Η Εφημερίδα των Συντακτών, 26-28/10/2024
Οχι, δεν υπάρχει λάθος στον τίτλο του σημερινού πονήματος. Τόσο υπολογίζω ότι χρειάζεται για την ανάγνωση της φλυαρίας μου. Φυσικά, μιλάμε για μέσο χρόνο ανάγνωσης, ενός ανθρώπου με μέσες δεξιότητες όρασης και κατανόησης, οπωσδήποτε χωρίς διάσπαση προσοχής και με τα κατάλληλα γυαλιά αν τυχόν έχει αυξημένη πρεσβυωπία. Ενας έφηβος ίσως χρειαστεί περισσότερο χρόνο αν βρίσκει ακατάληπτες λέξεις και φράσεις, ή απλώς ασυναρτησίες, ένας συνταξιούχος μπορεί να χρειαστεί ακόμη περισσότερο χρόνο αν ψάχνει τα γυαλιά πρεσβυωπίας που είναι σίγουρος ότι τα είχε αφήσει εδώ δίπλα, πάνω στο κομοδίνο, αλλά δεν τα βρίσκει.
Πάντως, η προειδοποίηση του μέσου χρόνου ανάγνωσης ενός κειμένου, και μάλιστα με ακρίβεια δευτερολέπτου, θα ήταν αδιανόητη ή απλώς ανόητη οποιαδήποτε άλλη περίοδο της μακραίωνης εποχής του Γουτεμβέργιου και της τυπογραφίας. Φανταστείτε να υπήρχε μια ανάλογη προειδοποίηση στο εξώφυλλο της Βίβλου, του Κορανίου, των τριών τόμων του Κεφαλαίου ή του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»: «Διαβάζεται σε τρεις εβδομάδες... Διαβάζεται σε δυο μήνες, σε ένα χρόνο... Διαβάζεται μια ολόκληρη ζωή».
Αν και, βέβαια, οι άνθρωποι διαβάζουν όλο και λιγότερο πια, παρότι αφιερώνουν ένα τεράστιο μέρος του 24ώρου τους προσκολλημένοι σε οθόνες με εικόνες, γράμματα και αριθμούς, έχω αναρωτηθεί ποια ακριβώς διανοητική λειτουργία και σκοπιμότητα εξυπηρετεί η προειδοποίηση που περιλαμβάνουν πολλές ενημερωτικές ιστοσελίδες στην αρχή κάθε ανάρτησής τους: «Διαβάζεται σε 1' και 20"», ή «χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά».
Οk, ας πούμε ότι τα λογισμικά και οι αλγόριθμοι των ενημερωτικών ιστοσελίδων σέβονται τον χρόνο μου –ενδεχομένως και το χρήμα μου, αν είναι συνδρομητικές- και θέλουν να με προστατέψουν από την περιττή σπατάλη του. Αλλά, μήπως πριν από την προειδοποίηση χρόνου να μου έστελναν και μία προειδοποίηση περιεχομένου; Με ενδιαφέρει ή όχι το θέμα της είδησης ή του άρθρου για να δαπανήσω τον ανάλογο χρόνο; Τι ξέρει το σάιτ για τις προτιμήσεις, τα ενδιαφέροντά μου, τις αγωνίες μου; Τι ξέρει για την ταχύτητα ή βραδύτητα με την οποία διαβάζω; Κι αν ένα κείμενο είναι τόσο απολαυστικά γραμμένο που κάθομαι πάνω σε κάθε λέξη, κάθε πρόταση, κάθε περίοδο ολόκληρα λεπτά; Κι αν είναι τόσο σύνθετη η πληροφορία που μου προσφέρει ώστε πρέπει σε κάθε φράση να κοντοστέκομαι, να αποστρέφω το βλέμμα από την οθόνη και να στοχάζομαι, να φαντάζομαι ή απλώς να χαζεύω στο κενό, γιατί μια λέξη με πήγε αλλού, μια σκέψη του αρθρογράφου μού άνοιξε μια υπαρξιακή άβυσσο, μια ανοησία με τσάτισε τόσο πολύ που μου έρχεται να πετάξω το κινητό ή το λάπτοπ, να πάρω το μέσο και να τους χέσω ή να γράψω ένα επιθετικό σχόλιο κάτω από το επίμαχο κείμενο;
Δεν ξέρω αν όλα τα λειτουργικά συστήματα εξυπηρέτησης των εκατομμυρίων ενημερωτικών ιστοσελίδων σε όλο τον κόσμο προσφέρουν την ίδια υπηρεσία πληροφόρησης/ προειδοποίησης του αναγνώστη, αλλά -ειδικά για τα ειδησεογραφικά μέσα που το χρησιμοποιούν- η εκτίμηση του χρόνου ανάγνωσης κάθε κειμένου είναι η απόδειξη της αυτοπαγίδευσής τους στο κυνήγι των «κλικ», που μεταφράζονται σε προσδοκώμενα διαφημιστικά έσοδα από τις παγκόσμιες πλατφόρμες προβολής του περιεχομένου τους (αλλά όσα αποφασίσουν αυτές ότι αναλογούν σε κάθε μέσο). Το δίλημμα των ΜΜΕ από την εποχή της αναλογικής τεχνολογίας ήταν πάντα «εικόνα ή κείμενο;», το οποίο στην εποχή των ταμπλόιντ μετεξελίχθηκε σε «πόσο κείμενο έναντι πόσης εικόνας;». Η τηλεόραση το έλυσε αυτό με έναν ολιστικό τρόπο, καθώς εικόνα και κείμενο (προφορικό ή γραπτό) έγιναν ένα ενιαίο σύνολο που κατέληγε να είναι ουσιαστικά μόνο εικόνα. Η πληροφορία, όταν δεν εξαντλούνταν στην ίδια την εικόνα, συμπληρωνόταν από τον λόγο του ρεπόρτερ ή του παρουσιαστή (σπικάζ) ή από τα λόγια των πρωταγωνιστών ή κομπάρσων του ρεπορτάζ ως ηχητική επένδυση της εικόνας. Δεν έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα μέχρι σήμερα, στην ψηφιακή εκδοχή της τηλεόρασης.
Στον ενημερωτικό ανταγωνισμό του διαδικτύου, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τα κλικ μετριούνται, ο αριθμός τους είναι ζήτημα ζωής και θανάτου (οικονομικής ζωής και οικονομικού θανάτου κάθε ενημερωτικής ιστοσελίδας), αλλά μετράει και η διάρκεια παραμονής του μέσου αναγνώστη σε κάθε συγκεκριμένη ανάρτηση, σε κάθε κείμενο και σε κάθε σάιτ. Η προειδοποίηση του χρόνου που χρειάζεται κατά μέσον όρο η ανάγνωση κάθε κειμένου, κάθε είδησης, κάθε άποψης, αφορά την οικονομία χρόνου του ιστότοπου. Οχι τον χρόνο του επισκέπτη και του αναγνώστη. Αυτόν δεν τον λυπάται κανείς. Το «διαβάζεται σε 1' και 40"» είναι μια διόλου ευγενική υπενθύμιση ότι ο αναγνώστης ΠΡΕΠΕΙ να διαβάσει το κείμενο στον χρόνο αυτό για να περάσει στο επόμενο και στο μεθεπόμενο και, ιδανικά, να μείνει όσο περισσότερα λεπτά γίνεται στην ιστοσελίδα, να καταναλώσει χρήσιμες, αδιάφορες και εντελώς άχρηστες πληροφορίες της ημέρας, για τις οποίες ο «Μεγάλος Αδελφός» της Silicon Valley, που μπορεί να έχει την έδρα του στην Ιρλανδία ή στην Αυστραλία, θα αποφασίσει μέσω κατάλληλα κατασκευασμένων αλγορίθμων να κρατούν τον αναγνώστη αρκετό χρόνο στην ιστοσελίδα, αρκετό για να δει τις διαφημίσεις που πετάγονται σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στις παραγράφους του κειμένου, που αποσπούν την προσοχή του, που τον πάνε αλλού, που μεγεθύνουν όση ΔΕΠΥ τυχόν είχε, που τον κάνουν να ξεχνάει τι είχε αρχίσει να διαβάζει, να αναρωτιέται αν είναι πρώιμα ανοϊκός, και στο τέλος να εγκαταλείπει διανοητικά εξουθενωμένος από την ενημέρωση, που δεν ήταν καν εξημέρωση και πληροφόρηση, είναι μια τρομακτική απο-πληροφόρηση, γιατί τελικά ο χρόνος ανάγνωσης του κειμένου είναι μόλις δύο λεπτά, και ο χρόνος παραμονής σου στην ιστοσελίδα συμποσούται σε 6 λεπτά, πα μαλ, δώσε στα παιδιά ένα ευρώ ανά επισκέπτη, αλλά εδώ τελειώνει η προειδοποίηση χρόνου των 10 λεπτών και πέστε μου αν βγάλατε κανένα συμπέρασμα εκτός από το ότι χάσατε τον χρόνο σας.
Αλλά, αυτό ακριβώς είναι το νόημα. Να χάσετε τον χρόνο σας που είναι πάντα χρήμα.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθισα εδώ. Κάθουμουν
χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.
…………………
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.
Κ. Π. Καβάφης, «Απ’ τες εννιά»
Άρα κέρδισαν οι Χρονοταμιευτές;
ReplyDelete