομπάρσοι αυτής της θλιβερής οπερέτας, στο πλευρό ή απέναντι από τον φιλόδοξο νέο ιδιοκτήτη του περιδινούμενου ΣΥΡΙΖΑ, είναι οι ίδιοι άνθρωποι που στα χρόνια των μνημονίων ανταγωνίζονταν σε ριζοσπαστισμό, που στα χρόνια της διακυβέρνησης διαχειρίστηκαν θέσεις ευθύνης και διαπραγματεύτηκαν με την τρόικα κρίσιμες επιλογές και στα χρόνια της αντιπολίτευσης αναλώνονταν περισσότερο στη νομή της εσωκομματικής εξουσίας, παρά στη διαμόρφωση μιας αξιόπιστης και λαϊκά κατανοητής εναλλακτικής πολιτικής, αντιλαμβάνεται ότι το πρόβλημα αυτού του χώρου είναι βαθύτατα ανθρωπολογικό. 


Πού φώλιαζαν τόσος πολιτικός εγωισμός, όλη η αλαζονεία, η αμοιβαία απέχθεια, ακόμη και το μίσος ανάμεσα σε ανθρώπους που υπόσχονταν να υπηρετήσουν συλλογικά συμφέροντα και οράματα, που έθεταν τη διαφωνία τους στην υπηρεσία της σύνθεσης κι όχι της καρεκλομαχίας; Αν υπάρχουν έστω και λίγοι μέσα σε αυτό το σπαρασσόμενο πολιτικό δυναμικό που αντιλαμβάνονται τι ζημιά, πόση καταρράκωση προκαλεί σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας αυτή η εικόνα, ίσως υπάρχει κάποια ελπίδα. 


Με ορόσημο τον Δεκέμβρη του 2008 -αυτό το απρόβλεπτο, εκρηκτικό προανάκρουσμα της μεγάλης κρίσης-, η ελληνική κοινωνία μπήκε σε μια περίοδο τεράστιας πολιτικής και ιδεολογικής κινητικότητας. Εκανε άλματα, βγήκε κατά εκατομμύρια στους δρόμους και στις πλατείες, για μια περίοδο κατέστησε τη χώρα υπερδύναμη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, έκανε την ελίτ της χώρας να τρέμει από φόβο, αποδόμησε το πολιτικό σύστημα και τα κόμματα, ανάγκασε τους δανειστές και εταίρους να αφήσουν στην άκρη τα δημοκρατικά προσχήματα και να μεθοδεύσουν κανονικότατα οικονομικά και θεσμικά πραξικοπήματα και ανέδειξε τη μικρή, αριστερή «συνομοσπονδία» του ΣΥΡΙΖΑ σε όχημα ελπίδας και κόμμα εξουσίας. Για κάποιο διάστημα η Αριστερά απέκτησε μια αδιανόητη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα ακτινοβολία, τόση που ίσως τύφλωσε πολλούς από τους χαρισματικούς ή τους άπειρους κι αδέξιους διαχειριστές της, με τα πλούσια ακαδημαϊκά και τεχνοκρατικά προσόντα, αλλά και με τρομακτικό έλλειμμα επαφής με την κοινωνία. Η συμβολή τους στην εξοικείωση της κοινωνικής πλειονότητας με τις αριστερές αξίες και την ιδέα της ριζικής κοινωνικής αλλαγής υπέρ των αδυνάτων ήταν τεράστια. Αλλά εξίσου τεράστια είναι η ευθύνη τους για την καταρράκωση αυτών των αξιών και ιδεών, για την εγκατάλειψη χιλιάδων ανθρώπων σ’ αυτό που αποκαλώ αριστερή απόγνωση. Είναι μια συντριβή ανάλογη με αυτήν του 1989, όταν οι καρικατούρες σοσιαλισμού στην Ευρώπη κατέρρεαν σαν πύργοι τραπουλόχαρτων και απανταχού κομμουνιστές βρέθηκαν να απολογούνται για εγκλήματα, αντί να υπερασπίζονται οράματα κι επιτεύγματα. 


Το χειρότερο για την ελληνική πολιτική συγκυρία είναι ότι η αριστερή απόγνωση και το έλλειμμα ιδεών, πολιτικής, προγραμμάτων, προσώπων, φορέων, σκέψης και βούλησης για πολιτική και κοινωνική αλλαγή καταγράφεται την ώρα που αρχίζει για τον Μητσοτάκη το μεγάλο τσαλάκωμα. Κι έρχεται από τα κάτω. Γιατί απ’ τα πάνω συνεχίζεται το μεγάλο σιδέρωμα. Και δη με την ευγενική χορηγία της αντιπολίτευσης. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Τώρα που πέφτει πάνω μας άλλη μια άγρια μπόρα

Χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα


Κι αν φλέγεται τριγύρω μας του τίποτα η χώρα

Χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα


Τώρα που όλοι συμφωνούν πως είν' κακιά η ώρα

Χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα


Κι ώς που να συναντήσουμε της δίψας μας τα δώρα

Χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα


Γιάννη Αγγελάκα, «Η γελαστή ανηφόρα» (2013) 


Sunday, August 25, 2024

Τραπεζικές ψηφιακές (αυτ)απάτες

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 24-25/8/2024

Ζούμε σε έναν ψηφιακό παράδεισο και δεν το εκτιμάμε καθόλου. Αχάριστοι άνθρωποι είμαστε. Ολο το κράτος και όλο το παρα-κράτος μπορούμε να το παίξουμε στα δάχτυλα του ενός χεριού, «κλικάροντας» πάνω σε πλατφόρμες και εφαρμογές που έχουν κατασκευαστεί για να κάνουν τη ζωή μας εύκολη, με λιγότερη αν όχι και χωρίς καθόλου γραφειοκρατία.

Φεύγεις διακοπές, ρίχνεις πίσω σου μια μαύρη πέτρα να, αλλά δεν χάνεις ούτε λεπτό την επαφή σου με τον ψηφιακό πολιτισμό. Στο κινητό και στο λάπτοπ σου έχεις κουβαλήσει τον Πιτσιλή, τον Αδωνη, τον Πιερρακάκη, τον Χατζηδάκη, όλο το υπουργικό συμβούλιο μαζί, όλο το gov.gr, και μαζί τον Μεγάλου, τον Καραβία, τον Μυλωνά κι όλο το τραπεζικό σύστημα, μαζί με τους υπαλλήλους και τα στελέχη του. Εννοείται ότι στις ψηφιακές εκδοχές της ύπαρξής σου έχεις πάντα στα τρίσβαθα της καρδιάς σου τον Μασκ, τον Ζούκεμπεργκ κι όλους τους θεούς του αλγοριθμικού σύμπαντος που φροντίζουν την ενημέρωση, την ψυχαγωγία, την εκτόνωση και την αποχαύνωσή μας. 

Τέλος πάντων, αυτές οι διαστάσεις του ψηφιακού παραδείσου που ανεπιτυχώς προσπάθησα να ειρωνευτώ στην προηγούμενη παράγραφο, τεχνικά και θεωρητικά είναι υπαρκτές, πιθανά να υπάρχουν πολλές χώρες του υπεραναπτυγμένου καπιταλισμού που έχουν δώσει υλική υπόσταση στην ψηφιοποίηση του κράτους, του επιχειρηματικού παρα-κράτους και του παγκόσμιου οικονομικού υπερ-κράτους, υπεραπλουστεύοντας συναλλαγές που άλλοτε θα απαιτούσαν μέρες και μήνες και θα ενέπλεκαν δεκάδες υπαλλήλους και υπηρεσίες. 

Το κίνητρο της ραγδαία και γεωμετρικά επεκτεινόμενης ψηφιοποίησης της κοινωνικής και οικονομικής ζωής δεν είναι άλλο από το κέρδος, χαζοί δεν είμαστε. Η τεχνολογία από μόνη της δεν έχει κανένα κίνητρο και καμιά βούληση, αυτά είναι ιδιότητες των εμπνευστών, των κατόχων και των χρηστών της. Αλλά το ποια ψηφιακή εφαρμογή και υπηρεσία θα μπει σε λειτουργία κάθε φορά και ποια θα μπει στη βαθιά κατάψυξη είναι επιλογή των κατόχων της. Γι’ αυτό και κάθε εφαρμογή μπορεί να μας πηγαίνει μπροστά (πρόοδος) και ταυτόχρονα να μας πηγαίνει πίσω (συντήρηση ή οπισθοδρόμηση). Για παράδειγμα, μια τεχνολογική καινοτομία μπορεί να καταργεί μια γραφειοκρατική και περιττή συναλλαγή, αλλά ταυτόχρονα να δημιουργεί μια νέα, χρονοβόρα και βασανιστική ψηφιακή γραφειοκρατία. 

Οι τράπεζες, τουλάχιστον οι ελληνικές τράπεζες, είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αντιφατικής κίνησης προς δυο κατευθύνσεις, της υποτιθέμενης προόδου και της πραγματικής οπισθοδρόμησης. Τουλάχιστον για τους φτωχούς συγγενείς του ψηφιακού εκσυγχρονισμού. Η ψηφιοποίηση των περισσότερων συναλλαγών μας γλίτωσε από χρόνο (αλλά όχι και από χρήμα, αν υπολογίσουμε τις προμήθειες, από τις οποίες οι τράπεζες φουσκώνουν την κερδοφορία τους), αλλά κυρίως γλίτωσε τις ίδιες και από χρόνο, από χρήμα και από προσωπικό. Τα φυσικά καταστήματα μειώνονται, οι φυσικές συναλλαγές σχεδόν απαγορεύονται, τα απομακρυσμένα χωριά υποβάλλονται σε τιμωρητική στέρηση χρήματος κι εμείς, οι πελάτες των τραπεζών, μετατρεπόμαστε σε ακούσιους και απλήρωτους ψηφιακούς υπαλλήλους τους. Η τραπεζική πίστη γίνεται σελφ σέρβις. 

Ουδέν κακόν αμιγές καλού, θα πει κανείς, δεν είναι και το πιο αγαπημένο μέρος του κόσμου μια τράπεζα να περάσεις την ώρα σου, αλλά ιδού ένα μικρό καλοκαιρινό δείγμα του φιάσκου που υπάρχει πίσω από τον ψηφιακό άθλο τους: η αγαπημένη σου τράπεζα σου στέλνει μια νέα χρεωστική ή πιστωτική κάρτα σε αντικατάσταση της παλιάς, γιατί (ερήμην σου) άλλαξε πλατφόρμα και εταίρο στις συναλλαγές με πλαστικό χρήμα. Με ένα ευγενικό γράμμα σε πληροφορεί για την αλλαγή και σε προειδοποιεί ότι η παλιά κάρτα θα λήξει σε ένα με δυο μήνες, γι’ αυτό πρέπει εγκαίρως να ενεργοποιήσεις την καινούργια. Εύκολα, απλά, ψηφιακά, ανέπαφα. Μέσω web banking ή μέσω ATM ή με ένα τηλεφώνημα στο τηλεφωνικό κέντρο της. Ως ψηφιακά ημιαναλφάβητος αρχίζεις από το τελευταίο, στο οποίο μια ψηφιακή περσόνα σε ρωτάει πράγματα, δεν κατανοεί τι της απαντάς, αρνείται πεισματικά να σε συνδέσει με αντιπρόσωπο και στο τέλος σε ευχαριστεί και σε στέλνει στην ευχή του θεού (ή του διαβόλου).

Βήμα δεύτερο, αναγκαστικό. Πηγαίνεις στο ΑΤΜ να ενεργοποιήσεις τη νέα κάρτα και έχοντας πιστέψει τη γραπτή διαβεβαίωση της πιστής σου φίλης ότι δεν χρειάζεται αλλαγή PIN, βάζεις αμέριμνος το παλιό συνθηματικό, αλλά και το μηχάνημα σου βγάζει τη γλώσσα και σου λέει «λάθος PIN»! Αποφασίζεις να κάνεις την ψηφιακή αποκοτιά: ενεργοποίηση της κάρτας μέσω της ηλεκτρονικής εφαρμογής. Απλούστατο, τελειώνεις τσακ μπαμ, πόσο χαζός ήσουν να επιμένεις στα απομεινάρια της αναλογικής προϊστορίας! Αλλά όταν πας στο ΑΤΜ να βγάλεις κανένα εικοσάρι, το μηχάνημα επιμένει: «λάθος password». 

Βήμα τρίτο. Η επίσκεψη στην τράπεζα είναι μονόδρομος, αλλά χρειάζεται ραντεβού, το κάνεις -τι να κάνεις;- κι όταν έρχεται η ώρα οι πρόθυμοι υπάλληλοι δεν μπορούν να εξηγήσουν τι συμβαίνει, προτείνουν να δοκιμάσεις αλλαγή PIN. Το κάνεις κι αυτό στο ΑΤΜ, «επιτυχία!», αλλά και μια δυσοίωνη παρατήρηση την οθόνη: «Τα προσωπικά στοιχεία σας χρειάζονται επικαιροποίηση, αν δεν γίνει άμεσα δεν θα μπορείτε να προχωρήσετε σε συναλλαγές». Ενας μικρός πανικός, επιστροφή στο φυσικό κατάστημα και στον υπάλληλο, που δεν μπορεί να εντοπίσει ποιο ακριβώς δεδομένο σου χρειάζεται επικαιροποίηση, αλλά για να αποτραπούν τα χειρότερα πρέπει να καταθέσεις κανονικά, απτά, χάρτινα αντίγραφα ταυτότητας, εκκαθαριστικού Εφορίας, λογαριασμού μισθοδοσίας, λογαριασμού ρεύματος, κινητής, κι αν τυχόν οι λογαριασμοί δεν είναι στο όνομά σου, να βάλεις και τις σχετικές υπεύθυνες δηλώσεις, συμπληρωμένες ψηφιακά στον μεγάλο κρατικό αδελφό gov.gr και εκτυπωμένες σε κανονικό χαρτί. 

Κάπως έτσι, κάτω από αυτή τη μικρή στοίβα χαρτιών που πρέπει να καταθέσεις για να επικαιροποιήσεις τα στοιχεία σου, θάβεται ο ψηφιακός άθλος των εγχωρίων τραπεζών. Ο βιαστικός, σχεδόν βίαιος ψηφιακός εκσυγχρονισμός τους με μοναδικό κριτήριο να απαλλαγούν από κόστη που τα μετακύλησαν στους πελάτες τους είναι στην πραγματικότητα η υποκατάσταση της παλιάς χάρτινης γραφειοκρατίας από μιαν εξίσου βασανιστική ψηφιακή γραφειοκρατία. 

Ελληνική ιδιαιτερότητα (πιθανώς παγκόσμια) είναι ότι δίπλα στη νέα ψηφιακή γραφειοκρατία διατηρείται μια χαρά και η παραδοσιακή, χάρτινη. 

ΥΓ. Μόνος ανταγωνιστής των τραπεζών σε αυτό το διπολικό επίτευγμα είναι η ΑΑΔΕ. Για τους δικούς της ψηφιακούς άθλους επιφυλάσσομαι...


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

ΚΟΣΜΟΣ: Αστυνομία, αστυνομία!

ΚΛΕΩΝ: Αστυνομία; Καλώς ορίσατε. Καθήστε παρακαλώ.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Είστε ο ταμίας της Εμποροπιστωτικής Τραπέζης;

ΚΛΕΩΝ: Είμαι και φαίνομαι. Και βούτηξα και το ταμείο. Μια ζωή την έχουμε. Αυτό με πήρε στον λαιμό του. Ηθελα κι εγώ να ζήσω τη ζωή μου. Να γλεντήσω. Να πετάξω κι εγώ. Αλλά δεν τη χάρηκα. Δεν είχα φτερά.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Πουλάκι μου! Ηθελες να πετάξεις, ε; Ωραία. Πάμε τώρα, να σε κλείσουμε στο κλουβάκι σου.

Γιώργου Τζαβέλλα, «Μία ζωή την έχουμε» (1958)


Sunday, August 18, 2024

Η κρυφή γοητεία του εγκλήματος


Η Εφημερίδα των Συντακτών, 17-18/8/2024


Ο Ρίπλεϊ εισάγει τον Τσίμερμαν στην γοητεία του εγκλήματος. Ντένις Χόπερ, Μπρούνο Γκαντς στην καλύτερη κινηματογραφική μεταφορά ιστορίας της Χάισμιθ από την τριλογία του Ρίπλει. "Ενας Αμερικανικός φίλος", Βίμ Βέντερς, 1977. 

 Γιατί το καλοκαίρι διαβάζουμε κυρίως αστυνομικά μυθιστορήματα; Γιατί γενικώς μας γοητεύουν οι περίπλοκες αστυνομικές ιστορίες, τα θρίλερ, οι εξιχνιάσεις μυστηρίων ή οι αφηγήσεις εγκλημάτων που μένουν ανεξιχνίαστα και ατιμώρητα; Γιατί μας συγκινεί η παρατηρητικότητα του Ηρακλή Πουαρό, η ηθική ακαμψία του Φίλιπ Μάρλοου, αλλά και ο ψυχωτικός αμοραλισμός του Τομ Ρίπλεϊ; Με ποια πλευρά είμαστε κάθε φορά; Γιατί άλλοτε μας συναρπάζει το έγκλημα και άλλοτε η τιμωρία του;

Κανείς δεν κάθεται σ’ έναν καλοκαιρινό ίσκιο ή στο σπίτι για μεσημεριάτικη σιέστα μ’ ένα βιβλίο στο χέρι έχοντας απαντήσει σε αυτά ή παρόμοια ερωτήματα. Απλώς, παίρνει μια παλιά Αγκαθα Κρίστι, έναν Τσέιζ, έναν Χάμετ, έναν Τσάντλερ, μια Χάισμιθ, ή έναν καινούργιο Νέσμπο, μια Λάκμπεργκ, κάποιον από τους Σκανδιναβούς, τους Γάλλους ή τους Ελληνες λογοτέχνες που εξελίσσουν το είδος με ή χωρίς πρόθεση, με μοναδική επιδίωξη να μπει στην ατμόσφαιρα του μυστηρίου, του παράδοξου, του απροσδόκητου, του «δεν είναι αυτό που φαίνεται». Δηλαδή, να νιώσει στη διάρκεια της ανάγνωσης την επίδραση των αυξομειούμενων ποσοτήτων αδρεναλίνης που εκκρίνονται στο σώμα ενώ κάποιος απειλείται ή διασώζεται από έναν θανάσιμο κίνδυνο.

Ωστόσο, πέραν του ψυχαγωγικού του πράγματος, υπάρχει μια βαθύτερη σχέση μας με τις αναπαραστάσεις του εγκλήματος, που ξεκινά από την ίδια τη συγκρότηση των κοινωνιών, των «πολιτειών» και των κανόνων τους. Στον πυρήνα των οποίων βρίσκονται οι απαγορεύσεις, δηλαδή το τι ορίζεται ως έγκλημα. Στα ποινικά δίκαια του κατά συνθήκη πολιτισμένου κόσμου ο ορισμός του εγκλήματος είναι εξοργιστικά απλός: «Εγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στον δράστη της, η οποία τιμωρείται από τον νόμο», λέει το σχετικό άρθρο του Ποινικού Κώδικα. Ναι, αλλά ποιος αποφασίζει ποια πράξη είναι άδικη και ποια όχι; Αρα, πώς είμαστε σίγουροι ότι μια πράξη είναι έγκλημα και ο αυτουργός της είναι εγκληματίας;

Η πρωταρχική αμφιβολία γι’ αυτά τα ερωτήματα είναι το ίδιο παλιά με το προπατορικό αμάρτημα, την παραβίαση ενός κανόνα που δεν τον όρισε η κατά Βίβλο πρώτη, πυρηνική κοινωνία των πρωτοπλάστων, αλλά μια εξωγενής δύναμη: ο θεός τους, έστω κι αν ήταν ο δημιουργός τους. Αν το δίκαιο ήταν η ολική άγνοια και το έγκλημα ήταν η γνώση, αν η ανταμοιβή για την τήρηση του κανόνα ήταν η καταναλωτική αμεριμνησία στον παράδεισο και η τιμωρία η ίδια η ανθρώπινη φύση όπως την ξέρουμε σήμερα, τότε πρέπει να ευγνωμονούμε την πρώτη εγκληματία στη βιβλική ιστορία της ανθρωπότητας, την Εύα και τον συνεργό της Αδάμ. Διότι ακόμη και κατά τον βιβλικό μύθο, που παρουσιάζει την επίγεια ζωή περίπου σαν τιμωρία, το ανθρώπινο είδος έκανε όλα τα παραγωγικά και τεχνολογικά άλματά του χάρη σε αυτό το πρώτο και τα άλλα πρωταρχικά εγκλήματα.

Η ταλάντευσή μας ανάμεσα στους εγκληματίες και τους διώκτες τους, στο έγκλημα και στην τιμωρία του, η αμφιβολία μας μεταξύ του αδικημένου Κάιν και του ευνοημένου Αβελ, η σαφής συμπάθειά μας στους Μπόνι και Κλάιντ, η προσπάθεια του Τρούμαν Καπότε να κατανοήσει τους δολοφόνους τού «Εν Ψυχρώ», το «μικροσκόπιο» της Χάισμιθ στην εγκληματική ιδιοσυγκρασία του Ρίπλεϊ ή του Ευριπίδη πάνω στα κίνητρα της παιδοκτόνου Μήδειας, εν ολίγοις όλα αυτά τα οποία από την εποχή του Μωυσή και των αρχαίων τραγικών μέχρι τον Στίβεν Κινγκ ή τον Τζο Νέσμπο τροφοδοτούν μικρές και μεγάλες σκοτεινές αφηγήσεις, έχουν στον πυρήνα τους τη θεμελιώδη αμφιβολία: μήπως η διαχωριστική γραμμή δικαίου και αδίκου έχει χαραχτεί λάθος και από τους λάθος ανθρώπους; Τι θα γινόταν αν, για παράδειγμα, είχε υιοθετηθεί ο «κανόνας» του Προυντόν πως «η ιδιοκτησία είναι κλοπή»; Προφανώς, σχεδόν όλοι θα ήμασταν εγκληματίες. Και τι θα γινόταν αν η επαναστατική γαλλική Εθνοσυνέλευση είχε υιοθετήσει την πρόταση του Ντε Σαντ να αποποινικοποιηθεί η κλοπή ως μια αποτελεσματική μορφή της αναγκαίας αναδιανομής πλούτου υπέρ των φτωχών;

Διαβάζουμε, λοιπόν, αστυνομικά μυθιστορήματα γιατί ποθούμε την απόδοση δικαιοσύνης, τελικά γιατί μας πνίγει το δίκιο, χωρίς να είμαστε βέβαιοι σε ποια πλευρά είναι, ποιος το έχει κάθε φορά. Το έγκλημα είναι η απόκλιση από τον κανόνα, αλλά όταν ο κανόνας είναι προβληματικός και ακόμη πιο προβληματικό είναι το καθεστώς που επέβαλε τον κανόνα, σχεδόν αυτονόητα παίρνουμε την πλευρά του «εγκληματία», έστω κι αν από φόβο δεν πρόκειται να γίνουμε ποτέ κάτι παραπάνω από κρυφοί θαυμαστές του.

Ξέρουμε πως η θέσμιση ενός εγκλήματος και της ποινής που του αναλογεί δεν σημαίνει απαραίτητα αποκατάσταση δικαίου, αλλά νομιμοποίηση ήδη συντελεσμένων εγκλημάτων. Πάρτε το κατά συνθήκη πιο αθώο παράδειγμα της περιόδου: τη νέα νομοθεσία για την παράνομη κατάληψη παραλίας από τους επιχειρηματίες της ομπρελοξαπλώστρας και του μπιτσόμπαρου, που διαφημίζει καταιγιστικά το ΥΠΟΙΚ με την καμπάνια «Επ-app»! Η μαζική, μακρόχρονη και προσοδοφόρα καταπάτηση του δημόσιου χώρου καθαγιάζεται μέσα από την παραχώρηση μιας μικρής και καθυστερημένης ελευθερίας των πολιτών να καταγγέλλουν υπερβάσεις ορίων. Κι όλα καλώς καμωμένα. Ετσι, ακόμη και μια δημοκρατικά εκλεγμένη Βουλή μπορεί να παράγει μαζικά εγκλήματα. Μια δημοκρατία, επίσης, μπορεί να συγκαλύπτει εγκλήματα. Μια δικτατορία μπορεί να είναι ολόκληρη ένα έγκλημα, που όμως έχει παραγάγει «δίκαιο» κι έχει απονείμει «δικαιοσύνη».

Ο Μπρεχτ έχει συμπυκνώσει αυτή την αντίφαση στην περίφημη φράση από την Οπερα της Πεντάρας: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας;». Το υπονοούμενο είναι πως το μείζον έγκλημα, η εκχώρηση στο πιστωτικό σύστημα του «δικαιώματος» να παράγει απεριόριστα χρήματα από χρήματα των άλλων, εξαφανίστηκε πίσω από το μικρό έγκλημα, που στο μεταξύ παρήγαγε, τη ληστεία ενός μικρού μικρού μέρους αυτών των χρημάτων.

Με τον κίνδυνο να αδικήσουμε και τους πολλούς καλούς κανόνες που μας έχουν ως είδος σώσει από τον κανιβαλισμό, θα μπορούσαμε να παραφράσουμε τον Μπρεχτ ως εξής: «Τι είναι η τέλεση ενός εγκλήματος μπροστά στη θέσπιση του ποινικού νόμου που το τιμωρεί;».

Κι ύστερα να παρασυρθούμε από την κρυφή γοητεία του εγκλήματος. Προς το παρόν, ως αναγνώστες, βεβαίως.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

«Ενας φιλόσοφος παράγει ιδέες, ένας ποιητής ποιήματα, ένας παπάς κηρύγματα και εξομολογήσεις, ένας καθηγητής θεωρίες και αναμασημένες στερεότυπες γνώσεις, ένας δημοσιογράφος ειδήσεις (συχνά κατασκευασμένες), ένας σχολιαστής κατευθυνόμενη γνώμη και ούτω καθεξής. Ενας εγκληματίας παράγει εγκλήματα. Μια εγκληματική οργάνωση, που συγκροτείται από τρεις εγκληματίες και πάνω, παράγει προσχεδιασμένα εγκλήματα σε μεγάλη κλίμακα, προκειμένου να ικανοποιήσει τη ζήτηση παράνομων αγαθών και υπηρεσιών. Για τον σκοπό αυτόν εφαρμόζει ωμή βία ή άλλα κατάλληλα προς εκφοβισμό μέσα, ενεργώντας μέσω επιρροών που διαθέτει, σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο, στο πολιτικό σύστημα, στη δημόσια διοίκηση, στη δικαιοσύνη, στην οικονομία, στα ΜΜΕ.

Αν καταπιαστούμε ενδελεχώς με τη συνάρτηση του εγκληματικού κλάδου παραγωγής με το σύνολο της κοινωνίας, θα απαλλαχτούμε από πολλές προκαταλήψεις. Ο εγκληματίας και οι εγκληματικές οργανώσεις δεν παράγουν μόνο εγκλήματα και εγκληματικές θέσεις εργασίας. Παράγουν και πλούτο που ξεπλένεται και ενσωματώνεται στη νόμιμη οικονομική δραστηριότητα και, επομένως, δημιουργεί νέες, καθ’ όλα νόμιμες θέσεις εργασίας».


Ιερώνυμος Λύκαρης, «Ακου πτώμα να μαθαίνεις» 

(Η συμβολή του οργανωμένου εγκλήματος στην ανάπτυξη του πλούτου των εθνών: περιορισμένη παραλλαγή της γνωστής «Παρέκβασης (για την παραγωγική εργασία)», που συμπεριέλαβε ο Μαρξ στο πρώτο μέρος των Θεωριών για την Υπεραξία και αποτελεί στοιχείο της πλοκής του μυθιστορήματος). 



Saturday, August 3, 2024

Η χαμένη λαχτάρα του Αυγούστου

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 3-4/8/2024

Νάτες όλες λάμπουν από τη λαχτάρα του Αυγούστου, στα νάιντις.
(Από την ταινία του Π. Βούλγαρη, "Ησυχες μέρες του Αυγούστου).


Είναι θέμα ηλικίας; Είναι θέμα συγκυρίας; Μήπως είναι θέμα Μητσοτάκη; Ε, όχι, μην τα ρίχνουμε κι όλα πάνω του, στο κάτω κάτω, βρίσκει και τα κάνει, δεν συναντά και καμιά αντίσταση, καμιά αντίδραση. Αντιπολίτευση δεν έχει, τι να λέμε τώρα, κι αυτή διακοπές θα πάει, θα σκορπίσει σε νησιά, κάμπους και κορφούλες, κι όταν επιστρέψει από Σεπτέμβρη θα αφοσιωθεί στις αγαπημένες της ομφαλοσκοπήσεις, έκαστον κόμμα προσηλωμένο στον δικό του αφαλό, κι αφήστε τον Μητσοτάκη να μας αφαλοκόβει όλους αδάπανα κι ειρηνικά. Είχαμε και μια κρυφή προσδοκία μήπως η κοινωνική αντιπολίτευση κάνει όσα αδυνατεί η πολιτική, αλλά ας μην κοροϊδευόμαστε, στην κοινωνία επικρατεί μια ιδιότυπη καταστολή, μια ανεξήγητη κατατονία. Ο θρίαμβος του Μητσοτάκη και του μηχανισμού που μας κυβερνά είναι ότι μετέτρεψαν σε σιωπή την απελπισία και τον θυμό των κοινωνικών στρωμάτων που αληθινά υποφέρουν ή δεν περνάνε καθόλου καλά στην αναπτυξιακή φούσκα του Μαξίμου. Η μεγαλύτερη επιτυχία του Μητσοτάκη είναι ότι ακούγονται μόνο οι κερδισμένοι και αισιόδοξοι. Οι χαμένοι κι απαισιόδοξοι λες κι έχουν βουβαθεί.

Αλλά αλλού το πήγαινα. Αναρωτιέμαι λοιπόν: είναι θέμα ηλικίας ή συγκυρίας (πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής) ότι έχει χαθεί η λαχτάρα του Αυγούστου; Εντάξει, κάποιοι μπορεί να τη νιώθουν ακόμη αυτή τη λαχτάρα, τα παιδιά σίγουρα, αν είναι από τα τυχερά που οι γονείς τους ανήκουν στο «ευνοημένο» 50% που θα κάνει έστω και μια βδομάδα διακοπές, ή αν έχουν ένα χωριό, ένα νησί με γιαγιάδες, παππούδες, θείες, θείους και ξαδέλφια να εκτονώσουν όλη τη σωρευμένη ένταση των μηνών εγκλεισμού στις πόλεις και στα σπιρτόκουτα εντοιχισμένης επιβίωσης. Ποιοι άλλοι κρατάνε λίγη από αυτή τη λαχτάρα του θέρους και ειδικά του Αυγούστου; Προφανώς οι 18χρονες/οι που θα επιβραβεύσουν με ολίγες Κυκλάδες την επιτυχία εισαγωγής τους σε κάποιο ΑΕΙ, οι φοιτητές που αντέχουν ακόμη έναν μικρό γύρο νησιών, οι αρχάριοι σεζονάδες που δεν έχουν ακόμη «καεί» σερβίροντας και εξυπηρετώντας τουρίστες 12 ώρες τη μέρα. Και από τους μεγαλύτερους, όσοι έχουν φτιαγμένη «κατάσταση» (ένα εξοχικό, ένα ανακαινισμένο πατρικό με τη θάλασσα σε ανεκτή απόσταση) κι όσοι έχουν καβάτζα τουλάχιστον δύο μισθούς τον χρόνο για να χρηματοδοτήσουν ένα δεκαήμερο διακοπών. Πόσοι είναι αυτοί; Νομίζω ότι το 55%, όπως μετρήθηκε σε έρευνα, που δηλώνει ότι δεν θα κάνει καθόλου διακοπές φέτος είναι εντελώς ρεαλιστικό, μην πω και μετριοπαθές.

Οι μεσήλικες και κάτι παραπάνω, ας πούμε η γενιά της μεταπολίτευσης, ίσως έχουμε τη δυνατότητα ενός απολογισμού για την εξέλιξη της τελετουργίας των καλοκαιρινών διακοπών και της χαμένης λαχτάρας του Αυγούστου. Οι διακοπές, άλλωστε, στην Ελλάδα είναι ξεκάθαρα υπόθεση των τελευταίων πενήντα ή εξήντα ετών, πριν από τη δεκαετία του ’70 οι θερινές διακοπές αφορούσαν μια απειροελάχιστη ελίτ και η τουριστική «βιομηχανία», παρά τη νησιωτικότητα της χώρας, ήταν υποτυπώδης. Χρειάστηκε να ολοκληρωθούν η μετανάστευση του χωριού στην πόλη, η μαζική αστικοποίηση του αγροτικού πληθυσμού και η δύσκολη προσαρμογή του, για να γίνει ανάγκη, προϊόν και υπηρεσία η ακριβώς αντίστροφη τάση: η ολιγοήμερη καλοκαιρινή φυγή από την πόλη στο χωριό. Κι όπου δεν υπήρχε «χωριό», πατρώο έδαφος και πατρικό εξοχικό, ο νόστος του Αυγούστου αφορούσε κάθε προορισμό. Στην αρχή αποκλειστικά εντός Ελλάδας, αργότερα στον κόσμο ολόκληρο.

Στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, παιδί του Δημοτικού ακόμη, μετρούσα τις μέρες μέχρι να τελειώσει ο Ιούλης, να τρέξουν και λίγες του Αυγούστου, μέχρι να παραδώσει η μάνα μου τα τελευταία ρούχα στις πελάτισσές της, να μπούμε επιτέλους στο λεωφορείο ή στο «αγοραίο» που θα μας μετέφερε στο χωριό, παραθαλάσσιο της Αργολίδας, γι’ αυτή την καθημερινή αυγουστιάτικη τελετουργία: δεκαπέντε λεπτά περπάτημα ώς τη θάλασσα, με στάσεις στα περιβόλια, επιδρομές σε συκιές και καρυδιές, βουτιές σε στέρνες, ατέλειωτες ώρες στη θάλασσα, επιστροφή στο σπίτι, μπάνιο με το λάστιχο ή στη σκάφη, φαΐ στα όρθια, ντύσιμο, έξοδος στην πλατεία, παιχνίδι, γραντζουνισμένα γόνατα, σουβλάκι, επιστροφή, ύπνο βαθύ στρωματσάδα. Απόλαυση με κάθε κύτταρο.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 άρχισε η μεγάλη περιπλάνηση στην άγνωστη Ελλάδα, μια Μύκονος απίθανη ήταν η πρώτη τολμηρή έξοδος, κι έπειτα Αγκίστρι, Πόρος, Κυκλάδες, Δωδεκάνησα, η εγχώρια γεωγραφία της απόλαυσης δεν είχε μπάτζετ. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 η απόλαυση και λαχτάρα του Αυγούστου απέκτησε μπάτζετ, συχνά ενισχυόμενο από διακοποδάνεια ή καταναλωτικά δάνεια γενικώς, αλλά εμβολιάστηκε (ή δηλητηριάστηκε) με κριτήρια «ποιότητας» που περιόριζε την ποσότητα. Η τουριστική βιομηχανία επέβαλε έναν ανταγωνισμό χλιδής και ιδιωτικότητας, την ίδια ώρα που στο πόπολο άρχισε να συστήνεται το «ολ ινκλούσιβ», φάγετε, πίετε, τούτο γαρ εστί το σώμα και το αίμα μου, μέχρι σκασμού. Στα τέλη της δεκαετίας του 2000, η λαχτάρα του Αυγούστου είχε αναβαθμιστεί εντός συνόρων σε συνθετικά πρότζεκτ ανακάλυψης μη δημοφιλών προορισμών και ψαγμένου, εναλλακτικού τουρισμού και εκτός συνόρων σε τουρισμό πολιτισμικής εμπειρίας. Στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, εκτός του ότι χρεοκόπησε η χώρα, πτώχευσε και η λαχτάρα του Αυγούστου. Από το 2012 και μετά θυμάμαι τον εαυτό μου με το που αρχίζει να σκάει το καλοκαίρι και ο τζίτζικας με ένα μάγκωμα στην καρδιά και στην τσέπη. «Θα πάμε πουθενά φέτος;». Η ερώτηση άρχισε να πέφτει κατά τα τέλη Μαΐου και έμενε αναπάντητη μέχρι τα τέλη Ιουλίου, αρχές Αυγούστου. Η μεγάλη περιπλάνηση στα ελληνικά αρχιπελάγη είχε πάρει τέλος, πολύ περισσότερο στα άλλα αρχιπελάγη και στις ενδοχώρες του κόσμου. Η λαχτάρα του Αυγούστου έχει δώσει τη θέση της στο άγχος του Αυγούστου, «τι ωραία που είναι η Αθήνα τον Αύγουστο!», αλλά σιγά μην είναι ωραία η Αθήνα τον Αύγουστο, ένα τσιμεντένιο καμίνι είναι, η νοσταλγία της άδειας πρωτεύουσας είναι απομεινάρι της δεκαετίας του ’90 (τι θαυμάσια η ταινία του Βούλγαρη!).

Πού ακριβώς έχει χαθεί η λαχτάρα του Αυγούστου, στα χρόνια που πέρασαν ή στο χρήμα που δεν υπάρχει για να συνεχιστεί η θερινή περιπλάνηση; Αν τουλάχιστον, ελλείψει του δεύτερου, είχαμε τη δυνατότητα να αποταμιεύουμε λίγο από τα πρώτα, τα χρόνια ζωής και έντασης, ίσως κάτι να σωζόταν από αυτή τη λαχτάρα. Αλλά δεν αποταμιεύεται η ένταση...



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Εν μέρει καλά τα λέει ο μύθος.
Επρεπε να λογικευτούν λίγο τα τζιτζίκια
να βάζουν στη μπάντα μισό τραγούδι για το κρύο
να εξοικονομούν ολίγη της ύπαρξής τους ασωτεία.

Εξω απ’ το χορό καλά τα λέει ο μύθος.
Πώς αλλιώς να κάνουν τα τζιτζίκια.
Δεν αποταμιεύεται η ένταση.
Δεν θα 'θελε κι αυτή να ζει περισσότερο;
Ομως δεν αποταμιεύεται.
Μια μέρα να τη φυλάξεις χαλάει.
Κική Δημουλά, «Υπέρ ασωτείας» (Συλλογή «Χαίρε ποτέ», 1988)

Sunday, July 28, 2024

Η μεταπολίτευσή μου

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 27-28/7/2024



Τι σημασία έχουν τα μηδενικά στις χρονολογίες; Γιατί οι στρογγυλές επέτειοι είναι σημαντικότερες από τις άλλες; Γιατί τα 202 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση είναι πιο αδιάφορα από τα 200; Γιατί οι εξηντάρηδες και βάλε θα πρέπει να ζήσουν τουλάχιστον άλλα 50 χρόνια για να γιορτάσουν μια βαρβάτη στρογγυλή επέτειο, τα 250 χρόνια ή τα 300, πράγμα αδύνατο; Κι επομένως, γιατί ήταν τόσο σημαντική η 50ή επέτειος της μεταπολίτευσης; Ησσονος σημασίας απορία: Γιατί ο χρόνος στο ανθρώπινο μυαλό κυλάει καλύτερα σε δεκάδες, πενηντάδες ή εκατοντάδες;

 

Οποια κι αν είναι η εξήγηση, για κάποιους αυτός ο μισός αιώνας είχε μια βαρύτητα. Οπωσδήποτε για τους εξήντα πλας, το 25% του πληθυσμού της χώρας, αφού ακόμη κι ένας δεκάχρονος του 1974 έχει κάποια αμυδρή μνήμη από εκείνον τον φοβερό Ιούλιο κι όσα ακολούθησαν. Οχι, ο Πορτοκάλογλου δεν έχει δίκιο. Αν κι έχει γράψει το πιο εμβληματικό τραγούδι για τη γενιά -«της μεταπολίτευσης καημένη γενιά, άχρωμα όλα και λειψά…»-, αυτή η γενιά έχει στην πραγματικότητα ζήσει μια πολύχρωμη και γεμάτη εντάσεις εποχή. 


Δεν ήταν ακριβώς και «τα καλύτερά μας χρόνια», ή μπορεί να ήταν γιατί ήμασταν έφηβοι, νέοι, με την προσδοκία ενός μέλλοντος λαμπερού και ανατρεπτικού. Ολα άλλαζαν γύρω μας και εντός μας. Και η αλλαγή ήταν τεράστια, σχεδόν σωματική. Κατά κάποιο τρόπο, ενώ με τη μεταπολίτευση εννοούμε την πολιτική μεταβολή από τη δικτατορία στη δημοκρατία, ο καθένας μας έζησε μια μεταπολίτευση Ι.Χ. Εκανε ένα άλμα από τη σιωπή και την ιδιώτευση στην παρρησία και στον δημόσιο χώρο, στην αγορά του δήμου, όπου κι αν ήταν αυτή: στη στάση ενός λεωφορείου, στο περίπτερο με τις κρεμασμένες εφημερίδες, στο τραπέζι με τους ετερόκλητους συγγενείς, στη σχολική αίθουσα, στο αμφιθέατρο, στο γραφείο, στο εργοστάσιο, στο καφενείο του χωριού. Ξαφνικά, η πολιτική έγινε σημαντική για όλους, ο καθένας έμπαινε στο δίλημμα να πάρει θέση, να επιλέξει «στρατόπεδο», να ενταχθεί, να μιλήσει, να τσακωθεί, ακόμη και να πλακωθεί. 


Η δική μου μεταπολίτευση έχει τα κοινότοπα υλικά που έχει η μεταπολίτευση των περισσοτέρων: το αφυπνιστικό σοκ του Νοέμβρη του 1973, τα παράνομα διαβάσματα της εφηβείας, την αποκάλυψη του διχασμού στο ευρύτερο σόι, τον μπαμπά να ανασύρει από τα βάθη ενός συρταριού την καρφίτσα με τη φάτσα του Καραμανλή, τη μαμά να αποκαλύπτει δειλά την πολιτική ταυτότητα του δικού της μπαμπά, τη συμμετοχή σχεδόν σε όλες τις προεκλογικές συγκεντρώσεις των πρώτων εκλογών, «ενωμένη Αριστερά, η Ελλάδα πάει μπροστά», ή «στις 18 σοσιαλισμό», ένα κασετόφωνο στο οποίο πρωτάκουσα τα «Τραγούδια του αγώνα», διάβασμα σε βαθμό ολικής σύγχυσης, από Μαρξ μέχρι Μαρκούζε, από Νίτσε μέχρι Φρομ, από Μαντέλ μέχρι Γκαλμπρέιθ. Και σινεμά, πολύ σινεμά, μέχρι τελικής πτώσεως, από Αϊζενστάιν μέχρι Μπουνιουέλ, από Φελίνι μέχρι Αγγελόπουλο. Και διάβασμα για το σινεμά, μέγας ανταγωνισμός για τους καλύτερους κριτικούς, η κριτική ήταν σοβαρή υπόθεση, τα προγράμματα κινηματογράφων θύμιζαν ιδεολογικές μπροσούρες. Η μεταπολίτευσή μου έχει Μίκη και Μάνο, μεγάλες ανοιχτές συναυλίες, έχει Τρίτο Πρόγραμμα, ερασιτεχνικούς σταθμούς, μπουάτ στην τελευταία τους αναλαμπή, μεταχρονολογημένη γνωριμία με αστερισμούς του ροκ. 

Η δική μου μεταπολίτευση ήταν η αποκάλυψη ενός κόσμου που δεν ξέραμε ότι υπήρχε, μια ετεροχρονισμένη εισαγωγή της «μεγάλης έκρηξης» των σίξτις, λέξεις και έννοιες καινούργιες που ενσωματώναμε στραμπουλιγμένες ή παρερμηνευμένες στους καθημερινούς διαλόγους, μια καινούργια γλώσσα, μια νέα ορθογραφία, με καταλήξεις και τονισμούς που κατέλυαν την επίσημη, καθεστωτική γλώσσα, με πολλούς «ισμούς» και πολλά αρχικά, δεκάδες, εκατοντάδες αρχικά πίσω από τα οποία δεν υπήρχαν μόνο ναρκισσισμοί ελάχιστης διαφοράς, αλλά και η διάθεση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων να εκφραστούν και να δράσουν συλλογικά. 

Η δική μου μεταπολίτευση έχει μαθητικές και φοιτητικές παρατάξεις, έχει πολιτική νεολαία, κόμμα, φεστιβάλ, συνελεύσεις, έχει καταλήψεις, τεράστιες συγκρούσεις για την ηγεμονία, αλλά έχει και αμηχανία και αμφιβολία, «είναι σωστή η γραμμή;», έχει διαγραφές, διασπάσεις, αποχωρήσεις, επανασυνδέσεις. Η μεταπολίτευσή μου είχε αφοσίωση και κομματικό πατριωτισμό, αλλά και διαψεύσεις, πολιτική μοναξιά, ατελέσφορη περιπλάνηση. Είχε αναζήτηση ταυτότητας, όχι μόνο πολιτικής, αλλά και κοινωνικής, «τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω, και τι δεν θέλω να γίνω», θα ακολουθήσω τον ταξικό μου προορισμό ή θα συγκρουστώ με την ίδια την τάξη μου; Η δική μου μεταπολίτευση, θέλω να πω, όπως και η μεταπολίτευση των πολλών και των από κάτω, έβαλε ξαφνικά ένα συλλογικό φίλτρο στις κατά τα λοιπά απολύτως ατομικές επιλογές. Το τι είδους μηχανικός, τι είδους δικηγόρος, τι είδους γιατρός, χημικός, δημοσιογράφος, τεχνικός, εξειδικευμένος εργάτης ήθελε να γίνει κάποιος, για πολλά χρόνια συνδεόταν με το «αντιεπαγγελματικό» δίλημμα: «και με ποια πλευρά θα είμαι;». Οσο κι αν φαίνεται αδιανόητο σήμερα με όρους πιάτσας, οι απαντήσεις που δόθηκαν σε αυτό το δίλημμα, άλλους τους εκτόξευσαν στην κορυφή της εξουσίας και της οικονομικής ισχύος κι άλλους τους κράτησαν στον πάτο ή, στην καλύτερη περίπτωση, τους ανέδειξαν σε «υπηρέτες δημοσίου συμφέροντος», έστω κι αν αυτό δηλητηριαζόταν συχνά από τοξικές δόσεις ιδιοτέλειας. 

Οπως είναι προφανές η μεταπολίτευσή μου δεν έχει τίποτα ιδιαίτερο. Είναι φτιαγμένη με τα υλικά της μεταπολίτευσης των περισσοτέρων, σε διαφορετικές δόσεις και αναλογίες. Αλλά αυτό που την κάνει σημαντική είναι κυρίως ότι κάθε μας επιλογή, η πιο εύστοχη και η πιο βλακώδης, η πιο επιτυχημένη και η πιο αποτυχημένη, γινόταν με τη συλλογική αίσθηση ως άτομα και ως ομάδες ότι συμμετέχουμε στην Ιστορία, έχουμε τη φιλοδοξία να επιδράσουμε στην εξέλιξή της. Η όποια κοινωνική, πολιτική και οικονομική αλλαγή ήταν αδιανόητη χωρίς εμάς, χωρίς τα κόμματά μας, τις νεολαίες μας, τους συλλόγους μας, τις διαδηλώσεις μας, τις συγκρούσεις μας, τις ιδέες μας, τα τραγούδια μας, τις συναυλίες μας, τα σινεμά, τα θέατρά μας, τα φεστιβάλ μας, τις απεργίες μας, τα συνδικάτα μας, τις παρατάξεις μας, τις διαφωνίες μας. Είχε έναν βαθμό ψευδαίσθησης αυτό, αλλά ήταν και σε μεγάλο βαθμό απτό, υλικό.

Τώρα, οι οικονομικοί, πολιτικοί και κοινωνικοί μετασχηματισμοί γίνονται ερήμην μας. Από δυνάμεις που φαίνεται αδύνατο να ελέγξουμε. Και, κυρίως, κανείς δεν φαίνεται να έχει διάθεση να τις φρενάρει. Κι αυτό είναι το πιο τρομακτικό. Ζούμε άραγε μια απο-πολίτευση;



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 


Σε είχα δει και σένα σαν τ’ άλλα φοιτητάκια

αντάρτες της πορδής με τα λεφτά του μπαμπά

μίζερα όλα και λειψά, γι’ αυτό σου λέω


Πίσω μου άθλια σχολεία

κοπάνες και πορνό, αποβολές για μαλλιά

γκόμενες και κόμμα, ραντεβού στην πλατεία

τα ξέρεις όλα αυτά


Χούντα δε θυμάμαι μα ούτε ελευθερία

της μεταπολίτευσης καημένη γενιά

άχρωμα όλα και λειψά, γι’ αυτό σου λέω


Υπάρχει λόγος σοβαρός που ήμουν νέος χλιαρός

αυτά μου τύχαν δυστυχώς, μα δεν τα κρύβω ευτυχώς

και να ένας λόγος σοβαρός που είμαι ωραίος


Τώρα τα τραγούδια μας τούς πέφτουνε λίγα

και κάτω απ’ τα μουστάκια τους γελάν οι παλιοί

έχουν βλέπεις πίσω τους τη λάμψη του εξήντα

καθάρισαν αυτοί


Φατμέ, Νίκος Πορτοκάλογλου, «Υπάρχει λόγος» (Ρίσκο, 1985)