Sunday, February 22, 2009

Η μηδενική οικονομία (21/2/2009)

Το μηδέν ορίζεται ως μη αριθμός. Ή ως ένας αριθμός στον οποίο οποιοσδήποτε άλλος αριθμός προστιθέμενος δεν μεταβάλλεται. Είναι το αφετηριακό σημείο οποιασδήποτε μέτρησης ή υποδιαίρεσης και χρησιμοποιείται για να δηλώσει την απουσία μέτρου. Το μηδέν είναι επίσης η αφετηρία μέτρησης όλων των δεδομένων της οικονομίας. Τα περισσότερα μεγέθη που την αποτυπώνουν εκφράζονται σε αριθμούς και ποσοστά, σε δείκτες πάνω και κάτω από το μηδέν. Οι αξίες των μετοχών και των κινητών αξιών, οι δείκτες των χρηματιστηρίων, η αγορά των ακινήτων, οι τιμές των αγαθών, η αγορά εργασίας… Όλων οι διακυμάνσεις αποτυπώνονται σε τιμές ή ποσοστά πάνω από το μηδέν. Η μικροοικονομία έχει σε κάθε περίπτωση σαν πάτο το μηδέν. Δεν νοείται τιμή κάτω από το μηδέν, εκτός αν μιλούμε για αγαθά στα οποία ο πωλητής πληρώνει τον αγοραστή για να τα αγοράσει. Συμβαίνει κι αυτό μερικές φορές, συνέβαινε συχνότερα στις ένδοξες μέρες του νεοφιλελευθερισμού, όταν το κράτος, για παράδειγμα, προικοδοτούσε με ενισχύσεις και κρυφές υπεραξίες τους ιδιώτες στους οποίους πουλούσε κοψοχρονιά τις ιδιωτικοποιούμενες δημόσιες επιχειρήσεις.

Στην μακροοικονομία, πάντως, το μηδέν έχει μια διαφορετική λειτουργία. Η ανάπτυξη, η βιομηχανική παραγωγή, η κατανάλωση, οι εξαγωγές, η παραγωγικότητα, δηλαδή όλα εκείνα τα μεγέθη που τρέχουν στην κλίμακα της λεγόμενης οικονομικής «προόδου», έχουν και αρνητικές τιμές. Μετριούνται και κάτω από το μηδέν. Αίφνης, ο εφιάλτης των τελευταίων μηνών που ακούει στο όνομα «ύφεση» -για όσες χώρες τουλάχιστον έχουν εισέλθει επίσημα σ’ αυτήν- είναι ένα αρνητικό μέγεθος. Οι οικονομέτρες και οι τεχνοκράτες ανακοινώνουν κάθιδροι ότι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στη μία ή στην άλλη χώρα θα είναι κάτω από το μηδέν. -0,2%, -1%, -5% κ.λπ. Τα νούμερα αυτά προκαλούν τρόμο, αλλά πολύ περισσότερο προκαλούν χειροπιαστές αντιδράσεις που μεταφράζονται σε χιλιάδες, εκατομμύρια χαμένες θέσεις εργασίας και απολύσεις.

Ωστόσο, με λογικούς όρους, το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Ποιο είναι το σημείο «μηδέν» για μια εθνική οικονομία, μια εθνική αγορά; Τι σημαίνει αυτός ο τρομακτικός μη αριθμός και, πολύ περισσότερο, όσοι βρίσκονται κάτω απ’ αυτό; Γιατί έχει γίνει συνώνυμο της καταστροφής;

Να εξηγούμαστε, λοιπόν, για να αρθούν οι παρεξηγήσεις: Το μηδέν δεν είναι ακριβώς… μηδέν. Είναι πάνω από 300 δισ. ευρώ για την Ελλάδα, αν υποθέσουμε ότι μετριέται σωστά ο πλούτος που παράγεται κάθε χρόνο, ο πλούτος που παρήχθη το 2008, εν προκειμένω. Δεν είναι και προς θάνατον να επαναλάβουμε ως εθνική οικονομία και αγορά αυτή την επίδοση και φέτος. Μεταφράζεται σε ένα κατά κεφαλήν ΑΕΠ περίπου 28.000 ευρώ, ποσό με το οποίο κανείς δεν πρόκειται να πεινάσει. Το αντίθετο, μάλιστα. Αρκετά νοικοκυριά ενδέχεται να κάνουν και την αποταμίευσή τους. Αυτό προϋποθέτει απλώς ότι ο εθνικός πλούτος θα μοιραστεί με κάποια ελάχιστη δικαιοσύνη. Αλλά, ακόμη κι αν ο εθνικός πλούτος μοιραστεί με τους συνήθεις ληστρικούς όρους, μηδενική ανάπτυξη σημαίνει απλώς ότι το κράτος, οι επιχειρήσεις, οι μικρομεσαίοι, οι μισθωτοί θα αρκεστούν στα περσινά επίπεδα εισοδήματος, κατανάλωσης, φορολογίας και κερδοφορίας. Άρα, δεν υπάρχει λόγος να γίνει η σφαγή του Αγίου Βαρθολομαίου στην απασχόληση.

Το μηδέν, λοιπόν -ίσως και οι επιδόσεις λίγο κάτω του μηδενός-, δεν είναι μια κατάσταση εξ ορισμού καταστροφική. Πολύ πριν κυριαρχήσει η διανοητική δικτατορία της οικονομετρίας, οι κοινωνίες ολοκλήρωναν τους ενιαύσιους παραγωγικούς τους κύκλους αγνοώντας πόσο πάνω ή κάτω από το μηδέν ήταν η αναπτυξιακή τους επίδοση. Η κρίση εκδηλωνόταν μόνο όταν κάποιο ζωτικό αγαθό εξαφανιζόταν από τις αγορές ή όταν κάποιο άλλο παραγόταν σε ποσότητες τόσο τρομακτικές ώστε σάπιζε απούλητο. Η αναπτυξιακή υστέρηση έγινε πρόβλημα για τις εθνικές οικονομίες μόνο από τη στιγμή που αρχίσαμε να τις μετράμε. Και ιδιαίτερα όταν αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε ως απόλυτο μέτρο επιτυχίας τους τον βαθμό ικανοποίησης της αστικής απληστίας, αποτυπωμένο στην τυραννία του ποσοστού κέρδους. Αλλά, η ανθρωπότητα μπορεί προφανώς να ζήσει και χωρίς αυτό.

Αν το μηδέν δεν είναι το τέλος του κόσμου, αυτό σημαίνει ότι και οι επί μέρους συνιστώσες του μπορεί να επιβιώσουν με μια επίδοση γύρω από αυτό. Ίσως όχι επ’ άπειρον, αλλά για ένα, δύο, τρία χρόνια η μηδενική ανάπτυξη δεν θα μεταφραστεί αυτόματα σε έναν παγκόσμιο λιμό. Υπάρχει το πρόβλημα, βεβαίως, ότι ενώ η λεγόμενη πραγματική οικονομία θα αναπαράγει κάθε χρόνο μια φορά τον εαυτό της, η άλλη, η εξω-πραγματική οικονομία της πίστης, του ιδιωτικού και δημοσίου χρέους, θα διογκώνεται με ρυθμούς πολύ πάνω από το μηδέν. Ακόμη κι αν τα κράτη, οι επιχειρήσεις και οι ιδιώτες αποφασίσουν να μη δανειστούν ούτε ευρώ παραπάνω, το χρέος τους θα διογκώνεται. Η χρηματοπιστωτική οικονομία απεχθάνεται το μηδέν, γι’ αυτό και δεν υπάρχει μηδενικό επιτόκιο πια ούτε στις ισλαμικές χώρες, που βρίσκουν παράθυρα για να παρακάμψουν την απέχθεια του Κορανίου στον τόκο. Ωστόσο, κι εδώ τη λύση την προσφέρει το μηδέν. Αφού όλοι χρωστάνε σε όλους και η βασική αγωνία ακόμη και των ισχυρών οικονομιών είναι να μην καταρρεύσουν οι δανειστές τους ούτε οι οφειλέτες τους, τότε γιατί δεν καταλήγουμε σε μια βασική συμφωνία: να μηδενίσουμε το κοντέρ. Να μηδενιστούν, δηλαδή, τα χρέη όλων προς όλους. Των κρατών προς τις τράπεζες, των κρατών προς άλλα κράτη και διεθνείς οργανισμούς, των τραπεζών προς τα κράτη, των ιδιωτών προς τα κράτη, των ιδιωτών προς τις τράπεζες, των ιδιωτών προς άλλους ιδιώτες, των τραπεζών προς άλλες τράπεζες. Έτσι κι αλλιώς, με τις επισφάλειες που έχουν συσσωρευτεί στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η πίστη έχει καταστεί μια ανομολόγητη απιστία. Με τις απειλές χρεοκοπίας τραπεζών, επιχειρήσεων και χωρών κανείς δεν έχει την ψευδαίσθηση ότι θα εξοφλήσει πραγματικά το χρέος του. Και κανείς δεν περιμένει να πάρει μέχρι ευρώ ή δολαρίου την οφειλή του. Στην πραγματικότητα, το παγκόσμιο αλληλο-χρέος είναι ένα μέγεθος εικονικό, μια λογιστική αυταπάτη που κληροδοτείται από γενιά σε γενιά, ανεξάρτητα από την εναλλαγή υφέσεων και «ενάρετης» ανάπτυξης. Τελικά, ίσως ο μόνος προορισμός του είναι να δίνει υπόσταση και ισχύ στις οικονομικές, πολιτικές και «επιστημονικές» ελίτ που ασχολούνται με τη μέτρηση και τη διαχείρισή του.

Έτσι, μπορούμε να διολισθήσουμε ησύχως, χωρίς αιμορραγίες και κυρίως χωρίς την πλήρη αποδόμηση του παραγωγικού ιστού που εξασφαλίζει τους ελάχιστους όρους επιβίωσης ή ευημερίας μας, σε μια μηδενική οικονομία. Μια οικονομία απαλλαγμένη από το άγχος του μεγέθους της, αποκλίνουσα ίσως από τη γραμμή της «προόδου», η οποία ωστόσο μας επιφύλασσε πάντα ουκ ολίγες δυσάρεστες περιπέτειες. Από παρατεταμένες κρίσεις -χρηματοπιστωτικές, παραγωγικές, ενεργειακές, περιβαλλοντικές- μέχρι πολέμους και γενοκτονίες. Το παγκόσμιο ετήσιο ΑΕΠ, ακόμη και στο επίπεδο «μηδέν», είναι περίπου 55 τρισ. ευρώ. Σε κάθε κάτοικο του πλανήτη, αν υποθέσουμε ότι κάνει και φέτος ό,τι έκανε πέρυσι, αντιστοιχούν τουλάχιστον 8.000 ευρώ τον χρόνο. Αν η κλίμακα της ανισότητας ανάμεσα στις φτωχότερες και τις πλουσιότερες χώρες δεν ήταν 1 προς 40, αυτό το ποσό θα έφτανε και θα περίσσευε να εξαλείψει την πείνα και την ακραία φτώχεια από προσώπου γης. Και με μηδενική ανάπτυξη. Ακόμη και με αισθητά αρνητική ανάπτυξη. Επομένως, πού είναι το πρόβλημα να ζήσουμε για δύο-τρία χρόνια στη στασιμότητα, στη μηδενική οικονομία; Μήπως στον πανικό του πλουσιότερου 1% του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει στην πλησμονή του περιττού, στερώντας πόρους που θα εξάλειφαν την αθλιότητα στο 40%;

Αν ισχύει αυτό, έχουν δίκιο να τρέμουν το μηδέν. Άλλωστε, υπάρχουν και οι πιο τολμηροί που προτείνουν ως μόνη διέξοδο από την κρίση να πέσουμε πολύ κάτω από το μηδέν. Και αντιπαραθέτουν στη λατρεία της ανάπτυξης τη λύτρωση της «απο-ανάπτυξης». Δεν είναι ανέκδοτο, είναι μια αρκετά πλήρης κοσμοθεωρία, για την οποία θα επανέλθω σε επόμενο τεύχος.
Χειμώνα έχουμε, οι πολικές θερμοκρασίες δικαιολογούνται…

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (21/2/2009)

«Δεν μπορεί να κάνει πρόσθεση;», μπήκε στη μέση η Κόκκινη Βασίλισσα. «Μπορείς να κάνεις αφαίρεση; Βγάλε το εννιά από το οκτώ». «Το εννιά από το οκτώ δε μπορώ να το βγάλω, ξέρετε», απάντησε με μεγάλη ετοιμότητα η Αλίκη, «όμως…»
«Δε μπορεί να κάνει αφαίρεση», είπε η Λευκή Βασίλισσα. «Μπορείς να κάνεις διαίρεση; Διαίρεσε ένα καρβέλι μ’ ένα μαχαίρι. Ποια είναι η σωστή απάντηση;»
«Υποθέτω…» άρχισε η Αλίκη, αλλά η Κόκκινη Βασίλισσα απάντησε αντί γι’ αυτήν. «Φέτες, βέβαια. Προσπάθησε να κάνεις μια άλλη αφαίρεση. Πάρε ένα κόκαλο από ένα σκύλο. Τι μένει;»
Η Αλίκη άρχισε να υπολογίζει. «Το κόκαλο φυσικά δε θα ’μενε, αν το ’παιρνα -ούτε ο σκύλος θα έμενε: θα ερχόταν να με δαγκώσει- κι είμαι βέβαιη πως ούτ’ εγώ θα ’μενα!»
«Άρα νομίζεις πως δεν θα ’μενε τίποτα;» είπε η Κόκκινη Βασίλισσα. «Λάθος, όπως συνήθως! Θα έμενε η ψυχραιμία του σκύλου».
«Μα πώς θα γίνει αυτό;»
«Πώς; Δεν καταλαβαίνεις;» φώναξε η Κόκκινη Βασίλισσα. «Ο σκύλος θα έχανε την ψυχραιμία του, έτσι δεν είναι; Τότε, αν ο σκύλος έφευγε, η ψυχραιμία του θα έμενε!» φώναξε θριαμβευτικά η Βασίλισσα.

Λούις Κάρολ, «Μεσ’ στον καθρέφτη και τι είδε η Αλίκη εκεί»

Sunday, February 15, 2009

Ακαθάριστη Εθνική Δυστυχία (14/2/2009)

Είναι θέμα timing. Αυτοί οι Αγγλοσάξονες επιστήμονες διαλέγουν πάντα την κατάλληλη στιγμή για να ξεφουρνίσουν την έσχατη ανακάλυψή τους. Το τελευταίο τους επίτευγμα ίσως ήδη το έχετε ακούσει. Τελικά, αποφαίνονται ερευνητές πανεπιστημίου του Σαν Φρανσίσκο, το χρήμα μπορεί να φέρει την ευτυχία. Και τώρα το λέτε, ρε λεβέντες; Τώρα που είναι δεδομένο ότι για την επόμενη διετία- τουλάχιστον- θα το διαθέτουμε σε όλο και μικρότερη ποσότητα, με όλο και μικρότερη ανταλλακτική αξία; Θα μου πείτε: ίσως δεν είχαν πρόθεση να μας προγκήξουν. Άλλωστε, διευκρινίζουν, οι μετρήσεις τους δεν έρχονται να προκαλέσουν τα ταξικά μας ανακλαστικά, να ερεθίσουν τους αισθητήρες του κοινωνικού φθόνου για το χρήμα που υπάρχει ακόμη άφθονο ακριβώς σ’ αυτούς που κλαίγονται για έλλειψη ρευστότητας (τους τραπεζίτες εννοώ, φυσικά). Διότι οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι το χρήμα «αγοράζει» ευτυχία όχι τόσο όταν ανταλλάσσεται με υλικά αγαθά, αλλά όταν ικανοποιεί ανώτερης τάξης ανάγκες: ένα δείπνο με φίλους, μια θεατρική παράσταση, μια συναυλία ή το να κάνεις δώρα σε αγαπημένα πρόσωπα... Μια ακόμη έρευνα -αμερικανική κι αυτή, φυσικά- ενίσχυσε τη διαπίστωση για την ευτυχία που αντλούμε «αγοράζοντας» βιωματικές εμπειρίες και κοινωνικές σχέσεις, αποδεικνύοντας ότι πιο ευτυχείς αισθάνονταν άνθρωποι που είχαν ξοδέψει ένα σεβαστό μέρος από τα bonus τους όχι μόνο για να κάνουν δώρα σε αγαπημένα τους πρόσωπα, αλλά και διαθέτοντάς τα σε κοινωφελείς σκοπούς.

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στη Βρετανία, κάποιοι άλλοι ευφάνταστοι ερευνητές ανακοίνωσαν προ δύο εβδομάδων ότι ανακάλυψαν πως η συχνότητα των γυναικείων οργασμών είναι ευθέως ανάλογη με το εισόδημα των συντρόφων τους. Πέρα από τον υπολανθάνοντα σεξισμό που έχει το συμπέρασμα, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι συνάδει με τα ευρήματα των Αμερικανών επιστημόνων. Αφού ο οργασμός αποτελεί συστατικό στοιχείο της ευτυχίας, αποτελεί κι αυτός μια εξαγορασμένη με χρήμα «βιωματική εμπειρία». Και υποθέτουμε ότι δεν αφορά μόνο τη γυναίκα, που εξ αντανακλάσεως αντλεί ευτυχία από τη ρευστότητα (τη χρηματική, εννοείται) του συντρόφου της. Αφορά και τον ίδιο, ο οποίος επιτυγχάνει υψηλή απόδοση επί της ερωτικής κλίνης όσο πιο γεμάτο είναι το πορτοφόλι του ή όσο πιο υψηλό το πιστωτικό όριο της κάρτας του. Από την άποψη αυτή μπορούμε να παραφράσουμε την ιστορική ρήση της πρωταγωνίστριας του βωβού κινηματογράφου Μέι Γουέστ που αντικρίζοντας τον horny συμπρωταγωνιστή της, είπε: «Όπλο είναι αυτό στην τσέπη σου ή χαίρεσαι που με βλέπεις;» Αντικαθιστάτε το όπλο με ένα μάτσο κατοστάρικα και ιδού μια εύγλωττη εικόνα για την αφροδισιακή λειτουργία του χρήματος.

Αν κωδικοποιήσουμε τις επιστημονικές αυτές ανακαλύψεις και τις προσαρμόσουμε στα γκρίζα δεδομένα της ύφεσης, για τους περισσότερους από μας τα επόμενα δύο χρόνια σημαίνουν ότι θα αντλήσουμε λιγότερη ευφορία από «βιωματικά» αγαθά, ότι θα χαρίσουμε λιγότερη χαρά στα αγαπημένα μας πρόσωπα, ότι θα γίνουμε πιο αναίσθητοι απέναντι σε συνανθρώπους που μας έχουν ανάγκη και ότι θα αφήσουμε περισσότερο ανικανοποίητες τις συντρόφους μας. Αν πάλι αντιστρέψουμε αυτές τις πληροφορίες και τις προσαρμόσουμε στο δεδομένο ότι η ύφεση δεν επιφέρει την ίδια έλλειψη ρευστότητας σε όλους -αντίθετα, μάλιστα, για κάποιους σημαίνει τρομακτική συσσώρευσή της-, τότε βρισκόμαστε μπροστά στην ιστορική ευκαιρία να δούμε έστω λίγους συνανθρώπους μας πανευτυχείς μέσα στην κρίση. Αρκεί να μοιραστούν το πλεόνασμα πλούτου τους μ’ εμάς και να το ρίξουν στη φιλανθρωπία, τις κοινωφελείς προσφορές και τη βαριά κουλτούρα. Φυσικά, δεν είναι απαραίτητο να ικανοποιήσουν σεξουαλικά και τις συζύγους μας. Απ’ αυτή τη θυσία μπορούμε να τους απαλλάξουμε, έστω και άφραγκοι.

Είτε ισχύουν είτε όχι αυτές οι ανακαλύψεις, δίνουν μία έστω ελάχιστη κοινωνική νομιμοποίηση σε όλα όσα εδώ και αιώνες μετρούν οικονομολόγοι και οικονομέτρες. Αν το χρήμα ως γενικό μέτρο αξιών και ανταλλαγών είναι πράγματι ένα μέσο εξασφάλισης μικρών δόσεων ευτυχίας ή έστω ευφορίας, θα έπρεπε να μετρούν απευθείας την αποτελεσματικότητά του και όχι την ποσότητά του. Θα έπρεπε, για παράδειγμα, στη θέση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος -ή έστω δίπλα σ’ αυτό- να εφαρμόσουν έναν δείκτη Ακαθάριστης Εθνικής Ευτυχίας, όπως φιλοδοξούσε πριν από λίγα χρόνια να καθιερώσει το βασίλειο του Μπουτάν, στο οποίο πολλοί δήλωσαν τότε πρόθυμοι να μεταναστεύσουν, μέχρι που έμαθαν ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ δεν ξεπερνά τα 5.000 δολάρια. Μεγάλη θυσία στην ουτοπία σε σχέση με τα 32.000 δολάρια του ελληνικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Τι να κόψεις και τι ν’ αφήσεις; Ωστόσο, το εγχείρημα διατηρεί το θεωρητικό και πειραματικό ενδιαφέρον του. Απ’ όλο το κατολισθαίνον στην άβυσσο της ύφεσης ΑΕΠ χρειαζόμαστε εκείνο το τμήμα του από το οποίο αντλούμε κάποιας μορφής ευτυχία. Να μετρήσουμε, δηλαδή, αυτά που ξοδεύουμε για να συνδιασκεδάσουμε με τους φίλους μας, για να φάμε έξω με την οικογένεια, για να δούμε μια καλή παράσταση, να αγοράσουμε βιβλία, δίσκους, πίνακες, για να κάνουμε μια ευχάριστη έκπληξη στη γυναίκα μας, για κάνουμε δώρα σε φίλους και συγγενείς, προσφορές σε φιλανθρωπικές και κοινωνικές οργανώσεις ή απλώς για να κάνουμε εντύπωση στην γκόμενα και να μας κάτσει. Αν, λοιπόν, από το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν εξαιρέσουμε την Ακαθάριστη Εθνική Ευτυχία, είναι πολύ πιθανό να ανακαλύψουμε ότι δεν χρειάζεται να θρηνήσουμε για την απομένουσα Ακαθάριστη Εθνική Δυστυχία, η οποία αντιστοιχεί σε κατανάλωση αγαθών και εξόφληση οφειλών, που δεν μας προσθέτουν τίποτα σε ευφορία και χαρά (χωρίς να υπολογίζουμε σ’ αυτήν και τις άυλες αξίες. Τη δυστυχία να κυβερνάσαι από τη ΝΔ, για παράδειγμα…). Και αν, τελικά, η επελαύνουσα ύφεση αφορά εκείνο το κομμάτι του ΑΕΠ που με δυσφορία τροφοδοτούμε, ποιος ο λόγος για κλαυθμούς, οδυρμούς και πανικούς;

Αλλά, επειδή νηστικό αρκούδι δεν χορεύει, συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο: στην ύφεση όλοι έχουν ανάγκη. Το κράτος θέλει τους φόρους του, οι τράπεζες τα δανεικά τους, οι ΔΕΚΟ τους λογαριασμούς τους, το νοικοκυριό τις στοιχειώδεις ανάγκες του. Οι δαπάνες της δυστυχίας (ή της δυσφορίας, για να μην υπερβάλλουμε) είναι ανελαστικές. Έτσι, την πληρώνουν οι δαπάνες της ευτυχίας. Στον αντίποδα της λαϊκής θυμοσοφίας που ορίζει ότι η φτώχεια θέλει καλοπέραση, η περιστολή πέφτει στο χρήμα που προορίζεται για να μας χαρίσει την εικαζόμενη ευφορία της «βιωματικής εμπειρίας», της συναναστροφής, της κοινωνικότητας, της αλληλεγγύης, της προσφοράς. Διαρκούσης της ύφεσης, «η τεμπέλα η ευτυχία ζει ξάπλα μόνο στα λεξικά», που θα ’γραφε και η Δημουλά. Έτσι, οι οικονομολόγοι και οι οικονομέτρες παίρνουν με άνεση την εκδίκησή τους μετρώντας και πάλι το ανώφελο: τα σκαμπανεβάσματα του ΑΕΠ, που ταυτίζεται σχεδόν πλήρως με την Ακαθάριστη Εθνική μας (και Διεθνή) Δυστυχία. Θα είμαστε υπόλογοι αν δεν καταναλώσουμε όσα χρήσιμα και άχρηστα στοκάρουν οι επιχειρήσεις, συνένοχοι της απόλυσής μας αν «αναγκαστούν» να μας διώξουν λόγω πτώσης τζίρου τους, ύποπτοι εσχάτης προδοσίας αν δεν χειροκροτήσουμε με ζήλο το κρεσέντο κρατισμού και προστατευτισμού (στο οποίο με θέρμη και δουλοπρέπεια απέναντι στις ανάγκες του εταιρικού κόσμου προσχωρούν και οικονομολόγοι, κατά τα διαλείμματα της καταμέτρησης…).

Το χρήμα, λοιπόν, πράγματι μπορεί να μας προσφέρει κάποιες μικρές ή μεγάλες δόσεις ευτυχίας, αλλά το θέμα -όπως πάντα- είναι ποιοι το διαθέτουν σε επάρκεια και πού το διαθέτουν. Πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει ότι και στην ύφεση και στην ευημερία, η άνιση κατανομή του εγγυάται τον αποκλεισμό της πλειοψηφίας των ανθρώπων από την ευτυχία. Στην ύφεση γιατί δεν το διαθέτουν, στην ευημερία διότι φροντίζουν να το αναλώσουν στον καταναλωτικό ανταγωνισμό που επιβάλλει ο μονόδρομος της ανάπτυξης. Για τις ελίτ αυτού του οικονομικού πολιτισμού δεν τίθεται θέμα. Εκτός του ότι διαθέτουν άφθονο χρήμα, την ευτυχία την αντλούν εντελώς αδάπανα. Στα πρότυπα του ορισμού που δίνει ο Αμπρόουζ Μπηρς στο «Λεξικό του Διαβόλου»: «Ευτυχία είναι το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί η παρατήρηση της δυστυχίας των άλλων».

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (14/2/2009)

Το βλέπουμε πως δε χρειάζεται το κορμί πολλά πράγματα. Κάθε τι που διώχνει τον πόνο, μπορεί και πολλές απολαύσεις να προσφέρει. Η ίδια η φύση τότε δεν ζητά μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Αν το σπίτι δεν έχει χρυσά αγάλματα εφήβων να κρατούν στο δεξί το χέρι αναμμένες δάδες και να φωτίζουν τα νυχτερινά φαγοπότια, αν το σπίτι δεν αστραποβολεί από ασήμια και χρυσάφια, αν δεν αντιλαλούν κιθάρες μες στα στολισμένα σαλόνια, εμάς μας είναι αρκετό να ξαπλώνουμε στο τρυφερό χορτάρι, φίλοι με φίλους στην ακροποταμιά, κάτω από τα σκιερά κλαδιά ενός μεγάλου δέντρου, μας είναι αρκετό να μπορούμε να διασκεδάζουμε με λίγα έξοδα, ιδίως αν μας χαμογελά ο καιρός, κι η εποχή ραίνει το καταπράσινο χορτάρι με λουλούδια. Ο καυτός πυρετός δεν αφήνει γρηγορότερα το κορμί που ξαπλώνει πάνω σε κεντητά στρώματα και σε άλικες πορφύρες, απ’ ό,τι το κορμί που ’ναι ξαπλωμένο σ’ ένα φτωχικό στρωσίδι.Κι αφού τα πλούτη κι η ευγενική καταγωγή κι η δόξα του θρόνου δεν ωφελούν σε τίποτα το κορμί, θα πρέπει να σκεφτούμε πως ούτε και το πνεύμα ωφελούν. Μήπως τάχα, την ώρα που βλέπεις τις λεγεώνες σου να κάνουν πολεμικές ασκήσεις στο πεδίο του Άρεως και να προελαύνουν ορμητικά, και μήπως, την ώρα που παρακολουθείς τα γυμνάσια του στόλου σου στην ανοιχτή θάλασσα, θα τρομάξουν οι δεισιδαιμονίες σου και θα πάρουν δρόμο και θα φύγει απ’ την ψυχή σου ο φόβος του θανάτου, αφήνοντάς την λεύτερη, απαλλαγμένη από το άγχος;

Λουκρήτιου, «Περί της φύσεως των πραγμάτων»

Monday, February 9, 2009

Flash point (7/2/2009)

Στη Χημεία, όπως και στη Φυσική και στα Μαθηματικά, ήμουν ανεπίδεκτος. Ο οργανισμός μου αρνούνταν να αφομοιώσει τα στοιχειώδη. Έφτασα στο σημείο, παραμονές εισαγωγικών εξετάσεων (προ αμνημονεύτων…), να δίνω τις απολυτήριες του Λυκείου και να γράψω Χημεία 5. Με άριστα το 20, βεβαίως. Κι αυτό το 5 χατιρικώς, για να μη μείνω ανεξεταστέος και χάσω το δικαίωμα στις εισαγωγικές, όπως μου εξήγησε ο καθηγητής μου, να ’ναι καλά ο άνθρωπος. Παραδόξως, στο πέλαγος της αγνοίας μου περί τη Χημεία, μου έχουν εντυπωθεί μερικές έννοιες και ιδιότητες χημικών ενώσεων – δεν ξέρω πώς, ενδεχομένως ήταν κάποιες από τις σπάνιες στιγμές που έτυχε να είμαι ψυχή τε και σώματι στο μάθημα (Ενδεχομένως τις μνήμες μπορεί να τις ανέσυραν και τα χημικά με τα οποία μας έχει φλομώσει η ΕΛ.ΑΣ. Η Χημεία είναι της μόδας…). Μου έχουν εντυπωθεί, για παράδειγμα, οι ιδιότητες των πτητικών και εύφλεκτων ουσιών. Πτητικό είναι κάθε υγρό που εξατμίζεται πολύ γρήγορα, ανεξαρτήτως βρασμού. Και εύφλεκτο είναι κάθε στερεό ή πτητικό υγρό που κατά την εξάτμισή του αναφλέγεται όταν έρθει σ’ επαφή με μια πηγή ανάφλεξης, μια φλόγα, για παράδειγμα, ένα σπινθήρα ή μια υψηλή θερμοκρασία. Εύφλεκτο θεωρείται κάθε υλικό που οι ατμοί του αναφλέγονται σε θερμοκρασία 37,7 βαθμών Κελσίου και κάτω. Και το σημείο ανάφλεξης ονομάζεται flash point. Είδατε τι ωραία που τα θυμάμαι; (Να μη σας κοροϊδεύω, έριξα και μια ματιά στην εγκυκλοπαίδεια για να μην γράψω βλακείες.)

Είναι αντικείμενο ψυχανάλυσης γιατί ειδικά οι ιδιότητες των εύφλεκτων υλικών με εντυπωσίασαν τόσο πολύ (παρ’ ότι αυτός εγώ θεωρούμαι νερόβραστος). Δεν θυμάμαι ως παιδί να έπαιζα ιδιαίτερα με τη φωτιά και τα πειράματά μου με το οινόπνευμα περιορίζονταν σε αναφλέξεις δευτερολέπτων. Εκ των υστέρων, αυτή η λιγοστή γνώση διασταυρώθηκε με κοινωνικά χρήσιμες εμπειρίες (π.χ., γιατί δεν ανάβουμε τσιγάρο την ώρα που γεμίζουμε το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου, γιατί δεν πλησιάζουμε τα κεριά της Ανάστασης και του επιτάφιου σε καλοχτενισμένο γυναικείο κεφάλι τίγκα στη λακ, γιατί είναι βέβαιο ότι μια μολότοφ μπορεί να προκαλέσει μια αξιόλογη πυρκαγιά μόλις σπάσει το εκτοξευθέν μπουκάλι ή γιατί το κοτόπουλο φλαμπέ θέλει ένα αλκοολούχο δυνατότερο από το κρασί). Βεβαίως, οι εμπειρίες αυτές δεν προϋποθέτουν ειδικές δεξιότητες στη Χημεία ούτε ακριβή γνώση του flash point κάθε υγρού ή στερεού που εκθέτεις στις νερώνειες ορέξεις σου. Περισσότερο ενδιαφέρουσες είναι οι κοινωνικές αναλογίες αυτής της χημικής γνώσης.

Ο συνήθης παραλληλισμός για τις κοινωνικές εντάσεις σε σχέση με τη Χημεία γίνεται με τον βρασμό. Κοινωνία σε αναβρασμό, οργή που κοχλάζει κ.ο.κ. Ενδιαφέρουσα κι αυτή η χημική μεταφορά, αλλά η κατάληξη της διαδικασίας βρασμού είναι συνήθως μια σούπα. Εκτός αν μιλήσουμε για τις τεράστιες πιέσεις που ασκεί ο ατμός σε μια χύτρα ταχύτητας. Εκεί, όντως, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι εκρηκτικά, ειδικά αν το καπάκι είναι ελαττωματικό (η κυβέρνηση, εν προκειμένω). Ωστόσο, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο νεοελληνικός κοινωνικός χυλός μού θυμίζει περισσότερο τις ιδιότητες των εύφλεκτων πτητικών υγρών.

Παρατηρήστε μόνο τα γεγονότα των τελευταίων μηνών. Η εξασθενημένη κυβερνητική φλόγα, ωχρή και τρεμάμενη, προκαλεί μια μικρή ή μεγάλη έκρηξη σε κάθε της επαφή με τα επιμέρους στρώματα της κοινωνικής πυραμίδας. Όλο και περισσότερα από τα στρώματα αυτά αποκτούν ένα χαμηλό σημείο ανάφλεξης. Αφορμές ασήμαντες, εκ πρώτης όψεως, τα φέρνουν σε κατάσταση flash point. Ας υποθέσουμε ότι η νεολαία, ή το συγκεκριμένο κομμάτι της, που βρέθηκε σε εκρηκτική κατάσταση τον Δεκέμβριο, είναι μια ειδική κατηγορία, με πάντα χαμηλό flash point, πολύ κάτω της συνήθους θερμοκρασίας του σώματος. Και με υποθερμία ακόμη μπορεί να εκραγεί. Έτσι περίπου συνέβη, άλλωστε. Τη θεωρούσαμε cool, απαθή, απολιτίκ, κοινωνικά ανερμάτιστη, με χαμηλό αξιακό υπόστρωμα. Πλην όμως, έγινε το «τσαφ». Που δεν ήταν απλώς «τσαφ», αλλά τρία κανονικά, φονικά «μπαμ».

Αλλά, οι αγρότες; Αυτοί, υποτίθεται, ήταν «δικά μας παιδιά», με κατανόηση και συνενοχές στη λεηλασία των φυσικών πόρων, του κοινοτικού κουμπαρά, των κρατικών επιδοτήσεων. Αλλά εξερράγησαν κι αυτοί. Έγιναν εύφλεκτοι σαν το πετρέλαιο που θέλουν αφορολόγητο στα τρακτέρ, τα μηχανήματά τους και τα 4Χ4 αγροτικά τους.

Οι φιλήσυχοι κάτοικοι της Κυψέλης και των Πατησίων, πάλι; Μα να μη θέλουν πάρκινγκ; Πώς έγιναν έτσι εύφλεκτοι κι αυτοί για λίγα δεντράκια; Αν υποθέσουμε ότι η δική τους έκρηξη δεν ήταν αποτέλεσμα της εκπληκτικής οργανωτικής ικανότητας που απέκτησε αίφνης ο ΣΥΡΙΖΑ, ο μέγας δημεγέρτης, θα πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο «αισθητικός κίνδυνος» στον οποίο είναι εκτεθειμένοι πια οι κάτοικοι των υποβαθμισμένων πόλεων, πέρα από το δημιουργικό του στοιχείο (με μια δενδροφύτευση, για παράδειγμα), έχει κι ένα απροσδόκητα εκρηκτικό περιεχόμενο. Οι σιωπηλές διαμαρτυρίες για το ολοκαύτωμα της Πάρνηθας το 2006 και της Πελοποννήσου το 2007, που θεωρήθηκαν πολύ αξιοπρεπείς τότε, είναι φυσικό να αποκτήσουν πιο κραυγαλέες διαστάσεις έπειτα από τόσα κύματα κρατικής αναξιοπρέπειας σε βάρος του περιβάλλοντος.

Η κοινωνία είναι διάσπαρτη από λιμνάζοντα εύφλεκτα πτητικά υγρά. Μπορεί κανείς με ασφάλεια να προβλέψει ότι η τρεμάμενη φλόγα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης θα προκαλέσει άλλη μια έκρηξη όταν ο μειλίχιος Άρης, με τη διαλεκτική κουλτούρα, θα κάνει διάλογο. Θα θεωρηθεί ανεξήγητο γιατί εκρήγνυνται τα «κωλόπαιδα» για μια μεταρρύθμιση που δεν τους αφορά καν ως γενιά, αλλά έχουν συσσωρευτεί τόσα εύφλεκτα υλικά στα σχολεία και τα πανεπιστήμια έπειτα από ανεκδιήγητα πειράματα παρα-μόρφωσης σχεδόν τεσσάρων δεκαετιών, που οι μολότοφ μπροστά τους μοιάζουν με σταγόνες Channel 5.

Οι μικρομεσαίοι, πάλι, αυτό το άλας του μεσαίου χώρου και της κεντροδεξιάς παλινόρθωσης, μοιάζουν με δεξαμενή καυσίμων την ώρα της παροχέτευσης. Είναι μάλλον απίθανο τα μικρά φορολογικά δώρα που τους χορηγεί η μετα-αλογοσκούφεια πολιτική ηγεσία της οικονομίας να αποτρέψουν την ανάφλεξη. Το φορτίο της ύφεσης -τα φέσια, τα κανόνια, τα στοκ των προϊόντων που περιμένουν, τις παραγγελίες που δεν έρχονται, τα δάνεια που εγκρίνονται με το σταγονόμετρο- είναι σαν το τσιγάρο που πετάει ο βυτιοφορέας στο στόμιο της δεξαμενής.

Ακόμη και η επιχειρηματική ηγεσία έχει αποκτήσει μια άκρως εύφλεκτη σχέση με τον καταρχήν πολιτικό της σύμμαχο, την παρούσα μετα-φιλελεύθερη διακυβέρνηση. Ο ΣΕΒ, αφού πέτυχε την πολιτική αποδόμηση της ορθοδοξίας Αλογοσκούφη, με απαράμιλλη άνεση βγάζει πολιτικά άχρηστη την όποια διόρθωση επιφέρει το υπό Καραμανλή «διευθυντήριο» στην οικονομική πολιτική, όχι μόνο υποβάλλοντας ένα πλήρες αντι-πρόγραμμα Σταθερότητας (με πολλές φοροαπαλλαγές. Εισφοροαπαλλαγές και «μεταρρυθμίσεις», φυσικά), αλλά υπαινισσόμενος και την αναζήτηση εναλλακτικού πολιτικού «διαχειριστή» στη διακυβέρνηση. Υποβόσκει ανάφλεξη κι εδώ, αν οι δημοσκοπικές και εκλογικές αγωνίες της Ν.Δ. υπερβούν τα ανεκτά όρια «σοσιαλμανίας» σε μέτρα και παροχές προς αναξιοπαθούντες.

Το μεγάλο «μπαμ», ωστόσο, μια έκρηξη μεγατόνων, αναμένεται στους τελικούς αποδέκτες της επελαύνουσας ύφεσης και της διαχειριστικής ανεπάρκειας της κυβέρνησης: στον κόσμο της εργασίας, τους μισθωτούς, τους ανέργους και τους υποψήφιους ανέργους. Αν οι υπολογισμοί αποδειχθούν ορθοί, παραμονές των ευρωεκλογών θα έχει κορυφωθεί η εκτόνωση της παραγωγικής καχεξίας στην απασχόληση, με χιλιάδες απολύσεις. Με τη σειρά τους αυτές θα μεταφέρουν μιαν αντίστοιχη πίεση στους μισθούς των «τυχερών» που έχουν μια θέση δουλειάς. Όλοι αυτοί θα βρεθούν κυριολεκτικά στη μέγγενη που σχηματίζουν η αδυναμία της πολιτικής ηγεσίας, ο εργοδοτικός πανικός και η ανεπάρκεια των συνδικάτων. Και για πρώτη φορά έπειτα από πολλά έτη, την ικανοποιημένη πλειοψηφία της επίπλαστης αναπτυξιακής ευημερίας θα τη διαδεχθεί μια άκρως εύφλεκτη πλειοψηφία δυσφορίας, αν όχι και οργής. Ούτε ψύλλος στον κόρφο του Καραμανλή, του Παπαθανασίου, της Πετραλιά και των λοιπών δεν θα ήθελα να ήμουν όταν διαμορφωθεί η συγκυρία της έκρηξης.

Έχει συσσωρευτεί πολλή εύφλεκτη ύλη, πολύς θυμός, πολλή οργή στη μοριακή δομή της κοινωνίας. Στρώματα αδικημένα, γενιές χαντακωμένες, τάξεις ριγμένες, προσδοκίες διαψευσμένες. Ανεπαισθήτως, υποσυνειδήτως, όλοι τους αναθεωρούν τις πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές βεβαιότητες που αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές στη φάση της «θηριώδους» υπερανάπτυξης και αποδεικνύονται καταστροφικές στη φάση της ιλιγγιώδους προσγείωσης. Το flash point της κοινωνίας έχει πέσει επικίνδυνα χαμηλά. «Αυτό δεν θα τ’ αγγίξετε. Είναι από εύφλεκτο εγώ. Θα σας τινάξει όλους στον αέρα μου», που θα έλεγε κι η Δημουλά.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (7/2/2009)

Ασυγχώρητη απροσεξία
να μου στείλεις επί χάρτου εφημερίδας
ολοσέλιδη φωτογραφία σου
με αναμμένο το τσιγάρο της.

Αν έπιανε φωτιά η παραλαβή;
Ποια πυροσβεστική
ψυχραιμία εις μάτην θα καλούσα
σε ποιο διανυκτερεύον έγκαυμα
θα έτρεχα ανήμπορο εγώ χαρτί καμένο
σε ποιαν εξαντλημένη θεραπεία

Σε ποιαν αποζημίωση μετά.
Ασφάλεια αναθρώσκοντος καπνού
δεν έχω κάνει.

Κικής Δημουλά, «Εύφλεκτη η απόσταση»

Monday, February 2, 2009

Ο εγγυημένος καπιταλισμός του κάμπου (31/1/2009)

Πόσα «τέλη» του καπιταλισμού έχετε καταγράψει στην ατζέντα της κρίσης τους τελευταίους μήνες; Πέντε, δέκα; Γενικώς, γίνονται φιλότιμες προσπάθειες εκθεμελίωσης του οικονομικού πολιτισμού μας από τους πάντες. Το κράτος επέστρεψε από την οικονομική εξορία. Οι κρατικοποιήσεις και οι εθνικοποιήσεις δεν είναι πια απαγορευμένες λέξεις. Το κέρδος έχει καταστεί ύποπτο. Η απελευθερωμένη αγορά έχει γίνει συνώνυμο της καταστροφής. Η ρύθμιση έχει εκτοπίσει και την απορύθμιση και την αυτορύθμιση, Η απληστία της επιχειρηματικής ελίτ και της νομενκλατούρας του μάνατζμεντ έχει καταδικαστεί ηθικά και ελέγχεται ακόμη και νομικά. Τα golden boys είναι τα μισά υπόδικα και τα άλλα μισά υπόλογα στους μετόχους. Τα τείχη των εθνικών αγορών αναστηλώνονται. Οι πολιτικοί επιχειρούν να ανακτήσουν τη χαμένη αξιοπρέπεια του καπιταλισμού. Και οι ιδεολόγοι της αγοράς αναρωτιούνται για τη μορφή του μετα-καπιταλισμού που θα αναδυθεί από τις στάχτες της ύφεσης.

Απ’ όλα τα «τέλη» του καπιταλισμού εγώ επιλέγω το έσχατο, που είναι και εγχώριο. Έτσι, από πατριωτισμό, κι ας κινδυνεύω να συγκαταλεγώ στη λίστα των εθνικών ρουφιάνων. Γιατί είναι ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης (υποθέτω όχι μόνος, αλλά με συνεργούς τους ομοτράπεζους του οικονομικού διευθυντηρίου) που έγραψε το πιο μεταμοντέρνο, πιο τρέντι τέλος του καπιταλισμού της αγοράς. Ο κ. Χατζηγάκης, στην προσπάθειά του να διαρρήξει τα μπλόκα των αγροτών στις εθνικές οδούς, επανέλαβε δυο και τρεις φορές ενώπιον του πανελληνίου ραδιοτηλεοπτικού ακροατηρίου ότι τα 500 εκατομμύρια ευρώ που δίνονται είναι αποζημιώσεις και δεν αντίκεινται στην κοινοτική νομοθεσία. Μας έκλεισε το μάτι. Και επέπληξε προκαταβολικά όσους τόλμησαν ή πρόκειται να αποτολμήσουν την αμφισβήτηση του επιχειρήματος περίπου ως εθνικούς μειοδότες. Διότι το πατριωτικό καθήκον επιβάλλει να καταστούμε όλοι συνένοχοι στο συλλογικό ψεύδος που θα πουλήσουμε στους κουτόφραγκους των Βρυξελών ότι τα χρήματα αυτά, αποσπασμένα από τις τσέπες των φορολογουμένων, δεν είναι κρατικές, εισοδηματικές ενισχύσεις στους αναξιοπαθούντες αγρότες, αλλά απλές επανορθώσεις για ζημίες που έχουν υποστεί. Και, ο.κ., δεν έχω καμία αντίρρηση να ξεγελάσουμε τους ευρωκράτες αν είναι να παραβιάσουμε το κουρέλι που λέγεται Σύμφωνο Σταθερότητας, το οποίο είναι συνένοχο του εγκλήματος της χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης και της ύφεσης. Αλλά ας το κάνουμε με θράσος και τσαμπουκά, όχι στα μουλωχτά. Ας το κάνουμε για όλους τους κλάδους, για όλα τα κοινωνικά στρώματα, για όλες της διαστάσεις της οικονομικής πολιτικής που επιβάλλουν την επανεθνικοποίησή της. Αν περιμένουμε πότε θα συμφωνήσουν οι ευρωκράτες με τους μετα-φιλελεύθερους του Ομπάμα και τους μετα-κομμουνιστές του Ζιμπάο στη νέα παγκόσμια υπερύθμιση των αγορών, θα έχουμε στο μεταξύ χρεοκοπήσει ως χώρα και ως άτομα.

Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι το επιχείρημα του κ. Χατζηγάκη (άρα και του κ. Σουφλιά και του κ. Παπαθανασίου) ότι οι εισοδηματικές απώλειες των αγροτών είναι αποτέλεσμα «έκτακτων ζημιογόνων γεγονότων» είναι απολύτως αληθινό. Ας το υποστηρίξουμε με θέρμη και ας μην τους «δώσουμε» στις Βρυξέλες. Αλλά, για να είμαστε δίκαιοι, ας επεκτείνουμε το επιχείρημα σε όλο το φάσμα της οικονομίας. Ποιο είναι το ζημιογόνο γεγονός που έπληξε φέτος τα έσοδα των αγροτών; Οι διακυμάνσεις της αγοράς. Η οποία βασίζεται στον ατυχή νόμο «ό,τι ανεβαίνει, κατεβαίνει». Πέρσι τέτοιο καιρό προβλέπαμε περίπου ένα παγκόσμιο λιμό λόγω της εκτίναξης των τιμών αγροτικών προϊόντων που διαπραγματεύονται στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων. Τώρα οι τιμές έχουν κατολισθήσει. Συνέβη, δηλαδή, ότι η αγορά έκανε τη δουλειά που κάνει εδώ και αιώνες. Ανέβασε τις τιμές στα ύψη, φούσκωσε τα χαρτοφυλάκια των κερδοσκόπων, άφησε και κάτι στα εισοδήματα των αγροτών. Αλλά η αγορά δεν είναι φυσικό φαινόμενο. Δεν είναι χαλάζι, δεν είναι χιόνι, δεν είναι παγετός, δεν είναι ξηρασία. Είναι ένας αναρχικός μηχανισμός όπου συναντώνται οι προσδοκίες αντικρουόμενων δυνάμεων και στρωμάτων που θέλουν να αποκομίσουν από κάθε συναλλαγή το μέγιστο δυνατό όφελος. Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της συνάντησης (ή σύγκρουσης) είναι και η τιμή του προϊόντος. Ακόμη και ο ισχυρότερος μηχανισμός ελέγχου δεν μπορεί να αποτρέψει τις βασικές ροπές. Η τιμή θα πέσει, θα μείνει για λίγο σχετικά σταθερή, θ’ ανέβει. Κι ο φαύλος κύκλος θα συνεχιστεί, αφήνοντας πίσω οικονομικά πτώματα αλλά και γεμάτα πορτοφόλια.

Αν οι καμπές του οικονομικού κύκλου και οι αντανακλάσεις του στις τιμές, τις αποδόσεις των αξιών, στα κέρδη, στα εισοδήματα αναχθούν εξ ορισμού στις έννοιες των «ζημιογόνων γεγονότων» (ή των «ευεργετικών γεγονότων»), δηλαδή των φυσικών φαινομένων, τότε δεν υπάρχει λόγος να υφίσταται η αγορά. Και προσωπικά δεν έχω καμιά αντίρρηση επ’ αυτού. Το κράτος, ως μοναδική οικονομική οντότητα που θα εκτίθεται σε κινδύνους, θα αναλαμβάνει να εγγυηθεί ένα ελάχιστο σταθερό εισόδημα, μία σχετικά σταθερή τιμή, ένα σχετικά σταθερό ποσοστό κέρδους, έναν σχετικά σταθερό μισθό και γενικώς να επανορθώνει ό,τι αποκλίνει απ’ αυτά λόγω «ζημιογόνων γεγονότων». Η αόρατος χειρ της αγοράς (που έμεινε πλέον ανάπηρη, κουλή, αν όχι και ακρωτηριασμένη) θα αντικατασταθεί από την ορατή, μακρά χείρα του κράτους. Το αποτέλεσμα, βέβαια, θα είναι ότι τελικά όλοι θα γίνουμε υπάλληλοι του κράτους. Επομένως το πεδίο πάλης θα μετατοπιστεί στους κοινωνικούς, ταξικούς ρόλους: αν το κράτος εγγυάται με τον ίδιο ζήλο το μισθό του εργαζόμενου και τα κέρδη του εργοδότη του, τι λόγους έχει ο μισθωτός να μείνει εργαζόμενος αντί να γίνει κι αυτός επιχειρηματίας;

Ουδεμία αντίρρηση λοιπόν, στο πλαίσιο του νέου οικονομικού πατριωτισμού, να συμβάλλουμε στο συλλογικό ψεύδος των «ζημιογόνων γεγονότων» που κτύπησαν σαν παγετός ή ακρίδα το εισόδημα των παραγωγών και να βάλλουμε πλάτη στην οικοδόμηση του μετα-νεοφιλελεύθερου κρατικού καπιταλισμού. Υπό τον όρο, όμως, ότι θα τύχουμε όλοι ανάλογης μεταχείρισης. Διότι, προφανώς, νομιμοποιούνται κι άλλοι να στήσουν μπλόκα και να διεκδικήσουν αποζημιώσεις για τη θεομηνία της ύφεσης. Μετά τους αγρότες, μπορεί να ακολουθήσουν οι ξενοδόχοι που περιμένουν με δέος ένα μίνι κραχ στις κρατήσεις θέσεων. Μετά τους ξενοδόχους, οι έμποροι που δεν θα βγάλουν τα σπασμένα της ισχνής κατανάλωσης από τις εκπτώσεις. Μετά τους εμπόρους όλοι οι μικρομεσαίοι που βλέπουν τις παραγγελίες να ωχριούν. Μετά τους μικρομεσαίους οι βιομήχανοι, οι εργολάβοι, οι νταβατζήδες, οι εκδότες. Και μετά τους εκδότες (τους κανονικούς), οι εκδότες εκδιδομένων γυναικών που θα δουν κι αυτοί τους τζίρους τους στο ναδίρ, γιατί η ύφεση εκτός από το εισόδημα ρίχνει και την λίμπιντο. Ακόμη και τα λαμόγια δικαιούνται αναπλήρωση των διαφυγόντων κερδών από μίζες που δεν δόθηκαν λόγω κρίσης. Και μετά, αν προλάβουν και ό,τι προλάβουν οι μισθωτοί και οι άνεργοι και οι συνταξιούχοι. Ποιος θα λείψει, άλλωστε, απ’ αυτή την ατέλειωτη ουρά των αναξιοπαθούντων της κρίσης όταν στην κορυφή της έχουν τεθεί πρώτοι και καλύτεροι οι τραπεζίτες ως τα πρώτα, απόλυτα και πιο γενναιόδωρα αποζημιούμενα θύματα των «έκτακτων ζημιογόνων γεγονότων»;

Υποθέτω ότι το «Διευθυντήριο» είναι σε ετοιμότητα να ανταποκριθεί στις ανάγκες όλων αυτών, όχι μόνον γιατί το απαιτούν οι ανάγκες του εκλογικού κύκλου και οι αγωνίες για την ψαλίδα των δημοσκοπήσεων (η οποία δεν διορθώνεται στο κομμωτήριο). Αλλά και γιατί το κόστος αυτού του νεοπαγούς εγγυημένου καπιταλισμού του κάμπου (επωνυμία τιμής ένεκεν, για τους αγρότες στους οποίους τον οφείλουμε και για τους αλλοδαπούς που καλλιεργούν τα χωράφια τους) θα το αναλάβουν οι ηλίθιοι φορολογούμενοι – τα θλιβερά υποζύγια του χρέους και των ελλειμμάτων, μισθωτοί κατά κανόνα, που δεν έχουν ευκαιρία ούτε στο ευεργέτημα της φοροδιαφυγής. Γι’ αυτούς, το μόνο «ζημιογόνο γεγονός», σταθερό και διόλου έκτακτο, αποδεικνύεται η επαχθής σχέση τους με το κράτος. Ζημιογόνα και όταν το κράτος αποσύρεται από το οικονομικό προσκήνιο υπέρ νταβατζήδων, καταστροφική και όταν αποφασίζει να γίνει ο συλλογικός καπιταλιστής, ο νταβατζής των νταβατζήδων.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (30/1/2009)

Από τη φύση του κοινωνικού τους ρόλου, οι χωριάτες ζούνε μια ζωή καθαρά υλική, που πλησιάζει στον πρωτογονισμό. Εξ άλλου σ’ αυτό τους οδηγεί η σταθερή τους ένωση με τη φύση. Στους αγράμματους, η δουλειά, όταν ελευθερώνει το σώμα, αφαιρεί από το πνεύμα την εξαγνιστική του ενέργεια. Τέλος, για τους χωριάτες, η αθλιότητα είναι λόγος ύπαρξης, όπως έλεγε κι ο πάτερ Μπροσέτ.
Ανακατεμένος σ’ όλα αυτά τα συμφέροντα, ο Τονσάρ άκουε τα παράπονα του καθενός και έδινε οδηγίες για τις απάτες που θα βοηθούσαν όσους είχαν ανάγκη. Έπαιρνε μέρος κι η γυναίκα του στις κουβέντες κι υποστήριζε αυτούς που κάνανε κακό στον τόπο. Χτυπούσε φιλικά στην πλάτη τους πελάτες της και τους επιδοκίμαζε αν ήτανε, κι ήταν όλοι, κατά της «μπουρζουαζίας». Σ’ αυτό το καπηλειό, σ’ αυτή τη φωλιά από οχιές, κόχλαζε το μίσος του προλεταριάτου και της αγροτιάς για τον αφέντη και τον πλούσιο. Η ευτυχισμένη ζωή των Τονσάρ γινότανε πολύ κακό παράδειγμα. Καθένας αναρωτιότανε γιατί να μην κόβει κι αυτός τα ξύλα για το φούρνο, την κουζίνα και τη σόμπα από το δάσος της Αιγκ; Γιατί να μη βόσκει εκεί την αγελάδα του και να μη βρίσκει το κυνήγι του για το φαΐ του ή για πούλημα; Γιατί να μη θερίζουνε χωρίς να σπέρνουνε, γιατί να μην τρυγάνε χωρίς νάχουνε αμπέλι, Έτσι, η ύπουλη κλεψιά που ρήμαζε τα δάση, τους αγρούς, τα λιβάδια και τ’ αμπέλια έγινε γενική στην κοιλάδα κι απλώθηκε στις κοινότητες του Μπλανζύ, Κους και Σερνέ, όπου απλωνόταν η επικράτεια της Αιγκ.

Ονορέ ντε Μπαλζάκ, «Οι Χωριάτες»