Sunday, May 12, 2024

Το «Ζάρι» και η οικονομία-μπαρμπουτιέρα

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 11-12/5/2024


Την ώρα που γράφεται αυτό το κείμενο δεν είναι γνωστό τι τύχη είχε η ζαριά της Μαρίνας Σάττι στον τελικό της Eurovision. Μακάρι να έχει πάει καλά, όχι γιατί έχω κάποια πρεμούρα με τη διοργάνωση που επί δεκαετίες ακροβατεί μεταξύ κιτς και μουσικών ριάλιτι, αλλά επειδή η Σάττι μού είναι πολύ συμπαθής και η τραγουδιστική κατασκευή της (γιατί περί κατασκευής πρόκειται) είναι ενδιαφέρουσα. Προσωπικώς μού άρεσε και το κλιπάκι με το οποίο μας συστήθηκε το «Ζάρι», ως ευφυής σαρκασμός της ανόητης αρχαιο-τουρκο-τεχνο-μπαρόκ εικόνας που προβάλλεται για τη χώρα διεθνώς, αλλά και ως συνεκδοχή της εξίσου ανόητης αντίληψης ότι η ελληνική οικονομία θα επιπλέει για πάντα στα κύματα του ταξιδιωτικού και του επενδυτικού τουρισμού. (Greece is Bliss, γράφει η διαφημιστική πινακίδα με την οποία ανοίγει το βιντεοκλίπ του «Ζαριού», αλλά η διαφημιζόμενη «χώρα της ευδαιμονίας» απλώς δεν υπάρχει για το 70% και πλέον των απαισιόδοξων κατοίκων της, σύμφωνα με το τελευταίο Ευρωβαρόμετρο). 

Το «Ζάρι» είναι εκ πρώτης όψεως ένα ερωτικό τραγούδι που εμπιστεύεται στην τύχη (Ρίξε άλλη μια τελευταία φορά/Κι άσε να μας φέρει ό,τι θέλει μετά) την έκβαση μιας σχέσης σε κρίση, αν έχω καταλάβει σωστά. Βεβαίως, έτσι κι αλλιώς είμαστε κατά βάση προϊόντα τυχαιότητας, αλλά οι ανθρώπινες σχέσεις, όλες οι ανθρώπινες σχέσεις, από τις ερωτικές μέχρι τις ταξικές, δεν ρυθμίζονται αποκλειστικά από καλές ή κακές ζαριές. Ή, αν σκεφτούμε τις κοινωνίες και τις οικονομίες ως γιγάντιες μπαρμπουτιέρες στις οποίες οι παίκτες ποντάρουν ό,τι έχουν και δεν έχουν, οι κερδισμένοι σπάνια κερδίζουν χωρίς το απαραίτητο μπαλαμούτι. Ζάρια σκυλοφτιαγμένα, πειραγμένα ή ριγμένα τσιμπητά έχουν προκαθορίσει τους ελάχιστους νικητές και τους πάμπολλους χαμένους. Η τύχη λειτουργεί κυρίως ως άλλοθι για τους λίγους που καταφέρνουν να περάσουν από την πολυπληθή μάζα των λούζερ στην αφρόκρεμα των νικητών. Κι αυτοί με τη σειρά τους γίνονται το άλλοθι μιας κάποιας κοινωνικής δικαιοσύνης που απονέμεται τάχα χάρη στην εύνοιά της. Ολοι έχουν την ευκαιρία τους, αρκεί να ρίξουν τη ζαριά και να πάρουν το ρίσκο. Και το ρίσκο περιλαμβάνει την επίγνωση των περισσοτέρων ότι το παιχνίδι είναι στημένο, τα ζάρια πειραγμένα και ο κανόνας είναι το ποντάρισμά τους να καταλήξει στον κουβά. Τα 35 δισ. ευρώ τον χρόνο που παίζονται σε κάθε είδους νόμιμο τζόγο στη χώρα μας είναι ισχυρή ένδειξη αυτού του μείγματος πίστης και μοιρολατρίας που σπρώχνει τους περισσότερους στον κουβά της μεγάλης κοινωνικής και οικονομικής μπαρμπουτιέρας. 

Το «Ζάρι» είναι στην πραγματικότητα η βασική συνθήκη της ζωής των ανθρώπων του 21ου αιώνα και του καζινοκαπιταλισμού. Ολες οι ελάχιστες εγγυήσεις που παρέχονταν στις κοινωνίες και στα άτομα μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες αποσύρονται. Δεν υπάρχει εγγυημένη διεθνής ειρήνη, το αντίθετο μάλιστα, ο πόλεμος γίνεται μια σταθερά των διεθνών σχέσεων, στην οποία μάλιστα τα κράτη καλούνται να επενδύσουν τα λιγοστά αποθέματά τους, αποσύροντάς τα από άλλες προτεραιότητες, την Υγεία, την Παιδεία, την απασχόληση. 

Δεν υπάρχει εγγύηση πλήρους απασχόλησης, αντίθετα οι νέοι εργαζόμενοι πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να αλλάξουν πολλά επαγγέλματα και πολλών τύπων εργασιακές σχέσεις στη διάρκεια του παραγωγικού βίου τους. Κάθε επιλογή τους σήμερα, με τις καινοτομίες και την τεχνητή νοημοσύνη να υποκαθιστούν ταχύτατα γνώσεις και δεξιότητες, είναι μια ζαριά που θα ευθύνεται για τον εργάσιμο χρόνο και χρήμα που θα χάσουν στο μέλλον. Δεν υπάρχει εγγύηση για σταθερή, έστω και μικρή βελτίωση του εισοδήματος, ούτε η παραμικρή βεβαιότητα ότι και η όποια αύξηση του κοινωνικού πλούτου πετυχαίνουν οι οικονομίες θα περνάει στους μισθούς και τις αμοιβές των παραγωγών. Δεν υπάρχει καμιά απολύτως εγγύηση ότι οι πολιτικές των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών θα αποτρέπουν κάθε επόμενη κρίση, πληθωριστική, ενεργειακή, χρηματοπιστωτική ή κλιματική. Οι πολιτικές τους είναι ξεκάθαρα ζαριές σε μια μεγάλη οικονομική μπαρμπουτιέρα. Μπορεί να τους βγουν, αλλά μπορεί και όχι. 

Ελλείψει εγγυήσεων και δεσμεύσεων, οι πολιτικές και οικονομικές ηγεσίες απαλλάσσονται κάθε ευθύνης και περιορίζονται στον ρόλο των επιτηρητών των κανόνων του παιχνιδιού. Δεν υπάρχει η συλλογική ευθύνη του κράτους, των διεθνών οργανισμών, των ιθυνουσών τάξεων που ελέγχουν τον πλούτο και τα κέντρα λήψης των αποφάσεων, υπάρχει η ατομική ευθύνη των πολιτών που στην πραγματικότητα είναι απλώς παίκτες. Η ζαριά και το ρίσκο δικά τους. Κάθε σχεδιασμός για το μέλλον είναι περιττός, το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να «πέφτουν και να κυλιούνται σαν ζάρια», που θα έλεγε και η Σάττι, κι αν χάσουν δεν δικαιούνται να ζητήσουν από κανέναν λογαριασμό. 

Πότε κερδίζουν, πότε χάνουν οι παίκτες στην οικονομία-μπαρμπουτιέρα δεν είναι σαφές. Ενώ ακόμη και στο κανονικό μπαρμπούτι υπάρχουν οι στοιχειώδεις σταθεροί κανόνες -εξάρες, πεντάρες, τριάρες και 5-6 κερδίζουν, άσοι, διπλές, ντόρτια και ασόδυο χάνουν- στην οικονομία-μπαρμπουτιέρα τίποτε δεν είναι δεδομένο. Ακόμη και μια καλή ζαριά μπορεί να προσκρούσει σε μια αιφνίδια αλλαγή κανόνων: σήμερα το ασόδυο κερδίζει, οι εξάρες σε στέλνουν στον κουβά. «Μα, γιατί;», θα διαμαρτυρηθείς εύλογα. Και τότε αρχίζει το άλλο μπαλαμούτι: στην ύφεση πρέπει να κάνουμε όλοι θυσίες, αλλά και στην ανάπτυξη πρέπει να δείξουμε εγκράτεια για τις επόμενες τυχόν δύσκολες μέρες. Οι τιμές και ο πληθωρισμός αυξάνονται ευθέως ανάλογα με τη ζήτηση (άρα, εμείς προκαλούμε την αύξησή τους), αλλά όταν αυξάνονται παρότι μειώνεται η ζήτηση και η κατανάλωση φταίμε πάλι εμείς γιατί δεν κάνουμε σωστή έρευνα αγοράς. Γενικώς, όποια ζαριά κι αν ρίξουμε στην οικονομία-μπαρμπουτιέρα χαμένοι θα είμαστε. 

Κι έτσι, η μόνη επιλογή που μας απομένει είναι αυτή που περιέγραψε το 1971 ο Ράινχαρτ Λουκ (συγγραφικό alter ego του Τζορτζ Κόκροφτ) στο παράξενο μυθιστόρημά του «Ο άνθρωπος ζάρι»: να παραιτηθούμε από κάθε σχεδιασμό ζωής και να αφήσουμε τις επιλογές μας στις τυχαίες ζαριές: αν έρθει άσος βιάζω τη γειτόνισσά μου, αν έρθει δύο αυτοκτονώ, λέει ο ήρωας του βιβλίου, που αφήνεται σε μια δίνη απωλειών, αλλά φαίνεται να απολαμβάνει την αυτοκαταστροφική «απελευθέρωση» από την ίδια τη βούλησή του. 

Οι άνθρωποι-ζάρια ταιριάζουν στην κοινωνία-μπαρμπουτιέρα. Αλλά ευτυχώς η ανθρώπινη βούληση δεν εκριζώνεται εύκολα. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Ο άνθρωπος πρέπει να αισθάνεται άνετα να περνάει από τον έναν ρόλο στον άλλο, από το ένα σύνολο αξιών στο άλλο, από τη μια ζωή στην άλλη. Οι άνθρωποι πρέπει να είναι ελεύθεροι από όρια, μοτίβα και συνέπειες για να είναι ελεύθεροι να σκέφτονται, να αισθάνονται και να δημιουργούν με νέους τρόπους. Οι άνθρωποι λάτρεψαν για πάρα πολύ καιρό τον Προμηθέα και τον Αρη. Θεός μας πρέπει να γίνει πια ο Πρωτέας.


Ράινχαρτ Λουκ (Τζορτζ Κόκροφτ), «Ο άνθρωπος ζάρι»


Sunday, May 5, 2024

Κλοπιράιτ

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 3-5/5/2024


Γι' αυτές τις αναστάσεις γιατί δεν έχει προβλεφθεί καμιά γιορτή; 

Εκ προοιμίου ομολογώ μια λογοκλοπή, σε ό,τι διαβάσετε από εδώ και κάτω. Και μάλιστα αυτο-κλοπή και αυτο-λογοκλοπή. Είναι μάλιστα διπλή λογοκλοπή, γιατί τα αποσπάσματα που θα παραθέσω παρακάτω και σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με το πνεύμα των ημερών, το μεταίχμιο μεταξύ θανάτου και ζωής που καταλήγει σε μιαν ανάσταση, πρώτα τα έκλεψα από τους αρχικούς συγγραφείς τους, ύστερα τα οικειοποιήθηκα τοποθετώντας τα στη θυγατρική στήλη «Θεωρίες για την Υπεραξία» και τώρα ξανακλέβω και αυτούς και εμένα επιλέγοντας τρία αγαπημένα quotes, από τα εκατοντάδες που έχει φιλοξενήσει η στήλη, που σαρκάζουν τον θεμελιώδη χριστιανικό μύθο, τον οποίο στην πραγματικότητα, ένθεοι και άθεοι, ενστερνιζόμαστε, γιατί απλώς χεζόμαστε μπροστά στην ιδέα του θανάτου. Των άλλων, αλλά κυρίως του δικού μας. Εχουμε και λέμε λοιπόν: 


ΚΛΟΠΙΡΑΪΤ Νο1 

Ο Λάζαρος φυλαγόταν για να του τη φέρει. Το θέμα της ύπαρξης της ανάστασης ήταν τόσο σημαντικό για τον Νικόδημο όσο η ισορροπία των τιμών ανάμεσα στο αλεύρι της Χαναάν και τους δούλους του αγρού για τον ευγενή της επαρχίας: ο ένας θεμελίωνε το κράτος του στο ανεπανάληπτο της ζωής, ο άλλος στην περιουσία και στη σταθερότητα των τιμών. Εκτός αυτού, τον βασάνιζαν ακόμη οι μώλωπες, και παρόλο που δεν είχαν σχέση με το δόγμα περί ανάστασης ούτε με τον Νικόδημο αλλά, όπως του εξήγησαν ευγενικά, ήταν αποτέλεσμα της παρεξήγησης για την οποία ο ίδιος έφερε την ευθύνη, ένιωσε υποχρεωμένος να είναι προσεκτικός και δύσπιστος απέναντι σε ό,τι μπορούσε να τους επαναλάβει. Μέχρι να αποκτήσει την εμπειρία της ανάστασης, την απέρριπτε επίμονα μαζί με τους ομόγνωμους από το κόμμα των Σαδδουκαίων. Τώρα πια δεν μπορούσε να ισχυρίζεται κάτι τέτοιο, όχι τουλάχιστον τόσο απόλυτα: πώς θα τολμούσε ένας αναστημένος να αμφισβητήσει την ανάσταση; Ως αντικείμενο θαύματος, μπορούσε να περιφρονήσει το μέσο που χρησιμοποιήθηκε;

Μπόρισλαβ Πέκιτς, «Ο καιρός των θαυμάτων»


ΚΛΟΠΙΡΑΪΤ Νο 2 

Οι πύλες του Αδη έσπασαν. Ανοιξαν, ξέφυγαν οι μεντεσέδες. Τα καρφιά που κρατούσαν τα πορτόφυλλα, κατάπεσαν και πατήθηκαν διά του Σταυρού. Εξήγειρε και ανήγειρε τους προγόνους, τον Αδάμ και την Εύα, ο Χριστός εκ του τάφου. Δύναμη, πλούτος, ισχύς, βασιλεία εγκόσμια, στην αλήθεια που εννοώ ακουμπούν και στηρίζονται. Στέκουν οι βασιλείς, ακούν τα παραγγέλματα, υπακούουν, σκύβουν, ταπεινώνονται μπροστά στον Θεοφόρο άνθρωπο. Γονυπετούν. Σηκώνουν πόλεμο. Στρατιές μάχονται για την κατοχή Οσίας κεφαλής, λευκασμένων οστών. Εγκαταλείπουν ανάκτορα, ιερά παλάτια, την εγκόσμια αίγλη και λαμπηδόνα. Γόνοι εκλεκτοί φεύγουν. Από τύψη αυτοτιμωρούνται. Κατάγυμνοι αναχωρούν στην έρημο. Κατάκοποι, προσεύχονται. Κάνουν μετάνοιες σαράντα κι εκατό. Διδάσκονται. Την ώρα που γεύονται ένα ξερό κομμάτι ψωμί βρεγμένο σε ξίδι, ομολογούν ότι ουδέποτε δοκίμασαν τέτοια αμβροσία. Ουδέποτε έφαγαν με περισσότερη ευδαιμονία και χαρά.

Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, «Ο πεθαμένος και η ανάσταση»


ΚΛΟΠΙΡΑΪΤ Νο 3 

Υπαίθριος καιρός.

Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο.

Φορτωμένες.

Ο καρπός εισακούστηκε το παρελθέτω όχι,

Δεν θα εισπράξουν ούτε φέτος πατέρες

οι λιποψυχίες μας.


Ατελής η ελαιογραφία.

Να ξαναδοκιμάσω.


Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο.

Τα αργύρια φύλλα τους εποφθαλμιά

η αστραφτερή του τοπίου αγνότητα.

Φύσει καταδότρια η αθωότης.

Αυτή δεν μας παρέδωσε

για ελάχιστα ανεκπλήρωτα αργύρια

στην απώλειά της;


Να τονίσω λίγον Φαρισαίο απέναντι.

Τη θάλασσα.


Κική Δημουλά, «Μεγάλη Πέμπτη» (συλλογή «Χαίρε Ποτέ»)