Παραμονή εκλογών, με την αποχή-απόχη να τρέχει στις παραλίες γεμάτη νεανική αθωότητα ή ώριμη εκδικητικότητα, με τα αγωνιώδη διαφημιστικά μηνύματα του ευρωκοινοβουλίου και του υπουργείου Εσωτερικών να προσπαθούν να ξυπνήσουν τον πολίτη μέσα μας (ή το κτήνος…), και με τα προμηνύματα από τις πανευρωπαϊκές κάλπες να κατεδαφίζουν πολιτικά συστήματα αιώνων (όπως της Βρετανίας), ο τίτλος που επέλεξα είναι άκρως παρεξηγήσιμος. Κινδυνεύω να κατηγορηθώ για αντικοινοβουλευτισμό, για πρόκληση σε στάση κατά του πολιτεύματος, να κηρυχθώ εχθρός της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και να «σταυρωθώ»: από τους φιλελεύθερους ως οπαδός του ολοκληρωτισμού, από τους σοσιαλ-φιλελεύθερους ως προπαγανδιστής της χούντας και από τους αριστερο-φιλελεύθερους ως κήρυκας της πολιτικής αποστράτευσης. Έλα, όμως, που η συγκυρία και οι πρωταγωνιστές της έχουν βάλει τα δυνατά τους να καταστήσουν άκρως επίκαιρο και ρεαλιστικό το παλιό σύνθημα των αναρχικών.
Και η συγκυρία περιγράφεται ως εξής: στις κάλπες ο μέσος νεοέλλην ψηφοφόρος θα πρέπει, αφού πειστεί ότι έχει το παραμικρό νόημα να ψηφίσει, να επιλέξει αν ο Καραβέλας έχει δώσει τα σωστά ονόματα ως αποδέκτες του μαύρου χρήματος της Siemens, αν ο Ζαγοριανός έχει προφυλακίσει αρκετά μέλη της οικογένειάς του και συγκατηγορουμένους του, αν η Ντόρα είχε τους λόγους της να στείλει με τον αραμπά το τηλεγράφημα εκ Μοντεβιδέο, αν ο Καραμανλής είχε τους λόγους του ν’ αφήσει τη Ντόρα να γίνει ρόμπα, αν το σκάνδαλο αφορά περισσότερο το ΠΑΣΟΚ ή ακουμπά επαρκώς τη μητσοτακική ή την καραμανλική διακυβέρνηση, αν το ΚΚΕ έκανε πράγματι επαναστατικές μπίζνες με την «Γερμανός» ή είναι θύμα προβοκάτσιας, αν το πολιτικό χρήμα έχει αγγίξει και τον ΣΥΡΙΖΑ ή κάποια ευάλωτα στελέχη του, αν ο Καρατζαφέρης και ο ΛΑΟΣ του χρησιμοποιεί και πώς τις χλιδάτες γνωριμίες της επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου του, αν οι Οικολόγοι έχουν έκαναν πράγματι «πράσινες» μπίζνες πριν πάρουν θέση στο πολιτικό στερέωμα. Αν…αν…αν. Ο ψηφοφόρος, δηλαδή, πρέπει να αποφασίσει αν η εικόνα που αναδύει το κομματικό σύστημα είναι η μόνη φυσιολογική του κατάσταση κι επομένως θα πρέπει να εξοικειωθεί μ’ αυτήν, να την επιβραβεύσει, να την ανεχτεί. Ή να αντιδράσει στην ασφυκτική ηγεμονία της αγοράς επί της δημοκρατίας, της οικονομίας επί της πολιτικής, της μίζας επί του κόμματος.
Αν συνθέσουμε τον καταιγισμό σκανδάλων και αποκαλύψεων της τελευταίας εξαετίας για τις σχέσεις της φαιάς πολιτικής με το μαύρο χρήμα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι όχι μόνο έχει μείνει ακλόνητη η θέση των «πέντε νταβατζήδων που κυβερνούν την Ελλάδα», αλλά στο νταβατζιλίκι αυτό τα κόμματα δεν έχουν απλά το ρόλο του θύματος, της καταπιεσμένης πόρνης, αλλά του νταβά των πολιτών. Η σχέση, εν ολίγοις, έχει γίνει τριγωνική. Κόμματα και επιχειρηματικά λόμπι εναλλάσσονται στο ρόλο πελάτη και μαστροπού και μόνον οι πολίτες μοιάζει να απολαμβάνουν το ρόλο της χαρούμενης πόρνης.
Τον απολαμβάνουν; Όχι ακριβώς. Οι χαρούμενες πόρνες έχουν τσαντιστεί. Από το γκλαμουράτο Σίτι του Λονδίνου μέχρι την τριτοκοσμική Μενάνδρου της Αθήνας. Στη συγκυρία, βλέπετε, προστέθηκε το μελαγχολικό συμπέρασμα της παγκόσμιας έρευνας της «Διεθνούς Διαφάνειας» (έναντι της οποίας- οφείλω να ομολογήσω- είμαι λίαν καχύποπτος) ότι τα κόμματα είναι ο πιο διεφθαρμένος θεσμός των σύγχρονων κοινωνιών. Και ότι η Ελλάδα κάνει έναν θλιβερό πρωταθλητισμό στο πεδίο αυτό, αναδεικνυόμενη δεύτερη παγκοσμίως στη διαφθορά των κομμάτων μετά τη Νιγηρία. Αυτή η διάχυτη αίσθηση των πολιτών ότι τα κόμματα-και, φυσικά, πρωτίστως τα κόμματα εξουσίας- είναι μηχανισμοί έκθετοι στον εκμαυλισμό από κέντρα οικονομικής ισχύος και επιχειρηματικά λόμπι, αντιστοιχεί και στις καταγραφές πανευρωπαϊκών και εγχώριων δημοσκοπήσεων που αποτυπώνουν είτε την απροθυμία των ψηφοφόρων να νομιμοποιήσουν το πολιτικό παιχνίδι, είτε την πίστη τους στον «Κανένα»: Ο «κανένας» εξακολουθεί να θεωρείται από το ένα τρίτο των ψηφοφόρων ο μόνος κατάλληλος για την διακυβέρνηση, ακόμη και στην υπερπολιτικοποιημένη Ελλάδα, δυο-τρία εικοσιτετράωρα προ της κάλπης.
Το φαινόμενο είναι ανησυχητικό και οδηγεί πράγματι ακόμη και σε ολοκληρωτικές ατραπούς. Αλλά, οφείλουμε να το κοιτάξουμε κατάματα. Έχει περάσει μια δεκαετία ενοχλητικής δημόσιας φλυαρίας για τη διαφάνεια στη σχέση οικονομίας και πολιτικής. Από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι την Ασία, τα νομικά συστήματα έχουν υπερφορτωθεί με δρακόντεια μέτρα ελέγχου της διαφθοράς και του μαύρου χρήματος, ενίσχυσης της διαφάνειας και της δημόσιας λογοδοσίας κρατικών και ιδιωτικών φορέων της οικονομίας. Οι δικαστικές αρχές, άλλοτε στο όνομα της δημόσιας ασφάλειας και άλλοτε στο όνομα της δημόσιας ηθικής, έχουν στα χέρια τους νομικά όπλα που φλερτάρουν επικίνδυνα με την πλήρη καταστρατήγηση ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων. Κάθε συναλλαγή μας με τράπεζα είναι κατ’ αρχήν ύποπτη αν δεν αποδεικνύεται καταλεπτώς το «πόθεν έσχες» και της πιο φυσιολογικής αποταμίευσης. Ακόμη και ο υπάλληλος του γκισέ είναι εκτεθειμένος στο δικαστικό έλεγχο για το ύποπτο χρήμα. Ένας πολυπλόκαμος μηχανισμός διεθνούς αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας είναι επίσης έτοιμος να αστυνομεύσει τις γκρίζες ζώνες του παγκοσμιοποιημένου χρήματος. Ακόμη και το τραπεζικό απόρρητο, αυτό το Άγιο Δισκοπότηρο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, τελεί υπό αίρεση. Κάθε δημόσια προμήθεια, για μια καρφίτσα ή ένα μαχητικό αεροσκάφος, ανατίθεται με διαγωνισμούς στους οποίους έχουν δοκιμαστεί όλοι οι δυνατοί μαθηματικοί τύποι που καθιστούν αδύνατη την διαμεσολάβηση του αργυρώνητου κρατικού λειτουργού και του φαταούλα ιδιώτη προμηθευτή. Και ένα πολυδαίδαλο σύστημα «Ανεξάρτητων Αρχών» έχει αναπτυχθεί για να στεγανοποιήσει το κράτος από την «υγρασία» της συναλλαγής. Κι όμως, όλο αυτό το παγκόσμιο οπλοστάσιο της «αποστείρωσης» δεν έχει καταφέρει να αποθαρρύνει ούτε στο ελάχιστο τους συντελεστές του παιχνιδιού της διαπλοκής: τους πολιτικούς και τους επιχειρηματίες, τα κόμματα και τις επιχειρήσεις.
Για τον δεύτερο πόλο αυτής της νοσηρής σχέσης, έχουμε περίπου αποφασίσει ότι το χούι δεν κόβεται. Το έξυπνο χρήμα χρησιμοποιεί και πάλι χρήμα για να κόψει δρόμο προς νέο χρήμα. Το πρόβλημα είναι με τον άλλο πόλο του συστήματος. Την πολιτική, τα κόμματα που ακόμη κι όταν επενδύουν στην επαγγελία της διαφάνειας και του «υγιούς ανταγωνισμού», μοιάζουν ανίκανα να βγουν από το φαύλο κύκλο της μίζας και της εξαγοράς. Και, εξελισσόμενα σε υποχείρια του έξυπνου χρήματος, χάνουν την ελάχιστη αυτονομία που είναι προϋπόθεση μιας αξιόπιστης λειτουργίας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Από διαμεσολαβητές των κοινωνικών στρωμάτων και διαχειριστές των αντιθέσεων και συνθέσεών τους, εξελίσσονται σε λόμπι συμφερόντων. Τελικά γίνονται κυριολεκτικά νταβάδες των πολιτών.
Μήπως τελικά το «δημοκρατικό έλλειμμα» που εντοπίζουμε με βαθυστόχαστο ύφος στις γερασμένες δημοκρατίες μας δεν έχει να κάνει μόνο με την άλωση της πολιτικής από την οικονομία, αλλά με τη γήρανση των ίδιων των κομμάτων ως θεμελίων του κοινοβουλευτισμού; Μήπως οι κοινωνίες βρίσκονται σε αναζήτηση άλλων μορφών συλλογικότητας για τη συμμετοχή τους στην πολιτική και στους θεσμούς αντιπροσώπευσης; Μήπως η ανάκτηση της αυτονομίας της πολιτικής περνά από την υπέρβαση των κομμάτων όπως τα γνωρίζουμε σήμερα, ως στρατηγεία επιτελών του αρχηγού, σέχτες επαγγελματιών πολιτικών, στρατούς εφόδου στο κράτος, άκαμπτες, ιεραρχικές πυραμίδες εξουσίας, αποκομμένες ακόμη και από την παραδοσιακή σχέση «πελατείας» με το εκλογικό κοινό; Μήπως οι πολιτικές συλλογικότητες του 21ου αιώνα απαιτούν πολλά επίπεδα δημοκρατικής νομιμοποίησης που να αντιστοιχούν στοιχειωδώς στη σύνθετη πραγματικότητα των κοινωνιών, των τάξεων και των στρωμάτων; Μήπως τα απολιθώματα της Γαλλικής Επανάστασης έκλεισαν τον κύκλο τους και οι κοινωνίες έχουν ανάγκη από νέες μορφές πολιτικής διαμεσολάβησης;
Αυτά τα ρητορικά «μήπως» αφορούν με έναν τρόπο σχεδόν αυτονόητο την Αριστερά, που στις πικρές εμπειρίες εξουσίας διαπίστωσε πόσο εύκολα, πόσο γρήγορα και χωρίς διαμεσολάβηση μαύρου χρήματος τα ιεραρχικά κόμματα της «επανάστασης» εκφυλίστηκαν σε μηχανισμούς απεχθούς εξουσίας. Αλλά, τα ίδια ρητορικά «μήπως» αφορούν ακόμη και τα συστημικά κόμματα, τις καθεστωτικές ή μεταρρυθμιστικές πολιτικές δυνάμεις. Αν μείνουν στα αζήτητα των ψηφοφόρων, αν χάσουν τη διαμεσολαβητική τους ισχύ και πνιγούν στην πολιτική απάθεια, θα χαθούν στη διαχειριστική ανικανότητα, θα εγκαταλειφθούν ακόμη και από τις οικονομικές ελίτ. Και τελικά θα ξεμείνουν και από πελάτες και από χαρούμενες πόρνες και από μπαξίσια.
No comments:
Post a Comment