ΕΦΣΥΝ, 30/11/2019
Τα τετριμμένα απροσδόκητα της ζωής διαδέχονται το ένα το άλλο και σ’
αυτήν την ταινία του Λόουτς, όπως στις περισσότερες με τις οποίες
συνθέτει την κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία του 21ου αιώνα.
Στην προηγούμενη ταινία του, τη βραβευμένη στις Κάνες «Εγώ, ο Ντάνιελ
Μπλέικ», ο πρωταγωνιστής προδόθηκε πρώτα από την καρδιά του κι έπειτα
από ένα σχιζοφρενικό, νεοφιλελεύθερο «κοινωνικό κράτος», που ιατρικά τον
θεωρεί ανίκανο για εργασία, εργασιακά ηλικιωμένο και ανεπαρκή σε
δεξιότητες, ασφαλιστικά χωρίς δικαίωμα συνταξιοδότησης ή επιδόματος
ανεργίας όσο δεν αποδεικνύει ότι εντατικά ψάχνει για δουλειά, πολιτικά
επικίνδυνο επειδή τόλμησε να διαμαρτυρηθεί. Περιδινούμενος στο limbo του
κοινωνικού αποκλεισμού, ο Μπλέικ πεθαίνει στο κατώφλι της δικαίωσης και
μας αποχαιρετά μετά θάνατον με τα αξεπέραστα λόγια: «Δεν είμαι πελάτης,
δεν είμαι αγοραστής, ούτε χρήστης υπηρεσιών. Δεν είμαι ένας εθνικός
αριθμός ασφάλισης, ούτε ένα στίγμα σε μια οθόνη. Δεν δέχομαι ούτε ζητώ
ελεημοσύνη. Είμαι άνθρωπος, όχι σκύλος. Και ως άνθρωπος διεκδικώ τα
δικαιώματά μου και απαιτώ να μου φέρεστε με σεβασμό». Ρισπέκτ, που λέμε
και ελληνιστί.
Αν ο Ντάνιελ Μπλέικ είχε καταφέρει να επιζήσει από την τελετουργία εξόντωσής του από τη νεοφιλελεύθερη γραφειοκρατία, ίσως το σύστημα του έδινε μια δεύτερη ευκαιρία να αποδείξει τη χρησιμότητά του: ως οδηγός ταξί στην Uber, ως διανομέας στην Deliveroo ή ως μεταφορέας σε μία από τις βιομηχανικές, ψηφιακές ή εμπορικές πλατφόρμες που μετασχηματίζουν τον καπιταλισμό των καιρών μας σε κάτι απροσδιόριστο, σχεδόν μη αναγνωρίσιμο: σε έναν καπιταλισμό χωρίς καπιταλιστές, με κεφαλαιοκράτες σχεδόν χωρίς κεφάλαιο, κέρδη χωρίς παραγωγή, παραγωγή αξίας χωρίς εργασία, εργασία χωρίς εργασιακές σχέσεις.
Ο Λόουτς και ο Λάβερτι στην τελευταία τους ταινία συμπληρώνουν το παζλ του κανιβαλικού καπιταλισμού με τα πιο πρόσφατα δεδομένα: ενώ ο Ντάνιελ Μπλέικ πάλευε να απαλλαγεί από την υποχρέωση εργασίας, ο Ρίκι θέλει να απαλλαγεί από τους βάναυσους εργοδότες. Θέλει να κάνει «μια δουλειά μόνος του». Γίνεται, λοιπόν, «συνεργάτης» μιας πλατφόρμας ταχυμεταφορών. Με δικό του βανάκι, που πρέπει να το ξεπληρώνει από όσα βγάζει από την παράδοση των δεμάτων, και με ένα ψηφιακό «γκατζετάκι» στο χέρι που τον επιτηρεί διαρκώς, τον καθοδηγεί στο τι πρέπει να παραδώσει, πού και ποια ώρα, τον χρεώνει με καθυστερήσεις. Σε αυτό το μηχανάκι με το GPS, όσο είναι η παλάμη του, έχει συμπυκνωθεί σχεδόν όλη η παραδοσιακή αλυσίδα παραγωγής: το τμήμα παραγγελιών, ο προϊστάμενος, το λογιστήριο, το τμήμα μισθοδοσίας, το τμήμα παραπόνων, όλα είναι εκεί, σε μια οθόνη κινητού.
Ο Ρίκι δεν είναι εργαζόμενος, δεν έχει σύμβαση εργασίας, δεν έχει ωράριο και δικαιώματα, δεν έχει αφεντικό. Είναι πάροχος υπηρεσιών, όπως και η γυναίκα του, Αμπι, που με συμβόλαιο μηδενικών ωρών σε μια αντίστοιχη πλατφόρμα υπηρεσιών, φροντίζει αναπήρους και ηλικιωμένους στα σπίτια τους. Στη Βρετανία έχει «ουμπεροποιηθεί» ακόμη και το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Στην ταινία, λοιπόν, παρακολουθούμε απλώς την καθημερινή, εξουθενωτική αναμέτρηση με τον χρόνο δύο «κομπάρσων» του απορρυθμισμένου αναρχοκαπιταλισμού, στην προσπάθειά τους να βγάλουν το μεροκάματο, να ανταποκριθούν στις «επιχειρηματικές» –όχι εργασιακές!– υποχρεώσεις τους, να βγάλουν τα έξοδα του σπιτιού, να φροντίσουν τα παιδιά, να κρατήσουν δεμένη την οικογένειά τους. Μοναδική πολυτέλεια της ζωής τους, ένα βράδυ γύρω από το οικογενειακό τραπέζι με ινδικό παραγγελμένο από το ντελίβερι. Αυτό είναι όλο.
Μπορεί να μην είναι η καλύτερη ταινία του Λόουτς –η στήλη δεν κάνει κριτική ταινιών, για να μην παρεξηγούμεθα–, αλλά αυτό που βλέπουμε στη μικροκλίμακά της είναι μια τάση πλανητική. Αντιμετωπίζουμε τη μετάλλαξη ενός καπιταλισμού που σχεδόν ντρέπεται για τον εαυτό του και το απάνθρωπο παρελθόν του. Μασκαρεύεται πίσω από ευφάνταστες νομικές, τεχνολογικές και διοικητικές μορφές που αποκρύπτουν τη ληστρική φύση του. Επιδεικνύει εκπληκτική επινοητικότητα στο να μετασχηματίζει σε μηχανές κερδοσκοπίας ακόμη και εγχειρήματα εναλλακτικά στην εκκίνησή τους, όπως τα δίκτυα βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτων, που από απάντηση στον μαζικό βιομηχανικό τουρισμό εξελίχθηκαν σε φορείς οικιστικού διωγμού των φτωχών. Αλλά, ο καπιταλισμός της πλατφόρμας ξεπερνά τον εαυτό του στο μασκάρεμα της εργασιακής εκμετάλλευσης, στη μεταμόρφωση των εργαζομένων σε «συνεργάτες» ή «αυτοαπασχολούμενους».
Βεβαίως, σε αυτήν την αγωνιώδη προσπάθεια «εξαφάνισης» της εργασίας και εκμετάλλευσης της επιθυμίας των ανθρώπων να απελευθερωθούν από τους καταναγκασμούς της, περιέχεται και μια ομολογία: η δουλειά του Ρίκι Τέρνερ ή του Ντάνιελ Μπλέικ παραμένει αυτό που δίνει υπόσταση στο κεφάλαιο και σε όλες τις οβιδιακές μεταμορφώσεις του.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Μαλόνεϊ: Εχεις βαρεθεί να ’χεις πάντα κάποιον πάνω στην πλάτη σου, έτσι δεν είναι;
Ρίκι: Προτιμώ να δουλεύω μόνος μου πια, να είμαι αφεντικό του εαυτού μου.
Μαλόνεϊ: Ας ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα από την αρχή, εντάξει; Δεν δουλεύεις για μας, δουλεύεις με μας. Δεν οδηγείς για μας, παρέχεις υπηρεσίες. Δεν υπάρχουν συμβάσεις εργασίας, δεν υπάρχουν στόχοι απόδοσης, υπηρετείς τα πρότυπα παράδοσης. Δεν υπάρχουν μισθοί, αλλά αμοιβές... Δεν έχεις ωράρια, είσαι απλώς διαθέσιμος... Θα είσαι αφέντης της μοίρας σου, Ρίκι. Είσαι μέσα;
Ρίκι: Ναι…
Κεν Λόουτς, Πολ Λάβερτι, «Δυστυχώς απουσιάζατε»
Η προβολή της τελευταίας ταινίας του Κεν Λόουτς και του
σεναριογράφου του, Πολ Λάβερτι, «Δυστυχώς απουσιάζατε», βρίσκεται στην
αποδρομή της από τις αίθουσες. Οπότε υποθέτω ότι δεν θα κατηγορηθώ για
«σπόιλερ» –από τον τέως πρόεδρο της εφημερίδας μας Δ.Κ. και άλλους
εραστές της μαγείας του απροσδόκητου. Εξάλλου, στην ταινία δεν συμβαίνει
τίποτα απροσδόκητο. Για την ακρίβεια, συμβαίνουν όλα τα τετριμμένα
απροσδόκητα, όπως συμβαίνουν σε κάθε μέση οικογένεια της Ευρώπης και του
δυτικού ημισφαιρίου εν γένει: ανεξόφλητα δάνεια, καθυστερημένες δόσεις,
απλήρωτοι λογαριασμοί, παιδιά σε ανεξέλεγκτη εφηβεία, καβγάδες,
ατυχήματα, αναποδιές, αρρώστιες. Η κοινοτοπία της ανθρώπινης βασάνου.
Αν ο Ντάνιελ Μπλέικ είχε καταφέρει να επιζήσει από την τελετουργία εξόντωσής του από τη νεοφιλελεύθερη γραφειοκρατία, ίσως το σύστημα του έδινε μια δεύτερη ευκαιρία να αποδείξει τη χρησιμότητά του: ως οδηγός ταξί στην Uber, ως διανομέας στην Deliveroo ή ως μεταφορέας σε μία από τις βιομηχανικές, ψηφιακές ή εμπορικές πλατφόρμες που μετασχηματίζουν τον καπιταλισμό των καιρών μας σε κάτι απροσδιόριστο, σχεδόν μη αναγνωρίσιμο: σε έναν καπιταλισμό χωρίς καπιταλιστές, με κεφαλαιοκράτες σχεδόν χωρίς κεφάλαιο, κέρδη χωρίς παραγωγή, παραγωγή αξίας χωρίς εργασία, εργασία χωρίς εργασιακές σχέσεις.
Ο Λόουτς και ο Λάβερτι στην τελευταία τους ταινία συμπληρώνουν το παζλ του κανιβαλικού καπιταλισμού με τα πιο πρόσφατα δεδομένα: ενώ ο Ντάνιελ Μπλέικ πάλευε να απαλλαγεί από την υποχρέωση εργασίας, ο Ρίκι θέλει να απαλλαγεί από τους βάναυσους εργοδότες. Θέλει να κάνει «μια δουλειά μόνος του». Γίνεται, λοιπόν, «συνεργάτης» μιας πλατφόρμας ταχυμεταφορών. Με δικό του βανάκι, που πρέπει να το ξεπληρώνει από όσα βγάζει από την παράδοση των δεμάτων, και με ένα ψηφιακό «γκατζετάκι» στο χέρι που τον επιτηρεί διαρκώς, τον καθοδηγεί στο τι πρέπει να παραδώσει, πού και ποια ώρα, τον χρεώνει με καθυστερήσεις. Σε αυτό το μηχανάκι με το GPS, όσο είναι η παλάμη του, έχει συμπυκνωθεί σχεδόν όλη η παραδοσιακή αλυσίδα παραγωγής: το τμήμα παραγγελιών, ο προϊστάμενος, το λογιστήριο, το τμήμα μισθοδοσίας, το τμήμα παραπόνων, όλα είναι εκεί, σε μια οθόνη κινητού.
Ο Ρίκι δεν είναι εργαζόμενος, δεν έχει σύμβαση εργασίας, δεν έχει ωράριο και δικαιώματα, δεν έχει αφεντικό. Είναι πάροχος υπηρεσιών, όπως και η γυναίκα του, Αμπι, που με συμβόλαιο μηδενικών ωρών σε μια αντίστοιχη πλατφόρμα υπηρεσιών, φροντίζει αναπήρους και ηλικιωμένους στα σπίτια τους. Στη Βρετανία έχει «ουμπεροποιηθεί» ακόμη και το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Στην ταινία, λοιπόν, παρακολουθούμε απλώς την καθημερινή, εξουθενωτική αναμέτρηση με τον χρόνο δύο «κομπάρσων» του απορρυθμισμένου αναρχοκαπιταλισμού, στην προσπάθειά τους να βγάλουν το μεροκάματο, να ανταποκριθούν στις «επιχειρηματικές» –όχι εργασιακές!– υποχρεώσεις τους, να βγάλουν τα έξοδα του σπιτιού, να φροντίσουν τα παιδιά, να κρατήσουν δεμένη την οικογένειά τους. Μοναδική πολυτέλεια της ζωής τους, ένα βράδυ γύρω από το οικογενειακό τραπέζι με ινδικό παραγγελμένο από το ντελίβερι. Αυτό είναι όλο.
Μπορεί να μην είναι η καλύτερη ταινία του Λόουτς –η στήλη δεν κάνει κριτική ταινιών, για να μην παρεξηγούμεθα–, αλλά αυτό που βλέπουμε στη μικροκλίμακά της είναι μια τάση πλανητική. Αντιμετωπίζουμε τη μετάλλαξη ενός καπιταλισμού που σχεδόν ντρέπεται για τον εαυτό του και το απάνθρωπο παρελθόν του. Μασκαρεύεται πίσω από ευφάνταστες νομικές, τεχνολογικές και διοικητικές μορφές που αποκρύπτουν τη ληστρική φύση του. Επιδεικνύει εκπληκτική επινοητικότητα στο να μετασχηματίζει σε μηχανές κερδοσκοπίας ακόμη και εγχειρήματα εναλλακτικά στην εκκίνησή τους, όπως τα δίκτυα βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτων, που από απάντηση στον μαζικό βιομηχανικό τουρισμό εξελίχθηκαν σε φορείς οικιστικού διωγμού των φτωχών. Αλλά, ο καπιταλισμός της πλατφόρμας ξεπερνά τον εαυτό του στο μασκάρεμα της εργασιακής εκμετάλλευσης, στη μεταμόρφωση των εργαζομένων σε «συνεργάτες» ή «αυτοαπασχολούμενους».
Βεβαίως, σε αυτήν την αγωνιώδη προσπάθεια «εξαφάνισης» της εργασίας και εκμετάλλευσης της επιθυμίας των ανθρώπων να απελευθερωθούν από τους καταναγκασμούς της, περιέχεται και μια ομολογία: η δουλειά του Ρίκι Τέρνερ ή του Ντάνιελ Μπλέικ παραμένει αυτό που δίνει υπόσταση στο κεφάλαιο και σε όλες τις οβιδιακές μεταμορφώσεις του.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Μαλόνεϊ: Εχεις βαρεθεί να ’χεις πάντα κάποιον πάνω στην πλάτη σου, έτσι δεν είναι;
Ρίκι: Προτιμώ να δουλεύω μόνος μου πια, να είμαι αφεντικό του εαυτού μου.
Μαλόνεϊ: Ας ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα από την αρχή, εντάξει; Δεν δουλεύεις για μας, δουλεύεις με μας. Δεν οδηγείς για μας, παρέχεις υπηρεσίες. Δεν υπάρχουν συμβάσεις εργασίας, δεν υπάρχουν στόχοι απόδοσης, υπηρετείς τα πρότυπα παράδοσης. Δεν υπάρχουν μισθοί, αλλά αμοιβές... Δεν έχεις ωράρια, είσαι απλώς διαθέσιμος... Θα είσαι αφέντης της μοίρας σου, Ρίκι. Είσαι μέσα;
Ρίκι: Ναι…
Κεν Λόουτς, Πολ Λάβερτι, «Δυστυχώς απουσιάζατε»