Η Εφημερίδα των Συντακτών, 10-11/6/2023
Τα πράγματα είναι απλά –ή έτσι τουλάχιστον μου φαίνονται εμένα. Πριν από καμιά δεκαετία, όταν ήμασταν στην κορύφωση της ελληνικής και ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, ακόμη και τα «ιερατεία» των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης ένιωσαν τους μικρούς Κέινς που έκρυβαν στη νεοφιλελεύθερη καρδιά τους να φτερουγίζουν και σκέφτηκαν πως δεν γίνεται εσαεί να διασώζουν και να προφυλάσσουν τα golden boys and girls της χρηματοπιστωτικής ελίτ, τις τράπεζες, τους άπληστους διαχειριστές του έξυπνου χρήματος, τους αργόσχολους που πλούτιζαν από τις ποικίλες φούσκες μετοχών, ομολόγων, παραγώγων, ακινήτων, προθεσμιακών καταθέσεων, οπότε αποφάσισαν να θυσιάσουν καμπόσους από αυτούς. Οχι από κάποια συμπόνια για τους πληβείους που τσακίζονταν από την κρίση με απώλεια εισοδημάτων, περιουσιακών στοιχείων, θέσεων εργασίας και ραγδαία φτωχοποίηση. Αλλά για λόγους αυτοπροστασίας του συστήματος.
Η αρχή και το μεγάλο πείραμα έγινε στην Ελλάδα, το πειραματόζωο της κρίσης, με το περίφημο PSI, το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων το 2012. Φυσικά, τις μεγάλες απώλειες τις υπέστησαν τα ασφαλιστικά ταμεία και οι ελληνικές τράπεζες –για να σωθούν οι γαλλικές, γερμανικές και άλλες ευρωπαϊκές που έκαναν παιχνίδι με το ελληνικό χρέος–, αλλά αρκετές χιλιάδες ομολογιούχοι υπέστησαν κι αυτοί τη μεγάλη κουρά των προβάτων. Είχε προηγηθεί η Ισλανδία, που άφησε τις τράπεζες να καταρρεύσουν με μεγάλη χασούρα για τους καταθέτες, αλλά με ηθική ανταμοιβή τη φυλάκιση μερικών τραπεζιτών· αλλά ήταν στην Κύπρο που επισήμως το ευρωπαϊκό «ιερατείο» παραβίασε τα ιερά και τα όσια του τραπεζικού ευαγγελίου κουρεύοντας δραστικά τις καταθέσεις. Στη συνέχεια, αυτό έγινε και πανευρωπαϊκός νόμος, η περίφημη Οδηγία bail in, που σημαίνει ότι καμιά τραπεζική διάσωση δεν γίνεται χωρίς πρώτα να πληρώσουν οι μέτοχοί της, οι ομολογιούχοι της και, στο τέλος, και οι καταθέτες της, τουλάχιστον οι πιο μεγάλοι απ’ αυτούς. Αν και αυτή η ευρωπαϊκή Οδηγία δεν έχει μέχρι στιγμής εφαρμοστεί –αντίθετα, οι ελληνικές τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν (δηλαδή διασώθηκαν) με 50 δισ. ζεστό χρήμα των φορολογουμένων, υπό εξόφληση μέχρι το 2070–, αποτελεί ίσως την πιο απρόσμενη προσχώρηση της ευρωπαϊκής νομενκλατούρας στην πρόταση του Τζον Μέιναρντ Κέινς, από την περίοδο του Μεσοπολέμου, υπέρ της «ευθανασίας του ραντιέρη».
Ραντιέρης ίσον εισοδηματίας. Από τη γαλλική λέξη rentier ή την αγγλική renter. Ο Κέινς, ταράζοντας τα νερά της αστικής πολιτικής οικονομίας τη δεκαετία του 1920, είχε στον νου τους αργόσχολους εισοδηματίες του τόκου και γι’ αυτό τασσόταν υπέρ μιας πολιτικής χαμηλών επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες και υψηλού πληθωρισμού που θα καθιστούσαν όσο το δυνατό πιο περιττούς τους εισοδηματίες του τόκου. «Είναι χειρότερο –έγραφε το 1923– να προκαλέσουμε ανεργία μέσω του αποπληθωρισμού σε έναν κόσμο που ήδη υποφέρει από τη φτώχεια, από το να δυσαρεστήσουμε τον ραντιέρη που ζει από τους τόκους».
Ο Κέινς, ζώντας στην πατρίδα της τραπεζικής πίστης, τη Βρετανία, διέβλεπε τον διαβρωτικό ρόλο της και επεδίωκε την απελευθέρωση του «παραγωγικού» από την ηγεμονία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Δεν είχε την παραμικρή αντικαπιταλιστική πρόθεση. Ηθελε απλώς να λειτουργήσει το χρήμα-κεφάλαιο υπέρ των «λειτουργικών καπιταλιστών».
Αν και οι απόψεις του Κέινς υπήρξαν δημοφιλείς στις πολιτικές ελίτ της Δύσης για δεκαετίες, υιοθετήθηκαν μόνο α λα καρτ. Και χωρίς επιτυχία. Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο όχι μόνο δεν υποβλήθηκε σε «ευθανασία», αλλά γιγαντώθηκε ανεξέλεγκτα και οι ραντιέρηδες δεν είναι μόνο μερικές χιλιάδες αργόσχολοι εισοδηματίες που παίζουν με τις αγορές μετοχών, ομολόγων, νομισμάτων, προθεσμιακών καταθέσεων και συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης σε κάθε υλικό ή άυλο αγαθό –από το σιτάρι μέχρι τα κρυπτονομίσματα–, αλλά κολοσσιαία κεφάλαια, διεθνείς τραπεζικοί όμιλοι, hedge funds, επενδυτικές εταιρείες, διαχειριστές συνταξιοδοτικών ταμείων.
Η παρένθεση που άνοιξε στην κορύφωση της κρίσης χρέους υπέρ της «ευθανασίας του ραντιέρη», με την παράδοξη συναίνεση νεοφιλελεύθερων, κεϊνσιανών ή νεο-κεϊνσιανών τεχνοκρατών της οικονομίας, εξαντλήθηκε στο «ξύλο» που έφαγαν μερικοί στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Υστερα, όχι μόνο έκλεισε βίαια, αλλά σήμερα ζούμε την απόλυτη αντιστροφή της κατάστασης. Οι μεν κεντρικοί τραπεζίτες φτύνουν στον τάφο του Κέινς και εφαρμόζουν τα ακριβώς αντίθετα της «συνταγής» του, ανεβάζοντας τα επιτόκια στον θεό εν ονόματι του πληθωρισμού, οδηγώντας έτσι σε ευθανασία όχι τους ραντιέρηδες του τόκου, αλλά τους δανειολήπτες. Οι δε κυβερνήσεις ετοιμάζονται να μοιράσουν πόνο στα φτωχότερα στρώματα, που θα κληθούν να πληρώσουν τα σπασμένα της πανδημίας και της αύξησης χρέους που αυτή απαίτησε.
Αλλά απ’ όλες τις κυβερνήσεις της Ευρώπης που αποκαθήλωσαν κακήν κακώς τον Κέινς από το εικονοστάσι τους, είναι ο Μητσοτάκης και το γαλάζιο οικονομικό επιτελείο που διεκδικεί επάξια τον τίτλο του κορυφαίου προστάτη κι ευεργέτη των ραντιέρηδων. Μέτοχοι, ομολογιούχοι, αεριτζήδες του real estate, επενδυτικοί «τουρίστες» καλούνται να κάνουν την αρπαχτή τους με το μικρότερο δυνατό φορολογικό κόστος, στο όριο της απαλλαγής στην περίπτωση των μερισμάτων, και με τη μεγαλύτερη δυνατή απόδοση. Η Ελλάδα του γαλάζιου Μωυσή είναι ο νέος παράδεισος των ραντιέρηδων, η όαση που εγγυάται την αθανασία των ίδιων και του πλούτου τους.
ΥΓ.: Ας πρόσεχαν κεϊνσιανοί και νεο-κεϊνσιανοί που έδειξαν υπερβολική ευπιστία στην προθυμία με την οποία η δεξιά του κεφαλαίου (το βιομηχανικό - παραγωγικό) θα δεχόταν τάχα τον ακρωτηριασμό της αριστεράς του (το χρηματοπιστωτικό). Αν είχαν ρίξει έστω μια φευγαλέα ματιά σε όσα έγραφε ο Μαρξ ενάμιση αιώνα πριν για τη σύμφυσή τους, ίσως το ’χαν πάρει απόφαση πια πως ευθανασία του ραντιέρη είναι μάλλον αδύνατη χωρίς την ευθανασία του κεφαλαίου γενικώς.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Η ευθανασία του ραντιέρη θα σημάνει την ευθανασία της σωρευτικής καταπιεστικής ισχύος του καπιταλιστή να εκμεταλλεύεται τη σπάνια αξία του κεφαλαίου. Σήμερα ο τόκος δεν επιβραβεύει κάποια γνήσια θυσία περισσότερο απ’ ό,τι η ενοικίαση γης. Ο ιδιοκτήτης κεφαλαίου μπορεί να εισπράττει τόκους επειδή το κεφάλαιο είναι σπάνιο, όπως ακριβώς ο ιδιοκτήτης γης μπορεί να εισπράξει ενοίκια επειδή η γη είναι σπάνια. Ενώ όμως μπορεί να υπάρχουν εγγενείς λόγοι για τη σπανιότητα της γης, δεν υπάρχουν εγγενείς λόγοι για τη σπανιότητα του κεφαλαίου.
Τζον Μέιναρντ Κέινς, «Γενική Θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος» (1936)
No comments:
Post a Comment