Η Εφημερίδα των Συντακτών, 5-6/8/2023
Και μια παραλία για τη Λία. |
Στην ελληνική slang «παραλίας» είναι ο αραχτός, ο χύμα, αυτός που τα γράφει όλα ξέρετε πού. Προφανώς είναι μια μεταφορά ξεκάθαρα καλοκαιρινή. Οταν πας στην παραλία, συνήθως πας για να αράξεις, είτε κατευθείαν πάνω στην άμμο την ξανθή, αν δεν καίει απ’ τον καυτό ήλιο, είτε πάνω σε μια πετσέτα, μια ψάθα, μια πτυσσόμενη καρέκλα ή ξαπλώστρα, είτε στο τραπεζάκι παραθαλάσσιου καφέ ή εστιατορίου, γύρω από έναν παγωμένο φραπέ ή φρέντο, ένα τσίπουρο, μια παγωμένη μπίρα. «Να σ’ αγναντεύω θάλασσα, να μη χορταίνω…» που έλεγε κι ο ποιητής. Ο παραλίας είναι ο τύπος μιας παρωχημένης και μάλλον αθώας εποχής στην οποία η σχέση με τη θάλασσα του καλοκαιριού ήταν σχεδόν γυμνή, αδιαμεσολάβητη και προφανώς δωρεάν. Η εποχή του «παραλία» είχε όλα κι όλα ένα μαγιό, μια πετσέτα, άντε και λίγο αντηλιακό, είχε λίγο ποδαρόδρομο, είχε παρέα και σαματά, και το πολύ ένα τάλιρο στην τσέπη. Τάλιρο δραχμών, όχι ευρώ, για μια πορτοκαλάδα ή ένα παγωτό. Είχε πάνω απ’ όλα παιδική ηλικία, μούλιασμα στη θάλασσα με τις ώρες, μέχρι που φαφάτιαζαν τα δάχτυλα και μελάνιαζαν τα χείλη, είχε εφηβεία κι ερωτικούς ανταγωνισμούς, είχε και νεανική ανεμελιά, είχε και οικογενειακή χαλαρότητα με λίγα φρούτα, άντε και κανένα κεφτεδάκι με ψωμί και ντομάτα. Πάντως δεν είχε κουβάλημα της μισής οικοσκευής στη θάλασσα. Κάποτε σχεδόν όλοι ήμαστε «παραλίες» στις παραλίες.
Πότε ακριβώς μεταλλάχθηκε ο «παραλίας» που έχουμε μέσα μας, αυτός ο μακρινός απόγονος του ευγενούς αγρίου του Ρουσό που ονειρευόταν τις καλοκαιρινές διακοπές περίπου ως απόδραση από τον πολιτισμό ή καταφυγή σε οτιδήποτε παρά θίν’ αλός θύμιζε λιγότερο την παραγωγική κόλαση του υπόλοιπου χρόνου; Προφανώς όταν ο πόλεμος της ιδιοκτησίας μεταφέρθηκε από τις πόλεις στα παραθεριστικά καταφύγια, τα παραθαλάσσια και τα νησιωτικά. Τις δεκαετίες του 1960 και 1970 ακόμη και οι προλετάριοι και μικροαστοί της Αθήνας και των άλλων μεγαλουπόλεων, μαζί με τον αγώνα για ένα «δικό τους σπίτι», έβαλαν στο σχέδιο της ζωής τους κι ένα οικόπεδο «παραθαλάσσιο, εφαπτόμενο της ασφάλτου, φως, νερό, τηλέφωνο», ή και χωρίς τίποτα από όλα αυτά που διαφήμιζαν οι καταληψίες της γης, από την Κινέτα και τους Αγίους Θεοδώρους μέχρι τη Μύκονο ή την Αντίπαρο. Φυσικά, όσοι τυχόν είχαν ιδιοκτησίες στους τότε έρημους, άνυδρους αλλά πανέμορφους τόπους καταγωγής τους, είχαν ένα ισχυρό πλεονέκτημα. Το οικόπεδο έγινε σπίτι, στην αρχή παράπηγμα, αργότερα «βιλίτσα», το ίδιο έγινε και με τα διπλανά οικόπεδα κι έτσι, μέσα σε λίγες δεκαετίες, ξεπήδησαν ολόκληροι παραθεριστικοί οικισμοί που ζωντάνευαν για 2-3 μήνες τα σχεδόν έρημα τον υπόλοιπο χρόνο νησιά και παραθαλάσσια χωριά.
Το εγχώριο κύμα εποικισμού των παραλιών συναντήθηκε στη συνέχεια με το τσουνάμι της διεθνούς τουριστικής βιομηχανίας που ήθελε να πουλήσει στους στερημένους από ήλιο και θάλασσα «βόρειους» ολίγη μεσογειακή χαλαρότητα. Από τη Μαγιόρκα μέχρι τη Σικελία, από τις Αιολίδες Νήσους μέχρι το Κουσάντασι, από την Κυανή Ακτή μέχρι το Μαρόκο και το Τούνεζι, ένα σχεδόν ομοιόμορφο παραθεριστικό μοντέλο άλλαξε δραματικά το οικιστικό και φυσικό τοπίο. Η νησιωτική Ελλάδα, με τα μικρά κυρίως νησιά και τις εκατοντάδες άγνωστες και «μυστικές» παραλίες, δέχθηκε ίσως το μεγαλύτερο κύμα αυτής της τουριστικής «επίθεσης», που έφτασε μέχρι την άκρη του κύματος. Ο πόλεμος της ιδιοκτησίας έγινε πια υπόθεση πολλών δισεκατομμυρίων, από τα οποία εξαρτώνται ένα σημαντικό μέρος του ΑΕΠ της χώρας και εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, αν και το ίδιο προσωρινές όσο και οι φαραωνικές πτυσσόμενες και αποσυρόμενες καταλήψεις στις παραλίες. Πηγαίνετε στις ίδιες παραλίες τον χειμώνα και θα απορήσετε πώς από τον πόλεμο του θέρους έχει απομείνει μόνο ερημιά και μερικές παρατημένες τσιμεντένιες βάσεις.
Αυτό που εύστοχα έχει ονομαστεί «μυκονοποίηση» της παραθαλάσσιας Ελλάδας, με πολλές διαβαθμίσεις και μερικές ακόμη σχετικά αμόλυντες περιοχές, είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης τριών ρευμάτων απληστίας: α) της μεγάλης απληστίας της διεθνούς τουριστικής βιομηχανίας που θέλει να πουλήσει σε 40 εκατομμύρια τουρίστες τον χρόνο ένα προϊόν που ενδεχομένως φτάνει μόνο για 20. Β) της μικρομεσαίας απληστίας της εγχώριας τουριστικής αρπαχτής (από τους ερμπιενμπήδες μέχρι τους ξαπλωστρομάχους) και γ) της μαζικής μικροαπληστίας εκατομμυρίων παραθεριστών που διψούν για «αποκλειστικότητες», πρόθυμοι να πληρώσουν γι’ αυτές και ανίκανοι πια να μοιράζονται με άλλους δημόσια αγαθά, δημόσιους χώρους και κατ’ εξοχήν συλλογικές απολαύσεις.
Ισως αυτό το τελευταίο είναι το χειρότερο σύμπτωμα της «μυκονοποίησης». Η ανάπτυξη μιας τουριστικής νεύρωσης που ωθεί τον παραθεριστή να συνωστίζεται στην Ψαρού και στις εκατοντάδες καρικατούρες της και να πληρώνει 100 ευρώ για μια ξαπλώστρα στην πρώτη σειρά έως 30 στην τελευταία (η ταρίφα πέφτει σε άλλα «μυκονοποιημένα» νησιά), αποδεχόμενος ότι ακόμη και σε μια παραλία οφείλει να διαγκωνίζεται για τη θέση του στην ταξική πυραμίδα και να αποδέχεται τα αποτελέσματα του διαγκωνισμού.
Αυτή η γελοία προσομοίωση της ταξικής ιεραρχίας στις οργανωμένες πλαζ ή τις κατειλημμένες από τις μαφίες της ομπρέλας παραλίες, που συνθλίβει την απόλαυση της θάλασσας σε μια επίδειξη ακριβοπληρωμένων προνομίων, καθιστά τους «παραλίες», όσους και όσο έχουν απομείνει τέτοιοι, αδιαμφισβήτητους θριαμβευτές του καλοκαιριού. Οι παραλίες ανήκουν στους «παραλίες» (όπως η Ελλάδα στους Ελληνες, θυμάστε;) Γιατί, τι άλλο από θάλασσα, αμμουδιά, λίγη σκιά και καλή παρέα είναι το καλοκαίρι; (Σε μας τους μεσόκοπους επιτρέψτε να προσθέσουμε και μια πτυσσόμενη καρέκλα, έτσι; Εχουμε και τις ισχιαλγίες μας.)
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Ασε τον παλιόκοσμο να σκούζει
σε πλαζ, εστιατόρια, πανσιόν
Εμείς με σλίπινγκ μπαγκ και με καρπούζι
θα κάνουμε τον γύρο τον νησιών
Γυμνοί θα κολυμπάμε στ' ακρογιάλια
Τον ήλιο θ' αντικρίζουμε ανφάς
Θα σ' έχω σαν κινέζικη βεντάλια
και στο γραφείο δεν θα ξαναπάς
Βαγγέλη Γερμανού, «Κρουαζιέρα» (1982)
Ευχαριστούμε!
ReplyDelete