Saturday, August 3, 2024

Η χαμένη λαχτάρα του Αυγούστου

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 3-4/8/2024

Νάτες όλες λάμπουν από τη λαχτάρα του Αυγούστου, στα νάιντις.
(Από την ταινία του Π. Βούλγαρη, "Ησυχες μέρες του Αυγούστου).


Είναι θέμα ηλικίας; Είναι θέμα συγκυρίας; Μήπως είναι θέμα Μητσοτάκη; Ε, όχι, μην τα ρίχνουμε κι όλα πάνω του, στο κάτω κάτω, βρίσκει και τα κάνει, δεν συναντά και καμιά αντίσταση, καμιά αντίδραση. Αντιπολίτευση δεν έχει, τι να λέμε τώρα, κι αυτή διακοπές θα πάει, θα σκορπίσει σε νησιά, κάμπους και κορφούλες, κι όταν επιστρέψει από Σεπτέμβρη θα αφοσιωθεί στις αγαπημένες της ομφαλοσκοπήσεις, έκαστον κόμμα προσηλωμένο στον δικό του αφαλό, κι αφήστε τον Μητσοτάκη να μας αφαλοκόβει όλους αδάπανα κι ειρηνικά. Είχαμε και μια κρυφή προσδοκία μήπως η κοινωνική αντιπολίτευση κάνει όσα αδυνατεί η πολιτική, αλλά ας μην κοροϊδευόμαστε, στην κοινωνία επικρατεί μια ιδιότυπη καταστολή, μια ανεξήγητη κατατονία. Ο θρίαμβος του Μητσοτάκη και του μηχανισμού που μας κυβερνά είναι ότι μετέτρεψαν σε σιωπή την απελπισία και τον θυμό των κοινωνικών στρωμάτων που αληθινά υποφέρουν ή δεν περνάνε καθόλου καλά στην αναπτυξιακή φούσκα του Μαξίμου. Η μεγαλύτερη επιτυχία του Μητσοτάκη είναι ότι ακούγονται μόνο οι κερδισμένοι και αισιόδοξοι. Οι χαμένοι κι απαισιόδοξοι λες κι έχουν βουβαθεί.

Αλλά αλλού το πήγαινα. Αναρωτιέμαι λοιπόν: είναι θέμα ηλικίας ή συγκυρίας (πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής) ότι έχει χαθεί η λαχτάρα του Αυγούστου; Εντάξει, κάποιοι μπορεί να τη νιώθουν ακόμη αυτή τη λαχτάρα, τα παιδιά σίγουρα, αν είναι από τα τυχερά που οι γονείς τους ανήκουν στο «ευνοημένο» 50% που θα κάνει έστω και μια βδομάδα διακοπές, ή αν έχουν ένα χωριό, ένα νησί με γιαγιάδες, παππούδες, θείες, θείους και ξαδέλφια να εκτονώσουν όλη τη σωρευμένη ένταση των μηνών εγκλεισμού στις πόλεις και στα σπιρτόκουτα εντοιχισμένης επιβίωσης. Ποιοι άλλοι κρατάνε λίγη από αυτή τη λαχτάρα του θέρους και ειδικά του Αυγούστου; Προφανώς οι 18χρονες/οι που θα επιβραβεύσουν με ολίγες Κυκλάδες την επιτυχία εισαγωγής τους σε κάποιο ΑΕΙ, οι φοιτητές που αντέχουν ακόμη έναν μικρό γύρο νησιών, οι αρχάριοι σεζονάδες που δεν έχουν ακόμη «καεί» σερβίροντας και εξυπηρετώντας τουρίστες 12 ώρες τη μέρα. Και από τους μεγαλύτερους, όσοι έχουν φτιαγμένη «κατάσταση» (ένα εξοχικό, ένα ανακαινισμένο πατρικό με τη θάλασσα σε ανεκτή απόσταση) κι όσοι έχουν καβάτζα τουλάχιστον δύο μισθούς τον χρόνο για να χρηματοδοτήσουν ένα δεκαήμερο διακοπών. Πόσοι είναι αυτοί; Νομίζω ότι το 55%, όπως μετρήθηκε σε έρευνα, που δηλώνει ότι δεν θα κάνει καθόλου διακοπές φέτος είναι εντελώς ρεαλιστικό, μην πω και μετριοπαθές.

Οι μεσήλικες και κάτι παραπάνω, ας πούμε η γενιά της μεταπολίτευσης, ίσως έχουμε τη δυνατότητα ενός απολογισμού για την εξέλιξη της τελετουργίας των καλοκαιρινών διακοπών και της χαμένης λαχτάρας του Αυγούστου. Οι διακοπές, άλλωστε, στην Ελλάδα είναι ξεκάθαρα υπόθεση των τελευταίων πενήντα ή εξήντα ετών, πριν από τη δεκαετία του ’70 οι θερινές διακοπές αφορούσαν μια απειροελάχιστη ελίτ και η τουριστική «βιομηχανία», παρά τη νησιωτικότητα της χώρας, ήταν υποτυπώδης. Χρειάστηκε να ολοκληρωθούν η μετανάστευση του χωριού στην πόλη, η μαζική αστικοποίηση του αγροτικού πληθυσμού και η δύσκολη προσαρμογή του, για να γίνει ανάγκη, προϊόν και υπηρεσία η ακριβώς αντίστροφη τάση: η ολιγοήμερη καλοκαιρινή φυγή από την πόλη στο χωριό. Κι όπου δεν υπήρχε «χωριό», πατρώο έδαφος και πατρικό εξοχικό, ο νόστος του Αυγούστου αφορούσε κάθε προορισμό. Στην αρχή αποκλειστικά εντός Ελλάδας, αργότερα στον κόσμο ολόκληρο.

Στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, παιδί του Δημοτικού ακόμη, μετρούσα τις μέρες μέχρι να τελειώσει ο Ιούλης, να τρέξουν και λίγες του Αυγούστου, μέχρι να παραδώσει η μάνα μου τα τελευταία ρούχα στις πελάτισσές της, να μπούμε επιτέλους στο λεωφορείο ή στο «αγοραίο» που θα μας μετέφερε στο χωριό, παραθαλάσσιο της Αργολίδας, γι’ αυτή την καθημερινή αυγουστιάτικη τελετουργία: δεκαπέντε λεπτά περπάτημα ώς τη θάλασσα, με στάσεις στα περιβόλια, επιδρομές σε συκιές και καρυδιές, βουτιές σε στέρνες, ατέλειωτες ώρες στη θάλασσα, επιστροφή στο σπίτι, μπάνιο με το λάστιχο ή στη σκάφη, φαΐ στα όρθια, ντύσιμο, έξοδος στην πλατεία, παιχνίδι, γραντζουνισμένα γόνατα, σουβλάκι, επιστροφή, ύπνο βαθύ στρωματσάδα. Απόλαυση με κάθε κύτταρο.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 άρχισε η μεγάλη περιπλάνηση στην άγνωστη Ελλάδα, μια Μύκονος απίθανη ήταν η πρώτη τολμηρή έξοδος, κι έπειτα Αγκίστρι, Πόρος, Κυκλάδες, Δωδεκάνησα, η εγχώρια γεωγραφία της απόλαυσης δεν είχε μπάτζετ. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 η απόλαυση και λαχτάρα του Αυγούστου απέκτησε μπάτζετ, συχνά ενισχυόμενο από διακοποδάνεια ή καταναλωτικά δάνεια γενικώς, αλλά εμβολιάστηκε (ή δηλητηριάστηκε) με κριτήρια «ποιότητας» που περιόριζε την ποσότητα. Η τουριστική βιομηχανία επέβαλε έναν ανταγωνισμό χλιδής και ιδιωτικότητας, την ίδια ώρα που στο πόπολο άρχισε να συστήνεται το «ολ ινκλούσιβ», φάγετε, πίετε, τούτο γαρ εστί το σώμα και το αίμα μου, μέχρι σκασμού. Στα τέλη της δεκαετίας του 2000, η λαχτάρα του Αυγούστου είχε αναβαθμιστεί εντός συνόρων σε συνθετικά πρότζεκτ ανακάλυψης μη δημοφιλών προορισμών και ψαγμένου, εναλλακτικού τουρισμού και εκτός συνόρων σε τουρισμό πολιτισμικής εμπειρίας. Στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, εκτός του ότι χρεοκόπησε η χώρα, πτώχευσε και η λαχτάρα του Αυγούστου. Από το 2012 και μετά θυμάμαι τον εαυτό μου με το που αρχίζει να σκάει το καλοκαίρι και ο τζίτζικας με ένα μάγκωμα στην καρδιά και στην τσέπη. «Θα πάμε πουθενά φέτος;». Η ερώτηση άρχισε να πέφτει κατά τα τέλη Μαΐου και έμενε αναπάντητη μέχρι τα τέλη Ιουλίου, αρχές Αυγούστου. Η μεγάλη περιπλάνηση στα ελληνικά αρχιπελάγη είχε πάρει τέλος, πολύ περισσότερο στα άλλα αρχιπελάγη και στις ενδοχώρες του κόσμου. Η λαχτάρα του Αυγούστου έχει δώσει τη θέση της στο άγχος του Αυγούστου, «τι ωραία που είναι η Αθήνα τον Αύγουστο!», αλλά σιγά μην είναι ωραία η Αθήνα τον Αύγουστο, ένα τσιμεντένιο καμίνι είναι, η νοσταλγία της άδειας πρωτεύουσας είναι απομεινάρι της δεκαετίας του ’90 (τι θαυμάσια η ταινία του Βούλγαρη!).

Πού ακριβώς έχει χαθεί η λαχτάρα του Αυγούστου, στα χρόνια που πέρασαν ή στο χρήμα που δεν υπάρχει για να συνεχιστεί η θερινή περιπλάνηση; Αν τουλάχιστον, ελλείψει του δεύτερου, είχαμε τη δυνατότητα να αποταμιεύουμε λίγο από τα πρώτα, τα χρόνια ζωής και έντασης, ίσως κάτι να σωζόταν από αυτή τη λαχτάρα. Αλλά δεν αποταμιεύεται η ένταση...



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Εν μέρει καλά τα λέει ο μύθος.
Επρεπε να λογικευτούν λίγο τα τζιτζίκια
να βάζουν στη μπάντα μισό τραγούδι για το κρύο
να εξοικονομούν ολίγη της ύπαρξής τους ασωτεία.

Εξω απ’ το χορό καλά τα λέει ο μύθος.
Πώς αλλιώς να κάνουν τα τζιτζίκια.
Δεν αποταμιεύεται η ένταση.
Δεν θα 'θελε κι αυτή να ζει περισσότερο;
Ομως δεν αποταμιεύεται.
Μια μέρα να τη φυλάξεις χαλάει.
Κική Δημουλά, «Υπέρ ασωτείας» (Συλλογή «Χαίρε ποτέ», 1988)

No comments:

Post a Comment