Αλλάξαμε αιώνα, αλλάξαμε και χιλιετία και μας φαίνεται πολύ μακρινή εκείνη η εποχή, παρότι συμβατικά εντάσσεται σ’ αυτό που αποκαλούμε ζωντανή ιστορία. Πάνω από τους μισούς Έλληνες έχουν το θλιβερό ή ευχάριστο προνόμιο η προσωπική τους ιστορία να εφάπτεται μ’ εκείνο το σκοτεινό διάλειμμα της πολιτικής ζωής που αποκαλείται, άχρωμα κι ανώδυνα, «επταετία». Λες και ο ιστορικός χρόνος δεν έχει χιλιάδες άλλες επταετίες ή δεκαετίες ή αιώνες να τον τεμαχίσεις. Προφανώς, είναι βαρύ το φορτίο της μνήμης, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν φταίει αυτό ή το γεγονός ότι για τον καθένα που το έζησε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η απόσταση των σαράντα ετών από το πραξικόπημα σημαίνει απλώς ότι έχει καβαλήσει ήδη το μεταίχμιο της μέσης ηλικίας και βαδίζει ακάθεκτος (κι απρόθυμος) προς τη δύση της ζωής. Ετσι, η ιστορική μνήμη μένει ασυγκρότητη, κατακερματισμένη σε εκατομμύρια προσωπικές μνήμες, άλλες φυλαγμένες σαν ένοχα μυστικά, άλλες εκποιημένες σε δημόσιες σχέσεις, ισχύ και εξουσία κι άλλες αφανισμένες κάτω από βαριά στρώματα ευδαιμονίας και ελαφρότητας. «Η μόνη περιουσία είναι η μνήμη», έλεγε με ακρίβεια ευθύβολου σκοπευτή ο Φίλιππος Κουτσαφτής στην ταινία «Αγέλαστος Πέτρα». Αλλά οι νεοέλληνες μερικές φορές συμπεριφερόμαστε σαν κοινωνία υπό πτώχευση. Ανησυχούμε περισσότερο για τη μνήμη του υπολογιστή ή του κινητού μας τηλεφώνου και επενδύουμε ελάχιστα σ’ ένα περιουσιακό στοιχείο που μόνο υπεραξίες επιφυλάσσει και δεν υπόκειται σε διακυμάνσεις της αγοράς, σε μίζες, προμήθειες και λεηλασίες.
Θα μου πείτε: πώς θα μετασχηματίσεις τη μνήμη σε γνώση, πώς θα την κληροδοτήσεις στην επόμενη γενιά, απαλλαγμένη από ιδεοληψίες, ιδιοτέλειες και παραμορφώσεις; Η κόρη μου είναι οκτώ ετών, και σαν παιδί της τηλεοπτικής δημοκρατίας, η μόνη εικόνα που έχει για τη δικτατορία, είναι η τηλεοπτική «Λούφα και παραλλαγή» του Περάκη. Εχει κι αυτή την αξία της, αλλά πώς να εξηγήσεις σ’ ένα παιδί που ξεκαρδίζεται στα γέλια μ’ αυτή την καρικατούρα των «ανθρωποφυλάκων» της χούντας, ότι η εποχή δεν ήταν μια πλάκα, ένα εκτενές ανέκδοτο, με ηλίθιους συνταγματάρχες που συμπεριφέρονταν σαν ήρωες καρτούν και καταφερτζήδες φαντάρους με το νου τους στις γκόμενες.
Το πιθανότερο είναι ότι διαμορφώνουμε γενιές με τις οποίες θα έχουμε πρόβλημα επικοινωνίας, αδυναμία να συμφωνήσουμε στους στοιχειώδεις κώδικες των λέξεων, έτσι καθώς οι δεκαετίες της κατά συνθήκην νομιμότητας και ομαλότητας έχουν αποστεώσει ή μεταλλάξει τις έννοιες: τι είναι δικτατορία και τι δημοκρατία, τι σημαίνει αντίσταση, παρανομία, συνωμοτισμός, τρομοκρατία, επανάσταση, εξέγερση, αντεπανάσταση, λογοκρισία, βασανιστήρια, εξορία, αυτοεξορία. Τι σημαίνει σιωπή.
Ισως είναι πιο τίμιο, ειλικρινές και αποτελεσματικό, καθένας μας να καταθέσει τα μικρά θραύσματα μνήμης που έχει από αυτή την σκληρή εποχή στο οικογενειακό ταμιευτήριο γνώσης, χωρίς εξωραϊσμούς και αποσιωπήσεις. Βλέπετε, η δικτατορική παρένθεση, δεν ήταν μια εποχή γεμάτη ηρωισμούς και μαζικά, αντιστασιακά κινήματα. Μάλλον κυριάρχησαν η προσωπική αποκοτιά, οι ατομικές επιλογές, τα απονενοημένα διαβήματα, οι συνωμοτικές κινήσεις των μικρών μειοψηφιών. Που κεφαλαιοποιήθηκαν σε ένα απρόβλεπτο κίνημα μόνο στο τέλος της διαδρομής, το Νοέμβρη του 1973. Αυτό είναι ίσως η μεγάλη απορία της ιστορίας. Όπως μεγάλη απορία είναι το γιατί, τις υπεραξίες της κατακερματισμένης αλλά μόνης αντίστασης τις καρπώθηκαν οι δυνάμεις που πρόσφεραν μόνο την κραυγαλέα σιωπηρή ανοχή τους. Οι οποίες εκδικούνται σημειολογικά την ιστορία, έχοντας στείλει στο πυρ το εξώτερο κρίσιμες συνιστώσες αυτής της αντίστασης: ο βομβιστής καθηγητής, οι αυτοσχέδιοι εκρηκτικοί μηχανισμοί στους κάδους, η ένοπλη πολιτική, η δολοφονική απόπειρα κατά του δικτάτορα, οι συνωμοτικές ομάδες, τα παράνομα έντυπα, οι συγκρούσεις με τους μηχανισμούς καταστολής. Ολα έχουν εξοβελιστεί στον Καιάδα της «τρομοκρατίας», στη σφαίρα του αδιανόητου. Κι αναρωτιέται κανείς, αν η βαρβαρότητα της χούντας επαναλαμβανόταν σήμερα, ποιες γενιές, ποιοι άνθρωποι θα αναλάμβαναν να πατήσουν τη διαχωριστική γραμμή της κατά συνθήκην νομιμότητας;
Από τα θραύσματα της δικής μου παιδικής μνήμης, διασώζω μερικά ασήμαντα πράγματα- η οικογένειά μου δεν βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα, ήταν προστατευμένη στο κουκούλι της σιωπηρής πλειοψηφίας: Η μάνα μου απαγόρευσε να παίξω στους δρόμους της γειτονιάς την πρώτη μέρα μετά το πραξικόπημα- αν θυμάμαι καλά, δεν πήγα σχολείο, πηγή χαράς. Το «πουλί» αναρτημένο στις τάξεις, δίπλα στην εικόνα του Χριστού, ίσως και του Κωνσταντίνου. Μια περίεργη επίσκεψη της δασκάλας μου στο σπίτι: αγνοούσε που κρατούνταν ο γιός της, φοιτητής πρέπει να ήταν, και αποζητούσε βοήθεια στα «κονέ» του πατέρα μου. Δεν έμαθα ποτέ τι απέγινε. Παιχνίδι, σχολείο, αθωότητα. Ραδιοφωνικά μηνύματα για το οικονομικό θαύμα της χούντας: «Κάποτε ο τόπος μας παρήγε καπνό, σταφίδα, ελιές και λάδι. Κάποτε…Όμως, έρχεται κι η στιγμή της αλλαγής…» Ακολουθούσε η περιγραφή του οικονομικού παραδείσου στον οποίο ζούσαμε ανυποψίαστοι.
Εν μέρει η προπαγάνδα επιβεβαιωνόταν από μια μεταλλασσόμενη καθημερινότητα. Μπορεί να παίρναμε ακόμη τη φέτα σε δράμια, τυλιγμένη σε «Ελεύθερο Κόσμο», αλλά στα σπίτια εισέβαλλε ο εκμοντερνισμός της οικονομίας: η ηλεκτρική κουζίνα εκτόπιζε την γκαζιέρα, το ηλεκτρικό ψυγείο εξαφάνιζε τον παγοπώλη, η τηλεόραση έκλεβε τη δόξα του ραδιοφώνου. «Λόου ρέιντζερ», «Επικίνδυνες αποστολές», «Αγνωστος πόλεμος», ποδόσφαιρο και «Γουέμπλεϊ». Τα ισόγεια σπίτια γκρεμίστηκαν μαζικά, η αντιπαροχή απογειώθηκε, οι οικογένειες μπήκαν σε διαμερίσματα αγορασμένα με χαμηλότοκα δάνεια που δεν παρακολουθούσαν τον αγνώστου ύψους πληθωρισμό. Η «αλλαγή» ήταν υπαρκτή, οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί την επεσήμαιναν πρόθυμα προσφέροντας πολιτικό άλλοθι στη χούντα, μαζί με τους συνενόχους συμμάχους που την στήριζαν με τεχνολογία καταστολής και βασανιστηρίων. Οι εργολάβοι απογειώθηκαν από μια πανσπερμία δημοσίων έργων κι από τη μαζική αστικοποίηση του πληθυσμού που συνέρεε στην Αθήνα και τις άλλες μεγάλες πόλεις διψασμένος για δουλειά και σπίτια. Η βιομηχανία εκμεταλλεύτηκε μαζικά τη μακρόχρονη διατίμηση της εργατικής δύναμης ελλείψει συνδικάτων, απορρόφησε πρόθυμα τους νεαρούς επαρχιώτες που έστηναν στην πόλη το μικροαστικό τους όνειρο. Η οικονομική μεγέθυνση- αποτέλεσμα όχι κάποιας πολιτικής, αλλά ίσως της πρώτης πραγματικής «απελευθέρωσης» των δυνάμεων της αγοράς από τα πολιτικά τους «βαρίδια»- έγινε το μέσο εξαγοράς της σιωπής της κοινωνικής πλειοψηφίας. Η σιωπή αυτή και η πολιτική προστασία που πρόσφερε στο καθεστώς ένα συνονθύλευμα επιχειρηματικών λόμπι τα οποία αντλούσαν υπεραξίες από το πολιτικό κενό και τις απευθείας συναλλαγές με τους συνταγματάρχες, εξηγούν ίσως την επταετή αντοχή του πιο σαθρού καθεστώτος της σύγχρονης ιστορίας.
Όλα τα άλλα συμπληρώθηκαν ως γνώση μετά. Μνήμη κατασκευασμένη- ποιος να την ελέγξει; Φύλακες και φυλακισμένοι, βασανιστές και βασανιζόμενοι, καθεστωτικοί και αντιστασιακοί χάθηκαν μέσα στο μεταπολιτευτικό πλήθος, όλοι στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Βολευτήκαμε σ’ ένα ηρωικό αφήγημα, χαράξαμε και μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ νομιμότητας και εκτροπής και επιστρέψαμε στη νάρκη της ευδαιμονίας, ανυποψίαστοι για την καταστροφή που έχει επέλθει. Κι η μεγαλύτερη καταστροφή είναι ακριβώς το κενό της μνήμης. Οι περισσότερες τραγωδίες της σύγχρονης ιστορίας μας- πόλεμοι, εμφύλιοι- είναι μοιρασμένες σε βιώματα εκατομμυρίων ανθρώπων, είναι υποθέσεις μαζών. Τις σημερινές μας τραγωδίες πάλι- ίσως και κωμωδίες-, τις ζούμε live, καθισμένοι στον καναπέ, μπροστά στην τηλεόραση. Αυτή η τραγωδία, όμως, υπάρχει στο σκληρό δίσκο μόνο μερικών χιλιάδων ανθρώπων. Συνέβη πίσω από κλειστές πόρτες, σε κελιά και θαλάμους βασανιστηρίων, σε συνωμοτικά ραντεβού, υπόγεια διαμερίσματα και σκοτεινούς δρόμους. Είναι γραμμένη στο περιθώριο της επίσημης πολιτικής, άλλοτε συκοφαντημένη από γραφικές περιγραφές κι άλλοτε εκτοπισμένη από το σύγχρονο πολιτικό σαβουάρ βιβρ.
Κάπως πρέπει να διασωθεί, στόμα με στόμα, λέξη τη λέξη, σελίδα τη σελίδα αυτή η μνήμη. Γιατί, στις δικτατορίες του μέλλοντός μας (και θα υπάρξουν τέτοιες), κινδυνεύουμε να μείνουμε χωρίς κι εκείνες τις τολμηρές μειοψηφίες που έσπασαν κάποτε την καταθλιπτική σιωπή.
ΚΙΜΠΙ
No comments:
Post a Comment