Saturday, November 30, 2013

Άγνωστα αριστουργήματα

(Επενδυτής, 30/11/2013)

 


Ένας νέος εκκολαπτόμενος συγγραφέας, με πηγαίο και δοκιμασμένο σε μικρά πονήματα ταλέντο, με εξαιρετικές σπουδές και βαθιά γνώση της λογοτεχνίας, έχει μόλις ολοκληρώσει ένα ογκώδες μυθιστόρημα, προϊόν πολύχρονης μελέτης και προσπάθειας. Οι λίγοι στους οποίους εμπιστεύτηκε την ανάγνωσή του, ανάμεσά τους κι ένας έμπειρος πλην συνταξιούχος κριτικός, έμειναν άναυδοι απ’ αυτό που διάβασαν. «Είναι το έπος της εποχής μας», του είπε συγκινημένος ένας φίλος, ενώ ο κριτικός τού εκμυστηρεύτηκε την πεποίθησή του ότι η κυκλοφορία του βιβλίου θ’ αλλάξει την ιστορία της λογοτεχνίας. Ενθαρρυμένος από τα καλά λόγια των φίλων, ο συγγραφέας αποφασίζει να χτυπήσει τις πόρτες των εκδοτικών οίκων, ξέροντας ότι έχει μπροστά του έναν Γολγοθά.

Όσοι μεγάλοι ή μεσαίοι εκδοτικοί οίκοι επιβιώνουν παραλαμβάνουν αδιάφορα το ογκώδες πακέτο με τις περίπου 700 εκτυπωμένες σελίδες Α4, το στικάκι με το ψηφιακό έγγραφο και την εγκωμιαστική επιστολή του συνταξιούχου κριτικού. Το αρχειοθετούν ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλα υποψήφια προς έκδοση βιβλία επίδοξων συγγραφέων. Έχουν προ πολλού απολύσει τους δικούς τους έμπειρους κριτικούς, τους αξιολογητές, τους επιμελητές, τους διορθωτές και ξεπροβοδίζουν τον νέο συγγραφέα αφήνοντάς του ελάχιστες ελπίδες ότι το δημιούργημά του θα έχει την τύχη έστω της απλής ανάγνωσης από κάποιο εξασκημένο μάτι. «Είναι και πολλές σελίδες, βρε παιδί μου», είναι ένα από τα σχόλια που κόβει τα φτερά του συγγραφέα. Περνούν μήνες, χρόνος, δύο χρόνια περιπλάνησης του χειρογράφου και του USB με το μυθιστόρημα και εναγώνιων οχλήσεων και τηλεφωνημάτων στους εκδότες. Δεν υπάρχει ούτε καν μια απορριπτική απάντηση, διότι πολύ απλά δεν υπάρχει κανείς να το διαβάσει. Οι εκδότες και οι λίγοι επιτελείς τους δεν έχουν τον χρόνο και την πολυτέλεια να ασχοληθούν με κάτι που δεν έχει πιθανότητα εμπορικής επιτυχίας ή τουλάχιστον ότι θα βγάλει τα έξοδά του.

Ο συγγραφέας μας αποφασίζει να απευθυνθεί σε μικρότερους εκδοτικούς οίκους, επιλέγει μερικές δεκάδες απ’ αυτούς που έχουν στο ενεργητικό τους ενδιαφέρουσες δουλειές κι αρχίζει έναν νέο γύρο περιπλάνησης. Ανακαλύπτει ότι οι μισοί απ’ αυτούς έχουν κλείσει κι οι άλλοι μισοί φυτοζωούν, κατά κανόνα με μόνο απασχολούμενο τον ίδιο τον εκδότη και μερικούς συνεργάτες part time ή με το κομμάτι. Σχεδόν όλοι τους τρομάζουν με τον όγκο του βιβλίου. «Είναι πολλά τα εκτυπωτικά, δεν συμφέρει, κι ύστερα, τι τιμή να βάλεις, κανείς δεν δίνει 30 ευρώ για βιβλίο στις μέρες μας». Ένας από τους εκδότες του προτείνει τη λύση της αυτοέκδοσης, «θα βάλεις τα τυπογραφικά, και τα υπόλοιπα άσ’ τα σε μένα». Ο συγγραφέας μας, που ξέρει ότι ο χρόνος δουλεύει εις βάρος του, το σκέφτεται κι αποφασίζει να θυσιάσει τις οικονομίες του για να τυπωθούν 1.000 αντίτυπα. Παραλαμβάνει με συγκίνηση το τυπωμένο βιβλίο, συγχύζεται όταν διαπιστώνει την προχειρότητα τα έκδοσης, με λάθη από την πρώτη σελίδα, δεν συνεχίζει, μοιράζει σε φίλους μερικές δεκάδες αντίτυπα και περιμένει τα «υπόλοιπα» που έχει αναλάβει ο εκδότης. Ο εκδότης, όμως, δεν έχει κανένα μηχανισμό προώθησης του βιβλίου, το δελτίο Τύπου που στέλνει στις εφημερίδες πιθανότατα το ανέθεσε σε κάποιον που δεν διάβασε καν το βιβλίο, οι εφημερίδες έχουν κόψει τα σχετικά ένθετα, κι όσες τα διατηρούν περιορίζονται στη δημοσίευση των δελτίων τύπου. Τα ειδικά περιοδικά για το βιβλίο, επίσης, έχουν προ πολλού κλείσει, ενώ μια σκέψη για παρουσίαση του βιβλίου αποκλείστηκε γιατί ο εκδότης απαιτούσε επιπλέον χρήματα από τον συγγραφέα για τη διοργάνωσή της. Το αποτέλεσμα είναι ότι, έναν χρόνο μετά την έκδοσή του, για το βιβλίο δεν υπήρξαν παρά μερικές αναπαραγωγές του δελτίου Τύπου, πουλήθηκαν λιγότερα από 200 αντίτυπα και τα υπόλοιπα παραμένουν ξεχασμένα στα ράφια περιφερειακών βιβλιοπωλείων, καθώς στα κεντρικά ήταν αδύνατη η τοποθέτησή του γιατί οι υπεύθυνοι ζητούσαν χρήματα που ο εκδότης δεν ήταν διατεθειμένος να δώσει. Αγορασμένο από 200 ανθρώπους, διαβασμένο από λιγότερους, το βιβλίο δεν συνάντησε ποτέ το πεπρωμένο του να γίνει «το μυθιστόρημα που θα άλλαζε την ιστορία της λογοτεχνίας». «Δεν το κάνεις λίγο πιο περιληπτικό;», ήταν το μόνο που βρήκε να πει στον αποθαρρυμένο πια συγγραφέα μας ο εκδότης.

Η ιστορία είναι, φυσικά, επινοημένη, δεν σας εκμυστηρεύομαι την περιπέτεια ενός δικού μου συγγραφικού απωθημένου, ούτε το άδοξο τέλος ενός άγνωστου αριστουργήματος. Η επινόηση, ωστόσο, συντίθεται από στοιχεία της πραγματικότητας κι η πραγματικότητα είναι ότι, σε αντίθεση με το ανόητο νεοφιλελεύθερο κλισέ πως τάχα «η κρίση δημιουργεί ευκαιρίες», η κρίση κυρίως καταστρέφει ευκαιρίες. Χιλιάδες ταλαντούχοι άνθρωποι, χιλιάδες ευφυείς και δημιουργικές ιδέες δεν πρόκειται να βρουν ποτέ παραγωγική διέξοδο, διότι πολύ απλά η κρίση, και ιδιαίτερα η ειδική εκδήλωση της κρίσης στην Ελλάδα, που καθίσταται το παγκόσμιο παράδειγμα επταετούς αδιάλειπτης ύφεσης, οδηγεί τους κατόχους κεφαλαίου είτε στην καταστροφή είτε στον ανταγωνισμό μείωσης του κόστους και στην αποεπένδυση. Ανάμεσα στους 1,5 εκατ. ανέργους, στην πλειοψηφία τους νέους και με προσόντα και δεξιότητες που ποτέ μέχρι σήμερα δεν διέθετε σε τόση έκταση ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός της χώρας, προφανώς υπάρχουν αρκετοί που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη δημιουργία ενός επαναστατικού φαρμάκου για την καταπολέμηση του καρκίνου, να βρουν ένα νέο φθηνό και φιλικό στο περιβάλλον δομικό υλικό, να αναπτύξουν μια ευφυή εφαρμογή στα κινητά ή στα PC που θα είναι κοινωνικά χρήσιμη και δεν θα εξαντλείται στο ροκάνισμα του νεκρού χρόνου, να προτείνουν μια νέα μέθοδο ανακύκλωσης, να γίνουν οι εισηγητές μιας τεχνολογικής επανάστασης, να γράψουν συγκλονιστικά μυθιστορήματα και ποιήματα, να δημιουργήσουν πρωτοποριακά έργα τέχνης, να γράψουν πανέμορφη μουσική, να διατυπώσουν νέες απελευθερωτικές ιδέες για την κοινωνία, την οικονομία, τη φιλοσοφία, την Ιστορία, το μέλλον της ανθρωπότητας. 

Το τι συμβαίνει, όμως, μας είναι γνωστό. Οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι, με ταλέντο ή χωρίς, είναι υποχρεωμένοι να προσγειώσουν τις φιλοδοξίες και τη δημιουργικότητά τους στην άμεση ανάγκη: στην επιβίωση. Οι δημόσιοι πόροι, που τόσο άπληστα αντλούνται από τα συρρικνούμενα εισοδήματα, πάνε υπέρ πίστεως (τραπεζικής) και άλλων πατρίδων, ήτοι υπέρ δανειστών. Την ώρα που το κράτος θα έπρεπε να αναπληρώσει την απρόθυμη ή ανίκανη ιδιωτική οικονομία σε επένδυση στην έρευνα, στην καινοτομία, στη δημιουργικότητα του ανθρώπινου δυναμικού, αυτό υποχρεώνεται σε δραστική συρρίκνωση, εξαναγκαστική αποεπένδυση, «εξυγιαντική» αυτοκατάργηση. Οι κάτοχοι του χρήματος από την άλλη πλευρά, όσοι εγχώριοι ή ξένοι έχουν πλεόνασμα ρευστότητας να επενδύσουν στις «ευκαιρίες», έχουν άλλα κριτήρια και προτεραιότητες για να ορίσουν τι είναι «ευκαιρία» και τι όχι. Και βασικά ένα κριτήριο: τι θα κάνει άμεσα αποδοτική και κερδοφόρα την επένδυσή τους. Κι αυτό πολλές φορές σημαίνει ότι θα χρειαστεί όχι να αξιοποιήσουν, αλλά να εκτρέψουν και να καταστρέψουν την «ευκαιρία», τη λαμπερή ιδέα, την ευφυή λύση και τελικά το κρυμμένο ταλέντο ενός νέου ανθρώπου. Τι πιο χαρακτηριστικό από το γεγονός ότι οι νέοι που συνωθούνται για τις λιγοστές θέσεις εργασίας  που προσφέρονται, υποβάλλονται σε έναν ανταγωνισμό προσόντων -γλώσσες, μεταπτυχιακά, διδακτορικά, έρευνες, συνέδρια- τα οποία ζητούνται μόνο και μόνο για να απαξιωθούν σε απασχόληση που αντιστοιχεί σ’ ένα γκισέ, ένα call center ή μια θέση πωλητή.

Αυτή είναι η συνταγή μιας ιστορικής παρακμής. Πολλά άγνωστα αριστουργήματα δεν θα βγουν ποτέ στο φως, πολλοί ταλαντούχοι άνθρωποι θα σπαταλήσουν τα χαρίσματα και τις δεξιότητές τους στη μετανάστευση και στην εργασιακή περιπλάνηση σε υποβαθμισμένες, βραχύβιες και κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας. Εδώ συντελείται, συν τοις άλλοις, μια πνευματική γενοκτονία.

 

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Γεννήθηκα στις 13-3-1988 στην Αθήνα. Αποφοίτησα από το ΤΕΙ γραφιστικής το 2011. Γνωρίζω άριστα photoshop/illustrator/indesign/premiere/after effects/flash/dreamweaver/corel draw/3d max/maya/html/web design/java/c+/. Επίσης μπορώ να κρατάω τα λογιστικά βιβλία και να σκουπίζω/σφουγγαρίζω το γραφείο ώστε να μη χρειάζεστε επιπλέον προσωπικό γι’ αυτές τις εργασίες. Ακόμη γνωρίζω παραγωγή πολλών ειδών καφέ, όπως capuccino/esspresso/φραπέ/νες (χτυπημένο στο χέρι, να κάνει τον κατάλληλο αφρό). Έχω εκπληρωμένες στρατιωτικές υποχρεώσεις. Μπορώ να εργάζομαι αδιάκοπα για πάνω από 12 ώρες συνεχόμενες αδιαμαρτύρητα. Επίσης, δεν έχω προσωπική ζωή, δεν έχω φίλους, δεν έχω κοπέλα, δεν σκοπεύω να κάνω οικογένεια ποτέ (οπότε δεν έχω αυξημένες οικονομικές απαιτήσεις), δεν έχω όνειρα πέρα από το καλό της εταιρείας.

Δεν πίνω, δεν καπνίζω, δεν τρώω, δεν χρειάζομαι ποτέ διάλειμμα. Δεν γνωρίζω τι σημαίνει υπερωρία. Μπορώ να μην κοιμάμαι για πάνω από τρεις μέρες για να ικανοποιήσω και τα πιο παράλογα χρονοδιαγράμματα που έχει συμφωνήσει ο εργοδότης μου με τον πελάτη του (…). Τέλος, θα ήθελα να σας γνωστοποιήσω πως δεν ζητάω πάνω από 300 ευρώ το μήνα, μπορώ δε να πληρώνομαι και με καθυστέρηση 5-6 μηνών, καθώς δεν τρέχουν τα νοίκια (μένω με τους γονείς μου)… Δέχομαι ακόμα και να εργαστώ δωρεάν, καθώς θα έχω την τιμή να δω δουλειά μου δημοσιευμένη.


Οσονούπω μετανάστης, «Το τέλειο βιογραφικό» (από το «Το ημερολόγιο ενός ανέργου», www.imerologioanergou.gr)

 

 

Saturday, November 23, 2013

Επανάσταση

(Επενδυτής, 23/11/2013)




Όταν κυβερνητικός αξιωματούχος εκμυστηρεύεται στον «Guardian» ότι «και μισό μέτρο παραπάνω να εφαρμόσουμε θα γίνει επανάσταση», όταν ο Θ. Πάγκαλος συμβουλεύει όσους μπορούν να φύγουν στο εξωτερικό το βράδυ των εκλογών, αν νικήσει ο Τσίπρας, όταν η κυβέρνηση ζητά δημόσια από τους δανειστές να χαλαρώσουν την πίεση γιατί κινδυνεύει να πέσει, όταν κάθε συμφωνία με την τρόικα για νέο, παλιό ή αναπαλαιωμένο μέτρο είναι αδύνατο να εφαρμοστεί χωρίς να προκαλέσει κρίσεις ή απορρύθμιση (ΕΡΤ, πανεπιστήμια, υγεία), όταν τα συγκυβερνώντα κόμματα τρέμουν στην ιδέα ότι θα χρειαστεί να ζητήσουν ψήφο από τους βουλευτές τους για το επόμενο νομοσχέδιο, όταν τα κέντρα εξουσίας αναζητούν στο παρασκήνιο εναλλακτικές λύσεις διακυβέρνησης χωρίς να περάσουν από την κόλαση της κάλπης, όταν οι κρατικοί αξιωματούχοι επικαλούνται τόσο συχνά την επιστράτευση, την αστυνομία, τα ΜΑΤ, τα δικαστήρια για να εφαρμόσουν την απλούστερη υπουργική απόφαση, όταν το σύστημα διακυβέρνησης αδυνατεί να συγκροτήσει μια ελάχιστη κοινωνική συμμαχία σ’ αυτό που ορίζει ως στρατηγικό μονόδρομο, όταν το ίδιο σύστημα προσκρούει από το ένα αδιέξοδο στο άλλο, χωρίς να διαθέτει έξοδο κινδύνου, Plan B, όταν όλα δείχνουν ότι «οι κάτω δεν θέλουν» και «οι επάνω δεν μπορούν πια», τότε, ναι, ίσως η λέξη «επανάσταση» δεν είναι τόσο αδιανόητη.

Επανάσταση; Πιπέρι στο στόμα! Βαριά λέξη. Κι ακόμη βαρύτερη και περιπλοκότερη κατάσταση. Για να είμαστε ακριβείς και ειλικρινείς, όμως, δεν υπάρχει καμιά δύναμη στο πολιτικό σύστημα η οποία, πέρα από τον ρητορικό της μαξιμαλισμό, να επιδιώκει, να σχεδιάζει, να προετοιμάζει και να μπορεί να πραγματοποιήσει κάτι που να πλησιάζει  σ’ αυτό που αποκαλείται «επανάσταση». Τουλάχιστον αυτό που η Ιστορία ορίζει ως τέτοιο. Δεν υπάρχει, επίσης, καμιά κοινωνική ομάδα ή τάξη που να διαθέτει το επίπεδο οργάνωσης και ισχύος, ώστε να εξελιχθεί από «τάξη καθαυτή» σε «τάξη για τον εαυτό της», για να θυμηθούμε τον Μαρξ, να διεκδικήσει δηλαδή την πολιτική ηγεμονία, να γίνει ηγέτιδα «εθνική τάξη» και να καταλάβει την εξουσία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Αυτή την ιδιότητα, άλλωστε, την έχει χάσει προ πολλού ακόμη και η μέχρι πρότινος ηγέτιδα οικονομική ελίτ, η οποία κινείται μεταξύ πανικού, σύγχυσης, κανιβαλισμού, φυγής και λογικής «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».

Αυτό, λοιπόν, που πιθανότατα εννοεί ο ανώνυμος κυβερνητικός αξιωματούχος, ο οποίος τρέμει στην ιδέα μιας «επανάστασης», είναι κάτι άλλο. Μια τόσο βαθιά, απόλυτη και πλήρη απονομιμοποίηση του συστήματος διακυβέρνησης, ώστε καμιά του απόφαση, καμιά διοικητική του πράξη να μην μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς να προκαλεί κοινωνικές εκρήξεις. Όταν, λοιπόν, οι «επάνω δεν μπορούν» και οι «κάτω δεν θέλουν», αλλά δεν υπάρχει ακόμη «κάποιος που και μπορεί και θέλει», τι προκύπτει; Κενό εξουσίας. Το κενό κατά κανόνα καλύπτεται από την εξέγερση, άλλοτε τυφλή και βίαιη, άλλοτε ειρηνική και στοιχειωδώς οργανωμένη, από κοινωνικές ομάδες που στην αρχή το μόνο τους σχέδιο είναι η διαμαρτυρία, η έκφραση του θυμού, η διάθεση να τιμωρήσουν ένα καθεστώς, χωρίς να έχουν αποφασίσει με τι θα το αντικαταστήσουν. Η εξέγερση ρευστοποιεί το κοινωνικό τοπίο, υποχρεώνει τις πολιτικές δυνάμεις να πάρουν θέση απέναντί της και θέτουν στο καθεστώς το δίλημμα της καταλλαγής ή της καταστολής. Αλλά η μόνη περίπτωση να εξελιχθεί η εξέγερση σε «επανάσταση» είναι να υπάρξει κάποια δύναμη έτοιμη να προβάλει ένα πειστικό εναλλακτικό σχέδιο εξουσίας και διακυβέρνησης, ικανή να το εφαρμόσει και στον δρόμο, όπου κυκλοφορεί το θυμωμένο πλήθος (αλλά και το χάος, και το οργανωμένο έγκλημα, και οι οπισθοφυλακές του παλαιού καθεστώτος), και στο κράτος, που τα κλειδιά του κρατά η γραφειοκρατία της παλαιάς διακυβέρνησης.

Παραδέχομαι πως η περιγραφή είναι σχηματική, αποστειρωμένη, αποστεωμένη και θεωρητική. Όμως, δεν διαθέτουμε άλλα εργαλεία εκτός από αυτά της Ιστορίας, ακόμη και της ζωντανής, για να προσδιορίσουμε τους όρους και τις έννοιές τους. Στην Αίγυπτο εξελίσσεται εδώ και τρία χρόνια η πιο ευρεία και ανθεκτική κοινωνική εξέγερση, στην οποία εναλλάσσονται τα κοινωνικά με τα ιδεολογικά-θρησκευτικά κίνητρα. Αλλά δεν κατάφερε «να μεγαλώσει και να γίνει επανάσταση», αφού ο στρατός πέτυχε με την εναλλαγή συνδιαλλαγής και καταστολής τη συνέχεια του καθεστώτος. Γενικώς, η εποχή μας είναι εποχή εξεγέρσεων. Η κοινωνική δυσφορία διαπερνά το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, ο κόσμος είναι γεμάτος αδύναμους κρίκους που μπορούν ανά πάσα στιγμή να σπάσουν την αλυσίδα της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, των οικονομικών, νομισματικών, πολιτικών και στρατιωτικών συμμαχιών. Αλλά ούτε η εποχή μας ούτε ο κόσμος μας έχουν ανέβει από το σκαλί της εξέγερσης σ’ αυτό της επανάστασης. Υπάρχει κάτι που λείπει για ν’ αποδώσει κάτι αντίστοιχο με τις αστικές επαναστάσεις του 18ου και 19ου αιώνα, την Οκτωβριανή Επανάσταση, ή τις εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα.

Τι λείπει; Λείπει πρώτα πρώτα ένα σχήμα του κόσμου μας. Οι επαναστάσεις του 18ου αιώνα φυτεύτηκαν σε επιστημονικές και πνευματικές ανακαλύψεις, που έδιναν ακριβώς σχήμα στον κόσμο της εποχής τους. Ακόμη και η αγγλική εκδοχή της λέξης επανάσταση, το revolution, οφείλει την ύπαρξή της στον Κοπέρνικο και στο έργο του «De Revolutionibus Orbium Coelestium Libri VI» (Περί της περιστροφής των ουρανίων σφαιρών, βιβλία έξι). Αν ο Κοπέρνικος δεν έδινε σχήμα στο πλανητικό σύστημα και οι διάδοχοί του αστρονόμοι στο σύμπαν, οι γεωγράφοι στη Γη, αν οι πολιτικοί φιλόσοφοι δεν έδιναν σχήμα στην κοινωνία, στο κράτος, στην οικονομία, στην Ιστορία, ίσως να μην είχαν προκύψει η Αμερικανική και η Γαλλική Επανάσταση. Η revolution θα είχε μείνει μια βαρετή «περιστροφή» του κόσμου γύρω από τον εαυτό του.

Δεν λείπει, βέβαια, από την εποχή μας η επιστημονική επανάσταση. Τη ζούμε, καθώς η ψηφιακή κι οι άλλες τεχνολογίες αλλάζουν τα δεδομένα γύρω μας με ταχύτητα που αδυνατούμε να παρακολουθήσουμε. Αλλά μας λείπει η πνευματική επανάσταση, οι ρηξικέλευθες ιδέες που θα ξαναδώσουν σχήμα στον ά-σχημο κόσμο μας. Δεν είμαστε σίγουροι τι είδους καπιταλισμός είναι αυτός που ζούμε, αν βιώνουμε τη μετάλλαξή του ή τους σπασμούς του τέλους του. Δεν ξέρουμε αν τα σύνορα του κόσμου είναι οριστικά ή αν θα ξαναχαραχτούν, με ποταμούς αίματος ή καταρράκτες χρήματος. Δεν είμαστε βέβαιοι αν τα έθνη-κράτη θα επιβιώσουν ή θα χαθούν σε μια παγκόσμια διακυβέρνηση την οποία οι κοινωνίες θα είναι αδύνατο να επηρεάσουν. Δεν ξέρουμε αν οι δημοκρατίες θα επιβιώσουν ή θα εξαφανιστούν σε έναν ολοκληρωτισμό όπου το άυλο χρήμα και οι κάτοχοί του θα είναι ο μόνος πόλος εξουσίας. Δεν ξέρουμε πολλά για τον κόσμο μας, διαισθανόμαστε μόνο εξελίσσεται σε απεχθή δυστοπία. Κι ευελπιστούμε ότι κάποιοι ιδιοφυείς άνθρωποι αποκρυπτογραφούν ήδη τους κώδικές του για να αποκαλύψουν την αχίλλειο πτέρνα του.

Τι άλλο λείπει; Λείπει η αναδιατύπωση της ουτοπίας. Μπορεί οι ουτοπίες των προηγούμενων αιώνων να έγιναν άλλοθι για ιστορικά εγκλήματα, αλλά ταυτόχρονα ήταν αυτές που έφεραν τα πλήθη στο προσκήνιο των επαναστάσεων. Ο μεταμοντέρνος καπιταλισμός θέλησε να βάλει τέλος στην Ιστορία, στις μεγάλες αφηγήσεις, στις ουτοπίες και τελικά στις επαναστάσεις, προσφέροντας ως αντάλλαγμα μια ελάχιστη ποσόστωση ευημερίας για όλους, άνισα και άδικα κατανεμημένη, αλλά συναρτημένη με μια διαρκή και αδιατάρακτη από κρίσεις μεγέθυνση. Αυτό μας τελείωσε. Ο θρίαμβος του καπιταλισμού σχεδόν σε όλο τον πλανήτη ταυτόχρονα τον γκρέμισε από το βάθρο της έσχατης υλοποιημένης ουτοπίας. Ο θριαμβευτής έχει πολλαπλασιάσει επικίνδυνα τους νεκροθάφτες του. Λείπουν μόνο η νεκρώσιμος ακολουθία και το ουτοπικό τροπάριο της επόμενης «ανάστασης». Λέτε να συντίθενται κάπου εδώ κοντά μας, τόσο κοντά που οι νότες τους να ’φτασαν στ’ αυτιά του ανώνυμου κυβερνητικού αξιωματούχου; Ποτέ μη λες «ποτέ».



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Καθένας όμως που έχει μελετήσει μια επαναστατική εξέγερση, γνωρίζει πόσες εσωτερικές δυσκολίες μια μάζα συναντά για να εξεγερθεί. Μόνο στην ανάγκη ρίχνεται ο άνθρωπος στο άγνωστο. Η μεγαλόπρεπη φράση «το προλεταριάτο δεν έχει να χάσει παρά τις αλυσίδες του» ισχύει σαν ιστορική προοπτική και για ολόκληρη την εργατική τάξη συνολικά. Όμως, η εσωτερική ιστορία μιας επανάστασης δεν βρίσκεται τάχα ακριβώς στο ότι το προλεταριάτο -οι προλετάριοι δηλαδή- αποφασίζουν να δράσουν σαν τάξη; Στη διαδικασία αυτή πολλά έχουν να χάσουν και πολλά να ριψοκινδυνέψουν. Αξιοπρόσεκτο είναι πως εδώ η ίδια η ζωή θεωρείται το πιο τελευταίο, το λιγότερο σημαντικό από όλα. Συχνά τη βάζουν σε κίνδυνο πολύ πιο εύκολα, παρά ένα φτωχικό σπιτάκι.

Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Τρία κόκκινα γράμματα»

Saturday, November 16, 2013

Η προχειρότης του βίου

(Επενδυτής, 16/11/2013)



Κοιτάζω βίντεο και φωτογραφίες από τις Φιλιππίνες. Ο φακός έχει ρουφήξει αχόρταγα κάθε εκδοχή καταστροφής. Εστιάζει με υπόρρητο σαδισμό στα πρόσωπα που κραυγάζουν τον πόνο και την απελπισία. Οι ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων σαρώθηκαν από τη μανία του ωκεανού που γεννά τυφώνες. Κανείς δεν ξέρει πόσοι νεκροί, άστεγοι και πεινασμένοι θα μείνουν για καιρό ξεχασμένοι στα 7.000 νησιά του Αρχιπελάγους. «Όπου φτωχός κι η μοίρα του», «τους τιμωρεί και ο καιρός και ο Θεός», τα κοινότοπα σχόλια που αναμειγνύουν τον οίκτο με την ανακούφιση για το γεγονός ότι δεν είμαστε στη θέση τους κι είμαστε πολύ μακριά τους. Τώρα, αυτός ο δυστυχισμένος πληθυσμός των 100 εκατομμυρίων ανθρώπων, που γνώρισε τα «αγαθά» της δικτατορίας, των μεταρρυθμίσεων του ΔΝΤ και του «θαύματος» της ανάπτυξης, θα πρέπει να συμβιβαστεί σ’ ένα ακόμη κατώτερο σκαλοπάτι ανέχειας, κάτω κι από τα 1.700 δολάρια κατά κεφαλή που του αντιστοιχούσαν μέχρι σήμερα. Το μόνο σχέδιο ζωής που απομένει για μια τεράστια μάζα Φιλιππινέζων είναι η επιβίωση. Όχι για την επόμενη χρονιά, τον επόμενο μήνα, την επόμενη μέρα. Αλλά για την επόμενη ώρα.

Μου ’ρχεται ντροπή να τολμήσω την οποιαδήποτε σύγκριση. Άλλο να σ’ απειλεί ο δικαστικός επιμελητής με το κατασχετήριο του σπιτιού σου κι άλλο να σου ’χει πάρει ο τυφώνας και το σπίτι και το έδαφος κάτω από τα πόδια σου κι ολόκληρο το τοπίο που ήταν κάποτε το τροπικό ενδιαίτημά σου. Άλλο να αγχώνεσαι για το χαράτσι, για τα φορολογικά χρέη, για τους απλήρωτους λογαριασμούς κι άλλο να θρηνείς τη χαμένη σου οικογένεια, το εξαφανισμένο σου χωριό. Άλλο να μην έχεις δουλειά κι άλλο να μην έχεις ζωή. Άλλο να μην έχεις λεφτά κι άλλο τα λεφτά να μην έχουν κανένα απολύτως νόημα, γιατί δεν υπάρχει τίποτα να αγοράσεις και κανείς να εξαγοράσεις. Ο μόνος τρόπος επιβίωσης είναι να λεηλατήσεις, ν’ αρπάξεις, να φας και να πιεις ό,τι βρεις.

Παρ’ όλα αυτά τολμώ τη σύγκριση, διατηρώντας τις αναλογίες ανάμεσα στην ανθρωπιστική καταστροφή που κεραυνοβόλησε σε διάστημα ωρών τις Φιλιππίνες κι αυτήν που εξελίσσεται εδώ, αργόσυρτα, βασανιστικά, στατιστικά απροσδιόριστη ακόμη και από τους ζοφερούς αριθμούς της ανεργίας και της αυξανόμενης φτώχειας. Ο αριθμητής κάνει την τεράστια διαφορά, αλλά ο κοινός παρονομαστής ανάμεσα στη μία και στην άλλη καταστροφή είναι η προχειρότης του βίου που επιβάλλεται στους ανθρώπους. Η στέρησή τους από την ελάχιστη δυνατότητα να προβλέψουν και να σχεδιάσουν με κάποια ασφάλεια τη ζωή τους για την επόμενη ώρα, την επόμενη ημέρα, εβδομάδα, μήνα, χρόνο. Για τον Φιλιππινέζο, που έπεσε θύμα της μανίας του «Χαϊγιάν», αυτή η αδυναμία προέρχεται από το μέγεθος της καταστροφής και από την απόλυτη εξάρτησή του από τη διεθνή βοήθεια, που είναι άγνωστο πότε κι αν θα καταλήξει στους φυσικούς αποδέκτες της. Για τον νεοέλληνα που έχει πέσει θύμα του μνημονίου, η προχειρότης του βίου επιβάλλεται από τους δανειστές που χαράσσουν μια διαδρομή γεμάτη ζιγκ ζαγκ, παλινδρομήσεις, ανασχεδιασμούς και αναδιαπραγματεύσεις, σ’ έναν οδικό χάρτη σχεδόν χωρίς προορισμό.

Υπάρχει ένας αξιοσημείωτος συγχρονισμός ανάμεσα στην προχειρότητα των πάνω και στην προχειρότητα των κάτω. Ο πολιτικός βίος της χώρας και η διακυβέρνησή της εξελίσσονται πάνω σε απόλυτο στρατηγικό κενό. Όλα διαμορφώνονται από Eurogroup σε Eurogroup, από τη μία επίσκεψη της τρόικας στην άλλη, από δόση σε δόση. Κανείς δεν πιστεύει πια μεγαλόστομες κοινοτοπίες περί αρχής του τέλους, περί φωτός στην άκρη του τούνελ, περί επανεκκίνησης και αποδέσμευσης από το μνημόνιο. Αυτό που βλέπουν όλοι είναι η απόλυτη αδυναμία του κρατικού  μηχανισμού και της οικονομικής ελίτ που τον πλαισιώνει να προγραμματίσουν την επόμενη εβδομάδα ή τον επόμενο μήνα. Τη μια μέρα η τρόικα δαιμονοποιείται ως ενσάρκωση του κακού, την άλλη εξαίρεται ως από μηχανής θεός. Τη μια μέρα το μνημόνιο είναι το πληρέστερο κείμενο του κράτους, την άλλη κατακεραυνώνεται ως συνταγή καταστροφής. Τη μια είναι ορόσημο ο Ιούνιος, την άλλη ο Δεκέμβριος. Τη μια φταίει ο Τόμσεν, την άλλη ο Βίζερ. Τη μια η Μέρκελ είναι σωτήρας, την επομένη γίνεται ολετήρας. Η διακυβέρνηση που προκύπτει απ’ αυτή την εικόνα αντιστοιχεί σε μια λέξη: μπάχαλο. Η χώρα δεν κυβερνάται. Απλώς σέρνεται από το ένα εμπόδιο στο άλλο, με μόνο σχέδιο να υπερπηδήσει κάθε φορά αυτό που έχει μπροστά της, μόλις στο ένα μέτρο.

Αν η ηγεσία της χώρας πορεύεται έτσι πρόχειρα, παραιτημένη από κάθε ίχνος σχεδίου, τι διαφορετικό να κάνουν οι απελπισμένοι της υπήκοοι; Τα συμπτώματα είναι γύρω μας και πάνω μας: Έχω σταματήσει να προσέχω τι φοράω κάθε μέρα, κατά σύμπτωση οι κάλτσες είναι πάντα από το ίδιο ζευγάρι, δεν ξέρω αν περνάω τσατσάρα μου απ’ το κεφάλι πριν βγω, βάζω βενζίνη μόνο όταν το ηχητικό σήμα του άδειου ρεζερβουάρ με αιφνιδιάσει, στο σέρβις τρέχω μόνο αφού η μηχανή μουγκρίσει άγρια, τους λογαριασμούς τους πληρώνω σταθερά μετά τη λήξη τους. Μια εικόνα ατημελησίας και παραίτησης κάθεται σαν λεπτή πάχνη στα σώματα, στα σπίτια, στ’ αυτοκίνητα, στους δρόμους. Οι γυναίκες μοιάζουν να ’χουν παραιτηθεί απ’ την προσπάθεια να προσελκύσουν τα βλέμματα των ανδρών, οι άνδρες ίσως έχουν ήδη παραιτηθεί. Οι έφηβοι δεν ανησυχούν τόσο για τους εξεταστικούς μαραθωνίους που τους περιμένουν, οι φοιτητές δεν βιάζονται ν’ αποφοιτήσουν, οι απόφοιτοι περιφέρουν τα βιογραφικά τους σε δουλειές του ποδαριού, οι άνεργοι είναι ευτυχείς αν μπουν σε πεντάμηνη επιδοτούμενη απασχόληση, οι απασχολούμενοι αισθάνονται τυχεροί αν παίρνουν τον Νοέμβριο τον μισθό του Ιουλίου, οι δημόσιοι υπάλληλοι βιάζονται να πάρουν σύνταξη οι μισοί κι οι άλλοι μισοί ξέρουν ότι κάθονται σε προσωρινές καρέκλες. Οι επιχειρήσεις φορτώνουν με οφειλές τους προμηθευτές τους, οι προμηθευτές φορτώνουν το κράτος, τους υπαλλήλους τους, τις τράπεζες. Η νέα επιχειρηματικότητα που ανθεί στους δρόμους των πόλεων είναι κι αυτή προσαρμοσμένη στο πρόχειρο και στο προσωρινό, «ψωμί, γλυκό, καφές», άντε και σουβλατζίδικα, με πέντε ευρώ καβαλάς τη μέρα και πορεύεσαι. Τα νοικοκυριά έχουν εγκαταλείψει τα ταπεινά σχέδια για εκείνο ή το άλλο μερεμέτι στο σπίτι, οι διαχειριστές των πολυκατοικιών δεν ανησυχούν για τα ανείσπρακτα κοινόχρηστα - έτσι κι αλλιώς δεν προβλέπεται παραγγελία πετρελαίου-, στα μπαλκόνια και στις αποθήκες ντανιάζονται καυσόξυλα, στα σούπερ μάρκετ μπαίνουν σε περίοπτη θέση ηλεκτρικές σόμπες των 20-50 ευρώ. «Τούτο τον χειμώνα άμα τον πηδήξουμε, για άλλα δέκα χρόνια άιντε καθαρίσαμε». Ούτε λόγος για τέτοιες φιλοδοξίες. Η προχειρότης του βίου περιορίζει το μακροπρόθεσμο στις δέκα εβδομάδες το πολύ.

Παρατήρησα πως οι πιάτσες των αστέγων κατεβαίνουν προς τη Συγγρού. Βοηθούν πια τα κλειστά ισόγεια καταστήματα κάτω από τα υπόστεγα πολυώροφων, άδειων κτιρίων, βοηθούσε κι ο καιρός, το γλυκό μέχρι τώρα φθινόπωρο. Ένας ώριμος άνδρας κι ένα κορίτσι γύρω στα 11, πιθανά κόρη του, στρώνουν με επιμέλεια τα χαρτόκουτα στο πεζοδρόμιο, έπειτα μια κουβέρτα, τοποθετούν δίπλα τους τις σακούλες με τα υπάρχοντά τους και πιάνουν το στασίδι της νύχτας. Είναι λίγοι οι άστεγοι της Αθήνας, ελάχιστοι σε σχέση με τον πληθυσμό που δυσφορεί για όσα του συμβαίνουν. Αλλά αυτή η τελετουργία της προσωρινής εγκατάστασης για «να περάσει κι αυτή η νύχτα» συμπυκνώνει τη νέα συνθήκη της εποχής, την προχειρότητα του βίου στην οποία καθηλώνει τους ανθρώπους  η προχειρότητα της πολιτικής, φέρνοντας τις Φιλιππίνες πολύ πιο κοντά μας απ’ όσο νομίζουμε. 



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Κι όμως, το μάτι από τα παράθυρα του τρένου, το ξέχασαν. Αλλά υπάρχει και βλέπει την τεμπελιά και τη φροντίδα για την ομορφιά που ξεχάστηκε εμπρός στο κουτί που βγάζει ασταμάτητα εικόνες ενός κόσμου άλλου, αστραφτερού, που μπορεί να μην είναι ο δικός τους, αλλά τους βάζει να φαντάζονται αυτά που πρέπει να έχουν όλοι – κι αυτοί, γιατί όχι; Πού χρόνος πια! Φαγώνεται. Πού χρόνος για κήπια, κληματαριές κι ασβεστώματα!

Κι όμως, τα θυμάμαι. Άλλοτε τα είχα δει. Υπήρχαν όταν στα δώδεκα είχα περάσει με το τρένο για την Ολυμπία. Πάντα τα έφερνα στο μυαλό μου, όλα αυτά τα χρόνια, με τον τρόπο που γράφει τις εντυπώσεις ένα παιδί. Τους κήπους με τις πασχαλιές και τα τριαντάφυλλα, που ξεχείλιζαν από χρώματα μέσα στο μεσημεριάτικο φως στις μάντρες. Νόμιζα πως θα ήταν πάντα εκεί. Μοιάζει να βαριούνται την ίδια τους τη ζωή οι άνθρωποι και το κέρδος της να έχει μετατοπιστεί.

Κλεοπάτρα Δίγκα, «Θέση 44, Παράθυρο»

 

   

Saturday, November 9, 2013

Συμφιλίωση με το τέρας

(Επενδυτής, 9/11/2013)

 


Δεν ξέρω πότε θα «δέσει» στο μαντίλι του ο Σαμαράς το πρωτογενές πλεόνασμα του Στουρνάρα, αλλά αν πάρουμε τοις μετρητοίς όσα είπε τη Δευτέρα, αχνοφέγγουν ελπίδες να βγούμε απ’ το μνημόνιο. Το πιστεύετε; Εγώ το πιστεύω. Όχι γιατί πρόκειται να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι του ή γιατί το 2014 ξαφνικά θα εισβάλει ασυγκράτητη η ανάπτυξη. Αλλά γιατί το ελληνικό πείραμα μπορεί να συνεχιστεί και χωρίς μνημόνιο. Αν ακολουθήσουμε το γράμμα της πρωθυπουργικής συνέντευξης, ορίζοντας εξόδου της χώρας από το μνημόνιο υπάρχει. Αλλά ορίζοντας εξόδου της τρόικας από τη χώρα δεν υπάρχει. Η τρόικα -έστω και χωρίς τον ατλαντικό της βραχίονα, το ΔΝΤ, έστω και χωρίς το απεχθές brand name- θα υπάρχει στη ζωή μας για δεκαετίες. Γιατί αποκλείεται να αποπληρωθεί το 75% του χρέους, όπως ο επίτροπος Όλι Ρεν μάς αποκάλυψε ότι απαιτείται, σε μια δεκαετία.

Αφού, όμως, η τρόικα ήρθε για να μείνει, γιατί το Ευρωκοινοβούλιο αφυπνίσθηκε από τον τετραετή λήθαργό του κι ανακάλυψε ότι κάτι σόλοικο, παράδοξο, σχεδόν παράνομο υπάρχει στη λειτουργία της στις χώρες-υποζύγια χρέους; Γιατί ανακάλυψε μόλις τώρα το έλλειμμα διαφάνειας, λογοδοσίας, δημοκρατικής και ευρωπαϊκής νομιμοποίησης στο αδιάκοπο πηγαινέλα των επικυρίαρχων που υποβάλλουν μέτρα, νομοσχέδια, μετρούν κατά βούληση το ΑΕΠ, την ύφεση, τα ελλείμματα, αποφασίζουν πόσο θα συρρικνωθούν οι μισθοί, πόσοι κρατικοί υπάλληλοι θα απολυθούν, ποιες κρατικές επιχειρήσεις θα κλείσουν ή θα πουληθούν;

Το προφανές είναι ότι μύρισαν ευρωεκλογές και οι εν υπνώσει σ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης κυρίαρχες ομάδες του περιπλανώμενου μεταξύ Στρασβούργου και Βρυξελλών Ευρωκοινοβουλίου ξύπνησαν και τρέχουν. «Τρεχάτε ποδαράκια μου να μη σας χέσει ο κώλος». Κι επειδή η απρεπής φράση θα με κατέτασσε αυτομάτως εις τους λαϊκιστάς, αυτή η τρομερή απειλή, ο «λαϊκισμός» και ο «εξτρεμισμός» που απειλεί να αλώσει το ευρωπαϊκό ημικύκλιο, είναι και το κίνητρο της έρευνας για τη δράση της τρόικας. Αν το Ευρωκοινοβούλιο διέθετε τις ευαισθησίες αυτές από την αρχή της ευρωπαϊκής κρίσης, θα απαιτούσε να ασκήσει προληπτικό και όχι κατασταλτικό έλεγχο. Τώρα, η ζημιά έχει γίνει. Και υποθέτουμε ότι κανείς από τους επισπεύδοντες την έρευνα δεν έχει πρόθεση να στείλει σε εξεταστικές επιτροπές τον Μπαρόζο, τον Ντράγκι ή τον προκάτοχό του Τρισέ, τη Λαγκάρντ ή τον προκάτοχό της Στρος Καν. Το πιθανότερο είναι ότι εκεί, κατά τον Απρίλιο, λίγο πριν από τις ευρωεκλογές, θα δούμε μια καλογραμμένη έκθεση ιδεών που θα μιλά για «λάθη», «αβλεψίες» και «αστοχίες υλικού». Ένας ευφημισμός για την καταστροφή, που στην περίπτωση της Ελλάδας παίρνει διαστάσεις οικονομικής και κοινωνικής γενοκτονίας.

Εξάλλου, θα πρέπει να αναρωτηθεί κανείς αν το κακό θα είχε αποφευχθεί χωρίς την τρόικα. Εντάξει, η Γερμανία επέβαλε με τσαμπουκά το ΔΝΤ στην Ευρώπη, έναν ξενιστή στο παραδείσιο ευρωπαϊκό θερμοκήπιο. Αλλά τι διαφορετικό θα είχε συμβεί στις μνημονιακές χώρες αν αντί της τρόικας τις χειραγωγούσε μια μπερλίνα δύο αλόγων, της Κομισιόν και της ΕΚΤ;  Το ΔΝΤ, προς μεγάλη τσαντίλα των όψιμων εραστών της ευρωδιαφάνειας, αρνείται να λογοδοτήσει στο Ευρωκοινοβούλιο – μαγκιά του, από μιαν άποψη, «εσείς με καλέσατε στην Ευρώπη», θα απαντήσει εύλογα. Αλλά μήπως λογοδοτεί η εκ συστάσεως «ανεξάρτητη» Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα; Ποιος εκλέγει την ηγεσία της, ποιον εκπροσωπεί, σε ποιον λογοδοτεί, εκτός από τις αγορές και τους κερδοσκόπους; Έχει λογοδοτήσει ποτέ στο κατά τεκμήριον αντιπροσωπευτικό Ευρωκοινοβούλιο; 

Μήπως έχει το Ευρωκοινοβούλιο καλέσει ποτέ το Eurogroup και το Ecofin να λογοδοτήσουν, παρ’ ότι ο μεγαλύτερος όγκος των αποφάσεων για την αυτοκαταστροφική διαχείριση της κρίσης στην Ευρωζώνη πέρασε από τα 27 μέλη του, τους υπουργούς που προσέρχονται ως εκπρόσωποι «εθνικών συμφερόντων» και ως συμμαχίες Βορείων που αποφασίζουν ενάντια τους παρείσακτους Νότιους;  Μήπως η Ευρωβουλή έλεγξε ποτέ τους κομισιάριους για τις αλλεπάλληλες αποτυχίες τους στις προβλέψεις για την ύφεση και τον εκτροχιασμό της ανεργίας; Πότε θα λογοδοτήσουν τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια για το γεγονός ότι χρειάστηκαν τρεις συνόδους κορυφής μέχρι να παραδεχθούν ότι η χρηματοπιστωτική κρίση πλήττει την Ε.Ε.; Πότε θα απολογηθούν για το γεγονός ότι μεσολάβησαν άλλες έξι σύνοδοι και δύο χρόνια μέχρι να αποφασίσουν το αναπόφευκτο κούρεμα του ελληνικού χρέους; Σε ποιον θα καταλογιστούν οι αποφάσεις που γέννησαν την κρίση κρατικού χρέους, φορτώνοντας τα κράτη με το κόστος ύψους 2,3 τρισ. για τη διάσωση των ευρωπαϊκών τραπεζών; Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη για τον ύποπτο χρόνο που δόθηκε στις τράπεζες να ξεφορτωθούν μαζικά τα ελληνικά ομόλογα πριν από το κούρεμα; Και ποιος θα πληρώσει το κόστος της εξαπάτησης των Ευρωπαίων στους οποίους σήμερα ανακοινώνεται: «Αρκετά σας πήραμε ως φορολογούμενους. Τώρα, ξεχάστε τις κρατικές διασώσεις τραπεζών, στο εξής θα πληρώνετε τα σπασμένα ως καταθέτες»;

Τα ρητορικά ερωτήματα που μπορεί να θέσει κανείς για να καταδείξει την υποκρισία του ελέγχου της τρόικας είναι άπειρα και εκτείνονται πέρα από τον σκληρό πυρήνα της οικονομικής πολιτικής. Και οι απαντήσεις θα προσθέσουν ελάχιστα πράγματα στις γνώσεις των ευρωβουλευτών και των θυμωμένων ευρωπαϊκών κοινωνιών.  Το βασικό συμπέρασμα είναι το εξής: Η τρόικα των μνημονιακών χωρών μπορεί να αντιμετωπίζεται ως εξωθεσμική εξαίρεση και τερατώδης παρένθεση το πλαίσιο της Ε.Ε. Αλλά η Ε.Ε. και η Ευρωζώνη έχουν προ πολλού διαμορφωθεί οι ίδιες ως ένα θεσμικό τέρας, ένας Ευρωλεβιάθαν που έχει όλο και μικρότερη σχέση με τη δημοκρατία, τη διαφάνεια, τη λογοδοσία, την κυριαρχία των κρατών, την αξιοπρέπεια των κοινωνιών, που αντιμετωπίζονται μόνον ως κόστος και ως βαρίδι της ανταγωνιστικότητας. Η Ευρωζώνη είναι μια τερατώδης κατασκευή στην οποία έχουν εγκλωβιστεί οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, που για πρώτη φορά από τη σύστασή της ταλαντεύονται τόσο σοβαρά μπροστά στο δίλημμα: «Αξίζει τον κόπο να είναι κανείς σ’ αυτή την ένωση»;

Οι πολιτικές ηγεσίες της Ε.Ε. προσπαθούν να παρακάμψουν ευσχήμως αυτό το δίλημμα, υποκαθιστώντας το με ένα άλλο: «Αντέχετε το κόστος διάλυσης του τέρατος;». Κι η αλήθεια είναι ότι οι συνέπειες δεν είναι προσδιορισμένες και μετρήσιμες. Ούτε μπορεί να είναι ίδιες για όλους. Άλλο το να είσαι Γερμανία που υπερασπίζεσαι αυτάρεσκα τα εμπορικά σου πλεονάσματα κι άλλο Ελλάδα, μια χώρα με κατεστραμμένο παραγωγικό ιστό. Έτσι, μια και το Plan B απορρίπτεται λόγω απροσδιόριστου ρίσκου, προκύπτει ένα Plan C: αφού δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από το τέρας, ας συμφιλιωθούμε μαζί του. Η Ε.Ε. δεν θα γίνει ποτέ η ομόσπονδη ουτοπία της ισότιμης ευημερίας, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να τη δούμε σαν μια βιώσιμη δυστοπία.

Το παράδοξο είναι ότι σ’ αυτό τον οδυνηρό συμβιβασμό δεν προσέρχεται μόνον η κυβερνώσα Ν.Δ., που στη θέση του κακού πρώτου μνημονίου ανακάλυψε το καλό και εφαρμόσιμο δεύτερο μνημόνιο (για το τρίτο, προς το παρόν, γαργάρα…). Προσέρχεται και η «κυβερνώσα Αριστερά». Η οποία, αφού παραδέχεται ότι το ευρώ ήταν τέρας από τα γεννοφάσκια του, μας καλεί να συμφιλιωθούμε μαζί του. Περίπου όπως η Ρόζμαρι, η ηρωίδα του ευφυούς και διάσημου horror story, η οποία έχοντας καταδυθεί στην κόλαση για να γεννήσει τον διάδοχο του Σατανά, κρατώντας στα χέρια το βρέφος με τα κίτρινα μάτια, το σταχτί δέρμα, τα γαμψά νύχια και τα κερατάκια στο κρανίο, το κοιτάζει τρυφερά κι αποφασίζει να τ’ αγαπήσει σαν παιδί της. Που, άλλωστε, είναι. 
 

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

«Σού  δίνω το λόγο μου, δεν πρόκειται να σου κάνω κακό», είπε η Ρόζμαρυ στο μωρό. Έσκυψε κι έλυσε την κορδέλα γύρω από τον λαιμό του. «Η Λώρα Λούιζ το έδεσε πολύ σφιχτά, ε; Για να το χαλαρώσω λίγο να είσαι πιο άνετα. Έχεις πολύ χαριτωμένο πηγούνι, το ξέρεις; Έχεις παράξενα κίτρινα μάτια, αλλά έχεις ένα πολύ χαριτωμένο πηγούνι».
Έδεσε την κορδέλα του νυχτικού πιο χαλαρά.
Το άμοιρο το πλασματάκι!
Δεν ήταν δυνατό να είναι ολωσδιόλου κακό. Δεν ήταν δυνατόν. Ακόμη κι αν ήταν μισός Σατανάς, δεν έπαυε να είναι και μισός εκείνη. Ο μισός ήταν ένα φυσιολογικό, συνηθισμένο ανθρώπινο πλάσμα. Αν εκείνη καταπολεμούσε την κακή τους επίδραση πάνω του, αν ασκούσε τη δική της επιρροή ενάντια στο κακό…
«Το ξέρεις ότι έχεις το δικό σου δωμάτιο;», του είπε ξεστρώνοντας την κουβέρτα που ήταν κι αυτή σφιχτά τυλιγμένη γύρω του. «Έχει άσπρη και κίτρινη ταπετσαρία, άσπρο κρεβατάκι με κίτρινα κάγκελα και δεν υπάρχει πουθενά ίχνος από μαύρο χρώμα και μαύρη μαγεία. Θα σου το δείξω όταν έρθει η ώρα να φας…».
Ira Levin, «Το μωρό της Ρόζμαρυ»

Saturday, November 2, 2013

Σε βλέπω, σ’ ακούω

(Επενδυτής, 2/11/2013)
Την ώρα που πληκτρολογώ αυτά τα γράμματα, αυτές τις φράσεις, όσο κοντοστέκομαι στις λέξεις, σβήνω τη μια και ψάχνω άλλη, ένας γιγαντιαίος σέρβερ που δεν ξέρω πού ακριβώς βρίσκεται -υποθέτω κάπου στη Silicon Valley- καταγράφει κι αποθηκεύει κάθε δισταγμό και κάθε αποφασιστική μου κίνηση. Εφόσον το laptop μου είναι συνεχώς online και κάθε λίγο ανατρέχω στις μηχανές αναζήτησης για να ψάξω μια πληροφορία, να στείλω ή να πάρω ένα μήνυμα, να χαζέψω, να λύσω ένα Sudoku ή να κρυφοκοιτάξω μια τσόντα, ό,τι κάνω με τα μάτια και τα χέρια μεταξύ οθόνης και πληκτρολογίου απομνημονεύεται σε έναν τεράστιο ψηφιακό εγκέφαλο. Δεν είναι βέβαιο ότι οι πληροφορίες που διαθέτει αυτός ο «Μεγάλος Αδελφός» για μένα ή για καθένα από τους 2,5 δισεκατομμύρια χρήστες του Διαδίκτυου θα του είναι ποτέ χρήσιμες. Αλλά έχει όλες τις δυνατότητες να τις χρησιμοποιήσει κάποια στιγμή εις βάρος μου και εις βάρος οποιουδήποτε. Το ίδιο συμβαίνει με τους περίπου 6 δισεκατομμύρια χρήστες κινητών και σταθερών τηλεφώνων, το 85% του παγκόσμιου πληθυσμού, οι συνομιλίες των οποίων μπορούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να καταγραφούν, να αποθηκευτούν, να απομαγνητοφωνηθούν και να χρησιμοποιηθούν εναντίον τους, αν παραστεί ανάγκη.

 Είναι κοινό μυστικό ότι οι ιδιωτικές ή κρατικές υπηρεσίες παροχής ψηφιακών επικοινωνιών έχουν τα τεχνολογικά μέσα να το κάνουν. Έχουν επίσης το νομικό πρόσχημα να το κάνουν, χάρη σε σειρά νομοθετημάτων που θεσπίστηκαν εν ονόματι της δημόσιας ασφάλειας ή της αντιτρομοκρατίας (ιδιαίτερα μετά το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους). Και κατά κανόνα έχουν και τη συναίνεσή μας να το κάνουν. Άλλοτε με τη μορφή της φαρδιάς πλατιάς υπογραφής μας στα συμβόλαια σύνδεσης που υπογράφουμε χωρίς να διαβάσουμε, κι άλλοτε με την αθώα κι ανυποψίαστη συμβολή μας στην «αναβάθμιση» των υπηρεσιών που μας παρέχουν οι μηχανές αναζήτησης, οι εταιρείες εξυπηρέτησης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, οι εταιρείες παροχής λειτουργικών συστημάτων και τα social media.

Κάθε φορά που ο πάροχος ενός προγράμματος το οποίο μου είναι απαραίτητο μου στέλνει ένα άδολο μηνυματάκι περί αναβάθμισής του και «νέων όρων προστασίας απορρήτου», κάθε φορά που η υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προσθέτει λειτουργίες και δυνατότητες που η χρήση τους απαιτεί την «αποδοχή» μου, το δικό μου «ναι» ή «όχι» στους όρους που κατά κανόνα δεν διαβάζω δεν είναι μια πράξη δημοκρατίας στον κυβερνοχώρο, αλλά μια κίνηση συνενοχής. Παρ’ ότι η ψηφιακή τεχνολογία προκαλεί μια έκρηξη νέας κοινωνικότητας, μας οδηγεί ταυτόχρονα σε μια τρομακτική αύξηση της ιδιώτευσης. Και -σχιζοειδώς αντιφατικό αυτό- παρ’ ότι στο νέο σύμπαν της ψηφιακής κοινωνικότητας ιδιωτεύουμε περισσότερο από ποτέ, ο χώρος της προστατευμένης ιδιωτικότητας εξαφανίζεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Μας βλέπουν και μας ακούνε, χωρίς να τους βλέπουμε και να τους ακούμε.

Το παράδοξο είναι πως αυτή η δικτατορία της παρακολούθησης δεν φαίνεται να ενοχλεί τους περισσότερους. Ίσα ίσα που σε ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αναπτύσσεται μια κουλτούρα εθελοδουλείας και αυτο-έκθεσης, ένας αυτοπαθής ναρκισσισμός που ουδεμία σχέση έχει, φυσικά, με την παρρησία της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας (δικαίωμα και υποχρέωση της δημόσιας γνώμης). «Εγώ με την καινούργια γκόμενα φιλιόμαστε», «Είμαστε στα Starbucks και πίνουμε καφέ», «Σας αρέσουν αυτές οι γόβες; Τις παίρνω;». Η φωτογραφία, το σχόλιο και το κυνήγι των likes στις ιστοσελίδες «κοινωνικής δικτύωσης», όπου ένα παράξενο πλήθος δημοσιοποιεί κάθε εκδήλωση της ασημαντότητάς του, αναμένοντας την επιδοκιμασία από εκατοντάδες ή χιλιάδες «φίλους», είναι πρωτίστως ένας μηχανισμός συναινετικής παρακολούθησης, διαμόρφωσης κοινωνικού, οικονομικού και τελικά καταναλωτικού προφίλ για κάθε χρήστη τους, η ιστοσελίδα του οποίου πλημμυρίζει από στοχευμένα διαφημιστικά «μπανεράκια».

Φυσικά, τα social media, το Διαδίκτυο, οι τηλεπικοινωνίες δεν είναι μόνο «Μεγάλος Αδελφός». Δεν τα δαιμονοποιώ λόγω προσωπικής τεχνολογικής καθυστέρησης, ημιαναλφαβητισμού και καχυποψίας. Όλα είναι ταυτόχρονα δεσμοί κοινωνικοποίησης, δίαυλοι διαλόγου, δημόσιας γνώμης, ζύμωσης. Αλλά είναι πρωτίστως μια αγορά, μια τεράστια αγορά πληροφοριών για τις τάσεις, τις προτιμήσεις, τα γούστα, τις ιδιοτροπίες, τα μυστικά και τα ψέματα του ατόμου και του πλήθους. Η συλλογή και αξιοποίηση αυτών των πληροφοριών είναι το κίνητρο όλων αυτών που επενδύουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια κάθε χρόνο στην ανάπτυξη της τεχνολογίας της επικοινωνίας. Η παρακολούθηση, η καταγραφή και η επεξεργασία αυτών των σημαντικών ή ασήμαντων πληροφοριών για καθέναν από μας είναι πυρήνας και όρος ύπαρξης της παγκόσμιας ψηφιακής μηχανής και αγοράς. Ειδάλλως δεν θα είχαν κανένα λόγο να ξοδεύουν έστω κι ένα ευρώ για να ικανοποιήσουν τις αδηφάγες επικοινωνιακές μας επιθυμίες πριν καν τις εκφράσουμε.

Κοντά στον βασιλικό ποτίζεται κι η γλάστρα. Όποιος υποκρίνεται ότι εκπλήσσεται από τις αποκαλύψεις για τις αμοιβαίες παρακολουθήσεις ΗΠΑ - Ευρώπης ακόμη και στο ανώτατο επίπεδο των ηγετών είναι ή βλαξ ή ύποπτος συνενοχής. Όταν οι τηλεπικοινωνιακές συνήθειες εμού του ασημαντότατου είναι τόσο σημαντικές για την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας ώστε να προσπαθεί καθημερινά και επίμονα να με αποσπάσει από τον ανταγωνιστή της, όταν το Χ social medium καταφέρνει να πέσει διάνα στο ποιοι χρήστες ή bloggers θα μ’ ενδιέφεραν να τους «ακολουθήσω» (η ιδεολογική και πολιτική ευστοχία τους με κάνει ν’ ανατριχιάζω), γιατί θα ήταν αδιάφορες οι τηλεφωνικές συνομιλίες της Μέρκελ για την αμερικανική NSA ή τη ρωσική FSB; Το έκαναν από την εποχή της Μάτα Χάρι, του Ράιλι και του Φίλμπι. Γιατί δεν θα το κάνουν τώρα που η τεχνολογία τους απαλλάσσει από τα ρίσκα των ανθρώπινων αδυναμιών;

Το σοβαρό και νέο -πέρα από τον γραφικό τζαμπαμαγκισμό του Πάγκαλου, που έκανε την εβδομαδιαία πλάκα του για να μείνει στο προσκήνιο του μηδενός- είναι ότι έχει επέλθει μια τεράστια τεχνολογική -και τελικά πολιτική, κοινωνική και οικονομική- αλλαγή στον μηχανισμό του «Μεγάλου Αδελφού». Η αμερικανική NSA μπορεί να παρακολουθεί τη Γερμανίδα Μέρκελ και τον Κινέζο Σι Τζινπίνγκ χρησιμοποιώντας και γερμανικής κατασκευής δορυφόρους ή κινεζικούς μικροεπεξεργαστές, αλλά αυτό είναι μόλις μια ελάχιστη ένδειξη της ώσμωσης που έχει επέλθει ανάμεσα στους ιδιωτικούς και τους κρατικούς «μηχανισμούς» παρακολούθησης. Το «παγκόσμιο ψηφιακό χωριό» είναι ένα τεράστιο σύμπλεγμα από ιδιωτικούς και κρατικούς δορυφόρους τηλεπικοινωνιών και μετάδοσης δεδομένων, κρατικές και ιδιωτικές υπηρεσίες παροχής ψηφιακών υπηρεσιών που λειτουργούν χωρίς στεγανά, με διαρκή συνέργεια, αλλά και ανταγωνισμό. Η δράση των μυστικών υπηρεσιών -είτε αναπτύσσεται με πρόσχημα την «εθνική» ασφάλεια, είτε την «κοινωνική»- στην πραγματικότητα είναι ένα απειροελάχιστο τμήμα αυτού του παγκόσμιου «νέφους» παρακολούθησης που αναπτύσσεται ερήμην μας, αλλά και με την ανυποψίαστη συναίνεσή μας. Κι είναι αδύνατη χωρίς τη συνεργασία των ιδιωτικών πυλώνων του που, κατά τα λοιπά, νοιάζονται απλώς για το καταναλωτικό μας προφίλ και τα όλο και λιγότερα λεφτά μας.

Μας βλέπουν και μας ακούνε ανά πάσα στιγμή. Ακόμη κι η τελεία που θα μπει στο τέλος αυτής της φράσης αυτού του κειμένου θα καταγραφεί. Δεν ξέρω σε τι θα τους φανεί χρήσιμη κάποτε. Ίσως είναι το τεκμήριο ενός στυγερού μου εγκλήματος κατά του κράτους, ίσως το σημείο στίξης που απλώς θα με κάνει post mortem διάσημο, όπως έκανε διάσημο τον Σαραμάγκου η γενική απέχθεια στις τελείες και στα άλλα σημεία στίξης. Ίσως είναι η τελεία που πρέπει να βάλουμε στην ανοχή και στην αμεριμνησία μας απέναντι σ’ όσους μας βλέπουν, μας ακούνε, μας καταγράφουν, μας φακελώνουν και μας καταστρέφουν.

  ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Αισθήματα έχω αδερφικά
για της ασφάλειας τα φτωχά λαγωνικά
που με χιόνια και βροχές
να με φυλάνε έχουν διαταγές.

Μικρόφωνα βάζουν για ν’ ακούν
όσα από το στόμα μου περνούν
τραγούδια και βρισιές κι αστεία
στον καμπινέ και στην τραπεζαρία.

Αδέρφια μου ασφαλίτες, εσείς μόνο
τον δικό μου ξέρετε τον πόνο.

Εσείς ξέρετε πως
η σκέψη μου είναι διαρκώς
τρυφερή και παθιασμένη
στον αγώνα αφιερωμένη.

Λόγια που αλλιώς θα ’χαν χαθεί
στα μαγνητόφωνά σας έχουνε γραφτεί.
Και για ύπνο όταν πάτε
τα τραγούδια μου ξέρω τραγουδάτε.

Ευχαριστώ γι αυτό πολύ
συνεργάτες μου πιστοί.

Βολφ Μπίρμαν, «Μπαλάντα για τους ασφαλίτες» (Μετάφραση Δημοσθένη Κούρτοβικ, για τον δίσκο του Θ. Μικρούτσικου, «Πολιτικά τραγούδια»