Tuesday, May 29, 2007

Το χαρτοφυλάκιο του praetoris urbani

Οι praetores urbanes μπορούν- ακριβώς όπως και οι Ρωμαίοι πρόγονοί τους- να ασκούν με συνοπτικές διαδικασίες, σ’ ένα πεζοδρόμιο, όλες τις εξουσίες σε συσκευασία μιας: να νομοθετήσουν, να δικάσουν και να «εκτελέσουν» επι τόπου την «ποινή» εις βάρος οποιουδήποτε. Φανταστείτε τι οικονομίες κλίμακας συντελούνται από μια τέτοια πυρηνική σύντηξη εξουσιών.

Εντάξει, η βία είναι μαμή της ιστορίας. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο Μπάιρον (ο ημέτερος, όχι του Μεσολογγίου) γράφει, τώρα, ιστορία. Ούτε πολύ περισσότερο οι υφιστάμενοί του αστυνομικοί που εξάντλησαν την δύναμη του ροπάλου, της πυγμής και της κλωτσιάς τους στο κεφάλι ενός εικοσιτετράχρονου. Φυσικά, δεν έπρεπε να εκπλαγούμε απ’ αυτήν την εκρηκτική έκφραση κρατικής βίας. Αλλά τα ανακλαστικά μας έχουν προσαρμοστεί πλέον σε τηλεοπτικά μόνο ερεθίσματα. Ισως αν δεν υπήρχε εκείνο το καταραμένο βίντεο κανείς να μην είχε πάρει μυρωδιά. Ο Βύρων θα έδρεπε δάφνες για το άψογο σαβουάρ βιβρ των «πραιτόρων». Ούτε συγνώμες, ούτε μεταθέσεις, ούτε άβολα ξεκαρφώματα. Και οι ίδιοι οι «πραίτορες» θα αφοσιώνονταν απερίσπαστοι στο επενδυτικό τους χαρτοφυλάκιο. ο οποίο, ως γνωστόν, εμπλουτίζεται εσχάτως με την γενναιοδωρία της πολιτικής ηγεσίας: αναγνωρίσεις συντάξιμων χρόνων, επιδόματα επικινδυνότητας, διορθώσεις στο μισθολόγιο…Δεν λέω ότι οι μπάτσοι έγιναν αίφνης πλούσιοι, αλλά, οπωσδήποτε, έχει διανυθεί αρκετή απόσταση από την εποχή του «τρεις κι εξήντα παίρνετε και τον κόσμο δέρνεται». Αυτοί δεν παίρνουν πια τρεις κι εξήντα, αλλά ο κόσμος εξακολουθεί να δέρνεται.

Και μάλλον έτσι θα πορευτούμε για πολύ καιρό ακόμη. Και δεν θα μας διασώσει η λατινομάθεια του Μπάιρον, η οποία ωστόσο προσθέτει μια λεπτομέρεια πρόσφορη για ενδιαφέρουσες ιστορικές συγκρίσεις. Βλέπετε, οι «πραίτορες ουρμπάνες» ήταν από τα πρώτα ανώτατα κρατικά αξιώματα που κατάφεραν να κατακτήσουν οι πληβείοι της Ρώμης στη μακραίωνη ταξική τους αναμέτρηση με τους πατρικίους. Αυτό τους έδωσε αργότερα τη δυνατότητα να αναρριχηθούν και στο αξίωμα του ύπατου, ακόμη και του δικτάτορα. Δεν ξέρω αν οι πατρίκιοι της σύγχρονης πολιτικής μας ζωής θέλουν να το ρισκάρουν, αλλά διατρέχουν κι αυτόν τον κίνδυνο όταν επενδύουν τόσα πολλά στη βία, το φόβο και την αστυνόμευση. (Δεν είμαστε πια στη δεκαετία του ’60, στην εποχή που ο Παζολίνι, στην αναμέτρηση των φοιτητών με την αστυνομία επέλεγε – αφήνοντας εμβρόντητη την αριστερά- να είναι με την πλευρά των δεύτερων, γιατί «οι αστυνομικοί ήταν τα παιδιά των προλετάριων και οι φοιτητές τα παιδιά των αστών»). Τώρα, ο μεσαίος χώρος τα έχει κάνει όλα ίσωμα. Είμαστε όλοι παιδιά του «μεσαίου χώρου» και το μερίδιο ισχύος που μπορεί να μας εμπιστευτούν, μπορεί να γίνει μηχανισμός άλωσης της εξουσίας. Ρίξτε μια ματιά στη βουλή, στα ανώτατα κλιμάκια της κρατικής γραφειοκρατίας, στις ηγεσίες των ΔΕΚΟ. Δεν επανδρώνονται πια μόνο από πατρικίους και τους απογόνους τους. Παιδιά πληβείων, αγροτών, προλετάριων υπερασπίζονται μια χαρά το κράτος, τα ταξικά τείχη, το καθεστώς. Είναι κι οι ίδιοι πια καθεστώς. Φοβού τους πραίτορες, λοιπόν, Μπάιρον…

Την ίδια συμβουλή θα έπρεπε να δώσει κανείς, πριν δεκατρία χρόνια, στον Μητσοτό τον επίτιμο, που -χωρίς τις λατινικές φιοριτούρες του Βύρωνα- έλεγε στους αστυνομικούς με στόμφο «εσείς είστε το κράτος». Οσο κράτος είναι και οι praetores urbanes, που μπορούν- ακριβώς όπως και οι Ρωμαίοι πρόγονοί τους- να ασκούν με συνοπτικές διαδικασίες, σ’ ένα πεζοδρόμιο, όλες τις εξουσίες σε συσκευασία μιας: να νομοθετήσουν, να δικάσουν και να «εκτελέσουν» επι τόπου την «ποινή» εις βάρος οποιουδήποτε υπόπτου. Φανταστείτε τι οικονομίες κλίμακας συντελούνται από μια τέτοια πυρηνική σύντηξη εξουσιών. Γλιτώνεις τους μισθούς των βουλευτών, των νομοτεχνών, των δικαστικών, των γραφειοκρατών και όλων όσοι μεσολαβούν για να εκτελέσουν την τελική «ποινή» που αναλογεί στο μέσο ανυποψίαστο πολίτη: την άσκηση της κρατικής βίας.

Γιατί, υπάρχει μεγάλη συσσώρευση βίας στον σύγχρονο κρατικό Λεβιάθαν. Ένα μεγάλο απόθεμα θεσμικού (και αθέσμιτου) αυταρχισμού που δεν μας επιτρέπει να απορούμε όταν ένα ακατέργαστο όργανο της τάξης επενδύει το προσωπικό του χαρτοφυλάκιο βίας σ’ έναν ύποπτα κινούμενο νεαρό με ατημέλητη περιβολή. Η βία εκφράζεται ακόμη και στις πιο επιβλητικές τελετουργίες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Στη νομοθετική υπερ-ρύθμιση και κάθε λεπτομέρειας της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής. Στην πολυνομία που κάνουν αδιαπέραστο, αντιφατικό και αλληλοαναιρούμενο για το μέσο πολίτη το νομοθετικό οπλοστάσιο του κράτους. Στις υπερεξουσίες των δικαστών που από εγγυητές του συντάγματος και των νόμων μετατρέπονται σε ευκαιριακούς ερμηνευτές τους, κατά το ρεύμα της πολιτικής συγκυρίας. Στο κοινοτικό υπερκράτος που νομοθετεί από τις Βρυξέλες και το Στρασβούργο τη συστηματική περιστολή δικαιωμάτων εν ονόματι της ασφάλειας. Στην παράτα των συνταγματικών αναθεωρήσεων που μετατρέπουν το σύνταγμα σ’ ένα άνευρο κουρελόχαρτο, παίγνιο του κομματικού συστήματος. Στις πολιτικές που ουδείς ψηφοφόρος έκρινε και ενέκρινε, αλλά τις βρίσκει μετεκλογικά μπροστά του. Στην κωμωδία των ανεξάρτητων αρχών που εμφανίστηκαν ως ελπιδοφόρα αντίβαρα του κράτους για να εξελιχθούν σε γραφικά (και γραφειοκρατικά) κακέκτυπά του. Και φυσικά, στον τρόπο που ντοπάρουν και κολακεύουν οι αρμόδιοι υπουργοί άλλοτε τα σώματα ασφαλείας, ως αυθεντικούς praetores urbanes και άλλοτε τους δικαστικούς, ως αρχάγγελους της κάθαρσης και εξυγιαντές της δημόσιας ζωής, censores των δημοσίων ηθών. Δεν νομίζετε ότι υπάρχει άφθονη βία σ’ όλα αυτά, πολύ πιο αξιοπρόσεκτη από …το ξύλο της αρκούδας σ’ ένα πεζοδρόμιο της Θεσσαλονίκης;

Και η βία αυτή, που στερεί σταδιακά από τον πολίτη και τις τελευταίες μικρές δυνατότητες επίδρασης στην εξουσία, γίνεται πιο κραυγαλέα με φόντο το ξεσάλωμα της οικονομίας της αγοράς, την καταθλιπτική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού στις οικονομικές πολιτικές. Η ρητορική του νεοφιλελευθερισμού, δυο- τρεις δεκαετίες πριν, όταν ακόμη εμφανιζόταν σαν μια προκλητική, ρηξικέλευθη αίρεση του καπιταλισμού, υποσχόταν λιγότερο κράτος, ελάχιστο κράτος, ίσως και εξαφάνιση του κράτους, με όρους που ούτε οι πιο ευφάνταστοι αντεξουσιαστές δεν είχαν τολμήσει να διατυπώσουν. Και λιγότερο κράτος, σημαίνει λιγότερη βία, λιγότερη αστυνομία, λιγότερη ρύθμιση, περισσότερη αυτορύθμιση. Αν δεν πρόκειται απλώς για μια κραχτή απάτη, η ρητορική του νεοφιλελευθερισμού για το λιγότερο κράτος, αποδεικνύεται μια αυταπάτη. Περισσότερο από ποτέ φαίνεται ότι η ελευθερία των αγορών έχει ανάγκη την κρατική βία, στην αιματηρή ή στην καθωσπρέπει, θεσμική εκδοχή της. Λογικό κι αναμενόμενο, αν σκεφτεί κανείς τους ρυθμούς κα τη συχνότητα με την οποία οι φιλελευθεροποιημένες οικονομίες παράγουν κοινωνικά απορρίμματα και τελικά πολλαπλασιάζουν τους (οιονεί) εχθρούς τους.

Τελικά, το χαρτοφυλάκιο των praitorum urbanium περιέχει υπεραξίες βίας που ούτε οι ίδιοι έχουν ακόμη διανοηθεί. Το επίδομα επικινδυνότητας (της δικής τους, όχι της δικής μας) ίσως αποδειχθεί πολύ ταπεινό αίτημα για να αντισταθμίσει τη βία που θα χρειαστεί να διοχετεύσουν. Το αόρατο χέρι της αγοράς (λυπαμαι, θείε Σμιθ), δεν κάνει τίποτε χωρίς το ορατό (και βαρύ) χέρι του χωροφύλακα.

Εμείς πάλι, φιλήσυχοι, ανήσυχοι ή ανυπάκουοι πολίτες, μάλλον χρειαζόμαστε επίδομα τηλεοπτικής κάλυψης. Ώστε να κυκλοφορούμε με τις κάμερες και τα κινητά μας για να απαθανατίσουμε τον τυχαίο ξυλοδαρμό μας.

ΚΙΜΠΙ

Kibi2g@yahoo.gr

Επτά φόνοι στο φόρουμ

Μπλε, πράσινα, κόκκινα πανεπιστήμια

"Το μόνο κόκκινο πανεπιστήμιο είναι αυτό που καίγεται», έλεγαν οι ευφάνταστοι Γάλλοι φοιτητές του Μάη του ’68, και η αλήθεια είναι ότι έβαλαν αρκετές φωτιές μέσα κι έξω από τα πανεπιστήμια μέχρι να πάρουν οι σχολές τους την επιθυμητή απόχρωση. Δεν τους προέκυψε πάντως το αποτέλεσμα, παρ’ ότι έγιναν συμπαθείς στους έκπληκτους Γάλλους μικροαστούς και αστούς γονείς τους, στους καχύποπτους προλετάριους, στους άκαμπτους πολιτικούς, στους ανελαστικούς συνδικαλιστές. Αλλά ο δικός τους Μάης βρήκε μιαν απροσδόκητη θέση στην επίσημη ιστορία. Τα συνθήματά τους, που σήμερα θα κινητοποιούσαν τα υπερευαίσθητα ανακλαστικά μυστικών υπηρεσιών και αντιτρομοκρατικών μηχανισμών, διεμβόλισαν οριζοντίως το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα. Οι πρωταγωνιστές του Μάη έτυχαν μιας εντυπωσιακής επιβράβευσης στο ευρωπαϊκό πολιτικό στερέωμα- έγιναν βουλευτές, υπουργοί, εκδότες, στελέχη επιχειρήσεων- κι όλοι οι κρυφοί και φανεροί θαυμαστές τους φάνηκαν αρκετά πρόθυμοι να ξεχάσουν τις επικίνδυνες παρεκτροπές του παρελθόντος: τον κόκκινο Ντάνι πάνω στα οδοφράγματα, τον Γιόσκα Φίσερ να βγάζει γλώσσα στους μπάτσους, τον Ρούντι Ντούτσκε να εκτοξεύει μια περιποιημένη κοκτέιλ μολότοφ κι άλλους πολλούς σε ριψοκίνδυνες διασταυρώσεις ακόμη και με το αντάρτικο πόλεων της δεκαετίας του ’70.

Το ευρωπαϊκό εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει πολλά στους σημερινούς εξηντάρηδες που κάποτε απείλησαν να κάνουν κόκκινα- απ’ τη φωτιά- τα πανεπιστήμια. Τα οποία όχι μόνο δεν απαίτησαν αποζημιώσεις για τις παράπλευρες απώλειες που υπέστησαν, αλλά σ’ ένα βαθμό συμμορφώθηκαν στις υποδείξεις των νεαρών «αποστατών» της τάξης τους. Οφείλουμε στους «Μάηδες» μια νέα άνθιση των ανθρωπιστικών σπουδών, μιαν έκρηξη ιδεών που σάρωσε αμφιθέατρα και ακαδημαϊκά σπουδαστήρια, έναν εμβολιασμό των θετικών σπουδών με κείνη την ελάχιστη δόση ανθρωπιστικών αξιών που τις εξέτρεψε από το μονόδρομο της αγοράς και του στενού επαγγελματισμού. Τα πανεπιστήμια προς στιγμήν ανέκτησαν λίγη από τη λάμψη της αναγέννησης και του διαφωτισμού που τα γέννησαν, αρκετούς αιώνες πριν, μαζί με την άνθιση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων.

Σαράντα χρόνια μετά, από τα κόκκινα πανεπιστήμια του Μάη του ’68, απέμεινε μόνο ένα κόκκινο φωτάκι στην είσοδό τους, να θυμίζει την κραυγαλέα εκπόρνευσή τους στο πεδίο της αγοραίας οικονομίας. Εκπόρνευση δύο ταχυτήτων, αλλά μιας ουσίας. Εκπορνεύτηκαν από το κράτος και τους υπερκρατικούς οργανισμούς που τα ποδηγέτησαν ιδεολογικά και πολιτικά, με πατερναλιστικά θεσμικά πλαίσια, χρηματοδοτικές εξαρτήσεις, κραυγαλέες διοικητικές επεμβάσεις και με την παραγωγή μιας επιστημονικής γραφειοκρατίας που στηρίζει τα ιερά και τα όσια του καπιταλισμού. Για το ξεκάρφωμα, αφήνουμε και καμιά αιρετική φωνή ν’ ακούγεται πού και πού, επιτρέπουμε την ύπαρξη μερικών «ερυθρών» ακαδημαϊκών νησίδων.

Αλλά, τα πανεπιστήμια εκπορνεύτηκαν και από την αγορά και Την επιθετική επιχειρηματικότητα, με το δέλεαρ της πρόσθετης χρηματοδότησης ή της μαζικής παραγωγής πτυχιούχων. Δεν χρειάστηκε άρθρο 16, δεν χρειάστηκαν νόμοι-πλαίσια, δεν χρειάστηκαν ηχηρές μεταρρυθμίσεις και απορυθμίσεις. Στην Ευρώπη- και πολύ περισσότερο στις ΗΠΑ- η «έκδοση» των πανεπιστημίων έγινε αθόρυβα, Πρώτα, με τη συστηματική απεμπόληση όλο και περισσότερων στοιχείων «οικουμενικότητας» από τα πάλαι ποτέ Universities. Κι έπειτα με την απευθείας βιομηχανοποίηση της γνώσης, με τη δημιουργία καταστημάτων πώλησης επιστημονικών προσόντων και επαγγελματικών δεξιοτήτων. Ο,τι πληρώνεις παίρνεις.

Τα κόκκινα πανεπιστήμια έγιναν ροζ, λοιπόν. Με όλο τον συμβολισμό του χρώματος. Η Ελλάδα έμεινε μέχρι στιγμής προστατευμένη από αυτού του είδους την εκπόρνευση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και έρευνας. Αλλά δεν γλίτωσε από άλλες ασθένειες- τις παιδικές ασθένειες ενός ξεθυμασμένου Μάη που έφτασε εδώ με καθυστέρηση σχεδόν μιας εικοσαετίας και από το μοναδικό ουμανιστικό του περιεχόμενο, άφησε μόνο την καρικατούρα της πολιτικής συμμετοχής. Η οποία εξελίχθηκε σε χλωμή συνδιαχείριση και συναλλαγή. Κι έτσι γνωρίσαμε και τα πράσινα πανεπιστήμια. Τα αιτήματα ενός πολύχρωμου, ρωμαλέου κινήματος που στα 1980 ξέφυγε από την ρουτίνα του οικονομισμού και έθεσε ζητήματα ποιότητας και προσανατολισμού της γνώσης, χωνεύτηκαν τελικά στην ψευδαίσθηση της συμμετοχής και ευτελίστηκαν σε διακομματική νομή της μικροεξουσίας στα πανεπιστήμια- με την αριστερά προκλητικά συνένοχη. Πριν εικοσιπέντε χρόνια, βεβαίως, οι αλλαγές αυτές- η κατάργηση της έδρας και της καθηγητικής παντοδυναμίας, η φοιτητική συμμετοχή- ήταν μια κοσμογονία σε μικροκλίμακα. Αλλά πάλι άφηναν στον απυρόβλητο την ουσία: το πρόβλημα της δημοκρατικής διαχείρισης της γνώσης και όχι των επίπλων, των κτιρίων, των κονδυλίων και των θώκων που καταλάμβαναν οι καρεκλοκένταυροι της ακαδημαϊκής εξουσίας. Που στη συνέχεια, εξασκημένοι στη μικροπολιτική του ΑΕΙ, έγιναν αστέρες και της πολιτικής εξουσίας και της κρατικής γραφειοκρατίας. Ρίξτε μια ματιά στο κοντινό παρελθόν των μελών του σημερινού υπουργικού συμβουλίου, στις ηγεσίες των ΔΕΚΟ και των τραπεζών και βγάλτε τα συμπεράσματά σας.

Κι ήρθε η ώρα των μπλε πανεπιστημίων. Επένδυσε πολλά η σημερινή πολιτική ηγεσία στην πλήρη κατεδάφιση των παρηκμασμένων θεσμών της «αλλαγής». Σιγά το δύσκολο, βέβαια. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους θεσμούς έχουν αυτοκατεδαφιστεί- πολιορκημένοι από μικρά και μεγάλα σκάνδαλα και απομακρυσμένοι από τις νέες γενιές φοιτητών που μπαίνουν με το άγχος για ένα «πτυχίο με αξία». Τ’ ακούμε και σήμερα αυτό το «αίτημα της κοινωνίας» που εμβολιάζει έτσι με μια θανατηφόρα δόση αγοράς τον προορισμό της γνώσης. Πτυχίο με αξία, σημαίνει πτυχίο με τιμή αγοράς και πώλησης. Η τιμή αγοράς, για τα ελληνικά δεδομένα, είναι το κόστος προπαρασκευής των υποψηφίων για την εισαγωγή σε μια καλή σχολή. Στην καλύτερη περίπτωση 60.000 ευρώ για τρία χρόνια φροντιστηρίου. Η μέση ελληνική οικογένεια πληρώνει ήδη δίδακτρα για να μπουν τα παιδιά της στα πανεπιστήμια, χάρη στην παγκόσμια πρωτοτυπία της παραπαιδείας. Αλλά η τιμή πώλησης του πτυχίου και του πτυχιούχου, ποια είναι; Ποιος την καθορίζει; Η αγορά, φυσικά. Προσφορά και ζήτηση. Και το κράτος έχει φροντίσει να σπείρει με ανώτατες σχολές όλη την επικράτεια, έτσι ώστε η προσφορά να εξασφαλίζεται αθρόα και η τιμή του πτυχίου χαμηλή. Κι επειδή η φιλελεύθερη κουστωδία πιστεύει τόσο βαθιά στην οικονομία της αγοράς, φροντίζει να εισαγάγει και μέτρα διατίμησης των πτυχίων, με το επαίσχυντο σύστημα αξιολόγησης των ιδρυμάτων βάσει του οποίου θα εκδοθεί και ο τιμοκατάλογος των πτυχιούχων. Τόσο καλά.

Εννοείται, ότι το μπλε πανεπιστήμιο, αν εξελιχθεί όπως το φαντάζονται οι κατ’ εξακολούθησιν μεταρρυθμιστές, δεν έχει καμιά σχέση με τον κοινωνικό προορισμό του. Αντί να διαχειριστεί τη γνώση ως συλλογικό αγαθό της κοινωνίας και της ανθρωπότητας, αντί να την κεφαλαιοποιήσει, να την εμπλουτίσει και να την επιστρέψει στους φυσικούς της αποδέκτες σαν εφαρμοσμένη γνώση, σαν αγαθά, υπηρεσίες, επιστημονικά επιτεύγματα, την κατακερματίζει, την ιδιωτικοποιεί, την κόβει σε μετοχές. Αλλες φουσκωμένες με τις υπεραξίες ενός μεγαλογιατρού που παίρνει 150 ευρώ για δέκα λεπτά εξέταση κι άλλες ευτελισμένες στα επίπεδα ενός penny stock, στο επίπεδο ενός ανέργου επιστήμονα με μεταπτυχιακό και τρεις γλώσσες που ευχαρίστως δέχεται μια θέση στο γκισέ τράπεζας, με το μισθό ανειδίκευτου.

Μοιραία, λοιπόν, οι looser αυτού του εκσυγχρονισμού που κάνει περήφανους τους «μεταρρυθμιστές», ευχαρίστως θα μετέτρεπαν τα μπλε πανεπιστήμια σε κόκκινα. Με ό,τι φλογερό μπορεί να σημαίνει αυτό.

ΚΙΜΠΙ

Kibi2g@yahoo.gr

Χρόνος, ο μικρός, σκληρός θεός


(Είναι γύρω στα πενήντα. Φορά μια φθαρμένη κόκκινη ρόμπα. Κάθεται μπροστά σ’ έναν καθρέφτη – ο καθρέφτης έχει ένα διαγώνιο ράγισμα που τέμνει το πρόσωπό της σε δύο ασύμμετρα τμήματα. Κοιτάζεται συνοφρυωμένη, αναποφάσιστη. Φέρνει τα δάκτυλά της στο μέτωπο, τσιτώνει το δέρμα. Κάνει το ίδιο τεντώνοντας το πρόσωπο πίσω από τ’ αυτιά της, ύστερα κάτω απ’ το πηγούνι της. Επειτα, αφήνει το δέρμα να πέσει κουρασμένο πάνω στα οστά του προσώπου της. Τα χέρια της κρέμονται μετέωρα στο πλάι. Σηκώνει το βλέμμα της, τα μάτια της καρφώνονται σ’ ένα ρολόι – οι δείκτες στο έντεκα και μισή. Αρχίζει να μιλά, σαν να απευθύνεται στο ρολόι:)

« …Αν είχες μάγουλα, θα σου άστραφτα δυο χαστούκια. Αν είχες πρόσωπο θα το γέμιζα γρατζουνιές. Αλλά, η ζωή σου κρεμιέται από μια μπαταρία. Αν στη βγάλω, σταματάς. Μπορώ απλώς να σε σπάσω, να σου βγάλω τους δείκτες. Μπορώ να σε γυρίσω πίσω, να δείχνεις ό,τι ώρα θέλω εγώ.

…Αρνούμαι πλέον να τον παρακολουθήσω αυτόν τον μαζοχισμό. Δεν θα υποκύψω σε αυτή την ηλίθια λατρεία. Κάθε χρόνο να πρέπει να γιορτάσω την αλλαγή σου. Να χαρώ το φορτίο της φθοράς που μου προσθέτεις… Καταλόγισέ μου ό,τι θέλεις. Ότι με κατέλαβε ο πανικός του αμετάκλητα επερχόμενου γήρατος. Ότι το ισοζύγιο παρελθόντος και μέλλοντος γέρνει πια επικίνδυνα υπέρ του πρώτου. Αλλά, όχι, δεν είμαι υποχρεωμένη να σε προσκυνάω σαν έναν μικρό, αλαζονικό, απίστευτα εγωπαθή θεό που κρατά για τον εαυτό του το αποκλειστικό προνόμιο της αέναης αναγέννησης, αφήνοντας στους πιστούς του την κατάρα της φθοράς. Αγαπητέ χρόνε, μισητέ σύντροφε της ζωής, κόβω τις σχέσεις μου μαζί σου. Αρνούμαι να μετριέμαι με τα επινοημένα μέτρα σου.

(Ανεβαίνει πάνω στην καρέκλα. Κατεβάζει το ρολόι. Αφαιρεί το γυάλινο κάλυμμα. Βάζει το δάκτυλο μπροστά στο δευτερολεπτοδείκτη, που πάλλεται ανεπαίσθητα, αδύναμος να προχωρήσει).

…Για ποιο λόγο πρέπει να μετράω την αντίστροφη μέτρησή μου; Για ποιο λόγο ΕΣΥ πρέπει να μου την υπενθυμίζεις κάθε χρόνο, κάθε μήνα, κάθε μέρα, κάθε ώρα και λεπτό, με όλες τις βασανιστικές μορφές που έχει εφεύρει η μαζοχιστική ανθρώπινη φαντασία; Με τη χρονολόγηση της ιστορίας (σε ολυμπιάδες, σε χρόνους προ και μετά Χριστόν, σε έτη Μεδίνας, τι σημασία έχει;) Με τα ημερολόγια που πάνω τους διαγράφουμε κάθε μέρα που αφαιρούμε από τις ζωές μας (παλιότερα απλώς τα έσκιζα και για παρηγοριά διάβαζα κάθε ανόητο θυμοσοφικό τετράστιχο)… Με τους λεπτοδείκτες του ρολογιού να μετακινούνται ασταμάτητα και πάντα δεξιόστροφα (ευτυχώς, έχουν γίνει πια σχεδόν αθόρυβα, παλιότερα έπρεπε ν’ ακούω μεσ’ στην νύχτα στην εκείνο το αμείλικτο «τικ-τακ». Σαν να σου ψιθυρίζει κάποιος στο αυτί: «ο χρόνος που σας απομένει είναι 2 δισεκατομμύρια, 115 εκατομμύρια, διακόσιες τριανταπέντε χιλιάδες δευτερόλεπτα». Κι αυτά με βάση το καλό σενάριο).

Λοιπόν, είναι παράδοξο αυτό που έχει συμβεί ανάμεσα σε μας και σε ΣΕΝΑ. Θα ήθελα να ξεκαθαρίσουμε μια για πάντα τους λογαριασμούς μας μαζί σου. Τουλάχιστον να ξεκαθαρίσω ΕΓΩ τους δικούς μου λογαριασμούς μαζί σου. Αλλ’ αυτό μπορεί να γίνει μόνο σαν μια σύμβαση συλλογική. Επτά δισεκατομμύρια ανθρώπινα πλάσματα, συμφιλιωμένα με την ιδέα της θνητότητάς μας, να σταματήσουμε να ΣΕ μετράμε, να σταματήσουμε ν’ αλλάζουμε χρόνο, μήνα, μέρα, να αρκεστούμε απλώς στην εναλλαγή των εποχών (και στην αλλαγή της εποχής) και να είμαστε έτοιμοι να υποστούμε τις παρενέργειες αυτής της μικρής α-χρονικής επανάστασης: άνθρωποι χωρίς ηλικία, συναλλαγές χωρίς ημερομηνία, χρηματιστήρια χωρίς ωράρια λειτουργίας, αξίες χωρίς περίοδο πραγματοποίησης, υπεραξίες χωρίς χρόνο υλοποίησης, προϊόντα χωρίς ημερομηνία λήξης. Τι απίστευτο, παραγωγικό χάος! Προφανώς, δεν είμαστε έτοιμοι σαν είδος να αντέξουμε τόση ελευθερία από τους ελάχιστους καταναγκασμούς. Είναι αδύνατο πια να αρκεστούμε στο αδιάκοπο «τικ-τακ» του βιολογικού μας, αλάνθαστου ρολογιού.

(Τώρα, λυγίζει τον λεπτοδείκτη και τον δείκτη της ώρας σε ορθές γωνίες. Ξεριζώνει με ευκολία το δευτερολεπτοδείκτη από τον άξονα- ακούγεται ο ανεπαίσθητος μεταλλικός θόρυβος της πτώσης του στο πάτωμα).

…Σε έχουμε εφεύρει, δεν είσαι παρά μια ανύπαρκτη κατάσταση, η μόνη σου διάσταση είναι αυτή της ταχύτητας με την οποία διασχίζουν τα φωτόνια το σύμπαν. Ακόμη κι αν δεν την μετρούσαμε Κι εμάς δεν μας αρκούσε το ασύλληπτο, το θεωρητικά αφηρημένο, φροντίσαμε να σου δώσουμε σάρκα και οστά, να σε σπιτώσουμε μέσα σε μετρήσιμες διαστάσεις, δευτερόλεπτα, λεπτά, ώρες για να ‘ναι αμετάκλητη η αίσθηση της πορείας μας προς το προδιαγεγραμμένο τέλος. Κι ακόμη χειρότερα: το γιορτάζουμε κι όλας! Με δισεκατομμύρια κινέζικα λαμπιόνια να φωτίζουν το υπαρξιακό μας έρεβος, με δισεκατομμύρια νότες σε άπειρους συνδυασμούς να νανουρίζουν το δέος μας, με σκιώδεις, άχαρες θεότητες να μας απαγορεύουν χαιρέκακα την απόλαυση της στιγμής και να μας θυσιάζουν αφειδώς στην δική τους αιωνιότητα…Τι βλακεία!

«Ο χρόνος είναι χρήμα»…Ναι, αλλά στην κυριολεξία. Ο χρόνος είναι αποδοτικός για τους ωρολογοποιούς. Για τους κατασκευαστές ημερολογίων. Για τους διασκεδαστές της τεράστιας παράτας. Ισως και για τους τραπεζίτες. «Ιδού ο νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός»….Σαν λαϊκός τραγουδιστής πάνω στην πίστα, με τα πλήθη των αγνώστων να συνεορτάζουν το νέο έτος σαν αδέλφια. Σαν τηλεοπτική διαφήμιση του νέου εορτοδανείου. Ιδού το νέο έτος καταφτάνει σαν ξαναμμένος τηλεοπτικός παρουσιαστής, σαν χορεύτρια χορού της κοιλιάς, σαν δήμαρχος πάνω στην εξέδρα της πλατείας με τους συνωθούμενους χειροκροτητές να μετρούν αντίστροφα: «Δέκα, εννέα, οκτώ, επτά, έξι….» Μηδέν. Πυροτεχνήματα, μεγάφωνα στη διαπασών, μιξοφρυξολύδιοι ρυθμοί σε χιπ-χοπ μεταγραφή. Επειτα, μηδέν. Τελικά μόνο το μηδέν μένει. Είμαι υποχρεωμένη να γιορτάσω κι εγώ γι’ αυτό το μηδέν;»

(Τα χέρια της τώρα κινούνται βίαια, σπασμωδικά. Το ρολόι έχει απομείνει χωρίς δείκτες. Ξηλώνει με μανία το γυάλινο κάλυμμα- πέφτει στο πάτωμα και θρυμματίζεται. Βγάζει τον άψυχο, χωρίς μπαταρία μηχανισμό- τον πατάει με το παπούτσι της. Υστερα κάθεται πάλι μπροστά στον ραγισμένο καθρέφτη- το πρόσωπό της πάλι χωρισμένο σε δύο ασύμμετρα κομμάτια. Κτυπά το κινητό της. «Είναι δώδεκα παρά πέντε, ακόμη δεν είσαι έτοιμη; Κατέβα!» ακούγεται από την άλλη άκρη της γραμμής).

ΚΙΜΠΙ

Kibi2g@yahoo.gr

Η μέρα που έχασα το χρώμα μου

Για όσους ενδεχομένως βαριούνται να διαβάσουν μέχρι τέλους το παρόν πόνημα-Σαββατοκύριακο γαρ, δεν σας αξίζουν σχοινοτενείς αναγνωστικές καταπονήσεις- λύνω εξ αρχής το γρίφο του τίτλου. Η μέρα που έχασα το χρώμα μου είναι η σημερινή. Μέχρι πριν ένα μήνα ήμουν σομόν. Από σήμερα είμαι λευκός.

Ο αποχρωματισμός μου δεν είναι αποτέλεσμα εμβάπτισης σε χλωρίνη ή άλλο λευκαντικό, αλλά προϊόν μιας μετακόμισης. Η στήλη αυτή, που από σήμερα τίθεται στην κρίση σας, φιλοξενείτο μέχρι προ εβδομάδων, κάθε Κυριακή για μερικά χρόνια στο σομόν οικονομικό ένθετο εγκρίτου λευκής εφημερίδας. Από σήμερα στεγάζεται στο λευκό οικονομικό ένθετο της ανα χείρας σομόν εφημερίδας. Λευκό-σομόν, σομόν –λευκό. Θεωρείστε, λοιπόν, αυτό το κείμενο ένα είδος συστατικής επιστολής. Χρωματιστής.

Πολύ θα γούσταρα, βέβαια, αυτή η μεταγραφή να γίνει με όρους τηλεοπτικού σταρ σύστεμ ή ποδοσφαιρικού παζαριού – «ο Κίμπι στον Κόσμο του Επενδυτή!», «χορός εκατομμυρίων για το συμβόλαιο του Ελεύθερου Σκοπευτή!», να μερικοί τίτλοι που θα μπορούσαν να τονώσουν το ναρκισσισμό μου- αλλά δυστυχώς δεν έχω στόφα φίρμας λαϊκής (πόσο σ’ έχω πικράνει, μητέρα..). Και –ευτυχώς- ο κόσμος των εφημερίδων παραμένει ακόμη μια όαση μισθωτών σκλάβων που διασώζουν τη χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας (σ’ ένα βαθμό. Μη λέμε κι υπερβολές). Αλλά η μετακόμιση έγινε με τον ταπεινό κι αθόρυβο τρόπο που μετακομίζει κάθε μικροαστικό ή προλεταριακό νοικοκυριό (πού να βάλουμε το τραπέζι; Πού θα μπούν τα κρεββάτια; Θα βάψουμε; - Ναι, όλο λευκό για να φωτίσει ο χώρος. Ασήμαντες ανησυχίες που δεν σας αφορούν ως αναγνώστες- εκτός αν έτυχε να μετακομίσετε κι εσείς αυτή την περίοδο. Αλλά sic transit Gloria mundi. Με ασήμαντες μετακομίσεις, μετακινήσεις, μεταναστεύσεις. Η σημασία φωλιάζει στα ανύποπτα).

Λευκός, λοιπόν, πλέον και ουχί σομόν, αναρωτιέμαι από πού προήλθε αυτός ο χρωματικός κώδικας που ορίζει το σομόν ως χρώμα της οικονομίας και το λευκό ως χρώμα της πολιτικής. Μια σύμβαση ξενέρωτης αγγλοσαξωνικής έμπνευσης είναι, που δεν υπάρχει λόγος να τηρηθεί ως ευαγγέλιο. Εξ ού και έχω κάθε λόγο να συγχαρώ αυτή την εφημερίδα που ανατρέπει αυτή τη χρωματική παράδοση για τη σχέση πολιτικής και οικονομίας. Κι ας κινδυνεύω να κατηγορηθώ για κραχτό γλείψιμο διεύθυνσης και ιδιοκτησίας, πριν καλά-καλά διαβώ το κατώφλι της εφημερίδας. (Με το δεξί ή τ’ αριστερό; Εγώ πάντα με τ’ αριστερό κάνω ποδαρικά κι εγκαίνια, για λόγους ιδεοληψίας. Σ’ ευχαριστώ, ω εταιρεία).

Για να διασκεδάσω τυχόν δυσμενείς εντυπώσεις, θα πρότεινα μιαν ακόμη πιο ριζοσπαστική ανατροπή στους χρωματικούς κώδικες της ενημέρωσης και δη της οικονομικής. Αν θέλουμε να είμαστε συνεπέστεροι προς τη σύντομη ιστορία του καπιταλισμού, το χρώμα που του ταιριάζει περισσότερο είναι το πράσινο. Τα οικονομικά ένθετα –και τα έκθετα- των εφημερίδων θα έπρεπε να βαφτούν όλα πράσινα (προς το βεραμάν ή το λαχανί, για να διαβάζονται στοιχειωδώς) μιας και η διεθνής οικονομία, εδώ και πολλές δεκαετίες είναι κυρίως δολαριακή. Μπορεί το ευρώ ν’ αυτοκτονήσει απ’ αυτή τη διαπίστωση (κοινό μυστικό), αλλά- τι να κάνουμε; Πρώτον, δεν έχει ένα σταθερό χρώμα, όλη την ίριδα άδειασαν στα χαρτονομίσματά του, και δεύτερον, δεν έχει και τίποτε άλλο σταθερό να επιδείξει. Είναι η ασταθέστερη σταθερά του ευρω-συνονθυλεύματος που θα την πληρώνει ακριβά – σε επιτόκια- ο μέσος ευρωπαίος για την επόμενη διετία.

Εξ άλλου- τι άλλη χρεία μαρτύρων έχουμε για το φαιοπράσινο χρώμα της διεθνούς οικονομίας; - ακόμη κι η Χεζμπολά με δολάρια γλεντάει το χουνέρι που επεφύλαξε στο Ισραήλ και στους Αμερικανούς. Με δολάρια αγόραζε τους «Κατιούσα» που κατά εκατοντάδες εκτόξευσε στο Τελ Αβίβ. Με δολάρια κάνει και τώρα την επινίκια κοινωνική της πολιτική υπέρ των αστέγων Λιβανέζων.

Το πράσινο λοιπόν ταιριάζει στον πολιτισμό της αγοράς- άρα και στην ενημέρωσή της, ωστόσο αυτή η διαπίστωση δεν είναι και πρόταση προς την εφημερίδα να μπογιατίσουμε λαχανί-φυτρί τις οικονομικές σελίδες. Καθότι το πράσινο είναι πολλαπλά λεηλατημένο από αλλότριες δυνάμεις. Πρώτον, από την εγχώρια σοσιαλδημοκρατία που το 1981 μας είχε φέρει περίπου στα πρόθυρα σοσιαλιστικής επανάστασης (πέρασε και δεν κόλλησε) και για την επόμενη εικοσαετία μας υπέβαλε σε γερές, πλην μιθριδατικές, δόσεις φιλελεύθερης προσαρμογής. Απ’ ότι βλέπω ο ο ήλιος ο πράσινος έχει χάσει μεν το χρώμα του, αλλά δεν έχει βρει νέο. Παίζει μεταξύ σομόν, πορτοκαλί, γαλάζιου- δεν ξέρω έχω μια σύγχυση. Δεύτερον, το πράσινο έχει εδώ και δεκαετίες υιοθετηθεί από τους χαρωπούς οικολόγους ως χρώμα τους, αλλά δεν αντιλαμβάνομαι πια τους λόγους. Ποιος είπε ότι το δάσος είναι ντε και καλά πράσινο; Το μαύρο- γκρι αρζάν της Κασσάνδρας, της Μάνης και των λοιπών μνημείων του real estate τι είναι;

Μια και ο λόγος περί μαύρου, το μαύρο είναι μια εναλλακτική λύση ως ταιριαστή απόχρωση της οικονομίας της αγοράς. Η οποία τυγχάνει από τις αρχές του 20ου αιώνα μια κατ’ εξοχήν πετρελαϊκή οικονομία. Εμένα δεν θα με χάλαγε ένα μαύρο οικονομικό ένθετο, ενδεχομένως να βοηθούσε να ξεπεράσω τους αναγνωστικούς φραγμούς της προϊούσης πρεσβυωπίας. Αλλά μαύρο χαρτί; Λερώνει πολύ- θα μετέτρεπε σε χρηματιστηριακά προϊόντα εκτός από το μελάνι τα σαπούνια και λοιπά προϊόντα καθαρισμού. Τη λύση του χρυσού – επιστροφή στις σταθερές, παραδοσιακές αξίες- δεν τη συζητώ ως μάλλον ακριβή και αισθητικά πολύ μπαρόκ.

Ατέλειωτη είναι η παλέτα, αλλά ας μείνουμε στα βασικά χρώματα. Το μπλε απορρίπτεται εξ ορισμού- αρκετό έχουμε γύρω μας, πάνω μας (Θεέ μου, πόσο μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!) και στην αβέβαιη εθνική μας ταυτότητα. Αρκετό και στην γαλάζια διακυβέρνηση της χώρας. Το κόκκινο, δεν τολμώ να το προτείνω- «η σημαία της λογικής κόκκινη είναι», θα ‘λεγε ο Μπρεχτ, «το βάθος του ουρανού είναι κόκκινο», έλεγαν κι οι «Μάηδες», προσυπογράφω μεν γιατί χρειάζεται μια γερή δόση ορθολογισμού ο ανορθολογισμός της αγοράς. Αλλά, δυστυχώς, το κόκκινο είναι το κατ’ εξοχήν συκοφαντημένο χρώμα. Ας το αφήσουμε ήσυχο μερικά χρόνια για να ξεχάσει.

Απομένει το λευκό. Κάποιοι θα ήθελαν να το συνδέσουν με τη λευκότητα της αγοράς, την αθωότητα του κέρδους, την ιερότητα του ελεύθερου ανταγωνισμού, την παρθενία των κανόνων του καπιταλισμού. Συνήθως, πρόκειται γι’ αυτούς που σπάνε άγαρμπα αυτή την παρθενιά και μάλιστα ως κοινοί βιαστές. Εγώ θα έδινα άλλη ερμηνεία στην λευκότητα ενός οικονομικού ενθέτου και στη σομόν απόχρωση του πολιτικού εκθέτου. Ας υποθέσουμε ότι είναι μια άλλη αντίληψη για τη σχέση οικονομίας και πολιτικής, λιγότερο υποταγμένη στους δογματισμούς της αγοράς, πιο καχύποπτη απέναντι στη δύσπεπτη πρόοδο και την αχώνευτη ανάπτυξη. Χωρίς ψευδαισθήσεις για αποστείρωση της οικονομίας από τα πολιτικά μικροβία και με την μόνη ρεαλιστική προσέγγιση: ότι η πολιτική, όπως και ο έρωτας, περνά απ’ το στομάχι. Αλλων το στομάχι είναι αδηφάγο, κι άλλων χορτάτο με ταπεινά πινάκια φακής. Να γιατί ούτε το τέλος της ιστορίας επήλθε ούτε της πάλης των τάξεων- κι ο Φουκουγιάμα γαργάρα την έκανε τη φανφάρα του- κι αυτό πρέπει να χωνέψουν καλά και η οικονομία και η πολιτική, και οι σομόν και λευκές αποχρώσεις τους.

Ετσι θα πορευτεί αυτή η στήλη και η «θυγατρική» της, με λοξές ματιές στην οικονομική ορθοδοξία και την πολιτική ανορθοδοξία. Δεν ξέρω πόσο σαφής ήταν αυτή η φλύαρη συστατική επιστολή για όσους άντεξαν να τη διαβάσουν μέχρι τέλους- δεν έχει και καύσωνα σήμερα. Θα φροντίσω να κάνουμε όσο πιο διασκεδαστικές τις αναγνώσεις της πολιτικής οικονομίας- αρκεί οι πολιτικοί και οικονομολόγοι να πάψουν να μας κλέβουν το μεροκάματο με την αβελτηρία τους. Economics- and politics- for pleasure.

ΥΓ Η στήλη δέχεται παρατηρήσεις, ιδέες, κρίσεις και κανονικά βρισίδια στην κατωτέρω ηλεκτρονική διεύθυνση αλλά και απλές, χειροποίητες επιστολές στην διεύθυνση της εφημερίδας. Σε λευκό χαρτί, παρακαλώ.

ΚΙΜΠΙ

Kibi2g@yahoo.gr

Κρατήστε και μερικά ασημικά στη σερβάντα

Αφού δηλώνουν ανίκανοι να διαχειριστούν αποτελεσματικά μια περιουσία 11 δισεκατομμυρίων ευρώ, γιατί πρέπει να τους εμπιστευτούμε τον εθνικό πλούτο των 160 δισεκατομμυρίων ευρώ;

Καμιά φορά οι λέξεις κυνηγούν τους ανθρώπους σαν τη σκιά τους. Ετσι συνέβη και με το Γιώργο Αλογοσκούφη. Βαριές, αλλά εύστοχες κουβέντες ξεστόμιζε πριν τρία χρόνια όταν το κυβερνοΠΑΣΟΚ ξεπουλούσε με discount ένα ποσοστό από τον ΟΤΕ, ένα άλλο από την Εθνική, ένα τρίτο από τη ΔΕΗ. Ότι επρόκειτο για τα ασημικά, ούτε λόγος. Της οικογένειας, όμως, δεν ήταν. Αν υποθέσουμε ότι εμείς, ως πολίτες, ψηφοφόροι, καταναλωτές και ενδεχομένως μέτοχοι των δημοσίων επιχειρήσεων, είμαστε η οικογένεια, αυτοί είναι απλώς οι διαχειριστές της πολυκατοικίας. Οι δημόσιες επιχειρήσεις περικλείουν πολύ εθνικό και κοινωνικό πλούτο- και πολλών γενεών υπεραξίες- για να τον σπαταλά κανείς χωρίς (έστω) μιαν απόφαση της συνέλευσης των ιδιοκτητών. Γι’ αυτό και πολλοί έδωσαν τότε δίκιο στον Αλογοσκούφη. Σ’ αυτόν, κι όχι στο πρόγραμμα της ΝΔ που πολλοί το είδαν, λίγοι το διάβασαν, ελάχιστοι το κατάλαβαν. Αλλωστε, τι να καταλάβει κανείς από αναλύσεις για το φύλο των αγγέλων. Μπορεί στο London School of Economics να ξέρουν καταλεπτώς τις διαφορές μεταξύ στρατηγικού συμμάχου, στρατηγικού εταίρου και στρατηγικού επενδυτή, αλλά όσοι δεν είχαν την ευτυχία να σπουδάσουν εκεί, τα ακούνε σαν σανσκριτικά. This is greek to me, που λένε κι οι αγγλοσάξονες.

Ας μιλήσουμε για τα ασημικά λοιπόν. Οι νοικοκυραίοι, τα καθωσπρέπει αστικά νοικοκυριά, τα ασημικά τους, τις ακριβές πορσελάνες και τα περσικά χαλιά και ακριβά κοσμήματα, δεν τα είχαν για καθημερινή χρήση, για να πίνουν το τσάι σ’ ασημένιο σερβίτσιο ή για να πηγαίνουν στο μπακάλη φορώντας διπλές σειρές μαργαριτάρια. Αυτά τα αδιάκριτα κοσμήματα της αστικής πολυτέλειας ήταν ένα είδος επένδυσης, μια κληρονομιά προορισμένη να περάσει από γενιά σε γενιά, δημιουργώντας ένα είδος οικογενειακού περιουσιακού χρονικού, πλασμένου από πολύτιμα αντικείμενα. Όπως έλεγε η γιαγιά μου, τα ασημικά και τα πολύτιμα κοσμήματα και τα ακριβά λευκαδίτικα κεντήματα και οι σμυρνέϊκες δαντέλες- κρυμμένα όλα προσεκτικά σε εφτασφράγιστα σεντούκια και κρυψώνες των σπιτιών- έσωσαν πολλές οικογένειες στην κατοχή από την πείνα και το θάνατο.

Δεν αντιμετωπίζουμε, βεβαίως, την πείνα και το θάνατο. Αλλά τα ασημικά μπορεί να φανούν χρήσιμα σε κάθε περίπτωση. Φανταστείτε το ακραίο σενάριο ενός πολέμου. Ενός πανευρωπαϊκού ή παγκόσμιου πολέμου. Κανείς δεν μπορεί να υποψιαστεί ποιοι θα είναι οι σύμμαχοι και ποιοι οι εχθροί μας. Στους δύο προηγούμενους πολέμους, οι προβλέψεις έπεσαν έξω. Ηταν πιο πιθανό ο Μεταξάς να βρεθεί στο πλευρό του φασιστικού Αξονα, λόγω ιδεολογικής όσμωσης, παρά στην πλευρά των συμμάχων. Σ’ έναν επόμενο πόλεμο, όμως; Είμαστε σίγουροι σε ποια πλευρά οι αυστριακοί ή ισπανοί ή γερμανοί «εθνικοί πρωταθλητές» που θα έλθουν να επενδύσουν στον ΟΤΕ; Πώς θα συναποφασίσουν ο στρατηγικός επενδυτής του κ. Αλογοσκούφη ή ο στρατηγικός σύμμαχος του κ. Σουφλιά μαζί με τον φτωχό συγγενή, το κράτος, τι θα γίνει με τις τηλεπικοινωνιακές υποδομές της χώρας; Θα τις ρίξουν στον κλήρο; Θα επιτάξουν τις μετοχές του στρατηγικού εταίρου για να του αφαιρέσουν τη δυνατότητα μιας κακόβουλης επέμβασης;

Θα αντιτείνει κανείς, ότι στον πόλεμο το κεφάλαιο, όπως και οι προλετάριοι, δεν έχει πατρίδα. Σωστό, αλλά όχι πλήρες και ακριβές. Πατρίδα του κεφαλαίου είναι η αγορά, ο ζωτικός χώρος υλοποίησης των υπεραξιών (αυτό άλλωστε δεν είναι το ζητούμενο του υπουργού Οικονομίας;) Τι θα κάνει ο εταίρος-κράτος αν ο ιδιώτης συνεταίρος έχει συμφέροντα στις γραμμές του «εχθρού»; Μυστήριο…

Ας υποθέσουμε όμως ότι όλα αυτά εντάσσονται στη σφαίρα των ακραίων υποθέσεων και της μελλοντολογικής φαντασίας, που δεν ευσταθούν στην παρατεταμένη περίοδο ειρήνης που διανύουμε. Αφήνω στην άκρη και τα κλισέ για τους στρατηγικούς τομείς της οικονομίας που θα έπρεπε να αποτελούν «φυσικά» μονοπώλια του κράτους ή το εξόφθαλμο επιχείρημα ότι σε καμιά μεγάλη ευρωπαϊκή οικονομία το κράτος δεν έχει αποχωρήσει πλήρως από τις επιχειρήσεις- εθνικούς πρωταθλητές των τηλεπικοινωνιών, της ενέργειας ή των μεταφορών. Απομένει ο πυρήνας των αποριών μας, για να πεισθούμε ότι η όλη αλογοσκούφεια επιχείρηση δεν είναι κάτι παραπάνω από μια φιλελεύθερη ιδεολογική εμμονή (ή, ενδεχομένως και από μια εμμονή πιο ιδιοτελή απ’ όσο φαίνεται- μακάρι να διεψευστούμε). Τι μας πείθει, λοιπόν, ότι η παρουσία του στρατηγικού επενδυτή εξ εσπερίας μπορεί να καταστήσει πιο κερδοφόρο τον ΟΤΕ; Πόσο υψηλότερη είναι η κερδοφορία των πιθανών εταίρων του ΟΤΕ που στις χώρες τους δρουν ως ημι-κρατικά μονοπώλια αλλά εδώ θα φορέσουν τη μάσκα του ιππότη ελεύθερου ανταγωνισμού; Τι παραπάνω θα καταφέρει ο στρατηγικός επενδυτής από τον κατασυκοφαντημένο, λεηλατημένο από σχέσεις διαπλοκής και γραφειοκρατίας κρατικό ΟΤΕ που παρ’ όλα αυτά, υπερασπίζεται την κυριαρχία του στην ελληνική αγορά σε συνθήκες πλήρους απελευθέρωσης; (Ιδού που μας κατάντησαν: να υπερασπιζόμαστε τον κρατικό καπιταλισμό της διαφθοράς, της τεχνολογικής καθυστέρησης και της δημόσιας ταλαιπωρίας. Ξύπνησαν τον κρατιστή μέσα μας…)

Βεβαίως, έχουν επιλέξει έναν εύκολο, εξασθενημένο αντίπαλο. Είναι αλήθεια ότι το κράτος- επιχειρηματίας έχει παταγωδώς αποτύχει. Εχει λεηλατηθεί από δεκαετίες πολιτικής και κομματικής χρήσης. Η σχέση ανάμεσα στο κόστος του και την αποδοτικότητά του είναι απογοητευτική. Αλλά ποιος φταίει γι’ αυτό; Το υψηλό εργασιακό κόστος; Ψέμα κραχτό, αφού ο μέσος μισθός στις ΔΕΚΟ υπολείπεται κατά πολύ του αντίστοιχου στις ομοειδείς ευρωπαϊκές επιχειρήσεις για τις οποίες υπάρχει φιλελεύθερος θαυμασμός και προσδοκία να μας αγοράσουν. Και ταυτόχρονα αλήθεια, αφού ο φορολογούμενος πληρώνει τις πελατειακές σχέσεις περιττών προσλήψεων της πολιτικής τάξης εδώ και δεκαετίες, αλλά και τις ακριβές επιλογές των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων με τα παχυλά εφάπαξ ως αντίτιμα της σιωπής. Φταίει μήπως το ερασιτεχνικό (ή διαπλεκόμενο) μάνατζμεντ; Καμιά αντίρρηση να συμφωνήσω, αλλά αυτό αφορά πάλι αποκλειστικά την πολιτική τάξη της εξουσίας, δικά τους παιδιά από τις κομματικές επετηρίδες των αποτυχημένων πολιτευτών ή των γαλαλοζοπράσινων γιάπις επιλέγουν για να διαχειριστούν, με παχυλές αμοιβές και δελεαστικά «τυχερά», δημόσιο πλούτο δισεκατομμυρίων ευρώ. Αλλά σ’ αυτό το επιχείρημα υπάρχει μια ομολογία πολιτικής αποτυχίας. Η φιλελεύθερη εξουσία ομολογεί την αδυναμία της να διαχειριστεί μια ημικρατική επιχείρηση και προσφεύγει σ’ όποιον περάσει πρώτος από το κρατικό δημοπρατήριο. Αφού δηλώνουν ανίκανοι, λοιπόν, να διαχειριστούν μια περιουσία 11 δισεκατομμυρίων ευρώ, γιατί πρέπει να τους εμπιστευτούμε τον εθνικό πλούτο των 160 δισεκατομμυρίων ευρώ; Και γιατί, πολύ περισσότερο, να τους εμπιστευτούμε τη διαχείριση δικαιωμάτων, κατακτήσεων, ανθρώπινων και κοινωνικών αναγκών;

Αν, λοιπόν, δεν πρόκειται απλά για μια ιδεολογική εμμονή, αν δεν έχουμε να κάνουμε με τίποτε περισσότερο από τον τυφλό δογματισμό της αγοράς με τον οποίο εμβολιάζεται συστηματικά η κοινωνία, απαξιώνοντας κάθε τι δημόσιο, συλλογικό, κρατικό, έχουμε να αντιμετωπίσουμε δύο άλλα ενδεχόμενα: Πρώτον, αντιμετωπίζουμε ένα ψυχαναγκαστικό σύνδρομο που έχει τις ρίζες του σε τραύματα της παιδικής ηλικίας. Προφανώς, στην σερβάντα του σπιτιού, η μαμά έκρυβε εκτός από τα ασημικά της οικογένειας και το βάζο με το γλυκό, με ρητές απαγορεύσεις πρόσβασης. Το παιδικό σύνδρομο της στέρησης, λοιπόν, εκτονώνεται στην εκποίηση όχι μόνο των ασημικών αλλά και της σερβάντας σούμπιτης. Αλλά αυτό είναι θέμα γιατρού, δωρεάν συνεδρίες δεν προσφέρουμε. Η δεύτερη εκδοχή είναι πιο γκρίζα: Μήπως κάποιος έχει υποσχεθεί τα ασημικά σε συγκεκριμένο συλλέκτη; Κι αν ναι, με τι αντάλλαγμα;

ΚΙΜΠΙ

Kibi2g@yahoo.gr

Η πορνογραφία της καθημερινότητας

Τα κινητά μεταφέρουν με την ίδια προθυμία την πορνογραφία, όπως μεταφέρουν το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Το ότι βρέθηκαν με τόση ευκολία στα χέρια των εφήβων, είναι αποτέλεσμα μιας άλλης πορνογραφικής σχέσης που έχουμε με την κατανάλωση.

Θυμάμαι, τη δεύτερη δεκαετία της ζωής μου, όταν η πορνογραφία έκανε τα πρώτα της δειλά βήματα στις μεγάλες κινηματογραφικές αίθουσες. Υπήρχε μια ταινία, soft porno που κατάφερα και την είδα στη ζούλα, πίσω από μια μάντρα θερινού σινεμά. Ο τίτλος ήταν «Ποιος ευθύνεται για την πορνεία της 16χρονης Εύας;». Ηθικοπλαστικού περιεχομένου, με μια δόση μηνύματος προς τις οικογένειες οι οποίες επιπλήττονταν για την πλημμελή επιτήρηση των γόνων τους, την εποχή που η Δύση δονούνταν στους ρυθμούς του «sex, drugs, and rockn roll». Μεταξύ ηλίθιου διδακτισμού και κοινότοπων ερμηνειών για την παραβατική συμπεριφορά μιας έφηβης, η ταινία προσέφερε και μικρές δόσεις οφθαλμολαγνικής απόλαυσης- λίγο στήθος, λίγο μπούτι, λίγο γλουτό, λίγο σμίξιμο μελών σε ημίφωτα, όλα σε ελάχιστες, υπαινικτικές δόσεις, ικανές όμως να εκτινάξουν στα ύψη την εφηβική τεστοστερόνη. Επειτα, ήρθε ο Γκουσγκούνης, τα τσοντάδικα, ήρθαν και οι πραγματικές «φάσεις» - στις κοπάνες, τις εκδρομές, τα Σαββατοκύριακα- και η τεστοστερόνη ήρθε στα ίσα της. Τριάντα έτη μετά, δεν θα τολμούσα βεβαίως να απαντήσω με λεπτομέρειες στα ερωτήματα της κόρης μου «τι έκανες όταν ήσουν παιδί, μπαμπά» (όπως λέμε «τι έκανες στον πόλεμο, μπαμπά;», γιατί κι αυτό ένα είδος πολέμου είναι, με τη φύση και τη βιολογία μας). Ως παιδί της εποχής που μεγάλωνε στον απόηχο της λεγόμενης «σεξουαλικής απελευθέρωσης», θα φρόντιζα να λογοκρίνω κάθε «ηρωική» σκηνή ακατάλληλη δι’ ανηλίκους, εκπαιδευμένος άλλωστε κι ο ίδιος στην υποκρισία της ηθικής λογοκρισίας. Αυτός είναι ένας λογικός συμβιβασμός με τη βιολογία της ηλικίας και του «χάσματος των γενεών». Αλλά, προφανώς, δεν δικαιούμαι ούτε εγώ ούτε οι συνομίληκοί μου γονείς να παριστάνουμε τους κατάπληκτους, να βγαίνουμε απ’ τα ρούχα μας, για τα σεξουαλικά ήθη της σημερινής γενιάς εφήβων όπως παρουσιάζονται – με τις ίδιες αναλογίες υποκριτικού διδακτισμού και γαργαλιστικής πορνογραφίας της εποχής Γκουσγκούνη- από τη σύγχρονη τηλεοπτική τρομοκρατία. Η οποία παροτρύνει κουτοπόνηρα το μέσο γονιό απλώς να κλειδώσει το παιδί στο σπίτι.

Για να εξηγούμαστε λοιπόν, το μόνο που έχει προστεθεί στην πορνογραφική ζωή των σύγχρονων εφήβων, είναι πιθανώς το κινητό, το κομπιούτερ και το Ιντερνετ τα οποία απλώς υποκατέστησαν τα λαθρόβια soft porno της δεκαετίας του ’70, το σελουλόιντ και την οργιώδη φαντασία μας. Τα κινητά και τα PC μεταφέρουν με την ίδια προθυμία την πορνογραφία, όπως μεταφέρουν το κήρυγμα του Ευαγγελίου, τις Δέκα Εντολές ή το Κοράνι. Το ότι βρέθηκαν με μεγάλη ευκολία στα χέρια των εφήβων, είναι αποτέλεσμα μιας άλλης πορνογραφικής σχέσης που έχουμε αναπτύξει εμείς, οι γονείς τους, με την κατανάλωση. Πριν το κινητό φτάσει στα χέρια και του τελευταίου εφήβου, είχε περάσει από τα χέρια εκατομμυρίων ωρίμων και μεσηλίκων (εκ των τελευταίων πεσόντων κι εγώ). Η «κινητο-απαγόρευση» που επεξεργάζονται ως διέξοδο από το «Σαλό των σχολείων» οι νεοσυντηρητικοί νόες, προσβάλει εκτός από τους εφήβους και τη νοημοσύνη. Και την ίδια προσβολή αποτελεί η «τρομοκρατία» της πολιτικά ορθής εφηβείας του Αλέξη (δεν έχω τίποτε με το παιδί και τους γονείς του, αλλά ο Αλέξης της Βουλιαγμένης δεν είναι ο μέσος όρος, ούτε καν η «προχώ» μειοψηφία της ηλικίας του. Όπως έλεγε κι ο Πασχάλης- πάλι στην εποχή Γκουσγκούνη- «πίσω από τις λέξεις κρύβεται ο Αλέξης…» Αλλά ποιος κρύβεται πίσω από τις λέξεις του Αλέξη; Ολοι κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλο του καθωσπρεπισμού μας).

Η πορνογραφία, ως συνιστώσα του πολιτισμού και της καθημερινότητάς μας, προϋπάρχει και του κινητού και του Ιντερνετ. Όχι μόνο γιατί διαθέτουμε έναν προγονικό πολιτισμό που ανέδειξε την πορνογραφία σε τέχνη (και την καθαγίασε, συνδυάζοντάς την με το λυτρωτικό Αριστοφανικό χιούμορ, ή με τη φυσικότητα ενός φιλοσοφικού πλατωνικού διαλόγου, πριν ή μετά το όργιο). Αλλά γιατί ο πολιτικός και οικονομικός μας πολιτισμός βασίζεται σε ποικίλες πορνογραφικές σχέσεις, που καλύπτουν όλη τη γκάμα των ερωτικών αποκλίσεων. Ιδού ένα μικρό απάνθισμα του λεξικού της απόκλισης:

Αυνανισμός. Ως γνωστόν, με τη συνουσία γνωρίζεις και κανέναν άνθρωπο, αλλά με την αυτοϊκανοποίηση αυτοσυγκεντρώνεσαι. Ο αυνανισμός είναι μια πράξη βιολογικής αυτογνωσίας. Κι επειδή συνήθως μόνο ο εαυτός μας γνωρίζει τι αξίζουμε, η μέθοδος «Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει» αποδίδει την καλύτερη λύση. Ρωτήστε και τους δικαστές που υπερέβησαν τα όρια της μισθωτής σκλαβιάς και της διαπραγμάτευσης για την τιμή της εργασίας τους και αποφάσισαν να καθορίζουν μόνοι τους τους μισθούς τους.

«Τράφικινγκ». Είναι ο διεθνής όρος για τη διασυνοριακή διακίνηση και εμπόριο σαρκός προς σεξουαλική εκμετάλλευση. Παγκοσμιοποιημένη εκδοχή της μαστροπείας. Ισχύει, ωστόσο, και σε εθνικό επίπεδο, και καλύτερο δείγμα ης αποτελεί ο τρόπος διαχείρισης των συμβασιούχων του δημοσίου τομέα. Όπως ο μαστροπός υπόσχεται στην Ρωσίδα ή Ουκρανή λαμπρή καλλιτεχνική καριέρα πριν την βγάλει στο κλαρί, έτσι και τα κόμματα εξουσίας έβγαλαν στο κλαρί στρατιές συμβασιούχων, αφού τους απόσπασαν την ψήφο τους κι ύστερα τους έριξαν στον Καιάδα των ανεξάρτητων δικαστηρίων.

Πορνεία. Το ότι κάθε μισθωτή εργασία είναι εκπόρνευση το έχουν πει και ο Μάρξ και η Πάολα με το «Κράξιμό» της, ενάμισυ αιώνα μετά το θείο Κάρολο. Η διαφορά είναι ότι στην καθεαυτό εκπόρνευση επιτρέπεται ακόμη η ερώτηση «Πόσο πάει;» (εδώ, στη γειτονιά μας, στη Συγγρού, σας διαβεβαιώνουμε ότι ισχύει απόλυτα), που σημαίνει τη δυνατότητα ελεύθερης διαπραγμάτευσης της τιμής της εργασίας. Στα άλλα είδη μισθωτής εκπόρνευσης, η διατίμηση γίνεται όλο και περισσότερο κυρίαρχη τάση, με τις παρεμβάσεις του κράτους (εισοδηματική πολιτική) και του υπερκράτους (Ευρωπαϊκή Ενωση).

Φετιχισμός. Απόκλιση που υπάρχει σε τόσες μορφές, όσα και τα ανθρώπινα μέλη και εκκρίματα. Στο πεδίο της οικονομικής καθημερινότητας, κυρίαρχη διάσταση είναι ο φετιχισμός του χρήματος, σε όλες τις εκδοχές του. Όταν ο μέσος καταναλωτής έχει μετρητό χρήμα στην τσέπη ή πιστωτική κάρτα με πιστωτικό όριο 10.000 ευρώ, αισθάνεται πλούσιος, κι ας χρωστάει τα διπλά και τρίδιπλα στην τράπεζα.

Τραβεστί. Δεν είναι δική μου έμπνευση η συσχέτιση «τρανσεξουαλισμού» και οικονομίας, καθώς έχει εισχωρήσει (διεισδύσει, αν θέλετε) εδώ και καιρό στον επίσημο πολιτικό λόγο. Δεν ξέρω αν πιο τραβεστί ήταν η οικονομία του Χριστοδουλάκη ή αυτή του Αλογοσκούφη, σε κάθε περίπτωση η δημιουργική λογιστική της προ και μετά Σημίτη εποχής (πάλι θυμήθηκα τον Σημίτη! Να το πω στο γιατρό μου…) ισοδυναμεί με κανονική χειρουργική επέμβαση στην Καζανμπλάνκα.

Σαδομαζοχισμός. Η επιτομή της σχέσης φορολογουμένου και κράτους. Οσο περισσότερο το πληρώνεις, τόσο λιγότερη ευχαρίστηση αντλείς απ’ αυτό.

Παιδοφιλία. Μπορεί να είμαστε διατεθειμένοι να οδηγήσουμε στην αγχόνη ή να ευνουχίσουμε έναν κανονικό παιδεραστή, αλλά ως κοινωνία του θεάματος θα οδηγήσουμε σε ρεκόρ τηλεθέασης την «εισαγγελάτεια» κλειδαρότρυπα στις τουαλέτες των σχολείων. Υστερα, θα την καταδικάσουμε δια των δημοσκοπήσεων και ανήσυχοι για ότι συμβαίνει έξω απ’ το σπίτι μας, αλλά ήσυχοι για την ασφάλεια εντός του, θα στείλουμε τα παιδιά νωρίς για ύπνο. «Όχι, σήμερα δεν θα δεις τηλεόραση, μη σε ξαναδώ να ψάχνεις στον Ιντερνετ και δος μου να ψάξω τα μηνύματα του κινητού σου». Μετά, θ’ αλλάξουμε πλευρό.

ΚΙΜΠΙ

Kibi2g@yahoo.gr

Parti-kibi


«Τι είν’ η πατρίδα μας;» Μη μου πείτε ότι χωρεί εδώ μια απάντηση, ας αφήσουμε την πλάκα. Για κάποιους πατρίδα είναι χρέωση, για άλλους πίστωση. Για κάποιους είναι μια παρτίδα στο τζόγο του κέρδους, για άλλους η τακτική κι αναπόφευκτη προσέλευση στο γκισέ της εφορίας.

Για να είμαι ειλικρινής, δεν αισθάνθηκα και τόσο καλά πριν δέκα μέρες, όταν είδα το φυλάκιο του τσολιά να γίνεται παρανάλωμα. Όχι ότι φοβήθηκα για τον εαυτό μου, εγώ ότι ήταν να πάθω το έπαθα σε άλλα πεδία μάχης, με πραγματικά πυρά. Γι’ αυτό κι εκτός από άγνωστος, είμαι και ανύπαρκτος, ανυπόστατος. Υπάρχω σε ένα σύμπαν συμβολικό, στη συλλογική φαντασίωση όσων αισθάνονται ότι τους συνδέουν γη, ιστορία και γλώσσα. Το μόνο που δεν είναι συμβολικό σ’ αυτή τη σχέση, είναι ο δικός μου θάνατος. Γι’ αυτό με πείραξε αυτή η μολότοφ.

Αλλά, με έχουν ενοχλήσει πολύ περισσότερο άλλα πράγματα. Στα 74 χρόνια που βρίσκομαι εκεί, άκαμπτος, ασάλευτος, μαρμαρωμένος, σαν να έχω βρει τον τέλειο και μοναδικό μου προορισμό, έχω αισθανθεί πολλές φορές την ανάγκη να αποκολληθώ από το μάρμαρο, να πετάξω την ασπίδα και το δόρυ και να πάρω το δάφνινο στεφάνι που καταθέτουν διάφοροι σοβαροί κι αγέλαστοι τύποι, να τους το φορέσω κολάρο. Για να μη σας πως ότι ευχαρίστως θα τους έριχνα και μολότοφ.

Πολλές από τις τιμές που μου έχουν αποδώσει με προσβάλλουν πολύ περισσότερο από τη μολότοφ που έσκασε λίγα μέτρα από το παγωμένο μνημείο μου. Εχει παρελάσει τόση υποκρισία, τόση γελοιότητα, τόσο ψέμα μπροστά μου! Πραξικοπηματίες στάθηκαν κορδωμένοι, σε στάση προσοχής, χωρίς ίχνος ενοχής για εγκλήματα που οι ίδιοι θεωρούν ύψιστη υπηρεσία στην πατρίδα. Βασιλείς που στραπατσάριζαν τα στραμπουλιγμένα ελληνικά τους κάτω από τη γερμανική γλώσσα τους. Πολιτικοί που με ευκολία βάφτισαν εθνικό συμφέρον τις άθλιες υπηρεσίες που πρόσφεραν σε εχθρούς και συμμάχους για να διατηρήσουν τα λίγα στρέμματα εξουσίας που διαχειρίζονταν. Δοσίλογοι που απόλαυσαν τους καρπούς της ανάπηρης ελευθερίας που εμείς τους εξασφαλίσαμε. Σύμμαχοι που με ιστορική αναίδεια βύθισαν τη χώρα σε εμφύλιο πόλεμο προκειμένου ν’ αποτρέψουν την εκτροπή της σε ανεπιθύμητες πολιτικές ατραπούς. Μακελάρηδες υπερπατριώτες που χωρίς καμιά αναστολή έστειλαν στον τάφο πολλούς άγνωστους στρατιώτες και άγνωστους πολίτες. Όπως καταλαβαίνετε, μετά βίας συγκρατήθηκα τόσα χρόνια στο μάρμαρο απέναντι σε τόσες υποκρισίες που έμοιαζαν με ατομικές βόμβες μπροστά στη μολότοφ που εκτόξευσε ένας έξαλλος έφηβος.

Από μιαν άποψη, σέβομαι την ειλικρίνεια μιας εύφλεκτης διακήρυξης. Βλέπετε, ο κουκουλοφόρος, αν χρειαστεί, θέλει δεν θέλει, εύκολα θα βρεθεί στην πλευρά του υπερασπιστή της πατρίδας, προορισμένος κι αυτός να ενσωματωθεί στο άυλο συλλογικό σώμα του νεκρού άγνωστου στρατιώτη. Οι τηλε-πατριώτες θα βολευτούν στα μετόπισθεν της αρπαχτής και της συνδιαχείρισης της εξουσίας.

Μάλλον πρέπει να απαντήσουμε σε ορισμένα βασικά ερωτήματα- εγώ χάθηκα με την απορία για την απάντησή τους. Όπως: «Τι είν’ η πατρίδα μας;» Μη μου πείτε ότι χωρεί εδώ μια απάντηση, ας αφήσουμε την πλάκα. Για κάποιους πατρίδα είναι χρέωση, για άλλους πίστωση. Για κάποιους μια παρτίδα στο τζόγο του κέρδους, για άλλους η τακτική κι αναπόφευκτη προσέλευση στο γκισέ της εφορίας. Κάποιοι έχουν μπερδέψει και την αρχαία γνώση: «Εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης». Εδώ γίνεται ένας ανεπαίσθητος, αθώος αναγραμματισμός. «Αμύνεσθαι περί πάρτης». Όπως το λέει κι ο Σεφέρης: «Ο άνθρωπος… είναι άπληστος σαν το χόρτο/ σαν έρθει ο θέρος/ προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι». Σας διαβεβαιώ, όταν ο θάνατος έρχεται κατά πάνω σου με την ταχύτητα του φωτός, δεν είναι η πατρίδα που σε στραβώνει σαν εκτυφλωτική λάμψη, την «πάρτη» σου σκέφτεσαι που χάνεται. Τι να σας εξηγώ τώρα…Δεν εξηγείται η φρίκη του χαμού.

Ας μιλήσουμε περί πάρτης, λοιπόν. Τι είναι η πάρτη; Είναι η προσωπική πατρίδα καθενός- ίσως η μόνη νοητή και χειροπιαστή, με σύνορα ευδιάκριτα και αδιαμφισβήτητα, τα όρια της ύπαρξής μας, του σώματός μας, της σκέψης, των επιθυμιών μας. Είναι η επιθυμία να ζήσεις και να ευτυχήσεις, με όποιο λιτό ή ανοικονόμητο περιεχόμενο δίνεις στην ευτυχία. Απ’ αυτή την άποψη, η πάρτη ως πατρίδα, δεν έχει γεωγραφία. Οπου γης και πατρίς, θα μπορούσε να πει κανείς, και από καταβολής ανθρωπότητας αυτό επιβεβαιώνεται αιματηρά. Η ιστορία των εθνών είναι μια διαδοχή μετακινήσεων από τη μια πατρίδα στην άλλη, από τις όχθες του Ινδού στην ανατολική ακτή του Ατλαντικού κι από εκεί στην απέναντι ακτή. Αυτό είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, έστω κι αν οι σύντομες ατομικές ζωές μας δεν μας επιτρέπουν να το αντιληφθούμε πάντα. Το αντιλαμβάνονται ωστόσο όλοι οι κακήν κακώς διωγμένοι από τις πατρίδες τους που σκοντάφτουν σε τείχη ασφάλειας στις νέες τους πατρίδες. Αυτό που γι’ αυτούς είναι μια θανάσιμα επικίνδυνη κατάσταση, είναι απολύτως αυτονόητο για κάθε μορφή πλούτου.

Ενας οικονομικός μετανάστης από το Πακιστάν, μπορεί να σκοτωθεί από συμμορίες δουλεμπόρων στην Τουρκία, να πνιγεί σ’ ένα σαπιοκάραβο στο Αιγαίο, να συλληφθεί και να απελαθεί από την Ελλάδα. Ένα εκατομμύριο ευρώ, όμως, μπορεί να διακτινισθεί σε χρόνο dt από τη Νέα Υόρκη στη Σανγκάη κι από εκεί να βρεθεί σε δευτερόλεπτα στο Παρίσι και, χωρίς κανείς να του ζητήσει πατριωτικά πιστοποιητικά, ν’ αλλάζει τις πατρίδες μέσ’ στο εικοσιτετράωρο όπως οι κάτοχοί του εσώρουχα. Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα- το είχα ακούσει κι εγώ αυτό στον καιρό μου, αλλά δεν είχα δώσει σημασία, τώρα όμως έχει γίνει μια τρομακτική κυριολεξία. Ο εφοπλιστής έχει πατρίδα τους ωκεανούς, ο βιομήχανος τις χώρες με φτηνά εργατικά χέρια, ο χρηματιστής τις αγορές όλου του κόσμου, ο επενδυτής κάθε κομμάτι γης που υπόσχεται υπεραξίες στο υπέδαφός ή στην επιφάνειά της, από την Αφρική μέχρι τον Καύκασο και από την Αλάσκα μέχρι την Αυστραλία, ο πολιτικός την εκλογική του περιφέρεια, ο γραφειοκράτης το θλιβερό του χαρτοβασίλειο. Κι εμείς- ή μάλλον εσείς (γιατί εγώ έχω καθαρίσει προ πολλού); Η πατρίδα σας εξαντλείται στα λίγα τετραγωνικά του υποθηκευμένου διαμερίσματός σας, στον καταθετικό σας λογαριασμό, στην κληρονομιά που σας άφησε ο πατέρας σας, στην επιχείρηση που σας δίνει δουλειά. Σπάνια όλοι αυτοί μπορούν να βρεθούν στη θέση να υπερασπιστούν την ίδια πατρίδα- την ίδια πάρτη. Και στις εξαιρετικές περιπτώσεις που υπερασπίζονται το ίδιο πράγμα από μιαν καθολική επιβουλή- έναν παγκόσμιο πόλεμο, για παράδειγμα- το τίμημα και οι θυσίες κατανέμονται το ίδιο άνισα, αν και αντιστρόφως, ανάμεσα στους άγνωστους και ανώνυμους στρατιώτες και τους γνωστούς και επώνυμους στρατηγούς. Αυτό είναι γνωστό, κανείς δεν τρώει πια κουτόχορτο, κι εξηγεί πολύ από την οργή κάθε μολοτοφόρου, με κουκούλα ή άνευ.

Θα μπορούσε άραγε να είναι διαφορετικά τα πράγματα; Για μένα δεν έχει πια σημασία, το μέρισμά μου στην ιστορία είναι ένα κομμάτι παγωμένο μάρμαρο. Για σας όμως; Μπορώ να φανταστώ μια διαφορετική σύμβαση για το περιεχόμενο της πατρίδας, τέτοιο που να μη βρίσκεται σε κραυγαλέα αντίθεση με την πάρτη. Μιαν άλλη κατανομή του μερίσματος της ειρήνης, τέτοια που να κάνει ανεκτή την όποια θυσία μας αναλογεί, ως μέρισμα του πολέμου- αχρείαστο νάναι. Εσείς, οι υποψήφιοι άγνωστοι στρατιώτες, δεν έχετε να θυσιάσετε και πολλά πράγματα. Οι άλλοι όμως, οι άπληστοι πατριώτες, πρέπει να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να νιώσετε όλοι ότι υπάρχει κάτι κοινό να υπερασπιστείτε, πέρα από την πάρτη σας.

ΚΙΜΠΙ

Kibi2g@yahoo.gr

Το χρήμα είναι πάντα πολιτικό και βρόμικο

«Γιατί κάτι από χαρτί, κυβερνά τον κόσμο;» με ρώτησε η Βέρα. Θα μπορούσα να της απαντήσω απλά: «Δεν ξέρω, ρώτα τον Πανάγο», αλλά αυτό θα άνοιγε ένα νέο κύκλο ερωτήσεων, ποιος είναι ο Πανάγος, τι θα πει βρόμικο χρήμα και πώς διακρίνεται από το «καθαρό», τι είναι το «πολιτικό χρήμα» και αν υπάρχει τα τελικά χρήμα «απολιτίκ»,


Η Βέρα με άφησε πάλι άφωνο, με το συνήθη τρόπο που μας αποστομώνουν τα παιδιά μας, παρ’ ότι εμείς οι αφελείς νομίζουμε ότι, στα επτά τους χρόνια είναι αρκετά προστατευμένα από τις θεμελιώδεις αθλιότητες του πολιτισμού μας.

Περιεργαζόταν ένα δεκάευρω, προορισμένο για τον κουμπαρά της, προϊόν πονηρής συναλλαγής με θείο της (γλυκό χαμόγελο έναντι χαρτζιλικίου). Ξαφνικά, διέκοψε την περισυλλογή της και με ρώτησε: «Πώς γίνεται κάτι που είναι από χαρτί να κυβερνά τον κόσμο;» Οφείλω να ομολογήσω, ότι εκτός από την έκπληξη για τη ευστοχία της φράσης, ένιωσα τρία επιπλέον πράγματα: Πρώτον, υπερηφάνεια, εμπεδώνοντας την πεποίθηση ότι η κόρη μου μας επιφυλάσσει το μέλλον μιας ιδιοφυούς φιλοσόφου ή οικονομολόγου. Δεύτερον, ικανοποίηση, διότι στη διαπίστωσή της ανιχνεύω τα αποτελέσματα του συστηματικού (και άδικου) εμβολιασμού της με τις ιδεοληψίες μου. Και τρίτον, αμηχανία, διότι μου είναι προφανώς αδύνατο να εξηγήσω σε μια επτάχρονη τις μαρξιστικο-ψυχαναλυτικές αντιλήψεις για το φετιχισμό του χρήματος, ή να της δώσω μια αρκετά εκλαϊκευμένη περίληψη του «Χρήματος» του Γκαλμπρέιθ. Απ’ αυτά τα τρία αισθήματα, κυριάρχησε τελικώς η αμηχανία. «Και τώρα, κύριε εξυπνάκια, τι λένε;»

Η αμηχανία εκφράστηκε με λεπτά σιωπής, τα οποία βεβαίως η Βέρα δεν άφησε ανεκμετάλλευτα, με προφανή πρόθεση να μειώσει έτι περαιτέρω τη θέση μου. Επιστράτευσα άτσαλα επιχειρήματα από την ιστορία του χρήματος, την μετάβαση από τα αστραφτερά πολύτιμα μέταλλα στις ονομαστικές αξίες, αλλά από το καχύποπτο βλέμμα της κατάλαβα ότι πρώτον, δεν καταλάβαινε, και δεύτερον, δεν πειθόταν. «Γιατί κάτι από χαρτί, κυβερνά τον κόσμο;». Θα μπορούσα να της απαντήσω απλά: «Δεν ξέρω, ρώτα τον Πανάγο», αλλά αυτό θα άνοιγε ένα νέο κύκλο ερωτήσεων, ποιος είναι ο Πανάγος, τι θα πει βρόμικο χρήμα και πώς διακρίνεται από το «καθαρό», τι είναι το «πολιτικό χρήμα» και αν υπάρχει τα τελικά χρήμα «απολιτίκ», ή μήπως το χρήμα είναι εξ ορισμού πολιτικό. Ετσι επέλεξα την τακτική της φυγής από τη μάχη. Αλλαξα συζήτηση, δελεάζοντάς την με θέματα που βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα της: παιχνίδι, διασκέδαση, διακοπές. Πράγματα που τελικά έχουν κι αυτά την τιμή τους.

Εκ των υστέρων, μ’ έπιασαν τύψεις. Βλέπετε, τη Βέρα την έχω καταστήσει προ πολλού, όπως κι εσείς τα παιδιά σας υποθέτω, μέρος του προβλήματος. Την εξασκώ συστηματικά, για παράδειγμα, μέσω του κουμπαρά της, ως μέλλοντα αποταμιευτή, στυλοβάτη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αγαπημένη φίλη των τραπεζών, δανειστή του κράτους και υπάκουο χρηματοδότη του δημοσίου χρέους. Κάθε ευρώ που κουδουνίζει στον κουμπαρά της είναι μια αθέλητη επένδυση στις αξίες του πολιτισμού της αγοράς, παρά τη ρητορική υπονόμευση που στην πραγματικότητα δεν ξεπερνά τα όρια του άλλοθι ή του «ξεκαρφώματος».

Και βέβαια, αυτό αποτελεί μια βάναυση και άδικη εξαπάτηση της Βέρας που εξακολουθεί να πιστεύει ότι το χρήμα δεν έχει άλλο προορισμό από το να γίνεται παγωτά, σοκολάτες, τσίχλες, σουβλάκια, πίτσες, κοκαλάκια, «Barbie», φούστες, εκδρομές, ταξίδια, σινεμά, δώρα, βιβλία, λούνα πάρκ και ό,τι άλλο είναι απολύτως απαραίτητο για το βιοτικό της σύμπαν. Το οποίο δεν συμπίπτει καν με το δικό μας, που περιλαμβάνει βιολογικά προϊόντα διατροφής, λογαριασμούς, πιστωτικές κάρτες, χαροξεχασμένες μετοχές, μια τραπεζική κατάθεση με πρόθεση αγοράς ακινήτου στο απώτατο μέλλον, υποχρεώσεις προς συγγενείς και φίλους, υποχρεώσεις προς το κράτος.

Αυτό που αποσιωπούμε προς τη Βέρα είναι ότι το χρήμα έχει έναν άλλο θεμελιώδη προορισμό, εντελώς ανεξάρτητο από τις καλές προθέσεις μας. Να αποτελέσει το αποτύπωμα του κοινωνικού πλούτου και να γίνει ταυτόχρονα το μέσο κατανομής και ανακατανομής του. Για ποιο λόγο επιλέξαμε να δώσουμε σ’ αυτόν τον απόλυτο θεό (υπαρκτό όσο και κάθε άλλος θεός) του εμπορευματικού πολιτισμού την ευτελή μορφή του χαρτιού ή του φτηνού μετάλλου, είναι άλλη υπόθεση. Το ζωτικό είναι ότι οι καθημερινές συνειδήσεις δισεκατομμυρίων ανθρώπων είναι πεπεισμένες ότι το χρήμα κυβερνά τις ζωές τους. Το χρήμα τους θυμίζει ότι υπάρχουν. Και ο βαθμός ύπαρξής τους εξαρτάται από το πόσο χρήμα διαθέτουν. Ολοι αποτυπώνουν το ειδικό βάρος και την ισχύ τους σε έναν ισολογισμό με χρηματική αποτίμηση. Οι μισθωτοί, οι νοικοκυραίοι, οι επιχειρηματίες, οι τραπεζίτες, οι κυβερνήσεις, τα συνδικάτα, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, τα κόμματα, τα κράτη, τα έθνη, οι διακρατικές ενώσεις.

Ετσι, το χρήμα, ένα συμβολικό μέσο ανταλλαγής, μια αποθήκη αξίας με συμβατική τιμή που δικαιολογεί την ύπαρξη των κεντρικών τραπεζιτών, τους παχυλούς μισθούς τους και την απίστευτη πολιτική τους ισχύ, μας έχει μετατρέψει όλους σε μικρούς Σάυλοκ. Σάυλοκ της Βενετίας, της Αθήνας, της Νέας Υόρκης, του Πεκίνου ή του Νταρφούρ, έτοιμους να ανταλλάξουμε το αποθεματικό μας με τη λίμπρα το κρέας μου μας αναλογεί. Και το κρέας, non olet pecunia sed sanguis (δεν μυρίζει χρήμα, αλλά αίμα). Το δανείζομαι για πολλοστή φορά από την Πατρίτσια Χάισμιθ.

Αλλά, αν μεταφέρω στη Βέρα, έστω και σε ωριμότερη ηλικία, όλο το απόσταγμα των ιδεοληψιών μου για το χρήμα, κινδυνεύω να εξευτελιστώ ως παντελώς αναξιόπιστος. Το επόμενο ερώτημα θα είναι: «Με τι ανταλλάσσεις, μπαμπά, τις ατέλειωτες ώρες απουσίας σου απ’ το σπίτι;» Κι ακόμη χειρότερα: «Πόσο καλύτερο θεωρείς τον εαυτό σου από τους Πανάγους που ανταλλάσσουν κι αυτοί ό,τι διαθέτουν- πολιτική επιρροή, απατεωνιά, αέρα κοπανιστό και ψέματα, ή απλώς καπιταλιστική τεχνογνωσία- με χρήμα, όλο και περισσότερο χρήμα;» Κι ακόμη περισσότερο: «Αν βρόμικο χρήμα είναι ο λεηλατημένος κοινωνικός πλούτος και αν πολιτικό χρήμα είναι η αμοιβή της εξουσίας για να κάνει τα στραβά μάτια, τι σε κάνει να πιστεύεις ότι εσύ κάνεις κάτι καλύτερο από το να διαχειρίζεσαι χρήμα πολιτικό και βρόμικο; Λεηλατείς το κοινό μας παρόν (πριν καν σε βαρεθώ) και με εξαγοράζεις με χαρτζιλίκια και «ξεπέτες» του Σαββατοκύριακου για να κάνω τα στραβά μάτια την υπόλοιπη εβδομάδα».

Ευτυχώς, έχω ελάχιστες πιθανότητες να ακούσω τέτοια ερωτήματα από μιαν επτάχρονη. Το πιθανότερο είναι να δω τα μούτρα της Βέρας κατεβασμένα, με ζωγραφισμένο το θυμό, την επόμενη φορά που θα επιστρέψω στο σπίτι έπειτα από μια γερή δόση ληστρικής εκμετάλλευσης του εαυτού μου.

Μάλλον πρέπει να συμβιβαστούμε με την ιδέα: όλοι μας έχουμε βρόμικο χρήμα στα καθαρά πορτοφόλια μας. Αλλά εμείς τουλάχιστον το δηλώνουμε- αναπόφευκτα ως μισθωτοί σκλαβοι- και φορολογούμαστε γι’ αυτό. Οι γαλαζοπράσινοι Πανάγοι;

Υ.Γ. Φίλε Φ. Ακρως ενδιαφέρουσες οι δικές σου ιστορίες, του λαγού, της αλεπούς και του λύκου. Νομίζω ότι ενδιαφέρουν κι άλλους, πέρα από τους μυθοπλάστες. Γιατί να μην κυριολεκτήσουμε κιόλας; Στη διάθεσή σου για επικοινωνία (και όχι μόνο από επαγγελματική διαστροφή και σκανδαλοθηρία).

ΚΙΜΠΙ

Kibi2g@yahoo.gr

Εγχειρίδιο εξόντωσης του νέου Μεσσία

Ο νέος Μεσσίας μπορούσε να γεννηθεί στα γκέτο του Μπρούκλιν, σ’ ένα εργατικό νοικοκυριό της Σανγκάης, σ’ ένα μισογκρεμισμένο χαμόσπιτο της Ραμάλα, σ’ ένα ερείπιο της Βηρυτού, σ’ έναν καταυλισμό λαθρομεταναστών στη Γερμανία…


Ολες οι προφητείες συμφωνούσαν ότι κι αυτός ο Μεσσίας θα γεννιόταν στην Ανατολή. Ολοι οι Μεσσίες μέχρι σήμερα γεννήθηκαν στην Ανατολή. Την Εγγύς, τη Μέση ή την Απω. Συμφωνούσαν επίσης ότι είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Οτι ο ιστορικός κύκλος βρισκόταν σε κείνη την κρίσιμη καμπή που προϊδεάζει για κάποιο συγκλονιστικό γεγονός, μια επαναστατική τομή που διαταράσσει την μελαγχολική, ελικοειδή εξέλιξη της ιστορίας. Δεν συμφωνούσαν πάντως οι προφήτες- φιλόσοφοι, θεοσοφικοί, αστρολόγοι, καφετζούδες, γκουρού των αγορών, μελλοντολόγοι- ότι ο νέος Μεσσίας θα ήταν ένας κήρυκας της αγάπης, ένας «θεός» συμφιλίωσης, όπως σχεδόν όλοι οι προηγούμενοι: ο Ιησούς, ο Μωάμεθ, ο Βούδας. Ο Μεσσίας θα προσαρμοζόταν στο θρίαμβο των νέων μικρών θεών που έρεαν ήδη στους χυμούς των ανθρώπων: των θεών της αγοράς και του ανταγωνισμού ως μοναδικών όρων επιβίωσής ατόμων, ομάδων, τάξεων, εθνών στην τρίτη μετά Χριστόν χιλιετία.

Ούτε τα πιο επικαιροποιημένα ωροσκόπια- με τον Πλούτωνα εκτός πλανητικού χάρτη πια- ούτε τα πιο σύγχρονα μαθηματικά μοντέλα, ούτε τα πιο εμπνευσμένα think tank, ούτε οι πιο προωθημένες θεωρίες περί ασύμμετρων απειλών έδιναν ένα σαφές στίγμα για τον τόπο γέννησης του νέου Μεσσία, πέρα από τη γενική βεβαιότητα ότι θα γεννιόταν κάπου στην Ανατολή. Αλλά, «τι εστί Ανατολή;» αναρωτιόντουσαν οι πιο ψαγμένοι μελλοντολόγοι. Κι η απάντηση ήταν μια αχανής έρημος άγνοιας, σχεδόν όση κι ο πλανήτης: Ανατολή είναι ότι ζει στη σκιά της δυτικής ευημερίας. Μ’ αυτή την έννοια ο νέος Μεσσίας μπορούσε να γεννηθεί σ’ ένα γκέτο του Μπρούκλιν, σ’ ένα εργατικό νοικοκυριό της Σανγκάης, σ’ ένα μισογκρεμισμένο χαμόσπιτο της Ραμάλα, σ’ ένα ερείπιο της Βηρυτού ή της Βαγδάτης, σ’ έναν καταυλισμό λαθρομεταναστών στη Γερμανία, σε ένα ξύλινο σκάφος που περνά την απόγνωση της Αφρικής στις ακτές της Ισπανίας.

Δεν είχαν προθέσεις Ηρώδη όλοι αυτοί που αναζητούσαν εναγωνίως τον ακριβή τόπο της γέννησης του νέου Μεσσία. Η τεχνολογία της σφαγής ήταν ξεπερασμένη: τη δουλειά την έκαναν συστηματικά, χρόνια τώρα, η εξαγωγή της δημοκρατίας στη Μέση Ανατολή, οι επεμβάσεις στο Ιράκ, η ανοικτή πληγή της Παλαιστίνης, οι μαζικές επενδύσεις στην Κίνα, ο εκδημοκρατισμός των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών, η χρηματοδότηση των εμφυλίων στην Αφρική, οι κινήσεις των επενδυτικών κεφαλαίων από τη μια χώρα στην άλλη, οι μαζικές μετατοπίσεις υπεραξίας από τις χώρες της ανέχειας στις μητροπόλεις της απληστίας.

«Mission impossible», απεφάνθησαν οι χρυσοπληρωμένοι αναλυτές και κατάσκοποι σ’ ένα υπόγειο του Πενταγώνου. Το σενάριο μιας απαγωγής του νέου Μεσσία και της μεταφοράς του σε μυστική φυλακή, μέσω μυστικής πτήσης της CIA, φαινόταν αδύνατο. Μια πρόχειρη προβολή των λιγοστών δεδομένών απαιτούσε την απαγωγή περίπου πέντε εκατομμυρίων νεογνών σχεδόν σε όλα τα μέρη του πλανήτη. Και το κόστος θα απαιτούσε τουλάχιστον έναν ετήσιο αμερικανικό προϋπολογισμό.

Its very expensive”, συμφώνησαν και οι επιφανέστεροι οικονομέτρες και αναλογιστές, που απέρριπταν το σενάριο αφανισμού ολόκληρου του κοινωνικού ιστού από τον οποίο θα αναδυθεί ο νέος Μεσσίας: της χώρας του, της τάξης του, της φυλής του, της σέχτας του. Αλλωστε δεν είχαν κανένα στοιχείο για όλα αυτά.

«Γιατί δεν τον εξαγοράζουμε;» πρότειναν επιπόλαια οι διαχειριστές των σημαντικότερων hedge funds του πλανήτη, που επένδυαν με την ίδια άνεση στον πόλεμο και την ειρήνη, στην ευημερία και στην ανέχεια, στην ομορφιά και στην ασχήμια, στη δημιουργία και στην καταστροφή. Αν και γνώριζαν κατά βάθος ότι πρότειναν την πιο ριψοκίνδυνη επένδυση από καταβολής αγορών. Τουλάχιστον στη μετά Χριστόν, μετά Βούδα και μετά Μωάμεθ εποχή.

Ανησύχησε κι ο Θεός. Πώς είναι δυνατό να είχε διατυπωθεί μια προφητεία που δεν είχε παραγγείλει, πώς είναι δυνατό να γεννηθεί ένας Μεσσίας που δεν είχε στείλει αυτός, πώς γίνεται να διαταραχθεί η επίγεια και επουράνια τάξη πραγμάτων χωρίς την έγκρισή του; Ζήλεψε κι ο Υιός του Θεού, που αισθάνθηκε απειλή για τα πρωτοτόκιά του. Εστειλε, λοιπόν, ο Θεός αγγέλους να ψάξουν σπιθαμή προς σπιθαμή τη γη, να μπούν στο μυαλό κάθε ετοιμόγεννης γυναίκας. Ακόμη και με το διάβολο συμμάχησε για να στείλει καλικάντζαρους από τα έγκατα της γης να συνδράμουν το επουράνιο σχέδιο.

Με φόντο την απόλυτη αβεβαιότητα, ένα πολυμελές επιτελείο ψυχιάτρων, ψυχοκοινωνιολόγων, αστρολόγων, διπλωματών, μάγων, γεωπολιτικών αναλυτών, μαθηματικών, μηχανικών, κατασκόπων, ρουφιάνων, σε συνθήκες απόλυτης μυστικότητας διατύπωσε τρία σενάρια για το προφίλ του νέου Μεσσία.

Το «μαύρο» σενάριο, εκτιμούσε ότι θα γεννηθεί κάπου μεταξύ Παλαιστίνης, Ιράκ και Λιβάνου, από μια οικογένεια πάμπτωχων Αράβων. Θα έρθει στον κόσμο σ’ ένα μισο-ερειπωμένο μαιευτήριο, σε μια χώρα κατεστραμμένη, σε μια κοινωνία βουτηγμένη στην απελπισία, με απύθμενη οργή για όσα της επιφύλαξε η «ροή της ιστορίας». Ο νέος Μεσσίας θα ξεδίπλωνε γρήγορα όλα του τα ταλέντα, πολλοί θα επενδύσουν στην μόρφωσή του και τελικά θα γινόταν «τρομοκράτης», επικεφαλής ενός δικτύου πολύ πιο μαχητικού και επιστημονικά οργανωμένου απ’ την Αλ Κάιντα, απαλλαγμένου από τις θεοσοφικές εμμονές της.

Το δεύτερο, «γκρίζο» σενάριο, ήθελε το νέο Μεσσία να γεννιέται κάπου στην ανατολική Κίνα, σε μια από τις αναπτυσσόμενες καπιταλιστικές της μητροπόλεις, ανάμεσα στις τεράστιες βιομηχανικές ζώνες όπου ανθούν οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές επενδύσεις. Θα ξεκινούσε από μαθητευόμενος εργάτης των δέκα δολαρίων την ημέρα, αλλά θα εξελισσόταν σε έναν πλουτοκράτη με περιουσία δισεκατομμυρίων δολαρίων, αλλά και με πολιτικό όραμα για τη χώρα του. Ενδεχομένως να είναι ο ηγέτης της υπερδύναμης του 2020.

Το τρίτο, το «λευκό» σενάριο, τοποθετούσε τον άγνωστο Μεσσία σε μια μητρόπολη της παρακμάζουσας Δύσης. Θα γεννιόταν σε ένα ακριβό μαιευτήριο, αδρά πληρωμένο από ασφαλιστικό ταμείο και συμπληρωματική ιδιωτική ασφάλιση. Η μεσοαστική οικογένειά του θα του παρείχε κάθε ευκαιρία μόρφωσης. Ιδιωτικό σχολείο, πανεπιστήμιο, γλώσσες, μεταπτυχιακό στο Harvard ή στο MIT, ευρύτατη κουλτούρα, κοινωνικές εμπειρίες, ταξίδια σ’ ένα σωρό μέρη του πλανήτη, από τους παραδείσους της ευμάρειας μέχρι τις κολάσεις της φτώχειας και της λιμοκτονίας. Παρ’ όλα αυτά, το μέλλον δεν θα του επιφύλασσε τίποτε παραπάνω από μια θέση (καλοπληρωμένου βέβαια) μικρομεσαίου στελέχους πολυεθνικής εταιρείας. Μετά μια μάλλον στάσιμη καριέρα, και παρά την αξιέπαινη προσπάθεια επιβίωσης στον κανιβαλικό ανταγωνισμό, στα 30 και κάτι θα έμενε και χωρίς δουλειά, αποτέλεσμα μιας αναδιάρθρωσης της εταιρείας στην οποία και ο ίδιος, άθελά του, θα είχε συμβάλει. Θα συνέχιζε την εργασιακή του περιπλάνηση σε ανάλογες θέσεις, χωρίς ποτέ να απειλήσει τις κορυφές της διοικητικής ιεραρχίας και με μια διαρκή αγωνία για το συνταξιοδοτικό του μέλλον, διαρκώς απειλούμενο από τις αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις στα ασφαλιστικά συστήματα. Στα πενήντα και κάτι, θα έβγαζε απ’ τα συρτάρια του την ογκώδη διδακτορική του διατριβή για την «ρόλο της κατάργησης των ιεραρχικών συστημάτων διοίκησης και παραγωγής στην ορθολογικότερη κατανομή του παγκόσμιου πλούτου». Ολοι οι καθηγητές του θα την είχαν επιβραβεύσει. Και όλοι θα τον είχαν συμβουλεύσει να μην τη δημοσιεύσει ποτέ.

Τη νύχτα της γέννησης – την εικαζόμενη κατά την προφητεία νύχτα, τέλη Δεκέμβρη- κανένα αξιόλογο αστρονομικό φαινόμενο δεν καταγράφηκε στον ουρανό. Κανένας κομήτης δεν πέρασε κοντά στη γήινη ατμόσφαιρα, καμιά σύνοδος των πλανητών δεν συνέβη. Τρεις μάγοι του 21ου αιώνα – δεν βγήκαν στο δρόμο φυσικά με καμήλες, αυτά ήταν πια για ερασιτέχνες- σερφάριζαν στο Ιντερνετ για οποιαδήποτε πληροφορία θα έδινε ένδειξη για τη γέννηση του νέου Μεσσία. Αλλά διαπίστωναν μια καταφανέστατη παγκόσμια συνωμοσία σιωπής. Από μιαν άποψη τους ευχαριστούσε αυτό. Τους γέμιζε προσδοκία κι ελπίδα. «Καλύτερα να μην ξέρουμε ούτε εμείς», είπε ο Μελχιόρ. «Εξάλλου, αν ξέραμε θα μας έκλειναν στο Γκουντανάμο», είπε ο Βαλτάσαρ. «Ας ελπίσουμε ότι δεν το ξέρουν ούτε η μάνα του, ούτε ο πατέρας του, ούτε καν ο ίδιος», είπε ο Γάσπαρ. «Ας ελπίσουμε ότι δεν υπήρχε ούτε κρίνος, ούτε άγγελος, ούτε θεός στην ιστορία. Δεν ξέρεις από πού να φυλαχτείς πια», κατέληξε ο Μελχιόρ. Καλού κακού έκλεισαν και το κομπιούτερ.

Ο Μεσσίας ήρθε τελικά. Χωρίς τυμπανοκρουσίες, αγγέλους, τρυφερά «ωσαννά», σκηνές λατρείας, ευαγγέλια και μανιφέστα. Θα περνούσαν χρόνια ώσπου να έκανε αισθητή την παρουσία του. Τους άφησε όλους να ζουν στην αγωνία τους. Ή στην προσδοκία τους.

ΚΙΜΠΙ

Kibi2g@yahoo.gr