Το πετρέλαιο άρχισε να με απασχολεί στο τέλος της εφηβείας μου. Αν θυμάμαι καλά, δεν με είχε κλονίσει τόσο η ίδια η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, μόλις ξέσπασε η ιρανική επανάσταση, όσο η τουρκική συμμετοχή στο διαγωνισμό της Γιουβίζιον, όπου η μελαχρινή αοιδός Άιντα Πεκάν τραγουδούσε το μιξο-φρυξο-λύδιο άσμα «Αman Petrol». Μεγάλο σουξέ τότε, το 1980, λόγω επικαιρότητας. Για την επίδοσή του τραγουδιού στο διαγωνισμό δεν θυμάμαι κάτι. Ηταν ακόμη μια πετρελαϊκά αθώα εποχή για τους νεοέλληνες. Οι περισσότεροι δεν διέθεταν αυτοκίνητο, τα καλοριφέρ στις πολυκατοικίες έκαιγαν με αυστηρό ωράριο, οι σόμπες πετρελαίου ζέσταιναν ακόμη αρκετά σπίτια και στα χωριά τα κούτσουρα ήταν η κύρια καύσιμη ύλη για τις στόφες, πριν ξαναγίνουν μόδα τα τζάκια στα μικροαστικά διαμερίσματα των πόλεων. Ακόμη και οι υπουργοί Οικονομίας (Συντονισμού τότε) της χώρας όπου ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα (η οποία, σημειωτέον, δεν είναι καλό καύσιμο), ακόμη και οι διοικητές της ΔΕΗ που χρησιμοποιούσε το πετρέλαιο σαν θαλασσινό νερό, αντιμετώπιζαν τις πετρελαϊκές κρίσεις σαν ένα πρόβλημα εντελώς εξωτικό.
Στο μεταξύ ωριμάσαμε- σιτέψαμε μάλιστα- αποκτήσαμε δύο-τρία αυτοκίνητα ανά οικογένεια, έχουμε αυτόνομη θέρμανση στα σπίτια μας (η «αυτονομία» αυτή είναι ίσως ο σαρκαστικότερος, καθημερινός ευφημισμός της ενεργειακής μας εξάρτησης) και ανακαλύψαμε, εντελώς καθυστερημένα, ότι το καύσιμο του οικονομικού μας πολιτισμού έχει εισχωρήσει σε κάθε συναλλαγή, σε κάθε αθώα ή πονηρή μας απόλαυση. Εγινε ταυτόχρονα το μέσο που συνδέει μια δραστηριότητα ρουτίνας- το γύρισμα του κλειδιού στο αυτοκίνητο, το άναμμα της κουζίνας, το πάτημα του διακόπτη του ασανσέρ- με γεγονότα κοσμοϊστορικά: τον πόλεμο στο Ιράκ, τη γέννηση νέων εθνών και κρατών, γενοκτονίες, γεωπολιτικά εγκλήματα, διπλωματικές αλητείες.
Ακόμη κι αν όλα αυτά μας φαίνονται πολύ συνωμοτικά για να τα εντάξουμε στο παζλ του πετρελαϊκού γρίφου, υπάρχει το πολύ πιο απτό επιχείρημα: ο τρόπος που το καύσιμο της ζωής μας καίει τον ατομικό και συλλογικό πλούτο αλλά και το οξυγόνο που αναπνέουμε.
Υπάρχει μια σχιζοφρενική αντίφαση σ΄αυτές τις δύο τελευταίες διαστάσεις της πετρελαϊκής οικονομίας. Απ’ τη μια πλευρά, όλοι γνωρίζουν και αναγνωρίζουν –ακόμη και η αμερικανική Γερουσία, που ουδείς μπορεί να της καταλογίσει αντιπετρελαϊκά αισθήματα- ότι η βιομηχανία εξόρυξης, διύλισης και μεταφοράς του πετρελαίου, μαζί με όλα τα επενδυτικά κεφάλαια που τζογάρουν στο καύσιμο του πολιτισμού μας, έχουν μετατραπεί στο πιο ληστρικό, επιθετικό και αδίστακτο τμήμα του καπιταλισμού-καζίνο. Και μετατρέπουν σε υπεραξίες την αγωνία για τα πετρελαϊκά αποθέματα. Την ίδια στιγμή, ελάχιστοι πια σ’ αυτό τον πλανήτη δεν έχουν πειστεί ότι το πετρέλαιο και όλα τα παράγωγά του συνδέονται με το ισχυρότερο ενδεχόμενο περιβαλλοντικής καταστροφής, τουλάχιστον από την άποψη της επιβίωσης του ανθρώπινου είδους. Αλλά, η αγωνία για τις δραματικές αλλαγές στο κλίμα της γης καθόλου δεν συνάδει με την αγωνία για τα πετρελαϊκά αποθέματα. Είναι δυο αλληλοαναιρούμενες αγωνίες. Πρέπει να αποφασίσουμε ποια είναι η σημαντικότερη.
Με όρους οικολογίας βάθους, έχουμε φτάσει στο σημείο μηδέν. Καταναλώνουμε μέχρι τελευταίας ρανίδος έναν πόρο που δημιουργήθηκε στο υπέδαφος της γης πριν από 400 εκατομμύρια χρόνια. Δισεκατομμύρια τόνοι μικρών και μεγάλων οργανισμών, από πανύψηλα δένδρα μέχρι απειροελάχιστες αμοιβάδες αποσυντέθηκαν κάτω από στρώματα αλατούχου ύδατος για να συνθέσουν το ορυκτό που ρυθμίζει τη ζωή μας. Εχουμε καταφέρει, στα μόλις 150 χρόνια συστηματικής εξόρυξης, να σπαταλήσουμε τουλάχιστον το ένα τρίτο της ποσότητας πετρελαίου που έκρυβαν τα υπόγεια «πηγάδια»: ένα τρισεκατομμύριο βαρέλια. Ισως άλλα δύο τρισεκατομμύρια περιμένουν την άντλησή τους, αλλά το πιθανότερο είναι ότι ένα μικρό μέρος τους θα γίνει τελικά καύσιμο, λόγω ασύμφορης ή τεχνικά αδύνατης εξόρυξης. Αλλά, αν καταφέρουμε και κάψουμε έστω τα μισά τις επόμενες δεκαετίες, θα έχουμε επιτύχει ένα πραγματικό ολοκαύτωμα στην ατμόσφαιρα του πλανήτη. Θα μπορούσε να πει κανείς την κοινοτοπία περί εκδίκησης της φύσης, αλλά είναι πολύ μεταφυσικό για να το υποστηρίξω. Αρκούμαι στην οικονομία της φύσης, που έχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία δημιουργικής καταστροφής.
Από κάθε άποψη, λοιπόν, έχει έρθει το τέλος της πετρελαϊκής οικονομίας. Είτε μέσω μιας τελικής ενεργειακής κρίσης που θα καταστρέψει εθνικές οικονομίες και θα βυθίσει στη φτώχεια έθνη και κοινωνίες. Είτε μέσω της περιβαλλοντικής κρίσης, που θα παραγάγει περίπου τα ίδια αποτελέσματα. Παραδόξως, από άποψη χρονοδιαγραμμάτων αυτές οι δύο κρίσεις περίπου ταυτίζονται. Είναι υπόθεση των επόμενων δύο-τριών δεκαετιών. Τότε υπολογίζεται ότι τα τελευταία κοιτάσματα πετρελαίου θα έχουν στερέψει. Τότε, επίσης, υπολογίζεται ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη θα είναι μια εφιαλτική καθημερινότητα.
Η μία λύση είναι να αφήσουμε τα δύο φαινόμενα να εξελιχθούν και να συμπέσουν- αν εξαιρέσει κανείς τη «λεπτομέρεια» της τύχης του ανθρώπινου είδους, το «σύνδρομο» θα αποτελέσει ένα νέο ξεκίνημα για τον ατυχή πλανήτη, που ίσως δώσει την ευκαιρία σε ένα άλλο είδος να τον κυριαρχήσει. Ενδεχομένως στις εξαιρετικά ανθεκτικές κατσαρίδες. Η άλλη λύση είναι να διακόψουμε εδώ και τώρα, στην κορύφωσή της, την «καμπύλη καμπάνας» που, όπως λένε οι ειδικοί της τεχνικής ανάλυσης, ακολουθεί η προσφορά πετρελαίου. Τα περαιτέρω θα είναι αποτέλεσμα της ηλίθιας ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης πετρελαίου- διότι υπάρχει ισορροπία και αποδεικνύει κι αυτή ότι ο περίφημος νόμος που καθορίζει τις τιμές των αγαθών έζησε και πέθανε στον αγνό, εγχειριδιακό καπιταλισμό του Ανταμ Σμιθ. Αφού ο ΟΠΕΚ ανταποκρίνεται με αύξηση της παραγωγής του σε κάθε πίεση των μεγάλων οικονομιών, σε κάθε φόβο για αύξηση της ζήτησης, για βαρύ χειμώνα, για γεωπολιτική αστάθεια, για τυφώνες, τότε γιατί οι traders αγοράζουν σαν τρελοί όλο και ακριβότερα τα πετρελαϊκά συμβόλαια; Προφανώς, όχι από αγωνία για τις ενεργειακές ανάγκες μας.
Είναι δεδομένο ότι στην πλευρά της προσφοράς γίνεται κάθε τι νοητό και αδιανόητο για να εξασφαλιστεί αδιάκοπη ροή καυσίμου μέχρι το ντεπόζιτο του αυτοκινήτου μας και τον καυστήρα του καλοριφέρ μας. Γίνονται πόλεμοι, αντιτρομοκρατικές εκστρατείες, εμφύλιοι, γενοκτονίες, αφανίζονται οι τελευταίες παρθένες περιοχές του πλανήτη, οι τελευταίοι αρχέγονοι πληθυσμοί που διασώζουν το μυστικό της συμφιλίωσης με τη φύση. Όλα για τις άπληστες ενεργειακές μας ανάγκες.
Μένει να γίνει, λοιπόν, κάτι στην πλευρά της ζήτησης. Μια μικρή επανάσταση, ακήρυχτη κι αθόρυβη, που θα δώσει ένα όσο το δυνατόν ήσυχο τέλος στην πετρελαϊκή εποχή. Ξεχάστε την τιμή του πετρελαίου. Σκεφτείτε απλώς με τι μπορεί να το αντικαταστήσουμε. Λάδι φάλαινας; Σπαρματσέτα; Καυσόξυλα; Υδρογόνο; Ηλιακούς συλλέκτες; Ανεμογεννήτριες; Ισως, αλλά καμιά τεχνολογικά εναλλακτική λύση δεν εξασφαλίζει ότι και ο νέος ενεργειακός πόρος δεν θα γίνει χρηματιστηριακό προϊόν για να μας βάλει σε νέο φαύλο κύκλο. Είναι πολλά τα λεφτά, φίλε μου. Η πετρελαϊκή βιομηχανία γεννήθηκε σε μιαν ανύποπτη εποχή, στο Titusville της Πενσυλβάνια, όχι τόσο χάρη στην εύρεση μιας πρόσφορης τεχνικής εξόρυξης, όσο χάρη στο γεγονός η τιμή του ορυκτού διακυμάνθηκε μέσα σε ελάχιστους μήνες από τα δέκα δολάρια μέχρι τα δέκα σεντς και αντίστροφα. Η οσμή του κέρδους κι όχι του πετρελαίου κινητοποίησε τα μεγάλα αρπακτικά, από τον φιλάνθρωπο Ροκφέλερ μέχρι τον φιλότεχνο Ρότσιλντ. Δεν ήταν το καύσιμο που διαμόρφωσε την τιμή του. Ηταν η τιμή που έκανε το καύσιμο τόσο απαραίτητο σε κάθε αμερικανό και ευρωπαίο πριν ένα αιώνα, σε κάθε κάτοικο του πλανήτη σήμερα. Να είστε σίγουροι, λοιπόν, ότι ο καπιταλισμός-καζίνο μπορεί να κάνει το ίδιο με τον αέρα, το θαλασσινό νερό ή τις ακτίνες του ήλιου.
Τι μένει, λοιπόν, σαν εναλλακτική λύση στα χέρια της αδύναμης πλευράς της ζήτησης, δηλαδή σε μας; Η λύση της ενεργειακής αποχής. Μια παγκόσμια συνωμοσία εγκράτειας για ένα- δύο χρόνια θα βύθιζε το πετρέλαιο στο επίπεδο της «δίκαιης τιμής»- οι ειδικοί την ορίζουν περίπου στα 45 δολάρια. Και θα ωθούσε τους κερδοσκόπους της ενέργειας να αναζητήσουν την επόμενη φιλοσοφική λίθο. Χρειάζεται να αντιπαρατάξει κανείς στο μονόδρομο της ταχύτητας την απόλαυση της βραδύτητας.
Χρειάζεται επίσης μια ισχυρή δόση ηθικής σ’ αυτή την εξέγερση της ζήτησης. Και μια ανεκτή δόση στέρησης. Την αντέχουμε; Ή θα λιποθυμήσουμε στο πρώτο χιλιόμετρο βαδίσματος που θα κάνουμε, αφήνοντας το αυτοκίνητο στο γκαράζ;
Συνομήλικοι λοιπόν αγαπητέ ΚΙΜΠΙ. Τότε στα τέλη του '70 ξεκίναγα σπουδές Χημείας με τις καλύτερες προοπτικές επαγγελματικής καριέρας και μέχρι να βγω από τη Σχολή ο κλάδος, όπως και πολλοί άλλοι, ανακάλυπταν την ανεργία. Ας όψονται τα πετρέλαια.
ReplyDeleteΑδικείτε όμως τους συμπολίτες μας. Διανύουν πολλά χιλιόμετρα και με εντονότατο βηματισμό, κάθιδροι στους διαδρόμους των γυμναστηρίων, ως πειραματόζωα μπροστά στη βιτρίνα. Είναι και το άλλο. Φαντασθείτε να βγούμε όλοι πεζοί στους δρόμους. Θα υπάρξει εφιαλτική συμφόρηση στα πεζοδρόμια. Ή τέλος πάντων σ'αυτό που καταχρηστικά ονομάζουμε πεζοδρόμιο στην Αθήνα. Μην τους βάζετε τέτοιες ιδέες. Ήδη δυσκολεύομαι πολύ στο περπάτημα ανάμεσα σε ποικίλα εμπόδια.
Συνεχίστε πάντως να είστε υπονομευτικός. Keep talking...