ΚΙΜΠΙ
Kibi2g@yahoo.gr (και kibi-blog.blospot.com)
Ιστολόγιο προορισμένο να φιλοξενεί τα κείμενα της στήλης "Ελεύθερος Σκοπευτής", παλιότερα στην Καθημερινή, αργότερα στον Επενδυτή, ύστερα μερικά ορφανά και ξέμπαρκα. Για 4 χρόνια το μπλογκ ήταν κλινικά νεκρό, μαζί με τον διαχειριστή του και τη στήλη. Κάτι συνέβη και ανένηψαν. Από τις 20/7/2019 η στήλη έδωσε σημάδια ζωής στην ΕφΣυν. Γίνονται εντατικές προσπάθειες πλήρους ανάταξης... Το μπλογκ, εν τω μεταξύ, έχει πιάσει αράχνες. Πρέπει να παστρέψω εδώ μέσα. Επιφυλάσσομαι για μικρή ανακαίνιση.
ΚΙΜΠΙ
Kibi2g@yahoo.gr (και kibi-blog.blospot.com)
Ο Ντίντεριχ είχε κάνει χρυσή δουλειά. Η πρώτη του διαπραγμάτευση με την κυβέρνηση στέφθηκε από επιτυχία, ήταν κύριος της κατάστασης, με ένα διοικητικό συμβούλιο από πειθήνιους άνδρες, και μπορούσε να προχωρήσει στην επιβολή της κυριαρχίας του και στην εσωτερική οργάνωση της επιχείρησης. Στην αρχή κιόλας συγκέντρωσε τον λαό του των εργατών και των υπαλλήλων. «Μερικοί από σας», είπε, «με γνωρίζετε ήδη από το εργοστάσιο του Χέσλινγκ. Και οι υπόλοιποι θα με μάθετε τώρα. Όποιος θέλει να με βοηθήσει είναι καλοδεχούμενος, αλλά δεν θ’ ανεχθώ καμιά ανταρσία! Πριν ούτε καν δύο χρόνια το είπα αυτό σε μια μικρή μερίδα από σας, και δείτε τώρα πόσους έχω υπό τις διαταγές μου. Μπορείτε να ’στε περήφανοι για το αφεντικό σας! Να είστε σίγουροι πως θα ενδιαφερθώ να αφυπνίσω το εθνικό σας φρόνημα και πως θα σας κάνω πιστούς οπαδούς της κατεστημένης τάξης». Και τους υποσχέθηκε ιδιόκτητα σπίτια, ασφάλιση υγείας, φτηνά τρόφιμα. «Σοσιαλιστικές ραδιουργίες όμως τις απαγορεύω σαφώς! Όποιος ψηφίζει στο μέλλον διαφορετικά απ’ ό,τι θέλω, απολύεται!» Ακόμη και την απιστία, είπε ο Ντίντεριχ, ήταν αποφασισμένος να διευθετήσει. Κάθε Κυριακή θα έλεγχε ποιος ήταν στην εκκλησία και ποιος όχι. «Όσο κυριαρχεί στη γη το προπατορικό αμάρτημα, θα υπάρχει πόλεμος και μίσος, ζήλια και διχόνοια. Γι’ αυτό: ένας είναι ο Κύριος!»
Χάινριχ Μαν, «Ο νομοταγής πολίτης»
Προσωπικά αισθάνομαι ευγνώμων στον μακαρίτη Φορντ και σε όσους καταπιάστηκαν πριν απ’ αυτόν με την ουτοπία -μέχρι τον 19ο αιώνα- της αυτοκίνησης.
Η σχέση μου με το αυτοκίνητο δεν είναι πολύ μακρινή, συγκριτικά με την ηλικία μου. Περίπου μια δεκαπενταετία έχω «απελευθερωθεί» από το περπάτημα. Έβαλα σε εισαγωγικά τη λέξη, γιατί η μετατροπή του αυτοκινήτου από είδος πολυτελείας σε αγαθό λαϊκής κατανάλωσης εξαφάνισε και το τελευταίο απελευθερωτικό στοιχείο που έφερε το μέσο που έχει αλλάξει την εικόνα του κόσμου μας. Η ταχύτητα ενός αυτοκινήτου είναι πλέον αντιστρόφως ανάλογη της συχνότητας με την οποία το χρησιμοποιούμε, ο κερδισμένος χρόνος που μας προσέφερε εξατμίζεται όσο περισσότερο το μέσο εκδημοκρατίζεται, γίνεται κτήμα των πολλών. Και μαζί με τον χρόνο που χάνεται, χάνεται και άφθονο χρήμα, προορισμένο να χρηματοδοτήσει μια ιδιότυπη πολιτική οικονομία του αυτοκινήτου.
Ο απολογισμός της σχέσης μου με το αυτοκίνητο μπορεί να αποτυπωθεί με πολλούς τρόπους. Μπορώ να πω, για παράδειγμα: Έχω κάνει περίπου
Ο ίδιος δεκαπενταετής απολογισμός μπορεί να γίνει και ως εξής: Έχω πληρώσει περίπου 45.000 για διαδοχικές αγορές τριών αυτοκινήτων, μαζί με τους τόκους. Έχω πληρώσει πάνω από 4.000 ευρώ σε τέλη κυκλοφορίας (σε σταθερές τιμές), τουλάχιστον 9.000 ευρώ για ασφάλιστρα, περίπου 37.000 ευρώ σε καύσιμα (από τα οποία μισά είναι φόρος), 10.000 ευρώ για σέρβις και ανταλλακτικά, περίπου 400 ευρώ πρόστιμα για παράνομη στάθμευση και πάνω από 500 ευρώ για νόμιμη (όπως βλέπετε, η ζυγαριά γέρνει υπέρ νομιμοφροσύνης). Έχω επίσης βρεθεί τρεις φορές σε δικαστήριο για μία αστική διαφορά από τροχαίο (για υπόθεση αξίας μόλις 50.000 δραχμών που τελεσιδίκησε σε τρία χρόνια, βοήθειά μας).
Υπάρχει και τρίτη εκδοχή απολογισμού της δεκαπενταετούς σχέσης μου με το αυτοκίνητο. Μπορεί να πει κανείς: Έπειτα από δεκαπέντε χρόνια καθημερινής οδήγησης, έχω χάσει σε μποτιλιαρίσματα τουλάχιστον 3.000 ώρες από τη ζωή μου, έχω κινδυνεύσει να σκοτωθώ (εξαιτίας μου ή εξαιτίας άλλων) τρεις φορές – τη μία μάλιστα απόρησα πώς βγήκα ζωντανός και μόνο με ένα σκίσιμο στο μάτι από μια μάζα ατσάλι που «φιλήθηκε» άγρια με μια ουρανοκατέβατη Mercedes CLK. Έχω επίσης αποκτήσει μια οσφυαλγία, το σώμα μου αποκτά το πλαδαρό σχήμα της ακινησίας μεταφερόμενο από καρέκλα σε κάθισμα αυτοκινήτου και αντίστροφα, και το μυϊκό μου σύστημα ανέχεται το βάρος μου (σε ανεκτό ακόμη επίπεδο) με τη μέγιστη δυσφορία.
Μια τέταρτη εκδοχή του απολογισμού μου θα απαιτούσε μια ακριβή μέτρηση των καυσαερίων που έχω εκπέμψει, έπειτα από
Ο μακαρίτης ο Φορντ δεν τα είχε υπολογίσει όλα αυτά όταν εκπλήρωνε το όνειρό του για ένα αυτοκίνητο για όλους. Και εξ όσων γνωρίζω, εκεί, στο λυκόφως του 19ου αιώνα, ουδείς είχε διανοηθεί να προφητέψει το φαινόμενο του θερμοκηπίου, τη σημασία που θα αποκτούσε το αυτοκίνητο για το κράτος και την πετρελαιοβιομηχανία, τη στατιστική του θανάτου στην άσφαλτο, την επιδημία ισχιαλγιών και φλεβίτιδων ή τη σχεδόν σεξουαλική σχέση με την ταχύτητα που βλέπουν οι ψυχαναλυτές στην εξάρτηση του μέσου Δυτικού ανθρώπου με το αυτοκίνητο (μια ευφυή, αν και ακραία, εκδοχή αυτής της οργασμικής σχέσης με το αυτοκίνητο περιέγραψε πριν από μερικά χρόνια ο Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ στην ταινία «Crash», όπου οι πρωταγωνιστές τη βρίσκουν συγκρουόμενοι με αυτοκίνητα, αποκτώντας όσο το δυνατόν περισσότερες αναπηρίες έπειτα από κάθε ατύχημα, που για τους ίδιους είναι ευτύχημα).
Όταν ήμουν παιδί, στη γειτονιά μου ήταν παρκαρισμένα μερικές δεκάδες αυτοκίνητα σε ακτίνα αρκετών εκατοντάδων μέτρων. Το αυτοκίνητο ήταν τεκμήριο πολυτελούς διαβίωσης, αλλά κανείς δεν είχε διανοηθεί να το φορολογήσει. Όσο περισσότερα στρώματα αποκτούσαν πρόσβαση στο φωτεινό αντικείμενο του πόθου, τόσο περισσότερα επίπεδα φορολόγησης, δημόσιας και ιδιωτικής, προστίθεντο σ’ αυτό το αλισβερίσι ταχύτητας, χρόνου και χρήματος. Στην αρχή υπήρχε μόνο το τέλος ταξινόμησης, έπειτα ήλθε η υποχρεωτική ασφάλιση, μετά τα τέλη κυκλοφορίας, η βαριά φορολογία στα καύσιμα, η σχέση εξάρτησης με τις αυτοκινητοβιομηχανίες μέσω των επισκευών και της συντήρησης, τα πρόστιμα της Τροχαίας, τα έξοδα στάθμευσης, οι τεχνολογίες παθητικής και ενεργητικής ασφάλειας, τα μεγάλα οδικά έργα, η πίεση των κατασκευαστικών εταιρειών για περισσότερα χιλιόμετρα ασφάλτου στην αποκλειστική διάθεση των τροχοφόρων. Όλα έγιναν, τουλάχιστον για την Ελλάδα, μέσα σε διάστημα τριάντα-σαράντα ετών. Το αυτοκίνητο, από περιθωριακό μέσο, έγινε ο κυρίαρχος της πόλης, αλλά και ο κυρίαρχος της οικονομίας. Κινητό, ακίνητο, αυτοκίνητο κινούν (ή ακινητοποιούν) την οικονομία αυτής της χώρας, και όχι μόνον. Και εξασφαλίζουν έναν πακτωλό φορολογικών εσόδων στο κράτος. Αν ο μέσος Νεοέλληνας είναι μια φορά εξαρτημένος από το αυτοκίνητο, το κράτος είναι δέκα φορές εξαρτημένο.
Πόσο ειλικρινής, λοιπόν, μπορεί να είναι η αγωνία του κράτους: πρώτον, για τη σωματική μας ασφάλεια και ακεραιότητα, δεύτερον, για την ασφάλεια του περιβάλλοντος και τελικά την υγεία μας, τρίτον για τη νομιμοφροσύνη μας στους κανόνες οδικής συμπεριφοράς; Και είναι διατεθειμένο να υποστεί τις συνέπειες μιας μαζικής ανταπόκρισης των πολιτών στην αφελή καμπάνια του υπουργείου Μεταφορών «κόψτε το αυτοκίνητο»;
Πραγματικά τούς αξίζει ένα τέτοιο χουνέρι. Μια μαζική ανταπόκριση της κοινωνίας στις καμπάνιες αποχής από το αυτοκίνητο και ευλαβικής τήρησης των κανόνων οδικής κυκλοφορίας, σε βαθμό υστερίας. Μια θεαματική συνωμοσία νομιμοφροσύνης, ευαισθησίας και αυτοσυγκράτησης. Αυτοκίνητα ακινητοποιημένα τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας, κινούμενα βάσει ενός αυστηρού, προσωπικού ορίου κατανάλωσης καυσίμων. Πλήθη περιπατητών ή υπομονετικών επιβατών στις στάσεις των λεωφορείων, του μετρό και του τραμ. Οδηγοί που δεν διανοούνται να βάλουν μπροστά χωρίς ζώνη ασφαλείας, να σταθμεύσουν παράνομα ή να τρέξουν πάνω από 90 στις εθνικές. Αυτοκίνητα που δεν διανοείται να εγκαταλείψει κανείς πριν συμπληρώσουν εικοσαετία. Τροχονόμοι σε αναδουλειές, εφορίες με όλο και λιγότερα έσοδα, βενζινάδικα που υπολειτουργούν.
Πάω στοίχημα: αν συνέβαινε αυτό έστω και κατά ένα 50%, το κράτος θα κατέρρεε μέσα σε λίγους μήνες και το Γενικό Λογιστήριο θα μετατρεπόταν σε νευρολογική κλινική. Η Βουλή θα συνερχόταν κατεπειγόντως για να ελαφρύνει τα πρόστιμα και τις ποινές του ΚΟΚ και οι υπουργοί Μεταφορών, Δημόσιας Τάξης και Ανάπτυξης (αν δεν είχαν εκπαραθυρωθεί) θα πρωταγωνιστούσαν σε διαφημιστικές καμπάνιες ως οδηγοί της Formula-1 ή ξένοιαστοι καβαλάρηδες με αέρα Ψωμιάδη.
ΚΙΜΠΙ
Kibi2g@yahoo.gr (και hptt://kibi-blog.blogspot.com/)
Χένρι Μίλερ, «Κλιματισμένος εφιάλτης»
Δεν βλέπω τίποτε για πέταμα γύρω μου. Αισθάνομαι ικανοποίηση όταν αφαιρώ από το περιβάλλον μου κάθε τι που μπορεί να αφαιρεθεί, άδειες κονσέρβες, πατημένα σύκα, χαρτιά περιτυλίγματος, σπάγκους, φθαρμένα πεσκίρια, λειωμένα κεριά. Τα περιττά αντικείμενα αναχαιτίζουν τη φαντασία μου, περιορίζουν την ελευθερία μου. Δεν στενοχωριέμαι όταν σπάω ένα πιάτο ή το γυαλί μας λάμπας πετρελαίου, γιατί αυτό μου επιτρέπει να γεμίσω πιο γρήγορα τη σκουδοσακούλα που κρέμεται από ένα καρφί στον τοίχο της κουζίνας, δίπλα στο νεροχύτη. Όταν είναι γεμάτη, την πηγαίνω στον κάδο που είναι στην άλλη άκρη του όρμου. Διασχίζω περήφανα την παραλία, σαν να βαστάω ένα τρόπαιο ικανό να προκαλέσει το θαυμασμό των λουομένων. Αν ένας από αυτούς, εντυπωσιασμένος από τον όγκο της σακούλας μου, εξέφραζε την επιθυμία να ρίξει μια ματιά στο περιεχόμενό της, θα του το έδειχνα ευχαρίστως. Έχω φαίνεται τέτοια ιδέα για τον εαυτό μου ώστε να θεωρώ αξιοπρόσεκτα ακόμη και τα απορρίμματά μου.
Βασίλη Αλεξάκη, «Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα»
Θυμάμαι αυτούς τους στίχους από τότε που ήμουν παιδί. Μια φράση από ένα ποίημα του εκκλησιαστικού ποιητή της ελισαβετιανής Αγγλίας Τζον Νταν, στα μέσα του 16ου αιώνα. Εγώ τότε δεν διάβασα ποίηση, πολύ περισσότερο ελισαβετιανή, αλλά για κάποια χρόνια ήταν το μόνο που είχα διαβάσει από το ογκώδες- έτσι μου φαινόταν τότε- μυθιστόρημα που Χεμινγουέι «Για ποιον χτυπά η καμπάνα». Για λόγους που σήμερα μου είναι προφανείς ο Χεμινγουέι το είχε επιλέξει σαν εισαγωγικό μότο του βιβλίου του. Δεν ξέρω γιατί αυτοί οι στίχοι είχαν μια σχεδόν μαγική επίδραση σε ένα ποιητικά αμύητο παιδί.
Με τα χρόνια, οι στίχοι του Νταν αποκτούσαν άλλη υπόσταση κάθε φορά, σαν νοηματοδοτούσαν τις διαφορετικές διαστάσεις της ζωής που ανακάλυπτα σε κάθε ηλικιακή φάση. Στα χρόνια της πρώτης πολιτικής αφύπνισης, έβλεπα μέσα τους την παραίνεση της αλληλεγγύης, αργότερα διάβαζα ανάμεσα στις λέξεις μια ζοφερή προειδοποίηση για το μέλλον, το οποίο στη συνέχεια έγινε παρόν και ήδη είναι παρελθόν. Και πράγματι, η καμπάνα έχει ηχήσει επανειλημμένα και σ’ όλες τις περιπτώσεις ο συναγερμός της αφορούσε εμμέσως ή αμέσως και μένα (έτσι το βλέπω εκ των υστέρων). Προϊούσης της αμείλικτης μέσης ηλικίας ανακάλυψα ανάμεσα στις λέξεις του Νταν την πένθιμη διαπίστωση για τη ματαιότητα της διέλευσής μας από τη ζωή (αν υποθέσουμε ότι ο Νταν κυριολεκτούσε, το μακάβριο κάλεσμα της καμπάνας αντιστρέφει το κανιβαλικό μότο του πολιτισμού μας: δεν ισχύει το «ο θάνατός σου, η ζωή μου». Αντιθέτως, «ο θάνατός σου, είναι και θάνατός μου». ‘H τουλάχιστον μια ηχηρή προαναγγελία του).
Μακριά από τον πεσιμισμό αυτών των διατυπώσεων, αυτός ο ανυποψίαστος εκκλησιαστικός ποιητής, ένας πιστός του Θεού μάλλον χτύπησε φλέβα: την πιο ευαίσθητη φλέβα του οικονομικού μας πολιτισμού, που πάλλεται στα όρια του ανευρύσματος, μέχρι να πνίξει στο αίμα τα τελευταία ηλεκτρομαγνητικά κύματα που εκπέμπει ο φλοιός του εγκεφάλου μας. Ο Τζον Νταν δεν περιγράφει μόνο τους ακατάλυτους δεσμούς μας ως ανθρωπότητας. Περιγράφει και τις αλυσίδες μας, τα καταθλιπτικά δεσμά αλληλεξάρτησης πάνω στα οποία στηρίζεται ολόκληρη η πολύπλοκη οικονομική μηχανή που παράγει τον πλούτο και ικανοποιεί τις πιο εξειδικευμένες ανάγκες, τις πιο διεστραμμένες καταναλωτικές μας επιθυμίες.
Αυτό είναι και το πρόβλημα με τους (κατά συνθήκην) προλετάριους. Αν αποφασίσουν να απαλλαγούν από τις αλυσίδες τους, το πιο πιθανό είναι ότι μαζί μ’ αυτές θα καταστρέψουν κρίσιμους κρίκους του κοινωνικού ιστού, ακόμη και μεγάλες περιοχές της ταξικής τους οντότητας. Ένα είδος αυτοκαταστροφής, και όχι πάντα δημιουργικής.
Φανταστείτε τον εαυτό σας σαν ένα αναχωρητή της ζωής. Μπουχτισμένος από τον πολιτισμό του περιττού, αποφασίζετε να απαλλαγείτε από το ένδυμα της υπερκατανάλωσης. Υπάρχουν πολλά πράγματα που σας ενοχλούν ως καταγεγραμμένες ανάγκες, και είστε βέβαιοι ότι μπορείτε να ζήσετε χωρίς αυτά, χωρίς να χάνετε ούτε μόριο σκόνης από τον πολιτισμό σας. Μπορείτε να ζήσετε χωρίς κινητό, όπως ζούσατε πριν δεκαπέντε χρόνια. Μπορείτε να ζήσετε ενδεχομένως και χωρίς σταθερό τηλέφωνο. Χωρίς τηλεόραση, χωρίς υπολογιστή, Internet και e-mail, χωρίς MP3, χωρίς τραπεζικές καταθέσεις και δάνεια, χωρίς ψηφιακές συσκευές, χωρίς πιστωτική κάρτα, χωρίς ευμεγέθη γκαρνταρόμπα, χωρίς δεκάδες ζευγάρια παπούτσια, χωρίς αγωνία για το πότε θα γίνουν εκλογές, χωρίς εταιρείες δημοσκοπήσεων.
Αποφασίζετε να ζήσετε όχι ακριβώς σαν στηλίτης, αλλά σαν αυτάρκης αγρότης που συντηρείται και τρέφεται από τις ντομάτες και τα λαχανικά που παράγει στον κήπο του, από το κρέας των ζώων που ανατρέφει με τις πιο φυσικές προδιαγραφές, σ’ ένα θερμοκήπιο αυτοτροφοδοτούμενης ατομικής οικονομίας. Διατηρείτε τις ελάχιστες δυνατές- και μάλλον αναπόφευκτες- επαφές με το υπόλοιπο σώμα της πολυσχιδούς οικονομίας: με τη ΔΕΗ, την εταιρεία ύδρευσης, με αραιές επισκέψεις στην πόλη, μόνο για άκρως απαραίτητα πράγματα που αδυνατείτε να παραγάγετε μόνοι σας και για υπηρεσίες που αδυνατείτε να παρέχετε στον εαυτό σας. Υπερασπίζεστε με ρομαντικό πείσμα μια προηγούμενη φάση οικονομικής ανάπτυξης, την οποία πάντως οι γονείς σας και οι παππούδες σας εγκατέλειψαν μετά χαράς, καθώς ήταν συνδεμένη –για τους περισσότερους- με τη φτώχεια και την ανέχεια.
Το οικονομικό σας σχέδιο προϋποθέτει βεβαίως ένα εισόδημα, ήδη πραγματοποιημένο στον πολιτισμό του περιττού που με ενθουσιασμό εγκαταλείπετε και υπονομεύετε. Κάπως πρέπει να αγοράσετε το μικρό σας παράδεισο, κάπως πρέπει να κτίσετε το ταπεινό σας βασίλειο, κάπως πρέπει να το τροφοδοτήσετε με τη στοιχειώδη υποδομή, που είναι αδύνατο να δημιουργήσετε εκ του μηδενός. Προφανώς, δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανακαλύψετε από την αρχή τη φωτιά, τον τροχό, να διανύσετε την εποχή του λίθου, του χαλκού και του σιδήρου, να εφεύρετε τη γραφή, την καλλιέργεια, την κτηνοτροφία, την υφαντουργία. Ωστόσο, αν εξαιρέσετε αυτούς τους μικρούς συμβιβασμούς, που αντιστοιχούν περίπου σε εκατό χιλιάδες χρόνια ανθρώπινης ιστορίας και προϊστορίας, είστε πεπεισμένοι ότι έχετε κάνει delete περίπου το 70% των καταναλωτικών καταναγκασμών που νιώθετε να σας πνίγουν. Πέρα από τον ατομισμό των επιλογών σας, νιώθετε ότι έχουν και μια διάσταση προσφοράς, καθώς απαλλάσσουν το περιβάλλον από ένα σωρό καταστροφικές επιβαρύνσεις και την κοινωνία από χιλιάδες αρνητικά φορτία. Υπάρχει και μια ιδεολογική πατίνα εξέγερσης στον αναχωρητισμό σας.
Ωραία. Τώρα πάμε και να κεφαλαιοποιήσουμε τις συνέπειες. Όχι σε σας (υποθέτουμε ότι είστε ευτυχείς στην αυτάρκη ουτοπία σας), αλλά στους άλλους. Αν υποθέσουμε ότι μιαν ανάλογη επιλογή κάνει το 10% του πληθυσμού στην αναπτυγμένη Δύση, το πιθανότερο είναι ότι η ανθρωπότητα θα ισορροπήσει επικίνδυνα ανάμεσα σ’ έναν παγκόσμιο πόλεμο κι ένα κραχ. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι θα χάσουν τις δουλειές τους από τις αυτοκινητοβιομηχανίες, τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας και υψηλής τεχνολογίας των οποίων αρνείστε να είστε πλέον πελάτης. Τα παιδιά σας, τα οποία με περισσές θυσίες σπουδάσατε στα χρηματοοικονομικά, στη στατιστική ή στην ψηφιακή τεχνολογία θα μείνουν άνεργα. Τράπεζες θα κλείσουν, χρηματιστήρια θα καταρρεύσουν, επιχειρήσεις θα πτωχεύσουν, επιχειρηματίες θα αυτοκτονήσουν, επενδυτές θα βρεθούν σε απόγνωση. Κύματα μεταναστών από τις χώρες του υπεραναπτυγμένου Βορρά θα κατηφορίζουν προς τον ημιανεπτυγμένο ή υπανάπτυκτο Νότο αναζητώντας πρόσβαση στις βιολογικές ντοματούλες σας και το φρεσκοαρμεγμένο γαλατάκι σας. Τα τρόφιμα που θα παράγετε εσείς και οι όμοιοί σας στους παραγωγικούς παραδείσους σας θα γίνουν τα νέα χρηματιστηριακά προϊόντα. Οι αναχωρητικές νησίδες σας θα περικυκλωθούν από πεινασμένους καταναλωτές και αδηφάγους επενδυτές. Το δίλημμά σας θα είναι περίπου: ή του βάζω φωτιά και το κάνω ίσωμα, ή μετεξελίσσομαι σε πολυεθνική.
Στο μυθικό αυτό σενάριο ίσως βρίσκονται εν σπέρματι και αρκετές ιστορίες της λεγόμενης εναλλακτικής οικονομίας που μετεξελίσσεται σε καπιταλισμό του κερατά, όχι απαραίτητα από τύψεις για τις χαμένες καταναλώσεις και τις κατεστραμμένες θέσεις εργασίας.
Το μήνυμα δεν είναι, βέβαια, καταναλώστε ό,τι μαλακία γεννά το αρρωστημένο μυαλό των σχεδιαστών προϊόντων για να μη μείνει κανένας χωρίς δουλειά. Αλλά ό,τι χρειαζόμαστε μια ισορροπία ανάπτυξης και κατανάλωσης, έναν στοιχειώδη κοινωνικό έλεγχο πάνω στο μηχανισμό δημιουργίας και αποδοχής των αναγκών. Η αγορά έχει την τάση να επεκτείνει τις ανάγκες στο άπειρο, δημιουργώντας νέα δεδομένα υστέρησης και φτώχειας στα στρώματα που δεν μπορούν να ακολουθήσουν. Η εισοδηματική ανισότητα έχει την τάση, αντίθετα, να φρενάρει το μηχανισμό δημιουργίας των νέων αναγκών. Απ’ αυτήν την αντίφαση προκύπτει μια ισορροπία, αλλά ολότελα ανασφαλής, που παράγει μικρές και μεγάλες κρίσεις, καταστροφές και καταρρεύσεις. Μια εναλλακτική, πιο ανθεκτική ισορροπία θα προϋπέθετε τη δημοκρατία της ζήτησης και τη δικτατορία της προσφοράς. Αλλά η θυσία που απαιτείται στο δεύτερο σκέλος της εξίσωσης θίγει το θεμέλιο λίθο του οικονομικού μας πολιτισμού: το κέρδος. Σ’ αυτό το ακατάλυτο σύνορο θα συντρίβονται για πολύ ακόμη οι μικρές ουτοπίες αναχωρητών της κατανάλωσης του περιττού και της παραγωγής του αναγκαίου.
ΚΙΜΠΙ
Kibi2g@yahoo.gr (και http://kibi-blog.blogspot.com/)
«Θα ‘πρεπε καμιά φορά να πας σε σχολείο αρρένων. Να το δοκιμάσεις καμιά φορά», της λέω. «Είναι γεμάτο κάλπηδες και το μόνο που κάνεις είναι να διαβάζεις για να μάθεις αρκετά και να γίνεις αρκετά έξυπνος, για να μπορέσεις μια μέρα ν’ αγοράσεις κωλοκάντιλακ, και πρέπει συνέχεια να καμώνεσαι πως σε κόφτει άμα χάνει η ομάδα του σχολείου στο ποδόσφαιρο, και το μόνο που κάνεις είναι να κουβεντιάζεις για κορίτσια και ποτό και σεξ όλη μέρα, κι όλοι φτιάχνουνε κάτι βρωμοκλίκες του κερατά. Να πούμε, τα παιδιά που είναι στην ομάδα του μπάσκετ πάνε μαζί, οι καθολικοί πάνε μαζί, οι κωλοδιανούμενοι πάνε μαζί, τα παιδιά που παίζουνε μπριτζ πάνε μαζί. Ακόμη και τα παιδιά που ανήκουνε στην κωλολέσχη του Βιβλίου του Μηνός πάνε μαζί. Αμα προσπαθήσεις να πιάσεις λίγη έξυπνη-»
«Για άκου εδώ», μου λέει η παλιοΣάλυ. «Είναι ένα σωρό παιδιά που παίρνουνε απ’ το σχολείο πολύ περισσότερα απ’ αυτά».
«Συμφωνώ! Συμφωνώ απόλυτα- για μερικούς. Όμως εγώ αυτό παίρνω όλο κι όλο κειπέρα. Αυτό ήθελα να πω. Αυτό ακριβώς ήθελα να πω, διάολε», της λέω. «Εγώ δεν παίρνω τίποτα από πουθενά. Είμαι σε κακό χάλι. Σκατά είμαι».
J.D. Salinger, «Ο φύλακας στη σίκαλη»
Ως πατέρας αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε απόσταση ασφαλείας από την οδυνηρή εμπειρία των εισαγωγικών εξετάσεων που μόλις βίωσαν καμιά ογδονταριά χιλιάδες έφηβοι, οι γονείς τους και αρκετοί συγγενείς τους. Ανάλογη απόσταση (όχι ασφαλείας, αλλά ηλικίας) με χωρίζει από την εποχή που πέρασα την εμπειρία ο ίδιος. Πολύ πιο ανάλαφρη, είναι αλήθεια. Υπάρχει μάλιστα το παράδοξο δεδομένο ότι στην εποχή μου, τέλη της δεκαετίας του ’70, είχαμε να διαχειριστούμε ως υποψήφιοι φοιτητές μιαν ύλη απεριόριστη και απροσδιόριστη. Αναμετριόμασταν περίπου με το άγνωστο και ως εκ τούτου τα βασικά μας όπλα ήταν το θράσος της αγνοίας μας (ή της ημιμάθειάς μας) και ενδεχομένως η κρίση μας. Με τη γενιά της νέας χιλιετίας συμβαίνει το αντίστροφο. Οσο πιο αυστηρά προσδιορισμένη και περιορισμένη είναι η ύλη, τόσο το μεταίχμιο επιτυχίας και αποτυχίας πέφτει σαν λαιμητόμος στον πόντο, στο χιλιοστό. Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες.
Το εξεταστικό σύστημα και όλος ο μηχανισμός αξιολόγησης των μαθητών είναι τελείως απαξιωμένος στη συνείδηση του μέσου γονιού. Είτε από ένστικτο, είτε από απλή γονεϊκή ματαιοδοξία, όλοι μας λίγο πολύ αισθανόμαστε ότι το εκπαιδευτικό σύστημα αδικεί τα παιδιά μας, όχι μόνο όταν τα βαθμολογεί κάτω από τη βάση, αλλά και όταν τα επιβραβεύει με «άριστα». Υψηλό τίμημα για χαμηλό αντίκρισμα. Αλλά, αν και ψυλλιασμένοι (και συχνότερα αγανακτισμένοι για το γεγονός ότι πληρώνουμε πανωπροίκια, επειδή αυτά που έχουμε ήδη πληρώσει δεν αποδίδουν), πέφτουμε όλοι μας στην παγίδα της επίδοσης. Γονείς και παιδιά ζούμε κάτω από την απόλυτη τυραννία της.
Συμβαίνει πιθανώς και σε σας, συμβαίνει και σε μένα και καθώς το συνειδητοποιώ αισθάνομαι σαν τον ήρωα του Ιονέσκο, στο «Ρινόκερο». Τελικά δεν είναι και τόσο άσχημο να είσαι παχύδερμο…
Η κόρη μου η Βέρα μια ανάσα από το κατώφλι των οκτώ χρόνων, στην ίδια απόσταση ασφαλείας με μένα από την οδυνηρή εμπειρία των εισαγωγικών του μέλλοντός μας. Προς το παρόν, ανθίσταται σθεναρά στην τυραννία της επίδοσης, τα αποθέματα ανταγωνισμού που διαθέτει τα φυλάει ως επί το πλείστον για το παιχνίδι. Οι επιδόσεις της εκεί την απασχολούν πραγματικά, την βασανίζουν-αισθάνεται πιο συχνά δυστυχισμένη όταν «χάνει» σε μιαν αναμέτρηση στην αυλή του σχολείου, παρά στην αίθουσα διδασκαλίας. Μετράει τις μέρες για να τελειώσει το σχολείο, όπως οι φαντάροι τη θητεία τους και οι φυλακισμένοι την ποινή τους. Δεν έχει ακόμη αντιληφθεί τι την περιμένει στη δεκαπενταετία (τουλάχιστον) εκπαίδευσης που έχει μπροστά της. Κι εν τω μεταξύ κι εγώ, ανεπαισθήτως, απεκδύομαι το κοστούμι της αντισυμβατικότητας και βομβαρδίζω το παρθένο ακόμη σύμπαν των αξιών της με το μικρόβιο της επίδοσης. Καταχωνιάζω στις συμβάσεις των «πρέπει» και της καθημερινότητας τα στομφώδη «εγκώμια στην αποτυχία» που έχω πλέξει ακόμη και σ’ αυτήν εδώ τη στήλη. «Βέρα, διάβασες; Εγραψες την αντιγραφή σου; Τι παλιογράμματα είναι αυτά; Γιατί τα «σκέφτομαι και γράφω» έχουν γίνει τόσο σύντομα; …Πω,πω, τι λάθος είναι αυτό στα μαθηματικά; Πόσο θα γράψεις στο τεστ των αγγλικών;» Και, βροχή οι απειλές, οι χαρακτηρισμοί, οι ηθικοί εκβιασμοί για τα ακριβά τιμήματα της αποτυχίας, για το χαμένο χρόνο μπροστά στην τηλεόραση, για ό,τι ξεφεύγει από τη γραμμή της εκπαιδευτικής παραγωγικότητας…Δεν με αναγνωρίζω πια. «Ρινόκερως». Πλήρως υποταγμένος στην τυραννία της επίδοσης.
Θα μπορούσα, άραγε, να κάνω διαφορετικά; Δεν αναζητώ άλλοθι για να ελαφρύνω τη συνείδησή μου, εξήγηση ζητώ. Αν αποφασίσει κανείς να κινηθεί έξω από την νόρμα του εξαναγκασμού, εκτός της κλίμακας επιτυχίας- αποτυχίας, το πιθανότερο είναι ότι οδηγεί τον εαυτό του και, επομένως, και τους φερέλπιδες βλαστούς του στον πάτο της εικόνας. Η παγίδα είναι ακριβώς εκεί. Ο μηχανισμός αξιολόγησης στο εκπαιδευτικό σύστημα είναι ο πρώτος αδρός ταξικός διαχωρισμός μιας κοινωνικής ομάδας που θεωρητικά βρίσκεται ακόμη στον αστερισμό των ίσων ευκαιριών και δυνατοτήτων. Ο μέσος προλετάριος, ο μέσος μικροαστός θέλει ακριβώς να αποφύγει την πιστή αναπαραγωγή του κοινωνικού προτύπου που καταδίκασε τον ίδιο στη θέση που σιχτιρίζει. Κι έτσι πέφτει στην παγίδα της επίδοσης. Εφόδια, εφόδια κι άλλα εφόδια, γνώσεις, δεξιότητες, επιδόσεις είναι τα πράγματα που οφείλει να κληροδοτήσει στους απογόνους του, παρ’ ότι τίποτε δεν αποδεικνύει ότι η πρόσληψή τους είναι ένας μηχανισμός κοινωνικής εκτίναξης. Διαθέτουμε αρκετούς αριστούχους υποψηφίους, πολλούς καλούς φοιτητές που θα βγουν γιατροί, μηχανικοί και δικηγόροι, αλλά αποκλείεται όλοι αυτοί να γίνουν καλοπληρωμένοι επιστήμονες που στα σαράντα τους θα διαθέτουν βίλα στην Εκάλη, γραφείο στο Κολωνάκι, εξοχικό στη Μύκονο, σκάφος και παχυλά επενδυτικά χαρτοφυλάκια. Το πιθανότερο είναι η πυραμίδα της επιτυχίας, που εμείς στα νιάτα μας ζηλεύαμε, να αναστραφεί και να έχουμε μαζική προλεταριοποίηση στα επαγγέλματα της άλλοτε αξιοζήλευτης κορυφής της.
Αυτό που συμβαίνει με τα παιδιά μας, το γεγονός ότι οι επενδύσεις μας στις επιδόσεις τους τείνουν να γίνουν αντιστρόφως ανάλογες των αποδόσεών τους, αποτελεί μιαν ακόμη ένδειξη ότι η επίδοση, η επιτυχία, είναι μια υπερβολικά μυθοποιημένη αξία. Είμαστε μια κοινωνία των επιδόσεων, ένας πολιτισμός της επιτυχίας. Πήραμε τοις μετρητοίς την υπόδειξη των Λατίνων: altius, citius, fortius. Αλλά ακόμη κι αυτοί, έπεσαν από ψηλά, πιο γρήγορα και πιο δυνατά. Κατέρρευσαν μεγαλοπρεπώς.
Η τυραννία της επίδοσης επιβραβεύει την ποσότητα, το μέγεθος, αδιαφορώντας για την ποιότητα. Όλα αξιολογούνται και βαθμολογούνται. Η οικονομία, η ανάπτυξη, τα δημοσιονομικά μεγέθη, η επιχειρηματικότητα, οι επενδύσεις, τα ασφαλιστικά συστήματα, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα τηλεοπτικά δελτία, η ραδιοφωνική ενημέρωση, οι ψυχαγωγικές εκπομπές, τα κόμματα, οι πολιτικοί, οι εργαζόμενοι, οι καλλιτέχνες, οι διαφημιστές. Δεν υπάρχει σχεδόν δραστηριότητα για την οποία να μην έχει θεσπιστεί και ένα είδος βράβευσης και επιβράβευσης. Ακόμη και τα απλούστατα προσόντα που μας έδωσε η φύση και η τύχη- ένα ωραίο πρόσωπο, δυο όμορφες γάμπες, μια καλή φωνή, μια εξαιρετικά υψηλή δόση τεστοστερόνης- μετρώνται, διαγωνίζονται, βραβεύονται. Μια ατέλειωτη στρατιά αξιολογητών, από τον ΟΟΣΑ μέχρι τους ανεκδιήγητους κριτές του «Ελλάδα έχεις ταλέντο» (κάποιος πρέπει να τους ρωτήσει με ποιο δικό τους ταλέντο κρίνουν τα ταλέντα των άλλων), βγάζει το παντεσπάνι της από τη μέτρηση επιδόσεων. Μια ειδική τάξη ανθρώπων πλουτίζει από την τυραννία της επίδοσης, αν και η ίδια δεν επιδίδεται σε τίποτε, δεν αξιολογείται από κανένα και τελικά δεν παράγει τίποτε.
Το μόνο που δεν μετριέται είναι αν όλες αυτές οι συστηματικά μετρούμενες επιδόσεις, ατομικές ή συλλογικές, μας μαθαίνουν κάτι για το πώς θα μετρήσουμε το απόλυτο ζητούμενο: την ανθρώπινη ευτυχία. Την απόλαυση της καθημερινότητας. Την ικανοποίηση που αντλούμε από τη ζωή.
Ισως γι’ αυτό, στη δύση της διαδρομής τους, ακόμη κι οι πιο επιτυχημένοι, οι άνθρωποι των υψηλών επιδόσεων, των ασύλληπτων υπεραξιών και της λαμπερής δημοσιότητας είναι αδύνατο να καταλήξουν σ’ ένα θετικό ισοζύγιο ζωής χωρίς την (ακριβοπληρωμένη) βοήθεια του ψυχαναλυτή τους. Μοιάζουν με τον «Πολίτη Κέην» του Ορσον Ουέλς, που έσβησε δεκαετίες ευδαιμονίας, ισχύος και επιχειρηματικού πρωταθλητισμού με μιαν αθώα παιδική ανάμνηση, αποτυπωμένη σε μια και μόνη λέξη γραμμένη πάνω σ’ ένα έλκηθρο: «Rosebad».
ΚΙΜΠΙ