Στoυ δειλινού την άκρη αποκοιμήθηκα σαν ξένος, σαν ξενάκι, σαν παντάξενος. Κι ήρθε και κατακάθισε πάνω μου σα σεντόνι όλης της γης η σκόνη. Ήρθε με τη σειρά της κι η μαύρη θάλασσα. Έφερε ένα καράβι ακυβέρνητο. Ανέβηκα σαν άνεμος, ανέβηκα σαν κλέφτης, το ψέμα δεν το βλέπεις; Στην πλώρη ακουμπισμένος ένας διάφανος. Τα κόκαλα μετράει, μένει άφωνος. Τρώει την πέτρα σαν ψωμί ο Καίσαρας Βαλιέχο. Άλλο αδερφό δεν έχω. Σπιθίζει το τσιγάρο σε κάθε ρουφηξιά. Η Ισπανία γέρνει, κι η μόνη που νικά, η ηδονή που μας γεννά, που παίζει το χαρτί μας χωρίς τη θέλησή μας. Στου δειλινού την άκρη δεν βλέπεις όνειρα. Αυτά που γίναν βλέπεις και τα επόμενα. Βλέπεις τον άνθρωπο μικρό που τον πατάν στ’ αλήθεια τα πόδια του τα ίδια.
Θανάση Παπακωνσταντίνου, «Διάφανος» (στίχοι από τον ομότιτλο δίσκο)
Σε διαβάζω χρόνια. Είσαι από τις καλύτερες πένες.
ReplyDeleteStay On The Scene
Κιμπι, εξαιρετικός ακόμη και στις επιλογες σου. Κρίμα που εχασε τετοια πενα η φιλη κ.
ReplyDeleteσε χαιρετώ
δες και το δικο μου καλυβι. κανε κατι.
ριτσα Μ