Ο οικονομικός μας πολιτισμός είναι προϊόν της ιδιοκτησίας. Η ιδιοκτησία, στις άπειρες σύγχρονες νομικές μορφές της μας θυμίζει ότι υπάρχουμε. Μας επιτρέπει να υπάρχουμε. Όταν υπερασπιζόμαστε την ιδιοκτησία, υπερασπιζόμαστε την ύπαρξή μας.
Όλος ο πολιτισμός 5.000 χρόνων και πλέον, αποτυπωμένος σε έξι λέξεις: «Επρεπε να υπερασπίσω την περιουσία μου». Δεν ξέρω αν το επίσημο πρακτικό της ομολογίας περιλαμβάνει μ’ αυτά τα λόγια την αλήθεια των εκτελεστών του Αγρινίου. Δεν έχει σημασία. Στα αστυνομικά και δικαστικά χρονικά θα μείνει η κοινοτοπία των τηλεοπτικών συμπερασμάτων. «Δι’ ασήμαντον αφορμήν», πέντε ζωές. Κι όμως, δεν υπάρχει τίποτε το ασήμαντο σ’ αυτή την αφορμή της καταπάτησης της ατομικής ιδιοκτησίας. Το αντίθετο. Η ιδιοκτησία είναι το θεμέλιο του οικονομικού πολιτισμού μας εδώ και πενήντα τουλάχιστον αιώνες. Πώς είναι δυνατό να το εξοβελίζει κανείς, με τόση ευκολία, στο σύμπαν της ασημαντότητας;
«Η ιδιοκτησία του θύμιζε ότι υπάρχει», έγραφε η Πατρίτσια Χάισμιθ για τον απόλυτο ήρωά της, τον απαλλοτριωτή ιδιοκτησίας, προσωπικότητας και ταυτότητας άλλων, τον Τομ Ρίπλει. Η ιδιοκτησία μας θυμίζει ότι υπάρχουμε. Είναι γραμμένη στο DNA μας. Στην πραγματικότητα, ο καθένας μας είναι ικανός να σκοτώσει για να την υπερασπίσει από τις έξωθεν προσβολές. Στη μνήμη του κυττάρου μας είναι καταγεγραμμένοι οι απλοί τρόποι με τους οποίους οι πρόγονοί μας, στα σπήλαια ή στα δένδρα, homines sapientes κι αυτοί όπως εμείς, πετύχαιναν την ατομική ιδιοποίηση του φυσικού ή τεχνητού πλούτου: φόνος, κλοπή, αρπαγή, αιχμαλωσία. Είμαστε σίγουροι ότι έχουμε διανύσει απόσταση ασφαλείας από αυτό το πανάρχαιο δίκαιο; Εγώ πάλι αμφιβάλλω.
Ας αποστασιοποιηθούμε για λίγο από το σοκ του αίματος, κι ας μεταφερθούμε στη σκηνή της τραγωδίας. Πέντε νέοι που διατηρούν το αρχέγονο ένστικτο του κυνηγού. Στόχοι τους, τσίχλες και ορτύκια, που προφανώς δεν αναγνωρίζουν κι αυτά όρια ιδιοκτησίας. Τους ανήκει όλος ο ζωτικός χώρος που ενδέχεται να περιέχει την τροφή τους. Τα δάση που ανήκουν στο δημόσιο, στην εκκλησία ή σε κανένα. Τα χωράφια που ανήκουν σε καλλιεργητές. Τα βοσκοτόπια που ανήκουν στους κτηνοτρόφους. Μόνα σύνορα, οι ξόβεργες (δεν νομίζω ότι τις χρησιμοποιούν πολλοί πια), οι κάνες των όπλων και το κρύο. Όταν ο κυνηγός βγαίνει παγανιά, τη δική τους «ιδιοκτησία» παραβιάζει πρώτ’ απ’ όλα. Μια ιδιοκτησία χωρίς τίτλους, χωρίς νομική υπόσταση, αλλά πραγματική, φυσική, γιατί περιέχει τους όρους ύπαρξής τους. Σ’ αυτή την αναμέτρηση όμως, και ο κυνηγός έχει την ίδια κτητική αντίληψη. Ολος ο ζωτικός χώρος των θηραμάτων είναι διεκδικήσιμος, απαλλοτριωτέος. Μπορεί να τον απαλλοτριώσει μέχρι εκεί που φτάνει η εμβέλεια της σφαίρας του. Εστω και στιγμιαία. Επειτα, παρεμβάλλεται ένας τρίτος απαλλοτριωτής. Ο κτηνοτρόφος ή ο γεωργός. Εχει τη νομή του ζωτικού χώρου πτηνών και κυνηγών. Αλλά με τίτλους, με συμβολαιογραφικές πράξεις, με τη βούλα της εφορίας και κάθε κρατικής αρχής που του εγγυάται με τη βαρύτητα μιας συνταγματικής διάταξης το αναπαλλοτρίωτο της ιδιοκτησίας του:
«Σύνταγμα της Ελλάδος, Αρθρο 17. 1. H ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Kράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. 2. Kανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο». (Εδώ αποσύρονται οι πρωταγωνιστές του δράματος. Οι μεν στη φυλακή, οι δεν στο θάνατο. Μένουν τα πτηνά του ουρανού, στις δικές τους αρπακτικές και φονικές επιδόσεις εις βάρος των αθέατων κομπάρσων της σκηνής: των σκουληκιών και των εντόμων που θα γίνουν τροφή τους).
Μάλλον δεν υπάρχει πλέον χώρα στον κόσμο που να μην υπερασπίζεται την ιδιοκτησία έναντι των ιδιωτών με τον ισχυρό τρόπο της συνταγματικής επιταγής. Αλλά πάνω από το γραπτό σύνταγμα, υπάρχει ένας άγραφος νόμος με τον οποίο εμβολιαζόμαστε συστηματικά εξ απαλών ονύχων. Η ιερότητα της ιδιοκτησίας. Όχι μόνον ο οικονομικός πολιτισμός, ο πολιτισμός της απαλλοτρίωσης, αλλά και όλα τα σύγχρονα πολιτικά συστήματα είναι προϊόντα της ιδιοκτησίας. Οι απώτεροι πρόγονοί μας απέκτησαν πολιτικές προσωπικότητες ανάλογα με το ρυθμό διάχυσης της ιδιοκτησίας, κι αφού οι ίδιοι έπαψαν να είναι αντικείμενα νομής και κατοχής. Η ιδιοκτησία, στις άπειρες σύγχρονες νομικές μορφές της, όχι απλά μας θυμίζει ότι υπάρχουμε. Μας επιτρέπει να υπάρχουμε. Όταν υπερασπιζόμαστε την ιδιοκτησία, υπερασπιζόμαστε την ύπαρξή μας, κι αυτήν είναι αναμενόμενο να την υπερασπιζόμαστε μέχρι αίματος. Μέχρι φόνου. Σας φαίνεται υπερβολή; Κι όμως, κάθε πράξη απόκτησης, προϋποθέτει την αποξένωση του άλλου από το «κτήμα». Κάθε πράξη επιβεβαίωσης της ύπαρξής μας δια της ιδιοκτησίας, είναι η αφαίρεση ενός μέρους της ύπαρξης του άλλου. Ο Σάιλοκ, στον «Εμπορο της Βενετίας» του Σέξπιρ, είναι ο αυθεντικότερος εκφραστής αυτής της προσθαφαίρεσης. «Η λίβρα το κρέας που του απαιτώ είναι ακριβοπληρωμένη, δικιά μου είναι και θα την πάρω», λέει στο δικαστήριο, απαιτώντας να κόψει ένα κομμάτι από το σώμα του Αντώνιου, έναντι του δανείου που του χορήγησε. Αυτό είναι το ψυχολογικό υπόστρωμα του αδιανόητου εγκλήματος κι ας μην το κρύψουμε κάτω απ’ το χαλί της υποκρισίας.
Πριν από όχι και πολλές δεκαετίες, τα εγκλήματα ΥΠΕΡ της ιδιοκτησίας δεν ήταν σπάνια φαινόμενα που άφηναν εμβρόντητο το πανελλήνιο. Ησαν μάλλον κανόνας στη βουκολική Ελλάδα που κινούνταν στις παρυφές της νομιμότητας και της χωροφυλακής. Και σήμερα φαίνεται ότι επιβιώνουν «νησίδες» που δεν έχουν διδαχθεί τα νέα μαθήματα προστασίας της ιδιοκτησίας, χωρίς όπλα και αίματα. Και κυρίως, δεν έχουν πάρει πρέφα ότι η ιδιοκτησία έχει καταργηθεί. Χωρίς μπολσεβίκους, χωρίς επανάσταση, χωρίς απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών, χωρίς ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, χωρίς επιστροφή στην πρωτόγονη κοινοκτημοσύνη του παραδείσου, όπου όλοι τα είχαν όλα, άρα κανένας δεν είχε τίποτα. Η ιδιοκτησία καταργήθηκε όχι με την ηθική επιφοίτηση του Προυντόν που συμπέρανε ότι «η ιδιοκτησία είναι κλοπή». Αλλά με το μηχανισμό που μας κατέστησε όλους ιδιοκτήτες. Ο καθένας μας πια, στο σύγχρονο καπιταλισμό είναι ιδιοκτήτης. Είναι ιδιοκτήτης μέχρι να του πάρει το ενυπόθηκο σπίτι η τράπεζα. Και φυσικά δεν μπορεί να «σκοτώσει» την τράπεζα. Η τράπεζα θα «σκοτώσει» το σπίτι του. Ο καθένας είναι ιδιοκτήτης, μέχρι να του πάρει το χωράφι το κράτος υπέρ δημοσίου έργου, ή η εφορία έναντι οφειλών. Είναι κάτοχος μετοχών και μιας τεράστιας ποικιλίας άυλων αξιών, την τύχη των οποίων καθορίζουν άνθρωποι που δεν χρειάζεται καν να είναι οι ίδιοι ιδιοκτήτες. Είναι μάνατζερ, είναι διαχειριστές κεφαλαίων, είναι διαπραγματευτές νομισμάτων που μπορούν ν’ απαξιώσουν ή να απογειώσουν την περιουσία του ανυποψίαστου μικροαστού χωρίς να το πάρει πρέφα. Ο καθένας είναι ιδιοκτήτης αυτοκινήτου, αλλά δεν μπορεί να κάνει ούτε ένα μέτρο με το όχημά του αν δεν έχει πληρώσει τέλη κυκλοφορίας, ασφάλεια ή τις δόσεις του τραπεζικού δανείου. Γίναμε όλοι ιδιοκτήτες, απολύτως ανήμποροι και ανυπεράσπιστοι έναντι των οιονεί απαλλοτριωτών της ιδιοκτησίας μας που με μια πληκτρολόγηση μπορούν να την κάνουν delete χωρίς να χυθεί ούτε σταγόνα αίμα. Η μικρή μας ιδιοκτησία, δεμένη με λίγα τετραγωνικά μέτρα γης ή λίγα κυβικά μπετόν, παρά τη στομφώδη συνταγματική προστασία, είναι στο έλεος ενός ανελέητου μηχανισμού απαλλοτριωτών (κράτους και ιδιωτών) που αντλούν την ισχύ και την εξουσία τους από το οξυγόνο του «ελεύθερου ανταγωνισμού της ανοικτής οικονομίας». Αυτού που η ηγεσία του ΣΕΒ θέλει να του αποδώσει τη διάσταση αιώνιας αλήθειας, με την πατίνα μας συνταγματικής διάταξης.
Το ίδιο θα πρότεινε κι ο Σάιλοκ, αλλά προτίμησε το δικαστήριο. Εξ άλλου, τότε δεν υπήρχαν και συντάγματα.
ΚΙΜΠΙ
No comments:
Post a Comment