Ως πατέρας αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε απόσταση ασφαλείας από την οδυνηρή εμπειρία των εισαγωγικών εξετάσεων που μόλις βίωσαν καμιά ογδονταριά χιλιάδες έφηβοι, οι γονείς τους και αρκετοί συγγενείς τους. Ανάλογη απόσταση (όχι ασφαλείας, αλλά ηλικίας) με χωρίζει από την εποχή που πέρασα την εμπειρία ο ίδιος. Πολύ πιο ανάλαφρη, είναι αλήθεια. Υπάρχει μάλιστα το παράδοξο δεδομένο ότι στην εποχή μου, τέλη της δεκαετίας του ’70, είχαμε να διαχειριστούμε ως υποψήφιοι φοιτητές μιαν ύλη απεριόριστη και απροσδιόριστη. Αναμετριόμασταν περίπου με το άγνωστο και ως εκ τούτου τα βασικά μας όπλα ήταν το θράσος της αγνοίας μας (ή της ημιμάθειάς μας) και ενδεχομένως η κρίση μας. Με τη γενιά της νέας χιλιετίας συμβαίνει το αντίστροφο. Οσο πιο αυστηρά προσδιορισμένη και περιορισμένη είναι η ύλη, τόσο το μεταίχμιο επιτυχίας και αποτυχίας πέφτει σαν λαιμητόμος στον πόντο, στο χιλιοστό. Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες.
Το εξεταστικό σύστημα και όλος ο μηχανισμός αξιολόγησης των μαθητών είναι τελείως απαξιωμένος στη συνείδηση του μέσου γονιού. Είτε από ένστικτο, είτε από απλή γονεϊκή ματαιοδοξία, όλοι μας λίγο πολύ αισθανόμαστε ότι το εκπαιδευτικό σύστημα αδικεί τα παιδιά μας, όχι μόνο όταν τα βαθμολογεί κάτω από τη βάση, αλλά και όταν τα επιβραβεύει με «άριστα». Υψηλό τίμημα για χαμηλό αντίκρισμα. Αλλά, αν και ψυλλιασμένοι (και συχνότερα αγανακτισμένοι για το γεγονός ότι πληρώνουμε πανωπροίκια, επειδή αυτά που έχουμε ήδη πληρώσει δεν αποδίδουν), πέφτουμε όλοι μας στην παγίδα της επίδοσης. Γονείς και παιδιά ζούμε κάτω από την απόλυτη τυραννία της.
Συμβαίνει πιθανώς και σε σας, συμβαίνει και σε μένα και καθώς το συνειδητοποιώ αισθάνομαι σαν τον ήρωα του Ιονέσκο, στο «Ρινόκερο». Τελικά δεν είναι και τόσο άσχημο να είσαι παχύδερμο…
Η κόρη μου η Βέρα μια ανάσα από το κατώφλι των οκτώ χρόνων, στην ίδια απόσταση ασφαλείας με μένα από την οδυνηρή εμπειρία των εισαγωγικών του μέλλοντός μας. Προς το παρόν, ανθίσταται σθεναρά στην τυραννία της επίδοσης, τα αποθέματα ανταγωνισμού που διαθέτει τα φυλάει ως επί το πλείστον για το παιχνίδι. Οι επιδόσεις της εκεί την απασχολούν πραγματικά, την βασανίζουν-αισθάνεται πιο συχνά δυστυχισμένη όταν «χάνει» σε μιαν αναμέτρηση στην αυλή του σχολείου, παρά στην αίθουσα διδασκαλίας. Μετράει τις μέρες για να τελειώσει το σχολείο, όπως οι φαντάροι τη θητεία τους και οι φυλακισμένοι την ποινή τους. Δεν έχει ακόμη αντιληφθεί τι την περιμένει στη δεκαπενταετία (τουλάχιστον) εκπαίδευσης που έχει μπροστά της. Κι εν τω μεταξύ κι εγώ, ανεπαισθήτως, απεκδύομαι το κοστούμι της αντισυμβατικότητας και βομβαρδίζω το παρθένο ακόμη σύμπαν των αξιών της με το μικρόβιο της επίδοσης. Καταχωνιάζω στις συμβάσεις των «πρέπει» και της καθημερινότητας τα στομφώδη «εγκώμια στην αποτυχία» που έχω πλέξει ακόμη και σ’ αυτήν εδώ τη στήλη. «Βέρα, διάβασες; Εγραψες την αντιγραφή σου; Τι παλιογράμματα είναι αυτά; Γιατί τα «σκέφτομαι και γράφω» έχουν γίνει τόσο σύντομα; …Πω,πω, τι λάθος είναι αυτό στα μαθηματικά; Πόσο θα γράψεις στο τεστ των αγγλικών;» Και, βροχή οι απειλές, οι χαρακτηρισμοί, οι ηθικοί εκβιασμοί για τα ακριβά τιμήματα της αποτυχίας, για το χαμένο χρόνο μπροστά στην τηλεόραση, για ό,τι ξεφεύγει από τη γραμμή της εκπαιδευτικής παραγωγικότητας…Δεν με αναγνωρίζω πια. «Ρινόκερως». Πλήρως υποταγμένος στην τυραννία της επίδοσης.
Θα μπορούσα, άραγε, να κάνω διαφορετικά; Δεν αναζητώ άλλοθι για να ελαφρύνω τη συνείδησή μου, εξήγηση ζητώ. Αν αποφασίσει κανείς να κινηθεί έξω από την νόρμα του εξαναγκασμού, εκτός της κλίμακας επιτυχίας- αποτυχίας, το πιθανότερο είναι ότι οδηγεί τον εαυτό του και, επομένως, και τους φερέλπιδες βλαστούς του στον πάτο της εικόνας. Η παγίδα είναι ακριβώς εκεί. Ο μηχανισμός αξιολόγησης στο εκπαιδευτικό σύστημα είναι ο πρώτος αδρός ταξικός διαχωρισμός μιας κοινωνικής ομάδας που θεωρητικά βρίσκεται ακόμη στον αστερισμό των ίσων ευκαιριών και δυνατοτήτων. Ο μέσος προλετάριος, ο μέσος μικροαστός θέλει ακριβώς να αποφύγει την πιστή αναπαραγωγή του κοινωνικού προτύπου που καταδίκασε τον ίδιο στη θέση που σιχτιρίζει. Κι έτσι πέφτει στην παγίδα της επίδοσης. Εφόδια, εφόδια κι άλλα εφόδια, γνώσεις, δεξιότητες, επιδόσεις είναι τα πράγματα που οφείλει να κληροδοτήσει στους απογόνους του, παρ’ ότι τίποτε δεν αποδεικνύει ότι η πρόσληψή τους είναι ένας μηχανισμός κοινωνικής εκτίναξης. Διαθέτουμε αρκετούς αριστούχους υποψηφίους, πολλούς καλούς φοιτητές που θα βγουν γιατροί, μηχανικοί και δικηγόροι, αλλά αποκλείεται όλοι αυτοί να γίνουν καλοπληρωμένοι επιστήμονες που στα σαράντα τους θα διαθέτουν βίλα στην Εκάλη, γραφείο στο Κολωνάκι, εξοχικό στη Μύκονο, σκάφος και παχυλά επενδυτικά χαρτοφυλάκια. Το πιθανότερο είναι η πυραμίδα της επιτυχίας, που εμείς στα νιάτα μας ζηλεύαμε, να αναστραφεί και να έχουμε μαζική προλεταριοποίηση στα επαγγέλματα της άλλοτε αξιοζήλευτης κορυφής της.
Αυτό που συμβαίνει με τα παιδιά μας, το γεγονός ότι οι επενδύσεις μας στις επιδόσεις τους τείνουν να γίνουν αντιστρόφως ανάλογες των αποδόσεών τους, αποτελεί μιαν ακόμη ένδειξη ότι η επίδοση, η επιτυχία, είναι μια υπερβολικά μυθοποιημένη αξία. Είμαστε μια κοινωνία των επιδόσεων, ένας πολιτισμός της επιτυχίας. Πήραμε τοις μετρητοίς την υπόδειξη των Λατίνων: altius, citius, fortius. Αλλά ακόμη κι αυτοί, έπεσαν από ψηλά, πιο γρήγορα και πιο δυνατά. Κατέρρευσαν μεγαλοπρεπώς.
Η τυραννία της επίδοσης επιβραβεύει την ποσότητα, το μέγεθος, αδιαφορώντας για την ποιότητα. Όλα αξιολογούνται και βαθμολογούνται. Η οικονομία, η ανάπτυξη, τα δημοσιονομικά μεγέθη, η επιχειρηματικότητα, οι επενδύσεις, τα ασφαλιστικά συστήματα, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα τηλεοπτικά δελτία, η ραδιοφωνική ενημέρωση, οι ψυχαγωγικές εκπομπές, τα κόμματα, οι πολιτικοί, οι εργαζόμενοι, οι καλλιτέχνες, οι διαφημιστές. Δεν υπάρχει σχεδόν δραστηριότητα για την οποία να μην έχει θεσπιστεί και ένα είδος βράβευσης και επιβράβευσης. Ακόμη και τα απλούστατα προσόντα που μας έδωσε η φύση και η τύχη- ένα ωραίο πρόσωπο, δυο όμορφες γάμπες, μια καλή φωνή, μια εξαιρετικά υψηλή δόση τεστοστερόνης- μετρώνται, διαγωνίζονται, βραβεύονται. Μια ατέλειωτη στρατιά αξιολογητών, από τον ΟΟΣΑ μέχρι τους ανεκδιήγητους κριτές του «Ελλάδα έχεις ταλέντο» (κάποιος πρέπει να τους ρωτήσει με ποιο δικό τους ταλέντο κρίνουν τα ταλέντα των άλλων), βγάζει το παντεσπάνι της από τη μέτρηση επιδόσεων. Μια ειδική τάξη ανθρώπων πλουτίζει από την τυραννία της επίδοσης, αν και η ίδια δεν επιδίδεται σε τίποτε, δεν αξιολογείται από κανένα και τελικά δεν παράγει τίποτε.
Το μόνο που δεν μετριέται είναι αν όλες αυτές οι συστηματικά μετρούμενες επιδόσεις, ατομικές ή συλλογικές, μας μαθαίνουν κάτι για το πώς θα μετρήσουμε το απόλυτο ζητούμενο: την ανθρώπινη ευτυχία. Την απόλαυση της καθημερινότητας. Την ικανοποίηση που αντλούμε από τη ζωή.
Ισως γι’ αυτό, στη δύση της διαδρομής τους, ακόμη κι οι πιο επιτυχημένοι, οι άνθρωποι των υψηλών επιδόσεων, των ασύλληπτων υπεραξιών και της λαμπερής δημοσιότητας είναι αδύνατο να καταλήξουν σ’ ένα θετικό ισοζύγιο ζωής χωρίς την (ακριβοπληρωμένη) βοήθεια του ψυχαναλυτή τους. Μοιάζουν με τον «Πολίτη Κέην» του Ορσον Ουέλς, που έσβησε δεκαετίες ευδαιμονίας, ισχύος και επιχειρηματικού πρωταθλητισμού με μιαν αθώα παιδική ανάμνηση, αποτυπωμένη σε μια και μόνη λέξη γραμμένη πάνω σ’ ένα έλκηθρο: «Rosebad».
ΚΙΜΠΙ
Σας είδα στο blog του Πάνου.
ReplyDeleteΚαταπληκτικό κείμενο. Αρα τέτοια κείμενα αντέχουν να τα διαβάσουν οι υπουργοί παιδείας;
Κιμπι, γεια, η Ρίτσα η Μασουρα είμαι.
ReplyDeleteΩραίο κείμενο, όπως πάντα. Ελπίζω μεσα από το μπλογκ να σε γνωρίσει κόσμος πολύς.Σου το εύχομαι. Σημείωσε το δικό μου ολοκαινουργιο μπλογκ και θα περάσω το δικό μου στα λινκς.
Φιλια Ριτσα Μασουρα
http://ritsmas.wordpress.com
Το λέω prosopa-rits
Όσοι δεν έπιασαν τις επιδόσεις που έπρεπε να πιάσουν ήταν απλώς άτυχοιο.
ReplyDeleteόσοι κατάφεραν να τις πιάσουν ήταν πολύ άτυχοι.
Σύντροφε, καλωσόρισες στην μπλογκόσφαιρα !
ReplyDeleteΤο καλό με τον δικό μας καιρό στο σχολείο είναι ότι τα μαθήματα ήταν αρκετά περιορισμένα σε έκταση και τα βιβλία σε βάρος, ώστε να προφθαίνουμε να αμπελοφιλοσοφούμε. Το να μπλοφάρεις και να φουμάρεις την κατάσταση, όταν δεν γνωρίζεις κάτι, είναι μια χρήσιμη δεξιότητα, επίσης, την οποία το σχολείο του καιρού μας μάς δίδαξε. Και μάλιστα, μας έμαθε, όχι μόνο να χρησιμοποιούμε την δεξιότητα αυτή, αλλά και να την διακρίνουμε στους άλλους.
Όσο για το rosebud, μια ερμηνεία είναι ότι την λέξη αυτή χρησιμοποιούσε ο βαρώνος του τύπου Χήρστ, το πρότυπο για τον κεντρικό ήρωα του Ουέλλες, για να περιγράψει σημείο της ανατομίας της ερωμένης του Χήρστ, Μάριον Νταίηβις.