Friday, July 4, 2014

Ένας απλός θάνατος

(5/7/2014)




Σαν να τους ακούω κιόλας να μουρμουρίζουν, να σχολιάζουν χαμηλόφωνα, να σφίγγουν τα χείλη με συγκατάβαση τους φίλους, τους συγγενείς, τους συναδέλφους κι όσους περνούν απ’ αυτήν εδώ τη γωνιά – όλο και αραιότερα τελευταία-. Ο τίτλος και μόνο τους νομιμοποιεί να πουν: «Α, πάει, ο Κίμπι έχει πέσει σε βαριά (ή βαθιά;) κατάθλιψη. Η ανεργία τον έχει ρίξει επικίνδυνα». Φέρτε τα ζάναξ, πλακώστε τον στα λαντόζ , κάντε και μια μήνυση στην τρόικα και στην κυβέρνηση που ρίχνουν τον κόσμο στα χάπια κι εξαφάνισαν το χιούμορ, έστω και το μακάβριο.
Δεν είναι όπως φαίνεται. Μπορεί να μού είναι δύσκολο έως αδύνατο να δω αυτή την περίοδο τη «φωτεινή πλευρά της ζωής», αλλά ακόμη κι ένας θάνατος μπορεί με έναν τρόπο να ρίξει κι άλλο φως σ’ αυτή την ήδη «φωτεινή πλευρά». Θα μου πείτε: τι σημασία έχει ένας ακόμη θάνατος ανάμεσα στους χιλιάδες που επέρχονται το κάθε λεπτό και δευτερόλεπτο, όλοι τους αδόκητοι, απρόσκλητοι, αιφνίδιοι ή βασανιστικοί, ήρεμοι ή τραγικοί, πρόωροι ή στο πλήρωμα του χρόνου, απίστευτοι ή φυσικοί; Ο θάνατος υπάρχει σε τόση αφθονία, άνισα κατανεμημένη κι αυτή, που περνά σχεδόν απαρατήρητος μέχρι να χτυπήσει την πόρτα, τη δική σου, του σπιτιού σου, του διπλανού σου.

                            ****
Βρέθηκα σε κάμποσες κηδείες τον τελευταίο καιρό, δεν ξέρω αν επιβεβαιώνουν τη στατιστική επιδείνωση στο ισοζύγιο γεννήσεων και θανάτων, σίγουρα όμως το γεγονός προδίδει πως η γενιά μου, οι μεσήλικες εκδρομείς του ’60, έχουμε μπει στον φυσιολογικό κύκλο του θανάτου. Ξεπροβοδίσαμε ήδη τη γενιά των γονιών μας, υφιστάμεθα και μια αραίωση μεταξύ μας μάλλον αναμενόμενη στατιστικά, σπανιότερα κλέβουμε τη σειρά κι από μερικούς νεότερους, έως και πολύ νεότερους, που η αιφνίδια φυγή τους προκαλεί σοκ (o Ν. Ρ., συνάδελφος, έφυγε πάνω στον ανθό του, ο Λ. Μ., φίλος, έχασε το γιό του, αυτό κι αν ήταν απίστευτο, ασήκωτο, ανείπωτο, αφύσικο…)

Το τελευταίο ξόδι που έγινα σιωπηλός του μάρτυρας ήταν του Νίκου Ζ. Φίλος, δεν έχει σημασία «πόσο φίλος», είχε πολλούς πιο φίλους από μένα, είδα μια μεγάλη, παχιά, όμορφη σκιά αγάπης από πολλούς φίλους και οικείους να κόβει τον καυτό, σκληρό ήλιο του αιφνίδιου θανάτου του, στην Αίγινα, σε ένα λευκό σπίτι πάνω από τη θάλασσα, εκεί που διάλεξε ν’ απλώσει τις τελευταίες του ρίζες. Ο Νίκος ήταν ναυτικός, κοντά σαράντα χρόνια περιπλανήθηκε στις θάλασσες του κόσμου, μεταφέροντας τον πλούτο των εθνών από τη μια ακτή στην άλλη, από τον ένα ωκεανό στον άλλο. Κυβερνούσε αυτά τα τεράστια φορτηγά με το υγρό ή ξηρό φορτίο τους, ή με κείνα τα γεωμετρικά στοιβαγμένα κοντέινερς, εκατοντάδες, χιλιάδες πια, που σε κάνουν ν’ αναρωτιέσαι πώς ισορροπούν στις φουρτούνες. Υποθέτω ότι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε περιστοιχισμένος από θάλασσα, πρέπει να την αγαπούσε πολύ τη θάλασσα, αλλιώς δεν αντέχεται, γίνεται φυλακή, κι ίσως γι’ αυτό είχε εγκαίρως διαλέξει το χώρο που θα ρίζωνε, όταν θα ’ρχόταν ο χρόνος να ριζώσει, ένα νησί, μια γη περικυκλωμένη από θάλασσα.

                                                ****
Έγινε στην Αίγινα. Πάνω που είχε αρχίσει να απολαμβάνει τη ζωή σαν καπετάνιος της στεριάς, κυβερνήτης της οικογενειακής, μικρής κιβωτού, με τις κόρες, τους γαμπρούς, τα εγγόνια, τους παλιούς και τους καινούργιους φίλους του, το νήμα κόπηκε. Σε μια ώρα το πολύ, με ένα έμφραγμα που επέπρωτο να το διαχειριστεί ένα κέντρο υγείας, σε ένα νησί μια ανάσα από την Αθήνα των δεκάδων νοσοκομείων, αλλά που ήταν το ίδιο σαν να βρισκόταν στο μέσο του Ειρηνικού ή του Ατλαντικού. Μένουν οι ζωντανοί οικείοι με την απορία: «τι θα γινόταν, αν…». Η απορία εξελίσσεται σε βασανιστική ενοχή, αλλά αν είναι να ’χουν οι πενθούντες ενοχές, τότε οι άλλοι, οι νεκροθάφτες του συστήματος υγείας, θα έπρεπε να ’χαν προ πολλού αυτοκτονήσει.

Το «σύστημα» λύνει τα πράγματα με διαδικασίες συνοπτικές. Ο γιατρός γράφει στο πιστοποιητικό μια «αιτία θανάτου», που στην πραγματικότητα δεν είναι αιτία, αλλά αιτιατό, ο ληξίαρχος περνάει το συμβάν στο μεγάλο βιβλίο του κόσμου, με την ψυχρότητα ενός πίνακα αεροδρομίου που αναγγέλλει αφίξεις και αναχωρήσεις, κι οι άνθρωποι που έμειναν ξαφνικά με άδεια αγκαλιά ανεβαίνουν στο όχημα του θρήνου.

                           *****
«Αχ, γράψε κάτι ωραίο», μού είπε η Ελένη, η γυναίκα του Νίκου, στο μέσο του θρήνου της, όταν ο ένας μετά τον άλλο αρχίσαμε να αποχωρούμε από το οικόπεδο της θλίψης. Τι ωραίο να γράψεις για το πιο άσχημο της ζωής; Κατάπια την αμηχανία μου, συναίνεσα, τον λόγο μου τον τηρώ, ας είναι αυτό το μικρό πιάτο λέξεων η συμμετοχή μου στην «παρηγοριά» των συγγενών, των φίλων και των γειτόνων, που ήρθαν στο άσπρο σπίτι πάνω από τη θάλασσα, άλλος με το καλοψημένο ψητό, άλλος με τους ωραίους γίγαντες, άλλη με τα πλυμένα πιάτα και ποτήρια, άλλη με τα τραγούδια. Ένας πλήρης αποχαιρετισμός γίνεται με όλες τις αισθήσεις.

                            *****
Απ’ όλες τις αισθήσεις, σ’ ένα ξόδι η πιο ευαίσθητη είναι η ακοή. Είτε συλλαμβάνει τη σιωπή, είτε τους λυγμούς, είτε τον θρήνο. Ο θρήνος της Ελένης ήταν ένα σοκ, εφάμιλλο με το σοκ του θανάτου του Νίκου, ίσως και ισχυρότερο. Τρεις ώρες, δέκα ώρες, είκοσι, σαράντα, πενήντα ώρες, ένας άγρυπνος θρήνος, απόλυτα εκτεθειμένος, τη μέρα βραχνός σαν το άγριο κύμα, τη νύχτα ήρεμος σαν τον φλοίσβο της θάλασσας. Αλλά αδιάκοπος. «Γιατί, ρε Νίκο, γιατί τώρα, γιατί Χριστέ μου, γιατί Θεέ μου, τι σκατά λέω, ποιος Χριστός και ποια Παναγία… Νίκο μου, χρυσέ μου Νίκο, καλέ μου Νίκο, γλυκέ μου Νίκο… Πού πήγες Νίκο, μια ζωή έφευγες Νίκο, αλλά ήξερα ότι θα γυρίσεις, πού πήγες τώρα, κανέναν άλλο δεν θέλω, τον Νίκο μου μόνο, όλα τα μοιραζόμασταν με το Νίκο…» Θρήνος ή ερωτική εξομολόγηση; «Το να ερωτεύεσαι είναι εύκολο, το να αγαπάς είναι το δύσκολο», είπε η Δώρα στον δικό της αποχαιρετισμό. Σαρανταέξι χρόνια μαζί και ταυτόχρονα χώρια, ο Νίκος καπετάνιος της θάλασσας, η Ελένη ναυτικός της στεριάς, καπετάνισσα της Ιουλιανού, της Αχαρνών, της Πατησίων, της πλατείας Βικτωρίας, καραβοκύρισσα και του άσπρου σπιτιού στην Αίγινα που φιλοξένησε κόσμο, πέτρες, κούτσουρα ξεβρασμένα από τη θάλασσα, δέντρα και λουλούδια, παιδιά ξεκίνησαν, παππούς και γιαγιά κατέληξαν να ξαναγίνονται παιδιά με τα παιδιά των παιδιών τους. Εξοικονόμησαν με κόπο κι επιμέλεια τον χρόνο της κοινής τους ζωής, αυτόν που δεν θα τον διέκοπταν πια οι πολύμηνες απουσίες στους ωκεανούς, παρά μόνο οι λιγόλεπτες φυγές, «πάω μέχρι το φούρνο», «πετάγομαι μέχρι το σούπερ μάρκετ», «λέω να πάω δυο μέρες στην Αίγινα», το πολύ, παρά μόνο η τέλεια και τελική διακοπή, αλλά κι αυτή στην ώρα της, όχι τώρα. «Γιατί Νίκο, γιατί τώρα…» Δεν ξέρω τι δηλώνει αυτό το «τώρα», ποιο μικρό, ταπεινό σχέδιο ζωής ανατρέπει, ξεσκίζει, τσαλαπατάει, ρημάζει.

                                         ****
 
Δεν έχει τίποτε παράδοξο, ανατρεπτικό, δραματικό αυτή η ιστορία, δεν έχει σύνθετη πλοκή κι ανατροπές, δεν έχει το σασπένς μιας «Μικράς Αγγλίας», δεν είναι θαλασσινή περιπέτεια ούτε ανταρσία του Μπάουντι, είναι μια ιστορία σχεδόν κοινότοπη, χωρίς SOS, χωρίς ναυάγιο, έχει μόνο αγώνα επιβίωσης, χωρισμούς, σμιξίματα, οικογενειακές μαζώξεις, φιλικές συναθροίσεις, αγωνίες για τα παιδιά που μεγαλώνουν, έχει το σοκ της κρίσης, τον ανασχεδιασμό της ζωής, την προσαρμογή στα νέα δεδομένα που διαταράσσει τα σχέδια για ήσυχα συντάξιμα χρόνια, έχει τη νέα κοινωνικότητα που προκαλεί η ζωή του ναυτικού στη στεριά, έχει νέους φίλους, έχει μια νέα πολιτικοποίηση. Και στο τέλος έχει ένα έμφραγμα. Αλλά έχει και αγάπη, τόσο πολύτιμη και σπάνια, τόσο δύσκολα βιώσιμη στον αφρό της καθημερινότητας. Είναι η ιστορία του καθενός μας, είναι η ιστορία της διάσωσης του κοινωνικού μας ήθους μέσα στον ωκεανό της σκληρότητας και της εξατομίκευσης, είναι η ιστορία του Αδάμ και της Εύας, του Οδυσσέα και της Πηνελόπης, είναι η ιστορία του Ζορζ και της Αν, των ηρώων της «Αγάπης» του Χάνεκε, που έπειτα από δεκαετίες κοινής ζωής, προσπαθούν να διασώσουν τη σχέση τους από τον απρόσμενο «εισβολέα», το εγκεφαλικό. Όσοι έχουν δει την ταινία ίσως έχουν πειστεί γιατί ακόμη και μια δολοφονία μπορεί να είναι πράξη βαθιάς αγάπης.

                                   ****
Μια πράξη βαθιάς αγάπης αναζήτησε η Ελένη στον ακατάπαυστο θρήνο της για τον Νίκο. «Όχι στο χώμα, όχι στο παλιοχώμα, όχι στο βρομοχώμα, να τον ρίξουμε στη θάλασσα που λάτρευε, με τα ψαράκια. Στη θάλασσα…». Παράξενα πράγματα, την αγαπάει τη θάλασσα κι η Ελένη, κι ας την χώριζε από τον άντρα της το μεγαλύτερο διάστημα της κοινής του ζωής. Το παρατηρείς και στους τοίχους του σπιτιού, και στην αυλή, ένα σωρό καράβια, άλλα από ξύλα, άλλα από κομμάτια λαμαρίνας. «Στη θάλασσα με τα ψαράκια…» Ένας κλοιός ορθολογιστών, με καλές, φιλικές προθέσεις, αποκρούει δια της σιωπής του την έκκληση, η Σοφία κι η Δώρα, ανήσυχες για την αδελφή τους, ταλαντεύονται, «τι είν’ αυτά, να μη μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις με τον άνθρωπό σου, να πάμε να τον βγάλουμε τη νύχτα, να τον πάμε στη θάλασσα», ψιθυρίζει η Δώρα, αλλά όλοι κατά βάθος ξέρουν ότι δεν θα γίνει τίποτα, «ίσως αργότερα μια αποτέφρωση, ένα σκόρπισμα στη θάλασσα…», πετάει κάποιος, κάτι να λέμε τώρα, κανείς δεν μοιάζει να κυριολεκτεί, εκτός ίσως από την Ελένη. «Στη θάλασσα, με τα ψάρια».

                                      ****
Ο ορθολογισμός λέει ότι τον νεκρό δεν τον ενδιαφέρει διόλου πού θα τον βάλουν, στο χώμα, στη θάλασσα, στο βουνό, κάτω από ένα δέντρο, ολόκληρο ή στα εξ ων συνετέθη. Αλλά είναι η μικρή, η ελάχιστη ματαιοδοξία του ζωντανού να επιλέξει αν θα εναποθέσει το κουφάρι του στη δοξασία της μετά θάνατον ζωής, ή στη συμπαντική αρχή της διατήρησης της υλοενέργειας. «Άντε, σαν πεθάνω στο καράβι, ρίξτε με μεσ’ στον γυαλό, να με φάνε τα μαύρα τα ψάρια και το αρμυρό νερό». Υποθέτω πως αυτό το μικρασιάτικο εκφράζει την ειδική επιλογή των ανθρώπων της θάλασσας για την τύχη του σώματός τους, είναι η μουσική εκδοχή της τελευταίας τους βούλησης. Ούτε αυτή η ελευθερία είναι αυτονόητη. Τόσο που το σκέφτεσαι να δεσμεύσεις τους δικούς σου με κάποια μακάβρια εντολή, αν και όταν προκύψει η ανάγκη.

Ζηλεύω εκείνη την ινδική φυλή που τρέφεται με νεκρούς, πιστεύοντας ότι αντλεί δύναμη απ’ αυτούς, αλλά δεν θα το συμβούλευα για λόγους υγείας. Σκέφτομαι σαν εναλλακτική να μαγειρευτεί καλά η σάρκα μου και να ταϊστεί στ’ αδέσποτα σκυλιά- δεν θα έχουν καμιά αντίρρηση ή αποστροφή, η Δέσπω είπε πως κάτι ανάλογο ζητούσε ο πατέρας της-, αλλά δεν θα ήθελα να υποβάλω κανένα στην οδυνηρή διαδικασία, ούτε εγώ με τον υποκριτικό μου κυνισμό θα τ’ άντεχα. Μένει η καύση- καθαρή δουλειά, δεν αφήνει ίχνη, αλλά ακριβή ακόμη. Αλλά, αν το καλοσκεφτείς, όλα είναι μια οδυνηρή τελετουργία, ανούσια για τον νεκρό, βασανιστική για τους ζωντανούς. Οπότε, αδιάφορο μ’ αφήνει τι θα γίνει με το σώμα μου, κάνετέ το ό,τι θέλετε αν παραστεί ανάγκη ( εδώ,  φτύνω τον κόρφο μου κρυφά, άπιστη κι η απιστία μπροστά στον φόβο του θανάτου). Αλλά ύστερα, μαζευτείτε κάπου, φάτε καλομαγειρεμένα φαγητά, πιείτε κρασιά και μπίρες, πείτε όμορφα τραγούδια, κάντε το ξόδι σαν εκδρομή στη θάλασσα, θυμηθείτε τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα, τα σοβαρά και τα αστεία, τα καλά και τ’ άσχημα γιατί η μόνη κληρονομιά των νεκρών είναι η ανάμνησή τους, η μόνη περιουσία των ζωντανών είναι η μνήμη τους. Απλά πράγματα.

                             *****
Άρχισα απ’ τον εαυτό μου και σ’ αυτόν πάλι κατέληξα. Συγνώμη Ελένη, συγνώμη Νίκο, συγνώμη σ’ όλους αν σας μετέτρεψα σε αντικείμενο παρατήρησης, συγνώμη αν σας χρησιμοποίησα σαν πρόσχημα για να φλυαρήσω, για να ομφαλοσκοπήσω, για να παίξω με τις λέξεις, για να ψευτολογοτεχνίσω, δεν είχα πρόθεση, δεν είχα σκοπιμότητα. Και δεν έχω κατάθλιψη, απλώς επεξεργάζομαι τη θλίψη… Η διαχείριση των συναισθημάτων είναι η γυμναστική της σκέψης.
ΚΙΜΠΙ