Οι περισσότεροι πολιτικοί ηγέτες φιλοδοξούν να περάσουν στην ιστορία με τις πράξεις τους. Κατά κανόνα, πράξεις που θα αντέξουν στον χρόνο. Και κατά προτίμηση όσο πιο χειροπιαστές. Παράδειγμα, ο Βαβυλώνιος βασιλιάς που θέλησε να περάσει στην ιστορία με το τερατώδες κατασκεύασμά του, τον πύργο της Βαβέλ. Ο πύργος δεν άντεξε, βέβαια, αλλά ο μύθος του αποδείχτηκε αιώνιος.
Άλλων πάλι η φιλοδοξία είναι πιο μετριοπαθής. Τους αρκεί η διάρκεια ζωής ενός αυτοκινήτου -5 έως 10 χρόνια- και προτιμούν να συνδέσουν τ’ όνομά τους μ’ ένα πρόγραμμα απόσυρσης ΙΧ (ο κ. Σουφλιάς, καλή ώρα, αν και υπάρχουν πράξεις του με καλύτερη τύχη στον χρόνο, οι νέοι αυτοκινητόδρομοι, για παράδειγμα, που θα αφανίσουν τα τελευταία ίχνη πρασίνου από την Αττική. Έργο με διάρκεια πολλών δεκαετιών…). Γενικώς, η τάση των ηγετών είναι να συνδέουν το όνομά τους με μεγάλα έργα, μεγάλα στην κυριολεξία, όσο πιο ογκώδη, όσο πιο τερατώδη γίνεται (και όσο πιο ακριβά, παρεμπιπτόντως).
Σπάνια έχουν εμφανιστεί πολιτικοί ηγέτες που η φιλοδοξία τους είναι να περάσουν στην ιστορία με παραλείψεις, αποκαθηλώσεις ή κατεδαφίσεις μικρών, μικρομέγαλων και κολοσσιαίων έργων. Εξαιρώ, βέβαια, τους μεγάλους ολετήρες της ιστορίας, όπως ο Τζένγκις Χαν, που στο πέρασμά τους άφηναν συντρίμμια. Αλλά κι αυτών η περίπτωση επιστρέφει στον κανόνα. Οι περισσότεροι έφτιαξαν τα δικά τους πομπώδη μνημεία από τα σπαράγματα των γκρεμισμένων. Γενικώς, ελάχιστοι ηγέτες μπόρεσαν με ψυχραιμία να αντικρίσουν το ευεργετικό κενό που μπορεί να αφήσει ένα ανυλοποίητο φαραωνικό έργο, μια ματαίωση, μια παράλειψη.
Άκουσα, λοιπόν, με πολύ ενδιαφέρον την (επιμελώς ασαφή) απάντηση του Γ. Παπανδρέου στο ερώτημα τι θα κάνει με την εκτροπή του Αχελώου. Παρ’ ότι δεν έχω καμία προσδοκία ότι τελικώς θα εκτραπεί η εκτροπή, το ρίσκο που εμπεριέχει το ενδεχόμενο -έστω- επανεξέτασης του έργου, του τερατώδους αριστουργήματος όπου θα πνιγεί η συλλογική συνενοχή αρκετών δεκαετιών, έχει μια γοητεία. Ω, μην ανησυχείτε, δεν με παράσυρε και μένα το ρεύμα (του ΠΑΣΟΚ, όχι του Αχελώου). Αλλά έχει οπωσδήποτε ενδιαφέρον ότι ένας υποψήφιος πρωθυπουργός αποτόλμησε να εκτραπεί από τα «εθνικά αυτονόητα». Και η εκτροπή του Αχελώου είναι από τα πιο παράδοξα «αυτονόητα», μια αντιπεριβαλλοντική χίμαιρα στην οποία έχουν εγκλωβιστεί οι μεταπολεμικές γενιές των νεοελλήνων, και μάλιστα σε μια καταθλιπτική ομοφωνία που περιλαμβάνει ακόμη και το «κόμμα της εργατιάς και της φτωχής αγροτιάς».
Η γοητεία αυτής της «εκτροπής» του κ. Παπανδρέου (έστω κι αν δεν αποδειχθεί ειλικρινής τελικά) ενισχύεται από το γεγονός ότι τον φέρνει σε συμβολική ρήξη με τη βαριά του ιστορική κληρονομιά: ήταν, ως γνωστόν, ο πατέρας του που ως πρωθυπουργός τη δεκαετία του ’80 πήρε την πρώτη κυβερνητική απόφαση για την υλοποίηση του έργου, που υπόσχεται με μαθηματική ακρίβεια μια περιβαλλοντική καταστροφή ανυπολόγιστων διαστάσεων όχι σε βάθος αιώνων, αλλά ίσως λίγων μόνον ετών. Επομένως, στην περίπτωση που τα έργα των 580 εκατ. ευρώ που έχουν υλοποιηθεί μέχρι στιγμής διακοπούν και αχρηστευτούν, θα έχουμε ένα γνήσιο δείγμα πολιτικής της εποικοδομητικής παράλειψης.
(Ας ρώταγαν, εξάλλου, τον ίδιο τον Αχελώο πριν τον εκτρέψουν από την πανάρχαια κοίτη του. Το επιχείρημα ότι οι σήραγγες παροχέτευσης του νερού και τα φράγματα είναι έτοιμα και μόλις 280 εκατομμυριάκια και λίγοι μήνες χωρίζουν τους Θεσσαλούς αγρότες από τα πολύτιμα νάματα, δεν αντέχει ιδιαίτερα. Ο Αχελώος χρειάστηκε εκατομμύρια χρόνια για ν’ ανοίξει τα 250 χιλιόμετρα της υδάτινης διαδρομής του και το μοναδικό Κέρας της Αμάλθειας που διέθετε, ως γνωστόν, το έδωσε στον Ηρακλή. Ποιος ο λόγος να ακολουθήσει ο Αχελώος την τύχη της Κάρλας ή του Πηνειού, αυτών των ξερών και ρυπαρών μνημείων της νεοελληνικής αφροσύνης; Η υστεροφημία του Γ. Σουφλιά;)
Έχει ενδιαφέρον, πάντως, ότι η «ατζέντα των παραλείψεων» που αίφνης εισέβαλε στην προεκλογική διαπάλη περιλαμβάνει κι άλλες γκρίζες ζώνες στο πέλαγος του αυτονόητου. Αρκετοί έβγαλαν φλύκταινες στο άκουσμα της ιδέας ότι το βαμβάκι που απομύζησε τον υδροφόρο ορίζοντα του θεσσαλικού κάμπου ίσως πρέπει να το ξεχάσουμε. Έτσι κι αλλιώς θα το «ξεχάσουν» οι κοινοτικές επιδοτήσεις σε 4 χρόνια – και όχι από οικολογική ευαισθησία. Το ότι ξεκληρίζεται η φτωχή ελληνική αγροτιά με ευθύνη των πολιτικών αναδιάρθρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι γεγονός. Αλλά, εξίσου γεγονός είναι ότι η απληστία για τις επιδοτήσεις, που καλλιεργήθηκε στις δεκαετίες της ευρωπαϊκής μας θητείας, εγκλώβισε την αγροτιά σε θνησιγενή προϊόντα, έγινε μέσο συγκέντρωσης της γης και την κατέστησε συνένοχο του εγκλήματος εις βάρος του εαυτού της. Η αγροτιά σφάχτηκε -κυριολεκτικά- με το βαμβάκι της και από παραγωγικό τμήμα της κοινωνίας γλίστρησε (ενδεχομένως μαζί με το βαμβάκι της) σε έναν ανομολόγητο παρασιτισμό εις βάρος άλλων φορολογουμένων. Δεν περιέχει, λοιπόν, κανένα στοιχείο προόδου το να κολακεύεις αυτόν τον παρασιτισμό που εξέθρεψε διαδοχικά την πράσινη ή τη γαλάζια πλημμυρίδα του δικομματισμού, που διαμόρφωσε την επιδοτούμενη ψευδαίσθηση ευμάρειας και δηλητηρίασε ακόμη και το νερό που πίνουμε.
Οι «εκτροπές» από την ορθοδοξία της γραμμικής ανάπτυξης περιλαμβάνουν μερικές ακόμη ενδιαφέρουσες εκπλήξεις. Στα «εθνικά αυτονόητα» περιλαμβάνεται ως γνωστόν και ο πετρελαϊκός αγωγός Μπουργκάς- Αλεξανδρούπολη. Δηλαδή, η διεύρυνση της εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από το εισαγόμενο πετρέλαιο, σε μια περίοδο που η ανθρωπότητα αναζητεί το εναλλακτικό καύσιμο του μέλλοντός της. Οι διαδοχικές κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. έχουν στήσει πολλούς ανδριάντες στους πρωθυπουργούς και υπουργούς που έχουν βάλει την υπογραφή τους στο έργο και έχουν επενδύσει με μια παραπλανητική αντιιμπεριαλιστική, αντιαμερικανική πατίνα την επιλογή, της οποίας τα οφέλη δεν είναι τόσο αυτονόητα όσο φαίνονται. Δεν έχει αποδειχτεί, για παράδειγμα, ποια ακριβώς τμήματα της ελληνικής κοινωνίας θα ωφεληθούν και με ποιον τρόπο, εκτός βεβαίως από τους εργολάβους και υπεργολάβους που καίγονται ν’ αρχίσουν το σκάψιμο. Και δεν έχει αναιρεθεί η βασική ένσταση για την οικολογική πίεση που θα υποστούν τα θαλάσσια και χερσαία οικοσυστήματα τα οποία θα διασχίζει ο αγωγός συνεχούς πετρελαϊκής ροής.
Κι αν οι περιβαλλοντικές αγωνίες για τον Αχελώο και τον αγωγό ηχούν ιδεολογικά άχρωμες και άοσμες (κατά ορισμένους, δε, μαλακίες πολυτελείας σε καιρούς ύφεσης), η επιμελημένη προεκλογική ασάφεια του νεο-ΠΑΣΟΚ προκαλεί κι άλλα ρήγματα. Ρήγματα πιο φορτισμένα ιδεολογικά στο σύμπαν των αυτονόητων, στο οποίο προσαρμοστήκαμε από μωρά, που θα ’λεγε κι ο Κ. Καραμανλής. Θα ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα σύγκρουση του ΠΑΣΟΚ με τον εαυτό του και τη σοσιαλφιλελεύθερη προϊστορία του η επανεξέταση και επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων με τις οποίες εκποιήθηκαν διά μιας ή με δόσεις τα ασημικά, τα χρυσαφικά και τα χαλκώματα της οικογένειας. ΟΤΕ, Ολυμπιακή, λιμάνια… Παρ’ ότι έχει κατασυκοφαντηθεί το κράτος-επιχειρηματίας και αποδεδειγμένα έχει στραγγίξει τους φορολογούμενους, η ανάκτηση του δημοσίου ελέγχου των ΔΕΚΟ που δόθηκαν κοψοχρονιά είναι ένα χρήσιμο ρήγμα στον δογματισμό της αποκρατικοποίησης που δεν απέδωσε ούτε ένα από τα υπεσχημένα οφέλη της: φθηνότερες υπηρεσίες, άρση των μονοπωλιακών καταστάσεων στην οικονομία, καρτέλ, μείωση του κόστους για τους φορολογούμενους.
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, έχει δημιουργηθεί μια καυτή μετεκλογική ατζέντα παραλείψεων, αποκαθηλώσεων, απαρνήσεων, που αποκλίνει, έστω και ελαφρά, από την ευθύγραμμη αντίληψη της μεγέθυνσης, της «προόδου», της σωρευτικής ανάπτυξης. Κι αν, για τα δεδομένα του ΠΑΣΟΚ, η ρεαλιστική πρόβλεψη είναι ότι δεν θα την τηρήσει, και η μη τήρησή της θα είναι η πρώτη του καταγραφή στην «πολιτική των παραλείψεων», για τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας δημιουργείται σταδιακά ένα υπόστρωμα απογαλακτισμού της από τον φιλελευθερισμό και τη λατρεία της ανάπτυξης. Η οποία, έτσι κι αλλιώς, έχει μεταφραστεί σε θλιβερή υπανάπτυξη για την κοινωνική πλειοψηφία του κόσμου της εργασίας. Κατά τα λοιπά, δεν έχω αμφιβολία ότι θα μείνουμε με το Κέρας της Αμάλθειας στο χέρι. Ή στο μέτωπο.
Ιστολόγιο προορισμένο να φιλοξενεί τα κείμενα της στήλης "Ελεύθερος Σκοπευτής", παλιότερα στην Καθημερινή, αργότερα στον Επενδυτή, ύστερα μερικά ορφανά και ξέμπαρκα. Για 4 χρόνια το μπλογκ ήταν κλινικά νεκρό, μαζί με τον διαχειριστή του και τη στήλη. Κάτι συνέβη και ανένηψαν. Από τις 20/7/2019 η στήλη έδωσε σημάδια ζωής στην ΕφΣυν. Γίνονται εντατικές προσπάθειες πλήρους ανάταξης... Το μπλογκ, εν τω μεταξύ, έχει πιάσει αράχνες. Πρέπει να παστρέψω εδώ μέσα. Επιφυλάσσομαι για μικρή ανακαίνιση.
Sunday, September 27, 2009
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (26/9/2009)
Το να επανεξετάσουμε τη χρήση της γης, βάθρο κάθε ανθρώπινης κουλτούρας, θα είναι η συνέπεια της πνευματικής και δομικής επανάστασης. Το πρόβλημα του καταμερισμού του εδάφους τίθεται στον Νότο με τους αγρότες που δεν έχουν γη, αλλά τίθεται και στον Βορρά, κυρίως σε ποιοτικό επίπεδο. Το θέμα είναι να αφαιρεθεί όλο και περισσότερη γη από την παραγωγίστικη γεωργία, από την έγγεια κερδοσκοπία, από τη ρυπαντική κυριαρχία της ασφάλτου και του τσιμέντου, από την ερημοποίηση, και να δοθεί επιπλέον γη στην αγροτική, βιολογική γεωργία, που σέβεται τα οικοσυστήματα. Εξάλλου, αυτό θα συμβάλλει στη λύση του προβλήματος της ανεργίας γιατί θα σταματήσει την έξοδο των αγροτών…
Σερζ Λατούς, «Το στοίχημα της από-ανάπτυξης»
Σερζ Λατούς, «Το στοίχημα της από-ανάπτυξης»
Sunday, September 20, 2009
Άνδρες και γυναίκες που πέφτουν από ψηλά (19/9/2009)
Υπάρχει αυτή η χαρακτηριστική φωτογραφία, ίσως το πιο εμβληματικό ντοκουμέντο της φρίκης της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Με φόντο τους φλεγόμενους δίδυμους πύργους, μια ανθρώπινη φιγούρα, άνδρας, ένα σώμα αποδεσμευμένο ήδη από τη ζωή, διασχίζει ανεξέλεγκτο το κενό, από το ύψος των 40 ή των 50 ορόφων. Κανείς δεν ξέρει ποιος ήταν, αλλά τις συνθήκες της επιλογής του όλοι λίγο-πολύ τις φαντάζονται. Επέλεξε ένα θάνατο ίσως πιο ακαριαίο, πιο ατομικό, μοναχικό, πιθανότατα λιγότερο επώδυνο. Ίσως το άλμα στο κενό να έκρυβε και μια ανόητη ελπίδα, ότι ένα αόρατο χέρι, το χέρι του Θεού, του Superman της παιδικής φαντασίας, θα μεσολαβούσε για μια απαλή προσγείωση στο έδαφος. Ίσως πάλι, το άλμα να μην ήταν ακριβώς μια ελεύθερη επιλογή, να μην περιείχε κανέναν ηρωισμό, αλλά να ήταν το προϊόν της σύγχυσης που προκάλεσε η κόλαση φωτιάς στο εσωτερικό των δίδυμων πύργων.
Διαβολική σύμπτωση. Την περασμένη Παρασκευή, ανήμερα της ογδόης επετείου από την επίθεση στους δίδυμους πύργους, άλλος ένας θάνατος από ψηλά. Υποθέτω ότι δεν είχε κανενός είδους συμβολισμό η επιλογή της εργαζόμενης της France Telecom να θέσει τέλος στη ζωή της από έναν ψηλό όροφο του κτιρίου όπου εργαζόταν. Προφανώς όχι από τον 50ό, ή 40ό όροφο, η εταιρεία δεν διαθέτει ουρανοξύστες εξ όσων ξέρω. Η πτώση έγινε από τον πέμπτο όροφο, πάντως εξασφάλιζε βεβαιότητα θανάτου. Αλλά, οι περιγραφές της είδησης που έκανε τον γύρο του κόσμου και έτυχε μεγάλης προβολής (πιθανότατα λόγω του «εξωτισμού» της) παραπέμπουν σε μια κατάσταση εγκλωβισμού, ανάλογη με αυτή του άνδρα των δίδυμων πύργων. Έτσι τουλάχιστον τη «μετέφρασε» το μυαλό της ιδανικής αυτόχειρος. Η πτώση στο κενό έγινε αφού της είχαν ανακοινώσει την πολλοστή αλλαγή προϊσταμένου. Δεν είναι λόγος, θα πείτε, ν’ αυτοκτονεί κανείς. Οι 23 αυτοκτονίες και οι 13 απόπειρες στην ιδιωτικοποιημένη εταιρεία δεν είναι, βέβαια, η τυπική αντίδραση του μέσου ανθρώπου στις συνθήκες εντατικοποίησης, ανταγωνισμού, ψυχολογικής πίεσης, εκφοβισμού, εργασιακής ανασφάλειας που συνοδεύουν το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, το οποίο μετέτρεψε τους χώρους παραγωγής σε πεδία πολέμου. Η αυτοχειρία συνήθως είναι μια ακραία αντίδραση που αποκαλύπτει μια αδιάγνωστη παθολογία, αντικείμενο ψυχιατρικής παρέμβασης που δεν έγινε εγκαίρως. Αλλά είναι ένα από τα πολλά συμπτώματα μιας ψυχοπαθολογίας της εργασίας, η οποία από πεδίο αυτοπραγμάτωσης του είδους μας μεταλλάσσεται σε χώρο και χρόνο αποξένωσης. Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο, η εργασία έχει εδώ και αιώνες αποκτήσει το διπλό πρόσωπο του Ιανού και για ορισμένους η μια του όψη είναι το ίδιο αποκρουστική όσο και ο θάνατος. Αυτό γίνεται κυριολεξία στα καθ’ ημάς θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα της υπό πώληση Λάρκο, της κρατικής ΔΕΗ ή στις εργολαβίες των δημοσίων έργων, όπου η υγιεινή και η ασφάλεια έχουν μετατραπεί σε σαρκαστικό ανέκδοτο. Αλλά γίνεται κυριολεξία και στην περίπτωση των «επιλεγμένων θανάτων» της France Telecom ή των Ιαπώνων εργαζομένων που με φόντο την ύφεση διπλασίασαν την «επίδοσή» τους στις αυτοχειρίες.
Η κρίση διαχέει σε όλα τα κοινωνικά στρώματα ένα ιδιαίτερο, καταστροφικό ψυχολογικό φορτίο, αντανάκλαση των οικονομικών και παραγωγικών προσδοκιών που ματαιώνονται, διαψεύδονται, καταρρακώνονται. Τις πρώτες μέρες της «Μεγάλης Ύφεσης» του 1929 το μακάβριο ανέκδοτο ήταν ότι «ουρανός έβρεχε χρηματιστές και επενδυτές». Η στατιστική του θανάτου μέτρησε ήδη, και στην παρούσα κρίση, μια αξιοσημείωτη αύξηση των θανάτων, αυτοκτονιών, αλλά και φόνων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τις μικρές και μεγάλες ιστορίες οικονομικής καταστροφής. Μετρά επίσης έναν διπλασιασμό στην κατανάλωση αντικαταθλιπτικών, ενώ οι δημοφιλείς στις ΗΠΑ ψυχοθεραπευτές δεν προλαβαίνουν να «εξυπηρετούν» πλούσιους πελάτες που είναι αδύνατο να συμβιβαστούν με την ιδέα του λουκέτου στην επιχείρησή του ή της εξανέμισης του επενδυτικού τους χαρτοφυλακίου. Δεν λείπουν οι αυτοκτονίες και οι απόπειρες ανάμεσά τους. Επομένως -θα μπορούσε να συμπεράνει ελαφρά τη καρδία κανείς- η ψυχοπαθολογία της ύφεσης μοιράζει με μια σχετική κοινωνική δικαιοσύνη τους δηλητηριώδεις καρπούς της, δεν κάνει διακρίσεις, είναι ένα διαταξικό φαινόμενο. Μπορεί και να ισχύει σε ένα βαθμό, μπορεί πράγματι η κρίση να τσακίζει με έναν αναλογικό τρόπο χειρώνακτες, βιομηχανικούς εργάτες, υπαλλήλους, μάνατζερ, επιχειρηματίες, εισοδηματίες, οποιονδήποτε καταγράφει απώλειες στο οικονομικό και το ψυχολογικό του χαρτοφυλάκιο. Να σώσουμε και τους πλούσιους, δεν λέω, να τους αποτρέψουμε από την αυτοχειρία, αλλά κυρίως να τους σώσουμε από τον ίδιο τους τον πλούτο, πηγή του κακού εντέλει.
Όχι, δεν είναι συγκρίσιμες οι καταστάσεις, δεν συγκρίνεται η καταστροφή που συντελείται στον κόσμο της εργασίας με ό,τι συμβαίνει στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Από πάνω προς τα κάτω, κάθε τάξη που πλήττεται από τον μηχανισμό της ύφεση πολυτέλεια να μετακυλίσει μέρος των ζημιών της στα υποτελή της στρώματα. Στον πάτο της πυραμίδας, όμως, δεν υπάρχει αυτή η ευχέρεια. Ο κόσμος της εργασίας δεν έχει σχεδόν καμία τέτοια δυνατότητα. Γι’ αυτό και η τελική έκβαση της κρίσης, η πιο αξιόπιστη καταγραφή της κοινωνικής καταστροφής που προκαλεί, είναι η ανεργία. Είναι το μέγεθος που επιτρέπει στην επιχειρηματική τάξη να υπενθυμίζει στους «τυχερούς» που διασώζουν τη θέση εργασίας τους: «Ξέρεις τι γίνεται εκεί έξω;». Κι εκεί έξω υπάρχει ανεργία, υπάρχουν άνθρωποι πρόθυμοι να αποδεχθούν εξοντωτικούς ρυθμούς δουλειάς, προσβλητικούς όρους απασχόλησης, υπάρχουν μετανάστες που έρχονται από κάθε ήπειρο για ένα κομμάτι ψωμί, υπάρχει ένας εφεδρικός στρατός εργασίας που πιέζει αφόρητα τις γραμμές παραγωγής. Εκεί έξω επίσης υπάρχει το κενό, τα είκοσι μέτρα που χωρίζουν τον πέμπτο όροφο της France Telecom από το έδαφος.
Η επιχειρηματική και πολιτική ελίτ (της Γαλλίας, εν προκειμένω) θορυβήθηκε από τη διάσταση του φαινομένου και κυρίως από την παγκόσμια δημοσιότητα που πήραν οι συνεχόμενες αυτοχειρίες τρελαμένων μισθωτών. Η αντίδραση, ωστόσο, είναι μάλλον αστεία, σαν μακάβριο ανέκδοτο. Θα ληφθούν μέτρα, θα προσληφθούν ψυχολόγοι, γιατροί, «ξεχάστε τη France Telecom που ξέρατε, στη θέση της θα αναδυθεί μια νέα εταιρεία με ανθρώπινο πρόσωπο». Κανείς δεν σκέφτηκε ωστόσο ότι, πριν οι ψυχοθεραπευτές γίνουν το δημοφιλέστερο επάγγελμα και τα αντικαταθλιπτικά χάπια το μέσο παραγωγής του μέλλοντός μας, θα πρέπει να αναθεωρηθεί ένα ολόκληρο εργασιακό μοντέλο που εδραιώθηκε στην ευρείας κλίμακας ιδιωτικοποίηση, στην απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, στη δραστική περιστολή των πιο στοιχειωδών μέσων άμυνας των μισθωτών. Έτσι, η κρίση ανθρωπισμού των μάνατζερ της εργασίας θυμίζει τον Γερμανό αυτοκράτορα του ποιήματος του Μπρεχτ που ξέμεινε από ζωντανούς στρατιώτες και διατάζει τον νεκρό στρατιώτη να αναβάλλει τον θάνατό του μέχρι τη νίκη της πατρίδας.
Η αλήθεια είναι ότι η νέα ψυχοπαθολογία της εργασίας -με τις ακραίες ή με τις καθημερινές, λιγότερο αιματηρές και αφανείς εκδηλώσεις της- δεν είναι ακριβώς αποτέλεσμα της κρίσης. Έχει προηγηθεί αυτής και έχει εδραιωθεί σε εποχές παραγωγικής ακμής και αναπτυξιακής έκρηξης. Έχουν περάσει δεκαετίες από τότε που ο τεϊλορισμός, ο φορντισμός και ο μονοδιάστατος homo faber (άνθρωπος κατασκευαστής), που υποχρεωνόταν σε μονότονες επαναλαμβανόμενες κινήσεις πάνω στη γραμμή παραγωγής, έχουν δώσει τη θέση τους σε μια μορφή εργασίας πιο σύνθετη, πιο ευέλικτη, λιγότερο συλλογική, πιο ανταγωνιστική. Τον ανθρωπάκο (Τσάρλι Τσάπλιν) των «Μοντέρνων Καιρών», που σαν νευρόσπαστο εξαντλούνταν σε μια ακολουθία τριών-τεσσάρων μονότονων κινήσεων, έχει διαδεχθεί ο εργαζόμενος από τον οποίο απαιτούνται «πρωτοβουλίες», που του δίνονται «ευκαιρίες» αναρρίχησης, για τις οποίες όμως πρέπει να διαγκωνιστεί με τον διπλανό του, σ’ έναν «πόλεμο» αθόρυβο, αλλά όχι αναίμακτο. Όσο προχωρούν ο αυτοματισμός της παραγωγής και η «αποϋλοποίηση» της εργασίας, τόσο αναβαθμίζεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των εργαζομένων, τόσο αυξάνονται οι κίνδυνοι ψυχολογικής αποσταθεροποίησης. Εννοείται πως η κρίση απογειώνει αυτόν τον μηχανισμό, καθώς στους εντός παραγωγής «ανταγωνιστές» προστίθενται τα εκατομμύρια των εκτός…
Και το χειρότερο είναι ότι απουσιάζουν τρομακτικά οι γραμμές ψυχολογικής άμυνας που κάποτε δημιουργούσαν τα συνδικάτα, έστω και με όρους συντεχνίας ή υπεράσπισης των δεξιοτήτων που έκαναν τον μέσο μισθωτό άκρως απαραίτητο στη γραμμή παραγωγής.
Μακρύς ο δρόμος για να ανακτήσει η εργασία το απελευθερωτικό της περιεχόμενο. Μακρά ακόμη η παραμονή της ανθρωπότητας στο γκρίζο βασίλειο της ανάγκης. Και με πολλά αντικαταθλιπτικά.
Διαβολική σύμπτωση. Την περασμένη Παρασκευή, ανήμερα της ογδόης επετείου από την επίθεση στους δίδυμους πύργους, άλλος ένας θάνατος από ψηλά. Υποθέτω ότι δεν είχε κανενός είδους συμβολισμό η επιλογή της εργαζόμενης της France Telecom να θέσει τέλος στη ζωή της από έναν ψηλό όροφο του κτιρίου όπου εργαζόταν. Προφανώς όχι από τον 50ό, ή 40ό όροφο, η εταιρεία δεν διαθέτει ουρανοξύστες εξ όσων ξέρω. Η πτώση έγινε από τον πέμπτο όροφο, πάντως εξασφάλιζε βεβαιότητα θανάτου. Αλλά, οι περιγραφές της είδησης που έκανε τον γύρο του κόσμου και έτυχε μεγάλης προβολής (πιθανότατα λόγω του «εξωτισμού» της) παραπέμπουν σε μια κατάσταση εγκλωβισμού, ανάλογη με αυτή του άνδρα των δίδυμων πύργων. Έτσι τουλάχιστον τη «μετέφρασε» το μυαλό της ιδανικής αυτόχειρος. Η πτώση στο κενό έγινε αφού της είχαν ανακοινώσει την πολλοστή αλλαγή προϊσταμένου. Δεν είναι λόγος, θα πείτε, ν’ αυτοκτονεί κανείς. Οι 23 αυτοκτονίες και οι 13 απόπειρες στην ιδιωτικοποιημένη εταιρεία δεν είναι, βέβαια, η τυπική αντίδραση του μέσου ανθρώπου στις συνθήκες εντατικοποίησης, ανταγωνισμού, ψυχολογικής πίεσης, εκφοβισμού, εργασιακής ανασφάλειας που συνοδεύουν το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, το οποίο μετέτρεψε τους χώρους παραγωγής σε πεδία πολέμου. Η αυτοχειρία συνήθως είναι μια ακραία αντίδραση που αποκαλύπτει μια αδιάγνωστη παθολογία, αντικείμενο ψυχιατρικής παρέμβασης που δεν έγινε εγκαίρως. Αλλά είναι ένα από τα πολλά συμπτώματα μιας ψυχοπαθολογίας της εργασίας, η οποία από πεδίο αυτοπραγμάτωσης του είδους μας μεταλλάσσεται σε χώρο και χρόνο αποξένωσης. Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο, η εργασία έχει εδώ και αιώνες αποκτήσει το διπλό πρόσωπο του Ιανού και για ορισμένους η μια του όψη είναι το ίδιο αποκρουστική όσο και ο θάνατος. Αυτό γίνεται κυριολεξία στα καθ’ ημάς θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα της υπό πώληση Λάρκο, της κρατικής ΔΕΗ ή στις εργολαβίες των δημοσίων έργων, όπου η υγιεινή και η ασφάλεια έχουν μετατραπεί σε σαρκαστικό ανέκδοτο. Αλλά γίνεται κυριολεξία και στην περίπτωση των «επιλεγμένων θανάτων» της France Telecom ή των Ιαπώνων εργαζομένων που με φόντο την ύφεση διπλασίασαν την «επίδοσή» τους στις αυτοχειρίες.
Η κρίση διαχέει σε όλα τα κοινωνικά στρώματα ένα ιδιαίτερο, καταστροφικό ψυχολογικό φορτίο, αντανάκλαση των οικονομικών και παραγωγικών προσδοκιών που ματαιώνονται, διαψεύδονται, καταρρακώνονται. Τις πρώτες μέρες της «Μεγάλης Ύφεσης» του 1929 το μακάβριο ανέκδοτο ήταν ότι «ουρανός έβρεχε χρηματιστές και επενδυτές». Η στατιστική του θανάτου μέτρησε ήδη, και στην παρούσα κρίση, μια αξιοσημείωτη αύξηση των θανάτων, αυτοκτονιών, αλλά και φόνων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τις μικρές και μεγάλες ιστορίες οικονομικής καταστροφής. Μετρά επίσης έναν διπλασιασμό στην κατανάλωση αντικαταθλιπτικών, ενώ οι δημοφιλείς στις ΗΠΑ ψυχοθεραπευτές δεν προλαβαίνουν να «εξυπηρετούν» πλούσιους πελάτες που είναι αδύνατο να συμβιβαστούν με την ιδέα του λουκέτου στην επιχείρησή του ή της εξανέμισης του επενδυτικού τους χαρτοφυλακίου. Δεν λείπουν οι αυτοκτονίες και οι απόπειρες ανάμεσά τους. Επομένως -θα μπορούσε να συμπεράνει ελαφρά τη καρδία κανείς- η ψυχοπαθολογία της ύφεσης μοιράζει με μια σχετική κοινωνική δικαιοσύνη τους δηλητηριώδεις καρπούς της, δεν κάνει διακρίσεις, είναι ένα διαταξικό φαινόμενο. Μπορεί και να ισχύει σε ένα βαθμό, μπορεί πράγματι η κρίση να τσακίζει με έναν αναλογικό τρόπο χειρώνακτες, βιομηχανικούς εργάτες, υπαλλήλους, μάνατζερ, επιχειρηματίες, εισοδηματίες, οποιονδήποτε καταγράφει απώλειες στο οικονομικό και το ψυχολογικό του χαρτοφυλάκιο. Να σώσουμε και τους πλούσιους, δεν λέω, να τους αποτρέψουμε από την αυτοχειρία, αλλά κυρίως να τους σώσουμε από τον ίδιο τους τον πλούτο, πηγή του κακού εντέλει.
Όχι, δεν είναι συγκρίσιμες οι καταστάσεις, δεν συγκρίνεται η καταστροφή που συντελείται στον κόσμο της εργασίας με ό,τι συμβαίνει στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Από πάνω προς τα κάτω, κάθε τάξη που πλήττεται από τον μηχανισμό της ύφεση πολυτέλεια να μετακυλίσει μέρος των ζημιών της στα υποτελή της στρώματα. Στον πάτο της πυραμίδας, όμως, δεν υπάρχει αυτή η ευχέρεια. Ο κόσμος της εργασίας δεν έχει σχεδόν καμία τέτοια δυνατότητα. Γι’ αυτό και η τελική έκβαση της κρίσης, η πιο αξιόπιστη καταγραφή της κοινωνικής καταστροφής που προκαλεί, είναι η ανεργία. Είναι το μέγεθος που επιτρέπει στην επιχειρηματική τάξη να υπενθυμίζει στους «τυχερούς» που διασώζουν τη θέση εργασίας τους: «Ξέρεις τι γίνεται εκεί έξω;». Κι εκεί έξω υπάρχει ανεργία, υπάρχουν άνθρωποι πρόθυμοι να αποδεχθούν εξοντωτικούς ρυθμούς δουλειάς, προσβλητικούς όρους απασχόλησης, υπάρχουν μετανάστες που έρχονται από κάθε ήπειρο για ένα κομμάτι ψωμί, υπάρχει ένας εφεδρικός στρατός εργασίας που πιέζει αφόρητα τις γραμμές παραγωγής. Εκεί έξω επίσης υπάρχει το κενό, τα είκοσι μέτρα που χωρίζουν τον πέμπτο όροφο της France Telecom από το έδαφος.
Η επιχειρηματική και πολιτική ελίτ (της Γαλλίας, εν προκειμένω) θορυβήθηκε από τη διάσταση του φαινομένου και κυρίως από την παγκόσμια δημοσιότητα που πήραν οι συνεχόμενες αυτοχειρίες τρελαμένων μισθωτών. Η αντίδραση, ωστόσο, είναι μάλλον αστεία, σαν μακάβριο ανέκδοτο. Θα ληφθούν μέτρα, θα προσληφθούν ψυχολόγοι, γιατροί, «ξεχάστε τη France Telecom που ξέρατε, στη θέση της θα αναδυθεί μια νέα εταιρεία με ανθρώπινο πρόσωπο». Κανείς δεν σκέφτηκε ωστόσο ότι, πριν οι ψυχοθεραπευτές γίνουν το δημοφιλέστερο επάγγελμα και τα αντικαταθλιπτικά χάπια το μέσο παραγωγής του μέλλοντός μας, θα πρέπει να αναθεωρηθεί ένα ολόκληρο εργασιακό μοντέλο που εδραιώθηκε στην ευρείας κλίμακας ιδιωτικοποίηση, στην απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, στη δραστική περιστολή των πιο στοιχειωδών μέσων άμυνας των μισθωτών. Έτσι, η κρίση ανθρωπισμού των μάνατζερ της εργασίας θυμίζει τον Γερμανό αυτοκράτορα του ποιήματος του Μπρεχτ που ξέμεινε από ζωντανούς στρατιώτες και διατάζει τον νεκρό στρατιώτη να αναβάλλει τον θάνατό του μέχρι τη νίκη της πατρίδας.
Η αλήθεια είναι ότι η νέα ψυχοπαθολογία της εργασίας -με τις ακραίες ή με τις καθημερινές, λιγότερο αιματηρές και αφανείς εκδηλώσεις της- δεν είναι ακριβώς αποτέλεσμα της κρίσης. Έχει προηγηθεί αυτής και έχει εδραιωθεί σε εποχές παραγωγικής ακμής και αναπτυξιακής έκρηξης. Έχουν περάσει δεκαετίες από τότε που ο τεϊλορισμός, ο φορντισμός και ο μονοδιάστατος homo faber (άνθρωπος κατασκευαστής), που υποχρεωνόταν σε μονότονες επαναλαμβανόμενες κινήσεις πάνω στη γραμμή παραγωγής, έχουν δώσει τη θέση τους σε μια μορφή εργασίας πιο σύνθετη, πιο ευέλικτη, λιγότερο συλλογική, πιο ανταγωνιστική. Τον ανθρωπάκο (Τσάρλι Τσάπλιν) των «Μοντέρνων Καιρών», που σαν νευρόσπαστο εξαντλούνταν σε μια ακολουθία τριών-τεσσάρων μονότονων κινήσεων, έχει διαδεχθεί ο εργαζόμενος από τον οποίο απαιτούνται «πρωτοβουλίες», που του δίνονται «ευκαιρίες» αναρρίχησης, για τις οποίες όμως πρέπει να διαγκωνιστεί με τον διπλανό του, σ’ έναν «πόλεμο» αθόρυβο, αλλά όχι αναίμακτο. Όσο προχωρούν ο αυτοματισμός της παραγωγής και η «αποϋλοποίηση» της εργασίας, τόσο αναβαθμίζεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των εργαζομένων, τόσο αυξάνονται οι κίνδυνοι ψυχολογικής αποσταθεροποίησης. Εννοείται πως η κρίση απογειώνει αυτόν τον μηχανισμό, καθώς στους εντός παραγωγής «ανταγωνιστές» προστίθενται τα εκατομμύρια των εκτός…
Και το χειρότερο είναι ότι απουσιάζουν τρομακτικά οι γραμμές ψυχολογικής άμυνας που κάποτε δημιουργούσαν τα συνδικάτα, έστω και με όρους συντεχνίας ή υπεράσπισης των δεξιοτήτων που έκαναν τον μέσο μισθωτό άκρως απαραίτητο στη γραμμή παραγωγής.
Μακρύς ο δρόμος για να ανακτήσει η εργασία το απελευθερωτικό της περιεχόμενο. Μακρά ακόμη η παραμονή της ανθρωπότητας στο γκρίζο βασίλειο της ανάγκης. Και με πολλά αντικαταθλιπτικά.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (19/9/200)
Για πέμπτο Μάη πολεμάει,
για ειρήνη κουβέντα καμιά
και ο φανταράκος τα βροντάει,
πεθαίνει ηρωικά.
Και ο Αυτοκράτωρ οργίζεται
και βγάζει διαταγή,
ο θάνατος αναβάλλεται
η νίκη όσο αργεί.
Μα ο φαντάρος κείτεται
στον τάφο του δίχως ντροπή
και ξάφνου τον επισκέπτεται
μια επιτροπή.
Με φτυάρι και με αγιασμό
ξεθάβουν το νεκρό
του λένε γύρνα στο μέτωπο
και βγάλε το σκασμό.
Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Η μπαλάντα του νεκρού στρατιώτη»
για ειρήνη κουβέντα καμιά
και ο φανταράκος τα βροντάει,
πεθαίνει ηρωικά.
Και ο Αυτοκράτωρ οργίζεται
και βγάζει διαταγή,
ο θάνατος αναβάλλεται
η νίκη όσο αργεί.
Μα ο φαντάρος κείτεται
στον τάφο του δίχως ντροπή
και ξάφνου τον επισκέπτεται
μια επιτροπή.
Με φτυάρι και με αγιασμό
ξεθάβουν το νεκρό
του λένε γύρνα στο μέτωπο
και βγάλε το σκασμό.
Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Η μπαλάντα του νεκρού στρατιώτη»
Sunday, September 13, 2009
2030 μ.Χ. (12/9/2009)
Πώς θα είναι η ζωή το 2030 μ.Χ.; Ας αρχίσουμε με τα καλά νέα. Πρώτα πρώτα, δεν θα έχει έρθει η κατά το ημερολόγιο των Ίνκας συντέλεια του κόσμου το 2012. Έπειτα, μιλώντας για τα δικά μας ταπεινά και εγχώρια, θα έχουμε μάλλον απαλλαγεί από τις γνωστές 3-4 οικογένειες παραγωγής πολιτικών εν γένει και πρωθυπουργών ιδιαίτερα, αν και είναι μάλλον αμφίβολο ότι θα έχουμε αποφύγει μια ακόμη γενιά απογόνων του μητσοτακικο-μπακογιαννικού κλάδου της φιλελεύθερης δρυός (αυτό εντάξτε το κατά βούληση στα καλά ή στα κακά νέα). Η Αθήνα μπορεί να έχει μετατραπεί κατά το ήμισυ σε θαλερό δάσος, όχι λόγω της στροφής των κυβερνήσεων στην «πράσινη οικονομία», ούτε λόγω του περιβαλλοντικού ζήλου των κατοίκων της, αλλά γιατί ο πληθυσμός της θα έχει περιπέσει σε γενική παρακμή και θα εγκαταλείπει όπως όπως το ακλεές (πάλαι ποτέ κλεινόν) άστυ. Τα κακά νέα είναι ότι αρκετοί από μας δεν θα ζούμε για να μάθουμε τα τυχόν καλά νέα.
Το ερώτημα για τη ζωή το 2030 μ.Χ., πάντως, δεν απασχολεί μόνο εμένα. Απασχόλησε και την τελευταία έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, που καταγράφει το ισοζύγιο αισιοδοξίας - απαισιοδοξίας (σταθερά ελλειμματικό ως προς την πρώτη, ιδιαίτερα σε ό,τι μας αφορά ως Έλληνες). Εκ πρώτης όψεως μου φάνηκε παράδοξο να ρωτάει η επίσημη στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης τους (απρόθυμους ψηφοφόρους) πολίτες της τι προβλέπουν για το 2030, ενώ είμαστε μόλις στο 2009. Το καλοσκέφτηκα, όμως, και κατέληξα ότι πρόκειται για μιαν απολύτως ρεαλιστική προσέγγιση. Η πολιτική και η οικονομία, καθώς αποτυγχάνουν να διαχειριστούν με μια στοιχειώδη ασφάλεια και ευστοχία το παρόν, τείνουν να γίνουν κάτι αντίστοιχο της θρησκείας: αναλώνονται στη διαχείριση της προσδοκίας για το μέλλον. Και μάλιστα, όσο περνά ο καιρός, για το όλο και πιο απώτατο μέλλον.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αίφνης, αν και είναι η πιο εντυπωσιακή διεθνής πολιτική διεργασία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εξακολουθεί να τραυματίζει, να απογοητεύει και να απονεκρώνει πολιτικά τις κοινωνίες που περιλαμβάνει -συναινετικά ή εκβιαστικά- στην κρύα αγκαλιά της. Η προσδοκία να λειτουργήσει σαν προστατευτική ομπρέλα στην πρώτη μεγάλη οικονομική κρίση που διαπέρασε τους πληθυσμούς της διαψεύστηκε πανηγυρικά. Το ίδιο είχε συμβεί, άλλωστε, και σε προηγούμενες κρίσεις, ακόμη και στις πετρελαϊκές του 1972 και του 1979, όταν η ΕΟΚ ήταν ένα κλειστό κλαμπ 6-9 ισχυρών βιομηχανικών κρατών. Τι περισσότερο μπορούσε να κάνει τώρα, με τόσους φτωχοδιάβολους μαζεμένους στην αυλή της, από τους πεινώντες Ρουμάνους μέχρι εμάς, τους αιωνίους κληρονόμους της «ελληνικής ιδιαιτερότητας»;
Η πολιτική ελίτ της Ευρώπης δεν τρώει κουτόχορτο ώστε να μην αντιλαμβάνεται τα κύματα δυσφορίας στις κοινωνίες της Ε.Ε., από τα πρόσφατα αποτελέσματα των ευρωεκλογών και την απίστευτη αποχή μέχρι το νέο «όχι» που εκκολάπτεται στην Ιρλανδία για τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Γι’ αυτό αναβαπτίζει διαρκώς το ευρωπαϊκό όραμα του υγιούς και εύρωστου καπιταλισμού σε νάματα διεύρυνσης, περιβαλλοντικής μετάλλαξης ή πολιτισμικής ώσμωσης – λες και αυτή η διεργασία χρειάζεται κάποιες ειδικές πολιτικές αποφάσεις και γραφειοκρατικές επεξεργασίες, τρομάρα τους… Γι’ αυτό, επίσης, ρωτάει τους Ευρωπαίους για το απώτερο μέλλον, ακόμη και γι’ αυτό που αρκετούς δεν τους αφορά, παρά μόνον μεταφυσικώς. «Πώς προβλέπετε ότι θα είναι η κοινωνία, οι εργασιακές σχέσεις, η οικογένεια, η καθημερινότητά σας το 2030;» ήταν, λοιπόν, το πρωτότυπο ερώτημα του τελευταίου Ευρωβαρόμετρου. Κι εκεί που θα περίμενε κανείς μια χαραμάδα αισιοδοξίας, η απάντηση παγώνει τα χαμόγελα στα χείλη: Επτά στους δέκα νεοέλληνες προβλέπουν ότι θα ζουν σε μια κοινωνία που αφιερώνει λιγότερο χρόνο στην οικογενειακή ζωή και στον ελεύθερο χρόνο και περισσότερο στην εργασία. Το ίδιο ποσοστό βλέπει στην παγκοσμιοποίηση μια απειλή για την απασχόληση και τις επιχειρήσεις.
Πώς αλλιώς, όμως, θα μπορούσαν οι Ευρωπαίοι να κωδικοποιήσουν τις αφόρητες, συνεχείς πιέσεις των ευρωκρατών για παράταση του εργάσιμου βίου και απελευθέρωση του εργάσιμου χρόνου από τα «δεσμά» του οκταώρου, τις διαρκείς ανατροπές στα ασφαλιστικά συστήματα υπέρ της αύξησης των ορίων ηλικίας ή της περίφημης «ισότητας» ανδρών και γυναικών, διά της ασφαλιστικής επιβάρυνσης των δεύτερων; Πώς αλλιώς θα μπορούσε να βλέπει την επόμενη εικοσαετία η λεγόμενη γενιά των 700 (ή 800 ή 1.000) ευρώ όταν το φάρμακο για τα δεινά της απορρύθμισης των αγορών είναι κι άλλη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων; Τι άλλο από απογοήτευση ή ανησυχία θα μπορούσαν να εκφράζουν 8 στους 10 για την πορεία της ευρωπαϊκής ή της διεθνούς οικονομίας; Άλλωστε, οι ενέσεις αισιοδοξίας που συχνά-πυκνά φροντίζουν να παρέχουν στον πληθυσμό οι διεθνείς οργανισμοί (το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ, η Κομισιόν) για την επερχόμενη ανάκαμψη συνοδεύονται σταθερά και προσεκτικά από ένα «αλλά»: η κρίση έχει να κάνει πολλή δουλειά ακόμη. Δηλαδή, έχει να καταστρέψει κι άλλο εισόδημα, να καταργήσει κι άλλες θέσεις εργασίας, να ανατρέψει δεδομένα και σταθερές της κοινωνικής ζωής.
Αν αποτυγχάνουν οι καλά εκπαιδευμένοι (και καλοπληρωμένοι) ευρωκράτες να διαχειριστούν τις προσδοκίες των Ευρωπαίων, σκεφτείτε τι μπορούν να κάνουν οι εγχώριοι ερασιτέχνες. Με το 70% έως 80% των Ελλήνων να μην εμπιστεύονται την κυβέρνηση, τη Βουλή, να δηλώνουν απογοητευμένοι από την καθημερινή τους ζωή, από το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, και με το ίδιο ποσοστό να δηλώνουν ότι η χώρα βαδίζει σε λάθος κατεύθυνση (πάντα κατά το τελευταίο Ευρωβαρόμετρο), το πολιτικό σύστημα δουλεύει με απόλυτη αμεριμνησία για το απώτατο μέλλον. Ο Καραμανλής υπόσχεται μια νεοσυντηρητική αναδιάρθρωση του «μεταρρυθμιστικού» του σχεδίου, που δεν υλοποίησε στα πεντέμισι χρόνια διακυβέρνησης, σε βάθος δεκαετίας ή δεκαπενταετίας. Άρα, κάπου στο 2030 μ.Χ. μετατοπίζει το ενδιαφέρον του κοινού. Δεν έχει τίποτε απολύτως να προτείνει για το ΕΔΩ και ΤΩΡΑ, που είναι οι μόνες διαστάσεις στις οποίες ζει ο μέσος άνθρωπος. Το ΠΑΣΟΚ περιγράφει επίσης μια πράσινη μετάλλαξη της μεταπρατικής ελληνικής οικονομίας σε έναν χρονικό ορίζοντα δεκαετιών, που θα απαιτηθούν ακόμη κι αν το πράσινο χρονοδιάγραμμά του εφαρμοστεί με ακρίβεια λεπτού. Το ΚΚΕ επίσης συντηρεί την προσδοκία ενός απώτατου μέλλοντος της λαϊκής εξουσίας, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ευκαιρεί να ασχοληθεί με το μέλλον κανενός άλλου πλην του δικού του και μόνο ο ΛΑΟΣ διαχειρίζεται μάλλον μεθοδικά και με όρους συμφέρουσας συναλλαγής το εγγύς μέλλον του ως διαχειριστής της ακρο-κεντροδεξιάς πολυκατοικίας.
Ωστόσο, η καθημερινότητα των ανθρώπων είναι μόνο παρόν, είναι λογαριασμοί με ημερομηνία λήξης, επιταγές που πρέπει να καλυφθούν, φόροι που πρέπει να πληρωθούν (λέμε, τώρα…), δόσεις δανείων που πρέπει να εξοφληθούν, σχέδια ζωής που πρέπει να υλοποιηθούν, έστω και κολοβά, με αναπηρίες και ελλείψεις, γιατί η ζωή είναι μικρή (μεγάλη σοφία…) και δεν μπορεί να υποταγεί στις «κοιλιές» και τα χάσματα του πολιτικού κύκλου, ούτε στις απότομες στροφές του οικονομικού κύκλου, ούτε καν στις πιθανές νομοτέλειες των μακρών κυμάτων πάνω στα οποία ο καπιταλισμός άλλοτε τσακίζεται κι άλλοτε επιπλέει.
Η επιπλέον παρενέργεια της οικονομικής κρίσης είναι ότι περιορίζει δραματικά την ικανότητα της πολιτικής να διαχειριστεί το παρόν, να υποσχεθεί πράγματα, να τάξει παροχές, να εκδώσει επιταγές πληρωτέες στον κομιστή άμα τη εμφανίσει, να εξαγοράσει με μικρές δόσεις ευημερίας την κοινωνική νομιμοποίηση. Δεν διαθέτει καν ένα ισχυρό, θελκτικό όραμα που θα μπορούσε να επιτρέψει μια μεταχρονολόγηση της προσδοκίας των ανθρώπων για το ΕΔΩ και ΤΩΡΑ. Τουλάχιστον η εγχώρια πολιτική ελίτ εξακριβωμένα δεν το διαθέτει. Καλύπτει, λοιπόν, πίσω από σχέδια και προβολές για το 2030 μ.Χ. τη χαρακτηριστική ανικανότητά της να απαντήσει στο τι θα μας συμβεί το 2010. Φυσικά, όσο δεν αποτολμά τις ριζοσπαστικές τομές που προϋποθέτει μια αλλαγή στο παρόν και στο ορατό μέλλον των ανθρώπων (μια τολμηρή ανακατανομή του πλούτου και της ισχύος, τελικά), θα εξαντλείται στο ρόλο του μελλοντολόγου ή, στη χειρότερη εγχώρια εκδοχή, της χαρτορίχτρας και της καφετζούς.
Το ερώτημα για τη ζωή το 2030 μ.Χ., πάντως, δεν απασχολεί μόνο εμένα. Απασχόλησε και την τελευταία έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, που καταγράφει το ισοζύγιο αισιοδοξίας - απαισιοδοξίας (σταθερά ελλειμματικό ως προς την πρώτη, ιδιαίτερα σε ό,τι μας αφορά ως Έλληνες). Εκ πρώτης όψεως μου φάνηκε παράδοξο να ρωτάει η επίσημη στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης τους (απρόθυμους ψηφοφόρους) πολίτες της τι προβλέπουν για το 2030, ενώ είμαστε μόλις στο 2009. Το καλοσκέφτηκα, όμως, και κατέληξα ότι πρόκειται για μιαν απολύτως ρεαλιστική προσέγγιση. Η πολιτική και η οικονομία, καθώς αποτυγχάνουν να διαχειριστούν με μια στοιχειώδη ασφάλεια και ευστοχία το παρόν, τείνουν να γίνουν κάτι αντίστοιχο της θρησκείας: αναλώνονται στη διαχείριση της προσδοκίας για το μέλλον. Και μάλιστα, όσο περνά ο καιρός, για το όλο και πιο απώτατο μέλλον.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αίφνης, αν και είναι η πιο εντυπωσιακή διεθνής πολιτική διεργασία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εξακολουθεί να τραυματίζει, να απογοητεύει και να απονεκρώνει πολιτικά τις κοινωνίες που περιλαμβάνει -συναινετικά ή εκβιαστικά- στην κρύα αγκαλιά της. Η προσδοκία να λειτουργήσει σαν προστατευτική ομπρέλα στην πρώτη μεγάλη οικονομική κρίση που διαπέρασε τους πληθυσμούς της διαψεύστηκε πανηγυρικά. Το ίδιο είχε συμβεί, άλλωστε, και σε προηγούμενες κρίσεις, ακόμη και στις πετρελαϊκές του 1972 και του 1979, όταν η ΕΟΚ ήταν ένα κλειστό κλαμπ 6-9 ισχυρών βιομηχανικών κρατών. Τι περισσότερο μπορούσε να κάνει τώρα, με τόσους φτωχοδιάβολους μαζεμένους στην αυλή της, από τους πεινώντες Ρουμάνους μέχρι εμάς, τους αιωνίους κληρονόμους της «ελληνικής ιδιαιτερότητας»;
Η πολιτική ελίτ της Ευρώπης δεν τρώει κουτόχορτο ώστε να μην αντιλαμβάνεται τα κύματα δυσφορίας στις κοινωνίες της Ε.Ε., από τα πρόσφατα αποτελέσματα των ευρωεκλογών και την απίστευτη αποχή μέχρι το νέο «όχι» που εκκολάπτεται στην Ιρλανδία για τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Γι’ αυτό αναβαπτίζει διαρκώς το ευρωπαϊκό όραμα του υγιούς και εύρωστου καπιταλισμού σε νάματα διεύρυνσης, περιβαλλοντικής μετάλλαξης ή πολιτισμικής ώσμωσης – λες και αυτή η διεργασία χρειάζεται κάποιες ειδικές πολιτικές αποφάσεις και γραφειοκρατικές επεξεργασίες, τρομάρα τους… Γι’ αυτό, επίσης, ρωτάει τους Ευρωπαίους για το απώτερο μέλλον, ακόμη και γι’ αυτό που αρκετούς δεν τους αφορά, παρά μόνον μεταφυσικώς. «Πώς προβλέπετε ότι θα είναι η κοινωνία, οι εργασιακές σχέσεις, η οικογένεια, η καθημερινότητά σας το 2030;» ήταν, λοιπόν, το πρωτότυπο ερώτημα του τελευταίου Ευρωβαρόμετρου. Κι εκεί που θα περίμενε κανείς μια χαραμάδα αισιοδοξίας, η απάντηση παγώνει τα χαμόγελα στα χείλη: Επτά στους δέκα νεοέλληνες προβλέπουν ότι θα ζουν σε μια κοινωνία που αφιερώνει λιγότερο χρόνο στην οικογενειακή ζωή και στον ελεύθερο χρόνο και περισσότερο στην εργασία. Το ίδιο ποσοστό βλέπει στην παγκοσμιοποίηση μια απειλή για την απασχόληση και τις επιχειρήσεις.
Πώς αλλιώς, όμως, θα μπορούσαν οι Ευρωπαίοι να κωδικοποιήσουν τις αφόρητες, συνεχείς πιέσεις των ευρωκρατών για παράταση του εργάσιμου βίου και απελευθέρωση του εργάσιμου χρόνου από τα «δεσμά» του οκταώρου, τις διαρκείς ανατροπές στα ασφαλιστικά συστήματα υπέρ της αύξησης των ορίων ηλικίας ή της περίφημης «ισότητας» ανδρών και γυναικών, διά της ασφαλιστικής επιβάρυνσης των δεύτερων; Πώς αλλιώς θα μπορούσε να βλέπει την επόμενη εικοσαετία η λεγόμενη γενιά των 700 (ή 800 ή 1.000) ευρώ όταν το φάρμακο για τα δεινά της απορρύθμισης των αγορών είναι κι άλλη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων; Τι άλλο από απογοήτευση ή ανησυχία θα μπορούσαν να εκφράζουν 8 στους 10 για την πορεία της ευρωπαϊκής ή της διεθνούς οικονομίας; Άλλωστε, οι ενέσεις αισιοδοξίας που συχνά-πυκνά φροντίζουν να παρέχουν στον πληθυσμό οι διεθνείς οργανισμοί (το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ, η Κομισιόν) για την επερχόμενη ανάκαμψη συνοδεύονται σταθερά και προσεκτικά από ένα «αλλά»: η κρίση έχει να κάνει πολλή δουλειά ακόμη. Δηλαδή, έχει να καταστρέψει κι άλλο εισόδημα, να καταργήσει κι άλλες θέσεις εργασίας, να ανατρέψει δεδομένα και σταθερές της κοινωνικής ζωής.
Αν αποτυγχάνουν οι καλά εκπαιδευμένοι (και καλοπληρωμένοι) ευρωκράτες να διαχειριστούν τις προσδοκίες των Ευρωπαίων, σκεφτείτε τι μπορούν να κάνουν οι εγχώριοι ερασιτέχνες. Με το 70% έως 80% των Ελλήνων να μην εμπιστεύονται την κυβέρνηση, τη Βουλή, να δηλώνουν απογοητευμένοι από την καθημερινή τους ζωή, από το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, και με το ίδιο ποσοστό να δηλώνουν ότι η χώρα βαδίζει σε λάθος κατεύθυνση (πάντα κατά το τελευταίο Ευρωβαρόμετρο), το πολιτικό σύστημα δουλεύει με απόλυτη αμεριμνησία για το απώτατο μέλλον. Ο Καραμανλής υπόσχεται μια νεοσυντηρητική αναδιάρθρωση του «μεταρρυθμιστικού» του σχεδίου, που δεν υλοποίησε στα πεντέμισι χρόνια διακυβέρνησης, σε βάθος δεκαετίας ή δεκαπενταετίας. Άρα, κάπου στο 2030 μ.Χ. μετατοπίζει το ενδιαφέρον του κοινού. Δεν έχει τίποτε απολύτως να προτείνει για το ΕΔΩ και ΤΩΡΑ, που είναι οι μόνες διαστάσεις στις οποίες ζει ο μέσος άνθρωπος. Το ΠΑΣΟΚ περιγράφει επίσης μια πράσινη μετάλλαξη της μεταπρατικής ελληνικής οικονομίας σε έναν χρονικό ορίζοντα δεκαετιών, που θα απαιτηθούν ακόμη κι αν το πράσινο χρονοδιάγραμμά του εφαρμοστεί με ακρίβεια λεπτού. Το ΚΚΕ επίσης συντηρεί την προσδοκία ενός απώτατου μέλλοντος της λαϊκής εξουσίας, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ευκαιρεί να ασχοληθεί με το μέλλον κανενός άλλου πλην του δικού του και μόνο ο ΛΑΟΣ διαχειρίζεται μάλλον μεθοδικά και με όρους συμφέρουσας συναλλαγής το εγγύς μέλλον του ως διαχειριστής της ακρο-κεντροδεξιάς πολυκατοικίας.
Ωστόσο, η καθημερινότητα των ανθρώπων είναι μόνο παρόν, είναι λογαριασμοί με ημερομηνία λήξης, επιταγές που πρέπει να καλυφθούν, φόροι που πρέπει να πληρωθούν (λέμε, τώρα…), δόσεις δανείων που πρέπει να εξοφληθούν, σχέδια ζωής που πρέπει να υλοποιηθούν, έστω και κολοβά, με αναπηρίες και ελλείψεις, γιατί η ζωή είναι μικρή (μεγάλη σοφία…) και δεν μπορεί να υποταγεί στις «κοιλιές» και τα χάσματα του πολιτικού κύκλου, ούτε στις απότομες στροφές του οικονομικού κύκλου, ούτε καν στις πιθανές νομοτέλειες των μακρών κυμάτων πάνω στα οποία ο καπιταλισμός άλλοτε τσακίζεται κι άλλοτε επιπλέει.
Η επιπλέον παρενέργεια της οικονομικής κρίσης είναι ότι περιορίζει δραματικά την ικανότητα της πολιτικής να διαχειριστεί το παρόν, να υποσχεθεί πράγματα, να τάξει παροχές, να εκδώσει επιταγές πληρωτέες στον κομιστή άμα τη εμφανίσει, να εξαγοράσει με μικρές δόσεις ευημερίας την κοινωνική νομιμοποίηση. Δεν διαθέτει καν ένα ισχυρό, θελκτικό όραμα που θα μπορούσε να επιτρέψει μια μεταχρονολόγηση της προσδοκίας των ανθρώπων για το ΕΔΩ και ΤΩΡΑ. Τουλάχιστον η εγχώρια πολιτική ελίτ εξακριβωμένα δεν το διαθέτει. Καλύπτει, λοιπόν, πίσω από σχέδια και προβολές για το 2030 μ.Χ. τη χαρακτηριστική ανικανότητά της να απαντήσει στο τι θα μας συμβεί το 2010. Φυσικά, όσο δεν αποτολμά τις ριζοσπαστικές τομές που προϋποθέτει μια αλλαγή στο παρόν και στο ορατό μέλλον των ανθρώπων (μια τολμηρή ανακατανομή του πλούτου και της ισχύος, τελικά), θα εξαντλείται στο ρόλο του μελλοντολόγου ή, στη χειρότερη εγχώρια εκδοχή, της χαρτορίχτρας και της καφετζούς.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (12/9/2009)
Πότε πότε μας θυμάται το μέλλον
Όσο μακριά κι αν βρίσκεται,
Όλο και κάποιο μήνυμα λαβαίνουμε,
Γραμμένο πάντα βιαστικά
Γιατί διαρκώς αναχωρεί
Για πιο μακριά ακόμα.
Τι να το κάνεις;
Γραπτά που μένουνε αδιάβαστα.
Κανείς δεν ξέρει από μας
Να διαβάσει τι γράφει το μέλλον.
Παρεκτός κάτι ελάχιστες
Γραμματιζούμενες ελπίδες.
Τρέχα γύρευε.
Κική Δημουλά, «Το λίγο του κόσμου» (1971)
Όσο μακριά κι αν βρίσκεται,
Όλο και κάποιο μήνυμα λαβαίνουμε,
Γραμμένο πάντα βιαστικά
Γιατί διαρκώς αναχωρεί
Για πιο μακριά ακόμα.
Τι να το κάνεις;
Γραπτά που μένουνε αδιάβαστα.
Κανείς δεν ξέρει από μας
Να διαβάσει τι γράφει το μέλλον.
Παρεκτός κάτι ελάχιστες
Γραμματιζούμενες ελπίδες.
Τρέχα γύρευε.
Κική Δημουλά, «Το λίγο του κόσμου» (1971)
Sunday, September 6, 2009
Η αντικοινοβουλευτική συνωμοσία του Σεπτεμβρίου (5/9/2009)
Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Το πιο πιθανό είναι πως ο Καραμανλής δεν προέβη σε απονενοημένο πολιτικό διάβημα την Τετάρτη προκηρύσσοντας τις εκλογές που αντ’ αυτού και προ αυτού είχαν προκηρύξει ο κ. Σουφλιάς και το μισό Υπουργικό Συμβούλιο, οι εργολάβοι και προμηθευτές που ετοιμάζονται να θάψουν κάτω από άσφαλτο όσα στρέμματα Αττικής έμειναν άκαυστα, καναλάρχες και εκδότες που όρισαν επιτακτικά ακόμη και την ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών, εκπρόσωποι της επιχειρηματικότητας που περιγράφουν την γαλαζοπράσινη συγκυβέρνηση ως την πλέον ενδεδειγμένη λύση και αρκετοί συνάδελφοι δημοσιογράφοι που ανάλωσαν ακόμη και τις ισχνές θερινές διακοπές τους στην εκπόνηση εκλογικών σεναρίων και στην αναπαραγωγή «απόρρητων» εισηγήσεων υπουργών και στενών συνεργατών του πρωθυπουργού. Το πιο πιθανό είναι πως όλοι αυτοί είναι συμμέτοχοι μιας σατανικής συνωμοσίας που στόχο έχει τον πλήρη εξευτελισμό της αντιπροσωπευτικής, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην κοινή γνώμη. Διότι δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι η κυρίαρχη αντίδραση της κοινής γνώμης στην εξαγγελία των εκλογών ήταν ένα πελώριο, βαριεστημένο χασμουρητό.
Ενδεχομένως ο Καραμανλής να υπέθεσε ότι, επειδή του «έκατσε» η ζαριά του 2007, όταν με 80 νεκρούς και διακόσιες χιλιάδες στρέμματα αποκαΐδια κέρδισε τις εκλογές, δημιούργησε μια νέα
ρουτίνα στον πολιτικό κύκλο, με την οποία αργά ή γρήγορα θα εξοικειωθούν οι ψηφοφόροι. Η οποία ρουτίνα συνίσταται στο να πιάνεις τους ψηφοφόρους σε μια κατάσταση μεταξύ θερινού λήθαργου και φθινοπωρινής ανασύνταξης, όταν η βασική έγνοια του μέσου νοικοκύρη είναι να ψωνίσει τα σχολικά για τους νεοσσούς της οικογένειας, να βρει σπίτι για το παιδί που σπουδάζει μακριά από την οικογενειακή εστία, να πληρώσει τους συσσωρευμένους λογαριασμούς, να προγραμματίσει ή να αναβάλει αγορές και μακροπρόθεσμους στόχους με βάση την εισοδηματική του κατάσταση, για τη βελτίωση της οποίας δεν έχει πλέον καμιά προσδοκία από την πολιτική διαδικασία. Διότι αυτό είναι το αποτέλεσμα αυτού που αποκαλείται (μετριοπαθώς) κρίση του πολιτικού συστήματος. Η βαθμιαία εξαφάνιση κάθε προσδοκίας από την πολιτική διαδικασία που συρρικνώνεται δραματικά σ’ έναν βαρετό κι ατελέσφορο εκλογικό κύκλο.
Οφείλουμε, ωστόσο, να αναγνωρίσουμε στον Κ. Καραμανλή ότι προκηρύσσοντας εκλογές, έστω και σε τόσο κακά σκηνοθετημένο και ακαλαίσθητο σκηνικό, έκανε αυτό που όφειλε να έχει κάνει προ πολλού. Η βασική αναπηρία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι το γεγονός ότι η λεγόμενη αρχή της δεδηλωμένης στη Βουλή πλειοψηφίας, διάρκειας τεσσάρων ετών συνήθως, δεν συνάδει με την αδήλωτη λαϊκή πλειοψηφία, η οποία τυπικά στερείται δικαιώματος ενδιάμεσης έκφρασης. Η λαϊκή πλειοψηφία μεταβάλλεται ανά πάσα στιγμή. Ακόμη και την επαύριο των εκλογών, ένα αντιδημοφιλές μέτρο της κυβέρνησης με τη νωπή εντολή μπορεί να την καταστήσει αποδιοπομπαίο τράγο. Πλην, όμως, η λαϊκή βούληση υποχρεούται να σιγεί και να ανέχεται αδιαμαρτύρητα ακόμη και την πιο ανίκανη και επικίνδυνη διαχειριστικά κυβέρνηση. Άδικο. Ελλείψει, λοιπόν, ρωμαλέων και μαχητικών κινημάτων που θα καθιστούν σαφές σε κάθε κυβέρνηση πότε και πόσο ανεπιθύμητη είναι, ελλείψει θεσμών ενδιάμεσης έκφρασης της κοινής γνώμης, απομένουν οι σχετικής αξιοπιστίας δημοσκοπήσεις να καταγράφουν τις λεπτές ή ζωηρές αποχρώσεις ανοχής, δυσφορίας ή οργής του εκλογικού σώματος.
Συμπληρώνεται ένας ακριβώς χρόνος καταγραφής μιας διαρκώς διευρυνόμενης απόρριψης της κυβέρνησης από την κοινή γνώμη-συν την ηχηρή εκλογική ήττα του Ιουνίου στις ευρωεκλογές. Χρειαζόταν περίσσευμα χοντροπετσιάς για να μας κατσικωθεί η κυβέρνηση μέχρι τον Μάρτιο, πολύ περισσότερο μέχρι το 2011, όπως εισηγούνταν πολλοί θεσμολάγνοι ή εκπρόσωποι των (αντι)παραγωγικών τάξεων που αντιμετωπίζουν τις εκλογές ως μια περιττή και επιβαρυντική για την αγορά διαδικασία. Αλλά τέσσερα χρόνια είναι πολλά για να τα θυσιάζει κανείς στον βωμό της θεσμικής σταθερότητας και της αγοράς. Πάλι καλά που ο Κ. Καραμανλής, έστω και με ιδιοτελείς στόχους, δίνει ευκαιρία έκφρασης στη σιωπηρά πλειοψηφία. Όμως, το κάνει εκ του ασφαλούς. Με την ασφάλεια που του προσφέρει η εκτίμηση πως η σιωπή της σιωπηράς πλειοψηφίας τείνει να εξελιχθεί σε πλήρη αφωνία.
Παρ’ ότι η 4η Οκτωβρίου δεν έχει τίποτε ιδιαίτερο ως Κυριακή, δεν «γεφυρώνει» με καμιά αργία, ενώ είναι άγνωστο -και μάλλον απίθανο- αν θα είναι μια ζεστή, σχεδόν καλοκαιριάτικη μέρα ώστε να διώξει τον κόσμο στις παραλίες, η πρόβλεψη που διακινδυνεύω είναι πως το φαινόμενο της μαζικής αποχής των ευρωεκλογών σε έναν βαθμό θα επαναληφθεί. Και, προϊόντος του χρόνου, μάλλον θα εδραιώνεται στις επόμενες καμπές του πολιτικού κύκλου. Το εγχώριο πολιτικό σύστημα εμφανίζει μια τρομακτική, ιστορική στασιμότητα σε πολιτικές, πρόσωπα και κομματικές οντότητες. Από ένα σημείο και μετά κανιβαλίζει, τρέφεται από τις σάρκες του, με τα κόμματα εξουσίας να συναγωνίζονται σε διαχειριστική αδυναμία και τα κόμματα της μικρής αντιπολίτευσης να αδυνατούν να αποτελέσουν ελκυστικούς, εναλλακτικούς πόλους του πολιτικού μας σύμπαντος. Διανύουμε μια περίοδο μετάλλαξης του δικομματισμού σ’ ένα ακόμη πιο θλιβερό κακέκτυπο του εαυτού του, πλήρως αποκομμένο από τις κοινωνικές συμμαχίες που κάποτε διαμόρφωνε και ντοπάριζε με προσδοκίες επιδρομής στον κοινωνικό πλούτο. Ακόμη και οι παραδοσιακές πελατειακές σχέσεις των κομμάτων εξουσίας προσέδιδαν μεγαλύτερη κοινωνικότητα στο πολιτικό τους προσωπικό, αποτελούσαν έναν ελάχιστο δεσμό με τις τάξεις και τα στρώματα του ιδιόμορφου ελληνικού κοινωνικού σύμπαντος. Τώρα, η πολιτική μοιάζει να περιορίζεται αποκλειστικά σε σχέσεις ανταγωνισμού ή λυκοφιλίας μεταξύ των πολιτικών. Αφορά μια ομάδα επαγγελματιών σε κατάσταση αυτισμού, ένα σπορ για την ιδιότυπη ελίτ που περιλαμβάνει λίγες πολιτικές οικογένειες, μερικούς τεχνοκράτες καριέρας, ένα εκδοτικό λόμπι που βουλιάζει στα χρέη, επικοινωνιολόγους που επικοινωνούν το πολιτικό τίποτα, μερικές δεκάδες δημοσιογράφους που φαντασιώνονται ότι συνδιαχειρίζονται την εξουσία και μια διαρκώς ανανεούμενη επιχειρηματική ελίτ που τη συνδιαχειρίζεται πραγματικά. Αυτοί τα λένε, αυτοί τ’ ακούνε. Η κοινωνία παρακολουθεί απαθής ή για λόγους ψυχαγωγίας, όπως θα παρακολουθούσε οποιοδήποτε άλλο θέαμα ή ριάλιτι σόου. Στο μεταξύ ο κόσμος καίγεται, εκμαυλίζεται, βυθίζεται σε οικονομικά αδιέξοδα, χάνει και τα τελευταία ίχνη πίστης στη συλλογικότητα, καταστρώνει σχέδια ατομικής επιβίωσης.
Κι όμως, η οικονομική κρίση ήταν η μεγάλη ευκαιρία. Η ευκαιρία ν’ ανακτήσει η πολιτική ένα μεγάλο μέρος της χαμένης ουσίας της, ως υπόθεση μαζών και όχι επαγγελματιών. Η αποκάλυψη του μηχανισμού καταλήστευσης του κοινωνικού πλούτου, η ιδεολογική χρεοκοπία του νεοφιλελευθερισμού, η πολιτική αμηχανία της σοσιαλδημοκρατίας, η διαχειριστική ανικανότητα της κρατικής και ευρω-κρατικής γραφειοκρατίας, ο κυνισμός της οικονομικής ελίτ, ο παρασιτισμός του τραπεζικού συστήματος και η καταστροφική επίδραση του μηχανισμού της απληστίας αποτελούσαν τη χρυσή ευκαιρία να αναδειχθούν νέοι, εναλλακτικοί πόλοι στο πολιτικό στερέωμα. Οι ενδιαφερόμενοι ήταν εκεί, αλλά είπαν «ευχαριστώ, δεν θα πάρω». Έμειναν παρατηρητές της μικρής κοσμογονίας που σήμερα δίνει τη θέση της στην καταθλιπτική ομαλότητα η οποία δεν επιφυλάσσει τίποτα ομαλό: του χρόνου θα καεί και η υπόλοιπη Αττική, εν τω μεταξύ η χώρα μπορεί να έχει πτωχεύσει, τα παιδιά μας θα ξεκινούν έναν εργασιακό βίο με αρχή αλλά χωρίς τέλος, τα αρπακτικά θα το ρίξουν στις πράσινες μπίζνες υποδυόμενοι τους χαρούμενους οικολόγους, τα κόμματα θα καταστρώνουν ακόμη τα εκκρεμή από εποχής Τρικούπη σχέδια εκμοντερνισμού της χώρας -και θα αποτυγχάνουν και σ’ αυτά-, οι εισαγόμενοι τεχνοκράτες (των Βρυξελλών ή του ΔΝΤ) θα υποκαθιστούν πλήρως τους υπουργούς στη διαχείριση του κράτους και η επόμενη κυβέρνηση θα αναζητά προσχήματα για να καλύψει τη διαχειριστική της αδυναμία σε μια ακόμη πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Το εκλογικό ακροατήριο, όλο και πιο απρόθυμο, θα κάνει ζάπινγκ και θα αντιμετωπίζει κάθε εκλογική Κυριακή το βασανιστικό δίλημμα: Να πάω να ψηφίσω, ή να βγω για καφέ με τη γκόμενα;
Τι απίστευτο επίτευγμα! Οι πρωταγωνιστές του πολιτικού βίου κατάφεραν να απαξιώσουν την αστική δημοκρατία που με τόσο πάθος νομίζουν πως υπερασπίζονται. Να ελπίζουμε ότι θα σώσουν την τιμή της οι κατά συνθήκην εχθροί της;
Ενδεχομένως ο Καραμανλής να υπέθεσε ότι, επειδή του «έκατσε» η ζαριά του 2007, όταν με 80 νεκρούς και διακόσιες χιλιάδες στρέμματα αποκαΐδια κέρδισε τις εκλογές, δημιούργησε μια νέα
ρουτίνα στον πολιτικό κύκλο, με την οποία αργά ή γρήγορα θα εξοικειωθούν οι ψηφοφόροι. Η οποία ρουτίνα συνίσταται στο να πιάνεις τους ψηφοφόρους σε μια κατάσταση μεταξύ θερινού λήθαργου και φθινοπωρινής ανασύνταξης, όταν η βασική έγνοια του μέσου νοικοκύρη είναι να ψωνίσει τα σχολικά για τους νεοσσούς της οικογένειας, να βρει σπίτι για το παιδί που σπουδάζει μακριά από την οικογενειακή εστία, να πληρώσει τους συσσωρευμένους λογαριασμούς, να προγραμματίσει ή να αναβάλει αγορές και μακροπρόθεσμους στόχους με βάση την εισοδηματική του κατάσταση, για τη βελτίωση της οποίας δεν έχει πλέον καμιά προσδοκία από την πολιτική διαδικασία. Διότι αυτό είναι το αποτέλεσμα αυτού που αποκαλείται (μετριοπαθώς) κρίση του πολιτικού συστήματος. Η βαθμιαία εξαφάνιση κάθε προσδοκίας από την πολιτική διαδικασία που συρρικνώνεται δραματικά σ’ έναν βαρετό κι ατελέσφορο εκλογικό κύκλο.
Οφείλουμε, ωστόσο, να αναγνωρίσουμε στον Κ. Καραμανλή ότι προκηρύσσοντας εκλογές, έστω και σε τόσο κακά σκηνοθετημένο και ακαλαίσθητο σκηνικό, έκανε αυτό που όφειλε να έχει κάνει προ πολλού. Η βασική αναπηρία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι το γεγονός ότι η λεγόμενη αρχή της δεδηλωμένης στη Βουλή πλειοψηφίας, διάρκειας τεσσάρων ετών συνήθως, δεν συνάδει με την αδήλωτη λαϊκή πλειοψηφία, η οποία τυπικά στερείται δικαιώματος ενδιάμεσης έκφρασης. Η λαϊκή πλειοψηφία μεταβάλλεται ανά πάσα στιγμή. Ακόμη και την επαύριο των εκλογών, ένα αντιδημοφιλές μέτρο της κυβέρνησης με τη νωπή εντολή μπορεί να την καταστήσει αποδιοπομπαίο τράγο. Πλην, όμως, η λαϊκή βούληση υποχρεούται να σιγεί και να ανέχεται αδιαμαρτύρητα ακόμη και την πιο ανίκανη και επικίνδυνη διαχειριστικά κυβέρνηση. Άδικο. Ελλείψει, λοιπόν, ρωμαλέων και μαχητικών κινημάτων που θα καθιστούν σαφές σε κάθε κυβέρνηση πότε και πόσο ανεπιθύμητη είναι, ελλείψει θεσμών ενδιάμεσης έκφρασης της κοινής γνώμης, απομένουν οι σχετικής αξιοπιστίας δημοσκοπήσεις να καταγράφουν τις λεπτές ή ζωηρές αποχρώσεις ανοχής, δυσφορίας ή οργής του εκλογικού σώματος.
Συμπληρώνεται ένας ακριβώς χρόνος καταγραφής μιας διαρκώς διευρυνόμενης απόρριψης της κυβέρνησης από την κοινή γνώμη-συν την ηχηρή εκλογική ήττα του Ιουνίου στις ευρωεκλογές. Χρειαζόταν περίσσευμα χοντροπετσιάς για να μας κατσικωθεί η κυβέρνηση μέχρι τον Μάρτιο, πολύ περισσότερο μέχρι το 2011, όπως εισηγούνταν πολλοί θεσμολάγνοι ή εκπρόσωποι των (αντι)παραγωγικών τάξεων που αντιμετωπίζουν τις εκλογές ως μια περιττή και επιβαρυντική για την αγορά διαδικασία. Αλλά τέσσερα χρόνια είναι πολλά για να τα θυσιάζει κανείς στον βωμό της θεσμικής σταθερότητας και της αγοράς. Πάλι καλά που ο Κ. Καραμανλής, έστω και με ιδιοτελείς στόχους, δίνει ευκαιρία έκφρασης στη σιωπηρά πλειοψηφία. Όμως, το κάνει εκ του ασφαλούς. Με την ασφάλεια που του προσφέρει η εκτίμηση πως η σιωπή της σιωπηράς πλειοψηφίας τείνει να εξελιχθεί σε πλήρη αφωνία.
Παρ’ ότι η 4η Οκτωβρίου δεν έχει τίποτε ιδιαίτερο ως Κυριακή, δεν «γεφυρώνει» με καμιά αργία, ενώ είναι άγνωστο -και μάλλον απίθανο- αν θα είναι μια ζεστή, σχεδόν καλοκαιριάτικη μέρα ώστε να διώξει τον κόσμο στις παραλίες, η πρόβλεψη που διακινδυνεύω είναι πως το φαινόμενο της μαζικής αποχής των ευρωεκλογών σε έναν βαθμό θα επαναληφθεί. Και, προϊόντος του χρόνου, μάλλον θα εδραιώνεται στις επόμενες καμπές του πολιτικού κύκλου. Το εγχώριο πολιτικό σύστημα εμφανίζει μια τρομακτική, ιστορική στασιμότητα σε πολιτικές, πρόσωπα και κομματικές οντότητες. Από ένα σημείο και μετά κανιβαλίζει, τρέφεται από τις σάρκες του, με τα κόμματα εξουσίας να συναγωνίζονται σε διαχειριστική αδυναμία και τα κόμματα της μικρής αντιπολίτευσης να αδυνατούν να αποτελέσουν ελκυστικούς, εναλλακτικούς πόλους του πολιτικού μας σύμπαντος. Διανύουμε μια περίοδο μετάλλαξης του δικομματισμού σ’ ένα ακόμη πιο θλιβερό κακέκτυπο του εαυτού του, πλήρως αποκομμένο από τις κοινωνικές συμμαχίες που κάποτε διαμόρφωνε και ντοπάριζε με προσδοκίες επιδρομής στον κοινωνικό πλούτο. Ακόμη και οι παραδοσιακές πελατειακές σχέσεις των κομμάτων εξουσίας προσέδιδαν μεγαλύτερη κοινωνικότητα στο πολιτικό τους προσωπικό, αποτελούσαν έναν ελάχιστο δεσμό με τις τάξεις και τα στρώματα του ιδιόμορφου ελληνικού κοινωνικού σύμπαντος. Τώρα, η πολιτική μοιάζει να περιορίζεται αποκλειστικά σε σχέσεις ανταγωνισμού ή λυκοφιλίας μεταξύ των πολιτικών. Αφορά μια ομάδα επαγγελματιών σε κατάσταση αυτισμού, ένα σπορ για την ιδιότυπη ελίτ που περιλαμβάνει λίγες πολιτικές οικογένειες, μερικούς τεχνοκράτες καριέρας, ένα εκδοτικό λόμπι που βουλιάζει στα χρέη, επικοινωνιολόγους που επικοινωνούν το πολιτικό τίποτα, μερικές δεκάδες δημοσιογράφους που φαντασιώνονται ότι συνδιαχειρίζονται την εξουσία και μια διαρκώς ανανεούμενη επιχειρηματική ελίτ που τη συνδιαχειρίζεται πραγματικά. Αυτοί τα λένε, αυτοί τ’ ακούνε. Η κοινωνία παρακολουθεί απαθής ή για λόγους ψυχαγωγίας, όπως θα παρακολουθούσε οποιοδήποτε άλλο θέαμα ή ριάλιτι σόου. Στο μεταξύ ο κόσμος καίγεται, εκμαυλίζεται, βυθίζεται σε οικονομικά αδιέξοδα, χάνει και τα τελευταία ίχνη πίστης στη συλλογικότητα, καταστρώνει σχέδια ατομικής επιβίωσης.
Κι όμως, η οικονομική κρίση ήταν η μεγάλη ευκαιρία. Η ευκαιρία ν’ ανακτήσει η πολιτική ένα μεγάλο μέρος της χαμένης ουσίας της, ως υπόθεση μαζών και όχι επαγγελματιών. Η αποκάλυψη του μηχανισμού καταλήστευσης του κοινωνικού πλούτου, η ιδεολογική χρεοκοπία του νεοφιλελευθερισμού, η πολιτική αμηχανία της σοσιαλδημοκρατίας, η διαχειριστική ανικανότητα της κρατικής και ευρω-κρατικής γραφειοκρατίας, ο κυνισμός της οικονομικής ελίτ, ο παρασιτισμός του τραπεζικού συστήματος και η καταστροφική επίδραση του μηχανισμού της απληστίας αποτελούσαν τη χρυσή ευκαιρία να αναδειχθούν νέοι, εναλλακτικοί πόλοι στο πολιτικό στερέωμα. Οι ενδιαφερόμενοι ήταν εκεί, αλλά είπαν «ευχαριστώ, δεν θα πάρω». Έμειναν παρατηρητές της μικρής κοσμογονίας που σήμερα δίνει τη θέση της στην καταθλιπτική ομαλότητα η οποία δεν επιφυλάσσει τίποτα ομαλό: του χρόνου θα καεί και η υπόλοιπη Αττική, εν τω μεταξύ η χώρα μπορεί να έχει πτωχεύσει, τα παιδιά μας θα ξεκινούν έναν εργασιακό βίο με αρχή αλλά χωρίς τέλος, τα αρπακτικά θα το ρίξουν στις πράσινες μπίζνες υποδυόμενοι τους χαρούμενους οικολόγους, τα κόμματα θα καταστρώνουν ακόμη τα εκκρεμή από εποχής Τρικούπη σχέδια εκμοντερνισμού της χώρας -και θα αποτυγχάνουν και σ’ αυτά-, οι εισαγόμενοι τεχνοκράτες (των Βρυξελλών ή του ΔΝΤ) θα υποκαθιστούν πλήρως τους υπουργούς στη διαχείριση του κράτους και η επόμενη κυβέρνηση θα αναζητά προσχήματα για να καλύψει τη διαχειριστική της αδυναμία σε μια ακόμη πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Το εκλογικό ακροατήριο, όλο και πιο απρόθυμο, θα κάνει ζάπινγκ και θα αντιμετωπίζει κάθε εκλογική Κυριακή το βασανιστικό δίλημμα: Να πάω να ψηφίσω, ή να βγω για καφέ με τη γκόμενα;
Τι απίστευτο επίτευγμα! Οι πρωταγωνιστές του πολιτικού βίου κατάφεραν να απαξιώσουν την αστική δημοκρατία που με τόσο πάθος νομίζουν πως υπερασπίζονται. Να ελπίζουμε ότι θα σώσουν την τιμή της οι κατά συνθήκην εχθροί της;
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (5/9/2009)
Ψήφος ουσ. Το όργανο και σύμβολο της δύναμης ενός ελεύθερου ανθρώπου να κάνει καραγκιόζη τον εαυτό του και ναυάγιο τη χώρα του.
Ψήφος (το δικαίωμα της-) ουσ. Η έκφραση της γνώμης με ψηφοδέλτιο. Το δικαίωμα της ψήφου (που είναι και προνόμιο και υποχρέωση) σημαίνει -κατά την επικρατέστερη ερμηνεία- το δικαίωμα να εκλέγεις αυτόν που διάλεξε άλλος και πληρώνεται ακριβά.
Ψηφοφορία ουσ. Αυτός που διατηρεί το ιερό προνόμιο να ψηφίζει αυτόν που διάλεξε κάποιος άλλος.
Αμπρόουζ Μπηρς, «Το αλφαβητάρι του Διαβόλου»
Ψήφος (το δικαίωμα της-) ουσ. Η έκφραση της γνώμης με ψηφοδέλτιο. Το δικαίωμα της ψήφου (που είναι και προνόμιο και υποχρέωση) σημαίνει -κατά την επικρατέστερη ερμηνεία- το δικαίωμα να εκλέγεις αυτόν που διάλεξε άλλος και πληρώνεται ακριβά.
Ψηφοφορία ουσ. Αυτός που διατηρεί το ιερό προνόμιο να ψηφίζει αυτόν που διάλεξε κάποιος άλλος.
Αμπρόουζ Μπηρς, «Το αλφαβητάρι του Διαβόλου»
Subscribe to:
Posts (Atom)