Η Εφημερίδα των Συντακτών, 23-26/12/2023
Η κ. Ευφορία πάντοτε ένιωθε μεγάλη δυσφορία σχεδόν για τα πάντα, αλλά πολύ περισσότερο για το όνομά της. Υπήρχαν ένα σωρό ονόματα με πρώτο συνθετικό το «ευ», Ευφροσύνη, Ευσταθία, Ευθυμία, Ευτυχία, ορισμένα από αυτά ήταν και καθωσπρέπει χριστιανικά ονόματα, αλλά Ευφορία; Ποιου είδους συνωμοσία εις βάρος της είχαν στο κεφάλι τους ο διανοούμενος νονός της, που ποτέ δεν τον χώνεψε, και οι αφελείς γονείς της που συμφώνησαν; Κι ο τρελός παπάς που τη βάφτισε γιατί το δέχτηκε; Ηξερε καμιά αγία, οσία ή μάρτυρα που κάηκε στην πυρά για την πίστη της με τέτοιο όνομα; Ετσι, για σχεδόν εφτά δεκαετίες σήκωνε το όνομά της σαν σταυρό μαρτυρίου. Οι φιλότιμες προσπάθειες να το περιορίσει ως τυπική αναγραφή στην ταυτότητα και να επιβάλει σε όλους να την αποκαλούν απλώς «Εφη» δεν έπιασαν, όλοι επέμειναν να τη φωνάζουν Ευφορία, ακόμη και οι εγγονές της, αν και σε καμιά δεν δόθηκε το όνομά της, που υποτίθεται πως άρεσε και στα παιδιά της. Αν τους άρεσε, γιατί δεν το έδωσαν;
Φυσικά και την ενοχλούσε επιπλέον και η συνήχηση με την «εφορία», ανεξαρτήτως φορολογικού συστήματος, μειώσεων ή αυξήσεων στους φόρους. Ολοι έκαναν ένα χοντρό ή διακριτικό αστείο με το όνομά της, «εσείς υποθέτουμε πως ποτέ δεν χρωστάτε στην εφορία, αυτή σας χρωστάει, έτσι;». Κρυάδες! Αλλά το κυριότερο ήταν ότι στο πέρασμα των χρόνων σχεδόν ποτέ δεν ένιωσε, με κάποια διάρκεια, λίγο από αυτό που υποτίθεται ότι εκφράζει το όνομά της. Το αντίθετο. Η δυσφορία ήταν αυτό που κυριαρχούσε. Οχι με την οικογένειά της, τον άντρα της, τα παιδιά και τα εγγόνια της που της έδωσαν αρκετές χαρές, αλλά με αυτό που λέμε «βίο». Ο «βίος» της, εξαρτημένος τόσο πολύ από το πενιχρό βιος της, κινήθηκε πάντα σε κλίμακες στέρησης και συνετής εγκράτειας.
Ως εκ τούτου, η εβδομαδιαία επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ, από τότε που ήταν εργαζόμενη, μητέρα και νοικοκυρά, μέχρι τώρα, που είναι συνταξιούχος, χήρα και γιαγιά, ήταν πάντα μια καλά προετοιμασμένη και υπολογισμένη επιχείρηση. Ιδιαίτερα όταν επρόκειτο για τις αγορές των γιορτών και του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού, που πάντα είχε έναν βαθμό συγκρατημένης υπερβολής και λιτής πολυτέλειας. Συν τοις άλλοις, η συγκέντρωση της μεγάλης οικογένειας (τα παιδιά της, ο γαμπρός, η νύφη, τα εγγόνια της και η αδελφή της, που είναι μόνη και πάντα την καλεί), συνήθως τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, επέβαλλε και την επιπλέον μέριμνα να καλυφθούν οι γαστριμαργικές ιδιοτροπίες περίπου δέκα ανθρώπων. Ο ένας δεν τρώει χοιρινό, της άλλης της μυρίζει το αρνί, η μεγάλη εγγονή σιχαίνεται το τυρί κ.ο.κ. Αλλά κανείς δεν έπρεπε να μείνει νηστικός και παραπονεμένος στο τραπέζι. Επομένως, το χρονικό της εορταστικής καταναλώσεως απαιτούσε μια καλά καταρτισμένη λίστα αγορών.
Με τη λίστα στα χέρια και το μεγάλο καρότσι ως τεθωρακισμένο ιδιωτικής χρήσεως, η κ. Ευφορία, γεμάτη δυσφορία, αρχίζει την εκστρατεία της στους μεγάλους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ. Ξεκινά από τα κρέατα, όπου τα πράγματα είναι σαφή. Είδος και τιμή. Ούτε κόκκινα, ούτε κίτρινα, ούτε πολύχρωμα ταμπελάκια. Απλώς, όλα είναι ακριβότερα τουλάχιστον 15% από πέρσι. Δεν θα πάρει γαλοπούλα, οι μισοί δεν την τρώνε, ίσως ένα κοκοράκι «αλανιάρικο» (11 ευρώ το κιλό!). Μήπως καλύτερα ένα ρολό κοτόπουλο, που το τρώνε και τα μικρά (10 το κιλό); Ενα χεράκι αρνί (11,5 το κιλό), για χοιρινό καλύτερα να πάρει μερικές μπριζόλες λαιμού, εννοείται Ολλανδίας, είναι 30% φτηνότερες από τα ντόπια. Πάει το πρώτο ογδοντάρι, αλλά χαλάλι, Χριστούγεννα είναι.
Στα τυριά, με τον αριθμό προτεραιότητας στο χέρι, αρχίζει το μπέρδεμα. Αυτά τα κόκκινα ταμπελάκια με τη «μόνιμη μείωση τιμής 5%» σαν να χορεύουν από τη μια μέρα στην άλλη πάνω στα μπαστούνια και τα κεφάλια με τις γραβιέρες και τα κίτρινα τυριά. Κι έπειτα, είναι και οι προσφορές «μείον 20%», κι αυτές σε κιτρινοκόκκινα ταμπελάκια, και παραδίπλα άλλα ταμπελάκια για τυριά που μπαίνουν στο «καλάθι» του νοικοκυριού. «Αυτό το γκούντα που το δίνετε μειωμένο 5%, την περασμένη εβδομάδα το πήρα 5,90 και τώρα το έχετε 6,20, πού είναι η μείωση;» διαμαρτύρεται η κυρία που προηγείται της κ. Ευφορίας. «Μήπως πήρατε άλλη μάρκα;» απαντά ο υπάλληλος στα τυριά, και αμέσως μετά ρωτά τη συνάδελφό του «ρε συ, αυτό το κόκκινο ταμπελάκι πού πάει; Στο έμενταλ ή στο ένταμ;» κι αυτή συμβουλεύεται αμέσως τη λίστα. «Ούτε στο ένα ούτε στο άλλο, στη μοτσαρέλα, δίπλα», του λέει. Η κ. Ευφορία είναι αποφασισμένη να αποφύγει αυτή τη δοκιμασία. Ο,τι γράφει η λίστα της, ό,τι παίρνει πάντα. Κι όσο πάει.
Στα αλλαντικά δεν θα σταθεί πολύ, μισό κιλό λουκάνικο με πράσο για μεζέ (μείον 1,5 ευρώ, διαφημίζει το ταμπελάκι, αλλά ποιος θυμάται την αρχική τιμή της περασμένης βδομάδας;) και δέκα φέτες ζαμπόν για το σουφλέ ζυμαρικών - αρέσει στα μικρά. Μπαίνει στον πειρασμό να πάρει μια συσκευασία με την ένδειξη «προϊόν κοντά στην ημερομηνία λήξης», μισή τιμή, αλλά κάνει πίσω και ζητά να της κόψουν από εκείνο με την προσφορά «μείον 20%».
Επειτα αρχίζει η οδύσσεια της περιήγησης στις λεωφόρους του σούπερ μάρκετ. Η κ. Ευφορία πρέπει να βάζει και να βγάζει διαρκώς τα γυαλιά της μεταξύ της λίστας της και των πολύχρωμων ετικετών στα ράφια με τα προϊόντα. Κόκκινο ταμπελάκι «μόνιμης μείωσης τιμής» στο ένα πακέτο με φαρφάλες, «καλάθι νοικοκυριού» στο παραδίπλα, «στα 2 το 1 δώρο» στο από κάτω ράφι, «μείον 50%, προϊόν κοντά στην ημερομηνία λήξης» στο παρακάτω. «Δυο πακέτα ζυμαρικά θέλω να πάρω και οι τιμές τους έχουν γίνει σαν τη ρήτρα αναπροσαρμογής», μονολογεί η κ. Ευφορία. Και ο διπλανός της περιπλανώμενος καταναλωτής γελάει, γελάει κι η ίδια ικανοποιημένη με το αστειάκι της, κι αυτή είναι η πρώτη ελάχιστη στιγμή ευφορίας στη μισή και κάτι ώρα αγοραστικής δυσφορίας που έχει περάσει.
Στα κρασιά και τα αναψυκτικά τα πράγματα είναι λιγότερο περίπλοκα, αλλά στα απορρυπαντικά και τα καθαριστικά γίνεται της κολάσεως. Αυτή η κόλαση είναι ο παράδεισος της ετικέτας. Ετικέτες Αδωνη, ετικέτες Σκρέκα, ετικέτες των εταιρειών, ετικέτες του σούπερ μάρκετ. «Δύο στην τιμή του ενός», βλέπει η κ. Ευφορία στο υγρό πιάτων που σταθερά παίρνει, αλλά όταν βλέπει την τελική τιμή καταλαβαίνει το τρικ. «Την περασμένη βδομάδα το είχατε 2,98 το ένα, τώρα λέτε στα 2 το 1 δώρο, αλλά με 4 ευρώ», λέει στην πλησιέστερη υπάλληλο που γονατισμένη τροφοδοτεί τα ράφια. Αυτή σηκώνει τους ώμους δηλώνοντας άγνοια. Η κ. Ευφορία δεν είναι τύπος που θα τα βάλει με υπάλληλο - κι η ίδια άλλωστε έχει για δεκαετίες δουλέψει ως πωλήτρια με εργοδότες που έκαναν παιχνίδι με τις τιμές, αλλά είναι η πρώτη φορά που καταλαβαίνει, παρά τα λιγοστά αγγλικά της, τι εστί shrinkflation και πόσο δαιμόνιες έχουν γίνει οι πρακτικές των εταιρειών για να βγάλουν από τη μύγα ξίγκι. Αλλά δεν θα το λύσει τώρα το ζήτημα, χρονιάρες μέρες.
Στο ταμείο, ωστόσο, όταν διαπίστωσε ότι το οικογενειακό τραπέζι ρούφηξε σχεδόν το 25% της σύνταξής της, η κ. Ευφορία έπεσε σε πιο κυνικές σκέψεις. «Του χρόνου θα τους τραπεζώσω με ντελίβερι, θα έρθει πιο φτηνά. Και σ’ όποιον αρέσει».
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
«Πώς να μην εξάπτομαι», είπε ο θείος, «αφού ζω σ’ έναν κόσμο γεμάτο ηλιθίους; Ακούς εκεί… Καλά Χριστούγεννα! Να τα βράσω τα Καλά Χριστούγεννα! Και τι είναι για σένα τα Χριστούγεννα; Να σου πω εγώ; Μια εποχή που πληρώνεις λογαριασμούς χωρίς να ’χεις λεφτά! Μια εποχή που σου φορτώνει ένα χρόνο στην πλάτη, αλλά δεν σε κάνει ούτε μια ώρα πλουσιότερο! Μια εποχή που ανοίγεις τα λογιστικά σου βιβλία, κι από τους δώδεκα μήνες του χρόνου που πέρασε, βγάζεις παθητικό και στους δώδεκα! Αν ήταν στο χέρι μου», συνέχισε οργισμένος ο Σκρουτζ, «θα έβραζα μαζί με την πουτίγκα τον κάθε ανόητο που παίρνει τους δρόμους και εύχεται Καλά Χριστούγεννα δεξιά κι αριστερά, κι έπειτα θα τον έθαβα με μια σφήνα από γκι στην καρδιά!»
Τσαρλς Ντίκενς, «Ο ύμνος των Χριστουγέννων»
No comments:
Post a Comment