Η Εφημερίδα των Συντακτών, 8-9/4/2023
Για σχεδόν 25 χρόνια μια μεσοτοιχία μόνο μας χώριζε. Ανοίγαμε την πόρτα του διαμερίσματός μας και βλέπαμε τη δικιά του. Καμιά φορά προέκυπτε συγχρονισμός, ανοίγαμε τις πόρτες ταυτόχρονα κι ανταλλάσσαμε την πρώτη καλημέρα της μέρας με τον ίδιο ή με την επί επτά δεκαετίες σύντροφο της ζωής του. Το ίδιο συνέβαινε κι απ’ τα γειτονικά μπαλκόνια μας, όταν ο ήλιος τα έλουζε κι ο καιρός επέτρεπε να κάτσουν σαν ζευγάρι στο τραπεζάκι και να απολαύσουν το καφεδάκι τους αντικρίζοντας το δάσος, όσο δεν έχει κάψει η φωτιά. «Καλημέρα! Ωραία μέρα, ε;»
Ο κ. Κ. έσβησε πριν από λίγες μέρες, Εφυγε «πλήρης ημερών», που λένε, αλλά ποιος καθορίζει αυτή την «πληρότητα», εκτός από τα δημοσιογραφικά κλισέ; Ποιο είναι το όριο; Τα 90; Τα 100; Αλλο η στατιστική, άλλο η βιολογία, άλλο η ανθρώπινη βούληση. Πριν από έναν αιώνα, με το μέσο προσδόκιμο στις βιομηχανικές κοινωνίες στα 45 με 50 χρόνια, αντιμετωπίζονταν ως θαύματα της φύσης οι 70άρηδες, τώρα θεωρούνται δυνητικά απασχολήσιμοι και απαραίτητοι στο σύστημα ασφάλισης, για να μην καταρρεύσει. Ο κ. Κ. έσπασε το κοντέρ, έχοντας απολαύσει κάμποσες δεκαετίες ως συνταξιούχος, αλλά δεν έφυγε λόγω υπέρβασης στατιστικού ορίου ή λεηλατημένος από κάποια ανελέητη νόσο. Πιθανότατα αποφάσισε να πεθάνει ή αρνήθηκε να συνεχίσει να ζει με το βάρος των 93 ετών, τους φρικτούς περιορισμούς της γήρανσης, τις μεγάλες ποσότητες χαπιών για τη λειτουργία ζωτικών οργάνων του και, κυρίως, με την ιδέα ότι θα στερούνταν την καθημερινότητα της συνύπαρξης με την αγαπημένη του σύζυγο, σχεδόν ακινητοποιημένη κι αυτή σε ένα κρεβάτι από την αρρώστια και το βαθύ γήρας. Δεν ξέρω αν πράγματι έτσι έγιναν τα πράγματα στο χαμένο μεταξύ σιωπής και βογγητών πόνου στόμα του κ. Κ., όμως αυτή την εντύπωση μου έδινε το συρρικνούμενο επί βδομάδες, κουλουριασμένο σε στάση εμβρύου σώμα του.
Αλλά ο απολογισμός ζωής ενός ανθρώπου δεν μπορεί να είναι οι στιγμές του οδυνηρού θανάτου του. Δεν ξέρω πώς ήταν η νεανική και ώριμη ζωή του κ. Κ., πόσο καλός σύζυγος, καλός πατέρας, καλός υπάλληλος, καλός συνάδελφος ήταν πραγματικά, εκτός από όσα ο ίδιος πρόλαβε να μου αφηγηθεί στις σύντομες, συνήθως στο πόδι, συζητήσεις μας. Ξέρω όμως ότι ήταν καλός γείτονας. Και δεν είναι καθόλου απλό και δεδομένο αυτό στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, στις πολυκατοικίες με πληθυσμό στα όρια μικρού χωριού, στις αναγκαστικές συνυπάρξεις ιδιοκτητών και ενοικιαστών, μικροαστικών κατά κανόνα οικογενειών, που περισσότερα μαθαίνουν η μια για την άλλη λόγω της κακής ηχομόνωσης των τοίχων που τους χωρίζουν, παρά μέσω της ζωντανής, ανθρώπινης επαφής. Μια βιαστική καλημέρα μέσα απ’ τα δόντια στις σκάλες ή στο ασανσέρ, δυο τυπικές κουβέντες, «τι κάνουν τα παιδιά;», και πολύ είναι. Πόρτες κλειστές, άγνοια κι αδιαφορία για συνανθρώπους με τους οποίους συνυπάρχεις πολύ περισσότερο από συγγενείς και φίλους, διαπληκτισμοί για τις δαπάνες της πολυκατοικίας και το πετρέλαιο στις συνελεύσεις των ιδιοκτητών. Οι πολυκατοικίες, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μοντέλα κοινοβιακής συνύπαρξης, συνδιαχείρισης, οικειότητας και εγγύτητας, μετατρέπονται σε τσιμεντένια κλουβιά απομόνωσης και απομάκρυνσης.
Ο κ. Κ., ως καλός γείτονας, χωρίς καμιά επιτήδευση, έσπαγε αυτόν τον ψυχρό κανόνα. Το ίδιο και η κ. Κ., η σύζυγός του. Οταν πρωτοεγκατασταθήκαμε στο διαμέρισμά μας, δίπλα στο δικό τους, ο προηγούμενος ιδιοκτήτης μάς υπέδειξε εμπιστευτικά «να τον προσέχετε, είναι λίγο περίεργος». Ετσι είχε ερμηνεύσει την έγνοια του κ. Κ. για το κοινό σπίτι περίπου 50 ανθρώπων και 15 νοικοκυριών, την πολυκατοικία: Να αγοράσουμε έγκαιρα πετρέλαιο, έρχεται χιονιάς. Να φτιάξουμε το ασανσέρ, δεν είναι αρκετά ασφαλές πια. Κάηκαν οι λάμπες της εισόδου και των κοινόχρηστων χώρων, να τις αλλάξουμε. Να διορθώσουμε το αυτόματο πότισμα, θα ξεραθούν τα φυτά στην πιλοτή. Κάτι να κάνουμε με την πυρόσβεση, είμαστε μια ανάσα απ’ το δάσος, κινδυνεύουμε. Γύρω από αυτά τα απλά πράγματα, για τα οποία ο κ. Κ. αποδείχθηκε καλός γείτονας, χτιζόταν μια σχέση εκτίμησης, στοιχειώδους αλληλεγγύης, μια αίσθηση γειτονιάς που κατά κανόνα εξαφανίζεται στο σύστημα οριζόντιας ιδιοκτησίας των πολυκατοικιών, μεταλλασσόμενο σε μοντέλο κάθετης απομόνωσης.
Αλλά, κακά τα ψέματα, δεν φταίνε οι πολυκατοικίες και η καθ’ ύψος ανάπτυξη των μεγαλουπόλεων ώστε να χωρέσει ο πληθυσμός και να εξυπηρετηθεί η μαζική βιομηχανική παραγωγή, το φορντικό ή το μεταφορντικό μοντέλο. Ούτε πρόκειται να αναβιώσουν οι μοσχοβολημένες από βασιλικό κι ασβέστη γειτονιές τώρα που το μέλλον μας υπόσχεται τάχα την αποϋλοποίηση της παραγωγής και της εργασίας. Τις γειτονιές, κάθετες ή οριζόντιες, τις φτιάχνουν οι άνθρωποι και η κουλτούρα συνύπαρξης και συνεργασίας που αναπτύσσουν, αντί της απομόνωσης και του ανταγωνισμού.
Κι έτσι, απ’ αυτά τα ταπεινά πράγματα κοινού ενδιαφέροντος -τα φώτα, τη θέρμανση, τον καθαρισμό των κοινόχρηστων χώρων, τα φυτά- οι καλοί γείτονες περνούν και σε πιο περίπλοκες εκδοχές των ανθρώπινων σχέσεων, «έχετε τον νου σας στα παιδιά, θα λείψω για λίγο», «ρίξτε μια ματιά στα λουλούδια, μην ξεραθούν», πιάτα και κεράσματα περνούν από τη μια πόρτα στην άλλη, «έφτιαξα πίτα, πάρτε δυο κομμάτια», «έφερα λίγα φρούτα απ’ το χωριό», ένα δούναι και λαβείν προσφοράς χωρίς προσδοκία κι απαίτηση ανταπόδοσης, που με τον καιρό χτίζει μια σχέση οικειότητας μεταξύ τυπικά αγνώστων, που γίνονται πιο οικείοι καμιά φορά κι από συγγενείς και φίλους.
Κάπως έτσι κάποιοι άνθρωποι, στη σκληρή ατομική εποχή μας, θυμίζουν ότι ο αλτρουισμός ίσως τα κατάφερε καλύτερα από τον ανταγωνισμό στην εξέλιξη των ανθρώπινων ομάδων, κοινοτήτων και κοινωνιών. Οι γειτονιές του κόσμου συντίθενται από καλούς γείτονες. Θεωρητικά όλοι οι άνθρωποι μπορούμε να είμαστε καλοί γείτονες. Αρκεί να αντέχουμε χωρίς την πανοπλία του ατομισμού και του ανταγωνισμού.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Ενα άτομο σε μια ομάδα που ανταγωνίζεται με άλλα μέλη για φαγητό, συντρόφους και status υφίσταται μια φυσική επιλογή σε ατομικό επίπεδο. Τα άτομα που αλληλεπιδρούν με άλλα μέλη της ομάδας με τρόπους που δημιουργούν ανώτερη οργάνωση μέσω ιεραρχίας, ηγεσίας και συνεργασίας, υφίστανται φυσική επιλογή σε επίπεδο ομάδας. Οσο μεγαλύτερο είναι το τίμημα που επιβάλλει ο αλτρουισμός και η συνεπαγόμενη απώλεια για την επιβίωση και την αναπαραγωγή του ατόμου, τόσο μεγαλύτερο πρέπει να είναι το όφελος για την ομάδα ως σύνολο (…) Μέσα σε ομάδες, τα εγωιστικά άτομα κερδίζουν έναντι άλλων αλτρουιστών, αλλά οι ομάδες αλτρουιστών νικούν τις ομάδες εγωιστικών ατόμων.
Edward O. Wilson, «Γένεσις: η απώτερη προέλευση των κοινωνιών»
No comments:
Post a Comment