Sunday, November 30, 2008

Εγώ, εμείς και οι άλλοι (29/11/2008)

Νόμιζα ότι ήμουν αρκετά αμετροεπής αλλεργικός του καπιταλισμού, αλλά εξελίσσομαι σ’ έναν συμβατικό και μάλλον μετριοπαθή επικριτή του. Οι ανταγωνιστές είναι πολλοί, βλέπετε, και ξετρυπώνουν από τις πιο ανύποπτες μεριές. Εγώ, για παράδειγμα, δεν θα τολμούσα ποτέ να αποκαλέσω ζώα τους τραπεζίτες. Το έκανε η Άνγκελα Μέρκελ και, υποθέτω, δεν είχε καθόλου κατά νου την αριστοτελική έννοια του ζώου στην οποία υπάγεται και ο δίπους άνθρωπος με την απλή προσθήκη του προσδιορισμού «πολιτικός». Η Μέρκελ εννοούσε ζώα με την έννοια του βασικού ενστίκτου που περιλαμβάνει την αδηφαγία, την απληστία, τον ζωώδη (τι άλλο;) ατομισμό αλλά και την αγελαία συμπεριφορά. Την έλλειψη ηθικών φραγμών και ένα φιλοσοφικό σύμπαν που εξαντλείται στις οχλήσεις της γαστρός και του μαλακού υπαγαστρίου τους. Η κοινωνικότητα των ζώων, ως γνωστόν, εξαντλείται στην επιβίωση και την αναπαραγωγή κάθε είδους. Όλα τ’ άλλα δεν έχουν καμιά σημασία γι’ αυτά και απλώς είναι η οικονομία της φύσης που παρεμβάλλεται για να εξασφαλίσει ότι εκτός από τους ελέφαντες, τα λιοντάρια ή τους κροκόδειλους θα επιβιώσουν και τα μυρμήγκια, οι γαζέλες και τα βατράχια. Αυτό τον μηχανισμό διόρθωσης που διαθέτει η φύση τον αγνοούσαν οι δεινόσαυροι και, ως γνωστόν, την πάτησαν.

Εξ ίσου αμήχανο με την αθυροστομία της κ. Μέρκελ με αφήνει η ηθικοπλαστική τόλμη του κ. Καραμανλή. Διότι στην ομιλία του στο συνέδριο του ελληνοαμερικανικού επιμελητηρίου δεν περιορίστηκε σε απλές παραινέσεις προς τον επιχειρηματικό κόσμο, και δη τους τραπεζίτες, αλλά επέφερε μια πραγματική φιλοσοφική ανατροπή, μια ρήξη με την οικονομική κουλτούρα αιώνων, αν όχι και χιλιετιών. «Να αρθούμε από το επίπεδο του εγώ στο επίπεδο του εμείς», είπε ο ποιητής. Θαυμάσια! Αλλά χρειάζονται μερικές διευκρινίσεις.

Καταρχάς, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ποιος είναι ποιος. Ποιος είναι «εγώ», ποιοι είμαστε «εμείς», ποιοι είσαστε «εσείς» και ποιοι είναι οι «άλλοι». Διότι γενικώς όλοι δικοί μας είμαστε, αλλά, αν έχω καταλάβει καλά, μέχρι τώρα επιβραβευόταν μόνο το «εγώ». Το «εμείς» ήταν μια παρεπόμενη και καθόλου εγγυημένη επενέργεια επιτυχιών της ατομικότητας. Ο σώζων εαυτόν σωθείτω. Καθένας για την πάρτη του. Ή, για να το πούμε πιο λογίως, ανταγωνιστικότητα, αξιοκρατία, αριστοκρατία, κερδοκρατία. Το κράτος δαιμονοποιήθηκε ως μια στρεβλή, δαιμονική, διαφθαρμένη, σπάταλη και αντιπαραγωγική έκφραση του «εμείς» που συνθλίβει την ατομικότητα και εμποδίζει την ανάπτυξη του κοινωνικού πλούτου. Μαζί του συνθλίφτηκαν σχεδόν όλες οι συλλογικότητες ως ένοχες της παραγωγικής στασιμότητας ή και της υπανάπτυξης. Όλη η κοινωνική πυραμίδα διατρέχεται πλέον οριζοντίως και καθέτως από διαγκωνισμούς για την πρωτιά, από μια ανελέητη προσπάθεια κάθε «εγώ» να αποκλείσει τον «άλλο». Οι μαθητές είναι κυνηγοί του «άριστα». Οι ενημερωτές είναι ανταγωνιστές των μετρήσεων. Οι πολιτικοί τυχοδιώκτες κυνηγούν το σταυρό. Οι μάνατζερ αλληλοφθονούνται για τις αμοιβές τους και τα μπόνους τους. Οι επιχειρήσεις κυνηγούν τα μερίδια αγοράς. Οι αθλητές υπάρχουν μόνον για τις τρεις θέσεις του βάθρου. Οι μητροπόλεις ανταγωνίζονται για τους ψηλότερους ουρανοξύστες. Οι αναπτυγμένες χώρες ματώνουν για να ελέγξουν τις αγορές και λιποθυμούν αν ο ρυθμός ανάπτυξής τους περιοριστεί κάτω από το 1%. Το νεοφιλελεύθερο δόγμα, τελικώς, μεταμόρφωσε την ανθρωπότητα σε κοινωνίες της επίδοσης, αποθέωσε την ατομικότητα, δαιμονοποίησε κάθε μορφής συλλογικότητα και θεοποίησε το «εγώ» ως την αποκλειστική πηγή πλούτου και ευημερίας.

Τι μεσολάβησε, λοιπόν, και ο κ. Καραμανλής, η κ. Μέρκελ, ο κ. Σαρκοζί κι όλη η φιλελεύθερη «Διεθνής» αποφάσισαν να αποκολληθούν από την κουλτούρα του εγώ και φιλοδοξούν περίπου να ξαναγράψουν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, να ξαναφέρουν στη ζωή τις απονεκρωμένες από τον φιλελεύθερο μονόλογο αξίες της αλληλεγγύης και της συλλογικότητας; Μεσολάβησαν τα γνωστά. Η κρίση, η ύφεση, οι μικρές και μεγάλες καταστροφές που συντελούνται στο πεδίο του αναρχοδυναμικού καπιταλισμού και περιορίζουν ασφυκτικά τα περιθώρια για ατομικές επιδόσεις, για πληθωρικές επιβεβαιώσεις του «εγώ» δια του πλούτου, της ισχύος, της εξουσίας.

Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι η οικονομική βύθιση που επιφυλάσσει για τις κοινωνίες της επίδοσης η διετής- κατά το μετριοπαθές σενάριο- ύφεση επιβάλλει πράγματι δράσεις συλλογικές, δίνει ένα προβάδισμα στο «εμείς» για να αποφευχθούν τουλάχιστον ολοκληρωτικές καταστροφές: πτώχευση της χώρας, για παράδειγμα, μαζική φτώχεια και ανεργία, διάλυση και των τελευταίων ιχνών κοινωνικής προστασίας. Αν πρέπει να σώσουμε ο καθένας μας το τομάρι του και όλοι μαζί το κατά συνθήκην κοινό μας σπίτι, προφανώς πρέπει να συνυπάρξουμε στην προσπάθεια. Αλλά αυτό προϋποθέτει μια στοιχειώδη ενότητα συμφερόντων, μια συνεργασία τάξεων και στρωμάτων. Αυτήν που υπονοεί ο κ. Καραμανλής επικαλούμενος το «εμείς». Εδώ θα μπορούσε να γίνει το σχόλιο: Φτού! Ατυχία! Πάνω που η πάλη των τάξεων θα ανήστατο εκ νεκρών πάλι πρέπει να την ξαναθάψουμε πάλι. Αλλά δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα.

Διότι το «εμείς» δεν υφίσταται, τουλάχιστον ανάμεσα στα άκρα της κοινωνικής πυραμίδας. Το αντίθετο. Η κρίση αποκάλυψε με δραματικό τρόπο τις από καιρό ξεχασμένες αντιθέσεις. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια άνθρωποι υπεράνω αντικαπιταλιστικής υποψίας ανακαλύπτουν ότι υπάρχει άμεση συνάρτηση ανάμεσα στη μιζέρια τους, την οικονομική περιθωριοποίησή τους, τον κοινωνικό τους αποκλεισμό και τον πλούτο που λίμναζε αμέριμνα στα χαρτοφυλάκια και στον πολυτελή βίο της οικονομικής ελίτ. Για πρώτη φορά μετά τόσο καιρό ανακαλύπτεται η συνενοχή ανάμεσα στον κερδοσκοπικό τυχοδιωκτισμό του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την βίαιη επιστροφή του οικονομικού κύκλου με τη μορφή των κράχ, της εξάτμισης περιουσιών και εισοδημάτων, της ύφεσης και της εισβολής της απόλυτης φτώχειας. Για πρώτη φορά μετά πολλά έτη ο περίφημος μεσαίος χώρος, τα στρώματα που απολάμβαναν θραύσματα ευημερίας, μαύρου χρήματος και παραοικονομίας ανακαλύπτουν ότι τίποτε από αυτά δεν ήταν εγγυημένο και ότι η πυραμίδα της επιτυχίας εκτός από άνοδο έχει και κάθοδο. Και για πρώτη φορά αυτά τα πράγματα- μέχρι πρότινος ρητορική των λεγόμενων πολιτικών άκρων- μπαίνουν στον λόγο της επίσημης πολιτικής που λεηλατεί άτσαλα ξεχασμένα συνθήματα της αριστεράς ή απλώς τη λαϊκή θυμοσοφία κατά του πλούτου και των πλουσίων.

Ως εκ τούτου, η πρωθυπουργική επίκληση στο «εμείς» μένει μετέωρη. Θα είχε κάποια ελάχιστη αξιοπιστία αν έθετε στο επίκεντρο το θέμα της διανομής του κοινωνικού πλούτου, του πλεονάσματος που προέκυπτε από τον υποτιθέμενο αναπτυξιακό πρωταθλητισμό της χώρας εδώ και μια δεκαετία. Αλλά εδώ τίθεται στο επίκεντρο ακριβώς το αντίθετο. Η κατανομή των ζημιών από την επερχόμενη βύθιση. Έχουμε και λέμε λοιπόν: στην άνοδο διαγκωνισμός, κανιβαλισμός, αποκλεισμός. Στην πτώση αλληλεγγύη, ενότητα, συνεργασία των τάξεων. Μπορούμε να το πούμε κι αλλιώς: Στον αγώνα ενωμένοι και στη μάσα χωριστά. Αυτό εννοούσε ο κ. Καραμανλής;

Μπορεί και όχι. Δεν τον έχω για τόσο αφελή ώστε να πιστεύει ότι τα κατ’ εξοχήν θύματα της κρίσης θα σπεύσουμε- παρορμώμενοι από κάποιου είδους οικονομικό πατριωτισμό, ή κάποιο βλακώδη αλτρουισμό προς τους συνενόχους της κρίσης- να εκχωρήσουμε τον εγωισμό μας, τον ατομισμό μας στο φιλανθρωπικό ταμείο των τραπεζών. Ίσως, λοιπόν, το «εμείς» απευθυνόταν στο κόμμα του ή τελικά στην τάξη του (ιθύνουσα εδώ και δεκαετίες, αλλά ανυπόφορα ανεπαρκή ακόμη και στον «εθνικό» της ρόλο). Την τάξη που εκπροσωπεί γνήσια αλλά ανεπιτυχώς, όπως αποδεικνύει η δυσκολία να πείσει τους τραπεζίτες να πάρουν χωρίς γκρίνιες και κόνγξες ακόμη και αυτά που τους χαρίζει.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (29/11/2008)

…Το σύγχρονο άτομο, διαποτισμένο από τις αξίες και το βαθύτερο ήθος της αγοράς, αποδύεται σε έναν τραχύ αγώνα για την επικράτηση, που είναι αγώνας για την επιβίωση, όπου οι κατηγορίες του κεφαλαίου ως ψυχικού μηχανισμού έχουν αποθέσει μέσα του ποικιλοβάθμως το αποτύπωμά τους: ιδεολογία της συσσώρευσης, κερδοφροσύνη, απληστία, φιλοκτησία, σκληρότητα έως αναλγησία, σε συνθήκη ανελέητου ανταγωνισμού που δεν αφήνει περιθώρια για ανθρώπινα αισθήματα, εσωτερικότερες εστίες σημασίας και αλληλοπιστία, και όπου σήμερα ισχύει το αμερικανικό «σύνθημα», που συνιστά άτυπη παιδαγωγική αρχή με την οποία γαλουχούνται οι αμερικανόπαιδες και που διαχέεται παγκοσμίως, ότι δηλαδή «στη ζωή κερδίζει κανείς επιτιθέμενος- και ουαί τοις ηττημένοις.
Γιάννη Μ. Καλιόρη, «Η κοινωνία της ορθοπεταλιάς»

Sunday, November 23, 2008

Η δικαιοσύνη του σκύλου (22/11/2008)

«Ο οικοδεσπότης του κ. Κ. είχε ένα σκύλο που παρουσιάστηκε μια μέρα με σκυμμένο κεφάλι, σαν ένοχος. Κάτι έχει κάνει, πρέπει αμέσως να του μιλήσετε με αυστηρότητα και πικρία, είπε ο κ. Κ. Ναι, μα δεν ξέρω τι έχει κάνει, δικαιολογήθηκε ο οικοδεσπότης. Αυτό δεν μπορεί να το ξέρει ο σκύλος, επέμεινε ο κ. Κ., πρέπει να εκφράσετε αμέσως τη δυσαρέσκειά σας αλλιώς θα πληγωθεί το αίσθημα δικαιοσύνης του».

Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Οι ιστορίες του κ. Κόυνερ»

Τι να κάνει κι ο σκύλος; Το περί δικαίου αίσθημα με το οποίο γεννιέται είναι απλό, απλούστατο. Πρέπει να φάει, να πιει, να αναπαραχθεί, να επιβιώσει με κάθε τρόπο. Erga omnes. Αυτό είναι το πρωτογενές δικαίωμά του, που απορρέει από την ίδια του την ύπαρξη. Το δευτερογενές, αυτό που παρήγαγε η κοινωνικοποίησή του ως κατοικίδιου, λέει ότι όλα αυτά τα αυτονόητα δεν εξαρτώνται από τη δική του βούληση, αλλά από τη βούληση του αφεντικού του. Άρα, η δικαιοσύνη του σκύλου είναι η δικαιοσύνη του αφεντικού του. Δικαιοσύνη θετική, αλλά κυρίως αποθετική. Με πολλά «όχι» και «απαγορεύεται». Ο αφέντης του σκύλου καθορίζει το χώρο της ελευθερίας του, το πόσο επιτρέπεται να φάει και να πιει, το αν και πότε θα ικανοποιήσει τις γενετήσιες ορμές του, το πότε θα δείξει τα δόντια του στους εχθρούς. Του αφέντη, φυσικά, όχι τους δικούς του. Εν ολίγοις, ο σκύλος γεννιέται εξ ορισμού ένοχος, ύποπτος εγκλήματος, υπόλογος μιας παραβίασης της ανθρώπινης δικαιοσύνης. Γι’ αυτό και ο χώρος της ελευθερίας του είναι στην ουσία μια προληπτική φυλακή, αυτή που ορίζεται από το μήκος της αλυσίδας που είναι δεμένη γύρω από το λαιμό του.

Στη θέση του σκύλου είμαστε λίγο πολύ όλοι. Απολαμβάνουμε μιαν ελευθερία ανάπηρη, προσδιορισμένη από χιλιάδες απαγορεύεται κι αποτροπές. Είμαστε όλοι ύποπτοι παραβίασης κανόνων που καθορίζονται από σχέσεις εξουσίας, ισχύος και υποταγής. Η δικαιοσύνη του σκύλου είναι η δικαιοσύνη μας. Καθορίζεται όχι από τις ελευθερίες και τα δικαιώματα που ασκούμε, αλλά απ’ αυτά από τα οποία παραιτούμαστε. Το δίκαιο, εδώ και χιλιάδες χρόνια, είναι μια σειρά από «όχι». Τα δέκα «ου» του μωσαϊκού νόμου, τα δεκάδες «μη» της Καινής Διαθήκης, τις εκατοντάδες απειλές τιμωρίας του Κορανίου, τα χιλιάδες «απαγορεύεται» των σύγχρονων ποινικών δικαίων. Δεν υπάρχει ανθρώπινη εκδήλωση και συμπεριφορά που να μην έχει ποινικοποιηθεί. Αλλά η ποινικοποίηση αφορά την μικροκλίμακα των ανθρώπινων σχέσεων. Στη μεγάλη κλίμακα, στο επίπεδο του κοινωνικού ή του γεωπολιτικού πολέμου, οι απαγορεύσεις κάμπτονται, γίνονται παιχνίδι εξουσίας και κύρους, διπλωματία, όπλα, ιμπεριαλισμός. Κλέβεις από μια τράπεζα 50.000 ευρώ και πριν χαρείς το πρώτο χιλιάρικο έχει βρεθεί πίσω από τα σίδερα. Την ίδια ώρα το χρηματοπιστωτικό σύστημα όλου του πολιτισμένου κόσμου ελέγχεται για τη λεηλασία τρισεκατομμυρίων ευρώ ή δολαρίων, αλλά ουδείς διανοείται να ξεστομίσει κάτι περισσότερο από ηθικές απαξιώσεις για την απληστία των μάνατζερ, ουδείς τολμά να προφέρει τη λέξη κλοπή. Σκοτώνεις τον ερωτικό σου αντίζηλο, σε μια στιγμή παραφοράς, κι έχεις εξασφαλίσει ισόβια- σε κάποιες χώρες και τον θάνατο. Αλλά την ίδια ώρα ένα αμερικανικό F16 αφοδεύει τις βόμβες του και αφανίζει τους αμάχους ενός ολόκληρου αφγανικού χωριού και κανείς δεν διανοείται να ξεστομίσει έστω τη φράση «έγκλημα πολέμου». Η δικαιοσύνη του σκύλου αφορά μόνο τον σκύλο, όχι τον αφέντη του.

Γνωστά και χιλιοειπωμένα αυτά, αλλά απέκτησαν μια καινούργια διάσταση τις τρεις εβδομάδες που οι κρατούμενοι των ελληνικών φυλακών μας θύμισαν την ύπαρξή τους. Ή την ανυπαρξία τους, για να είμαστε ακριβείς. Επέστρεψαν στο συσσίτιο, βέβαια, έχουν στο πενιχρό χαρτοφυλάκιο της ζωής τους μια μικρή ηθική νίκη, αλλά το άγος του σωφρονιστικού συστήματος παραμένει εκεί, κουφάρι της συλλογικής μας υποκρισίας, που παλινωδεί ανάμεσα στον φιλανθρωπικό οίκτο και τη διαρκή πίεση για ασφάλεια, όλο και περισσότερη ασφάλεια. Υπερεκτιμημένο και υψηλού κόστους αγαθό, όταν τα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά της ζωής και της ιδιοκτησίας πραγματοποιούνται από τους υποτιθέμενους εγγυητές της ασφάλειας. Η ύφεση, αυτό το ενδογενές καρκίνωμα του οικονομικού μας πολιτισμού, θα αφήσει πίσω της περισσότερα πτώματα, θα αφανίσει περισσότερες περιουσίες και αγαθά απ’ όσα θα μπορούσε ένας παγκόσμιος στρατός εγκληματιών, φονιάδων, κατσαπλιάδων, ανεξέλεγκτων τζάνκι, μαφιόζων, διαρρηκτών και εξοργισμένων φτωχοδιάβολων. Κι αυτό, χωρίς να υπολογίζει κανείς το ενδεχόμενο μιας ακραίας της εκτόνωσης σε έναν διεθνή ή πολλούς περιφερειακούς πολέμους. Και η κρίση έχει πολλούς αυτουργούς, φυσικούς και ηθικούς, που δεν πρόκειται να προσαχθούν στη δικαιοσύνη ή να διαβούν το κατώφλι της φυλακής.

Αλλά, της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες, είναι όμως κυρίως για τους κιοτήδες. Οι έγκλειστοι υπάρχουν υπέρ ημών, των ελεύθερων. Όχι μόνο γιατί υπογραμμίζουν την ψευδαίσθηση ελευθερίας που απολαμβάνουμε, αλλά και γιατί πληρώνουν το τίμημα της κάθε αποκοτιάς τους με ένα δείγμα ζωής, μια υποτυπώδη επιβίωση. Η τιμωρία που τους επιβάλλει η οργανωμένη κοινωνία δεν αρκείται στη στέρηση της ελευθερίας, αλλά επεκτείνεται σε ένα βάναυσο υποβιβασμό της ανθρωπιάς τους, αυτής που υποτίθεται ότι πρέπει να αποκατασταθεί εντός του σωφρονιστικού καταστήματος. Ακριβώς όπως στην περίπτωση της δικαιοσύνης του σκύλου: αλυσίδα κοντή και σφιχτή, λίγα τετραγωνικά μέτρα κίνησης, φαγητό μετρημένο, ανάγκες ικανοποιούμενες σε δόσεις ελάχιστες και οργή που εκτονώνεται εντός των τειχών, σε κατασκευασμένους εχθρούς.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερα επιχειρήματα για να αποδείξει κανείς ότι το σωφρονιστικό σύστημα είναι αναποτελεσματικό. Αλλά αναδεικνύεται διπλά ακριβό και αναποτελεσματικό σε μια συγκυρία που το κοινό περί δικαίου αίσθημα δέχεται αλλεπάλληλα πλήγματα. Αν ο στόχος της φυλακής είναι ο σωφρονισμός, ποια είναι τα κριτήριά του, ποιοι σώφρονες ταγοί της κοινωνίας είναι το μέτρο της σωφροσύνης; Οι χρυσοκάνθαροι που λεηλατούν τον κοινωνικό πλούτο; Οι υπουργοί που κάνουν πρωταθλητισμό στο real estate; Οι μοναχοί του κραδαίνουν τα σουλτανικά φιρμάνια διεκδικώντας τη μισή ελληνική επικράτεια; Οι εθνοπατέρες που διαγκωνίζονται για τις σχέσεις τους με το «επιχειρηματικό» παρακράτος των σκυλάδικων και των ροζ μπαλέτων; Οι ελαφροχέρηδες του χρηματιστηριακού εγκλήματος του 1999 που απολαμβάνουν ελεύθεροι τον πλούτο που άρπαξαν σε ελάχιστους μήνες; Οι «σελέμπριτι» της πολιτικής, της επιχειρηματικότητας και της δημοσιογραφίας που δεν λένε ούτε καλημέρα χωρίς να αλληλο-ηχογραφούνται, να βιντεσκοπούνται και να εκβιάζονται; Οι «κουμπάροι» της γαλακτοβιομηχανίας, οι εφευρέτες των δομημένων ομολόγων, οι εμπνευστές των υποκλοπών, οι απαγωγείς των Πακιστανών, οι οικοδεσπότες των μυστικών φυλακών της CIA, οι βασανιστές του Γκουαντάναμο, οι «ειρηνευτές» του Ιράκ και του Αφγανιστάν;

Μακρά, ατέλειωτη η λίστα της σωφροσύνης των σωφρονιστών. Και επαρκής για να δημιουργήσει ρήγματα στις βεβαιότητες της σιωπηράς πλειοψηφίας ότι «οι κακοί είναι στις φυλακές», άρα οι καλοί έξω απ’ αυτές. Όπως και στην περίπτωση του σκύλου, ο ίδιος ξέρει τι κακό έχει κάνει, αλλά πώς θα αντιδράσει αν τ’ αφεντικό του κάνει πολλαπλάσια και ατιμωρητί; Μπορεί και να δαγκώσει.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (22/11/2008)

Ο κατάδικος διψάει για το χρήμα πυρετικά, μέχρι συσκοτισμού της σκέψης κι αν το πετάει σαν κουρέλι όταν γλεντάει, είναι για να αποκτήσει κάτι που το θεωρεί ανώτερο κι απ’ τα λεφτά. Ποιο είναι λοιπόν αυτό το ανώτερο κι απ’ τα λεφτά για έναν κατάδικο; Η λευτεριά, ή έστω και κάποια ελπίδα λευτεριάς. Οι κατάδικοι είναι μεγάλοι ονειροπόλοι. Γι ‘αυτό θα πω μερικά πράγματα αργότερα, μα μια και το ‘φερε η κουβέντα λέω τούτο: θα το πιστέψει άραγε κανείς πως είδα εξόριστους με εικοσάχρονη ποινή, που μου λέγανε με τη μεγαλύτερη ψυχραιμία τέτοιες, να πούμε, φράσεις; «Όμως περίμενε, όταν με το θέλημα του Θεού τελειώσω τα χρόνια μου, τότε…» Όλο κι όλο που σημαίνει η λέξη κατάδικος είναι τούτο: πρόκειται για έναν άνθρωπο που δεν έχει δικιά του θέληση. Μα ξοδεύοντας τα λεφτά του κάνει αυτό που θέλει. Παρά τα στίγματα, τις αλυσίδες, τους μισητούς πασσάλους του κάτεργου που του κλείνουν τον κόσμο του Θεού και τον περιορίζουν σαν θεριό σ’ ένα κλουβί, μπορεί να βρει ρακί, δηλαδή μια τρομερά απαγορευμένη απόλαυση, να πιει «κλουμπνίτσκα», ακόμη και να δωροδοκήσει μερικές φορές τους άμεσους επιτηρητές του, τους ανάπηρους και τον υπαξιωματικό ακόμα, που θα κάνουν τα στραβά μάτια όταν αυτός θα παραβιάσει τους κανονισμούς και την πειθαρχία.

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, "Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων"

Monday, November 17, 2008

Η στιγμή της απείθειας (15/11/2008)

Έχω συνηθίσει πλέον να ανακαλύπτω την Αμερική τελευταίος και καταϊδρωμένος. Τελευταία μου ανακάλυψη, το ριάλιτι σόου «Η στιγμή της αλήθειας». Παρ’ ότι δεν έχω δει πλήρες επεισόδιο, με τα λίγα που είδα, έπαθα το σοκ που υποθέτω ότι θα έπαθε ο μέσος τηλεθεατής. Που, ωστόσο, δεν αποφεύγει τον πειρασμό να στήσει αυτί στα μυστικά και ψέματα της μέσης ελληνικής οικογένειας. Τα μυστικά αυτά καθεαυτά δεν με σοκάρουν: η ερωτική απάτη, τα σεξουαλικά τρίγωνα και τετράγωνα, ο φθόνος για τα αποκτήματα του άλλου, ακόμη και οι αιμομικτικές φαντασιώσεις γεννήθηκαν μαζί με το είδος μας, χωρίς να συνοδεύονται από το παραμικρό ίχνος ηθικής απαξίωσης. Η απαξίωση ήρθε σε δεύτερο χρόνο, μαζί με την οικογένεια, τη θρησκεία, την πατρίδα και φυσικά την ιδιοκτησία, χιλιάδες χρόνια πριν τα ανακαλύψουν ο κ. Άδωνις Γεωργιάδης και οι ομοϊδεάτες του.

Δεν με σοκάρει επίσης το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι πρόθυμοι να εκτεθούν με την αλήθεια και το ψέμα τους για μερικές χιλιάδες ευρώ. Αρκετοί από εμάς αποκαλύπτουν παρόμοιες αλήθειες στο ντιβάνι του ψυχιάτρου ή του ψυχαναλυτή, και πληρώνουν κιόλας. Εκατό έως εκατόν πενήντα ευρώ για κάθε ψυχαναγκαστικό στριπτίζ 45 λεπτών. Εδώ τουλάχιστον πληρώνονται. Είναι αρκετά πιο συμφέρουσα κατάσταση. Αφήστε που είναι ελεγχόμενη. Διότι, προφανώς, η αγία οικογένεια που προσέρχεται στο στούντιο για να γίνει ρόμπα, ανοίγοντας τα φύλλα της καρδιάς της, έχει τη δυνατότητα να σταθμίσει τις συνέπειες κάθε αλήθειας και κάθε ψεύδους στις εσωτερικές της σχέσεις και να υπολογίσει με ποιο αντίτιμο μπορεί να τις υποστεί.

Κατά κάποιο τρόπο, λοιπόν, διαμορφώνεται ένας τιμοκατάλογος αμαρτίας, αντίστροφος απ’ αυτόν που προβλέπει το ποινολόγιο της εκκλησίας ή της κοινωνίας. Προϊόντος του χρόνου, όταν το ριάλιτι θα έχει κλείσει ένα κύκλο εκπομπών, θα μπορούμε να έχουμε μια σαφή εικόνα του τιμοκαταλόγου της αγίας οικογένειας: π.χ. Πόσο πάει η ενδογαμική φαντασίωση; 20.000 ευρώ. Πόσο τιμάται το κέρατο; 30.000 ευρώ. Πόσο κοστολογείται το εξώγαμο; Πάνω από 50.000 ευρώ. Πόσο κοστίζει η μοιχεία με τον κουνιάδο, τον μπατζανάκη, την κουμπάρα, την ξαδέλφη, τη νονά, τον βαφτισιμιό σου; 70.000 ευρώ. Έτσι, θα διαμορφωθεί ένας πλήρης τιμολοκατάλογος των ιερών και οσίων της φυλής και της πίστης, για να αποδειχθεί ότι στον εμπορευματικό μας πολιτισμό όλα έχουν την τιμή τους, ακόμη και ο κατάλογος των αμαρτημάτων της Παλαιάς ή και της Καινής Διαθήκης. «Ου μοιχεύσεις… Ουκ επιθυμήσεις πάντα όσα των πλησίον σου εστί…» και ούτω καθεξής. Θα είναι τουλάχιστον μια κατάσταση πολύ πιο συμφέρουσα από αυτήν που διαμόρφωσε το προπατορικό αμάρτημα, σύμφωνα με το οποίο οι πρωτόπλαστοι έχασαν τον Παράδεισο για ένα μήλο (Μα, για ένα μήλο; Ληστεία!).

Πάντως, με τα εγκλήματα ερωτικής πίστης και απιστίας τα πράγματα είναι μάλλον ανώδυνα, καθώς κανείς δεν μπορεί να τιμωρηθεί απλώς για την επιθυμία, ενώ ακόμη κι αν από την επιθυμία έχει περάσει κανείς στην πράξη, το τίμημα μπορεί να είναι το πολύ ένα διαζύγιο, ένας καβγάς, κάνα-δυο χαστούκια. Κι έπειτα, έρχονται τα φράγκα και ζεσταίνουν τις καρδιές όλων.

Τα πράγματα γίνονται πιο σύνθετα με τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας που, αν και είναι τόσο αρχαία όσο και ο Μωσαϊκός Νόμος, ο οικονομικός μας πολιτισμός τούς έχει δώσει άλλη βαρύτητα. «Η στιγμή της αλήθειας» θα εξελισσόταν στο απόλυτο ριάλιτι σόου αν, αντί για τα εντελώς φυσιολογικά και αναπόφευκτα σκιρτήματα του μαλακού υπογαστρίου μας, έφερνε στο επίκεντρο τα μικρά και μεγάλα εγκλήματα της ιδιοκτησίας, κατά της ιδιοκτησίας και για την ιδιοκτησία.

Η πιο γαργαλιστική μου φαντασίωση, λοιπόν, είναι ένας τραπεζίτης (όχι ένας συγκεκριμένος, αλλά ο μέσος, ιδεατός τραπεζίτης) που έρχεται στο σόου με όλα τα αποθέματα απληστίας και κυνισμού, κάθεται αναπαυτικά στην καρέκλα του ανακρινόμενου, συνδέεται με τον ανιχνευτή ψεύδους κι ενώ το βλέμμα του διασταυρώνεται μ’ αυτά του μέσου μικροκαταθέτη, του κατόχου πιστωτικής κάρτας, του δανειολήπτη, του επιχειρηματία και του εκπροσώπου του κράτους, θα δέχεται τα σκληρά ερωτήματα της παρουσιάστριας (εννοείται ότι η κ. Μανωλίδου δεν είναι κατάλληλη γι’ αυτή την εκδοχή του σόου). Η ροή των ερωταπαντήσεων μπορεί να είναι περίπου η εξής: «Έχεις κατασχέσει ακίνητο πολύτεκνης οικογένειας για δόση 200 ευρώ;» (Μεσολαβούν μερικά δευτερόλεπτα αναμονής, με το σχετικό μουσικό σασπένς). «Ναι». «Θεωρείς όλους τους πελάτες σου μπαταχτσήδες;», «Ναι». «Πιστεύεις ότι τα πανωτόκια που εισέπραττες για δεκαετίες ήταν δώρο Θεού;», «Ναι». «Είναι αλήθεια ότι δανείζεις με πενταπλάσιο τόκο απ’ ό,τι δανείζεσαι;», «Ναι». «Είναι αλήθεια ότι την τελευταία εικοσαετία δεν πέρασε χρονιά που να μην είχες κέρδη τουλάχιστον 40%;», «Ναι». «Στοιχηματίζεις σε παράγωγα ακόμη και πάνω στην πτώση της μετοχής σου; Λεηλατείς ακόμη και το ταμείο σου;», «Ναι». «Πιστεύεις ότι τα 500.000 ευρώ αμοιβή που παίρνεις το χρόνο, συν τα μπόνους και τα stock options, είναι λίγα γι’ αυτά που προσφέρεις;», «Ναι». «Νομίζεις ότι είναι καθαρή ληστεία μια αύξηση 4% στους μισθούς των τραπεζοϋπαλλήλων;», «Ναι». «Θα ήθελες να απολύσεις εδώ και τώρα το 30% των υπαλλήλων σου;», «Ναι». «Πιστεύεις ότι χωρίς το δημόσιο χρέος και τα ομόλογα του Δημοσίου δεν θα υπήρχε τραπεζικό σύστημα;», «Ναι». «Έχεις εξαγοράσει κρατικό λειτουργό, κυβερνητικό αξιωματούχο, ελεγκτή της εφορίας, εκπρόσωπο ανεξάρτητης Αρχής;». Εδώ τα δευτερόλεπτα της αναμονής είναι περισσότερα, το μουσικό σασπένς πιο έντονο, αλλά η απάντηση είναι και πάλι… «Ναι». Μεσολαβούν χειροκροτήματα από το κοινό, ενώ η παρουσιάστρια ανακοινώνει ότι ο τραπεζίτης με την αφοπλιστική του ειλικρίνεια έχει ήδη φτάσει το ποσό των 22 δισ. ευρώ, κι αν είναι εξίσου ειλικρινής στην τελευταία και πιο κρίσιμη ερώτηση, θα κάνει το κέρδος του 28 δισ. ευρώ (όσα και το πακέτο στήριξης που έκοψε κι έραψε στα μέτρα του η κυβέρνηση). «Νομίζεις ότι είσαι χρήσιμος στην κοινωνία, ότι χωρίς τη μεσολάβησή σου θα καταρρεύσει το σύμπαν;». «Ναι», απαντά ενθουσιασμένος ο τραπεζίτης, «οοοχ», ακούγεται η αντίδραση του κοινού, γιατί ο ανιχνευτής ψεύδους θεωρεί λανθασμένη την απάντηση, «λυπάμαι» είναι η λέξη που χρησιμοποιεί η παρουσιάστρια, «αλλά και τα 22 δισ. δεν είναι καθόλου άσχημα», συμπληρώνει. Μουσική, τίτλοι τέλους και χορηγοί.
Το πράγμα θα γινόταν ακόμη πιο ενδιαφέρον αν «η στιγμή της αλήθειας» με τον τραπεζίτη συμπληρωνόταν με ένα ακόμη ριάλιτι, στο οποίο ο παίκτης θα βρισκόταν στο αντίποδα του τραπεζίτη. Θα ήταν ο μικροκαταθέτης, ο δανειολήπτης ή απλώς ο μισθωτός που η μόνη του σχέση με την τράπεζα είναι το ΑΤΜ και ο λογαριασμός μισθοδοσίας του. Το concept το ίδιο, το σκηνικό επίσης, μόνο οι ερωτήσεις θα προσαρμόζονταν στο κοινό περί πιστωτικού δικαίου αίσθημα. Η ροή τους θα μπορούσε να είναι περίπου η εξής: «Θα ληστεύατε μια τράπεζα αν ξέρατε ότι δεν θα σας πιάσουν;», «Ναι». «Κάθε φορά που πληρώνετε τη δόση του δανείου ή της πιστωτικής σας νιώθετε ότι σας κλέβουν;», «Ναι». «Αισθάνεστε κάποια κρυφή χαρά όταν ακούτε ότι γκαζάκι κατέστρεψε ΑΤΜ;», «Ναι». «Θα επιστρέφατε στην τράπεζα τόκους που από ταμειακό λάθος σάς απέδωσε;», «Όχι». «Όταν σας έπαιρναν τα κορίτσια του call center και σας ενημέρωναν για δάνειο που σας έχει προεγκριθεί, θέλατε να τις διαολοστείλετε, αλλά συγκρατιόσασταν από ευγένεια;», «Ναι». «Είναι αλήθεια ότι αυτά τα τηλεφωνήματα έχουν πια κοπεί;», «Ναι». «Θα λυπόσασταν αν μαθαίνατε ότι η τράπεζά σας καταρρέει;», «Όχι». «Μήπως μόνο της χρωστάτε και δεν έχετε καμία κατάθεση;», «Ναι». «Είναι αλήθεια πως το αγαπημένο σας ρητό είναι το “δανεικά κι αγύριστα”;», «Ναι». «Θα συμμετείχατε σε μια κίνηση με άλλους δανειολήπτες ώστε να μην πληρώνετε το μέρος του επιτοκίου που θεωρείτε ληστρικό;», «Ναι». Η τελευταία κρίσιμη ερώτηση θα ήταν πανομοιότυπη με αυτήν προς τους τραπεζίτες: «Θεωρείτε χρήσιμους τους τραπεζίτες, πιστεύετε ότι οι κοινωνίες θα καταρρεύσουν χωρίς αυτούς». «Όχι», θα είναι η απάντηση, το κοινό θα ξεσπάει σε θυελλώδη χειροκροτήματα, τα μόνα σκυθρωπά πρόσωπα θα είναι αυτά του τραπεζίτη και του κρατικού αξιωματούχου (για τον πρώτο η κατήφεια είναι ευεξήγητη, ο δεύτερος θα έχει κι αυτός τους λόγους του) και η παρουσιάστρια θα είναι υποχρεωμένη να αποδώσει στον παίκτη το πλήρες έπαθλο που αντιστοιχεί σε απαλοιφή δανειακών χρεών συν άτοκο δάνειο 500.000 ευρώ εξοφλητέο σε 150 έτη. Α, ξέχασα να σας πω ότι η παραλλαγή του ριάλιτι δεν θα ονομάζεται «η στιγμή της αλήθειας», αλλά η «στιγμή της απείθειας». Της πιστωτικής απείθειας φυσικά.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (15/11/2008)

Κύριε τραπεζίτη
Σε παρακαλώ, κύριε, πόσα πράγματα σημαίνει το χρήμα;
Θα το ξανασκεφτείτε, κύριε;
Θα το κάνετε για μένα;
Δεν έχω σπίτι,
Δεν έχω αυτοκίνητο.
Ό,τι έχω, κύριε, είναι η κιθάρα μου,
Αλλά δεν μπορείτε την πάρετε, κύριε τραπεζίτη.
Θα είναι σαν να θάβετε τον πατέρα μου.
Κύριε τραπεζίτη, σε παρακαλώ.
Δεν θα ήμουν εδώ, πεσμένος στα γόνατα.
Αλλά, κύριε τραπεζίτη,
Σημαίνει τόσα πολλά για μένα.
Θα το ξανασκεφτείτε, κύριε;
Θα το κάνετε αυτό για μένα;

Σου είπα, κύριε,
Δεν έχω σπίτι,
Δεν έχω αμάξι.
Ό,τι έχω είναι η κιθάρα Les Paul του 1950.
Δεν θα θάψεις τον πατέρα μου.
Κύριε τραπεζίτη, σε παρακαλώ.
Lynyrd Skynyrd, «Mr. Banker»

Monday, November 10, 2008

Η δική μας ανακάλυψη της Αμερικής (8/11/2008)

Μαύρος πρόεδρος στις ΗΠΑ; Η αρχική μου παρόρμηση ήταν να αντιδράσω ως εξής: Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι, η Φατμέ στο Γενί Τζαμί κι ο Ομπάμα στον Λευκό Οίκο. Έπειτα με κατέκλυσαν ρεύματα ψυχραιμίας και δεύτερες σκέψεις. Εντάξει, οι ΗΠΑ είναι το πιο σπάταλο και αλαζονικό έθνος στον κόσμο. Οκέι, η αμερικανική ευημερία βασίζεται στη λεηλασία του παγκόσμιου πλούτου. Σύμφωνοι, η πολιτική εξουσία στη Μέκκα του καπιταλισμού δεν τολμά να βήξει αν δεν έχει την έγκριση των ιεράκων της Wall Street, το πράσινο φως των «τριών αδελφών» της αυτοκινητοβιομηχανίας και την ανοχή (τουλάχιστον) του χρηματοπιστωτικού Μολώχ. Και πράγματι, ο βίαιος ηγεμονισμός της υπερδύναμης -που έφτασε στο αποκορύφωμά του με τον προσχηματικό «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας»- είναι κατά κάποιον τρόπο η πολιτική έκφραση των ισολογισμών των εταιρειών του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος, και όχι μόνον. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς φανατικός μαρξιστής ή ασυγκράτητος ακτιβιστής της Αριστεράς για να αντιληφθεί το καταθλιπτικό βάρος της οικονομικής ισχύος στην πολιτική. Ιδιαίτερα σε ένα κομματικό σύστημα ερμητικά κλειστό σαν αυτό των ΗΠΑ, διαμορφωμένο σαν ιδιωτικές λέσχες της αριστοκρατίας του χρήματος. Δύο αιώνες πριν, ο τρίτος Αμερικανός πρόεδρος Τόμας Τζέφερσον αποκαλούσε απειλή για το αμερικανικό έθνος την αυξανόμενη ισχύ των τραπεζών. Και μόλις πριν από πενήντα χρόνια ο Ρεπουμπλικανός Ντουάιτ Αϊζενχάουερ διατύπωνε την ίδια ακριβώς κατηγορία για το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα που είχε αποκτήσει θηριώδεις διαστάσεις στον Β΄ Παγκόσμιο και στον Ψυχρό Πόλεμο που τον ακολούθησε. Η αλήθεια, όταν επαναλαμβάνεται ρητορικά, γίνεται φορτική κοινοτοπία.

Σ’ αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο που διαμορφώνει η σχέση οικονομίας και πολιτικής στις ΗΠΑ, οι αποχρώσεις είναι που κάνουν τη διαφορά. Και δεν είναι λεπτές αποχρώσεις. Έχουν έντονα χρώματα, με πρώτο το μαύρο. Σκεφτείτε περισσότερο και πιο έντονα τη φράση: «Πρώτος μαύρος πρόεδρος στις ΗΠΑ». Και συμπληρώστε επίσης τη γνωστή ιστορική διαπίστωση: στην Αμερική σκοτώνουν προέδρους, από Λίνκολν μέχρι Κένεντι. Έχει κυκλοφορήσει και το σχετικό ανέκδοτο: Ο Ομπάμα χτυπάει την πόρτα του παραδείσου. «Ποιος είσαι εσύ;», ρωτάει ο Άγιος Πέτρος. «Ο νέος Αμερικανός πρόεδρος». «Και πότε εκλέχτηκες;». «Πριν από είκοσι λεπτά…». Ευτυχώς, έχουν ήδη περάσει τα είκοσι κρίσιμα λεπτά του ανεκδότου, κι άλλα πέντε 24ωρα, και δεν έχει συμβεί τίποτα. Είναι ένας μικρός άθλος για ένα έθνος που οικοδόμησε την ευημερία του πάνω στον ρατσιστικό κυνισμό και στη φυλετική προκατάληψη, θλιβερά ζωντανή μέχρι τις μέρες μας. Και σ’ αυτό έγκειται ο ισχυρότατος συμβολισμός μιας εκλογής που κατά τα λοιπά έχει όλα τα συμβατικά και εξωτικά χαρακτηριστικά μιας αμερικανικής εκλογικής διαδικασίας: χρήμα, διαπλοκή, εξαγορές, συμβιβασμούς και ομηρίες.

Για να καταλάβουμε καλύτερα το βάθος της κοινωνικής μεταστροφής, ίσως πρέπει να θυμηθούμε την ιστορία του σχετικά νεαρού έθνους του Νέου Κόσμου. Πριν από δεκαεπτά χρόνια, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν -στην περιοχή όπου εκτείνεται το μεγαλύτερο χρηματοοικονομικό κέντρο του κόσμου, η Wall Street- ένα μεγάλο νεκροταφείο Αφρικανών σκλάβων. Ανάμεσά τους ήταν λείψανα ανδρών, γυναικών, παιδιών, που χρησιμοποιήθηκαν αφειδώς σαν φθηνή πρώτη ύλη για να οικοδομήσουν το ξύλινο τείχος, από το οποίο πήρε τ’ όνομά της η Wall (ένα ξεχασμένο «τείχος του αίσχους»), για να αποψιλώσουν το Μανχάταν από την πυκνή βλάστηση, για να κτίσουν τα κτίρια-σύμβολα του αστικού αμερικανικού Βορρά που αργότερα πρωτοστάτησε στην κατάργηση της δουλείας. Επί τρεις αιώνες και πλέον, περίπου 40.000 πλοία μετέφεραν στον Νέο Κόσμο τουλάχιστον 80 άτομα τη μέρα, βίαια αποσπασμένα από τη μαύρη τους πατρίδα. Ακόμη κι όταν απαγορεύτηκε η εισαγωγή σκλάβων, οι δουλοκτήτες του συντηρητικού Νότου αλλά και του κατά συνθήκην φιλελεύθερου Βορρά το ’ριξαν στην «παραγωγή» φθηνών δούλων, δημιουργώντας κοινόβια αναπαραγωγής με έναν επιβήτορα και δεκάδες σκλάβες προορισμένες να γεννούν παιδιά για άμισθη εργασία. Η εκκλησία προσέφερε αφειδώς απαλλαγή από ενοχές σε όσους διατηρούσαν ψήγματα ανθρωπιάς, προσφέροντας επιχειρήματα για την ενδιάμεση, μεταξύ ανθρώπου και ζώου, κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι σκλάβοι. Είναι λίγο-πολύ γνωστά αυτά, μεγαλώσαμε με την «Καλύβα του μπάρμπα Θωμά», αλλά έχουν δημιουργήσει και μερικές κολοσσιαίες παρεξηγήσεις. Όπως ότι η δουλεία ήταν μια στρέβλωση που αφορούσε τον αγροτικό Νότο και όχι τον αστικό Βορρά. Και ότι τελικά ο καπιταλισμός προσγειώθηκε στον Νέο Κόσμο ως απελευθερωτική δύναμη και για τους ίδιους τους Αφρικανούς δούλους. Αλλά ισχύει το αντίθετο. Ο αμερικανικός καπιταλισμός θεμελιώθηκε στο δουλεμπόριο. Αυτό το δυναμικό οικονομικό σύστημα, που άφησε άφωνο και αμήχανο ακόμη και τον κομμουνιστή Μαγιακόφσκι και που φαντασίωσε τον αναρχικό Κάφκα για τον ριζοσπαστισμό του και τα εντυπωσιακά του επιτεύγματα, έχει τη δουλεία στο DNA του. Και όχι μόνο γιατί χωρίς βαμβάκι και καπνό δεν θα υπήρχαν η κλωστοϋφαντουργία και η καπνοβιομηχανία Αμερικής και Ευρώπης. Αλλά γιατί ακόμη και η μοντέρνα χρηματοπιστωτική μηχανή της Νέας Υόρκης έχει θεμελιωθεί πάνω στα σώματα μαύρων δούλων. Από μιαν άποψη, πριν ανεγερθεί το μνημείο των θυμάτων της 11ης Σεπτεμβρίου στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, ένα άλλο μνημείο, πολύ πιο εντυπωσιακό, στην καρδιά του παγκόσμιου καπιταλισμού θα έπρεπε να θυμίζει στην Αμερική μία από τις ρίζες της ύπαρξής της, τα εκατομμύρια των δούλων που χτίστηκαν στα θεμέλιά της.

Μ’ αυτή τη ρίζα της ύπαρξής της ήρθε αντιμέτωπη η αμερικανική κοινωνία. Δεν ξέρω ποια ακριβώς συναισθήματα προκαλεί στην πλειοψηφία της λευκής εξουσίας το γεγονός ότι θα έχει πια μαύρο εκπρόσωπο. Αναπόφευκτα, πάντως, δημιουργεί ένα ρήγμα στην ιστορική της συνείδηση. Μπορεί να έχουν μεσολαβήσει δύο αιώνες κατάργησης της δουλείας, αλλά ο ρατσισμός, η φυλετική προκατάληψη που είναι προϊόν της (και όχι το αντίστροφο) είναι ολοζώντανος μέχρι και σήμερα στις απόψεις που καταλογίζουν στους Αφροαμερικανούς, στους Λατίνους και στις μύριες όσες εθνοτικές ομάδες που εμπλούτισαν την εθνική σαλάτα του Νέου Κόσμου τα χαρακτηριστικά ενός αυτοαποκλεισμού από το αμερικανικό όνειρο. Μιας απροθυμίας να μετάσχουν στον χορό της απληστίας, να αρπάξουν τις ευκαιρίες που περνούν από μπροστά τους σαν τις μύγες.

Διαισθητικά θεωρώ ως το καθοριστικό στοιχείο αυτής της χρωματικής αλλαγής την αναμέτρηση της αμερικανικής κοινωνίας με την ένοχη ιστορική της συνείδηση. Το δεύτερο, εξίσου καθοριστικό στοιχείο είναι πως αυτό το τεράστιο κοινωνικοοικονομικό εργαστήριο που είναι οι ΗΠΑ -αυτή η ακάματη παραγωγός καινοτομιών, τεχνογνωσίας, μορφών εκμετάλλευσης και καπιταλιστικών μεταλλάξεων- είναι μια αυτοκρατορία σε παρακμή. Ίσως είναι η πρώτη φορά τα μεταπολεμικά χρόνια που οι ήσυχοι Αμερικανοί αρχίζουν να το ψυχανεμίζονται αυτό. Αν η 11η Σεπτεμβρίου ήταν η βύθιση σ’ έναν εφιάλτη, το εν εξελίξει κραχ είναι ένα χαστούκι που τους ξυπνάει από τον εφιάλτη και τους ρίχνει σε μια εξίσου εφιαλτική πραγματικότητα. Το ισχυρότερο έθνος στον κόσμο ανακαλύπτει ότι είναι και το πιο χρεωμένο και ότι, αντί για τον πλούτο του, πρέπει τώρα να μοιραστεί και τη φτώχεια του. Πρέπει να συμβιβαστεί με την ιδέα της ένδειας, της στέρησης σε μαζική κλίμακα, και όχι στα γκέτο του κοινωνικού περιθωρίου. Το σοκ είναι μεγάλο. Και ίσως να είναι και ευεργετικό.

Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν σημαίνει ότι η εκλογή του χαρισματικού Αφροαμερικανού θα οδηγήσει ευθύγραμμα σε μια άλλη Αμερική. Οι μεγάλες προσδοκίες είναι καθαρή αφέλεια, αν όχι και βλακεία. Αλλά εξίσου αφελές είναι να εκμηδενίζεις και κάθε προσδοκία. Το μείζον ερώτημα είναι πώς θα ισορροπήσει η νέα αμερικανική ηγεσία στο συνονθύλευμα συμφερόντων και προσδοκιών που έχει εκφράσει. Από τους φτωχοδιάβολους των εθνοτικών μειονοτήτων και τους ανέργους των αποβιομηχανοποιημένων μεγαλουπόλεων μέχρι τη χρηματοοικονομική ελίτ της Wall Street. Από την ιδιότυπη, κατακερματισμένη σε γραφικούς ακτιβισμούς αμερικανική Αριστερά μέχρι το φιλελεύθερο κατεστημένο του Μανχάταν και τους μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανούς. Από τα εκατομμύρια συμπαθούντων που ενίσχυσαν την ακριβή καμπάνια Ομπάμα με εισφορές λίγων δολαρίων, μέχρι τους μεγαλοχρηματοδότες των εταιρειών πληροφορικής και τις τράπεζες. Τα συμφέροντα είναι άκρως αντιτιθέμενα, οι προσδοκίες αλληλοαποκλειόμενες, οι συμβιβασμοί περίπου αδύνατοι. Μπορεί το ρεαλιστικότερο σενάριο να είναι ένας επαχθής για τους αδύναμους συμβιβασμός, μια ταχεία αφομοίωση του Ομπάμα και των ριζοσπαστικότερων φωνών του επιτελείου του στο άκαμπτο σύστημα. Μπορεί η ανδρεικελοποίηση του μαύρου προέδρου στον Λευκό Οίκο να εξελιχθεί σε μια μελαψή γραφικότητα της ιστορίας. Αλλά υπάρχει κι ένα μικρό παράθυρο στο μέλλον, η πιθανότητα να αποδειχθεί και πάλι η Αμερική το κοινωνικοοικονομικό εργαστήριο του κόσμου, εξάγοντας πλέον όχι μόνο καπιταλιστική τεχνογνωσία, αλλά και καινοτομίες ταξικής πάλης, όταν οι ναρκωμένες αντιθέσεις της φτάσουν πια στη μεγάλη έκρηξη.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (8/11/2008)

Η άμεση σκλαβιά είναι ο άξονας του σημερινού μας βιομηχανισμού, ακριβώς όπως οι μηχανές, η πίστη κ.τ.λ. Χωρίς δουλεία δεν θα υπάρχει βαμβάκι, χωρίς βαμβάκι δεν θα υπάρχει σύγχρονη βιομηχανία. Μονάχα η σκλαβιά έδωσε στις αποικίες την αξία τους, οι αποικίες δημιούργησαν το παγκόσμιο εμπόριο, και το παγκόσμιο εμπόριο είναι ο απαραίτητος όρος για τη μηχανοκίνητη μεγάλη βιομηχανία. Έτσι κι οι αποικίες του παλιού κόσμου, πριν από το εμπόριο των μαύρων, έδιναν μόνον πολύ λίγα προϊόντα και δεν άλλαζαν αισθητά την όψη του κόσμου. Άρα η δουλεία είναι μια οικονομική κατηγορία πρωταρχικής σημασίας. Χωρίς τη σκλαβιά η βόρεια Αμερική, το πιο προοδευμένο έθνος, θα μετατρεπόταν σε πατριαρχική χώρα. Σβήστε από τον χάρτη των εθνών τη βόρεια Αμερική και θα έχετε την αναρχία, την πλήρη παρακμή του εμπορίου και του νεότερου πολιτισμού. Αν όμως εξαφανίζατε τη σκλαβιά, θα σβήνατε την Αμερική από τον χάρτη των εθνών. Οι νεότεροι λαοί κατάφεραν μόνο να συγκαλύψουν τη σκλαβιά στην πατρίδα τους και να την εισαγάγουν ανοικτά στον Νέο Κόσμο.

Καρλ Μάρξ, «Γράμμα στον Αννενκόβ» (1846)

Monday, November 3, 2008

Ο αιώνας της εργασίας (1/11/2008)

Μ’ αρέσει ο τρόπος που η γλώσσα εκδικείται το νόημα. Για παράδειγμα: η λέξη κρίση. Την βρίσκει κανείς δέκα φορές σε κάθε άρθρο, είκοσι σε κάθε πεντάλεπτο ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού λόγου, εκατό φορές σε κάθε ρητορική έξαρση πολιτικού, είτε μιλάει ο εγχωρίου βεληνεκούς Καραμανλής είτε ο Ναπολέων της παγκοσμιοποίησης Σαρκοζί. Τη συναντά επίσης κανείς στα οικογενειακά τραπέζια, στα καφενεία, στα ταμεία των σούπερ μάρκετ. Υπάρχει μια κατάχρηση στη χρήση της «κρίσης». Και μια ετερόκλητη ποικιλία νοημάτων που εκπέμπει. Άλλος μιλά για τη νευρική του κρίση, άλλος για την υπαρξιακή του κρίση, άλλος για τη χρηματοπιστωτική κρίση, άλλοι για την ενεργειακή, την περιβαλλοντική ή την κοινωνική. Καμιά από τις επί μέρους «κρίσεις» δεν έχει τόση σημασία όσο η κρίση που περιγράφουν όλες οι άλλες οι «κρίσεις» μαζί: τη γενική κρίση του καπιταλισμού. Γιατί φοβόμαστε να το πούμε; Έστω κι αν δεν σημάνει το τέλος του τους προσεχείς μήνες…

Κι άλλη εκδίκηση της γλώσσας. Ποια είναι η δεύτερη αγαπημένη έκφραση των ημερών; Η «πραγματική οικονομία». Την ακούς δέκα φορές σε κάθε πεντάλεπτο πολιτικής λογοδιάρροιας, είκοσι φορές σε κάθε δεκάλεπτο δημοσιογραφικής δυσλεξίας. Τι σημαίνει «πραγματική οικονομία»; Και κυρίως, ποια είναι η «εξωπραγματική», η «μη πραγματική» οικονομία; Κάποιος από τους κυρίους Μπράουν, Σαρκοζί, Αλογοσκούφη, Προβόπουλο (τι μπλέκω τα πίτουρα με τις κότες, θα μου πείτε…) οφείλει να μας εξηγήσει αυτή την ενδιαφέρουσα αντιδιαστολή που περιέχει μια κυνική ομολογία: ότι ο πλούτος που με πάθος υπερασπίζονται τα πακέτα κρατικοποίησης των τραπεζών, αυτός που χάνεται ή κερδίζεται μέρα με τη μέρα στα χρηματιστήρια αξιών, απαξιών και εμπορευμάτων, στις αγορές τίτλων και χρήματος, είναι εικονικός, πλασματικός. Ότι το χρήμα δεν γεννάει χρήμα και ότι ο πραγματικός πλούτος πραγματοποιείται εκεί που η εργασία μετατρέπει τις ιδέες σε χειροπιαστά προϊόντα και υπηρεσίες με υπόσταση και κοινωνικό προορισμό. Ότι το κεφάλαιο -εδώ και δύο αιώνες υπό την χρηματοπιστωτική ηγεμονία- είναι μια εικονική πραγματικότητα την αποσύνθεση της οποίας πληρώνουμε όλοι οδυνηρά. Και συνεπώς, στην προαιώνια αναμέτρηση κεφαλαίου - εργασίας, σημειώσατε προς το παρόν σκορ 0-1. Βεβαίως, είναι μια νίκη θεωρητική και πύρρεια, αλλά απ’ το ολότελα…

Σ’ αυτή την ιστορική εκδίκηση της γλώσσας υπάρχουν τα συστατικά μιας δυνητικής αλλαγής. Πρώτον, έχουμε ένα σύστημα που καταρρέει, μια κοινωνική ηγεμονία που κλυδωνίζεται. Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό και μην περιμένετε να συμβεί εντός προσδιορισμένου χρονοδιαγράμματος. Οι αυτοκρατορίες δεν καταρρέουν με ραντεβού και οι ιστορικές εποχές δεν αλλάζουν βάσει ατζέντας. Δεύτερον, έχουμε την ανάδυση της κοινωνικής δύναμης που έχει βρεθεί εδώ και δεκαετίες στο πολιτικό και ιδεολογικό περιθώριο χάρη στις αλλεπάλληλες ήττες που γνώρισαν οι φυσικοί ή αυτόκλητοι εκπρόσωποί της. Με δεδομένη την κοινωνική και πολιτική αποσύνθεση των μεσαίων τάξεων, με δεδομένη τη διάλυση και της τελευταίας αυταπάτης για τον αυτοτελή πολιτικό τους ρόλο, η μισθωτή εργασία μαζί με τις άλλες παραγωγικές συνιστώσες της «πραγματικής οικονομίας» (το ποιες θα συμπεριληφθούν εδώ, στις «λοιπές» συνιστώσες, είναι βεβαίως συζητήσιμο), αποτελούν τις μόνες δυνάμεις που βγαίνουν απ’ τον οικονομικό Αρμαγεδδώνα ηθικά αρτιμελείς (αν και οικονομικά ακρωτηριασμένες), χωρίς βάρη και με τις λιγότερες χρεοκοπίες στο ιστορικό τους ισοζύγιο. Κι ας μην αποπειραθεί κανείς να τους χρεώσει τη χρεοκοπία του σοβιετικού ή του κινεζικού «κομμουνισμού». Και ο μεν και ο δε στηρίχθηκαν από πολύ νωρίς στον κραυγαλέο αποκλεισμό των εργατικών τάξεων από τη διαχείριση της εξουσίας. Ο κρατικός καπιταλισμός της κομματικής νομενκλατούρας, που αστραπιαία μεταλλάχτηκε την τελευταία εικοσαετία σε ληστρική ολιγαρχία του πλούτου σε Ρωσία και Κίνα, δεν μπορεί να ακυρώσει την πιο αστραφτερή ουτοπία των δύο τελευταίων αιώνων.

Ο κόσμος της εργασίας βρίσκεται πάλι στο ιστορικό προσκήνιο, λοιπόν. Στο πεδίο που απέτυχαν οι εθνικές αστικές τάξεις, οι επαμφοτερίζοντες «μεσαίοι», οι άπληστες πολυεθνικές επιχειρηματικές ελίτ, οι δύσκαμπτες γραφειοκρατίες κρατών και υπερεθνικών οργανισμών, οι πνευματικές πρωτοπορίες με τις αυτοδιαψευδόμενες προφητείες και τις βλακώδεις ρετσέτες, δημιουργείται ένα τρομακτικό κενό. Όλοι τους, σε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς συμμαχιών, αντιθέσεων και λυκοφιλιών δοκιμάστηκαν και απέτυχαν. Το κραχ είναι πρωτίστως κοινωνικο-πολιτικό. Καμιά διόρθωση, καμιά εφεύρεση ενός «καλού» μετα-καπιταλισμού δεν πρόκειται να αποκαταστήσει την άγρια ηρεμία της παλιάς τάξης πραγμάτων. Οι κοινωνίες, τα έθνη, ο πολιτισμός χρειάζονται νέες ηγέτιδες δυνάμεις που θα οδηγήσουν την ανθρωπότητα στο επόμενο άλμα της. Από κάθε άποψη, λοιπόν, είναι η ώρα της εργασίας. Δεν ζούμε το τέλος της, όπως ατυχώς προφήτεψε ο Ρίφκιντ. Ίσα ίσα ζούμε την αρχή της.

Έλα, όμως, που και το πνεύμα είναι απρόθυμον και η σαρξ ασθενής. Ο κόσμος της εργασίας έχει γίνει προ πολλού μέρος του προβλήματος (να το θυμίζουμε, για να το εμπεδώσουμε: ποιου προβλήματος; της γενικής κρίσης του καπιταλισμού) για να μπορέσει να αναλάβει τον ηγετικό του ρόλο. Είναι ταξικά, πολιτικά και κοινωνικά ανάπηρος. Οι λόγοι είναι λίγο πολύ γνωστοί. Όσοι έχουν θητεύσει στα ριζοσπαστικά κόμματα και κινήματα της Αριστεράς (ή απλώς πέρασαν και δεν κόλλησαν) τον τελευταίο καιρό εξιστορούν ως ανέκδοτο το λάθος timing της Ιστορίας: «Όταν διαθέταμε την ισχύ, ο καπιταλισμός ευημερούσε ακλόνητος. Τώρα ο καπιταλισμός κλονίζεται κι εμείς ευημερούμε ανίσχυροι». Μπορεί η φράση να μην ξεχειλίζει από ρεαλισμό (διότι ελάχιστοι μισθωτοί σκλάβοι ευημερούν σήμερα), έχει όμως μια ευστοχία. Ο καπιταλισμός γέμισε από αδύναμους κρίκους (η χαρά του Λένιν), αλλά ποιος απ’ αυτούς μπορεί να αποφέρει μιαν ανατροπή ανάλογη του 1871 στη Γαλλία, του 1917 στη Ρωσία ή του 1919 στη Γερμανία; Τα κομμουνιστικά κόμματα έχουν ξεδοντιαστεί, η σοσιαλδημοκρατία έχει εκτεθεί ως ο φυσικός συναυτουργός του νεοφιλελεύθερου τερατουργήματος, τα συνδικάτα ψάχνουν τα μέλη τους και τις ταυτότητές τους, τα ριζοσπαστικά κινήματα του τρίτου κόσμου εκπροσωπούνται από εθνικιστικά ή φονταμενταλιστικά μορφώματα, νεο-περονισμούς και σοσιαλφασισμούς, ακόμη και η «τρομοκρατία» έχει εκφυλιστεί στη διαπλοκή της με μαφίες όπλων και ναρκωτικών ή σκοτεινές θρησκευτικές σέχτες.

Τι απομένει, λοιπόν, στον κόσμο της εργασίας; Διαθέτει πρωτίστως το ηθικό πλεονέκτημα, έστω και αρνητικό, ότι στα μικρά και μεγάλα εγκλήματα που συντελούνται στον οικονομικό μας πολιτισμό βρίσκεται στην πλευρά των θυμάτων. Διαθέτει το παραγωγικό πλεονέκτημα να κινεί την πολύπλοκη μηχανή του πλούτου σε όλες του τις διαστάσεις, από το επίπεδο του χειρώνακτα στο γιαπί μέχρι τον εφευρετικό παραγωγό software. Διαθέτει την αναντικατάστατη καταναλωτική του δύναμη, αφού αν και μονίμως ριγμένος στη διανομή της πίτας, ακόμη και με τις μικρές δόσεις απληστίας του, συντηρεί το «τέρας» της ζήτησης και τροφοδοτεί την τεχνολογική πρόοδο. Διαθέτει, παρά τις κραυγαλέες διαφορές που χωρίζουν τον Αμερικανό εργάτη από τον Ινδό συνάδελφό του, μια μοναδική στην Ιστορία παγκόσμια ενότητα συμφερόντων Διαθέτει, τέλος, την πολιτική αθωότητα ενός μακρόχρονου αποκλεισμού από τον κόσμο της εξουσίας και της φαυλότητας.
Αυτά είναι τα προσόντα του κόσμου της εργασίας. Αυτά είναι και συστατικά της υπέρβασης της πολλαπλής κρίσης του κόσμου που βαδίζει ολοταχώς στη δύση του. Αυτή τη δύση ζούμε τώρα, αυτή ζήσαμε όταν η κρίση έπαιρνε μορφή πετρελαϊκή, επισιτιστική ή οικολογική. Το πώς, πότε θα δούμε και την αυγή της νέας εποχής δεν το γνωρίζω. Οι βεβαιότητες έχουν καταρρεύσει, οι ιστορικές νομοτέλειες πέρασαν στην περιοχή της αμφιβολίας, οι μεσσίες αποκαθηλώθηκαν. Υπάρχει σταθερό το ένα σκέλος του διλήμματος που διατύπωνε πριν από έναν αιώνα η Ρόζα Λούξεμπουργκ: «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα»; Η βαρβαρότητα είναι η βεβαιότητα που εγγυάται η διατήρηση του χρεοκοπημένου πολιτισμού της απληστίας. Ο κόσμος της εργασίας δεν έχει κανένα λόγο να δώσει παράταση ζωής στη βαρβαρότητα, ανεξάρτητα αν την εναλλακτική λύση θα την ονομάσει κανείς σοσιαλισμό ή βρει ένα λιγότερο συκοφαντημένο όνομα για το επόμενο άλμα της ανθρωπότητας. Ιδού η Ρόδος. Για ν’ αποφύγουμε το πήδημα…

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (1/11/2008)

…Για κάθε άτομο η εργασία αποτελεί ριζικά διαφορετική εμπειρία. …Αν και επαναλαμβανόμενη, εξουθενωτική και χωρίς πνευματικές προκλήσεις, είναι ανεκτή προκειμένου να ικανοποιούνται τα απαραίτητα και ορισμένες χαρές της ζωής. Δημιουργεί επίσης κοινωνική υπόληψη. Η ευχαρίστηση της ζωής ξεκινά όταν τελειώνει το ωράριο ή η εβδομάδα της εργασίας. Τότε και μόνο ξεφεύγει κανείς από την κόπωση, την πλήξη, την πειθαρχία της μηχανής, του εργασιακού περιβάλλοντος γενικότερα ή της εξουσίας της διοίκησης. Συχνά λέγεται ότι η εργασία είναι απόλαυση. Αυτός ο συνήθης ισχυρισμός απευθύνεται στα αισθήματα των άλλων. Ο καλός εργάτης επευφημείται πολύ. Η επευφημία αυτή συνήθως προέρχεται από εκείνους που έχουν ξεφύγει από μια παρόμοια δοκιμασία, που βρίσκονται ασφαλώς υπεράνω όποιας φυσικής προσπάθειας. Εδώ είναι και το παράδοξο. Η λέξη «εργασία» περιλαμβάνει εξίσου εκείνους για τους οποίους είναι εξουθενωτική, ανιαρή, απεχθής και εκείνους για τους οποίους είναι απόλαυση, χωρίς καμιά αίσθηση υποχρέωσης. Μπορεί να υπάρχει το ευχάριστο αίσθημα της προσωπικής σπουδαιότητας, η αναγνωρισμένη ανωτερότητα να προΐστασαι άλλων εργαζομένων. Η «εργασία» περιγράφει τόσο αυτό που επιβάλλεται όσο και αυτό που είναι πηγή γοήτρου και εισοδήματος, που άλλοι αναζητούν επίμονα και το χαίρονται. Ήδη η απάτη είναι εμφανής, αφού η ίδια λέξη περιγράφει δύο διαφορετικές καταστάσεις.
…Απέμεινε λοιπόν στον Τζον Μέινταρντ Κέινς, που συχνά μιλούσε κατά τρόπο απρεπή, να αμφισβητήσει την ευχαρίστηση που προσφέρει ο μόχθος.
Παραθέτει τα λόγια μιας ηλικιωμένης καθαρίστριας, που διατηρούνται αναλλοίωτα, χαραγμένα στην ταφόπλακά της. Μόλις προ ολίγου είχε απαλλαγεί από τη διά βίου εργασία της:
Μη θρηνείτε για μένα φίλοι,
Ποτέ μη δακρύσετε για μένα,
Γιατί δεν πρόκειται να κάνω τίποτα,
Ποτέ, μα ποτέ πια.

Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ, «Τα οικονομικά της αθώας απάτης».