Η Εφημερίδα των Συντακτών, 11-12/7/2021
Εξόρυξη κερδών (Χρηματιστήριο Μετάλλων Λονδίνου). |
Αυτό είναι το δεύτερο σοκ στη διάρκεια της πανδημίας που αποσταθεροποιεί τους απανταχού Γης (νεο)φιλελεύθερους και τις βεβαιότητες της θεμελιώδους βλακείας τους. Το πρώτο ήταν η επιστροφή του απεχθούς κρατισμού, που τον ανέστησαν εκ του τάφου και τον ρουφάνε μέχρι μυελού των οστέων (των δικών μας, βεβαίως, γιατί η κρατική γενναιοδωρία είναι δανεική κι εμείς θα χρειαστεί να την ξοφλήσουμε). Το δεύτερο σοκ είναι η νεκρανάσταση από τα Τάρταρα του πληθωρισμού, όχι με τις προ πολλών δεκαετιών θηριώδεις διαστάσεις και τα διψήφια ποσοστά, αλλά με ταπεινά μονοψήφια άλματα που παραβιάζουν το ιερό όριο της μονεταριστικής ορθοδοξίας, το περίφημο 2%, που κανείς εδώ και δύο δεκαετίες δεν έχει εξηγήσει γιατί είναι ο «ιδανικός πληθωρισμός» (γιατί όχι 2,3% ή 1,5%, 4%; Η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά, γιατί έχει προ πολλού πάρει διαζύγιο από την οικονομία).
Για να καταλάβουμε την επικράτεια –και επικράτηση– της οικονομικής ανοησίας, αρκεί να πάμε σαράντα χρόνια πίσω. Το 1981, όταν εγώ και πολλοί από σας ήμασταν ακόμη στα ντουζένια μας και μ’ ένα κατοστάρικο (δραχμές) στην τσέπη αισθανόμασταν άρχοντες, ο παγκόσμιος πληθωρισμός ήταν πάνω από 12,5% (στην Ελλάδα πάνω από 20%) και τα συνδικάτα πάσχιζαν να πετύχουν αυξήσεις μισθών έστω στο μισό αυτού του θηριώδους ποσοστού που κατέτρωγε το εισόδημα της εργασίας. Τότε ήταν που επινοήθηκαν τα σχήματα Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (θυμάστε την ΑΤΑ;), τα οποία αν και περιείχαν την έμμεση ομολογία ότι τελικά «δεν φταίνε οι μισθοί για τον πληθωρισμό», δεν είχαν ιδιαίτερη τύχη. Η ολέθρια διασταύρωση μονεταριστών και νεοφιλελεύθερων στην παγκόσμια διακυβέρνηση της αναπτυγμένης Δύσης τα σάρωσε, εδραιώνοντας την πεποίθηση ότι για την ιερά σταθερότητα των τιμών χρειάζονταν τρία πράγματα: οι κεντρικές τράπεζες να ελέγξουν αυστηρά τη ροή χρήματος, το κράτος να αφήσει την αγορά να αυτορυθμιστεί και η εργασία να τιμωρηθεί με αιώνια διατίμηση. Μεγάλη πετυχεσιά: η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έγινε η πρώτη που τα έκανε αυτά «ευαγγέλιό» της, οι μισθοί μπήκαν σε βαθιά κατάψυξη, τα συνδικάτα πέρασαν στην παρακμή, ο παγκόσμιος πληθωρισμός έπεσε το 2001 στο 4% κι έτσι πορεύτηκε μέχρι το 2008, όταν η χρηματοπιστωτική κρίση τον διπλασίασε σε χρόνο dt, έπειτα η ύφεση τον καταβαράθρωσε και γενικώς όλο το (βραβευμένο με Νόμπελ!) μοντέλο οικονομικής ανοησίας διαψεύστηκε με όλους τους δυνατούς τρόπους.
Τι διδάχθηκαν κεντρικοί τραπεζίτες, σχεδιαστές οικονομικής πολιτικής και κυβερνήσεις από αυτόν τον απολογισμό της χαμένης δεκαετίας; Απολύτως τίποτε! Μόλις προχθές η Λαγκάρντ, σαν καλός παπαγάλος –κι όχι περιστέρι– αναμάσησε τους κρωγμούς των γερακιών για τον πληθωρισμό που μπορεί «να προκαλέσει γενικευμένες πιέσεις για αύξηση μισθών», και πω πω κακό που μας εύρηκε. Θυμάστε τις συστάσεις τις ΕΚΤ, λίγο πριν από την πανδημία, για αυξήσεις αμοιβών τουλάχιστον στις πλεονασματικές χώρες; Ξεχάστε τες! Δεν θα τις ξανακούσετε, επιστρέφουμε στη μυθολογία του 19ου αιώνα για τον φαύλο κύκλο μισθών-τιμών. Αν φοβάστε την ακρίβεια, δύο πράγματα οφείλετε να κάνετε: να πάτε στο αφεντικό σας και να του δηλώσετε ότι παραιτείστε από οποιαδήποτε αύξηση για τα επόμενα 2-3 χρόνια και να μπαίνετε καθημερινά στο παρατηρητήριο τιμών του Αδώνιδος και τιμολογίων ρεύματος της ΡΑΕ για να βρείτε τα φτηνότερα. Κι οι τιμές θα πέσουν στο πιτς φιτίλι.
Το γεγονός ότι το κατασκεύασμα που λέγεται αγορά, όπου τάχα ο ανταγωνισμός και ο νόμος προσφοράς-ζήτησης εξασφαλίζουν σύγκλιση προς τις «φυσικές τιμές» των αγαθών, απλώς δεν υπάρχει πια, δεν περνάει από το μυαλό των Νόμπελ της ανοησίας. Ούτε αγορά υπάρχει ούτε το πρόβλημα είναι τα καρτέλ που τάχα στρεβλώνουν τη λειτουργία της. Ή, αν σας σοκάρει αυτή η διατύπωση, όλη η παγκόσμια αγορά είναι ένα τεράστιο καρτέλ χρηματιστών που διαπραγματεύονται και καθορίζουν καθημερινά τις τιμές κάθε πρώτης ύλης, κάθε βασικού αγαθού και κάθε υπηρεσίας που είναι απαραίτητα για την επιβίωσή μας. Από το γάλα, το στάρι και τους σπόρους τομάτας που αφορούν το πιάτο μας, μέχρι το λίθιο, τον γραφίτη ή το ίνδιο που καθορίζουν την «πράσινη» και ψηφιακή βιομηχανία. Κι αν υποθέσουμε ότι η τομάτα σηκώνει ένα παζάρι στους πάγκους της λαϊκής από τους υποψιασμένους καταναλωτές, με τις σπάνιες γαίες τι ακριβώς θα γίνει; Ξέρει ο Αδωνις κανέναν να παίρνει στο μίνι μάρκετ της γειτονιάς τηλέφωνο (ή στο London Metal Exchange) και να παραγγέλνει; «Βάλε δέκα γραμμάρια κοβάλτιο και, πού ’σαι, απ’ το καλό, και δέκα δράμια νικέλιο, ναι, κυρ Στέφανε, θα το κάψουμε απόψε…». Δεν παίζει αυτό, σωστά;
Η αγορά δεν πρόκειται να διορθώσει γιατί όχι μόνο η τιμή κάθε εμπορεύματος, αλλά ο ίδιος ο πληθωρισμός έχει γίνει πια ένα χρηματιστηριακό μέγεθος που καθορίζεται από το παιχνίδι επενδυτικών κεφαλαίων, επενδυτικών τραπεζών, κυνηγών του χρήματος, αγοραστών προθεσμιακών συμβολαίων και μέλλοντος. Αυτοί είναι το αόρατο χέρι της αγοράς. Και έχουν τον έλεγχο της τσέπης μας, της πείνας και της δίψας μας γιατί τους τον έχουν εκχωρήσει οι πολιτικές ηγεσίες. Αυτές που δηλώνουν ήσυχες για την παροδικότητα των ανατιμήσεων, αλλά ανήσυχες για ενδεχόμενες αυξήσεις στους μισθούς. Τι μισθούς και μπόνους παίρνουν για να λένε τέτοιες ανοησίες δεν θέλετε να ξέρετε.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Το δόγμα ότι «ο μισθός της εργασίας καθορίζει τις τιμές των εμπορευμάτων», εκφραζόμενο με την πιο αφηρημένη του διατύπωση, καταλήγει στο ότι «η αξία καθορίζεται από την αξία», και η ταυτολογία αυτή σημαίνει στην πραγματικότητα ότι δεν ξέρουμε τίποτα για την αξία. Αν επιμείνουμε σ’ αυτή την υπόθεση, τότε κάθε συλλογισμός σχετικά με τους γενικούς νόμους της πολιτικής οικονομίας καταντά κούφια φλυαρία. Γι’ αυτό η μεγάλη υπηρεσία που πρόσφερε ο Ρικάρντο ήταν ότι στο έργο του «Αρχές Πολιτικής Οικονομίας»… ξετίναξε από τη βάση της την παλιά, συνηθισμένη και ξεφτισμένη σοφιστεία σύμφωνα με την οποία «ο μισθός της εργασίας καθορίζει τις τιμές»…
Καρλ Μαρξ, «Μισθός, τιμή και κέρδος» (1865)
No comments:
Post a Comment