Η Εφημερίδα των Συντακτών, 12-13/11/2022
Α, ναι, υπήρχε και η εποχή του "Αυστηρώς Ακατάλληλον" στην Αθήνα. |
Εδώ που τα λέμε, χωριό είναι ακόμη η Αθήνα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Τουλάχιστον στο κέντρο της δύσκολα χάνεται ο μέσος άνθρωπος. Ακόμη και ο μέσος τουρίστας σχετικά εύκολα προσανατολίζεται με τη βοήθεια των οδηγών. Δυο-τρεις οδικοί άξονες είναι αρκετοί για να βρεθείς σε οποιοδήποτε σημείο του ιστορικού αλλά και του ανιστόρητου -ελέω ανελέητου ρίαλ εστέιτ- κέντρου: Συγγρού (ή Ηλιουπόλεως)-Αμαλίας-Πανεπιστημίου-Πατησίων και αντιστρόφως Πατησίων-Σταδίου-Φιλελλήνων-Αμαλίας-Συγγρού (ή Βουλιαγμένης). Βάλε κι αυτόν που έρχεται από τα βόρεια, Κηφισίας-Β. Κωνσταντίνου-Β. Σοφίας, και καθάρισες. Αυτούς τους εύκολα προσβάσιμους οδικούς άξονες, που μέχρι πριν από τρία χρόνια κάπως τσουλάγανε για τα οχήματα και περπατιόντουσαν για τους πεζούς, η τρίτη γενιά Μητσοτάκηδων που έχει καταλάβει την πόλη αποφάσισε να μετατρέψει σε κόλαση μποτιλιαρισμάτων από Στύλους μέχρι Χαυτεία και αντίστροφα. Στο μεταξύ ο Μεγάλος Περίπατος του Κώστα, που την έχει δει Οσμάν και νόμιζε πως θα κάνει την Πανεπιστημίου βουλεβάρτο των Ηλυσίων και την Αθήνα Παρίσι του Νότου, έχει εξελιχθεί σε κάτι μεταξύ μικρού απόπατου και διαδρόμου σύγχυσης. Ωραίο να καθαρίζεις μια ολόκληρη θητεία στον μεγαλύτερο δήμο της χώρας με ένα ατελές μνημείο α-σχημίας.
Αλλά η αλήθεια είναι πως ο μικρομέγαλος περιπατο(από)πατος είναι αυτό που αναλογεί στην άλωση της Αθήνας από το επιθετικό, τουριστικό-εμπορικό ρίαλ εστέιτ. Το οποίο επιτίθεται με πραγματικό μίσος στην πόλη, τη μορφή της, τις ομορφιές και τις ασχήμιες της, τα τοπόσημά της και τους κατοίκους της. Κάθε πόλη δεν είναι απλώς δρόμοι, έστω και κακά ρυμοτομημένοι, κτίρια, μνημεία, όγκοι από μπετόν, γυαλί κι ατσάλι εναλλασσόμενοι με πομπώδη μνημεία νεοκλασικισμού, που ήρθε και επιβλήθηκε στους Νεοέλληνες μέσω Βαυαρίας, αλλά οι ανυποψίαστοι τουρίστες σπεύδουν και φωτογραφίζονται σε αυτά νομίζοντας ότι είναι δημιουργήματα απογόνων του Φειδία, του Μνησικλή και του Καλλικράτη. Η πόλη είναι οι άνθρωποι, η διαδοχή των γενιών που κατέλαβαν τον δημόσιο και ιδιωτικό χώρο, είναι οι κάτοικοί της, αυτόχθονες ή έποικοι ή μετανάστες, είναι οι άνθρωποι και οι μνήμες τους από ιστορικά γεγονότα ή μικρές ιδιωτικές στιγμές που έζησαν σε έναν δρόμο, σε ένα εστιατόριο, ένα παγκάκι, μια κινηματογραφική αίθουσα.
Ο ολετήρας του ρίαλ εστέιτ και της τουριστικής-ξενοδοχειακής άλωσης της Αθήνας οδηγεί σε μια νέα όχι απλώς στεγαστική, αλλά βιοτική για τους κατοίκους της κρίση που θα κάνει την περίοδο της καραμανλικής αντιπαροχής να μοιάζει ρομαντική παρένθεση. Η κυβέρνηση, ενδεχομένως και το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού συστήματος κι ένας μεγάλος κύκλος επιχειρηματικών συμφερόντων βλέπουν μια τεράστια ευκαιρία κερδοσκοπίας -ή «ανάπτυξης»- στη μετατροπή της Αθήνας από πέρασμα σε τουριστικό προορισμό. Και δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό να μετατρέψουν το μεγάλο απόθεμα κτιρίων σε μαγιά μιας αρχιτεκτονικής Βαβέλ κυρίως τουριστικής χρήσης.
Το σαρκαστικό σύνθημα της δεκαετίας του '80 στους τοίχους της πόλης, το «Εξω οι βλάχοι από την Αθήνα» -πολύ πριν μας ξεβλαχέψει ο Κωστόπουλος, που δεν είχε τότε κανένα νόημα αφού αν έφευγαν οι μη γηγενείς, η πόλη θα ξαναγινόταν χωριό 20.000 Γκάγκαρων-, τώρα αποκτά μια απειλητική υπόσταση. Ο τουριστικός ολετήρας μάς απειλεί με εκτοπισμό.
Τα πήρα στο κρανίο ακούγοντας την είδηση ότι ο ΕΦΚΑ σκοπεύει να δώσει για ξενοδοχείο ή εμπορικό κέντρο το Αστορ και το Ιντεάλ. Κι επειδή τα κτίρια, τα τοπόσημα και οι επωνυμίες είναι κυρίως οι ανθρώπινες μνήμες, θυμήθηκα όταν ήμουν νήπιο ακόμη, δεκαετία ’60, με πόση λαχτάρα περίμενα την «τυροπιτούλα απ’ το Ιντεάλ», από το εστιατόριο που «συγκατοικούσε» με το σινεμά, που έφερνε καμιά φορά ο πατέρας μου γυρίζοντας από το κέντρο της Αθήνας. Αυτή η «τυροπιτούλα» έγινε η αρχή ενός δεσμού με το ιστορικό κέντρο της Αθήνας, που αργότερα έγινε σινεμά, θέατρο, σχολή, διαδήλωση, οδήγηση, δουλειά, παρέες, σχέσεις. Ο ολετήρας δεν περνά μόνο πάνω από κτίρια, αλλά και από μια εποχή τους και τους ανθρώπους της.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΊΑ
Εχω ζήσει σε πολλές πόλεις, Μερικές από αυτές -το Σύντνεϋ, τη Νέα Υόρκη- τις αγάπησα πολύ, κι ευχαρίστως θα τις ξανάβλεπα για λίγο, έστω και μια φορά στα πέντε χρόνια. Αλλ’ όση ζωή μού μένει ακόμα, εδώ προπάντων, στην Αθήνα θα 'θελα να ζήσω, κι εδώ, όταν έρθει κάποτε κι εκείνη η ώρα, εδώ να τελειώσω τις μέρες μου. Κι εκτός αν συμβεί τίποτα απρόοπτο, μάλλον έτσι θα γίνει - κάποια στιγμή που ο πληθυσμός της θα πλησιάζει τα πέντε εκατομμύρια, πεντέμισι στην αιχμή της τουριστικής περιόδου. Ως τότε, σκέφτομαι καμιά φορά, δε θα 'χει απομείνει τίποτα από την Αθήνα που αγάπησα. Μα κάτι μέσα μου λέει πως ίσως και να 'χω κι άδικο. Γιατί -εκτός κι αν γίνει κάποια μεγάλη, κοσμογονική αλλαγή- θα μένουν πάντως για πολύ καιρό ακόμα, για πάντα ελπίζω, ο Λόφος του Λυκαβηττού και ο Λόφος του Φιλοπάππου. Ως τότε βέβαια, θα 'χουν «αξιοποιηθεί από κάποια κακόγουστη δημοτική ή κρατική υπηρεσία ή θα 'χουν μαντρωθεί με συρματοπλέγματα.
Κώστα Ταχτσή, «Η γιαγιά μου η Αθήνα» (1979)
No comments:
Post a Comment