Monday, March 31, 2008

Αυτόχειρες τσιπούρες (29/3/2008)

Η είδηση μου έκανε εξαιρετική εντύπωση. Και ενδεχομένως αποτελεί μιαν επανάσταση στο μέλλον των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων. Τα πράγματα έχουν ως εξής: Ερευνητές Ωκεανογραφικού Ινστιτούτου των ΗΠΑ έλαβαν χρηματοδότηση 270.000 δολαρίων για να αναπτύξουν πρόγραμμα εκπαίδευσης της μαύρης τσιπούρας ιχθυοτροφείου ώστε, αφού περάσει ένα διάστημα ελευθερίας (και αδάπανης διατροφής) στην ανοικτή θάλασσα, να επιστρέφει στο ιχθυοτροφείο (τόπο γέννησής της) περιμένοντας καρτερικά (και ανυποψίαστα) την «εκτέλεσή» της. Σατανικό! Η τεχνική των ερευνητών είναι απλούστατη. Ο ιχθυοκαλλιεργητής εκπαιδεύει τη μαύρη τσιπούρα εντός του κλωβού της σε ένα ηχητικό σήμα που συνδέεται με την ώρα του φαγητού. Αφού σιγουρευτεί ότι έχει πάρει το μάθημά της, την απελευθερώνει στην ανοικτή θάλασσα. Όταν περάσει το αναγκαίο διάστημα για να πάρει η τσιπούρα το κατάλληλο (για το πιάτο μας) μέγεθος, ο ιχθυοκαλλιεργητής την καλεί πίσω με το γνώριμο ηχητικό σήμα και το ψάρι, που έτσι κι αλλιώς δεν έχει μάθει να απομακρύνεται και πολύ από τον τόπο γέννησης και διαμονής του (άντε 100 μέτρα) επιστρέφει για να υποστεί τη μοίρα της και τον προορισμό της ως γεύμα.

Προσωπικώς δεν θα ήθελα να υπάρξω ως τσιπούρα, αλλά η τεχνική, αν επιβεβαιωθεί η αποτελεσματικότητά της, μπορεί να αποδειχθεί πολλαπλώς χρήσιμη για το ανθρώπινο είδος και όλες τις νοσηρές του σχέσεις με το ζωικό βασίλειο. Υποθέτω ότι αν, κατά τα πειράματα του πρώτου διδάξαντα Παβλόφ, μπορούν να εκπαιδευτούν και άλλα είδη σ’ αυτόν τον αυτοχειριασμό, μπορούμε να ελπίζουμε ότι στο μέλλον οι αγελάδες θα αυτο-αρμέγονται για να μας παρέχουν το γάλα, τα μοσχάρια θα αλληλοσφαγιάζονται μέχρι να γίνουν μπριζόλες και κιμάς, τα αρνάκια θα κουρεύονται, θα σφάζονται και θα σουβλίζονται αυτοβούλως, τα κατσίκια θα πηδούν αδιαμαρτύρητα στα τσιγκέλια για να γδαρθούν, τα γουρουνάκια γάλακτος θα αυτοκτονούν ακριβώς πάνω από το ταψί και οι κότες θα βουτούν χαρούμενες στο βραστό νερό για να μαδηθούν, πριν πέσουν στα καζάνια μας για να γίνουν σούπα. Πριν, όμως, αυτό το μαζικό αυτοχειριασμό των εκτρεφόμενων ζώων, τα συμπαθή βρώσιμα ζωάκια θα έχουν την ευτυχία της ελεύθερης βοσκής, της ένωσης με τη μητέρα φύση, πράγμα που εκτός από οικονομίες κλίμακας (σε ζωοτροφές, εργατικά χέρια, εγκαταστάσεις), εξασφαλίζει επίσης άνοδο των παραγωγικών στάνταρτς στο επίπεδο της βιολογικής διατροφής που αποτελεί τη νέα, ανερχόμενη αξία του καταναλωτικού μας προφίλ.

Αναρωτιέμαι αν η μέθοδος θα μπορούσε να αναπτυχθεί και στα φυτά, ώστε η βιομηχανία διατροφής να αυτοματοποιηθεί πλήρως χωρίς να παρεμβάλλεται μηχανή και μόνο ελάχιστα το ανθρώπινο χέρι. Θα μπορούσε, άραγε, ο μαϊντανός μόλις αναπτυχθεί στο προγραμματισμένο ύψος να αυτό-κόπτεται, τα μήλα και οι λοιπές οπώρες να πέφτουν από τα δένδρα την κατάλληλη στιγμή, τα μαρούλια να αναπτύσσονται ως έτοιμες συσκευασίες σαλάτας, οι τομάτες να αυτό-πολτοποιούνται για να γίνουν χυμός; Δύσκολο μου φαίνεται, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.

Τολμώ, όμως, να πω ότι η σατανική αυτή ανακάλυψη της εκπαίδευσης στην εναλλαγή δουλείας- απελευθέρωσης- επανεγκλωβισμού- αυτοχειρίας μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμη στο ανθρώπινο πεδίο. Εξ ου και η προσδοκώμενη επανάσταση στις κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις.

Αίφνης, εκτός από τις τσιπούρες, τα ψάρια και τα βρώσιμα θηλαστικά, και οι μισθωτοί θα μπορούσαν να εκπαιδευτούν πριν καν ενταχθούν στην αγορά εργασίας να είναι φθηνοί, παραγωγικοί και πάντα διαθέσιμοι. Παίρνετε ένα έφηβο. Όσο βρίσκεται στο σχολείο και στην όλη εκπαιδευτική διαδικασία, τον μαθαίνετε ότι έξω, στην ελεύθερη αγορά, τον περιμένουν οι μεγάλες ευκαιρίες- αρκεί να είναι εκεί να τις αρπάξει. Μετά το πέρας της εκπαιδευτικής διαδικασίας (πτυχίο, μάστερ κλπ) βγαίνει όντως να τις αρπάξει και επί αρκετό καιρό αρπάζει τα γνωστά τρία του. Αφού περιπλανηθεί μεταξύ ανεργίας και υποαπασχόλησης, όταν υποψιάζεστε ότι έχει εξαντληθεί η υπομονή του, αναρτάτε πινακίδες «ζητούνται κάτοχοι μεταπτυχιακού για εργασίες γενικών καθηκόντων- μισθός ανειδίκευτου». Είναι βέβαιο ότι θα τσιμπήσει, χωρίς καν ηχητικό σήμα.

Για τους ασφαλισμένους, η εκπαίδευση θα είναι μια πιο πολύπλοκη και μακρόχρονη διαδικασία. Κάθε πέντε- έξι χρόνια θα δέχονται μια ελεγχόμενη δόση μεταρρύθμισης που θα επιμηκύνει τον ασφαλιστικό τους βίο κατά ένα χρόνο. Έτσι, στη δύση του εργασιακού του βίου κάθε ασφαλισμένος που άρχισε να εργάζεται για τριακονταπενταετία θα ανακαλύπτει ότι έχει ήδη κλείσει τεσσαρακονταετία και βάλε. Μόλις ετοιμάζεται να υποβάλει τα χαρτιά του για σύνταξη, ένα ηχητικό σήμα θα ξυπνά τον άπληστο εργασιομανή μέσα του και θα σπεύδει να αξιοποιήσει τα κίνητρα για παραμονή στην απασχόληση. Στα 70 και κάτι, όταν η παρουσία του στην εργασία είναι πλέον αντιπαραγωγική (φύρα) θα του δείχνετε ευγενικά την έξοδο. Αλλά το κλου είναι αλλού. Όταν πια αναγκαστικά θα βγαίνει στη σύνταξη, εκπαιδευμένος να εργάζεται ακατάπαυστα, θα αισθανθεί, άχρηστος, περιττός, βάρος στην κοινωνία, θα πέφτει σε κατάθλιψη και μετ’ ου πολύ θα προβαίνει σε απονενοημένο διάβημα. Με ποσοστό επιτυχίας ακόμη και 20% στις απόπειρες αυτοκτονίας συνταξιούχων, τα ασφαλιστικά ταμεία θα απαλλάσσονται από μια ολότελα αντιπαραγωγική δαπάνη.

Η τεχνική «αυτόχειρες τσιπούρες» μπορεί να βρει εφαρμογή όχι μόνο σε άτομα αλλά και σε συλλογικότητες. Τα συνδικάτα, ιδιαίτερα, μπορούν να εκπαιδευτούν στη μακρόχρονη εργασιακή ειρήνη. Πρώτα δοκιμάζετε να ανακλαστικά τους σε μείζονα θεσμικά ζητήματα πχ. Ασφαλιστικό, εργασιακές σχέσεις κλπ. Εδώ χρειάζεστε «λαγούς»- εκπροσώπους του κράτους ή των επιχειρηματικών ενώσεων που εκτοξεύουν ρουκέτες (σύνταξη στα 80, κατάργηση συντάξεων, απολύσεις χωρίς όριο- τέλος πάντων κάτι θα βρείτε, φαντασία να υπάρχει). Ξεσηκώνεται θύελλα αντιδράσεων, απεργίες, διαδηλώσεις, το αγωνιστικό φορτίο της συνδικαλιστικής νομενκλατούρας εξαντλείται, οι εργαζόμενοι αναρωτιούνται τι συνέβη και μετρούν απωλεσθέντα ημερομίσθια και την ώρα που τα κουρασμένα παλικάρια μαζεύουν τα πανό, η άλλη πλευρά τα καλεί σε διαπραγματεύσεις. Διότι, ως γνωστόν, το Α και το Ω στον πολιτισμό της μισθωτής εργασίας και της οικονομίας της αγοράς είναι η ρύθμιση του μισθού. Σ’ αυτόν συμπυκνώνονται οι σχέσεις σύγκρουσης και σύνθεσης κεφαλαίου και εργασίας. Οπότε, η σύνθεση φιλτράρεται από τη λογική «τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, πέντε το λαδόξιδο». Όπου λάδι είναι ο πληθωρισμός, ξίδι οι πραγματικές απώλειες στους μισθούς και λαδόξιδο οι τελικές αυξήσεις. Η διαπραγμάτευση τελειώνει με συνοπτικές διαδικασίες, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες ανακοινώνουν περιφανή νίκη, η επιχειρηματικές ηγεσίες «διαβάζουν» εργασιακή ειρήνη και όλοι επιστρέφουν ησύχως στα σπίτια τους κρατώντας το θυμό μέχρι τις προσεχείς εκλογές. Αν και ο θυμός με τον καιρό ξεθυμαίνει.

Κάτι σας θυμίζει αυτό, κάτι μου θυμίζει και μένα αλλά ας φερθούμε σαν καθωσπρέπει τσιπούρες και ας προσποιηθούμε ότι δεν καταλάβαμε.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (29/3/2008)

Θα πρέπει να μάθετε πολλά. Η μάνα μου, που ήταν μαγείρισσα σ’ ένα χτήμα τις είχε πέντε φορές τη βδομάδα, κι η Λάινα τις έχει οχτώ. (παίρνει μια ρέγγα και την κρατά απ’ την ουρά). Καλωσόρισε ρέγγα, προσφάι του φτωχού λαού! Εσύ που στομώνεις την πείνα όλες τις ώρες της μέρας και φέρνεις πόνους αλμυρούς στα έντερα! Απ’ τη θάλασσα έρχεσαι και στο χώμα θα πας. Με τη δικιά σου δύναμη υλοτομούνται τα δάση και σπέρνονται οι αγροί και με τη δικιά σου δύναμη δουλεύουν οι μηχανές, που τις λένε υπηρέτες, και που δεν κατάντησαν ακόμα αεικίνητες. Ω, ρέγγα, σκύλα εσύ, αν δεν υπήρχες θ’ αρχίζαμε να ζητάμε να μας ταϊζουν χοιρινό και τι θα γινότανε τότε η Φινλανδία;


Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Ο κ. Πούντιλα και ο δούλος του Μάττι»

Monday, March 24, 2008

Καταστροφείς πληροφοριών (22/3/2008)

Εν σπέρματι, αυτή την ιδέα την έχω ξαναπεί, αλλά τη φρεσκάρω με την ευκαιρία της τριήμερης απεργιακής ενημερωτικής σιγής που προηγήθηκε. Πώς αισθανθήκατε χωρίς τις εκατοντάδες πληροφορίες που στερηθήκατε; Όχι και τόσο άσχημα, ε; Σας πληροφορώ ότι και οι ίδιοι οι παραγωγοί της ενημέρωσης νιώθουμε ανάλογα. Όχι απλώς γιατί η ενημερωτική σιγή που επιβάλλαμε είχε ένα διεκδικητικό περιεχόμενο που, λίγο ή πολύ, συντονιζόταν με αγωνίες και άλλων στρωμάτων. Αλλά και γιατί συχνά συλλαμβάνουμε τους εαυτούς μας να διαχειριζόμαστε το περιττό. Το απελπιστικά περιττό και άχρηστο.

Αυτή μου η ομολογία ενδεχομένως δικαιώνει όσους μας την πέσανε άγρια ως αργυρώνητο κλάδο, ενεργούμενο της εξουσίας, παραπλήρωμα της παραεξουσίας που, αφού γλίτωσε από τα κοφτερά νύχια της Φάνης και από τις αρπάγες των όμορων συντεχνιών το υγιές ταμείο του, έκανε γαργάρα τη μεταρρύθμιση. Αυτό δεν ισχύει, από κάθε άποψη. Πρώτον, διότι το απεργιακό μας καθήκον το επιτελέσαμε. Δεύτερον, γιατί και η κυβέρνηση έπραξε κι αυτή το ασφαλιστικό της καθήκον έναντι του κλάδου μας, προσθέτοντας ασφαλιστικό βίο, κόβοντας συντάξιμο χρόνο, αφαιρώντας ασφαλιστικούς πόρους. Τρίτον, διότι ως κλάδος έχουμε τις αναπηρίες συνδικαλιστικής εκπροσώπησης που έχουν όλοι οι μισθωτοί αλλά και την πρόσθετη αναπηρία της κοινωνικής εκπροσώπησης από δημοσιογράφους που έχουν προ πολλού απογειωθεί από το βάλτο της μισθωτής σκλαβιάς.

Εν πάση περιπτώσει, ο απολογισμός ενός απεργιακού αγώνα που δεν είχε την παραμικρή φιλοδοξία να ματαιώσει το ανέμελο πάρτι της ψηφοφορίας στη βουλή (παρά τις στεντόρεια υποκρισία περί «σύγκρουσης μέχρις εσχάτων»), είναι μια άλλη υπόθεση. Αντίθετα, εμένα με απασχολεί ο απολογισμός της τριήμερης ενημερωτικής σιγής. Σιγής που φαίνεται ότι ούτε πρόσθεσε ούτε αφαίρεσε κάτι από την κοινωνική ρουτίνα. Με απασχολεί το φαινόμενο. Θετικά και αρνητικά. Αρνητικά, διότι ανακαλύπτω ότι οι επαγγελματίες ενημερωτές δεν έχουμε το ειδικό κοινωνικό βάρος που νομίζουμε ότι έχουμε. Και θετικά, διότι ανακαλύπτω ότι, στον δυσοίωνο επαγγελματικό ορίζοντα, ανοίγει ένα ακόμη παράθυρο ευκαιρίας για την κόρη μου (άλλο ένα είχα εντοπίσει προς δύο μηνών, γράφοντας για την ρεβάνς του παλιατζή). Επί της ουσίας (επιτέλους): ένα ακόμη επάγγελμα για το μέλλον είναι αυτό του καταστροφέα πληροφοριών.

Η πληροφορία είναι το απόλυτο εμπόρευμα της εποχής μας. Προσλαμβάνουμε πληροφορίες από όλες τις διαστάσεις του χωροχρόνου. Πληροφορίες από το παρόν, από το παρελθόν, από το μέλλον. Πληροφορίες από τον μικρόκοσμο του κυττάρου και από τις εσχατιές του σύμπαντος. Κουτσομπολιά από το συγγενολόι, τους ενοίκους της πολυκατοικίας και ειδήσεις από κάθε γωνιά του παγκόσμιου χωριού. Πληροφορίες για πράγματα που μας ενδιαφέρουν και γνώση χωρίς προφανή χρησιμότητα. Ο μέσος ανθρώπινος νους δεν μπορεί να δεχτεί παρά απειροελάχιστο ποσοστό της παγκόσμιας ροής πληροφοριών και γνώσης που συσσωρεύεται εδώ και χιλιάδες χρόνια. Οι «αποθήκες» μας φρακάρουν. Μπορεί η ψηφιακή τεχνολογία να ανοίγει τεράστιες δυνατότητες χωρητικότητας, αλλά αυτές οι δυνατότητες θα υπονομεύονται πάντα από το έλλειμμα επεξεργασίας, από τα όρια στις δυνατότητες του ανθρώπινου εγκεφάλου. Άλλωστε, για να μπορέσει κάθε πληροφορία να διατηρεί τις ιδιότητές της ως αγαθού με αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία, θα πρέπει να επιβεβαιώνει την υπεροχή της έναντι μιας άλλης πληροφορίας την οποία αχρηστεύει, διαψεύδει ή καταργεί. Έτσι, η ανθρωπότητα θα βρίσκεται διαρκώς ενώπιον της ανάγκης να επιλέγει ποιες πληροφορίες αξίζει να διασώζονται στην οικουμενική τράπεζα δεδομένων και ποιες πρέπει να υποστούν ένα οριστικό και αποφασιστικό delete.

Υποθέτω, λοιπόν, ότι στο εγγύς μέλλον θα αναδυθεί ένα νέο επιστημονικό πεδίο, αυτό της καταστροφής γνώσης και πληροφοριών που κρίνονται άχρηστες και αντιπαραγωγικές. Οι καταστροφείς πληροφοριών θα έχουν το δύσκολο καθήκον να επιλέξουν, για παράδειγμα, κομμάτια ολόκληρα της ιστορίας που θα τα εξοβελίσουν στο σύμπαν της ανυπαρξίας. Φανταστείτε την Ευρώπη σε εκατό χρόνια. Τα έθνη της θα έχουν ανασυντεθεί, τα σύνορά της θα έχουν επαναχαραχτεί, γλώσσες θα έχουν εξαφανιστεί, κουλτούρες ολόκληρες θα έχουν υποβαθμιστεί στο επίπεδο τουριστικής ατραξιόν. Εννοείται, πώς για τους καταστροφείς της γνώσης θα είναι πολύ εύκολο να απαλείψουν ασημαντότητες όπως, ποιοι εκπόνησαν τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, ποιοι πρωταγωνιστούσαν στο πολιτικό προσκήνιο στις αρχές του 21ου αιώνα, ποιοι κράδαιναν τη ρομφαία της κάθαρσης μέχρι που έκαναν χαρακίρι μ’ αυτήν. Πρόσωπα που σήμερα θαρρούν ότι γράφουν ιστορία είναι απίθανο να διασώσουν έστω και τα ονόματά τους (μαζί με τις χρονολογίες γέννησης και θανάτου) ακόμη και στην πιο εξεζητημένη εγκυκλοπαίδεια για τον «κόσμο του παράδοξου». Αλλά, πολύ περισσότερο, οι καταστροφείς της γνώσης θα πρέπει να κάνουν οδυνηρές επιλογές για ολόκληρα έθνη και ολόκληρους αιώνες ιστορίας τους. Ενδεχομένως, για παράδειγμα, όταν θα διευθετηθεί και η εκκρεμότητα του ονόματος της FYROM, οι ιστορικοί να πρέπει να επιλέξουν ποιος από τους δύο εθνικούς μύθους, αυτός των σλαβομακεδόνων ή αυτός των Ελλήνων, θα πρέπει να διασωθεί. Ισως τελικά αποφασίσουν ότι είναι καλύτερα να διαγραφούν αμφότεροι, για να μη μπερδεύονται οι πολίτες του κόσμου. Και τελικά, ότι θα μείνει από τον Αλέξανδρο τον στρατηλάτη θα είναι η χολιγουντιανή εικόνα ενός ιδιόρρυθμου, ολίγον bisexual νεαρού που έκανε τουρνέ στην Ασία με το στρατό του, όπως οι σταρ με την πολυπληθή τους ακολουθία, τους προσωπικούς μασέρ, κομμωτές, μακιγιέρ, σωματοφύλακες, εραστές και αμπιγιέζ.

Αν ο Αλέξανδρος έχει τέτοια τύχη, φανταστείτε τι ελπίδες έχουν οι περισσότεροι από τους σταρ της καθημερινής μας ιστορίας που θαρρούν ότι «γράφουν ιστορία» με κάθε κοινοτοπία που εκστομίζουν. Ούτε ως υποσημείωση δεν πρόκειται να διασωθούν. Το χρηματιστήριο της υστεροφημίας επιφυλάσσει δυσάρεστες εκπλήξεις για ηγέτες, μεταρρυθμιστές, επαναστάτες, εφευρέτες, ιδρυτές επιχειρηματικών αυτοκρατοριών, θεμελιωτές θεωριών, δημιουργούς μεγάλων καινοτομιών, κυρίαρχες τάξεις, ηγεμονικά έθνη. Οι τεχνοκράτες της οικουμενικής μνήμης θα αποφασίζουν για την τιμή και τις ενδεχόμενες υπεραξίες κάθε πληροφορίας, άρα και για τη διάσωσή της, όπως ακριβώς οι αρχαιολόγοι αποφασίζουν κάθε φορά ποια στρώματα ιστορίας και προϊστορίας θα διασώσουν στα οικόπεδα δι’ αντιπαροχήν, πριν τα παραδώσουν στον ολετήρα του μέλλοντος.

Ως επάγγελμα, λοιπόν, ο καταστροφέας πληροφοριών ίσως αποτελεί ένα από τα πιο συναρπαστικά του μέλλοντος, δίπλα στους αστροναύτες και τους αποίκους του πλανητικού μας συστήματος, τους πιονιέρους της εκμετάλλευσης της Σελήνης και της γαιοποιησης του Άρη. Θα είναι μάλλον ένα από τα λίγα επαγγέλματα που θα παράγει υπεραξίες αποκλειστικά από πράξεις καταστροφής. Τι ήταν τα Windows; Αδιάφορο. Delete. Το iPod; Αχρηστο. Τα κινητά; Ας μείνει μια υποσημείωση δύο αράδων στο κεφάλαιο της «εγκεφαλικής τηλεπικοινωνίας». Ελληνική επανάσταση του 1821; Βάλ’ την στην παρένθεση με τις επαναστάσεις που συνέβαλαν στη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ελληνική μεταπολίτευση; Σβήνε…Το DNA της καφέ αρκούδας; Delete, δεν υπάρχουν αρκούδες πια. Η πετρελαϊκή κρίση και το κραχ του 2008; Ας κρατήσουμε μια σημείωση στην ιστορία των ενεργειακών πόρων που εξαντλήθηκαν.

Η προοπτική που περιγράφω, αν δεν είναι απλώς προϊόν της αρρωστημένης φαντασίας μου, διαγράφει μια πρόσθετη απειλή για την βιομηχανία της πληροφόρησης και τους παραγωγούς της πληροφορίας. Τον ανταγωνισμό της βιομηχανίας της αποπληροφόρησης. Καθώς οι ενημερωτές θα διαγκωνιζόμαστε για μια θέση στον διαθέσιμο «ανθρώπινο εγκεφαλικό χρόνο», κάποιοι άλλοι θα διαγκωνίζονται για να απελευθερώσουν κομμάτια αυτού του χρόνου από «άχρηστη» γνώση. Οι ψηφιακές αποθήκες μας και τα εγκεφαλικά μας κύτταρα θα ανανεώνονται όπως οι ντουλάπες μας με ρούχα του συρμού.

Αν κατά τον ανταγωνισμό των δύο αγορών (της ενημέρωσης και της από-ενημέρωσης) κινδυνέψουν πολύτιμα κομμάτια της συλλογικής μνήμης, ενδεχομένως θα χρειαστεί ένα κίνημα αντίστασης όπως αυτό των ηρώων του «Φαρενάιτ 451», που αποστήθιζαν βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας πριν αυτά παραδοθούν στη φωτιά από ένα καθεστώς που θεωρούσε τη σκέψη αντιπαραγωγική.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (22/3/2008)

Με την πληροφόρηση συμβαίνει το ίδιο (όπως και με τη διατροφή). Ιστορικά, υπήρξε ιδιαίτερα σπάνια. Ακόμη και σήμερα, στις χώρες με δικτατορικά καθεστώτα δεν υπάρχει αξιόπιστη, πλήρης και ποιοτική ενημέρωση. Αντίθετα στις δημοκρατικές χώρες ξεχειλίζει από παντού. Ο Εμπεδοκλής έλεγε ότι ο κόσμος αποτελείται από το συνδυασμό τεσσάρων στοιχείων: του αέρα, του νερού, της γης και της φωτιάς. Η πληροφόρηση έχει γίνει τόσο άφθονη, ώστε κατά κάποιο τρόπο αποτελεί το πέμπτο στοιχείο του παγκοσμιοποιημένου κόσμου μας.
Την ίδια στιγμή, όμως, όπως και η τροφή, η ενημέρωση είναι μολυσμένη. Μας χειραγωγεί, μας δηλητηριάζει, προσπαθεί να ενσταλάξει στο υποσυνείδητό μας απόψεις που δεν είναι δικές μας. Έτσι, είναι απαραίτητο να διαμορφώσουμε αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «οικολογία της ενημέρωσης». Για να καθαρίσουμε την ενημέρωση από την «πετρελαιοκηλίδα» των ψευδών, των οποίων την έκταση μπορέσαμε να διαπιστώσουμε για μια ακόμη φορά με την εισβολή στο Ιράκ.

Ιγνάσιο Ραμονέ, «Η πέμπτη εξουσία» (Le Monde Diplomatique)

Monday, March 17, 2008

Αυτιστικός αυτοματισμός (15/3/2008)

Με διασκεδάζει πολύ ο τρόπος με τον οποίο τα δημόσια πρόσωπα αφομοιώνουν και χρησιμοποιούν (μέχρι αηδίας) όρους που τους φαίνονται νέοι, γυαλιστεροί, γοητευτικοί. Τους βάζουν στο στόμα, τους υγραίνουν με τη γλώσσα όπως τα παιδιά τις καραμέλες μέχρι να λιώσουν. Λιώνουν οι λέξεις, αλλά λιώνει κι η νοημοσύνη μας. Αυτό είναι το κακό. Ωστόσο, παραμένει μια διασκεδαστική διαδικασία.

Αίφνης, ποια είναι η φράση που έχει γίνει καραμέλα των ημερών, μεταξύ κάδων απορριμμάτων και ρελέδων της ΔΕΗ; Ο κοινωνικός αυτοματισμός. Αν η AGB είχε την πολυτέλεια μιας ειδικής μέτρησης, θα ανακαλύπταμε ότι η φράση επαναλαμβάνεται δεκάδες φορές κάθε εικοσιτετράωρο τηλεοπτικής και ραδιοφωνικής φλυαρίας. Θα τη βρίσκαμε, επίσης, γραμμένη εκατοντάδες φορές σε ανακοινώσεις συνδικάτων και κομμάτων, δηλώσεις συνδικαλιστικών εκπροσώπων, βουλευτών υπουργών. Υποθέτω ότι οι εισηγητές του όρου και της θεωρίας δεν θα περίμεναν τέτοιο σουξέ, δεκαετίες ή και αιώνες από τότε που αποδήμησαν εις Κύριον. Εμείς, οι κοινοί, θνητοί, ακούμε με συγκατάβαση τους δημοσιολόγους να χρησιμοποιούν με αυτοπεποίθηση τον όρο. Ελάχιστοι τολμούν να ψελλίσουν: «Μα, τι στο διάολο είναι αυτός ο κοινωνικός αυτοματισμός;».

Λέω, λοιπόν, σήμερα να κάνουμε λίγο εγκυκλοπαιδισμό. Αρκετοί αποδίδουν το κοπιράιτ του όρου στον Σημίτη και στον Ρέππα. Ίσως, γιατί απ’ αυτούς το πρωτάκουσαν. Μια μικρή έρευνα στο μυστήριο του κοινωνικού αυτοματισμού, μας πάει πολύ πριν τη σημίτεια εποχή. Δηλαδή -τι πολύ;- αιώνες. Και, καταρχάς, στον Όμηρο και στον Αριστοτέλη. Η λέξη «αυτόματον» μάς παραδίδεται σε διάκριση από το «τυχαίον» για να προσδιορίσει πράξεις και δράσεις που είναι προϊόντα της ανθρώπινης βούλησης. Αιώνες μετά, ο Ντεκάρτ, εξικνούμενος και αυτός από τον Αριστοτέλη, περιγράφει τους ανθρώπους ως «αυτόματα», δηλαδή μηχανές που υπάγονται στους νόμους της μηχανικής και της φύσης, ενισχυμένους (ή αποδυναμωμένους) από το ιδιαίτερο που έχει ο άνθρωπος σε διάκριση από τα άλλα ζώα, τον «ορθό λόγο». Μπορεί να μη μας κολακεύει και πολύ η περιγραφή, αλλά ήταν μια τεράστια πρόοδος έπειτα από αιώνες κυριαρχίας της κατά Αυγουστίνο θεωρίας του «απόλυτου προορισμού» που εξαφάνιζε τη βούληση και την ελευθερία επιλογής. Πέρασαν δυο-τρεις αιώνες μετά τον Ντεκάρτ και ο «αυτοματισμός» εξελίχθηκε σε ένα από τα κεντρικά προβλήματα όλων των ανθρωπιστικών επιστημών, συμπεριλαμβανομένης και της νεότερης, της κοινωνιολογίας. Ο Μπερνάρ Μποζανκέτ, στις αρχές του 20ού αιώνα, αποπειράθηκε να μεταφέρει τον «αυτοματισμό» από την ατομική στη συλλογική συμπεριφορά και να εισαγάγει στοιχεία «μηχανικής» σ’ αυτό που ονομάζουμε πάλη των τάξεων, ενώ λίγο αργότερα ο «πατέρας» της αμερικανικής κοινωνιολογίας Τάλκοτ Πάρσονς αντιμετωπίζει τον «κοινωνικό αυτοματισμό» σαν τη «γενετική μηχανή» που επαναφέρει την κοινωνική δομή από τη δυσλειτουργία στην κατάσταση ισορροπίας.

Ο αυτοματισμός, πριν γίνει αυτοματισμός στη βιομηχανία, στις μηχανές γραφείου και στους υπολογιστές, πέρασε και από άλλα, πολύ πιο γοητευτικά πεδία. Οι άνθρωποι παρατήρησαν χιλιετίες πριν από τη συστολή της μιμόζας στο άγγιγμα του χεριού ή την «επίθεση» της τσούχτρας στην αντίληψη του εχθρού. Παρατήρησαν την ταχύτητα με την οποία τα νεογέννητα θηλαστικά βάδιζαν και οι νεοσσοί των πτηνών πετούσαν. Αυτό είναι ο φυσικός αυτοματισμός. Έπειτα, παρατήρησαν τα ίδια πουλιά να αποδημούν σε σχήμα «V» και συμπέραναν εύλογα ότι κάποια σχέση έχει το ανάλογου σχήματος άνοιγμα των φτερών του κάθε πουλιού και η αεροδυναμική επικοινωνία του σμήνους που κινείται συμπαγής σε κάθε κατεύθυνση, σαν μια υγρή ή αέρια μάζα. Αυτό είναι ο «κοινωνικός αυτοματισμός». Όπως βλέπετε, δεν επετεύχθη και μεγάλη πρόοδος στη Ρηγίλλης και στα πέριξ από την εποχή του πρωτόγονου ανθρώπου.

Τελικά, ο αυτοματισμός διαπέρασε κάθε πεδίο γνώσης. Την ψυχολογία και την ψυχιατρική, τη νομική επιστήμη, την τέχνη και τη λογοτεχνία (θυμηθείτε τους σουρεαλιστές και τους ρέκτες της αυτόματης γραφής). Και πριν απ’ όλα την οικονομία. Ενδεχομένως όχι ως όρος, αλλά ως αντίληψη. Καλά πάει ο νους σας στον «παππού» της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού Άνταμ Σμιθ, που έδωσε στο «αόρατο χέρι» της αγοράς τη δύναμη και την αποτελεσματικότητα ενός οικονομικού αυτοματισμού που διορθώνει τιμές, μονοπωλιακές καταστάσεις, στρεβλώσεις, κρίσεις υπερπαραγωγής, υφέσεις και ό,τι προαιρείστε. Κατά κάποιο τρόπο, η επιστροφή του οικονομικού λιμπεραλισμού στο προσκήνιο μέσω νεοφιλελευθερισμού, έδωσε νέα υπόσταση και στις θεωρίες του «κοινωνικού αυτοματισμού» τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Το αόρατο χέρι της αγοράς μ’ ένα μαγικό τρόπο κινητοποιούσε και το ορατό χέρι της πολιτικής εξουσίας για να αποσοβηθούν συγκρούσεις στο πεδίο της εν υπνώσει πάλης των τάξεων.

Η μεθοδολογία είναι απλή (αν και το βάθος της είναι ιλιγγιώδες): ο πολίτης της αγοράς διασπάται σε παραγωγό και καταναλωτή αγαθών και υπηρεσιών που παρέχουν οι ιδιώτες ή το κράτος. Το συλλογικό του δικαίωμα στην απεργία και στη διεκδίκηση καλύτερου μισθού ή εργασιακών σχέσεων βρίσκεται σε μόνιμη αντίθεση με το ατομικό του δικαίωμα στην κατανάλωση. Πρόκειται περί ενός μικρού θαύματος, χάρη στο οποίο κάθε μορφής διαμαρτυρία εξοβελίζεται στον χώρο του αδιανόητου. Η απεργία στερεί τους καταναλωτές από αγαθά και υπηρεσίες. Η πορεία στον δρόμο παρεμποδίζει το δικαίωμα στην ελεύθερη μετακίνηση. Η κατάληψη του εργοστασίου καταλύει το δικαίωμα στην ελεύθερη κίνηση του κεφαλαίου. Όλα μαζί κεφαλαιοποιούνται στη θολή έννοια του δημοσίου συμφέροντος, που προς το παρόν υπάρχει μόνο στη φαντασία όσων το επικαλούνται. Δυστυχώς, δεν υπάρχει ένα δημόσιο συμφέρον. Σχεδόν ποτέ δεν υπήρξε. Υπάρχουν πολλά επιμέρους συμφέροντα που κατά κανόνα αντιτίθενται και συγκρούονται (σπανιότερα συγκλίνουν, αλλά μόνο συγκυριακά. Π.χ. πόλεμος. Αλλά πόλεμο -στην κυριολεξία- δεν έχουμε).

Το αστείο είναι ότι η επίκληση -ομολογημένη ή ανομολόγητη- του «κοινωνικού αυτοματισμού» στην παρούσα συγκυρία της ασφαλιστικής κοσμογονίας και της απεργιακής θύελλας είναι απολύτως αδιανόητη. Γιατί, η εν εξελίξει απεργιακή σύγκρουση έχει στο επίκεντρο ένα πρόβλημα που αμβλύνει ακόμη και τις υπαρκτές αντιθέσεις ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα. Κανένα άλλο εγχείρημα ασφαλιστικής μεταρρύθμισης δεν ένωσε - αρνητικά- τόσες κοινωνικές κατηγορίες τα τελευταία χρόνια. Βιομηχανικούς εργάτες και ελεύθερους επαγγελματίες, υπαλλήλους και μικροεργοδότες, ρετιρέ και ισόγεια της μισθωτής εργασίας, νέες και παλιές γενιές ασφαλισμένων. Οι ρυθμίσεις του ασφαλιστικού νομοσχεδίου θίγουν -ίσως όχι ομοιόμορφα, όχι «δίκαια», αλλά πάντως σχεδόν καθολικά- την πλειοψηφία αυτών που υποτίθεται ότι θίγονται και κινδυνεύουν ως καταναλωτές κάθε φορά που πέφτουν οι διακόπτες της ΔΕΗ, που μαζεύονται σκουπίδια στους δρόμους, που ακινητοποιούνται τα μέσα μεταφοράς, που καθηλώνονται τα αεροπλάνα, που στραγγίζουν οι αντλίες πετρελαίου. Κι ακόμη περισσότερο, μεταφέρουν στο σύνολο της κοινωνίας μέσω της φορολογίας το πρόβλημα που δημιούργησαν στα ταμεία των ταμείων η αβελτηρία του κράτους, η πελατοκρατία των κομμάτων εξουσίας και η αεριτζίδικη εισφοροκλοπή της επιχειρηματικότητας αλά ελληνικά.

Αυτή η απρόβλεπτη συσπείρωση ετερόκλητων στρωμάτων μπορεί να προκαλέσει έναν «κοινωνικό αυτοματισμό» αντίστροφο απ’ αυτόν στον οποίο προσβλέπουν οι γαλάζιοι τεχνογνώστες. Όχι απαραίτητα απεργιακό, αλλά σε κάθε περίπτωση καταλυτικό για το ολότελα ρευστό κομματικό μας σύστημα, έστω κι αν εκδηλωθεί σε δεύτερο χρόνο, όταν το Μαξίμου θα καθεύδει ήσυχο στην τυπική νίκη του κατά την ψηφοφορία στη Βουλή.

Και τότε, δεν θα αρκούν η βιομηχανία αγωγών κατά των απεργών, ούτε οι προσφυγές του κ. Μίχαλου, ούτε ο υπερβάλλων ζήλος της δικαστικής ηγεσίας να στριμώξει το συλλογικό δικαίωμα της απεργίας στον ελάχιστο χώρο που αφήνει η αγορά, η κατανάλωση και το «δημόσιο συμφέρον». Αυτά, άλλωστε, δεν είναι «κοινωνικός αυτοματισμός». Είναι πολιτικός, διατεταγμένος και κομματικός αυτοματισμός. Και εντέλει αυτιστικός.
Και τώρα μπορείτε να επιστρέψετε στα εγχειρίδια κοινωνιολογίας.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (15/3/2008)

Τα χρόνια του πολέμου το Συνδικάτο – που γνώριζε μεγάλη ανάπτυξη στη Δύση- έφτιαξε σωματείο μέσα στη Μεταλλουργική της Πέρσονβιλ. Το σωματείο δεν χαρίστηκε. Οι εργάτες χρησιμοποίησαν την καινούργια δύναμή τους για να ζητήσουν όσα ήθελαν. Ο γερο-Έλιχου υποχώρησε όπου δεν γινόταν αλλιώς και περίμενε.
Το 1921 έφτασε η ώρα του. Οι δουλειές περνούσαν κρίση. Δεν τον πείραζε αν έκλεινε για λίγο την επιχείρησή του. Αθέτησε τις συμφωνίες που είχε κλείσει με το σωματείο και επανέφερε το προπολεμικό καθεστώς.
Το σωματείο κάλεσε φυσικά βοήθεια. Το αρχηγείο του Συνδικάτου στο Σικάγο έστειλε τον Μπιλ Κουίντ για να συντονίσει τη δράση τους. ΄Ήταν κατά της απεργίας και της ανοικτής σύγκρουσης. Και υπέρ της παλιάς τακτικής του σαμποτάζ από τα μέσα. Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για τους εργάτες της Πέρσονβιλ. Ήθελαν να ακουστούν, να γράψουν ιστορία.
Απήργησαν.
Για οκτώ μήνες. Και οι δύο πλευρές είχαν μεγάλες απώλειες. Οι απεργοί είχαν τις δικές τους. Ο γερο-Έλιχου προσέλαβε πιστολάδες, απεργοσπάστες, εθνοφρουρούς, ακόμη και μονάδες του τακτικού στρατού. Όταν είχε ανοίξει και το τελευταίο κεφάλι και είχε τσακιστεί και το τελευταίο πλευρό, το οργανωμένο κίνημα έμοιαζε με καμένο πυροτέχνημα.

Ντάσιελ Χάμετ, «Ο κόκκινος θερισμός»

Tuesday, March 11, 2008

Εκπαίδευση στη στέρηση (7/3/2008)

Με το δεδομένο ότι η ύφεση αποτελεί πλέον την πιθανότερη κατάληξη για τις οικονομίες της χαρωπής ευημερίας, με το έτερο δεδομένο ότι η χώρα των χαρωπών μεταρρυθμίσεων έχει εισέλθει σε έναν απροσδόκητο κύκλο άγριων απεργιών και με το δεδομένο, τέλος, ότι η διεθνής οικονομία αντιμετωπίζει το φάσμα απρόσμενων κρίσεων υπερπαραγωγής άχρηστων αγαθών και ανεπάρκειας των απολύτως αναγκαίων, θεωρώ χρήσιμο να αναρωτηθούμε το εξής: Ποιών πραγμάτων είμαστε διατεθειμένοι να ανεχθούμε την έλλειψη χωρίς να σωριαστούμε ως κοινωνίες, ως φαμίλιες και ως άτομα;

Οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ κατεβάζουν τους διακόπτες, βγάζουν οφ τη μία μετά την άλλη τις μονάδες παραγωγής ρεύματος κι αν δεν ντυθούν εν τω μεταξύ στο χακί, μας προετοιμάζουν για ένα σκοτεινό εικοσαήμερο. Το κοινωνικό αγαθό που μας στερούν με την απεργιακή τους αντίδραση (αν υποθέσουμε ότι μας το στερούν αυτοί και όχι η ΔΕΗ που τσιτώνει τα μεταρρρυθμιστικά νεύρα της κοινωνίας) μπορεί να εκλείψει και από άλλες αιτίες. Αίφνης, ήταν πολύ μεγαλύτερος ο κίνδυνος από την κρίση στις ρωσο-ουκρανικές σχέσεις και από το κλείσιμο της στρόφιγγας του ρωσικού αερίου, που τελικώς απετράπη και πήγε η καρδιά της Ευρώπης στη θέση της. Κι αν σκεφτούμε πιο μακροπρόθεσμα, η απειλή της ενεργειακής στέρησης προέρχεται κυρίως από τις πρωτοφανείς τιμές του πετρελαίου κι ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι χρόνο με το χρόνο τα γεωτρύπανα θα πιάνουν πάτο στο πετρελαϊκά πηγάδια. Επομένως, η απεργία της ΓΕΝΟΠ μπορεί να μας κάνει και καλό, αν την εκλάβουμε ως ένα είδος άσκησης ετοιμότητας και προσαρμογής στον ενεργειακό αφανισμό που μας απειλεί.

Το αγαθό που στερηθήκαμε άμεσα τις τελευταίες μέρες ήταν οι μετοχές. Το μπλακ άουτ που προκάλεσε στις χρηματιστηριακές συναλλαγές η απεργία των εργαζομένων στην Τράπεζα της Ελλάδας, αν συνέβαινε πριν 9 χρόνια θα είχε προκαλέσει μια μικρή λαϊκή εξέγερση. Η υπεράσπιση των δικαίων της δημοκρατίας των μετόχων και του λαϊκού καπιταλισμού θα είχε κατεβάσει στο πεζοδρόμιο εκατοντάδες χιλιάδες νεοεπενδυτές, σπαρασσόμενους από στερητικό σύνδρομο, και θα είχε προκαλέσει μείζονα πολιτική κρίση. Ως γνωστόν, αυτή τη φορά, τρεις-τέσσερις μέρες χωρίς συναλλαγές δεν συγκίνησαν κανέναν πέρα από τους επαγγελματίες της αγοράς, μερικούς φανατικούς «αλογομούρηδες» - με την καλή έννοια, δεν είναι και πάνω από 90.000-, την ελαστικού πρωτοκόλλου Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και τον υπερευαίσθητο στη διεθνή εικόνα της χώρας υπουργό Οικονομίας. Προφανώς, εμείς οι λοιποί κοινοί θνητοί, όσοι κλαίνε τα λεφτά που έχασαν στη «ληστεία» του 1999 και όσοι μένουν παγερά αδιάφοροι στο σπορ, έχουμε ήδη εκπαιδευτεί επαρκώς στην αποχή από επενδυτικές συγκινήσεις. (Εν μέρει, το οφείλουμε- και αυτό!- στις τράπεζες και στα σχεδόν μηδενικά τους επιτόκια ταμιευτηρίου). Αμφιβάλλω ζωηρώς αν ακόμη και οι ίδιες οι εισηγμένες επιχειρήσεις και τα στελέχη τους έχουν ιδιαίτερη πρεμούρα να αποκατασταθεί η τάξη των συναλλαγών. Ενδεχομένως σώθηκαν και μερικά εκατομμύρια από το ολιγοήμερο χρηματιστηριακό σκότος.

Οι δημοσκοπήσεις επιμένουν σταθερά το τελευταίο διάστημα ότι το επόμενο αγαθό που θα στερηθούμε δραματικά στο εγγύς μέλλον, είναι η πολιτική σταθερότητα. Ας πούμε ότι απειλείται το πολιτικό αγαθό που απολαμβάνουμε στα σχεδόν τριάντα χρόνια της μεταπολίτευσης. Ο δικομματισμός κινδυνεύει, είτε γιατί οι ψηφοφόροι αποφάσισαν να κάνουν χοντρή πλάκα στα κόμματα εξουσίας, είτε γιατί κατανάλωσαν σε σημείο κορεσμού ένα πολιτικό προϊόν υπερεκτιμημένο στα όρια της φούσκας. Το οποίο με δυσκολία πλέον διασώζεται με τις συνήθεις τεχνικές ψηφοκλοπής των εκλογικών συστημάτων. Προφανώς, αντιληφθήκαμε ότι ο μηχανισμός των δύο αλληλοσυμπληρούμενων και αλληλοαποκλειόμενων κομμάτων εξουσίας δεν είναι η μόνη νοητή κατάσταση διαχείρισης της εξουσίας. Και ίσως, ακόμη περισσότερο, ότι τα οφέλη μιας κατάστασης ακυβερνησίας είναι πιο ενδιαφέροντα από τις ζημίες μιας εξασφαλισμένης διακυβέρνησης. Τελικά, ίσως να μπορούμε να επιβιώσουμε και χωρίς σταθερή κυβέρνηση, σ’ ένα πλαίσιο ελάχιστης (και φοβισμένης) εξουσίας.

Στη λίστα των πραγμάτων που ενδέχεται να στερηθούμε στο εγγύς μέλλον έχουν βρεθεί και πάλι τα ονόματα, τα σύμβολα, τα λάβαρα, η ιστορία και όλα όσα συνθέτουν την εθνική μας μυθολογία. Η αγορά του εθνισμού κλονίζεται από κρίσεις κυκλικές. Τα αγαθά της βγαίνουν σε δημοπρασία, οι μετοχές της υφίστανται split, πολλές αποσύρονται, άλλες εμφανίζονται στο ταμπλό του χρηματιστηρίου των εθνών. Προφανώς, δεν έκλεισε πριν ένα αιώνα ο τοκετός των εθνογενέσεων και ο Φουκουγιάμα καταβροχθίζει υπομονετικά τα τελευταία αντίτυπα του «Τέλους της Ιστορίας» του. Θα μοιραστούμε, λοιπόν, το όνομα «Μακεδονία» με τους «παρείσακτους» των Βαλκανίων; Τι είχαμε, τι χάσαμε…Θα έπρεπε να έχουμε συνηθίσει στην ιδέα ότι η ελληνικότητα είναι ένα αγαθό διεθνοποιημένο- ίσως το μόνο που διαθέτουμε-, καταγραμμένο σε χιλιάδες λέξεις, χιλιάδες προϊόντα, χιλιάδες label και ετικέτες. Να ζητήσεις ποσοστά από τους χρήστες; Δεν λέει…Ο «μακεδονικός χαλβάς» έχει περισσότερους λόγους να ανησυχεί από την εύθραυστη εθνική μας αξιοπρέπεια. Αυτή δεν τρέφεται πλέον με μύθους και συμβολισμούς. Χρειάζεται στέρεες κοινωνικές και οικονομικές δομές, απαιτεί μιαν ελάχιστη κοινωνική συνοχή και μιαν ανεκτή δόση ευημερίας για όλα τα «έθνη» που περιλαμβάνονται σε κάθε έθνος. Προφανώς, κι η εθνική αξιοπρέπεια, όπως ο έρωτας, περνά απ’ το στομάχι. Το δικό μας στομάχι το έχουμε ήδη εκπαιδεύσει σε τέτοιοι είδους δίαιτες. Προφανώς, λοιπόν, θα επιβιώσουμε και σε αυτή τη στέρηση.

Ο έτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζουμε είναι να ξεμείνουμε από πληροφορίες. Αν η εύθυμη ασφαλιστική μεταρρύθμιση ξυπνήσουν και πάλι στους δημοσιογράφους το απεργιακό κτήνος που έχουν μέσα τους, τι θα συμβεί; Και πώς θα αντέξουμε την παραπολιτική σιγή που ενδεχομένως θα επιβάλει το φάσμα της λογοκρισίας- και της αυτολογοκρισίας- στις ενημερωτικές νησίδες του Διαδίκτυου, μπογκ και ξεμπλογκ; Θα είμαι καθησυχαστικός: θα το αντέξουμε. Έτσι κι αλλιώς πάσχουμε από κρίση υπερπληροφόρησης, ο ταπεινός μας εγκέφαλος αδυνατεί να επεξεργαστεί πάνω από το 1% των πληροφοριών που διοχετεύονται καθημερινά από χιλιάδες πηγές. Στο μέλλον, προβλέπω να διαπρέπει ως επάγγελμα η δεξιότητα του καταστροφέα πληροφοριών. Εξειδικευμένοι επιστήμονες θα αποφασίζουν την διαγραφή όχι μόνο πληροφοριών της καθημερινότητας, αλλά ολόκληρων κεφαλαίων ιστορίας που δεν θα προσθέτουν τίποτα στη γνώση και στη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας. Περιττό να πω ότι, μ’ αυτό το δεδομένο, καμιά ελπίδα ιστορικής επιβίωσης δεν έχουν οι αστέρες του σύγχρονου πολιτικού στερεώματος ή προβλήματα που προκαλούν την εθνική μας κατάθλιψη, όπως το μακεδονικό.

Το ερώτημα είναι τι θα κάνουμε με το πραγματικό, πέρα από το συμβολικό, στομάχι μας. Διότι, οι μελλοντολόγοι της διεθνούς οικονομίας (όπως θα διαβάσετε και στο σχετικό αφιέρωμα στις παρακάτω σελίδες) προβλέπουν ένα κίνδυνο πολύ πιο απτό για τα καυστικά γαστρικά μας υγρά. Θα ζήσουμε χωρίς πετρέλαιο και αέριο, θα ζήσουμε χωρίς μετοχές, θα ζήσουμε ημιανάπηρη την εθνική μας ευαισθησία, θα επιβιώσουμε και με λιγότερες πληροφορίες. Αλλά θα ζήσουμε χωρίς τροφή; Γιατί, την ώρα που παράγονται μικροτσίπ με μνήμη αιώνων στριμωγμένη σε χιλιοστά του εκατοστού, το στάρι, τα λαχανικά, το κρέας και όλα όσα συνοδεύουν την ανάπτυξη του ανθρώπου εδώ και δεκάδες χιλιάδες χρόνια κινδυνεύουν να γίνουν είδη εν ανεπαρκεία ή πανάκριβα χρηματιστηριακά προϊόντα. Οι κοινωνίες της πείνας και της στέρησης διεκδικούν το μερίδιό τους στο ψωμί των ανθρώπων, αλλά οι τεχνοκράτες της υπερανάπτυξης αδυνατούν να το εξασφαλίσουν χωρίς το προσφιλές εργαλείο της ανισότητας.

Αν δεν καταλήξουμε να συμμετέχουμε σε ημερήσιες δημοπρασίες για μια φραντζόλα ψωμί και δυο μερίδες κρέας, θα πρέπει να εκπαιδευτούμε στην τακτική που εφάρμοσε ο Χότζας για το γάιδαρό του. Το τι έπαθε ο γάιδαρος είναι γνωστό.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (7/3/2008)

Φέτος ευτυχώς
έμοιαζε σα γινωμένο φθινόπωρο
ο καιρός
δεν καταλάβαμε χειμώνα

εμείς όμως που καταλάβαμε
τι θα γίνει
θα το πάρουμε τουλάχιστον
εκείνο το μικρό επίδομα αντοχής
ως αποζημίωση
για τα ζαρζαβατικά, τα οπωροφόρα
τις καλλιέργειες βάμβακος, πληγών
για τα ζωντανά μας, τα ετοιμόγεννα
και τα πεθαμένα μας που ψόφησαν όλα;

Θε μου, τι κουφάρια ξέβρασε η επιβίωση.

Κικής Δημουλά, «Για τις πληγείσες ιδιοσυγκρασίες» (Συλλογή «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως»

Monday, March 3, 2008

"...πάρεξ ελευθερία και γλώσσα…" (1/3/2008)

«Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα…»


Μπορεί η μπλογκολογία να διακτίνισε ξαφνικά την ψηφιακά ημιαναλφάβητη Ελλάδα στο σύμπαν του Διαδικτύου, εμένα ωστόσο με γύρισε δύο αιώνες πίσω, στον καθυστερημένο ελληνικό διαφωτισμό και στον Διονύσιο Σολωμό. Αν το καλοσκεφτείτε, τα υπαρκτά αλλά και τα υποβολιμαία διλήμματα για τα όρια στην ελευθερία της έκφρασης μας επιστρέφουν σαν ερωτήματα που υποτίθεται ότι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες έχουν απαντήσει εδώ και δύο αιώνες. Μεγάλη πρόοδος... Θα χρειαστεί να ξαναδιαβάσουμε τον Τζον Στιούαρτ Μίλ, τον Τζον Λοκ, τον Ζαν Ζακ Ρουσό και φυσικά και τον Σολωμό. Ή, να τους πετάξουμε στα σκουπίδια της ιστορίας.

Τον Σολωμό και την φράση του τίτλου τα θυμήθηκα γιατί θαρρώ ότι συμπυκνώνουν, μ’ ένα μοναδικό τρόπο για την ψηφιακά ανυποψίαστη εποχή του εθνικού μας ποιητή, τις δύο συνιστώσες του έσχατου σήριαλ της νεοελληνικής φαιδρότητας. Ελευθερία και γλώσσα. Η πρώτη, αποτελεί θεωρητικά τη φυσική κατάσταση του είδους μας, περιοριζόμενη αρχικά μόνον από φυσικούς καταναγκασμούς. Η ιστορία της ανθρωπότητας αποτελεί ένα βασανιστικό, κυριολεκτικά αιματηρό αγώνα ανάκτησης αυτής της χαμένης ανθρώπινης «φύσης». Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς σ’ αυτό, γιατί απλώς θα παπαγαλίζει τον Ρουσό. Η δεύτερη συνιστώσα της σολωμικής βασάνου, δεν περικλείει μόνο την αγωνία του ποιητή να αποκτήσει γλωσσική υπόσταση και ενότητα το εκκολαπτόμενο έθνος του 18ου αιώνα, αλλά και μιαν ολόκληρη φιλοσοφία για τα μέσα έκφρασης. Ήταν η εποχή που το ζητούμενο δεν ήταν η χάραξη των ορίων και των περιορισμών στα μέσα έκφρασης, αλλά η άρση τους.

Φαίνεται πως τόση ελευθερία, όση ανακτήσαμε στους δυο αιώνες που μεσολάβησαν, δεν την αντέχουμε. Μπλεγμένοι στις άγνωστες λέξεις του ψηφιακού αλφαβηταρίου, αντικρίζουμε σαν απειλή ένα νέο χώρο ελευθερίας που αναπτύσσεται με ασύλληπτη ταχύτητα, έστω κι αν προς το παρόν αποτελεί πεδίο εικονικής και όχι απτής δημοκρατίας. Κανονικά, η διατελούσα σε κώμα πολιτική τάξη, που κατά τα λοιπά ομνύει στο όνομα της «ψηφιακής Ελλάδας», θα έπρεπε να πανηγυρίζει το γεγονός ότι αρκετές χιλιάδες Ελληνες blogάρουν καθημερινά, κρίνοντας, επικρίνοντας, αγανακτώντας, μελαγχολώντας, ακόμη και βρίζοντας, στη μεγάλη Αγορά του Δήμου στο Διαδίκτυο. Μια Αγορά πολύ πιο ζωντανή από την εν υπνώσει βουλή που γεμίζει μόνο όταν πρόκειται να χειροκροτηθούν οι αρχηγοί, να γίνει ονομαστική ψηφοφορία ή να δοκιμαστεί η κομματική πειθαρχία. Θα έπρεπε να χαίρονται που εκατοντάδες χιλιάδες νεοέλληνες σερφάρουν σ’ αυτά τα ημερολόγια της καθημερινότητας, σχολιάζοντας, εξαίροντας ή βρίζοντας τους συντάκτες τους. Γιατί, προφανώς, το διαδίκτυο δεν εξαντλεί τον προορισμό του στο το e-shopping, το e-banking, το e-business και στο e-masturbating.

Το Διαδίκτυο, αυτό το ασήμαντο ψηφιακό υβρίδιο που ξέφυγε από τα εργαστήρια του αμερικανικού Πενταγώνου, έδωσε μέσα σε δύο δεκαετίες υπόσταση στην πιο μεγάλη, πραγματικά παγκοσμιοποιημένη και εξ ορισμού άναρχη αγορά της ιστορίας. Την αγορά της πληροφορίας. Και η πληροφορία που διακινείται στο Διαδίκτυο αποτελεί το πρώτο προϊόν που ξέφυγε από τα συμβατικά πλαίσια των εμπορευματικών σχέσεων. Είναι το πρώτο προϊόν που δεν υπόκειται στις τυπικές σχέσεις κατοχής και ιδιοκτησίας του καπιταλισμού. Το κόστος παραγωγής και διακίνησής της είναι σχεδόν μηδενικό. Ένας ανέστιος κάτοικος της πιο φτωχής και απομονωμένης χώρας στον κόσμο, με ένα PC και μια τηλεφωνική γραμμή, έχει την ίδια δυνατότητα να «πουλήσει» την πληροφορία του με τον Μπιλ Γκέιτς και τις τεράστιες οργανωμένες αυτοκρατορίες πληροφόρησης. Ξαφνικά, η μονοπωλιακή οργάνωση της οικονομίας της πληροφορίας αμφισβητείται, οι διακρατικές, κρατικές και ιδιωτικές πηγές ενημέρωσης αποκτούν εκατομμύρια «ανταγωνιστές», κρυμμένους πίσω από μιαν οθόνη υπολογιστή, στα ελάχιστα τετραγωνικά του σπιτιού τους.

Το παράδοξο είναι ότι αυτή η δυνατότητα παρασχέθηκε αφειδώς στους ακτήμονες αυτής της νέας αγοράς από τους ίδιους τους κηδεμόνες της. Τα προϊόντα που μας έπεισαν να αγοράσουμε, οι υπολογιστές, το λογισμικό τους, τα κινητά τηλέφωνα, οι συνδέσεις υψηλής ταχύτητας έγιναν μέσα παραγωγής στα χέρια των ανυποψίαστων πελατών τους. Συνέβη ότι παλαιότερα συνέβη με τη γραφή ή την τυπογραφία. Η διάδοσή τους έγιναν μέσα κατάλυσης άκαμπτων, δεσποτικών συστημάτων εξουσίας, εργαλεία επέκτασης της ανθρώπινης ελευθερίας πέρα από τα μέχρι τότε νοητά όριά της.

Η ιστορία του τύπου είναι πολύ πρόσφατη για να κάνουμε ότι την αγνοούμε. Πολύ πριν οι εφημερίδες αναπτυχθούν σε οργανωμένα εκδοτικά συγκροτήματα, με ιδιαίτερα συμφέροντα και ανταγωνιστικές σχέσεις, αποτέλεσαν προπύργια σύγκρουσης με τις πολιτικές εξουσίες. Οι εφημερίδες προέκυψαν μέσα από μιαν ανελέητη πάλη με εξ ίσου ανελέητους μηχανισμούς λογοκρισίας. Συνόδευσαν εξεγέρσεις, επαναστάσεις, κινήματα αμφισβήτησης. Φυσικά, όταν οι επαναστάσεις και τα κινήματα έγιναν καθεστώτα, ο τύπος βολεύτηκε στα νέα σύνορα ελευθερίας. Η λογοκρισία έδωσε τη θέση της στην αυτολογοκρισία που επιβάλλουν οι ιδιαίτερες σχέσεις διαπλοκής ή διαπάλης με τις νέες εξουσίες της σύγχρονης δημοκρατίας της αγοράς.

Το Διαδίκτυο, είναι ο τελευταίος χώρος ελευθερίας πληροφόρησης και έκφρασης στον οποίο συνυπάρχουν με όρους τυπικής ισότητας οργανωμένα συμφέροντα, ανοργάνωτοι Δονικχώτες και κοινοί τσαρλατάνοι. Η δαιμονοποίησή του, ως πηγή νέων εγκλημάτων, είναι καθαρή απάτη. Οι άνθρωποι σκοτώνουν, κλέβουν, συκοφαντούν, βρίζουν, εκβιάζουν, εξαπατούν με τον ίδιο τρόπο και στα στέκια των νονών της νύχτας, και στις πιάτσες της σωματεμπορίας, και στους διαδρόμους της εξουσίας, και στις λεωφόρους του ψηφιακού κόσμου. Το νομικό και ποινικό οπλοστάσιο των πολιτικών δημοκρατιών είναι ήδη παραφορτωμένο για να το επιβαρύνουμε με νέα πονηρά νομοτεχνήματα. Το κράτος, η νομοθετική εξουσία, όπως θα έλεγε κι ο Τζον Στιούρτ Μίλ, έχει πεδίο δόξης λαμπρό στην άρση των περιορισμών και καταναγκασμών, αντί να επιδίδεται στο νεοσυντηρητικό σπορ της περιστολής δικαιωμάτων. Αρκετές κατραπακιές έχει φάει ο πολίτης του κόσμου μετά την 11η Σεπτεμβρίου.

Η ελευθερία της έκφρασης έχει φυσικά και τα ρίσκα της. Στον νέο αχανή χώρο βρίσκουν θέση η δημιουργικότητα, η σκέψη, η πρωτοτυπία αλλά και η αλητεία και η αγυρτεία και η απάτη. Άνθρωποι θα διασυρθούν, οικογένειες θα διαπομπευθούν, παιδιά θα εκτεθούν σε κινδύνους. Αλλά ο μείζων κίνδυνος δεν είναι η αθυροστομία και η αυθαιρεσία των bloggers ή των αφελών σταυροφόρων της «καθαρής ενημέρωσης». Ο μείζων κίνδυνος είναι να εξοπλιστεί η εξουσία με ένα ακόμη θεσμικό εργαλείο φίμωσης και κατάλυσης δικαιωμάτων. Η εξουσία- σε όλες τις τυπικές και άτυπες μορφές της- δεν θα απαλλαγεί ποτέ από τη φυσική της ροπή στην αυθαιρεσία. Αντίθετα, οι πολίτες της ψηφιακής Αγοράς έχουν την δυνατότητα «εξοστρακισμού» όσων καταχρώνται την γενναιόδωρη ελευθερία τους. Μπορούν να τους τιμωρήσουν με χαμηλή επισκεψιμότητα, με σχόλια αποδοκιμασίας. Η αθηναϊκή δημοκρατία δεν έχασε τίποτε- αντίθετα, κέρδισε- από την εκτονωτική βωμολοχία του Αριστοφάνη εις βάρος δημοσίων προσώπων που διέθεταν το χιούμορ και την κουλτούρα της ανοχής. Και η γαλλική επανάσταση δεν απώλεσε ουσία από τη σαδομαζοχιστική πορνογραφία του ντε Σαντ που δοκίμαζε την αντοχή των άκρων της ελευθερίας.

Φυσικά, θα ήταν ανόητη αυταπάτη να υποστηρίξει κανείς ότι το Διαδίκτυο θα καταλύσει τα μονοπώλια της ελεγχόμενης πληροφόρησης και ότι θα αποτελέσει το προπύργιο της ανεξάρτητης, πέρα από κάθε πολιτικό ή οικονομικό καταναγκασμό, ενημέρωσης. Η αγορά, όπως και η φύση, απεχθάνεται το κενό. Αργά ή γρήγορα, η θεωρητικώς ανιδιοτελής προσφορά χρόνου των ψηφιακών ενημερωτών, θα βρει το αντίτιμό της. Τα δισεκατομμύρια μάτια που καρφώνονται κάθε μέρα στις οθόνες των υπολογιστών τους, είναι μια τεράστια αγορά για να την αγνοήσει κανείς. Οι χιλιάδες των bloggers θα αξιολογηθούν με όρους δημοφιλίας. Θα αποκτήσουν τιμή ευθέως ανάλογη των «κλικ». Δεν είναι κάτι θεωρητικό. Γίνεται ήδη, με διακριτικά διαφημιστικά «μπάνερ». Μοιραία, η αγορά θα δώσει τη «λύση» πολύ αποτελεσματικότερα από το πιο σιδηρούν νομοθέτημα, από την πιο σκληρή υπηρεσία αστυνόμευσης. Η ροή πληροφοριών θα μπει στ’ αυλάκι της αυτολογοκρισίας, ευθέως ανάλογης με την οικονομική απόδοση κάθε ψηφιακής νησίδας. Ποιος ξέρει, ίσως στο εγγύς μέλλον μας απασχολούν φαινόμενα αθέμιτου ανταγωνισμού στα «καρτέλ» των blog…

Βλέπετε, και το Διαδίκτυο είναι ένας χώρος δυνητικής ελευθερίας. Αλλά τα μέσα απελευθέρωσης της ανθρωπότητας από τους καταναγκασμούς δεν είναι άλλα από τους ίδιους τους ανθρώπους.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (1/3/2008)

Εκείνο που μπορεί να υπάρξει τελείως ελεύθερο από την εμπορευματική μορφή δεν είναι ούτε η γη ούτε το κεφάλαιο, αλλά η πληροφορία. Όλες οι άλλες μορφές ιδιοκτησίας έχουν χαρακτήρα αποκλειστικό. Η κατοχή τους από έναν αποκλείει εξ ορισμού την κατοχή τους από κάποιον άλλο. Η ταξική σχέση μπορεί να αμβλυνθεί, αλλά δεν μπορεί να καταργηθεί. Στην ανάπτυξη των ανυσματικών μέσων παραγωγής και διανομής, η ανυσματοκρατική τάξη βλέπει το τελειότερο μέσο για να εμπορευματοποιήσει τον πλανήτη εμπορευματοποιώντας την πληροφορία. Όμως, η τάξη των χάκερ μπορεί, εκμεταλλευόμενη την ίδια ιστορική ευκαιρία, να συνειδητοποιήσει ότι έχει στα χέρια της τα μέσα για να αποεμπορευματοποιήσει την πληροφορία. Η πληροφορία είναι ένα δώρο που μπορεί να μοιραστεί χωρίς να λιγοστέψει τίποτε άλλο εκτός από την σπάνιν της.

McKenzie Wark, «Ένα μανιφέστο των χάκερ»